Nικολάου Νικόλας ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 840

(2012) 2 ΑΑΔ 840

[*840]7 Δεκεμβρίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 217/2012)

 

Ποινική Δικονομία ― Κράτηση μέχρι τη δίκη ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία αποφασίστηκε η κράτηση του εφεσείοντα μέχρι την ημερομηνία της δίκης του από το Κακουργιοδικείο ― Η ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων στον ενδιάμεσο χρόνο μέχρι τη δίκη, δικαιολογούσε την κράτηση ― Μη αναγκαία η σωρευτική ύπαρξη των σχετικών παραγόντων.

Ποινική Δικονομία ― Κράτηση μέχρι τη δίκη ― Ποια στοιχεία στοιχειοθετούν την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων στον ενδιάμεσο χρόνο μέχρι τη δίκη.

Ποινική Δικονομία ― Κράτηση μέχρι τη δίκη ― Εφαρμοστέες αρχές ― Ο κίνδυνος μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο, η διάπραξη άλλων αδικημάτων και ο επηρεασμός μαρτύρων, είναι οι παράγοντες που χωριστά ο καθένας, μπορούν να δικαιολογήσουν την κράτηση ενός κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη ― Συνυπολογίζονται ακόμα οι εκάστοτε περιστάσεις και συνθήκες οι οποίες περιβάλλουν την υπόθεση, χωρίς οι τελευταίες να υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον προς απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.

Η έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου για κράτηση του εφεσείοντα μέχρι την ημερομηνία της δίκης του, ύστερα από σχετική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου για παραπομπή του σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Ο εφεσείων αντιμετώπιζε δύο κατηγορίες για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, δύο κατηγορίες για απόκτηση περιουσίας [*841]με απειλές προς το σκοπό κλοπής, άλλες κατηγορίες για εκβιασμό, για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, για απαγωγή, για κατοχή πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, για μεταφορά όπλου, για κατοχή εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια και για μεταφορά εκρηκτικών υλών.

Μεταξύ άλλων η Κατηγορούσα Αρχή έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σειρά ποινικών υποθέσεων που εκκρεμούσαν εναντίον του εφεσείοντα ή που είχαν αποσυρθεί και επανακαταχωρηθεί λόγω μη εντοπισμού του για επίδοση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετείτο ο παράγοντας, της ύπαρξης πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων, γεγονός το οποίο από μόνο του και αυτοτελώς δικαιολογούσε την κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

 

Λόγος έφεσης 1:

Η κατ’ ισχυρισμό λανθασμένη εφαρμογή των αρχών που διέπουν τα της κράτησης κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η άποψη ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπάρχει συρροή όλων των παραγόντων που καθιέρωσε η νομολογία, περιλαμβανομένης και της πιθανότητας επανάληψης των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται ένας, δε βρίσκει έρεισμα ούτε στη λογική ούτε στη νομολογία. Οι επιπτώσεις κράτησης στην προσωπική, οικογενειακή ή επαγγελματική ζωή του υποδίκου έστω και αν είναι δυσμενείς, δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της δικαιοσύνης.

2.  Το γεγονός ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ύστερα από την εξέταση της πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων και αφού έκρινε ότι αυτή η πιθανότητα δεν μπορούσε να αποκλεισθεί, αναφέρθηκε στις υποκειμενικές περιστάσεις του εφεσείοντα, για να κρίνει όμως, όπως είχε δικαίωμα, ότι αυτές δεν ήσαν τέτοιες ώστε να μπορούσαν να υπερφαλαγγίσουν το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον και την ανάγκη της προστασίας του κοινωνικού συνόλου.

Δεν υπήρχε τίποτε το επιλήψιμο στην προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

[*842]Λόγος έφεσης 2:

Η κατ’ ισχυρισμό λανθασμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας για κράτηση του εφεσείοντα, λόγω πιθανολόγησης για διάπραξη στο μεταξύ, άλλων αδικημάτων.

1.  Η ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων στον ενδιάμεσο χρόνο μέχρι τη δίκη, μπορεί να στοιχειοθετηθεί είτε από στοιχεία που αφορούν σε προηγούμενη καταδίκη ή προηγούμενες καταδίκες, είτε και από το γεγονός ότι εναντίον του κατηγορούμενου εκκρεμούν προς εκδίκαση ή καταχώρηση άλλες υποθέσεις σε σχέση με διάπραξη άλλων παρόμοιων αδικημάτων.

2.  Στην υπό εξέταση περίπτωση, εκκρεμούσαν προς εκδίκαση ή προς καταχώρηση σωρεία άλλων σοβαρών αδικημάτων, παρόμοιας φύσης με τα υπό κατηγορία στην υπό εξέταση υπόθεση. Αυτό ήταν ένα σοβαρό στοιχείο το οποίο μπορούσε και έπρεπε να συσταθμιστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο και μπορούσε να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της κράτησης του εφεσείοντα, δεδομένου ότι στοιχειοθετούσε την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης αδικημάτων στο μεσοδιάστημα, παρά την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου του εφεσείοντα, στοιχείο το οποίο επίσης λήφθηκε υπόψη.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135,

Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 373,

Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130.

Έφεση εναντίον Απόφασης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Παρπόττα, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 19722/12), ημερομηνίας 19/10/2012.

Σ. Α. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

[*843]Θ. Παπανικολάου, Δημόσιος Κατήγορος Α, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας παρέπεμψε τον εφεσείοντα και δύο άλλα πρόσωπα σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατά την 10.1.2013. Ο εφεσείων αντιμετωπίζει δύο κατηγορίες για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, δύο κατηγορίες για απόκτηση περιουσίας με απειλές προς το σκοπό κλοπής, άλλες κατηγορίες για εκβιασμό, για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, για απαγωγή, για κατοχή πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, για μεταφορά όπλου, για κατοχή εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια και για μεταφορά εκρηκτικών υλών.

Μετά την απόφαση περί παραπομπής των τριών κατηγορουμένων σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το Δικαστήριο επιλήφθηκε αιτήματος της κατηγορούσας αρχής όπως ο κατηγορούμενος 1 και ο κατηγορούμενος 2 (εφεσείων) παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι τη δίκη τους, ενώ για τον 3ο κατηγορούμενο ζητήθηκε όπως αφεθεί ελεύθερος υπό όρους. Το Δικαστήριο, αφού άκουσε τις παραστάσεις, τόσο του εκπροσώπου της κατηγορούσας αρχής, όσο και των συνηγόρων των κατηγορουμένων, με αιτιολογημένη απόφασή του διέταξε όπως ο εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του, ενώ οι άλλοι δύο συγκατηγορούμενοί του αφεθούν ελεύθεροι υπό όρους, προς διασφάλιση της παρουσίας τους ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Με την παρούσα έφεσή του ο εφεσείων – κατηγορούμενος αρ. 2 προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας δύο λόγους έφεσης για τους οποίους, όπως υποστηρίζει, η απόφαση για την κράτησή του θα πρέπει να ανατραπεί.

Λόγος έφεσης 1 – Η κατ’ ισχυρισμό λανθασμένη εφαρμογή των αρχών που διέπουν τα της κράτησης κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του.

Τυγχάνει η βασική θέση του εφεσείοντα κάτω από αυτό το λόγο έφεσης ότι, παρόλον ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στην απόφασή του σε ορθή αναφορά στους παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη και ενώ ορθά ανέφερε ότι δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν όλοι οι παράγοντες, αλλά η στοιχειοθέτηση έστω [*844]και ενός από αυτούς είναι αρκετή, εν τούτοις, τελικά συνυπολόγισε όλους μαζί τους παράγοντες και δημιουργήθηκε έτσι σύγχυση ως προς την πραγματική αιτία κράτησης του εφεσείοντα.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ισχύς της διαθέσιμης μαρτυρίας δε θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για τους κατηγορουμένους ως προς την παρουσία τους στο Δικαστήριο για να δικασθούν, συνυπολογίζοντας ταυτόχρονα και τα υποκειμενικά τους δεδομένα, εν τούτοις, στη συνέχεια προσέγγισε ξανά τον ίδιο παράγοντα των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντα και των επιπτώσεων από την κράτηση στον ίδιο και την οικογενειακή του ζωή, και τόνισε ότι αυτά δεν υπερφαλαγγίζουν το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον. Ο παράγοντας των προσωπικών περιστάσεων, κρίνεται ανεξάρτητα από την εξέταση των παραγόντων που σχετίζονται με τον κίνδυνο μη προσέλευσης στο Δικαστήριο, όπως και από τον παράγοντα της πιθανότητας διάπραξης, στο μεταξύ, άλλων αδικημάτων και αυτή η σύγχυση από πλευράς Δικαστηρίου προκάλεσε, όπως υποστηρίζει ο εφεσείων, λανθασμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας, εφόσον οι προσωπικές περιστάσεις είτε υπερφαλαγγίζουν είτε δεν υπερφαλαγγίζουν το δημόσιο συμφέρον.

Οι αρχές που διέπουν το θέμα της κράτησης ή μη κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του είναι καλά γνωστές και έχουν εκτεθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά και παραπομπή σε τέτοιες αποφάσεις, παρέθεσε και συνόψισε ορθά τις αρχές που διέπουν το θέμα.

Αυτές οι αρχές έχουν συνοψισθεί επιγραμματικά στην υπόθεση Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135, ως ακολούθως:

“Είναι καλά γνωστό ότι οι παράγοντες που χωριστά ο καθένας μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση ενός κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη, είναι τρεις:-

(α)          Ο κίνδυνος μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο.

(β)          Η διάπραξη άλλων αδικημάτων· και

(γ)          Ο επηρεασμός μαρτύρων.

Ισχυρό παράγοντα εκτίμησης της πιθανότητας μη προσέλευσης κατηγορουμένου κατά τη δίκη αποτελεί η σοβαρότητα [*845]του αδικήματος, σε συνάρτηση με την πιθανότητα καταδίκης και την επιβολή ποινής. Η πιθανότητα, βέβαια, να μην παρουσιαστεί ο κατηγορούμενος στη δίκη του δεν εκτιμάται στη βάση και μόνο των πιο πάνω. Συνυπολογίζοντας όλα όσα περιβάλλουν την υπόθεση, δηλαδή οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα και οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, χωρίς οι τελευταίες να αφήνονται να υπερφαλαγγίσουν το γενικό δημόσιο συμφέρον προς απονομή της ποινικής δικαιοσύνης”.

Όπως είχε επιβεβαιωθεί και στην απόφαση στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7:

“η άποψη ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπάρχει συρροή όλων των παραγόντων που καθιέρωσε η νομολογία, περιλαμβανομένης και της πιθανότητας επανάληψης των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται ένας, δε βρίσκει έρεισμα ούτε στη λογική ούτε στη νομολογία. Οι επιπτώσεις κράτησης στην προσωπική, οικογενειακή ή επαγγελματική ζωή του υποδίκου έστω και αν είναι δυσμενείς δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της δικαιοσύνης.”

Στην υπό εξέταση περίπτωση, είναι γεγονός ότι η πρωτόδικος Δικαστής στην απόφασή της αναφέρει πρώτα ότι, συνεκτίμησε τα αντικειμενικά δεδομένα που άπτονται της σοβαρότητας των κατηγοριών και της πιθανολόγησης καταδίκης στη βάση του μαρτυρικού υλικού, όπως επίσης και τα υποκειμενικά δεδομένα των κατηγορουμένων 1 και του εφεσείοντα, όπως αναφέρθηκαν από τους συνηγόρους τους, τις οικογενειακές, επαγγελματικές, οικονομικές και προσωπικές περιστάσεις τους. Προσμετρώντας δε αυτά, ανάλογα με τη βαρύτητα της ύπαρξης κινδύνου να μην παρουσιασθούν κατά τη δίκη τους, συνέχισε αναφέρουσα:

“κρίνω ότι η ισχύς ή η δύναμη της διαθέσιμης μαρτυρίας εναντίον τους είναι τέτοια που δεν θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για τους Κατηγορούμενους να προσέλθουν ενώπιον του Δικαστηρίου για να αντιμετωπίσουν τις εναντίον τους κατηγορίες, συνυπολογίζοντας ταυτόχρονα και τα υποκειμενικά δεδομένα τους, ως αυτά σημειώνονται ανωτέρω”.

Παρά το ότι η πιο πάνω διατύπωση δεν είναι η καλύτερη, είναι καθαρό ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις προσωπικές, οικογενειακές και επαγγελματικές περιστάσεις του εφεσείοντα, τις οποίες και συνυπολόγισε κατά την άσκηση κρίσης ως προς τον [*846]κίνδυνο μη προσέλευσης του εφεσείοντα στο Δικαστήριο για τη δίκη του και συμπέρανε ότι, με βάση τα προσωπικά και άλλα υποκειμενικά περιστατικά του εφεσείοντα, μαζί με τη δύναμη της διαθέσιμης εναντίον του μαρτυρίας, δεν στοιχειοθετείται ο κίνδυνος μη προσέλευσης του εφεσείοντα κατά τη δίκη του.

Το Δικαστήριο όμως ασχολήθηκε ξανά στη συνέχεια της απόφασής του με τις υποκειμενικές περιστάσεις του εφεσείοντα, μετά που επιλήφθηκε του θέματος στοιχειοθέτησης ή μη του παράγοντα περί ύπαρξης πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων από τον εφεσείοντα, αν αυτός αφίετο ελεύθερος μέχρι τη δίκη του. Αυτός βέβαια ο παράγοντας και η ετυμηγορία του Δικαστηρίου περί στοιχειοθέτησής του, είναι αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης και θα τον εξετάσουμε αργότερα. Το γεγονός όμως είναι ότι το Δικαστήριο, μετά που εξέτασε την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων και αφού έκρινε ότι αυτή η πιθανότητα δεν μπορούσε να αποκλεισθεί, αναφέρθηκε ξανά στις υποκειμενικές περιστάσεις του εφεσείοντα, για να καταλήξει ως ακολούθως:

“Λαμβάνω, επίσης υπόψη τις επιπτώσεις από τυχόν κράτηση στην προσωπική, οικογενειακή και επαγγελματική ζωή του Κατηγορούμενου 2, οι οποίες, χωρίς αμφιβολία, θα είναι αρνητικές ενόψει του προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι γονείς του Κατηγορουμένου 2, αλλά και ενόψει του γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος 2 είναι αυτός που συντηρεί τους γονείς του και τα ανήλικα παιδιά του. Συνεκτιμώντας, όμως, αυτές με τους υπόλοιπους παράγοντες που εξετάζονται ανωτέρω, κρίνω, ότι αυτές δεν υπερφαλαγγίζουν το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον για την απονομή της δικαιοσύνης και την ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου.

Συνακόλουθα, συνυπολογίζοντας όλους τους παράγοντες που αφορούν την παρούσα, κρίνω ότι η διακριτική μου ευχέρεια πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έγκρισης του αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής και την κράτηση του Κατηγορουμένου 2 μέχρι τη δίκη του, αφού βρίσκω ότι η ατομική του ελευθερία θα πρέπει να υποχωρήσει έναντι του δημοσίου συμφέροντος”.

Δε θα σχολιάσουμε το γεγονός της παρεμβολής και του συνυπολογισμού των προσωπικών και άλλων υποκειμενικών περιστατικών του εφεσείοντα κατά την εξέταση του παράγοντα του κινδύνου μη προσέλευσής του κατά τη δίκη του, αφού η κρίση του Δικαστηρίου εδώ ήταν ουσιαστικά ότι δεν εστοιχειοθετείτο αυτός ο κίνδυνος και ασφαλώς τούτο δεν προσβάλλεται κατ’ έφεση.

[*847]Όπως διαπιστώνεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο τελικά έκρινε ότι εστοιχειοθετείτο άλλος παράγοντας, αυτός δηλαδή της ύπαρξης πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων, γεγονός το οποίο από μόνο του και αυτοτελώς θα εδικαιολογούσε την κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του. Μετά δε την τροπή αυτή που πήρε η απόφαση, ορθά το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις προσωπικές και άλλες υποκειμενικές περιστάσεις του εφεσείοντα, όπως ορθά υποδεικνύει και η νομολογία, για να κρίνει όμως, όπως είχε δικαίωμα, ότι αυτές δεν ήσαν τέτοιες ώστε να μπορούν να υπερφαλαγγίσουν το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον και την ανάγκη της προστασίας του κοινωνικού συνόλου.

Δε βλέπουμε τίποτε το επιλήψιμο στην προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Γίνεται όμως επίσης λόγος στη συνέχεια της απόφασης, όπως φαίνεται και στο απόσπασμα που έχουμε παραθέσει προηγουμένως, στο ότι το Δικαστήριο, αφού συνυπολόγισε όλους τους παράγοντες, έκρινε ότι θα έπρεπε να ασκηθεί η διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έγκρισης του αιτήματος για την κράτηση του εφεσείοντα.

Δεν μπορούμε να αποδώσουμε σημασία στην επωδό αυτή της απόφασης η οποία, όπως υποστήριξε ο συνήγορος του εφεσείοντα, αντιστρατεύεται την προηγούμενη ορθή προσέγγιση του Δικαστηρίου περί αυτοτέλειας των εξετασθέντων παραγόντων. Εκλαμβάνουμε αυτή την αναφορά να εννοεί το Δικαστήριο ότι έλαβε υπόψη του όλους τους σχετικούς παράγοντες και ο όρος “συνυπολογίζοντας” δεν αναιρεί τη ξεχωριστή και κατά λόγο εξέταση στην οποία είχε προβεί προηγουμένως το Δικαστήριο.

Επομένως, αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Λόγος έφεσης 2 – Η κατ’ ισχυρισμό λανθασμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας για κράτηση του εφεσείοντα, λόγω πιθανολόγησης για διάπραξη στο μεταξύ, άλλων αδικημάτων.

Όπως υποστηρίζει ο εφεσείων κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, στην παρούσα υπόθεση, ο παράγοντας της εκκρεμοδικίας άλλων υποθέσεων στις οποίες κατηγορείται ή εμπλέκεται ο εφεσείων, δε συνσταθμίστηκε με το λευκό ποινικό του μητρώο και με το γεγονός ότι αθωώθηκε σε υποθέσεις που αντιμετώπιζε στο παρελθόν και στις οποίες συμμορφωνόταν με τεθέντες από το Δικαστήριο όρους για την παρουσία του.

Σύμφωνα με το συνήγορο του εφεσείοντα, κατ’ αρχάς ο σκοπός [*848]για τον οποίο η κατηγορούσα αρχή είχε αναφερθεί στις διάφορες υποθέσεις που εκκρεμούν εναντίον του εφεσείοντα, ήταν, σύμφωνα με τα τηρηθέντα πρακτικά, να δείξει την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων “σε συνάρτηση πάντα με τον κίνδυνο μη προσέλευσης του, αφού δεν εντοπιζόταν για να του επιδοθούν κλήσεις”. Αυτή δε η σύγχυση, παρέσυρε και το Δικαστήριο αφού, στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, αφήνεται να νοηθεί ότι κρατείται λόγω και του ενδεχομένου κινδύνου μη προσέλευσης του εφεσείοντα στη δίκη του. Τούτο φαίνεται, κατά το συνήγορο, και από τον τρόπο στάθμισης των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντα και της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι “συνυπολόγισε” όλους τους σχετικούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο κίνδυνος μη προσέλευσης κατά τη δίκη.

Δε συμμεριζόμαστε αυτές τις θέσεις του εφεσείοντα. Κατ’ αρχάς, όσον αφορά στην αναφερόμενη ως σύγχυση στο τι τελικά λήφθηκε υπόψη και στο χρησιμοποιηθέντα όρο ότι “συνυπολογίστηκαν όλοι οι παράγοντες”, έχουμε ήδη αποφανθεί κατά την εξέταση του προηγούμενου λόγου έφεσης. Το γεγονός δε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια προς την κατεύθυνση της κράτησης του εφεσείοντα λόγω της διάγνωσης της ύπαρξης πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων στο μεταξύ, είναι ξεκάθαρο από την απόφαση.

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια το κατά πόσο αυτή η διάγνωση του Δικαστηρίου και η τελική απόφασή του, η οποία βασίστηκε σ’ αυτήν, εδικαιολογούντο υπό τις περιστάσεις.

Η κατηγορούσα αρχή έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα ακόλουθα στοιχεία που αφορούσαν τον εφεσείοντα, ως προς άλλες υποθέσεις που εκκρεμούσαν εναντίον του:

“Η υπόθεση με αρ. 31301/12 αφορά αδίκημα απειλής βιαιοπραγίας το οποίο είναι ορισμένο προς ακρόαση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 22/11/2012. Η υπόθεση με αρ. 23380/12 αφορά επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη είναι επίσης σε εκκρεμότητα και είναι ορισμένη προς ακρόαση στις 26/11/1012. Η υπόθεση με αρ. 23311/12 είναι ορισμένη και αυτή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αφορά κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α και είναι ορισμένη για ακρόαση στις 14/1/2013. Η υπόθεση με αριθμό 13078/12 αφορά συμπλοκή και είναι ορισμένη για ακρόαση στις 21/11/2012, η υπόθεση με αρ. 30422/11 αφορά συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, απόπειρα εκβίασης, παράνομη είσοδο σε ξένη περιουσία [*849]είναι ορισμένη στις 11/12/2012. Επίσης αριθμός ποινικού φακέλου του ΤΑΕ 596/09 στον οποίο δηλώθηκε Αναστολή Ποινικής Δίωξης λόγω μη επίδοσης στον Κατηγορούμενο αφού αναζητήθηκε και δεν εντοπίστηκε, αφορά απειλή βιαιοπραγίας και η αναστολή ποινικής δίωξης δηλώθηκε στις 14/3/11. Η υπόθεση Λεμεσού 10899/12 επίσης έχει διακοπεί στις 4/9/2012 λόγω μη επίδοσης στον Κατηγορούμενο αφού δεν εντοπίζονταν και αφορά πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη και η υπόθεση του ΤΑΕ με αρ. 24315/11 και αφορά επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, απειλές, εκβίαση και ληστεία η οποία είχε διακοπεί λόγω μη επίδοσης της και πάλι λόγω του ότι δεν εντοπίζονταν ο Κατηγορούμενος και διεκόπη στις 11/5/2012.

Ο σκοπός που αναφέρω τις εκκρεμούσες υποθέσεις είναι λόγω πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων σε συνάρτηση πάντα με τον κίνδυνο μη προσέλευσης του αφού δεν εντοπιζόταν για να του επιδοθούν κλήσεις. Όλες αυτές οι υποθέσεις, οι οποίες έχουν επανακαταχωρηθεί και του έχουν επιδοθεί και αρνήθηκε να τις παραλάβει. (…..Αγορεύει....). Προς υποστήριξη του αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής να σας καταθέσω μέρος του μαρτυρικού υλικού, αντίγραφο του οποίου έχει δοθεί στους συνηγόρους υπεράσπισης από προηγουμένως”.

Όπως διαπιστώνεται από το πιο πάνω απόσπασμα, οι λόγοι για τους οποίους εζητείτο η κράτηση των κατηγορουμένων, και ειδικότερα του εφεσείοντα, ήταν δύο:

α. Η ύπαρξη κινδύνου μη προσέλευσής του κατά τη δίκη, και,

β. Η πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων.

Το γεγονός ότι η κατηγορούσα αρχή ανέφερε αδόκιμα ως λόγο την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων “σε συνάρτηση” με το λόγο της ύπαρξης κινδύνου μη προσέλευσης, δεν αλλοιώνει το γεγονός ότι επικαλέστηκε τους δύο αυτούς λόγους. Καμιά δε σύγχυση δεν προκλήθηκε στο Δικαστήριο, αφού είναι φανερό από την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως έχει προαναφερθεί, ότι το Δικαστήριο δε δέχθηκε αφ’ ενός ότι στοιχειοθετείτο ο λόγος της ύπαρξης κινδύνου μη προσέλευσης στη δίκη, πλην όμως εστοιχειοθετείτο ο παράγοντας της πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων για τους αυτοτελείς λόγους που εξήγησε.

Η ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων στον εν[*850]διάμεσο χρόνο μέχρι τη δίκη, μπορεί να στοιχειοθετηθεί είτε από στοιχεία που αφορούν σε προηγούμενη καταδίκη ή προηγούμενες καταδίκες, είτε και από το γεγονός ότι εναντίον του κατηγορούμενου εκκρεμούν προς εκδίκαση ή καταχώρηση άλλες υποθέσεις σε σχέση με διάπραξη άλλων παρόμοιων αδικημάτων. [Βλπ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ., 373, Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130].

Στην υπό εξέταση περίπτωση, όπως διαπιστώνεται από το απόσπασμα της δήλωσης του εκπροσώπου της κατηγορούσας αρχής, το οποίο παραθέσαμε προηγουμένως, εναντίον του εφεσείοντα εκκρεμούν προς εκδίκαση ή προς καταχώρηση σωρεία άλλων σοβαρών αδικημάτων, παρόμοιας φύσης με τα υπό κατηγορία στην υπό εξέταση υπόθεση. Αυτό ήταν ένα σοβαρό στοιχείο το οποίο μπορούσε και έπρεπε να συνσταθμιστεί από το πρωτόδικο και μπορούσε να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της κράτησης του εφεσείοντα, δεδομένου ότι στοιχειοθετούσε την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης αδικημάτων στο μεσοδιάστημα, παρά την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου του εφεσείοντα, στοιχείο το οποίο επίσης λήφθηκε υπόψη.

Επομένως ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο