Δημοσθένους Κλεάνθης ν. Τύχωνα Τύχωνος (2013) 2 ΑΑΔ 22

(2013) 2 ΑΑΔ 22

[*22]16 Ιανουαρίου, 2013

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]

 

ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΤΥΧΩΝΑ ΤΥΧΩΝΟΣ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 153/2011)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα κατά παράβαση του Άρθρου 305(Α)(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ― Παραμερισμός πρωτόδικης κρίσης με την οποία εκρίθη  ότι ο κατήγορος δεν είχε «έννομο συμφέρον» να εγείρει την επίδικη ιδιωτική ποινική υπόθεση ― Εφετειακή απόφανση ότι η ίδια η ιδιότητά του Εφεσείοντα, ως νομιμοποιημένου κατόχου επιταγής για την οποία υπήρξε αντιπαροχή, δήλωνε τον άμεσο επηρεασμό του από τη μη εξόφλησή της.

 

Ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις ― Το δικαίωμα ενός πολίτη να εγείρει ποινική δίωξη ― Δεν το έχει κάθε πολίτης, αλλά μόνο όταν τα δικαιώματα του επηρεάζονται από μια παράνομη πράξη ― Αποτελεί χρήσιμη συνταγματική εγγύηση εναντίον της αυθαίρετης διεφθαρμένης ή μεροληπτικής παράλειψης ή άρνησης των αρμοδίων αρχών να διώξουν αδικοπραγούντες ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Το δικαίωμα ενυπάρχει όπου διαπιστώνεται βλάβη στα δικαιώματα του θύματος από ποινική πράξη.

 

Λέξεις και Φράσεις ― «Επιταγή» στο εδάφιο 3 του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

 

Ο Εφεσείων στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης  με την οποία απορρίφθηκε ιδιωτική ποινική υπόθεση που είχε προωθήσει εναντίον του Εφεσίβλητου για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, η επιτα[*23]γή για ποσό €12.000 εξεδόθη από τον Εφεσίβλητο σε κάποιο άλλο πρόσωπο και κατέληξε, αφού οπισθογραφήθηκε, στον Εφεσείοντα.  Το πρόσωπο αυτό σε άγνωστο χρόνο, οπισθογράφησε την επιταγή η οποία βρέθηκε στην κατοχή άλλου προσώπου το οποίο  αντιμετώπιζε δύο υποθέσεις για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, ύψους €10.679 προς  εταιρεία με την οποία είχε οικονομικές συναλλαγές.

 

Δικηγόρος της εταιρείας ήταν ο Εφεσείων στην παρούσα διαδικασία. Ύστερα από συμφωνία, οι δύο υποθέσεις αποσύρθηκαν και η κατηγορούμενη παρέδωσε την επίδικη επιταγή στον Εφεσείοντα για να καλύψει τόσο τα ποσά των επιταγών, όσο και τα δικηγορικά έξοδα.

 

Ο Εφεσείων, στη συνέχεια κατάθεσε την επιταγή, αλλά αυτή επεστράφη απλήρωτη, με αποτέλεσμα να καταχωρήσει ιδιωτική ποινική κατά του Εφεσίβλητου, εκδότη της επιταγής.

 

Η πρωτόδικη δικαστής έκρινε ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είχαν αποδειχθεί.

 

Παρά ταύτα, και χωρίς η υπεράσπιση να εγείρει θέμα, προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο ο Εφεσείων νομιμοποιείτο να εμφανίζεται ως παραπονούμενος και συγκεκριμένα κατά πόσον είχε «έννομο συμφέρον» να εγείρει ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον του Εφεσίβλητου.

 

Κατέληξε, ότι δεν νομιμοποιείτο να καταχωρήσει ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον Εφεσιβλήτου και στη βάση αυτή, τον αθώωσε και απάλλαξε από την κατηγορία που αντιμετώπιζε.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

 

α)  Ήταν εσφαλμένη και αυθαίρετη την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ο Εφεσείων δεν είχε «έννομο συμφέρον» να εγείρει την επίδικη ιδιωτική ποινική.

 

β)  Ο Εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης, καθότι βρέθηκε προ εκπλήξεως.

 

γ)  Ήταν νομικά εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ο Εφεσείων «δεν ήταν το άμεσο θύμα της μη πληρωμής της επιταγής» και ότι «άμεσο θύμα» ήταν οι πελάτες του Εφεσείοντος-δικηγόρου.

 

δ)  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήταν αυθαίρετο, [*24]επειδή μεταξύ άλλων, ο Εφεσείων παρέλαβε την επιταγή για να καλύψει όχι μόνο την αξίωση των πελατών του, αλλά και τα δικά του δικηγορικά έξοδα και καθίστατο άμεσα επηρεαζόμενο πρόσωπο από τη μη κάλυψη της επιταγής.

 

ε)  Ως προς το μέρος της επιταγής που αφορούσε σε χρήματα που οφείλονταν στους πελάτες του Εφεσείοντος υπό την ιδιότητα του ως δικηγόρου, υπάρχει ειδική πρόβλεψη στους Κανονισμούς 30 και 31 των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών του 2002, σχετικά για τη διαχείριση κεφαλαίων πελατών.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Αναφορικά με το λόγο περί μη δίκαιης δίκης, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε τη διακριτική ευχέρεια να εξετάσει το συγκεκριμένο δικαιοδοτικό θέμα.  Όμως όφειλε να είχε επανανοίξει την υπόθεση και να θέσει τους προβληματισμούς του στους δικηγόρους των διαδίκων, ώστε να τους δώσει την ευκαιρία να διατυπώσουν τις απόψεις τους ώστε να το βοηθήσουν να καταλήξει στην ορθή απόφαση.

 

2.  Ανεξάρτητα αν ο Εφεσείων, είχε δίκαιο ως προς το παράπονο του, δεν τίθετο θέμα ακύρωσης της δίκης ως εκ του γεγονότος αυτού, αφού ο Εφεσείων είχε έστω και στο στάδιο της έφεσης, την ευκαιρία να παρουσιάσει τις θέσεις του ενώπιον του Εφετείου.

 

3.  Ο συλλογισμός του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν αντιφατικός και η κατάληξη του εσφαλμένη.

 

4.  Στην προκειμένη περίπτωση δεν αμφισβητήθηκαν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι αποδείχθηκαν όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, ήτοι η έκδοση και παρουσίαση της επιταγής, καθώς και η μη εξόφληση της σύμφωνα με το Νόμο.

 

5.  Η ενέργεια του πρωτόδικου δικαστηρίου να αμφισβητήσει το δικαίωμα του Εφεσείοντος να διώξει ποινικά τον Εφεσίβλητο, χωρίς καν η υπεράσπιση να εγείρει ένα τέτοιο θέμα, ήταν εσφαλμένη, όχι μόνο ως θέμα πρακτικής, αλλά και επί της ουσίας.  Θεώρησε εσφαλμένα ότι το ζήτημα που έχρηζε εξέτασης ήταν κατά πόσον ο Εφεσείων είχε «έννομο συμφέρον» να εγείρει ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντος.

 

6.  Το πρωτόδικο σκεπτικό ήταν βεβαίως εσφαλμένο και επί των δικών του όρων. Όχι μόνο γιατί μέρος της επιταγής αφορούσε στα [*25]δικηγορικά του έξοδα τα οποία θα εισέπραττε μέσω του πελάτη του, αλλά και γιατί ο ίδιος ως κάτοχος της οπισθογραφημένης επιταγής εκ πρώτης όψεως κατέστη, νομιμοποιημένος κομιστής.

 

7.  Επίσης ως δικηγόρος και εκπρόσωπος του πελάτη, απέσυρε τις δύο ποινικές υποθέσεις του πελάτη, με αντάλλαγμα την επίδικη επιταγή. Εφόσον η συναλλαγή απέτυχε, ήταν υπόλογος στον πελάτη του ο οποίος δυνητικά θα μπορούσε να τον ενάγει για αμέλεια.

 

8.  Επομένως, δεν ήταν ορθή η πρωτόδικη κατάληξη ότι υπό τις περιστάσεις, δεν επηρεάζονταν τα συμφέροντα του Εφεσείοντος ή ότι ο ίδιος δεν ήταν το θύμα της παράνομης πράξης του Εφεσίβλητου.

 

9.  Η ορθή ερμηνεία του εδαφίου 3 του Άρθρου 305Α του Κεφαλαίου 154 είναι, η ακόλουθη:

 

Η επιταγή, αντικείμενο της κατηγορίας, πρέπει:

 

(α) να έχει τα αναγκαία χαρακτηριστικά γνωρίσματα επιταγής, όπως γίνεται σ' αυτά αναφορά στον περί Συναλλαγματικών Νόμο Κεφ. 262 και,

 

(β) ο υποβάλλων το παράπονο να είναι νομιμοποιημένος κομιστής της επιταγής, πάλιν μέσα στην έννοια του πιο πάνω νόμου.

 

10.   Σ' αυτά τα στοιχεία περιορίζεται η φράση "αγώγιμο δικαίωμα". Το αγώγιμο δικαίωμα δεν πρέπει να συγχέεται με την πιθανή αιτία αγωγής, που μπορεί να εγερθεί με βάση τη συναλλαγή που οδήγησε στην έκδοση της επιταγής.

 

11.   Η αναφορά σε αγώγιμο δικαίωμα είναι σε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εκδότη κατά την έκδοση της επιταγής, ώστε να πληρούται η προϋπόθεση για να καταστεί ο οποιοσδήποτε επόμενος κάτοχος της επιταγής, νομιμοποιημένος κομιστής.

 

12.   Εφόσον τούτο ικανοποιηθεί, δεν είναι αναγκαίο να καταδειχθεί αγώγιμο δικαίωμα του εν λόγω κομιστή ως προς την αρχική συναλλαγή που οδήγησε στην έκδοση της επιταγής.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Ο Εφεσίβλητος εκρίθη ένοχος στο αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και εκλήθη να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου μετριαστικούς παράγοντες προτού του επι[*26]βληθεί ποινή.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ttofinis v. Theocharides a.o. (1983) 2 C.L.R. 363,

 

Αίπεια Λτδ ν. Sirocco Estates Co Ltd κ.ά. (1997) 2 Α.Α.Δ. 434,

 

Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522,

 

Τομάζου ν. Σαββίδη (2010) 2 Α.Α.Δ. 626,

 

Gourier v. Union of Post Office Workers and Others [1977] 3 All ER 70,

 

Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 102,

 

Λούτσιου ν. Αστυνομίας (Αρ. 2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 343,

 

Τρικωμίτης ν. Ανδρέου (Αρ. 2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 597,

 

Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 108,

 

Βασιλείου ν. Μαρκίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

 

Έφεση από τον παραπονούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καπετάνιου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 27508/08), ημερομηνίας 25/7/11.

 

Μ. Μάρκου, για τον Εφεσείοντα.

 

Ε. Γεωργίου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων ήγειρε ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον του Εφεσιβλήτου για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, [*27]Κεφ. 154. Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, η επιταγή για ποσό €12.000 εξεδόθη από τον Εφεσίβλητο προς τον Πρόδρομο Προδόμου και κατέληξε, αφού οπισθογραφήθηκε, στον Εφεσείοντα. Όπως αναφέρεται στη σελ. 12 της πρωτόδικης απόφασης, η επιταγή αρχικά δόθηκε τον Οκτώβριο του 2008 από τον Εφεσίβλητο στον Πρόδρομο Προδρόμου, έναντι της αγοράς ενός αυτοκινήτου από την Αγγλία.  Όμως αυτή η συμφωνία ουδέποτε υλοποιήθηκε. Παρά τη μη υλοποίηση της συμφωνίας, ο Προδρόμου, σε άγνωστο χρόνο οπισθογράφησε την επιταγή η οποία βρέθηκε στην κατοχή του Χρίστου και της Ανδρούλας Κουμή. Η Κουμή αντιμετώπιζε δύο υποθέσεις για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, ύψους €10.679 προς την εταιρεία S. S. Panoramic Balloon Designs Ltd, με την οποία είχε οικονομικές συναλλαγές. Δικηγόρος της συγκεκριμένης εταιρείας ήταν ο Κλεάνθης Δημοσθένους, Εφεσείων στην παρούσα διαδικασία.  Μετά από συμφωνία, οι δύο υποθέσεις αποσύρθηκαν και η Α. Κουμή παρέδωσε την επίδικη επιταγή στον Εφεσείοντα για να καλύψει τόσο τα ποσά των επιταγών, όσο και τα δικηγορικά έξοδα. Ο Εφεσείων, στη συνέχεια κατάθεσε την επιταγή, αλλά αυτή επεστράφη απλήρωτη, με αποτέλεσμα να καταχωρήσει ιδιωτική ποινική κατά του Εφεσίβλητου, εκδότη της επιταγής.

 

Η πρωτόδικη δικαστής έκρινε ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είχαν αποδειχθεί. Παρά ταύτα, και χωρίς η υπεράσπιση να εγείρει θέμα, προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο ο Εφεσείων νομιμοποιείτο να εμφανίζεται ως παραπονούμενος και συγκεκριμένα κατά πόσον είχε «έννομο συμφέρον» να εγείρει ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον του Εφεσίβλητου. Αφού εξέτασε τις υποθέσεις Ttofinis v. Theocharides a.o. (1983) 2 C.L.R. 363, Αίπεια Λτδ ν. Sirocco Estates Co Ltd κ.ά. (1997) 2 Α.Α.Δ. 434 και Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522, κατέληξε ότι ο Εφεσείων δεν νομιμοποιείται να καταχωρήσει ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον Εφεσιβλήτου, τον οποίο αθώωσε και απάλλαξε από την κατηγορία που αντιμετώπιζε. Παραθέτουμε αυτούσιο το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου:-

 

«…. από την προαναφερθείσα νομολογία προκύπτει σαφώς, ότι ένα πρόσωπο μπορεί να καταχωρήσει ιδιωτική ποινική δίωξη και απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης πράξης και των νόμιμων δικαιωμάτων του ασκούντος την ποινική δίωξη. Με απλά λόγια, όπως τονίζεται στην προαναφερθείσα νομολογία, δικαίωμα για άσκηση ποινικής δίωξης έχει μόνο το θύμα του εγκλήματος.

 

[*28]Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω κρίση μου είναι ότι ο κ. Κλεάνθης Δημοσθένους παραπονούμενος στην παρούσα υπόθεση δεν νομιμοποιείται στην καταχώρηση και στην προώθηση της παρούσας υπόθεσης εφόσον από την ενώπιον μου μαρτυρία προκύπτει αβίαστα ότι την επίδικη επιταγή την οποία ο ίδιος πήρε από τρίτο άτομο την έλαβε με σκοπό την απόσυρση δύο ποινικών υποθέσεων οι οποίες εκκρεμούσαν στο Δικαστήριο μεταξύ της πελάτιδας του εταιρείας S.S. PANORAMIC BALLOON DESIGNS LTD και της κας Ανδρούλας Κουμή.  Δηλαδή η επίδικη επιταγή είναι φανερό ότι δόθηκε στον ίδιο υπό την ιδιότητα του ως δικηγόρος για οφειλές της κας Κουμή προς την πελάτιδα του εταιρεία. Δικαιούχος δηλαδή του ποσού της επιταγής ήταν πελάτιδα του και όχι ο ίδιος. Το γεγονός ότι η επίδικη επιταγή κάλυπτε και κάποια από τα έξοδα του δικηγορικού του γραφείου σε σχέση με τις ποινικές υποθέσεις που αποσύρθηκαν ή τα έξοδα των μεταξύ των πελατών του και της κας Κουμή αγωγών δεν μπορεί να διαφοροποιήσει τη θέση μου εφόσον δεν μπορεί να διαχωριστεί το ποσό αυτό των οφειλόμενων εξόδων για σκοπούς ποινικής ευθύνης. Πέραν τούτου κρίση μου είναι ότι έστω και εάν η επιταγή εδίδετο αποκλειστικά για έξοδα αγωγών η θέση μου θα παρέμενε η ίδια εφόσον κατά κύριο λόγο, ελλείψει άλλης σχετικής συμφωνίας, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του διαδίκου και όχι του δικηγόρου προσωπικά.

 

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω ελλείπει η βλάβη στα έννομα συμφέροντα του παραπονούμενου Κλεάνθη Δημοσθένους.  Όπως ανέφερα και πιο πάνω ο ίδιος έλαβε την επίδικη επιταγή υπό την ιδιότητα του ως δικηγόρος από τρίτο άτομο με κύριο σκοπό την απόσυρση δύο ποινικών υποθέσεων μεταξύ της πελάτιδας του και της κας Κουμή. Το γεγονός ότι ένα μέρος του ποσού κάλυπτε και τα δικηγορικά του έξοδα δεν μπορεί να επηρεάσει την κρίση μου. Ο παραπονούμενος δεν ήταν το άμεσο θύμα της μη πληρωμής της επιταγής και κατά κύριο λόγο ουδεμία βλάβη υπέστησαν τα έννομα συμφέροντα του, διότι δεν υπήρξε καμία ζημιά ή απώλεια κέρδους εκ μέρους του, πλην της μη είσπραξης κάποιων εξόδων του. Ως εκ τούτου και ενόψει των όσων ανωτέρω έχουν αναφερθεί δεν παρεχόταν το δικαίωμα στον Κλεάνθη Δημοσθένους να καταχωρήσει ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορούμενου.»

 

Ο Εφεσείων, μετά από άδεια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 137 του Κεφ. 155, με δύο λόγους έφεσης, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση, θεωρώντας [*29]εσφαλμένη και αυθαίρετη την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι δεν είχε «έννομο συμφέρον» να εγείρει την επίδικη ιδιωτική ποινική. Επίσης, παραπονείται ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης, καθότι βρέθηκε προ εκπλήξεως.  Όπως ανέφερε ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, είναι νομικά εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ο Εφεσείων «δεν ήταν το άμεσο θύμα της μη πληρωμής της επιταγής» και ότι «άμεσο θύμα» ήταν οι πελάτες του Εφεσείοντος-δικηγόρου. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ανέφερε, είναι αυθαίρετο, καθότι όπως και να ειδωθούν τα γεγονότα, ο Εφεσείων παρέλαβε την επιταγή για να καλύψει όχι μόνο την αξίωση των πελατών του, αλλά και τα δικά του δικηγορικά έξοδα που ανέρχονταν στα £1.320. Όπως και να έχουν τα πράγματα, καθίστατο άμεσα επηρεαζόμενο πρόσωπο από τη μη κάλυψη της επιταγής και αποκτούσε αυτοδικαίως έννομο συμφέρον στην καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης. Ως προς το μέρος της επιταγής που αφορούσε σε χρήματα που οφείλονταν στους πελάτες του Εφεσείοντος υπό την ιδιότητα του ως δικηγόρου, ο κ. Μάρκου αναφέρθηκε στις υποχρεώσεις ενός δικηγόρου, δυνάμει των Κανονισμών 30 και 31 των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών του 2002, οι οποίοι προβλέπουν για τον τρόπο διαχείρισης κεφαλαίων πελατών και για την κατάθεση των χρημάτων που εισπράττονται για πελάτες σε λογαριασμό στο όνομα του δικηγόρου.

 

Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, εισηγήθηκε επίσης ότι ο Εφεσείων κατέστη νομιμοποιημένος κομιστής (holder in due course) της επιταγής για κάλυψη των εξόδων του και της οφειλής των πελατών του για τους οποίους ενεργούσε ως εμπιστευματοδόχος. Ο κ. Μάρκου μας κάλεσε να αποστούμε από τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Τομάζου ν. Σαββίδη (2010) 2 Α.Α.Δ. 626 στην οποία το Εφετείο έκρινε ότι νομιμοποιημένος κομιστής μέσα στην έννοια του Άρθρου 305Α(1) και (2) είναι «το πρόσωπο που έχει αγώγιμο δικαίωμα να εγείρει αγωγή με βάση τη συναλλαγή που οδήγησε στην έκδοση της επιταγής», ήτοι η εταιρεία και όχι ο ιδιοκτήτης της, Γιώργος Σαββίδης. Τέλος, ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τον Εφεσείοντα, εισηγήθηκε ότι ο Εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης, καθότι δεν του δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί σε σχέση με το «έννομο συμφέρον», ζήτημα το οποίο ούτε και η υπεράσπιση ήγειρε.

 

Από την άλλη, η ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο, υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, ανέφερε ότι ο Εφεσείων υπό την ιδιότητα του ως δικηγόρος, δεν είχε «έννομο συμφέρον» να εγείρει την επίδικη ιδιωτική ποινική υπόθεση, καθότι [*30]δεν είχε προβεί σε καμία συναλλαγή με την Α. Κουμή. Εκείνοι που είχαν συναλλαχθεί μαζί της, ήταν οι πελάτες του Εφεσείοντος, η εταιρεία S.S. Panoramic Balloon Designs Ltd. Κατά την άποψη της δικηγόρου του Εφεσίβλητου, η υπόθεση Τομάζου ν. Σαββίδη, ανωτέρω, είναι πανομοιότυπη ως προς τα γεγονότα και ως εκ τούτου τα εκεί αποφασισθέντα θα πρέπει να τύχουν εφαρμογής. Η ιδιότητα του δικηγόρου, είπε, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα.

 

Θα εξετάσουμε πρώτα το λόγο έφεσης 2. Ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε θέμα νομιμοποίησης του να εγείρει ιδιωτική ποινική, χωρίς ένα τέτοιο θέμα να είχε εγερθεί από την υπεράσπιση κατά τη δίκη, με αποτέλεσμα να μην τύχει δίκαιης δίκης. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την κρίση μας, είχε τη διακριτική ευχέρεια να εξετάσει το συγκεκριμένο δικαιοδοτικό θέμα. Όμως όφειλε να είχε επανανοίξει την υπόθεση και να θέσει τους προβληματισμούς του στους δικηγόρους των διαδίκων, ώστε να τους δώσει την ευκαιρία να διατυπώσουν τις απόψεις τους ώστε να το βοηθήσουν να καταλήξει στην ορθή απόφαση. Θα πρέπει να πούμε ότι ανεξάρτητα αν ο Εφεσείων, αυστηρά ομιλούντες, έχει δίκαιο ως προς το παράπονο του, δεν τίθεται θέμα ακύρωσης της δίκης ως εκ του γεγονότος αυτού, αφού ο Εφεσείων έχει έστω και στο στάδιο της έφεσης, την ευκαιρία να παρουσιάσει τις θέσεις του ενώπιον μας, τις οποίες βεβαίως, θα εξετάσουμε αμέσως μετά.

 

Η ουσία του παραπόνου του είναι ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν είχε «έννομο συμφέρον» να εγείρει την επίδικη ιδιωτική ποινική υπόθεση, είναι εσφαλμένη. Το δικαίωμα ενός πολίτη να εγείρει ποινική δίωξη, ξεκαθάρισε στην Ttofinis v. Theocharides κ.ά., ανωτέρω, ότι πηγάζει από το αγγλικό κοινοδίκαιο το οποίο εφαρμόζεται στο δικό μας δικαιϊκό σύστημα, με βάση το Άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960. Τονίστηκε ότι καμιά πρόνοια του Συντάγματος δεν έχει εξουδετερώσει τα ισχύοντα στο κοινοδίκαιο για το δικαίωμα του πολίτη να εγείρει ιδιωτική ποινική.  Όπως εξηγήθηκε από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε, το δικαίωμα δεν το έχει κάθε πολίτης, αλλά μόνο όταν τα δικαιώματα του επηρεάζονται από μια παράνομη πράξη. Στην απόφαση υιοθετούνται τα όσα ανέφερε ο Λόρδος Diplock στην υπόθεση Gourier v. Union of Post Office Workers and Others [1977] 3 All ER 70, 97 (HL), ότι η ποινική δίωξη αποτελεί «χρήσιμη συνταγματική εγγύηση εναντίον της αυθαίρετης διεφθαρμένης ή μεροληπτικής παράλειψης ή άρνησης των αρμοδίων αρχών να διώξουν αδικοπραγούντες».* Στην υπόθεση Ttofinis το Δικαστήριο ανέφερε στη σελίδα 369 της απόφασης, τα πιο κάτω σε σχέση με το Κεφ. 96, στο οποίο αφορούσε η υπόθεση:-

 

«By allowing the appeal it must not be assumed that we decide that a citizen, however affected by the violations of the provisions of Cap. 96 or regulations made thereunder, has a right to pro¬secute the offender. On the contrary, as explained in this judgment, the right to prosecute vests only in the victim of crime. Only where the rights of an individual are directly affected, as in this case where, allegedly, the illegal structure was erected upon his land, a right to prosecute accrues. In other words, there must be direct encroachment upon one's rights in order to sustain a private prosecution. In every other case the body entrusted by law for its enforcement, is the appropriate authority. In consequence, the owner of adjoining property does not have a right per se to move the machinery of the law whenever his neighbour builds on his own land in violation of the provisions of Cap. 96.» (H υπογράμμιση είναι δική μας)

 

Το δικαίωμα του πολίτη, όπως διατυπώθηκε στη Gourier και στην Ttofinis, ανωτέρω, να προβεί σε ποινική δίωξη, επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια από την πλειοψηφία στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμος (2002) 2 Α.Α.Δ. 522, η οποία εκδικάστηκε από διευρυμένη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και δεν χωρεί παρερμηνεία. Όπως νομολογήθηκε, το δικαίωμα ενυπάρχει όπου διαπιστώνεται βλάβη στα δικαιώματα του θύματος από ποινική πράξη. Όπως εξηγήθηκε με αναφορά στη Ttofinis, «ιδιωτικό δικαίωμα δίωξης συμβολίζει το κοινό συμφέρον των παθόντων να καταφύγουν στην ποινική διαδικασία για την αυτοπροστασία τους.».

 

Η χρήση των λέξεων «directly affected», η οποία έγινε σε σχέση με περιοίκους και το Κεφ. 96, φαίνεται να δημιούργησε στη συνέχεια κάποια σύγχυση. Τα νομολογηθέντα στην Ttofinis v. Theocharides, ανωτέρω, επιβεβαιώθηκαν στην Αίπεια Λτδ ν. Sirocco Estates Co Ltd, ανωτέρω. Αυτή τη φορά επαναλήφθηκε, χωρίς αναφορά στους περιοίκους και στο Κεφ. 96, ότι το δικαίωμα άσκησης ιδιωτικής υπόθεσης ενυπάρχει μόνο όταν τα δικαιώματα του θύματος επηρεάζονται «άμεσα» από την παράνομη πρά[*32]ξη. Το δικαστήριο δεν επεξηγεί τι εννοεί με τη λέξη «άμεσa», προφανώς, όμως, η αντίληψή του, συναρτά τον όρο προς το «directly affected». Όμως η χρήση της λέξης, φαίνεται ότι συνέτεινε στη συνέχιση της ασάφειας, ιδιαίτερα σε πρωτόδικες αποφάσεις, όπως η υπό έφεση, όπου η αναφορά μετετράπη σε «άμεσο συμφέρον».

 

Το ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουμε, είναι κατά πόσο στην προκειμένη περίπτωση δικαιολογείται η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι «ελλείπει η βλάβη στα έννομα συμφέροντα του παραπονούμενου» (Εφεσείοντος). Όπως εξήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο, ο Εφεσείων «δεν ήταν το άμεσο θύμα της μη πληρωμής της επιταγής και κατά κύριο λόγο ουδεμία βλάβη υπέστησαν τα έννομα συμφέροντά του, διότι δεν υπήρξε καμιά ζημιά ή απώλεια κέρδους εκ μέρους του, πλην της είσπραξης κάποιων εξόδων».

 

Κατά την κρίση μας, ο συλλογισμός του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι αντιφατικός και η κατάληξη του εσφαλμένη.

 

Η έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα, ποινικοποιήθηκε με το Άρθρο 305Α το οποίο με τον τροποποιητικό Νόμο 186/86 ενσωματώθηκε στον Ποινικό Κώδικα, Κεφ. 154. Το συγκεκριμένο άρθρο, όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια, προβλέπει ότι:-

 

«305Α.-(1) Πρόσωπο που εκδίδει επιταγή η οποία, κατά ή μετά την ημερομηνία, κατά την οποία αυτή έχει καταστεί πληρωτέα, παρουσιάζεται στο πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου εκδόθηκε, δεν εξοφλείται, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της ή λόγω του ότι ο λογαριασμός του εκδότη ήταν κλειστός κατά το χρόνο της παρουσίασης της επιταγής, και παραμένει απλήρωτη για περίοδο δεκαπέντε (15) ημερών από την παρουσίασή της, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ  (€10.000,00) ή και στις δύο ποινές.

 

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), πρόσωπο το οποίο, χωρίς εύλογη αιτία, προκαλεί με οποιαδήποτε πράξη τη μη εξόφληση επιταγής που εκδόθηκε από το ίδιο, οποτεδήποτε πριν ή κατά την ημερομηνία που η επιταγή έχει καταστεί πληρωτέα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα [*33]χιλιάδες ευρώ (€10.000,00) ή και στις δύο ποινές:

 

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, επίκληση της υπεράσπισης της εύλογης αιτίας, δυνατό να γίνει από τον κατηγορούμενο εφόσον, κατά ή πριν από την παρουσίαση της επιταγής για σκοπούς πληρωμής της, ο κατηγορούμενος ως εκδότης παρέθεσε γραπτώς στο πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή, το λόγο ή τους λόγους για τους οποίους δόθηκε εντολή μη πληρωμής της.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν αμφισβητούνται τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι αποδείχθηκαν όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, ήτοι η έκδοση και παρουσίαση της επιταγής, καθώς και η μη εξόφληση της σύμφωνα με το Νόμο.

 

Η ενέργεια του πρωτόδικου δικαστηρίου να αμφισβητήσει το δικαίωμα του Εφεσείοντος να διώξει ποινικά τον Εφεσίβλητο, χωρίς καν η υπεράσπιση να εγείρει ένα τέτοιο θέμα, είναι εσφαλμένη, όχι μόνο ως θέμα πρακτικής, αλλά και επί της ουσίας. Η πρωτόδικη δικαστής θεωρεί εσφαλμένα ότι το ζήτημα που έχρηζε εξέτασης ήταν κατά πόσον ο Εφεσείων είχε «έννομο συμφέρον» να εγείρει ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντος. Η αναφορά σε «έννομο συμφέρον» φαίνεται να είναι παρερμηνεία των όσων αναφέρθηκαν στη Ttofinis v. Kyriakides a.o., ανωτέρω και ως όρος που χρησιμοποιείτο κυρίως στο διοικητικό δίκαιο, οδηγεί σε σύγχυση. Αυτό φαίνεται από τα αναφερόμενα στις σελίδες 14-15 της πρωτόδικης απόφασης. Το πρωτόδικο δικαστήριο φαίνεται να θεωρεί ότι το δικαίωμα άσκησης ποινικής δίωξης έχει μόνο το θύμα εγκλήματος, το οποίο επηρεάζεται «άμεσα» από την παράνομη πράξη και ότι αποτελεί «απαραίτητη προϋπόθεση ο άμεσος επηρεασμός των δικαιωμάτων του θύματος από την παράνομη πράξη και άρα και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παράνομης πράξης και της άμεσης βλάβης των δικαιωμάτων του ασκούντος ποινική δίωξη». Η χρήση από το πρωτόδικο δικαστήριο του όρου «έννομο συμφέρον», ως επέκταση του «άμεσου επηρεασμού των δικαιωμάτων του θύματος» και της αναζήτησης «αιτιώδους συνάφειας μεταξύ παράνομης πράξης και άμεσης βλάβης των δικαιωμάτων του ασκούντος την ποινική δίωξη», αποτελεί παρερμηνεία των όσων νομολογήθηκαν στη Ttofinis, ανωτέρω.

 

Το σκεπτικό της πρωτόδικης δικαστού είναι βεβαίως εσφαλμένο και επί των δικών του όρων. Όχι μόνο γιατί μέρος της επιταγής αφορούσε στα δικηγορικά του έξοδα τα οποία θα εισέ[*34]πραττε μέσω του πελάτη του, αλλά και γιατί ο ίδιος ως κάτοχος της οπισθογραφημένης επιταγής εκ πρώτης όψεως κατέστη, σύμφωνα με το Άρθρο 29, νομιμοποιημένος κομιστής. Επίσης ως δικηγόρος και εκπρόσωπος του πελάτη, απέσυρε τις δύο ποινικές υποθέσεις του πελάτη, με αντάλλαγμα την επίδικη επιταγή.  Εφόσον η συναλλαγή απέτυχε, ήταν υπόλογος στον πελάτη του ο οποίος δυνητικά θα μπορούσε να το εναγάγει για αμέλεια.  Επομένως, δεν είναι ορθή η κατάληξη της πρωτόδικης δικαστού ότι υπό τις περιστάσεις, δεν επηρεάζονταν τα συμφέροντα του Εφεσείοντος ή ότι ο ίδιος δεν ήταν το θύμα της παράνομης πράξης του Εφεσίβλητου.

 

Ερχόμαστε τώρα στο κατά πόσο δεσμευόμαστε από την υπόθεση Τομάζου ν. Σαββίδη, ανωτέρω. Σ’ εκείνη την υπόθεση πωλήθηκε στις 11.10.2004 προς £130.000 επιχείρηση από την εταιρεία Γεώργιος Σαββίδης Λτδ στον Εφεσείοντα Τομάζου, ο οποίος έναντι του τιμήματος πωλήσεως έδωσε δύο επιταγές ύψους £32.000 και £21.730 αντίστοιχα. Η μεν πρώτη ήταν ασυμπλήρωτη ως προς το όνομα και την ημερομηνία, η δε δεύτερη στο όνομα Γεώργιος Σαββίδης, αλλά ασυμπλήρωτη ως προς την ημερομηνία. Η μεν πρώτη συμπληρώθηκε με το όνομα Γιώργος Σαββίδης και την ημερομηνία, ενώ η δεύτερη συμπληρώθηκε από τον Γεώργιο Σαββίδη ως προς την ημερομηνία. Οι δύο επιταγές δεν εξοφλήθηκαν. Η πρώτη λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και η δεύτερη λόγω του ότι ο εκδότης της, χωρίς εύλογη αιτία, προκάλεσε τη μη εξόφληση της, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(2) του Κεφ. 154. Ο Γιώργος Σαββίδης καταχώρησε δυνάμει του Άρθρου 305Α(1) και (2) ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντα Τομάζου για την έκδοση και μη εξόφληση των δύο επιταγών. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ένοχο τον Τομάζου, ο οποίος εφεσίβαλε την απόφαση. Ηγέρθη θέμα κατά πόσον νομιμοποιημένος κομιστής των δύο επιταγών ήταν ο παραπονούμενος Γιώργος Σαββίδης ή η εταιρεία Γεώργιος Σαββίδης Λτδ.  Το Εφετείο ανατρέποντας την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, αθώωσε τον Εφεσείοντα Τομάζου, με την αιτιολογία ότι πρόσωπο νομιμοποιείται να εγείρει ιδιωτική ποινική υπόθεση, όταν «έχει αγώγιμο δικαίωμα να εγείρει αγωγή με βάση τη συναλλαγή που οδήγησε στην έκδοση της επιταγής». Το Εφετείο έκρινε ότι δικαίωμα έγερσης αγωγής είχε η Γεώργιος Σαββίδης Λτδ και όχι ο Γιώργος Σαββίδης και επομένως νομιμοποιημένος κομιστής ήταν, όπως βρήκε, η εταιρεία και όχι ο παραπονούμενος Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος «προσωπικά δεν έδωσε οποιοδήποτε αντάλλαγμα γι’ αυτές τις επιταγές, [*35]ούτε και τις απέκτησε για αξία».

 

Στην Ttofinis δεν χρειάστηκε να λεχθεί οτιδήποτε περί αγώγιμου δικαιώματος, πέραν της αναφοράς στον άμεσο επηρεασμό. Ήταν το Άρθρο 305Α, όπως ίσχυε στην αρχική του μορφή το 1986, που προέβλεπε ρητά διά του εδαφίου (3) ότι το άρθρο «δεν εφαρμόζεται για οποιαδήποτε επιταγή από την οποία δεν προκύπτει αγώγιμο δικαίωμα κατά του εκδότη της». Το αρχικό εδάφιο (3) (αργότερα αναριθμημένο ως (6)), ίσχυσε μέχρι το 2003, που καταργήθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο 25(Ι)/2003.  Όμως η συγκεκριμένη πρόνοια, είναι αυτή που δημιούργησε σύγχυση, τόσο πριν, όσο και μετά την κατάργησή της.

 

Το Εφετείο στην Τομάζου ν. Σαββίδη, ανωτέρω, στηρίχθηκε στις υποθέσεις Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 102, Λούτσιου ν. Αστυνομίας (Αρ. 2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 343 και Τρικωμίτης ν. Ανδρέου (Αρ. 2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 597, ως υποστηρίζουσες την αρχή ότι «το πρόσωπο που έχει δικαίωμα να υποβάλει παράπονο για έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση των Άρθρων 305Α(1) και (2) του Ποινικού Κώδικα είναι ο νομιμοποιημένος κομιστής της επιταγής μέσα στην έννοια του νόμου, δηλαδή το πρόσωπο που έχει αγώγιμο δικαίωμα να εγείρει αγωγή με βάση τη συναλλαγή που οδήγησε στην έκδοση της επιταγής» (βλ. σελίδα 631 της απόφασης Τομάζου). Όμως η πιο πάνω αρχή, όχι μόνο δεν υποστηρίζεται από τις πιο πάνω υποθέσεις, αλλά ούτε και από τη νομολογία που αφορά στο νομιμοποιημένο κομιστή.

 

Οι τρεις αυθεντίες, στις οποίες στηρίχθηκε η Τομάζου, όντως βασίστηκαν στην πρόνοια για ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος (η οποία συνδεόταν πρωτίστως με την παροχή αντιπαροχής).  Όμως αυτό οφειλόταν κατά κύριο λόγο στο ότι στις συγκεκριμένες τρεις υποθέσεις, οι κατηγορούμενοι είχαν εγείρει ειδικά την υπεράσπιση της ανυπαρξίας «αγώγιμου δικαιώματος», η οποία ήταν διαθέσιμη σε κατηγορούμενα πρόσωπα, εφόσον τότε ίσχυαν ακόμη οι πρόνοιες του εδαφίου (3) (αργότερα (6)), το οποίο προέβλεπε για τη μη εφαρμογή του Άρθρου 305Α «για οποιαδήποτε επιταγή από την οποία δεν προκύπτει αγώγιμο δικαίωμα κατά του εκδότη της». Να σημειώσουμε ότι στην Τρικωμίτη το θέμα δεν εξετάστηκε ουσιαστικά, αφού έλειπε το αναγκαίο υπόβαθρο γεγονότων, ενώ στη Λούτσιου ακολουθήθησαν τα αποφασισθέντα στη Νεοφύτου. Στην υπόθεση Νεοφύτου το Εφετείο, ανατρέποντας την πρωτόδικη κρίση, έκρινε ότι η υπεράσπιση της έλλειψης αγώγιμου δικαιώματος δεν μπορούσε υπό [*36]τις περιστάσεις, να ευσταθήσει και ως εκ τούτου παραμέρισε την αθωωτική απόφαση και έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο. Σχετικές είναι επίσης και οι υποθέσεις Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 108 και Βασιλείου ν. Μαρκίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133 οι οποίες επίσης στηρίχθηκαν στο εδάφιο (3) του Άρθρου 305Α, προτού αυτό καταργηθεί. Όμως η υπόθεση Τομάζου αφορούσε σε υπόθεση η οποία καταχωρίστηκε το 2005 και επομένως δεν ετίθετο καν θέμα εξέτασης των όσων προέκυπταν από τις πρόνοιες του εδαφίου (3), το οποίο είχε καταργηθεί.

 

Ανεξάρτητα τούτου, η κατάργηση της συγκεκριμένης πρόνοιας του εδαφίου (3) (για την ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος κατά την έκδοση της επιταγής) δεν επηρέαζε ουσιωδώς τα πράγματα, αφού δεν αναιρούσε τα δικαιώματα του νομιμοποιημένου κομιστή κατά την έκδοση της επιταγής. Στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Κυριακίδη, ανωτέρω, διευκρινίστηκε η έννοια του «αγώγιμου δικαιώματος» για σκοπούς του εδαφίου (3) του Άρθρου 305Α:-

 

«Η ορθή ερμηνεία του εδαφίου 3 είναι, κατά τη γνώμη μας, η ακόλουθη: Η επιταγή, αντικείμενο της κατηγορίας, πρέπει:

 

(α) να έχει τα αναγκαία χαρακτηριστικά γνωρίσματα επιταγής, όπως γίνεται σ' αυτά αναφορά στον περί Συναλλαγματικών Νόμο Κεφ. 262 και,

 

(β) ο υποβάλλων το παράπονο να είναι νομιμοποιημένος κομιστής της επιταγής, πάλιν μέσα στην έννοια του πιο πάνω νόμου.

 

Σ' αυτά τα στοιχεία περιορίζεται η φράση "αγώγιμο δικαίωμα", που απαντά στο εδάφιο 3. Το αγώγιμο δικαίωμα δεν πρέπει να συγχέεται με την πιθανή αιτία αγωγής, που μπορεί να εγερθεί με βάση τη συναλλαγή που οδήγησε στην έκδοση της επιταγής.»

 

Στη Νεοφύτου έγινε επίσης αναφορά στην υπόθεση Λοΐζου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, στην οποία αναφέρθηκε ότι:-

 

«Η φύση της επιταγής δεν επιτρέπει άλλη ερμηνεία. Είναι χρεόγραφο μεταβιβάσιμο και, σύμφωνα με το Άρθρο 30(1) του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, ο κομιστής θεωρείται, εκ πρώτης όψεως, πως έδωσε αξιόλογη αντιπαροχή για τη λήψη της. Ο κομιστής, όπου δεν είναι το πρόσωπο επ’ ονόματι του οποίου εκδόθηκε η επιταγή, δεν γνωρίζει τις συνθήκες που εκδόθηκε. Κατά συνέπεια ο πιθανός παραπο[*37]νούμενος, σε περίπτωση που αυτή δεν εξαργυρώνεται, δεν γνωρίζει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε και που είναι μόνο γνωστές στον εκδότη.»

 

Τα πιο πάνω αντικατοπτρίζουν τις ορθές αρχές της νομολογίας. Η αναφορά σε αγώγιμο δικαίωμα είναι σε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εκδότη κατά την έκδοση της επιταγής, ώστε να πληρούται η προϋπόθεση για να καταστεί ο οποιοσδήποτε επόμενος κάτοχος της επιταγής, νομιμοποιημένος κομιστής. Εφόσον τούτο ικανοποιηθεί, δεν είναι αναγκαίο να καταδειχθεί αγώγιμο δικαίωμα του εν λόγω κομιστή ως προς την αρχική συναλλαγή που οδήγησε στην έκδοση της επιταγής. Είναι για τούτο που η ύπαρξη του εδαφίου (3) δεν πρόσθεσε οτιδήποτε ουσιαστικό στην ήδη υφιστάμενη αναγκαιότητα, δυνάμει του δικαίου των συναλλαγματικών, να καταδειχθεί τέτοιο αγώγιμο δικαίωμα αναγόμενο στην αρχική αντιπαροχή, αλλά και η κατάργηση του εδαφίου (3) δεν αφαίρεσε οτιδήποτε από το δικαίωμα του νομιμοποιημένου κατόχου επιταγής. Η ίδια η ιδιότητά του, ως νομιμοποιημένου κατόχου επιταγής για την οποία υπήρξε αντιπαροχή, δηλώνει τον άμεσο επηρεασμό του από τη μη εξόφλησή της. Οι αναφορές στην Τομάζου ν. Σαββίδη, ανωτέρω, κατά την άποψή μας, έγιναν per incuriam και ως εκ τούτου δεν μπορούν να δεσμεύουν, καθότι όχι μόνο δεν προσδιορίζουν τις αρχές του κοινοδικαίου, όπως αυτές διατυπώθηκαν στην Ttofinis και επιβεβαιώθηκαν από την πλειοψηφία στην Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμος, ανωτέρω, αλλά ούτε αντικατοπτρίζουν τα νομολογηθέντα στη Νεοφύτου, ανωτέρω και σε άλλες υποθέσεις σε σχέση με τα δικαιώματα του νομιμοποιημένου κατόχου επιταγής ως άμεσα επηρεαζόμενου από τη μη εξόφλησή της.

 

Ενόψει της κατάληξής μας ότι η υπόθεση Τομάζου ν. Σαββίδη έχει αποφασιστεί per incuriam, δεν είναι αναγκαίο να διευρυνθεί η σύνθεση του Εφετείου, ώστε η διάσταση να κριθεί από την Πλήρη Ολομέλεια.

 

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Ο Εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος στο αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και καλείται να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου μετριαστικούς παράγοντες προτού του επιβληθεί ποινή.  Τόσο τα πρωτόδικα, όσο και τα έξοδα έφεσης, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντος.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο