Τσιλικίδης Ιωάννης ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 272

(2013) 2 ΑΑΔ 272

[*272]26 Μαρτίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΙΛΙΚΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7/2013)

 

 

Ποινή ― Διαρρήξεις κατοικίας και κλοπές από κατοικία ― Άρθρα 292(α) και 266(β) και 255 του Ποινικού Κώδικα ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης τριών χρόνων ― Εφεσείων που αποκόμισε περιουσία από τις εν λόγω πράξεις, λευκό ποινικό μητρώο, παραδοχή, νεαρό ηλικίας, δυσμενείς οικογενειακές περιστάσεις ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει ― Η ποινή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυστηρή, όχι όμως έκδηλα υπερβολική υπό τις περιστάσεις.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε ως έκδηλα υπερβολική, ποινή φυλάκισης τριών χρόνων  που του επιβλήθηκε κατόπιν παραδοχής του πρωτοδίκως, σε κατηγορίες αναφορικά με τη διάπραξη τριών διαρρήξεων κατοικίας κατά παράβαση του Άρθρου 292(α) του Ποινικού Κώδικα, τριών κλοπών από κατοικία, κατά παράβαση των Άρθρων 266(β) και 255 του Ποινικού Κώδικα και μια κατηγορία κακόβουλης ζημιάς κατά παράβαση του Άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε επίσης ποινή φυλάκισης  ενός χρόνου στην κατηγορία της κακόβουλης ζημιάς η οποία και ήταν συντρέχουσα.

 

Από την προαναφερόμενη εγκληματική δραστηριότητα, ο εφεσείων αποκόμισε περιουσία, σε τιμαλφή και μετρητά, αξίας περίπου €64,000. Κανένα ποσό ή περιουσιακό στοιχείο δεν επιστράφηκε στους δικαιούχους.

 

Μεταξύ των ελαφρυντικών στοιχείων που έλαβε υπόψη του το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν το νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντα, το [*273]λευκό του ποινικό μητρώο, η συνεργασία του με τις Αστυνομικές αρχές, ο τρόπος με τον οποίο έδρασε, που έδειχνε ότι δεν είναι επαγγελματίας  καθώς και τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε κυρίως ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα  δικαιολογούσαν την επίδειξη μεγαλύτερης επιείκειας για τον εφεσείοντα και παρατέθηκαν εν εκτάσει.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ελήφθησαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, οι συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα, το ποσό το οποίο αποκόμισε ο εφεσείων από τις εγκληματικές του πράξεις, το γεγονός ότι τα θύματα δεν αποζημιώθηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τον εφεσείοντα, ως επίσης και οι δυσμενείς προσωπικές, περιστάσεις του εφεσείοντα, αλλά δεν μπορούσε, με οποιονδήποτε τρόπο, να θεωρηθεί ότι αυτά δικαιολογούσαν τις εγκληματικές πράξεις και ενέργειες του.

 

2.  Η οικονομική κρίση, που επιδεινώνεται στον τόπο μας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντικός παράγων που θα δικαιολογούσε παρέκκλιση από την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, σε υποθέσεις αδικημάτων εναντίον περιουσίας και τούτο με στόχο την προστασία της περιουσίας των πολιτών.

 

3.  Η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα μπορούσε να θεωρηθεί αυστηρή ωστόσο, υπό τις περιστάσεις, δεν ήταν έκδηλα υπερβολική ώστε να δικαιολογείτο η επέμβαση του Εφετείου.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583,

 

Ilie κ.ά ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 280,

 

Φραντζίδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 77,

 

Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104.

 

Έφεση εναντίον Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Κουννίδου, Ε.Δ.), (Ποινική [*274]Υπόθεση Αρ. 5625/12), ημερομηνίας 30/11/12.

 

Αλ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.

 

Ειρ. Σάββα (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

 

Ex tempore

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον του ύψους της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η ποινή προσβάλλεται ενώπιον μας ως έκδηλα υπερβολική.

 

Ο εφεσείων παραδέχτηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τη διάπραξη τριών διαρρήξεων κατοικίας κατά παράβαση του Άρθρου 292(α) του Ποινικού Κώδικα, τριών κλοπών από κατοικία, κατά παράβαση των Άρθρων 266(β) και 255 του Ποινικού Κώδικα και μια κατηγορία κακόβουλης ζημιάς κατά παράβαση του Άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στα γεγονότα της υπόθεσης σύμφωνα με τα οποία μεταξύ Μαΐου του 2011 και Νοεμβρίου του 2011, σε διάστημα δηλαδή περίπου 6 μηνών, διαπράχθηκαν τα προαναφερόμενα 6 αδικήματα των διαρρήξεων και κλοπών, ενώ το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς είχε διαπραχθεί το 2009.

 

Από την προαναφερόμενη εγκληματική δραστηριότητα του ο εφεσείων αποκόμισε περιουσία, σε τιμαλφή και μετρητά, αξίας περίπου €64,000. Κανένα ποσό ή περιουσιακό στοιχείο δεν επιστράφηκε στους δικαιούχους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία και έλαβε υπόψη του και τους ελαφρυντικούς και μετριαστικούς παράγοντες που είχαν εκτεθεί ενώπιον του, προς όφελος του κατηγορούμενου/εφεσείοντα. Τελικά επέβαλε στις κατηγορίες διαρρήξεων και κλοπών ποινή φυλάκισης τριών χρόνων και στην κατηγορία της κακόβουλης ζημιάς, ποινή φυλάκισης ενός χρόνου. Οι ποινές ήταν συντρέχουσες και άρχιζαν από την πρώτη ημέρα κράτησης του εφεσείοντα.

 

Μεταξύ των ελαφρυντικών στοιχείων που έλαβε υπόψη του [*275]το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν το νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντα και το λευκό του ποινικό μητρώο. Ο εφεσείων ήταν ηλικίας 23 ετών, όταν του επιβλήθηκε η ποινή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον γεννήθηκε το Μάρτιο του 1989. Επίσης έλαβε υπόψη την απολογία και τη συνεργασία του με τις Αστυνομικές αρχές, τον τρόπο με τον οποίο έδρασε, που έδειχνε ότι δεν είναι επαγγελματίας εγκληματίας, αλλά πρόσωπο που έδρασε με ερασιτεχνικό τρόπο καθώς και τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις. Ο εφεσείων σε ηλικία 18 ετών δημιούργησε δεσμό και απέκτησε παιδί το οποίο ήταν ηλικίας 2 ετών όταν επιβλήθηκε η πρωτόδικη ποινή.

 

Ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα και εισηγήθηκε ότι αυτές δικαιολογούσαν την επίδειξη μεγαλύτερης επιείκειας για τον εφεσείοντα και επομένως την επιβολή μικρότερης ποινής φυλάκισης από τα τρία έτη που του επιβλήθηκαν.

 

Ο κ. Αλεξάνδρου έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην προβληματική παιδική και εφηβική ηλικία του εφεσείοντα. Ο εφεσείων γεννήθηκε στη Γεωργία, στη συνέχεια πήγε με την οικογένεια του στην Ελλάδα και αργότερα η οικογένεια ήλθε στην Κύπρο. Οι γονείς του είναι άτομα με προβλήματα, καθότι ο πατέρας περιγράφεται στην έκθεση της Κοινωνικής Μέριμνας ως άνθρωπος που κάνει κατάχρηση αλκοόλ. Η οικογένεια είναι φτωχή οικογένεια και αυτό ανάγκασε τον εφεσείοντα από τη νεαρή ηλικία των 14 ετών να εγκαταλείψει την εκπαίδευση και να ριχτεί στη βιοπάλη με σκοπό να κερδίσει τα προς το ζειν. Τόνισε ο κ. Αλεξάνδρου ότι πριν τη διάπραξη των αδικημάτων αυτών, ο νεαρός εφεσείων είχε χάσει την εργασία του, έμεινε άνεργος και επιπλέον όταν ζήτησε βοήθεια από το αρμόδιο τμήμα ενημερώθηκε ότι δεν δικαιούτο σε οικονομικό βοήθημα, επειδή ο πρώην εργοδότης του δεν κατέβαλλε γι’ αυτόν εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως ήδη αναφέραμε, αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία. Μεταξύ άλλων αναφέρθηκε και στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583 στην οποία ο εφεσείων είχε διαπράξει αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών, ήταν ηλικίας 21 ετών και το Εφετείο μείωσε την ποινή του από ποινή φυλάκισης 22 μηνών σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών, με αναστολή. Σ’ εκείνη την υπόθεση το Εφετείο αναφέρθηκε στις δύσκολες προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων σωματική [*276]αναπηρία του πατέρα ο οποίος ήταν απών από την οικογένεια, καθόλα τα ουσιώδη χρόνια, αδυναμία της μητέρας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της και να προστατεύσει τα παιδιά της από φυσικούς και ηθικούς κινδύνους και το γεγονός ότι ο εφεσείων για μεγάλο χρονικό διάστημα βρισκόταν σε Παιδική Στέγη. Επιπρόσθετα το Εφετείο σ’ εκείνη την υπόθεση έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων μετά την υπηρεσία του στην Εθνική Φρουρά δημιούργησε δεσμό με νεαρή κοπέλα με την οποία απέκτησε παιδί και στη συνέχεια παντρεύτηκε.

 

Εκτός από την απόφαση Κωνσταντίνου το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην υπόθεση Ilie κ.ά ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 280 στην οποία το εφετείο θεώρησε ως μη έκδηλα υπερβολικές  συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ετών και 18 μηνών που είχε επιβάλει το πρωτόδικο Δικαστήριο σε υπόθεση διάρρηξης και κλοπής. Σε εκείνη την υπόθεση έγινε αναφορά σε προηγούμενη νομολογία όπως η Φραντζίδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 77, Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104 και άλλες υποθέσεις στις οποίες τονίστηκε η θλιβερή διαπίστωση ότι, κατά τα τελευταία χρόνια, το έγκλημα στην Κύπρο παρουσιάζει αυξητική τάση. Οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα, είναι στην πρώτη γραμμή εγκληματικότητας, χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης. Τα Δικαστήρια αντιμετωπίζουν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα, επειδή αυτά δημιουργούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαταράσσουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών.

 

Λάβαμε υπόψη όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα, το ποσό το οποίο αποκόμισε ο εφεσείων από τις εγκληματικές του πράξεις και το γεγονός ότι τα θύματα δεν αποζημιώθηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τον εφεσείοντα. Λάβαμε επίσης υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων, που φαίνεται και από την ανώτατη προβλεπόμενη ποινή, που είναι 7 χρόνια φυλάκιση για τη διάρρηξη και 5 χρόνια φυλάκιση για την κλοπή, και βέβαια συνυπολογίσαμε και όλους τους ελαφρυντικούς και μετριαστικούς παράγοντες υπέρ του εφεσείοντα όπως είναι το λευκό του ποινικό μητρώο, το νεαρό της ηλικίας του, την παραδοχή του και τη συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές καθώς επίσης και τις δυσμενείς προσωπικές, οικονομικές και οικογενειακές του περιστάσεις όπως εξετέθησαν ενώπιον μας και όπως φαίνονται και στην έκθεση κοινωνικής έρευνας. Βέβαια κατανοούμε τη δύσκολη παιδική και εφηβική ηλικία που είχε ο εφεσείων και την κακή του οικονομική κατάσταση, αλλά δεν μπορούμε, με οποιονδήποτε τρό[*277]πο, να θεωρήσουμε ότι αυτά δικαιολογούν τις εγκληματικές πράξεις και ενέργειες του.

 

Η οικονομική κρίση, που επιδεινώνεται στον τόπο μας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντικός παράγων που θα δικαιολογούσε παρέκκλιση από την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, σε υποθέσεις αδικημάτων εναντίον περιουσίας, και τούτο με στόχο την προστασία της περιουσίας των πολιτών.

 

Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιβολή της ποινής των 3 ετών συνυπολόγισε και έδωσε την απαραίτητη βαρύτητα σε όλα τα σχετικά γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του.  Παρόλο που η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα μπορούσε να θεωρηθεί αυστηρή κρίνουμε ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν είναι έκδηλα υπερβολική ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.

 

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο