(2012) 2 ΑΑΔ 930
[*930]19 Δεκεμβρίου, 2012
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ Δ/στές]
ΑΓΓΕΛΟΣ ΙΩΣΗΦ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 221/12)
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης 2½ χρόνων για τέλεση πράξης που στόχευε στην πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Ιδιάζουσες συνθήκες διάπραξης ― 74χρονος δράστης πυροβολεί με κυνηγετικό όπλο τον οδηγό του αυτοκινήτου που ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα κατά το οποίο έχασε τη ζωή της, η επιβάτιδα εγγονή του ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει παρά την εισήγηση και της Δημοκρατίας περί υπερβολικής ποινής ― Απόφαση κατά πλειοψηφία.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστωθεί ότι η ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική.
Ποινή ― Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις ― Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων ― Σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση ως έκδηλα υπερβολική, ποινή άμεσης φυλάκισης 2½ ετών η οποία του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο κατόπιν παραδοχής του σε τρεις κατηγορίες με σοβαρότερη την τέταρτη, που αφορούσε σε τέλεση πράξης που στόχευε στην πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του [*931]Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Οι άλλες δύο αφορούσαν στη μεταφορά πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ σε κλειστή περίοδο κυνηγίου (2η κατηγορία) και στη μεταφορά εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια (3η κατηγορία), στις οποίες δεν επιβλήθηκε ποινή.
Αντιμετώπιζε περαιτέρω και κατηγορία για απόπειρα φόνου η οποία διακόπηκε.
Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως εκτίθενται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, την 1.4.2012 και ενώ ο παραπονούμενος βρισκόταν εντός του χώρου στάθμευσης της πολυκατοικίας όπου διαμένει, δέχτηκε συνολικά τρεις πυροβολισμούς από τον εβδομηντατετράχρονο εφεσείοντα ο οποίος χρησιμοποίησε κυνηγετικό όπλο.
Δύο από τα πολλαπλά μικρά τραύματα σε διάφορα σημεία του σώματος του παραπονούμενου τα οποία προήλθαν από τα σκάγια των φυσιγγιών, έπληξαν τον δεξί του πνεύμονα.
Εισήχθη στη μονάδα εντατικής θεραπείας και παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης του, η ανάρρωση του ήταν ομαλή.
Ο εφεσείων παραδέχτηκε αμέσως τη διάπραξη των αδικημάτων και παρέδωσε το κυνηγετικό όπλο που είχε χρησιμοποιήσει και 26 πλήρη φυσίγγια.
Ανέφερε ως λόγο των ενεργειών του, το θάνατο της εγγονής του η οποία είχε αποβιώσει δύο χρόνια πριν από τη διάπραξη των αδικημάτων, υποκύπτουσα στα τραύματα που είχε υποστεί, όταν αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε και το οποίο οδηγείτο επικίνδυνα από τον παραπονούμενο, προσέκρουσε σε κιγκλίδωμα παραπλεύρως του δρόμου.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέθηκε σωρεία γεγονότων τα οποία αφορούσαν στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα οι οποίες ανέδυαν πολλές τραγικές λεπτομέρειες.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
α) Η ποινή φυλάκισης 2½ ετών ήταν έκδηλα υπερβολική λαμβανομένων υπόψη όλων των συνθηκών τέλεσης του αδικήματος αλλά και των προσωπικών περιστάσεων του και άλλων μετριαστικών παραγόντων.
β) Η εκτέλεση της ποινής θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να είχε ανασταλεί.
[*932]Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Παναγή Δ, συμφωνούντος και του Ερωτοκρίτου Δ:
1. Δεν παραγνωριζόταν η τελική τοποθέτηση της Δημοκρατίας ότι θα έπρεπε να επιβληθεί μικρότερη ποινή στον εφεσείοντα.
2. Ωστόσο, θα έπρεπε να σημειωθεί το γεγονός ότι η ίδια η κατηγορούσα αρχή, ενώ γνώριζε τα περιστατικά επέλεξε να διατηρήσει μέχρι τέλους την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο όπου εκδικάζονται τα πλέον σοβαρά αδικήματα.
3. Δεν χωρούσε αμφιβολία ότι επρόκειτο για μια ιδιάζουσα περίπτωση. Ωστόσο, δεν ήταν ορθή η εισήγηση των δύο πλευρών ότι οι συνθήκες που περιέβαλλαν την υπό συζήτηση περίπτωση αλλά και το πρόσωπο του εφεσείοντα, ήταν τέτοιες που να επέτρεπαν την μείωση της ποινής ως έκδηλα υπερβολικής.
4. Στην προκείμενη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι παρά το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα και τη διαγωγή την οποία επέδειξε μετά τη διάπραξη του αδικήματος, τα περιστατικά της υπόθεσης ήταν τόσο σοβαρά που δεν δικαιολογείτο η αναστολή της επιβληθείσας ποινής.
5. Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ήταν ορθή και πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία. Δεν δικαιολογείτο παρέμβασή στον τρόπο που άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Η επιείκεια του Δικαστηρίου στην προκειμένη περίπτωση εξαντλήθηκε στο ύψος της επιβληθείσας ποινής, αφού η σοβαρότητα των περιστάσεων του αδικήματος ήταν τέτοιου βαθμού που δεν επέτρεπε την αναστολή της ποινής παρά τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, και την απουσία ενδείξεων για επανάληψη.
6. Τυχόν δε αναστολή της ποινής φυλάκισης, δεδομένης της σοβαρότητας των περιστατικών της υπόθεσης και της φύσης του αδικήματος, θα έδινε λανθασμένα μηνύματα για αυτού του είδους τη συμπεριφορά.
Β. Υπό Χατζηχαμπή Δ.:
1. Η ίδια η Δημοκρατία συμφώνησε ότι η ποινή των 2½ ετών ήταν υπερβολική.
2. Επρόκειτο σαφώς για άκρως ιδιάζουσα περίπτωση, στην οποία, [*933]με την εξαίρεση της ίδιας και όντως εκ της φύσης της κατακριτέας πράξης που συνιστά το αδίκημα, συνέτρεχαν κατά κόρον μετριαστικοί παράγοντες που αφορούσαν τόσο στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και στις συνέπειές του, όσο και στο πρόσωπο του εφεσείοντα.
3. Το αδίκημα στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ της επιβληθείσας ποινής των 2½ ετών, δεν μπορούσε παρά να χαρακτηρίζεται ως μέτριας σοβαρότητας, εμπίπτοντας στο πλαίσιο των τριών ετών που καθορίζει τη δυνατότητα αναστολής.
4. Κάθε άλλος σχετικός παράγων επενεργούσε υπέρ της αναστολής.
5. Η ενέργεια του εφεσείοντα, σαφώς εκτός χαρακτήρος, δεν ήταν η συνήθης του είδους ώστε να κυριαρχούσε το στοιχείο της αυστηρότητας και της αποτροπής.
6. Η όποια δε επιείκεια επιδεικνυόταν στον Εφεσείοντα υπό τη μορφή της αναστολής δεν θα αποτελούσε προηγούμενο, προκειμένου περί σαφώς ιδιαζούσης περίπτωσης.
7. Δεν υπήρξαν μόνιμες συνέπειες στο θύμα, και ήταν αξιοσημείωτο ότι ο Εφεσείων δεν κατηγορήθηκε καν για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης αλλά για πράξη στοχεύουσα στην πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης.
8. Υπήρχε περαιτέρω η έμπρακτη μεταμέλεια του Εφεσείοντα, ανθρώπου ηλικίας 74 ετών ο οποίος αποτέλεσε σε όλη του τη ζωή υπόδειγμα οικογενειάρχη και πολίτη ο οποίος αντιμετώπιζε και σοβαρό πρόβλημα υγείας.
9. Η προκειμένη, αποτελούσε κατ’ εξοχήν περίπτωση αναστολής στο πνεύμα όσο και στους όρους του νομοθέτη. Δεν υπήρχε παράγων που να αντιστρατευόταν την αναστολή.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδουλίδη (2001) 2 Α.Α.Δ.753,
Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342,
Φαναρτζής ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 43,
[*934]Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686,
Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583,
Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ.22.
Έφεση εναντίον Απόφασης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Πογιατζή, Π.Ε.Δ., Καλογήρου, Α.Ε.Δ., Θωμά Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 7782/12), ημερομηνίας 7/11/2012.
Η. Στεφάνου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα απαγγείλει η Π. Παναγή, Δ. και με αυτή συμφωνεί και ο Γ. Ερωτοκρίτου, Δ. Ο Δ. Χατζηχαμπής, Δ., θα δώσει δική του διϊστάμενη απόφαση.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Ο εφεσείων παραδέχτηκε ενοχή ενώπιον του Κακουργιοδικείου σε τρεις κατηγορίες με σοβαρότερη την τέταρτη, η οποία αφορούσε σε πράξη που στοχεύει την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Οι άλλες δύο αφορούσαν στη μεταφορά πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ σε κλειστή περίοδο κυνηγίου (2η κατηγορία) και στη μεταφορά εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια (3η κατηγορία). Αντιμετώπιζε και κατηγορία για απόπειρα φόνου η οποία διακόπηκε κατόπιν καταχώρισης αναστολής ποινικής δίωξης από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης 2½ ετών στην τέταρτη κατηγορία, ενώ στις άλλες δύο δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή.
Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως εκτίθενται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, την 1.4.2012 και ενώ ο παραπονούμενος βρισκόταν εντός του χώρου στάθμευσης της πολυκατοικίας όπου διαμένει, δέχτηκε ξαφνικά πυροβολισμό από κυνηγετικό όπλο. Ο πρώτος πυροβολισμός τον έπληξε στο μπροστινό μέρος του σώματος του. Αμέσως άρχισε να τρέχει καλώντας σε βοήθεια, οπότε δέχτηκε και δεύτερο πυροβολισμό ο οποίος τον έπληξε στο πίσω μέρος του σώματος του. Ωστόσο, συνέχισε να τρέχει προσπαθώ[*935]ντας να βρει τόπο για να κρυφτεί, οπότε αντιλήφθηκε ότι ο δράστης, ο οποίος τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν ο εφεσείων, δεν τον ακολουθούσε πλέον. Αφού ειδοποιήθηκαν η Αστυνομία και ασθενοφόρο, ο παραπονούμενος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε ότι είχε πολλαπλά μικρά τραύματα σε διάφορα σημεία του σώματος του τα οποία προήλθαν από τα σκάγια φυσιγγιών κυνηγετικού όπλου. Δύο από αυτά έπληξαν το δεξιό πνεύμονα του. Εισήχθη στη μονάδα εντατικής θεραπείας και παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης του, η ανάρρωση του ήταν ομαλή. Εξήλθε από το Νοσοκομείο στις 7.4.2012.
Αφού οι έρευνες της Αστυνομίας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο δράστης ήταν ο εφεσείων, ο τελευταίος εντοπίστηκε αργότερα την ίδια μέρα σε σωματείο στη Λακατάμια, όπου ερωτηθείς για την υπόθεση ανέφερε, «αντί να μου αφταίνει η αγγόνισσά μου το καντήλι μου, αφταίνω εγώ το καντήλι της, εβαρέθηκα τούτην την κατάσταση τζιαι έπεξα τον». Ο εφεσείων παραδέχτηκε αμέσως τη διάπραξη των αδικημάτων, ενώ παρέδωσε το κυνηγετικό όπλο που είχε χρησιμοποιήσει και 26 πλήρη φυσίγγια.
Η εγγονή στην οποία αναφερόταν ο εφεσείων, η Στάλω, είχε αποβιώσει δύο χρόνια πριν από τη διάπραξη των αδικημάτων, υποκύπτουσα στα τραύματα που είχε υποστεί μετά που αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε μαζί με φίλη της και το οποίο οδηγείτο επικίνδυνα από τον παραπονούμενο, με υπερβολική ταχύτητα, σε δρόμο γεμάτο στροφές και παρά τις προτροπές των επιβαινόντων να ελαττώσει ταχύτητα, ο παραπονούμενος συνέχισε προσκρούοντας σε κιγκλίδωμα παραπλεύρως του δρόμου. Από τη σύγκρουση τραυματίστηκε θανάσιμα η 18χρονη Στάλω. Ο θάνατος της άλλαξε άρδην την ζωή του εφεσείοντα. Όπως σημειώνεται από το Κακουργιοδικείο:
«Το διάστημα εκείνο, η Στάλω ήταν φοιτήτρια, ο δε Κατηγορούμενος είχε μια ξεχωριστή σχέση μαζί της, η οποία εκτεινόταν πέραν της συνηθισμένης σχέσης παππού με εγγονή, αφού ήταν ο μέντορας και καθοδηγητής της. Η Στάλω ξεψύχησε στα χέρια του Κατηγορούμενου και έκτοτε η ζωή του ανατράπηκε εντελώς, αφού αντί να πηγαινοέρχεται στο Πανεπιστήμιο για να μεταφέρει την εγγονή του, πηγαινοερχόταν πλέον στο κοιμητήριο».
Ο εφεσείων έκτοτε θεωρούσε τον παραπονούμενο ως τον υπεύθυνο για το θάνατο της εγγονής του. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν την ημέρα του δεύτερου ετήσιου μνημοσύνου της Στάλως, που ήταν και τα γενέθλια του εφεσείοντα – έκλεινε τα 74 του έτη. Μετά το μνημόσυνο, ο εφεσείων ενεργώντας υπό το κράτος έντονης [*936]συναισθηματικής φόρτισης και αφού μετέβη στο σπίτι του στη Λακατάμεια, στη Λευκωσία, πήρε το κυνηγετικό του όπλο και οδήγησε στα Λειβάδια, στη Λάρνακα, όπου διέπραξε τα αδικήματα στα οποία παραδέχθηκε ενοχή. Μέχρι τότε, ήταν φιλήσυχο άτομο, χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη καταδίκη.
Ο εφεσείων προσβάλλει την ποινή φυλάκισης 2½ ετών ως έκδηλα υπερβολική λαμβανομένων υπόψη όλων των συνθηκών τέλεσης του αδικήματος αλλά και των προσωπικών περιστάσεων του και άλλων μετριαστικών παραγόντων. Είναι επίσης η θέση του πως η εκτέλεση της ποινής θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να είχε ανασταλεί. Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας εξέφρασε την άποψη ότι η ποινή της άμεσης φυλάκισης ήταν απόλυτα δικαιολογημένη ένεκα της σοβαρότητας του αδικήματος και του μέσου που χρησιμοποιήθηκε από τον εφεσείοντα για τη διάπραξη του. Δεν υποστήριξε όμως το ύψος της ποινής θεωρώντας ότι λόγω των περιστάσεων και των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντα θα έπρεπε να του επιβληθεί μικρότερη ποινή. Δεν μας αφήνει αδιάφορους ασφαλώς η τελική τοποθέτηση της Δημοκρατίας σε σχέση με την αντιμετώπιση του εφεσείοντα όσον αφορά την επιμέτρηση της ποινής. Ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε το γεγονός ότι η ίδια η κατηγορούσα αρχή, ενώ γνώριζε τα περιστατικά που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα, επέλεξε να οδηγήσει αρχικά και να διατηρήσει μέχρι τέλους την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο ενώπιον του οποίου εκδικάζονται τα πλέον σοβαρά αδικήματα.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα, ενώπιον του Κακουργιοδικείου, στην αγόρευση του για μετριασμό της ποινής, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα. Τόνισε την τραυματική παιδική του ηλικία, το θάνατο της μητέρας του στην παρουσία του, όταν ο ίδιος ήταν μόλις 10 ετών, ενώ μετέπειτα ο πατέρας του έγινε πιο επιθετικός και τον κακοποιούσε συχνά σωματικά και ψυχολογικά. Στην ηλικία των 16 ετών έφυγε από την πατρική του εστία και δημιούργησε δική του οικογένεια, της οποίας υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ο κεντρικός άξονας. Είναι έγγαμος και πατέρας τριών παιδιών, σήμερα ηλικίας 47, 45 και 42 ετών. Εργάστηκε στον τομέα των οικοδομών για περίπου εξήντα χρόνια, ως επιστάτης οικοδομών και ως αυτοεργοδοτούμενος οικοδόμος, εντάσσοντας και τα παιδιά του στην επιχείρηση του μετά τις σπουδές τους. Σήμερα είναι συνταξιούχος.
Αναφορά έγινε στην παραδοχή του εφεσείοντα και στη συνεργασία του με την Αστυνομία, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο [*937]λευκό ποινικό μητρώο του σε συνάρτηση με την ηλικία του, 74 ετών, και στον άμεμπτο και έντιμο πρότερο βίο του. Τέθηκαν υπόψη του Κακουργιοδικείου και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο ίδιος μετά από την υποβολή του το 2007 σε ολική αρθροπλαστική αριστερού ισχίου λόγω προχωρημένης οστεοαρθρίτιδας, τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με χειρουργική επέμβαση καθώς και τα προβλήματα υγείας της συζύγου του. Πέραν τούτων, έγινε αναφορά και στις συνέπειες που έχει η ποινή φυλάκισης για τον ίδιο και την οικογένεια του, ενώ τονίστηκε παράλληλα η δυσμενής επίδραση που είχε η απώλεια της εγγονής του εφεσείοντα, όπως περιγράφεται σε Ψυχολογική Αναφορά (Παράρτημα Β) που ετοιμάστηκε από κλινικό ψυχολόγο σε σχέση με το πρόσωπο του, και ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο εφεσείων παρουσίαζε κλινικά σημαντική διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες.
Κατά τη συζήτηση της έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος στάθηκε ιδιαίτερα στις απόψεις που διατυπώνονται στην Ψυχολογική Αναφορά, ότι πέρα από την πραγματική απώλεια της εγγονής του, ο θάνατος της ώθησε τον εφεσείοντα στην επαναβίωση του τραύματος που σχετίζεται με το θάνατο της μητέρας του, που προήλθε από τη γέννα και τη μεταφορά σε αυτόν της ευθύνης του μεγαλώματος της αδελφής του, κινητοποιώντας μέσα του ευθύνες και ενοχές για το θάνατο της μητέρας του, τις οποίες μετέφερε στην εγγονή του. Το διπλό τραύμα ενεργοποίησε με τη σειρά του το μηχανισμό άμυνας του εφεσείοντα, δηλαδή το ρόλο του προστάτη. Επρόκειτο μεν για μια πάγια κατάσταση - στην απόφαση του Κακουργιοδικείου περιγράφεται ως «κατάσταση μόνιμης συναισθηματικής φόρτισης» - ωστόσο ο εφεσείων δεν είχε ακραία αισθήματα. Την ημέρα της διάπραξης των αδικημάτων ο ρόλος του προστάτη, σε μια έκρηξη της στιγμής, τον οδήγησε να κάνει κάτι το οποίο ήταν εκτός του χαρακτήρα του.
Όπως έχει νομολογηθεί, το ύψος της αρμόζουσας ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστωθεί ότι η ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686).
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι έχουμε ενώπιον μας μια ιδιάζουσα περίπτωση. Ωστόσο, δεν συμφωνούμε με τους συνηγόρους των δύο πλευρών ότι οι συνθήκες που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση αλλά και το πρόσωπο του εφεσείοντα είναι τέτοιες που να επιτρέπουν την μείωση της ποινής ως έκδηλα υπερβολική. Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, αφού παρατήρησε ότι το αδίκημα είναι από τα πλέον σοβαρά που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας, γεγονός που προκύπτει από την προβλεπόμενη ποινή της ισόβιας φυλάκισης, σημείωσε με αναφορά στη νομολογία* ότι παρέχεται ευρύ πεδίο στο δικαστήριο ως προς το ύψος της ποινής, η οποία, μεταξύ άλλων, εξαρτάται από της συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, το μέσο που χρησιμοποιήθηκε για τη διενέργεια της εγκληματικής πράξης και την έκταση των τραυμάτων που προκλήθηκαν στο θύμα. Όλα αυτά το Κακουργιοδικείο ορθά τα συνυπολόγισε με τους υπόλοιπους παράγοντες που ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του οι οποίοι μπορούσαν να προσμετρήσουν στην επιμέτρηση της ποινής, τους οποίους και δεν θα επαναλάβουμε. Ταυτόχρονα όμως σημειώνει πως δεν μπορούσε να παραγνωριστεί ότι ο εφεσείων πήρε ο ίδιος το Νόμο στα χέρια του, προβαίνοντας στην εγκληματική πράξη με τη χρήση κυνηγετικού όπλου, κατά τρόπο που έθεσε σε άμεσο κίνδυνο την ζωή του παραπονούμενου.
Δεν διαπιστώνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου σφάλμα αρχής. Η ποινή που επέβαλε, στα πλαίσια των δεδομένων, ήταν ισορροπημένη και δεν μπορεί να κριθεί ως έκδηλα υπερβολική. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί παρέμβαση μας στο ύψος της ποινής.
Ως προς το ζήτημα αναστολής της ποινής, παρατηρούμε ότι μετά την τροποποίηση του περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, (Ν. 95/72), (όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 186(Ι)/2003), η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου - (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583).
Είναι γεγονός ότι οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, όπως εξετέθησαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, είναι τέτοιες που θα μπορούσαν να συνηγορήσουν υπέρ της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαι
[*939]ρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι παρά το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα και τη διαγωγή την οποία επέδειξε μετά τη διάπραξη του αδικήματος, τα περιστατικά της υπόθεσης είναι τόσο σοβαρά που δεν δικαιολογείτο η αναστολή της επιβληθείσας ποινής. Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου είναι ορθή και πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία. Δεν θεωρούμε ότι δικαιολογείται παρέμβασή μας στον τρόπο που άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Η επιείκεια του Δικαστηρίου στην προκείμενη περίπτωση εξαντλείται στο ύψος της επιβληθείσας ποινής αφού η σοβαρότητα των περιστάσεων του αδικήματος είναι τέτοιου βαθμού που δεν επιτρέπει την αναστολή της ποινής παρά τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα και την απουσία ενδείξεων για επανάληψη παρόμοιας συμπεριφοράς μελλοντικά. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει πιο πάνω, ο εφεσείων μετέβη στο σπίτι του στη Λακατάμεια, στη Λευκωσία, πήρε το κυνηγετικό του όπλο και οδήγησε στα Λειβάδια, στη Λάρνακα, όπου πυροβόλησε τον παραπονούμενο δύο φορές, τη δεύτερη ενώ ο τελευταίος έτρεχε καλώντας σε βοήθεια και προσπαθώντας να βρει τόπο για να κρυφτεί. Τυχόν δε αναστολή της ποινής φυλάκισης, δεδομένης της σοβαρότητας των περιστατικών της υπόθεσης και της φύσης του αδικήματος, θα έδινε λανθασμένα μηνύματα για αυτού του είδους τη συμπεριφορά.
[*940]Η έφεση απορρίπτεται.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Κρίνω ότι η Έφεση πρέπει να επιτύχει τόσο ως προς το ύψος της ποινής όσο και ως προς την αναστολή της.
Ως προς το ύψος της ποινής, η ίδια η Δημοκρατία συμφώνησε ότι η ποινή των 2½ ετών είναι υπερβολική. Πρόκειται σαφώς για άκρως ιδιάζουσα περίπτωση, στην οποία, με την εξαίρεση της ίδιας και όντως εκ της φύσης της κατακριτέας πράξης που συνιστά το αδίκημα, συντρέχουν κατά κόρον μετριαστικοί παράγοντες που αφορούν τόσο στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και στις συνέπειές του όσο και στο πρόσωπο του εφεσείοντα. Δεν χρειάζεται να επεκταθώ όμως, πέραν του να πω ότι, και αν θα εμείωνα την ποινή, εν πάση περιπτώσει, θα την ανέστελλα έστω και αν αυτή θα διατηρηθεί, ως η απόφαση των αδελφών μου Δικαστών, στα 2½ έτη.
Ανεξαρτήτως, αν όχι και ως, εκ της προνοούμενης στον Νόμο ποινή φυλάκισης δια βίου, το αδίκημα στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ της επιβληθείσας ποινής των 2½ ετών, δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζεται ως μέτριας σοβαρότητας, εμπίπτοντας στο πλαίσιο των τριών ετών που καθορίζει τη δυνατότητα αναστολής. Είναι δε σημαντικό το ότι ο νομοθέτης το 2003 διεύρυνε το πλαίσιο της ποινής φυλάκισης που παρέχει τη δυνατότητα για αναστολή από 2 σε 3 έτη. Πέραν τούτου, και κάθε άλλος σχετικός παράγων επενεργεί υπέρ της αναστολής. Οι άκρως ασυνήθεις συνθήκες υπό τις οποίες έδρασε ο Εφεσείων, χαρακτηριζόμενες από τον ειδικό ως κυριολεκτικά η έκρηξη της αθροιστικής κατάστασης της μόνιμης συναισθηματικής φόρτισης του που απέληξε στην απώλεια του αυτοελέγχου του, με υπόβαθρο το όλο ιστορικό του, βεβαιώνουν ότι η ενέργεια του, σαφώς εκτός χαρακτήρος, δεν ήταν η συνήθης του είδους ώστε να κυριαρχούσε το στοιχείο της αυστηρότητας και της αποτροπής και επισημαίνουν ότι η όποια επιείκεια ήθελε επιδειχθεί στον Εφεσείοντα υπό τη μορφή της αναστολής δεν θα αποτελέσει προηγούμενο προκειμένου περί σαφώς ιδιαζούσης περίπτωσης. Εξ’ άλλου, δεν υπήρξαν μόνιμες συνέπειες στο θύμα, και είναι αξιοσημείωτο ότι ο Εφεσείων δεν κατηγορήθηκε καν για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης αλλά για πράξη στοχεύουσα στην πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης. Έπειτα, η έμπρακτη μεταμέλεια του Εφεσείοντα είναι δεδομένη, όπως και το ίδιο το Κακουργιοδικείο είχε διαπιστώσει. Ακόμα, πρόκειται για άνθρωπο ηλικίας 74 ετών ο οποίος αποτέλεσε σε όλη του τη ζωή υπόδειγμα οικογενειάρχη και πολίτη και ο οποίος έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας. Πρόβλημα υγείας αντιμετωπίζει δε και η σύζυγός του η οποία έχει ιδι[*941]αιτέρως ανάγκη της παρουσίας και βοήθειάς του.
Με όλα αυτά υπ’ όψη, θεωρώ την προκειμένη ως κατ’ εξοχή περίπτωση αναστολής στο πνεύμα όσο και στους όρους του νομοθέτη. Δεν υπάρχει παράγων που να αντιστρατεύεται την αναστολή, η δε εκ του νόμου και της φύσης της πράξης γενική σοβαρότητα του αδικήματος, πέραν του ότι μειώνεται κατά το μέτρο της επιβληθείσας ποινής, δεν μπορεί να αποτελέσει αποκλειστικό και ρυθμιστικό παράγοντα που να αποκλείει την αναστολή. Αν ήταν άλλως, ο νομοθέτης δεν θα καθόριζε τη δυνατότητα αναστολής με αναφορά στο πλαίσιο των τριών ετών της επιβαλλόμενης ποινής παρά με αναφορά στο ύψος της ποινής που προνοείται στο νόμο. Ο νομοθέτης, θέτοντας ως κριτήριο την ποινή που επιβάλλεται, είναι σε εκείνη που απευθύνεται για σκοπούς καθορισμού της σοβαρότητας του αδικήματος ως συνιστώσας ένα από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπ’ όψη για σκοπούς αναστολής. Χωρίς αμφιβολία, κρίνω ότι η προκειμένη είναι πρέπουσα περίπτωση αναστολής.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο