Σιακόλα Κωνσταντίνα ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 110

(2013) 2 ΑΑΔ 110

[*110]24 Ιανουαρίου, 2013

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΙΑΚΟΛΑ,

 

Εφεσείουσα,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 53/2011)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση θανάτου λόγω απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Κεφ. 154 ― Επικύρωση καταδίκης και απόρριψη λόγων έφεσης ― Καταδίκη που στηρίχθηκε στη μαρτυρία εμπειρογνώμονα από την οποία προέκυπτε ότι η ίδια η ταχύτητα της εφεσείουσας κατεδείκνυε ότι εισήλθε στην κύρια οδό χωρίς προηγουμένως να σταματήσει στο αλτ.

 

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Εμπειρογνώμονας ― Η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σ’ αυτό.

 

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε με την έφεση την καταδίκη της για πρόκληση θανάτου λόγω απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ως επίσης και σε άλλες κατηγορίες για τροχαία αδικήματα.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που ετέθησαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στις 11/6/2007 το αυτοκίνητο που οδηγούσε η εφεσείουσα με συνεπιβάτιδα τη Χριστίνα Ιωάννου, εισήλθε από την οδό Κρήτης στην οδό Στασάνδρου στη Λευκωσία όπου συγκρούστηκε με αυτοκίνητο τύπου Ferrari το οποίο οδηγείτο από άλλο οδηγό επί της οδού Στασάνδρου.

 

Tα δύο οχήματα υπέστηκαν εκτεταμένες ζημιές, η εφεσείουσα τραυματίστηκε σοβαρά και νοσηλεύθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για μακρύ χρονικό διάστημα, ενώ η συνεπιβάτης   της, η οποία είχε επίσης τραυματιστεί σοβαρά, υπέκυψε τελικά στα τραύματά της.

[*111]Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε σε ό,τι αφορούσε στις συνθήκες του δυστυχήματος, ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία της εφεσείουσας και του άλλου οδηγού οι οποίοι ήταν οι μόνοι αυτόπτες μάρτυρες.

 

Κατέληξε στην ενοχή της εφεσείουσας στις πρώτες δύο κατηγορίες, βασιζόμενο στη μαρτυρία του υπαστυνόμου ΜΚ4, ο οποίος παρουσιάστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή ως εμπειρογνώμονας στην αναπαράσταση οδικών τροχαίων δυστυχημάτων.

 

Σύμφωνα με τον ΜΚ4, τη στιγμή της σύγκρουσης η χαμηλότερη ταχύτητα του αυτοκινήτου της εφεσείουσας ήταν 50,23 χιλιόμετρα ανά ώρα, γεγονός που από μόνο του καταδείκνυε ότι η εφεσείουσα εισήλθε στην οδό Στασάνδρου χωρίς προηγουμένως να σταματήσει στο αλτ.

 

Σύμφωνα με τον ίδιο, αν η εφεσείουσα εκκινούσε από στάση στο αλτ, η μέγιστη ταχύτητα που θα ανέπτυσσε θα ήταν μόλις 13.52 χ.α.ω.  Ο χρόνος που είχε ο οδηγός του Ferrari να αντιδράσει στον κίνδυνο που βρέθηκε ξαφνικά μπροστά του με την είσοδο του αυτοκινήτου της εφεσείουσας στη διασταύρωση, ήταν ουσιαστικά αμελητέος.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

 

Λόγος έφεσης:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε την εφεσείουσα στη βάση μαρτυρίας που ήταν έκδηλα αναληθής και/ή αναξιόπιστη και η οποία δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη.

 

β)  Ήταν εσφαλμένη η αποδοχή του ΜΚ4 ως εμπειρογνώμονα για την αναπαράσταση τροχαίων ατυχημάτων, επειδή προέβη σε συμπεράσματα και ευρήματα που απαιτούν επιστημονικές γνώσεις που αυτός δεν είχε.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Σύμφωνα με τη νομολογία, το Δικαστήριο αποφασίζει κατά πόσο ένας μάρτυρας είναι ικανός να δώσει μαρτυρία ως εμπειρογνώμονας. Δεν αμφισβητείται στην προκείμενη περίπτωση ότι τα θέματα για τα οποία ο ΜΚ4 κατάθεσε, ήταν θέματα για τα οποία επιτρέπεται να δοθεί μαρτυρία πραγματογνώμονα.

 

2.  Ήταν ορθή η πρωτόδικη προσέγγιση. Ακόμα και εάν  κάποιος ήθελε θεωρήσει, ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα του ΜΚ4 δεν ήταν τέ[*112]τοιου επιπέδου που να επέτρεπαν από μόνα τους να θεωρηθεί εμπειρογνώμονας για τα θέματα με τα οποία έχει ασχοληθεί, η πολύχρονη πείρα και  η ένταση ενασχόλησης του με το αντικείμενο, επέτρεπαν, με άνεση, να θεωρηθεί εμπειρογνώμονας για τα θέματα για τα οποία είχε καταθέσει.

 

Λόγος έφεσης:

 

Το Δικαστήριο παραγνώρισε τις αναλήθειες και/ή προχειρότητες στη συλλογή των στοιχείων και/ή αντιφάσεις των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Η μαρτυρία του ΜΚ2 δεν ήταν  ελλιπής ούτε ανεπαρκής ως προς το επιστημονικό της περιεχόμενο ώστε να μη μπορούσε να αποτελέσει βάση για την καταδίκη της εφεσείουσας στην τρίτη κατηγορία.

 

Λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις αρχές της νομολογίας ως προς το βάρος απόδειξης και την υποχρέωση προσκόμισης μαρτυρίας αναφορικά με τα ποινικά αδικήματα.  Αξιολόγησε δε την εκατέρωθεν μαρτυρία κατά τρόπο αντινομικό ή λανθασμένο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Προηγήθηκε εκτενής αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο κάθε πτυχής της μαρτυρίας των δύο εμπειρογνωμόνων, εξηγώντας τους λόγους γιατί δεχόταν τη σχετική μαρτυρία του Μ.Κ.4..

 

2.  Ειδικότερα για το θέμα της μη επιθεώρησης από τον Μ.Κ.4 του Ferrari, ότι δηλαδή το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την ευθύνη της κατηγορούσας αρχής «για αξιοποίηση της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας» το Δικαστήριο ασχολήθηκε με το ζήτημα στην απόφαση του και με τις επ’ αυτού θέσεις του Μ.Υ.1 καταλήγοντας ότι η παράλειψη αυτή, για τους λόγους που εξήγησε, δεν έπληττε την αξιοπιστία των ευρημάτων του Μ.Κ.4 ούτε τον τρόπο διερεύνησης του δυστυχήματος.

 

3.  Συγκεκριμένες αναφορές του Δικαστηρίου στις οποίες παρέπεμψε η εφεσείουσα σε καμία περίπτωση δεν συνιστούσαν αντιστροφή του βάρους απόδειξης της Κατηγορούσας Αρχής αλλά ήταν σαφές ότι αποτελούσαν σχολιασμό της προσφερόμενης μαρτυρίας από [*113]την πλευρά της εφεσείουσας.

 

4.  Δεν συνέτρεχε λόγος επέμβασης στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

R. v Bonython [1984] 38 S.A.S.R. 45,

 

R. v Henderson [2010] EWCA 1269,

 

Θεοσκέπαστη Φαρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 984.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

 

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδούλου-Μέσσιου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 12759/08), ημερομηνίας 10/2/11.

 

Γ. Κορφιώτης και Λ. Κούσιος, για την Eφεσείουσα.

 

Ο. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την νύχτα της 11ης Ιουνίου 2007 αυτοκίνητο τύπου Mazda, με αριθμό εγγραφής ΕΕΝ 070 («το Mazda»), το οποίο οδηγείτο από την εφεσείουσα με συνεπιβάτιδα τη Χριστίνα Ιωάννου, εισήλθε από την οδό Κρήτης στην οδό Στασάνδρου στη Λευκωσία όπου συγκρούστηκε με αυτοκίνητο τύπου Ferrari, με αριθμό εγγραφής ΚQL 085 («το Ferrari»), το οποίο οδηγείτο από τον Α. Κιζουρίδη επί της οδού Στασάνδρου. Η οδός Κρήτης, στη συμβολή της με την οδό Στασάνδρου, ελέγχεται από άσπρη γραμμή ΣΤΟΠ σύμφωνα με την οποία ο οδηγός που κινείται στην οδό Κρήτης, πριν εισέλθει στην οδό Στασάνδρου, πρέπει να σταματήσει στο σημείο αυτό. Μεταξύ των δύο οχημάτων έγιναν δύο συγκρούσεις.  Η πρώτη σύγκρουση έγινε σε απόσταση 2,40 μέτρα από τη συμβολή των δύο οδών.  Η δεύτερη δεν είναι σημαντική για τους σκοπούς της απόφασης. Tα δυο οχήματα υπέστηκαν εκτεταμένες [*114]ζημιές, η εφεσείουσα τραυματίστηκε σοβαρά και νοσηλεύθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για μακρύ χρονικό διάστημα, ενώ η συνεπιβάτις της, η οποία είχε επίσης τραυματιστεί σοβαρά, υπέκυψε τελικά στα τραύματά της.

 

Η εφεσείουσα κατηγορήθηκε για πρόκληση θανάτου λόγω απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε (Πρώτη κατηγορία), παράλειψη συμμόρφωσης σε σήμα τροχαίας κατά παράβαση των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών, ΚΔΠ 66/84 (Δεύτερη κατηγορία) και για οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς πρόσδεση με ζώνη ασφάλειας κατά παράβαση του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/86 όπως τροποποιήθηκε (Τρίτη κατηγορία). Δεν παραδέχθηκε τις κατηγορίες, βρέθηκε ένοχη κατόπιν δίκης και της επιβλήθηκε στην κατηγορία πρόκλησης θανάτου ποινή προστίμου €3.500 και πέντε βαθμοί ποινής στην άδειά της. Περαιτέρω, αποστερήθηκε του δικαιώματος κατοχής άδειας οδήγησης για  περίοδο δώδεκα μηνών. Στη δεύτερη κατηγορία δεν επιβλήθηκε καμία ποινή ενώ στην τρίτη κατηγορία επιβλήθηκε ποινή προστίμου €250.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε σε ό, τι αφορά τις συνθήκες του δυστυχήματος, ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία του Α. Κιζουρίδη αλλά ούτε στη μαρτυρία της εφεσείουσας οι οποίοι ήταν οι μόνοι αυτόπτες μάρτυρες. Κατέληξε στην ενοχή της εφεσείουσας στις πρώτες δύο κατηγορίες, βασιζόμενο στη μαρτυρία του υπαστυνόμου Χ. Ευριπίδου, ΜΚ4, ο οποίος παρουσιάστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή ως εμπειρογνώμονας στην αναπαράσταση οδικών τροχαίων δυστυχημάτων, προτιμώντας την, ουσιαστικά, από τη μαρτυρία του κ. Θράσου Ο’Mαχόνυ, ΜΥ1, πτυχιούχου μηχανολόγου μηχανικού με ειδίκευση στη μελέτη και αναπαράσταση οδικών δυστυχημάτων και προσόντα στην εκτίμηση ζημιών οχημάτων.

 

Σύμφωνα με τον ΜΚ4, τη στιγμή της σύγκρουσης η χαμηλότερη ταχύτητα του Mazda ήταν 50,23 χιλιόμετρα ανά ώρα, γεγονός που από μόνο του καταδείκνυε ότι η εφεσείουσα εισήλθε στην οδό Στασάνδρου χωρίς προηγουμένως να σταματήσει στο αλτ. Αν η εφεσείουσα εκκινούσε από στάση στο αλτ, η μέγιστη ταχύτητα που θα ανέπτυσσε θα ήταν μόλις 13.52 χ.α.ω. Την ώρα δε που το Mazda βρισκόταν στη γραμμή του αλτ, το Ferrari το οποίο αμέσως πριν από τη σύγκρουση κινείτο στην οδό Στασάνδρου με «χαμηλότερη» ταχύτητα 88 χιλιόμετρα ανά ώρα, βρισκόταν μόλις 4,2 μέτρα μακριά από το σημείο συγκρούσεως, [*115]ενώ ο χρόνος που είχε ο οδηγός του Ferrari να αντιδράσει στον κίνδυνο που βρέθηκε ξαφνικά μπροστά του με την είσοδο του Mazda στη διασταύρωση, ήταν ουσιαστικά αμελητέος.

 

Ο μάρτυρας υπολόγισε την ταχύτητα των δύο οχημάτων κατά τη στιγμή της σύγκρουσης εφαρμόζοντας τη μέθοδο της «Διατήρησης των Ορμών», για την εφαρμογή της οποίας σχετικός παράγοντας είναι και η γωνία πρόσκρουσης. Στην προκείμενη περίπτωση έκρινε, με βάση τις ζημιές που είχαν υποστεί τα δύο οχήματα από την πρώτη σύγκρουση - την οποία θεωρούσε και τη σημαντικότερη - ειδικότερα του Mazda, ότι η γωνία πρόσκρουσης των οχημάτων ήταν κάθετη, 90°. Αντίθετη ήταν η θέση του ΜΥ1 ο οποίος υπολόγισε ότι αμέσως πριν από το δυστύχημα το Mazda είχε κλίση προς τα δεξιά, ενώ την ώρα της σύγκρουσης ο οδηγός του Ferrari είχε προδιάθεση να κινηθεί δεξιά, σύμφωνα με την πορεία του, για να αποφύγει τη σύγκρουση. Η σύγκρουση σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να ήταν υπό γωνία 90°.  Σύμφωνα δε με τον τελευταίο, η μέθοδος που εφάρμοσε ο Μ.Κ.4 θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί νοουμένου ότι «όλες οι παράμετροι οι οποίες παίζουν ρόλο στον υπολογισμό των διαφόρων δεδομένων είναι ορθές». Ωστόσο, πρόσθεσε, στην προκείμενη περίπτωση τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξε ο Μ.Κ.4 δεν ήταν αξιόπιστα λόγω των «λανθασμένων δεδομένων» που είχαν ληφθεί υπόψη. Η γωνία πρόσκρουσης ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας στον υπολογισμό της ταχύτητας των δύο οχημάτων κατά τη στιγμή της σύγκρουσης, η οποία υπολογίζεται με βάση τις «παραμορφώσεις» που έχουν υποστεί και τα δύο οχήματα.  Έχοντας ο ίδιος επιθεωρήσει και τα δύο ενεχόμενα οχήματα – ενώ ο Μ.Κ.4 δεν εξέτασε το Ferrari, αρκούμενος μόνο στις φωτογραφίες - και με βάση την παραμόρφωση που είχε το Mazda και τη θέση του αριστερού μπροστινού τροχού του Ferrari, το οποίο την ώρα της σύγκρουσης κινείτο «με 90˚-95˚σε σχέση με το Mazda», καθόρισε τις γωνιές με τις οποίες τα δύο οχήματα κινούνταν προς το σημείο σύγκρουσης, καταλήγοντας ότι το Mazda κινείτο με ταχύτητα 7-8 χ.α.ω, ενώ το Ferrari με περίπου 100 χ.α.ω..

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο καταδίκασε την εφεσείουσα στη βάση μαρτυρίας που ήταν έκδηλα αναληθής και/ή αναξιόπιστη και/ή η οποία δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη.

 

Κεντρικό παράπονο της εφεσείουσας είναι η αποδοχή από το δικαστήριο του ΜΚ4 ως εμπειρογνώμονα για την αναπαράσταση [*116]τροχαίων ατυχημάτων, αφού όπως υποστηρίχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας, προέβη σε συμπεράσματα και ευρήματα που απαιτούν επιστημονικές γνώσεις που αυτός δεν είχε.  Υιοθετώντας γραπτή του έκθεση (Τεκμήριο 10), ο ΜΚ4 υπέδειξε ότι εργάστηκε στο Τμήμα Διερεύνησης Δυστυχημάτων της Τροχαίας Λευκωσίας για οκτώ χρόνια, ενώ η κύρια του εξειδίκευση είναι η διερεύνηση και αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων, δηλαδή η εξακρίβωση από τις υπάρχουσες πληροφορίες πώς και γιατί συνέβηκε ένα δυστύχημα. Είναι δε κάτοχος σχετικών πιστοποιητικών και διπλώματος (σχετική είναι η δέσμη Τεκμηρίων 11). Αντεξεταζόμενος ειδικότερα σε σχέση με την εκπαίδευση του στην αναπαράσταση δυστυχημάτων, ανέφερε:

 

«Στην Αστυνομική Ακαδημία 6 βδομάδες είχα εκπαιδευτεί στα θέματα διερεύνησης τα οποία περιέχουν και αναπαράσταση μέσα. Μετά έχω αποκτήσει δίπλωμα το ICS Pennsylvania το οποίο περιέχει δύο modules από τα 9, που είναι σε θέματα διερεύνησης δυστυχημάτων που περιλαμβάνουν φυσικά την αναπαράσταση και στο πανεπιστήμιο Northwestern του Illinois το οποίο είχα 3 μήνες, τους κινδύνους διερεύνησης και αναπαράστασης δυστυχημάτων, το οποίο διάστημα είναι αυτό που προσφέρεται για θέματα αναπαράστασης. Από ότι γνωρίζω δεν υπάρχει άλλο πανεπιστήμιο που να προσφέρει ολοκληρωμένη ή περισσότερο χρόνο σε θέματα αναπαράστασης και κάποιο θέμα μικρότερο, εκπαιδευτής συσκευής skidman για ανεύρεση συντελεστή τριβής και άλλων υπολογιστικών προγραμμάτων που χρησιμοποιούνται στην αναπαράσταση δυστυχημάτων και έχω παρακολουθήσει διάφορα σεμινάρια, Institute of Traffic Accidents του Ηνωμένου Βασιλείου που περιείχαν θέματα αναπαράστασης δυστυχημάτων».

 

Σε σχέση με τη χρονική διάρκεια της εκπαίδευσης του στο Πανεπιστήμιο Northwestern ανέφερε ότι αυτή ήταν 11 βδομάδες και αφορούσε στη «διερεύνηση, αναπαράσταση με πεζούς και δυναμική».

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο διαφώνησε με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας ότι η συμμετοχή του ΜΚ4 σε αριθμό σεμιναρίων δεν επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό του ως εμπειρογνώμονα στην αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων. Με το ακόλουθο σκεπτικό εξήγησε γιατί τον αποδεχόταν ως εμπειρογνώμονα:

 

«Αναφέρω πρώτα από όλα ότι δεν είναι μόνο λόγω των προσόντων και των πιστοποιητικών του που ο ΜΚ4 θεωρεί ότι [*117]είναι ειδικός στα θέματα αυτά. Όπως διαφάνηκε έχει σημαντική εμπειρία πολλών χρόνων και σε σχέση με πολλές υποθέσεις που έχει εξετάσει για τα θέματα για τα οποία έχει δώσει μαρτυρία και για την παρούσα υπόθεση. Περαιτέρω μέσα στα διάφορα έγγραφα που έχει καταθέσει ο ΜΚ4 προκύπτει ότι έχει παρακολουθήσει σεμινάρια σε σχέση με την αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων, πέραν της εμπειρίας του για διερεύνηση τροχαίων δυστυχημάτων, εκτίμηση ζημιών και υπολογισμού ταχύτητας, για τα οποία του έχουν δοθεί και σχετικά πιστοποιητικά. Η εμπειρία του επίσης στα χρόνια που ασχολείται με τον συγκεκριμένο τομέα, όπως επίσης και ο αριθμός των δυστυχημάτων τα οποία εξέτασε και εφάρμοσε τις γνώσεις του, θεωρώ ότι μπορούν να τον χαρακτηρίσουν ως εμπειρογνώμονα και ως τέτοιος θα αξιολογηθεί.»

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, το δικαστήριο αποφασίζει κατά πόσο ένας μάρτυρας είναι ικανός να δώσει μαρτυρία ως εμπειρογνώμονας. Για την εξακρίβωση τούτου, πρέπει να απαντηθούν δύο ερωτήματα: Πρώτο, κατά πόσο το αντικείμενο της εμπειρογνωμοσύνης του εμπίπτει στην κατηγορία των θεμάτων εκείνων για τα οποία επιτρέπεται να δοθεί μαρτυρία πραγματογνώμονα και δεύτερο, κατά πόσο ο μάρτυρας έχει αποκτήσει είτε κατόπιν σπουδών είτε λόγω εμπειρίας επαρκή γνώση του αντικειμένου ώστε η γνώμη του να καθίσταται πολύτιμη (of value) στην επίλυση των επίδικων θεμάτων (βλ. μεταξύ άλλων, R. v Bonython [1984] 38 S.A.S.R. 45 και R. v Henderson [2010] EWCA 1269). Είναι δε σαφώς νομολογημένο από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σ’ αυτό. Βλ. Θεοσκέπαστη Φαρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 984. Δεν αμφισβητείται στην προκείμενη περίπτωση ότι τα θέματα για τα οποία ο ΜΚ4 κατάθεσε είναι θέματα για τα οποία επιτρέπεται να δοθεί μαρτυρία πραγματογνώμονα. Το παράπονο της εφεσείουσας επικεντρώνεται στο επίπεδο της εκπαίδευσης του ΜΚ4 ως μη ικανοποιητικό για να χαρακτηρισθεί ο ίδιος ως εμπειρογνώμονας.

 

Συμφωνούμε με την πρωτόδικη προσέγγιση όπως την παραθέσαμε πιο πάνω. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι και αν ακόμα κάποιος ήθελε θεωρήσει, στη βάση όλων όσων έχουν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα του ΜΚ4 δεν είναι τέτοιου επιπέδου που να επιτρέπουν από μόνα τους να θεωρηθεί εμπειρογνώμονας για τα θέματα με τα οποία έχει ασχοληθεί, όπως επισημαίνει άλλωστε και το πρωτόδικο δικαστήριο, η πολύχρονη πείρα και  η ένταση ενασχόλησης του με το [*118]αντικείμενο επιτρέπουν, με άνεση θα λέγαμε, να θεωρηθεί εμπειρογνώμονας για τα θέματα για τα οποία έχει καταθέσει.

 

Η εφεσείουσα παραπονείται επίσης ότι το δικαστήριο «παραγνώρισε τις αναλήθειες και/ή προχειρότητες στη συλλογή των στοιχείων και/ή αντιφάσεις των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής». Στο διάγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου της, το παράπονο φαίνεται να αναπτύσσεται με αναφορά στην καταδίκη της στην 3η κατηγορία στη βάση της μαρτυρίας του αστυνομικού ΜΚ2, ο οποίος, μεταξύ άλλων, έχει πείρα και εκπαίδευση στη διερεύνηση τροχαίων ατυχημάτων και είναι σχεδιαστής επί κλίμακος και φωτογράφος της Αστυνομίας.

 

Ο ΜΚ2 συμπέρανε, αφού επισκέφτηκε τη σκηνή του δυστυχήματος, ότι την ώρα του δυστυχήματος η εφεσείουσα δεν ήταν προσδεμένη με ζώνη ασφαλείας στηριζόμενος στο γεγονός ότι η εφεσείουσα δεν βρέθηκε στη θέση της μετά τη σύγκρουση, παρά μόνο εκτός του οχήματος της, ενώ μετά τη σύγκρουση οι ζώνες ασφαλείας εντοπίστηκαν να είναι κάθετες στη θέση τους, στο στύλο των πόρτων, και σε καλή και χρησιμοποιήσιμη κατάσταση. Ο μάρτυρας εξήγησε ότι αν η εφεσείουσα ήταν προσδεδεμένη, θα κτυπούσε η καψούλα που υπάρχει στο μηχανισμό της ζώνης και αυτή θα έμενε τεντωμένη, δηλαδή δεν θα επαναλειτουργούσε.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας υπέδειξε πρωτόδικα και επανέλαβε ενώπιον μας, ότι στη φωτογραφία 23 του Τεκμηρίου 6 η ζώνη της εφεσείουσας δεν φαίνεται να είναι στη θέση της, ενώ υπήρχε μαρτυρία, του ΜΥ1, ότι εξ όσων αυτός γνωρίζει, το συγκεκριμένο όχημα δεν έχει καψούλα. Πράγματι, η ζώνη που βρίσκεται στη θέση του οδηγού του Mazda, όπως απεικονίζεται στην συγκεκριμένη φωτογραφία – η οποία λήφθηκε από τον ΜΚ2 - δεν φαίνεται να είναι κάθετη στη θέση της.  Ωστόσο, και όπως ορθά παρατήρησε το δικαστήριο, η φωτογραφία δεν υποδείχθηκε στον ΜΚ2, τη μαρτυρία του οποίου το δικαστήριο αποδέχτηκε, ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να τη σχολιάσει ή να προσφέρει κάποια εξήγηση. Τούτου δοθέντος, δεν θεωρούμε ότι η φωτογραφία 23 μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στα όσα κατάθεσε ο ΜΚ2 για το ζήτημα της ζώνης. Παρατηρούμε επίσης επί του προκειμένου ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του μάρτυρα ότι οι ζώνες του Mazda είχαν καψούλα, παρά μόνο αντεξετάστηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας θεωρώντας ως δεδομένη την ύπαρξη τέτοιου μηχανισμού. Ούτε θεωρούμε τη μαρτυρία του ΜΚ2 ελλιπή και ανεπαρκή ως προς το επιστημονικό της περιεχόμενο [*119]ώστε να μη μπορεί να αποτελέσει βάση για την καταδίκη της εφεσείουσας στην τρίτη κατηγορία.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις αρχές της νομολογίας ως προς το βάρος απόδειξης και την υποχρέωση προσκόμισης μαρτυρίας αναφορικά με τα ποινικά αδικήματα. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι απαιτήθηκε από την πλευρά της εφεσείουσας η απόδειξη ή ανταπόδειξη διαφόρων γεγονότων, ενώ αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία κατά τρόπο αντινομικό ή λανθασμένο. Στο διάγραμμα αγόρευσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας παραπέμπει, σε σχέση με τις πρώτες δύο κατηγορίες, σε απόσπασμα από τη σελίδα 43 της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου και γενικά σε «σχόλια» του δικαστηρίου που προηγούνται του αποσπάσματος, ως χαρακτηριστικά των αιτιάσεων της, επισημαίνοντας παράλληλα ότι ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας δεν υποκαθιστά το δικαστήριο στο καθήκον του να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να καταλήξει σε συγκεκριμένα ευρήματα. Στη σελίδα 43 της απόφασης εντοπίζεται το ακόλουθο απόσπασμα το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι το αναφερόμενο από τον ευπαίδευτο συνήγορο:

 

«Σε σχέση με την ουσιαστικότερη τους διαφορά που αφορά τη γωνιά πρόσκρουσης των οχημάτων και τον τρόπο/φορά της σύγκρουσης και πάλι θεωρώ ότι η προσέγγιση του Μ.Κ.4 ήταν πολύ πιο ορθή και με βάση και τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης πολύ πιο κοντά στη λογική, και το λέω αυτό με κάθε επιφύλαξη και χωρίς να μετατρέπω τον εαυτό μου σε εμπειρογνώμονα, παρά την προσέγγιση του Μ.Υ.1  Οι ζημιές του Ferrari που ήταν κατά τη γνώμη του Μ.Υ.1 το καθοριστικό σημείο για την κρίση των πιο πάνω θεμάτων και κύρια το γεγονός ότι το πλαστικό μέρος του μπροστινού αριστερού φαναριού του Ferrari παρέμεινε άθικτο, όπως έχουν εξηγηθεί από τον Μ.Κ.4, είναι κατά την άποψη μου όπως ο Μ.Κ.4 τις έχει αναφέρει, ο οποίος θεωρώ ότι και τις έχει λάβει δεόντως υπόψη του, και είναι η θέση μου ότι δικαιολογούν τα ευρήματα του Μ.Κ.4.»

 

Θα πρέπει να επισημάνουμε δε ότι του πιο πάνω αποσπάσματος προηγήθηκε εκτενής αξιολόγηση από το δικαστήριο κάθε πτυχής της μαρτυρίας των δύο εμπειρογνωμόνων, εξηγώντας τους λόγους γιατί δεχόταν τη σχετική μαρτυρία του Μ.Κ.4, τις απαντήσεις του οποίου έκρινε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να βοηθηθεί και να δώσει απάντηση στα ερωτήματα που τί[*120]θεντο ενώπιον του και γιατί ο ΜΥ1 δεν έπεισε για τις δικές του θέσεις. Ειδικότερα για το θέμα της μη επιθεώρησης από τον Μ.Κ.4 του Ferrari, για το οποίο γίνεται λόγος στο διάγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας, ότι δηλαδή το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την ευθύνη της κατηγορούσας αρχής «για αξιοποίηση της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας» (Best evidence rule), παρατηρούμε ότι το δικαστήριο ασχολείται με το ζήτημα στην απόφαση του και με τις επ’ αυτού θέσεις του Μ.Υ.1 καταλήγοντας ότι η παράλειψη αυτή, για τους λόγους που εξήγησε, δεν έπλητταν την αξιοπιστία των ευρημάτων του Μ.Κ.4 ούτε τον τρόπο διερεύνησης του δυστυχήματος. Σημειώνουμε παράλληλα ότι ο Μ.Κ.4 εξήγησε ότι προσπάθησε να επιθεωρήσει το Ferrari αλλά δεν ήταν διαθέσιμο, γι’ αυτό και χρησιμοποίησε φωτογραφίες, ενώ το δικαστήριο επισημαίνει σχετικά πως το δυστύχημα, σύμφωνα με τον Μ.Κ.4, δεν παρουσίαζε τέτοιες ιδιαιτερότητες που να καθιστούσαν αναγκαία την επιθεώρηση του οχήματος.

 

Δεν εντοπίζουμε τίποτε το μεμπτό στην προσέγγιση του δικαστηρίου έτσι ώστε να δικαιολογείται η παρέμβασή μας.

 

Σε σχέση με την τρίτη κατηγορία, το διάγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας, παραπέμπει στη σελίδα 48 της απόφασης όπου το δικαστήριο παρατηρεί ότι «…ο Μ.Υ.1 το μόνο που είπε σε σχέση με το θέμα της ζώνης, ήταν ότι οι ζώνες  του Mazda δεν έχουν καψούλες για να σπάζουν σε περίπτωση σύγκρουσης, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εξέτασε τις ζώνες του συγκεκριμένου οχήματος για να μπορεί να προβεί σε οποιοδήποτε εύρημα», σημειώνοντας παράλληλα ότι οι θέσεις της εφεσείουσας «…όπως αναφέρθηκαν από την ίδια και/ή όπως προβλήθηκαν κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, ότι δηλαδή προκλήθηκαν στην ίδια τραυματισμοί συνεπεία της χρήσης της ζώνης αφού όπως είπε έσπασε η κλείδα της, παρέμειναν μετέωροι, αφού τίποτα δεν προσφέρθηκε για να υποστηρίξει αυτή της τη θέση».

 

Σε όλη την πορεία της ποινικής δίκης, το γενικό βάρος απόδειξης το φέρει η Κατηγορούσα Αρχή η οποία οφείλει να αποδείξει κάθε στοιχείο που συνθέτει τις κατηγορίες. Εν προκειμένω, οι ως άνω αναφορές του δικαστηρίου σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν αντιστροφή του βάρους αυτού αλλά είναι σαφές ότι αποτελούν σχολιασμό της προσφερόμενης μαρτυρίας από την πλευρά της εφεσείουσας σχετικά με το ζήτημα της ζώνης και το ειδικό βάρος που φέρει κάθε διάδικο μέρος να αποδείξει τους ισχυρισμούς του. Περαιτέρω, το δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ενοχής της εφεσείουσας όχι μεταφέροντας το βάρος [*121]στους ώμους της αλλά στηριγμένο στη μαρτυρία που προσάχθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, την οποία έκανε αποδεκτή.

 

Δεν έχουμε πεισθεί ότι συντρέχει λόγος επέμβασης μας στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο