Παπέττας Χρίστος Αντρέα ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 236

(2013) 2 ΑΑΔ 236

[*236]11 Μαρτίου, 2013

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΤΡΕΑ ΠΑΠΕΤΤΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 172/2012)

 

 

Ποινή ― Έκδηλα υπερβολική ποινή ― Παραμερισμός ποινής φυλάκισης τρεισήμισι και τριών ετών σε κατηγορίες ληστείας και απόπειρας ληστείας ― Αντικαταστάθηκε από το Εφετείο με ποινή φυλάκισης δύο χρόνων επί τω ότι, δεν υπήρξε ίση μεταχείριση μεταξύ του Εφεσείοντα και συγκατηγορούμενου, του οποίου η ποινική δίωξη ανεστάλη χωρίς καταγραφή των λόγων αναστολής ― Νεαρό ηλικίας Εφεσείοντα και παραδοχή του, που συνέβαλε τα μέγιστα στην εξιχνίαση και απονομή δικαιοσύνης.

 

Ποινική Δικονομία ― Ίση μεταχείριση συγκατηγορουμένων ― Αναστολή ποινικής δίωξης συγκατηγορουμένου χωρίς  καταγραφή των λόγων αναστολής ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε θέμα ίσης μεταχείρισης συγκατηγορουμένων το οποίο ηγέρθη ενώπιον του.

 

Ο Εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση ποινή φυλάκισης τρεισήμισι και τριών ετών που του επιβλήθηκαν αντίστοιχα  σε κατηγορίες ληστείας και απόπειρας ληστείας. Στην επιμέτρηση της ποινής ελήφθησαν υπ’ όψη και 6 άλλες υποθέσεις τις οποίες αντιμετώπιζε και οι οποίες αφορούσαν, η μια κλοπή, η άλλη κλεπταποδοχή και οι υπόλοιπες κατοχή κάνναβης. Οι ποινές θα συνέτρεχαν.

 

Όλες οι σχετικές  υποθέσεις προέκυψαν σε διάστημα 12 μηνών και η συμπεριφορά του Εφεσείοντα απεδόθη στην εξάρτηση του από την κάνναβη και τις παρενέργειες, όπως και στο γενικότερο πλαίσιο των οικογενειακών και προσωπικών του συνθηκών. Το δε ποσό της ληστείας είχε επιστραφεί, δεδομένο που ήταν υπόψη και του πρωτόδι[*237]κου δικαστηρίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες ως επίσης και το νεαρό της ηλικίας του, έκρινε ότι τα όποια ψυχολογικά προβλήματα, αν και λαμβάνονται υπ’ όψη, δεν μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναποτελεσματικότητα της ποινής ή στην εξουδετέρωση του αποτρεπτικού της χαρακτήρα.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

 

α)  Υπήρχε συγκατηγορούμενος του Εφεσείοντα μαζί με τον οποίο είχε διαπράξει τη ληστεία και είχε προβεί στην απόπειρα, ο οποίος ουδέποτε ήχθη ενώπιον του δικαστηρίου.

 

β)  Η ενοχή του Εφεσείοντα προέκυψε ουσιαστικά από δική του αυτοενοχοποίηση αφού τα υπάρχοντα στοιχεία δεν ήσαν επαρκή για να τον συνέδεαν με τα αδικήματα.

 

γ)  Δεν επρόκειτο για τη συνήθη επαγγελματικά οργανωμένη ληστεία, αλλά για ουσιαστικά ερασιτεχνική επίδοση ενός νεαρού ο οποίος είχε οδηγηθεί στην κατάσταση αυτή από τα όσα αναφέρθησαν προηγουμένως.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν υπήρξε ίση μεταχείριση μεταξύ του Εφεσείοντα και του άλλου προσώπου. Αν και η μαρτυρία η οποία θα προσφερόταν εναντίον του άλλου προσώπου θα ήταν ενδεχομένως βασικά αυτή του Εφεσείοντα, εντούτοις δεν μπορούσε να αποκλεισθεί η δυνατότητα αποδοχής της όπως δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί, αν αποδίδετο η δέουσα σημασία στην κατάθεση του Εφεσείοντα ο οποίος ενέπλεξε το άλλο πρόσωπο και διεξαγόταν περαιτέρω έρευνα, με σκοπό να ήταν και εκείνος ενώπιον του δικαστηρίου.

 

2.  Αν και ετέθη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το θέμα, εντούτοις φαινόταν να το παραγνώρισε εντελώς.

 

3.  Ενδιέφερε και το γεγονός ότι δεν καταγράφηκαν λόγοι για την αναστολή ποινικής δίωξης και δεν θα μπορούσε να υποτεθούν τέτοιοι λόγοι που να ήσαν εναντίον του Εφεσείοντα.

 

4.  Η σοβαρή αυτή πτυχή αυτή της υπόθεσης αντανακλούσε ευθέως επί της επιβληθείσας ποινής η οποία καθίστατο υπερβολική, όχι ως εκ του ότι η ποινή των 3½ ετών θα ήταν αυτή καθ’ αυτή υπερ[*238]βολική βάσει της νομολογίας, αλλά ως εκ της ανισότητας που είχε προκύψει.

 

5.  Όντως η παραδοχή του εφεσείοντα συνέβαλε τα μέγιστα στη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης στην περίπτωση αυτή.

 

6.  Δεδομένου ότι και οι άλλες υποθέσεις οι οποίες ελήφθησαν υπ’ όψη, δεν ήσαν ιδιαίτερα σοβαρές που να συνέβαλαν ουσιαστικά στη διαμόρφωση της ποινής, εκρίθη δίκαιο όπως η ποινή μειωνόταν στα 2 έτη σε κάθε κατηγορία. 

 

Η έφεση επιτράπηκε.

 

Έφεση εναντίον Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Γερολέμου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 926/12), ημερομηνίας 12/7/12.

 

Τ. Κιρμίτσης με Κ. Παρασκευά (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείων παρών.

 

Ex tempore

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων κατεδικάσθη σε ποινή φυλάκισης 3½ ετών σε κατηγορία ληστείας και σε φυλάκιση 3 ετών σε κατηγορία απόπειρας ληστείας. Στην επιμέτρηση της ποινής ελήφθησαν υπ’ όψη και 6 άλλες υποθέσεις τις οποίες αντιμετώπιζε και οι οποίες αφορούσαν, η μια κλοπή, η άλλη κλεπταποδοχή και οι υπόλοιπες κατοχή κάνναβης. Οι ποινές φυσικά θα συνέτρεχαν.

 

Η υπόθεση της ληστείας αφορούσε κλοπή, υπό την απειλή μαχαιριού, €583 από αρτοποιείο, η δε υπόθεση απόπειρας αφορούσε άλλη περίπτωση αρτοποιείου την ίδια ημέρα η οποία δεν απέδωσε τελικά και η προσπάθεια εγκατελείφθη. Η υπόθεση της κλοπής και της κλεπταποδοχής αφορούσε μικροποσά, οι δε υποθέσεις της κατοχής κάνναβης αφορούσαν τον Εφεσείοντα ως χρήστη. Όλες αυτές οι υποθέσεις προέκυψαν σε διάστημα 12 μηνών και η συμπεριφορά του Εφεσείοντα απεδόθη από τον ευ[*239]παίδευτο συνήγορο του - και δεν έχουμε λόγο να το αμφισβητήσουμε - εις την εξάρτηση του από την κάνναβη και τις παρενέργειες, όπως και στο γενικότερο πλαίσιο των οικογενειακών και προσωπικών του συνθηκών, με κατάληξη τον περιορισμό της δυνατότητάς του να ελέγχει τη συμπεριφορά του σε λογικά πλαίσια και να αντισταθεί στις πιέσεις που του είχαν δημιουργηθεί.  Να σημειωθεί ότι το ποσό της ληστείας έχει επιστραφεί, δεδομένο που ήταν υπ’ όψη και του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής ανέφερε στην απόφασή του σειρά παραγόντων τους οποίους έλαβε υπ’ όψη στην επιμέτρηση της ποινής, και δη το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα, τη συνεργασία και παραδοχή του στην αστυνομία ως και στο δικαστήριο στη συνέχεια, το νεαρό της ηλικίας του, αφού είναι σήμερα 20 ετών. Αναφορά έγινε και στις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις, όπως επίσης και στην κατάσταση της υγείας του όπως αυτή φαίνεται σε ιατρική βεβαίωση, τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος όπως και τη μεταμέλεια και την απολογία του Εφεσείοντα που περιλάμβανε ουσιαστικά και την αποζημίωση με την επιστροφή των χρημάτων. Θεώρησε όμως ότι τα όποια ψυχολογικά προβλήματα, αν και λαμβάνονται υπ’ όψη, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αναποτελεσματικότητα της ποινής ή στην εξουδετέρωση του αποτρεπτικού της χαρακτήρα, που ήταν ενδεδειγμένο να έχει στην προκειμένη περίπτωση.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα, αγορεύοντας ενώπιον μας, επικέντρωσε τις εισηγήσεις του σε ορισμένα στοιχεία και ιδιαίτερα στο γεγονός ότι υπήρχε και συγκατηγορούμενος του Εφεσείοντα μαζί με τον οποίο είχε διαπράξει τη ληστεία και είχε προβεί στην απόπειρα, ο οποίος ουδέποτε ήχθη ενώπιον του δικαστηρίου, ενώ η υπόθεση εναντίον του ανεστάλη, χωρίς επομένως να υπάρχουν γι’ αυτόν συνέπειες. Ο ευπαίδευτος συνήγορος έθεσε έμφαση και στο γεγονός ότι η ενοχή του Εφεσείοντα φαίνεται να προέκυψε ουσιαστικά από δική του αυτοενεχοποίηση αφού τα υπάρχοντα στοιχεία δεν ήσαν επαρκή για να τον συνέδεαν με τα αδικήματα. Επίσης τόνισε ότι ο Εφεσείων, μετά που ήταν σε κράτηση για 5 μέρες, προέβη ο ίδιος σε κατάθεση παραδεχόμενος την εμπλοκή του με αποτέλεσμα να διαλευκανθούν όλες οι υποθέσεις που έχουν αναφερθεί. Χωρίς αυτό το στοιχείο, όπως υπεδείχθη, ενδεχομένως να μην ήταν δυνατή η πλήρης διαλεύκανση της υπόθεσης και η απονομή δικαιοσύνης.  Υπέδειξε ακόμα ο ευπαίδευτος συνήγορος ότι δεν πρόκειται για τη συνήθη επαγγελματικά οργανωμένη ληστεία η οποία εμφανίζεται στις μέρες μας, αλλά για ουσιαστικά ερασιτεχνική επίδοση [*240]ενός νεαρού ο οποίος είχε οδηγηθεί στην κατάσταση αυτή από τα όσα έχουμε αναφέρει προηγουμένως.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία εντίμως και ευθέως εδέχθη ότι δεν φαίνεται να έχει ληφθεί υπ’ όψη καθόλου στην απόφαση η διάσταση που αφορά τη μη προσαγωγή του φερόμενου ως συνενόχου του Εφεσείοντα στη δικαιοσύνη, σε συνδυασμό και με το ότι η αναστολή ποινικής δίωξης που κατεχωρήθη όσον αφορά εκείνον ήταν χωρίς λόγους που να δείχνουν τη δυνατότητα στάθμισης των δεδομένων που οδήγησαν σε αυτή την απόφαση ώστε να εξεταστεί και η επίδραση τους στην κρίση του δικαστηρίου.

 

Δεν χρειάζεται βεβαίως να αναφερθούμε σε οποιαδήποτε έκταση στη νομολογία η οποία αφορά την ανάγκη για ίση μεταχείριση προσώπων που εμπλέκονται στην ίδια υπόθεση. Αυτά είναι δεδομένα και θα πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι, αν και ετέθη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το θέμα, εντούτοις το Δικαστήριο φαίνεται να το παρεγνώρισε εντελώς. Η σημασία του θέματος αυτού έγκειται πρωτίστως στο ότι όντως φαίνεται να μην υπήρξε ίση μεταχείριση μεταξύ του Εφεσείοντα και του άλλου προσώπου. Αν και η μαρτυρία η οποία θα προσφέρετο εναντίον του άλλου προσώπου θα ήταν ενδεχομένως βασικά αυτή του Εφεσείοντα, εντούτοις δεν μπορεί να αποκλεισθεί η δυνατότητα αποδοχής της όπως δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί, αν αποδίδετο η δέουσα σημασία στην κατάθεση του Εφεσείοντα ο οποίος ενέπλεξε το άλλο πρόσωπο και διεξήγετο περαιτέρω έρευνα, να ήτο και εκείνος ενώπιον του δικαστηρίου.  Φαίνεται ότι η ομολογία του Εφεσείοντα, η οποία έγινε στις 25-26 Ιανουαρίου, επέσπευσε τα πράγματα, αφού το κατηγορητήριο κατεχωρήθη μόλις την 31 Ιανουαρίου και ορίσθη την ίδια ημέρα ενώπιον του δικαστηρίου οπότε και κατεχωρήθη η αναστολή ποινικής δίωξης κατά του άλλου συγκατηγορούμενου, χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα για περαιτέρω διερεύνηση.

 

Μας ενδιαφέρει όμως και το γεγονός ότι δεν υπάρχουν, όπως σημειώσαμε, λόγοι για την αναστολή ποινικής δίωξης και δεν θα μπορούσαμε να υποθέσουμε τέτοιους λόγους που να ήσαν εναντίον του Εφεσείοντα. Αυτό θα ήταν και άδικο αλλά και χωρίς το αναγκαίο υπόβαθρο.

 

Θεωρούμε λοιπόν σοβαρή τη πτυχή αυτή της υπόθεσης και θα την λάβουμε σοβαρά υπ’ όψη στην εξέταση της εφέσεως, καταλήγοντας ότι αντανακλά ευθέως επί της επιβληθείσας ποινής η [*241]οποία καθίσταται υπερβολική, όχι ως εκ του ότι η ποινή των 3½ ετών θα ήταν αυτή καθ’ αυτή υπερβολική βάσει της νομολογίας, αλλά ως εκ της ανισότητας που έχει προκύψει.

 

Θα λάβουμε υπόψη, στην κατάληξή μας ως προς τη δέουσα ποινή, το γεγονός του νεαρού της ηλικίας του Εφεσείοντα και το λευκό του ποινικό μητρώο, τα οποία ορθώς ελήφθησαν υπ’ όψη και πρωτοδίκως. Θεωρούμε δε σημαντικό, όπως έχει επιχειρηματολογήσει και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα, ότι όντως η δική του παραδοχή συνέβαλε τα μέγιστα στη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης στην περίπτωση αυτή. Έχοντας υπ’ όψη περαιτέρω ότι και οι άλλες υποθέσεις οι οποίες ελήφθησαν υπ’ όψη δεν ήσαν ιδιαίτερα σοβαρές που να συνέβαλαν ουσιαστικά στη διαμόρφωση της ποινής, θεωρούμε δίκαιο όπως η ποινή μειωθεί στα 2 έτη σε κάθε κατηγορία. Οι ποινές βεβαίως θα συνεχίσουν να συντρέχουν.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο