Κλεομένης Μάριος ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 350

(2013) 2 ΑΑΔ 350

[*350]20 Μαΐου, 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΜΑΡΙΟΣ ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 29/2012)

 

 

Ναρκωτικά ― Εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ρητίνης κάνναβης, βάρους 2.307,5256 γρ. ― Επικύρωση καταδίκης κατά πλειοψηφία ― Αρνητική απόφανση πλειοψηφίας Εφετείου στο ερώτημα κατά πόσον η απουσία του στοιχείου της «κατοχής» των ναρκωτικών που οδήγησε στην απαλλαγή και αθώωση του εφεσείοντα στις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια, θα έπρεπε να είχε οδηγήσει και στην αθώωση του στην κατηγορία της εισαγωγής ― Ύπαρξη της «γνώσης» της εισαγωγής  το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί από την περιστατική μαρτυρία ― Απόφανση μειοψηφίας Εφετείου ότι η ταυτόχρονη καταδίκη του εφεσείοντος επί της κατηγορίας της εισαγωγής, ήταν αντινομική προς την απαλλαγή του από τις κατηγορίες της κατοχής.

 

Nαρκωτικά ― Ελεγχόμενη παράδοση ― Ο περί Καταστολής του Εγκλήματος (Ελεγχόμενη Παράδοση και Άλλες Ειδικές Διατάξεις) Νόμος του 1995 (N. 3(I)/1995) ως έχει τροποποιηθεί ― Εφαρμοστέες αρχές ― Αθώωση και απαλλαγή από τις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια, εφόσον ο εφεσείων όταν παρέλαβε τους επίδικους πίνακες αυτοί ήσαν άδειοι από οποιαδήποτε απαγορευμένη ουσία αφού τα ναρκωτικά είχαν αφαιρεθεί από την αστυνομία ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση ― Δεν υπήρξε αντικατάσταση των ουσιών που αφαιρέθηκαν, με άλλες ουσίες, συμφώνως των προνοιών της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης ― Είναι επιτρεπτή η κατακράτηση ή καταστροφή εν όλω ή εν μέρει των απαγορευμένων ουσιών και η αντικατάσταση τους με άλλες ουσίες, οι οποίες όταν παραληφθούν ή παραδοθούν, θα θεωρούνται ως να μην είχαν αντικατασταθεί.

[*351]Ναρκωτικά ― Ποινή ― Εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ρητίνης κάνναβης, βάρους 2.307,5256 γρ. ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης 7 χρόνων ― Εκρίθη ότι δεν επρόκειτο περί έκδηλα  υπερβολικής ποινής ― Επαγγελματικός σχεδιασμός αποστολής των ναρκωτικών στην Κύπρο, συστατικά στοιχεία του οποίου συνιστούσαν η λήψη μέτρων με στόχο την παρεμπόδιση ανίχνευσης των ναρκωτικών και η σύσταση εταιρείας που δήθεν εμπορευόταν ινδικά αντικείμενα λαϊκής τέχνης ― Σε δεύτερη μοίρα στις περιπτώσεις αυτές, η εξατομίκευση της ποινής.

 

Λέξεις και φράσεις ― «ελεγχόμενη παράδοση» και κατοχή στο Άρθρο 2, 2 (α), (3) και 4 του Νόμου 3(Ι)/1995.

 

Ναρκωτικά ― Ποινή ― Υπόμνηση Εφετείου ότι η σκληρή πραγματικότητα της απώλειας ζωών, νέων κυρίως ανθρώπων, και η συνεχής αύξηση των νέων που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά, επιτάσσει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών και καθιστά την αυστηρή μεταχείριση των παραβατών επιτακτική.

 

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην κατηγορία της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β΄, ήτοι, για 2.307,5256 γραμμάρια ρητίνης κάνναβης, (πρώτη κατηγορία), καθώς και για κατοχή 0,9848 γραμμάρια ρητίνης κάνναβης (τέταρτη κατηγορία). Ταυτόχρονα κρίθηκε αθώος και απαλλάχθηκε από τη δεύτερη και τρίτη κατηγορία που αφορούσαν στην κατοχή των 2.307,5256 γραμμαρίων ρητίνης κάνναβης και κατοχή της ίδιας ποσότητας με σκοπό την προμήθεια της σε άλλα πρόσωπα, κατά παράβαση των σχετικών νομοθετικών προνοιών.

 

Στις 17.4.10 έφτασε στον Διεθνή Αερολιμένα Λάρνακας δέμα από την Ινδία με αποστολέα τον παρουσιαζόμενο ως Anil Kumar στο όνομα εταιρείας του εφεσείοντα και μέσα στο δέμα υπήρχαν 4 κάδρα (πίνακες) με ξύλινο πλαίσιο. Το πίσω μέρος των κάδρων αυτών ήταν καλυμμένο με λαδόκολλα, υλικό που όπως υποστηρίχθηκε από μάρτυρα κατηγορίας, εμποδίζει την ανίχνευση ναρκωτικών από ακτινολογικό έλεγχο και στο κάθε κάδρο υπήρχαν από δύο συσκευασίες με ρητίνη κάνναβη συνολικού βάρους 2.307 γρ.

 

Μετά τον εντοπισμό των συσκευασιών με τα ναρκωτικά, η αστυνομία τις αφαίρεσε και στη συνέχεια το δέμα μεταφέρθηκε στα γραφεία μεταφορικής εταιρείας στη Λευκωσία, απ’ όπου ο κατηγορούμενος παρέλαβε αυθημερόν το δέμα κατόπιν ενημέρωσης του από τη μεταφορική εταιρεία.

 

[*352]Περαιτέρω η αστυνομία ύστερα από σχετική έρευνα που έγινε, εντόπισε στις 19.4.09 στο υπνοδωμάτιο του  εφεσείοντα μικρή ποσότητα των 0,9848 γρ. κάνναβης.

 

Με βάση τη μαρτυρία που ετέθη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, προέκυψαν τα εξής ευρήματα περί των γεγονότων:

 

  i. Τον Απρίλιο του 2009 ο κατηγορούμενος ενοικίασε  κατάστημα  στον Στρόβολο έναντι του ενοικίου των €400 μηνιαίως και ένα μήνα αργότερα, συνέστησε την εταιρεία με μοναδικό μέτοχο και διευθυντή τον ίδιο.

 ii. Από τον Ιούνιο του 2009 μέχρι 10.4.10 ο κατηγορούμενος απέστειλε σε 20 περιπτώσεις μέσω της εταιρείας Western Union στην Ινδία, το συνολικό ποσό των €11.600, από τις οποίες οι 11, συνολικού ποσού €5.900, στάληκαν σε κάποιο Ινδό που παρουσιαζόταν ως Anil Kumar, πλην όμως τόσο τα στοιχεία ταυτότητας του προσώπου αυτού όσο και η διεύθυνση του, αποδείχθηκαν ψεύτικα ύστερα  από έλεγχο της Interpol Νέου Δελχί.

iii.  Παρά την αποστολή των πιο πάνω ποσών, τα εμπορεύματα που  αποστάληκαν στον εφεσείοντα από την Ινδία, ήταν ασήμαντης αξίας. Ειδικά η αξία των εμπορευμάτων που του απέστειλε ο Anil Kumar ήταν μερικών δεκάδων ευρώ.

iv. Καθ’ όλη την περίοδο από τον Απρίλιο του 2009 μέχρι τον Απρίλιο του 2010 ο κατηγορούμενος, πέραν των πιο πάνω εμβασμάτων, πλήρωνε ενοίκιο για ένα κατάστημα εντελώς άδειο, εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και άλλα έξοδα, ενώ κατά την αντίστοιχη περίοδο τα επιβεβαιωμένα έσοδα της Εταιρείας ήταν €600.

 

Το Κακουργιοδικείο αφού προέβη σε διαπίστωση ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, σε ό,τι αφορούσε στα πραγματικά περιστατικά που συνέθεταν την υπόθεση, στην ουσία δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση, την έκαμε δεκτή στο σύνολο της, προβαίνοντας σε ανάλογα ευρήματα.

 

Ακολούθως ασχολήθηκε με την εκδοχή του εφεσείοντα, σύμφωνα με την οποία, ο τελευταίος ασχολείτο με το εμπόριο ειδών Ινδικής λαϊκής τέχνης και ότι προς τούτο είχε νοικιάσει το κατάστημα και απέστελλε διάφορα χρηματικά ποσά στην Ινδία. Το Κακουργιοδικείο την απέρριψε ως «παιδαριώδη» και ως «προκαλούσα τη στοιχειώδη νοημοσύνη».

 

Ο εφεσείων προέβαλε επιπρόσθετα την εκδοχή ότι ο Ινδός αποστολέας της κάνναβης προέβη σε αυτή την ενέργεια για λόγους εκδικητικούς λόγω οικονομικών διαφορών που προέκυψαν μεταξύ τους, όταν ο εφε[*353]σείων απείλησε με διάφορους τρόπους τον Ινδό αποστολέα που τον είχε ξεγελάσει όπως ισχυρίστηκε και δεν του απέστειλε τα παραγγελθέντα εμπορεύματα παρά των αποστολή όλων των πιο πάνω ποσών.

 

Για την κατηγορούσα αρχή κατέθεσαν 12 μάρτυρες, ενώ ο εφεσείων, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας υπεράσπισης, επέλεξε, να καταθέσει ενόρκως.

 

Η εκδοχή και γενικά η μαρτυρία του εφεσείοντα, για λόγους που αναπτύσσονται στην πρωτόδικη απόφαση, κρίθηκε, μετά από αξιολόγηση, αναξιόπιστη και ως τέτοια απορρίφθηκε.

 

Το Κακουργιοδικείο, παραπέμποντας στην ερμηνεία του όρου «ελεγχόμενη παράδοση» στο  Νόμο 3(Ι)/1995, αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα στις κατηγορίες 2 και 3 κρίνοντας ότι δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της «κατοχής».

 

Συγκεκριμένα, έκρινε πως ενώ έγινε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Άρθρου 6, εντούτοις δεν τηρήθηκε η πρόνοια του Άρθρου 4(2)(α) που επιβάλλει ολική ή μερική αντικατάσταση των απαγορευμένων ουσιών – εδώ ρητίνης κάνναβης – με άλλες ουσίες.

 

Με αποτέλεσμα, υπέδειξε το Κακουργιοδικείο,  να μην μπορούσε να γίνει λόγος ότι όταν ο κατηγορούμενος παρέλαβε άδεια από ουσίες τα κάδρα, να θεωρείται ότι παρέλαβε και τις απαγορευμένες ουσίες (Άρθρο 4(3)(β)).

 

Η παράλειψη αυτή εκθεμελίωνε όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, τις κατηγορίες 2 και 3 – κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια του απαγορευμένου φαρμάκου – διότι με την αφαίρεση των 8 συσκευασιών με την ρητίνη κάνναβη από τα κάδρα και τη μη αντικατάσταση τους, μερικώς ή ολικώς, με άλλες ουσίες απουσίαζε το συστατικό στοιχείο της κατοχής των υπό αναφορά απαγορευμένων ουσιών.

 

Αναφορικά με την κατηγορία 1, το Κακουργιοδικείο επισήμανε ότι η άφιξη στις 17/4/2010 στο αεροδρόμιο Λάρνακας, τεσσάρων κάδρων με την ποσότητα της απαγορευμένης από το Νόμο συγκεκριμένης ναρκωτικής ουσίας συσκευασμένη στο πίσω μέρος τους, στο όνομα της εταιρείας της οποίας μοναδικός μέτοχος και διευθυντής ήταν ο εφεσείων, συνιστούσε παραδεκτό γεγονός και  έκρινε, στη βάση της προσαχθείσας ενώπιον του αποδεκτής μαρτυρίας, τον τελευταίο, ένοχο στην κατηγορία 1.

 

[*354]Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση τα περιστατικά ήταν τέτοια που οδηγούσαν σε ένα και μόνο συμπέρασμα, ότι αφενός ο κατηγορούμενος σύστησε την Εταιρεία ως καμουφλάρισμα των πραγματικών δραστηριοτήτων του και αφετέρου ότι ασφαλώς γνώριζε πως μέσα στα κάδρα είχαν συσκευασθεί με επαγγελματικό τρόπο ναρκωτικά, το τίμημα αγοράς των οποίων απέστειλε σταδιακά μέσω της Western Union στον αποστολέα των ναρκωτικών που παρουσιαζόταν με το μη πραγματικό όνομα Anil Kumar.

 

Αναφορικά με την κατηγορία 4, το Κακουργιοδικείο, σημείωσε περαιτέρω, ότι η συγκεκριμένη κατηγορία αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στη βάση και της μαρτυρίας του ίδιου του εφεσείοντα.

 

Στον εφεσείοντα επεβλήθη ποινή φυλάκισης 7 χρόνων στην κατηγορία 1, ενώ στην κατηγορία 4 δεν επεβλήθη οποιαδήποτε ποινή.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον της καταδίκης και της ποινής.

 

Αναφορικά με την καταδίκη στηρίχθηκε κυρίως στους κάτωθι λόγους και επιχειρηματολογία:

 

α)  Ήταν εσφαλμένη η απόρριψη της εκδοχής του Κατηγορούμενου ως επίσης και το εύρημα στο οποίο στηρίχθηκε με βάση το οποίο ήταν παιδαριώδης και προκαλούσε τη στοιχειώδη νοημοσύνη.

 

β)  Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος εισήγαγε τα επίδικα ναρκωτικά ήταν εσφαλμένο και δεν συνήδε με τη μαρτυρία και/ή τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Εφόσον το Πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε τον Κατηγορούμενο στις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια, για τους ίδιους λόγους ο Κατηγορούμενος θα έπρεπε να απαλλαγεί και στην κατηγορία της εισαγωγής των ναρκωτικών.

 

γ)  Η απουσία του στοιχείου της «κατοχής» των ναρκωτικών που οδήγησε στην απαλλαγή και αθώωση του εφεσείοντα στις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια, αναπόφευκτα θα έπρεπε να είχε οδηγήσει και στην αθώωση του στην κατηγορία της εισαγωγής.

 

δ)  Η περιστατική μαρτυρία, ορθά αξιολογούμενη, δεν οδηγούσε, στο βαθμό και την έκταση που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις, στη διαπίστωση στην οποία το Κακουργιοδικείο προέβη και συγκεκριμένα στη διαπίστωση ότι ο εφεσείων γνώριζε για την [*355]ύπαρξη των ναρκωτικών, όταν αυτά εισήχθησαν στην Κύπρο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό Πασχαλίδη Δ, συμφωνούσης και της Παπαδοπούλου Δ.:

 

  1.   Ορθά κρίθηκε αξιόπιστη η μαρτυρία των Μ.Κ. 3, 4, 5 και 6. Εξάλλου, η εν λόγω μαρτυρία στην ουσία δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση.

 

  2.   Σε σχέση με την εκδοχή και γενικά τη μαρτυρία του εφεσείοντα, ορθά κρίθηκε, μετά από αξιολόγηση, αναξιόπιστη. Η μαρτυρία του εφεσείοντα, για τους λόγους που το Κακουργιοδικείο είχε επισημάνει,  χρωματιζόταν, έντονα  από στοιχεία τα οποία αντικειμενικά κρινόμενα, φανέρωναν διάθεση από πλευράς του τελευταίου απόκρυψης της αλήθειας, πλήττοντας έτσι καίρια την αξιοπιστία του. Επομένως, δεν διαπιστωνόταν λόγος παρέμβασης.

 

  3.   Ήταν ορθά τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου σε σχέση με τις διαφοροποιήσεις των ισχυρισμών του εφεσείοντα. Εύλογες επίσης ήταν και οι πρωτόδικες διαπιστώσεις  ότι ο εφεσείων απέστειλε στα διάφορα πρόσωπα που του υπέδειξε ο Ινδός, ποσό €5.700 και επ’ ανταλλάγματι ο τελευταίος του έστειλε κάποια δείγματα ασήμαντης αξίας και παραταύτα του έστειλε ακόμη €5.900 στη βάση της υπόσχεσης του Ινδού ότι θα του απέστελλε πίνακες η αξία των οποίων δεν υπερέβαινε τα €10 ο καθένας, τη στιγμή που με τις €5.700 που αρχικά έστειλε θα μπορούσε να απαιτήσει να του αποσταλούν μερικές εκατοντάδες πίνακες και μετά αν είχαν ζήτηση, να αποστείλει και άλλα χρήματα.

 

  4.   Ορθά επισημάνθηκε, ότι ο εφεσείων ενοικίασε κατάστημα και συνέχισε για 1 περίπου χρόνο να πληρώνει ως ενοίκιο €400 μηνιαίως χωρίς να βάλει σ’ αυτό οτιδήποτε, αλλά περίμενε να υλοποιήσει ο Kumar την υπόσχεση του να του στείλει πίνακες αξίας €10 ο καθένας.

 

  5.   Ορθά το Κακουργιοδικείο υπέδειξε ότι δεν μπορούσε να γίνει δεκτό το πώς χωρίς κανένα έσοδο από τις «δραστηριότητες» της Εταιρείας πλήρωνε εισφορές Κοινωνικών Ασφαλίσεων και παρά το γεγονός ότι για 1 περίπου χρόνο η Εταιρεία πώλησε 1 πίνακα – ή έστω τρεις κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα– αντί του ποσού των €600, συνέχισε να πληρώνει και τα τόσα άλλα έξοδα που ανέφερε ο λογιστής του.

 

[*356]  6.    Ορθά το Κακουργιοδικείο επεσήμανε ότι επρόκειτο για εκπληκτικό όντως ισχυρισμό, ότι ο εφεσείων απείλησε δήθεν τον Ινδό ότι «θα του κάψει το σπίτι» και εκείνος για να τον ενοχοποιήσει έκρυψε στα κάδρα 2.307 γρ. ρητίνης κάνναβης και μάλιστα με επαγγελματικό τρόπο για να μην ανιχνευθούν από ακτινολογικό έλεγχο, αφού την «εκδίκηση» του ο Ινδός θα πλήρωσε προφανώς με μερικές χιλιάδες ευρώ – όση και η χονδρική αξία της εν λόγω ποσότητας – ενώ ταυτόχρονα θα έκαμνε «δώρο» ρητίνη κάνναβης η λιανική αξία της οποίας στην κυπριακή αγορά ήταν άνω των €50.000.

 

  7.   Στην κρινόμενη περίπτωση, όταν τα κάδρα μεταφέρθηκαν στην Κύπρο από την Ινδία, αυτά περιείχαν τις συσκευασίες των ναρκωτικών. Σ’ αυτή την κατάσταση αφού εκφορτώθηκαν, μεταφέρθηκαν στις αποθήκες του Τελωνείου. Επομένως, η εισαγωγή των ναρκωτικών συντελέστηκε στη Λάρνακα. Δεν υπήρχε περιθώριο επέμβασης  αναφορικά με την καταδίκη για εισαγωγή.

 

  8.   Δεν διαπιστωνόταν οποιοδήποτε σφάλμα είτε στον τρόπο που το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε την ενώπιον του αποδεκτή μαρτυρία, είτε στον τρόπο που χειρίστηκε την εν λόγω μαρτυρία, είτε στη βαρύτητα που αυτό της προσέδωσε.

 

  9.   Η Κατηγορούσα Αρχή, με τη δύναμη της εν λόγω μαρτυρίας πέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης με το οποίο ήταν επιφορτισμένη και συγκεκριμένα, ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι μέσα στα κάδρα ήταν συσκευασμένες οι ναρκωτικές ουσίες.

 

10.   Επρόκειτο για περιστατική μαρτυρία και συνεπώς η ύπαρξη της «γνώσης» θα πρέπει να είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από αυτή.

 

11.   Αρκεί, να διεξέλθει ένας την αποδεκτή μαρτυρία και ιδιαίτερα τα περιστατικά που προέκυπταν αβίαστα από την εν λόγω μαρτυρία, τα οποία αποτέλεσαν και το υπόβαθρο για την πρωτόδικη κατάληξη.

 

Β. Υπό Ναθαναήλ Δ.:

 

  1.   Πολύ ορθά το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα από τις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια, εφόσον ουδεμία ναρκωτική ουσία εντοπίστηκε στην κατοχή του. Τα αστυνομικά όργανα αφαίρεσαν τα ευρεθέντα στους πίνακες ναρκωτικά στα πλαίσια της ελεγχόμενης πα[*357]ράδοσης. Ταυτόχρονα όμως αφαίρεσαν και τα πειστήρια για πιθανή ενοχή του εφεσείοντος.

 

  2.   Δεν υπήρχαν όμως οποιεσδήποτε ουσίες κατά την παραλαβή του πακέτου από τον εφεσείοντα, διότι μετά την αφαίρεση τους από τους πίνακες, δεν αντικαταστάθηκαν με άλλες με βάση τη σχετική νομοθετική ρύθμιση που το επιτρέπει και επομένως στη βάση της νομολογίας στην οποία και το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε, δεν μπορούσε να λογισθεί κατοχή, ήτοι, φυσική κατοχή ή έλεγχος των ναρκωτικών ουσιών στη γνώση του εφεσείοντος.

 

  3.   Η ταυτόχρονη όμως καταδίκη του εφεσείοντος επί της κατηγορίας της εισαγωγής ήταν αντινομική προς την απαλλαγή του από τις κατηγορίες της κατοχής. Αυτό διότι κατά το Κακουργιοδικείο, η κατηγορία της εισαγωγής και ιδιαιτέρως η γνώση του εφεσείοντος γι’ αυτή, συναγόταν ως το αποτέλεσμα της υπάρχουσας περιστατικής μαρτυρίας.

 

  4.   Προκύπτει όμως το ερώτημα ότι αν αυτή η περιστατική μαρτυρία ήταν ικανή να στοιχειοθετήσει γνώση για την εισαγωγή, γιατί δεν κρίθηκε και ως δεικνύουσα γνώση και για τις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια; Και, περαιτέρω, πώς είναι δυνατόν να αποδειχθεί γνώση περί της εισαγωγής, όταν η ανακοπή και έρευνα του εφεσείοντος και του οχήματος του από την αστυνομία δεν έφερε στην επιφάνεια οποιαδήποτε ναρκωτική ουσία.

 

  5.   Δεν λειτουργούσε εναντίον του εφεσείοντος, η περιστατική μαρτυρία περί μη ανίχνευσης των ναρκωτικών με τη χρήση λαδόκολλας, τόσο διότι ο ίδιος δεν στοιχειοθετήθηκε να έχει οποιαδήποτε ανάμειξη, όσο και διότι πράγματι δεν είχε προσαχθεί κάποια επιστημονική μαρτυρία ότι η χρήση λαδόκολλας εμποδίζει απαραίτητα την ανίχνευση ναρκωτικών.

 

  6.   Περαιτέρω, οι επτά λόγοι που δόθηκαν από το Κακουργιοδικείο ως προς την κατάληξη του ότι τα περιστατικά «…. ήταν τέτοια που οδηγούσαν σε ένα και μόνο συμπέρασμα», δεν ήταν συμβατοί (οι λόγοι αυτοί), μόνο με ενοχή.

 

  7.   Η ενοικίαση από μόνη της ενός υποστατικού και μάλιστα μετά από νομότυπη σύσταση εταιρείας, δεν ήταν δυνατόν να λειτουργήσει ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας εναντίον του εφεσείοντος. Ιδιαίτερα, όταν η έρευνα εντός του υποστατικού, όπως κατέδειξε η μαρτυρία, δεν απεκάλυψε οτιδήποτε το παράνομο.

[*358]  8.    Όπως, ούτε και η έρευνα στο σπίτι των γονιών του εφεσείοντος στη Λεμεσό, πλην μικρής ποσότητας ρητίνης κάνναβης για δική  του χρήση που αποτέλεσε το υπόβαθρο για την τέταρτη κατηγορία.

 

  9.   Πρόσθετα, η αποστολή χρημάτων από τον εφεσείοντα προς τον Anil Kumar, δυσανάλογα μεγάλων προς την αξία των εμπορευμάτων που λάμβανε, συμπεριλαμβανομένων και των πινάκων, δεν εξυπάκουε απαραίτητα και την αναγκαία γνώση για την απόκρυψη ναρκωτικών εντός των πινάκων που είναι εδώ και το ζητούμενο.

 

10.   Ο εφεσείων συνέστησε εταιρεία και εμπορευόταν όπως ο ίδιος νόμιζε καλύτερα, με σκοπό την επίτευξη νόμιμου κέρδους. Η πληρωμή των διαφόρων εξόδων, όπως ενοίκιο και κοινωνικές ασφαλίσεις, γινόταν νομότυπα  και επιβεβλημένα.

 

11.   Ούτε ο εφεσείων ρωτήθηκε ποτέ στην αντεξέταση του πού έβρισκε τα χρήματα και πλήρωνε τα έξοδα της ενοικίασης, ενώ είχε έσοδα μόνο €600 για την περίοδο Απριλίου 2009-Απριλίου 2010, όπως είπε το Κακουργιοδικείο, ώστε να συνδεθεί αυτή η ενοικίαση με παράνομο σκοπό.

 

12.   Η χρήση από το Κακουργιοδικείο έντονων φράσεων προς απόρριψη της εκδοχής του, ως «παιδαριώδης» και προκαλούσα «τη στοιχειώδη νοημοσύνη», δεν το άφησε, ανεπηρέαστο, ως προς μια νηφάλια και αποστασιοποιημένη εξέταση της εκδοχής του εφεσείοντος υπό το φως της ολότητας της ενώπιον του μαρτυρίας.

 

13.   Η εκδοχή του εφεσείοντος, ήταν εύλογη, στοιχειοθετημένη από σωρεία δεδομένων.

 

14.   Το γεγονός ότι στους πίνακες ήταν κρυμμένα ναρκωτικά δεν εξυπάκουε και γνώση του εφεσείοντος τη στιγμή που όταν οι πίνακες περιήλθαν στην κατοχή του ουδέν ανευρέθη, ούτε ο εφεσείων από την παραλαβή των πινάκων, μέχρι και την ανακοπή του από την αστυνομία, συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο που να υποδείκνυε, έστω κατ’ ελάχιστον, τέτοια γνώση.

 

15.   Αθωώνοντας και απαλλάσσοντας το Κακουργιοδικείο τον εφεσείοντα από τις κατηγορίες της κατοχής, γεγονός που εξυπάκουε ότι δεν είχε γνώση του περιεχομένου των πινάκων, η λόγω της φυσικής παραλαβής του δέματος στη Λευκωσία, απόδοση στον εφεσείοντα της γνώσης ότι αυτό το δέμα περιείχε κατά την προηγούμενη άφιξη του στη Λάρνακα, παράνομες ουσίες, ήταν [*359]πλέον απομακρυσμένη και έτι δυσκολότερο να αποδειχθεί.

 

Η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίφθηκε.

 

Η έφεση κατά της ποινής στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Ενόψει του λευκού ποινικού μητρώου του εφεσείοντα, των προσωπικών περιστάσεων του και του είδους των ναρκωτικών, η επιβληθείσα ποινή ήταν υπερβολική.

 

β) Εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο που, με σκοπό την παρεμπόδιση ανίχνευσης των ναρκωτικών, τοποθέτησε λαδόκολλες στα κάδρα, καθώς επίσης και ότι εσφαλμένα έτυχε από το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισης ως να ήταν έμπορος ναρκωτικών, κατηγορία την οποία δεν αντιμετώπιζε.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Υπό Πασχαλίδη Δ, συμφωνούσης και της Παπαδοπούλου Δ.:

 

1.  Στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο όχι μόνο αναφέρεται σε λεπτομέρειες των προσωπικών, οικογενειακών και οικονομικών περιστάσεων του εφεσείοντα, όπως αυτές παρατίθενται στη σχετική έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και συμπληρώθηκαν από τον συνήγορο του, όπως και στο λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα και στο είδος και στην ποσότητα των ναρκωτικών, αλλά και ασχολήθηκε με τους συγκεκριμένους μετριαστικούς για την ποινή παράγοντες σε έκταση.

 

2.  Σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, το στοιχείο της εξατομίκευσης, αν και δεν ατονεί, εντούτοις υποχωρεί μπροστά στη σοβαρότητα των αδικημάτων. Έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

 

3.  Τα ναρκωτικά έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα και καρκίνωμα της κοινωνίας μας, πληγές οι οποίες δυστυχώς, όπως διαπιστώνεται από τη συχνότητα των υποθέσεων που έρχονται ενώπιον των Δικαστηρίων, όχι μόνο δεν φαίνεται να υποχωρούν, αλλά επιδεινώνονται ραγδαία.

 

4.  Πρωταρχική θέση ανάμεσα στα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση κατέχει ο «επαγγελματικός», - όπως ορθά το Κακουργιοδικείο τον χαρακτηρίζει - σχεδιασμός αποστολής των ναρκωτικών στην Κύπρο, συστατικά στοιχεία του οποίου συνιστούν, σύμφωνα [*360]με τις επισημάνσεις του Κακουργιοδικείου, η λήψη μέτρων με στόχο την παρεμπόδιση ανίχνευσης των ναρκωτικών, όπως είναι η τοποθέτηση λαδόκολλας στα κάδρα και η σύσταση εταιρείας που, όπως ορθά το Κακουργιοδικείο παρατήρησε, «δήθεν εμπορευόταν ινδικά αντικείμενα λαϊκής τέχνης». Και το ένα και το άλλο στοιχείο, σε συνδυασμό με την ποσότητα των εισαχθέντων ναρκωτικών, «προσέδιδαν», όπως το Κακουργιοδικείο επισήμανε, «ιδιαίτερη σοβαρότητα στο αδίκημα και κατέτασσαν τον εφεσείοντα στην κατηγορία του εμπόρου ναρκωτικών.

 

5.  Η επιβληθείσα ποινή των 7 ετών στην κατηγορία της εισαγωγής δεν ήταν έκδηλα υπερβολική και δεν δικαιολογείτο παρέμβαση.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633,

 

Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211,

 

Queiss v. Republic (1987) 2 Α.Α.Δ. 49,

 

Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211,

 

R. V. Hussain [1969] 2 Q.B. 567,

 

R. V. Hennessey 68 Cr. App. R. 419,

 

R. V. Forbes (Giles) [2002] 2 A.C. 512 (H.L.),

 

Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102,

 

Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 748,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (2010) 2 Α.Α.Δ. 525,

 

Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,

 

Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428,

 

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

 

Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706.

[*361]Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ., Παναγιώτου, Α.Ε.Δ., Σταύρου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8058/10), ημεορμηνίας 20/12/11.

 

Κ. Ταμπούρλας, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείων παρών.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνώ, θα δοθεί από το Δικαστή Α. Πασχαλίδη. Ο Δικαστής Στ. Ναθαναήλ θα δώσει την απόφαση της μειοψηφίας.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 17/4/2010 έφτασε αεροπορικώς από την Ινδία στο Διεθνές Αεροδρόμιο Λάρνακας, δέμα της διεθνούς εταιρείας μεταφοράς και παράδοσης δεμάτων Aramex, (η Aramex), το οποίο περιείχε, σύμφωνα με το τιμολόγιο που το συνόδευε, τέσσερα κάδρα με ξύλινες κορνίζες (τέσσερα Handicrafts Wooden Paintings), όλα δείγματα, αξίας €10 το ένα. Πάνω στο δέμα ήταν επικολλημένο τιμολόγιο αποστολής (Airway Βill), σύμφωνα με το οποίο αποστολέας του δέματος ήταν κάποιος Anil Kumar, ενώ παραλήπτης η εταιρεία M.K. Indian Artifacts Trading Ltd., (η εταιρεία), διευθυντής και μοναδικός μέτοχος της οποίας ήταν ο εφεσείων. Το δέμα, το οποίο επρόκειτο για ένα σάκο cargo χρώματος κόκκινου, μετέφερε στην Κύπρο η αεροπορική εταιρεία Gulf Air.

 

Η εταιρεία συστάθηκε το Μάιο 2009 με μοναδικό διευθυντή και μέτοχο, τον εφεσείοντα, από τη σύσταση της δε και μέχρι τον Απρίλιο 2010, ενοικίαζε από τη Μ.Κ.4, ιδιοκτήτρια του καταστήματος που βρίσκεται στην οδό Ακάμαντος 18Β στο Στρόβολο, το συγκεκριμένο κατάστημα, αντί του μηνιαίου ενοικίου των €400. Σύμφωνα με την εν λόγω μάρτυρα, η οποία, να σημειωθεί, διέμενε σε διαμέρισμα πάνω από το κατάστημα, και της οποίας η μαρτυρία ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε, ουδέποτε, ενόσω διαρκούσε η ενοικίαση, περιέπεσε στην αντίληψη της οποιασδή[*362]ποτε μορφής εμπορική δραστηριότητα στο κατάστημα, οι γυάλινες προθήκες του οποίου ήταν συνέχεια καλυμμένες με χαρτί το οποίο είχε τοποθετήσει ο εφεσείων. Στο κατάστημα δεν είχαν ποτέ τοποθετηθεί, σύμφωνα με τη μάρτυρα, οποιαδήποτε εμπορεύματα, ενώ σε συνομιλία που σε ανύποπτο χρόνο είχε με τον εφεσείοντα, ο τελευταίος της ανέφερε ότι τα εμπορεύματα τα οποία ανέμενε από την Ινδία χάθηκαν στο ταχυδρομείο και οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά. Παρόλο που η μάρτυς προθυμοποιήθηκε, όπως ανέφερε, να απαλλάξει τον εφεσείοντα από τις συμβατικές υποχρεώσεις του, εφόσον οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά, ο τελευταίος συνέχισε την ενοικίαση του καταστήματος καταβάλλοντας ανελλιπώς το ενοίκιο.

 

Κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση χρόνο, η Υ.Κ.Α.Ν., ενεργώντας στη βάση πληροφοριών, σύμφωνα με τις οποίες στις 17/4/2010 θα μεταφερόταν από την Ινδία στην Κύπρο με την αεροπορική εταιρεία Gulf Air, δέμα της Aramex, μέσα στο οποίο θα υπήρχαν ναρκωτικά, αναζήτησε το δέμα, το οποίο και εντόπισε, με τη συνεργασία των Τελωνειακών Αρχών, στις αποθήκες του τελωνείου το απόγευμα της 17/4/2010. Επρόκειτο για το δέμα που έχουμε περιγράψει πιο πάνω.

 

Με τον εντοπισμό του, ο σάκος ανοίχθηκε από δύο Τελωνειακούς Λειτουργούς, ένας από τους οποίους ήταν και ο Μ.Κ.3, στην παρουσία μελών της Υ.Κ.Α.Ν., μεταξύ των οποίων και ο Μ.Κ.8. Μέσα στο σάκο υπήρχε άσπρη σακούλα μέσα στην οποία υπήρχε χάρτινη συσκευασία με τέσσερα κάδρα, το πίσω μέρος των οποίων ήταν καλυμμένο με λαδόκολλα, η οποία εμποδίζει, σύμφωνα με το Μ.Κ.3, την ανίχνευση ναρκωτικών ουσιών με ακτινολογικό έλεγχο. Στο πίσω μέρος των κορνιζών εκάστου κάδρου εντοπίστηκαν δύο νάιλον συσκευασίες – σύνολο οκτώ – οι οποίες περιείχαν ρητίνη κάνναβης, συνολικού, όπως εκ των υστέρων διαπιστώθηκε, βάρους 2.307,5256 γραμμαρίων. Τα ναρκωτικά, αφού αφαιρέθηκαν από τα κάδρα, παραλήφθηκαν από τους άνδρες της Υ.Κ.Α.Ν. για σκοπούς φύλαξης και επιστημονικής εξέτασης, ενώ τα κάδρα, άδεια πλέον, επανατοποθετήθηκαν στην άσπρη σακούλα της Aramex, την οποία στη συνέχεια η Υ.Κ.Α.Ν. παρέδωσε στην εταιρία Aramex αφού στο μεταξύ είχε εξασφαλιστεί η έγκριση του Αρχηγού Αστυνομίας για ελεγχόμενη παράδοση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 3(Ι)/95.

 

Ενεργώντας στα πλαίσια της διαδικασίας για ελεγχόμενη παράδοση, μέλη της Υ.Κ.Α.Ν. έθεσαν υπό παρακολούθηση τα γραφεία της Aramex. Λίγο μετά το μεσημέρι της ίδιας μέρας, πα[*363]ρουσιάστηκε στα γραφεία της εν λόγω εταιρείας, ο εφεσείων, ο οποίος είχε στο μεταξύ ειδοποιηθεί για την άφιξη του δέματος από υπάλληλο της Aramex, για να παραλάβει τη σακούλα με τα κάδρα. Αφού παρέλαβε τα κάδρα τα οποία και τοποθέτησε στο αυτοκίνητο του, ο εφεσείων αναχώρησε με κατεύθυνση τη Λεμεσό, ακολουθούμενος διακριτικά από αυτοκίνητα στα οποία επέβαιναν μέλη της Υ.Κ.Α.Ν. Αναφορικά με τα όσα ακολούθησαν μέχρι την ανακοπή και σύλληψη του εφεσείοντα, σχετική είναι η μαρτυρία του Μ.Κ.2, η οποία συνοψίζεται από το Κακουργιοδικείο στις σελ. 7 και 8 της απόφασης του. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

“..... ενώ ο κατηγορούμενος οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο βγήκε σε κάποια στιγμή από την έξοδο της Κοφίνου στον παλαιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού με κατεύθυνση το μοναστήρι της Παναγίας της Γαλακτοφορούσας. Ακολούθως όμως έκανε επαναστροφή, γεγονός που δημιούργησε στους αστυνομικούς που τον παρακολουθούσαν την υποψία ότι έγιναν αντιληπτοί και ο επικεφαλής της επιχείρησης του έδωσε εντολή να τον ανακόψει. Τον ανέκοψε σε έξοδo του παλαιού δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού και σε ερώτηση που του υπόβαλε αν είχε στην κατοχή του οτιδήποτε το παράνομο αυτός απάντησε αρνητικά. Ακολούθησε έρευνα στο αυτοκίνητο και όταν ο μάρτυρας τον πληροφόρησε ότι στην άσπρη σακούλα που είχε στο χώρο αποσκευών εντοπίσθηκαν 2,5 κιλά κάνναβης τα οποία παρέλαβε η ΥΚΑΝ, ο κατηγορούμενος, ο οποίος φαινόταν ανήσυχος και συγχυσμένος, απάντησε μετά την επίστηση της προσοχής του στο Νόμο:- «Εγώ εν πίνακες που παρέλαβα», απάντηση που δεν ικανοποίησε και μεταφέρθηκε στα γραφεία της ΥΚΑΝ για περαιτέρω εξετάσεις όπου μετά από λίγη ώρα, στις 16.30, τον συνέλαβαν δυνάμει δικαστικού εντάλματος (τεκ. 23) και η απάντηση που έδωσε όταν του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο ήταν «Εν έχω σχέση με τούτα τα πράματα εγώ».”

 

Τη σύλληψη του εφεσείοντα ακολούθησε προφορική ανάκριση του, στα πλαίσια της οποίας του υποβλήθηκε μικρός αριθμός ερωτήσεων. Παραθέτουμε την εκδοχή που ο εφεσείων πρόβαλε, όπως αυτή συνοψίζεται στην εκκαλούμενη απόφαση:

 

“Από την Ινδία εισήγαγε κατά τους τελευταίους 5-6 μήνες σε 5-6 περιπτώσεις sticks, βάσεις των sticks, βραχιόλια και δακτυλίδια. Όμως τα πράγματα αυτά δεν πωλούνταν και τα πιο πολλά βρίσκονται στο σπίτι του, ενώ κάποια άλλα τα επέστρεψε.

[*364]Η τελευταία εισαγωγή αφορούσε πίνακες, αλλά δεν ξέρει πόσα χρήματα έστειλε στην Ινδία τόσο τις προηγούμενες φορές όσο και την τελευταία και παρέπεμψε σχετικά τον ανακριτή στην λογίστρια Ευαγγελία της εταιρείας Γιώργου Γιάγκου.”

 

Εναντίον του εφεσείοντα εξασφαλίστηκε ένταλμα έρευνας, στα πλαίσια εκτέλεσης του οποίου ερευνήθηκε το κατάστημα της οδού Ακάμαντος 18Β στο Στρόβολο και η κατοικία στην οποία ο εφεσείων διέμενε με τους γονείς του, στα Πολεμίδια. Οι έρευνες έφεραν στο φως, μεταξύ άλλων, δύο αποδείξεις της Western Union που αφορούσαν εμβάσματα του εφεσείοντα στον Anil Kumar, ο οποίος υπενθυμίζουμε φερόταν ως ο αποστολέας των κάδρων, τέσσερα τιμολόγια του Anil Kumar στο όνομα της εταιρείας του εφεσείοντα, ημερομηνίας 16/2/2010 και 13/4/2010, αντίστοιχα, για το συνολικό ποσό των €34 και ένα ρούχινο τσαντάκι μέσα στο οποίο υπήρχαν 0.9845 γρ. ρητίνης κάνναβης. Σύμφωνα με τη σχετική με τις έρευνες μαρτυρία, το μεν κατάστημα ήταν άδειο από εμπορεύματα, το δε τσαντάκι με την κάνναβη εντοπίστηκε στο υπνοδωμάτιο του εφεσείοντα.

 

Στα πλαίσια των ενεργειών οι οποίες έγιναν με στόχο την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης, ζητήθηκε η συνδρομή της Interpol Νέου Δελχί για σκοπούς εξακρίβωσης των στοιχείων του αποστολέα των κάδρων Anil Kumar. Σύμφωνα με την εν λόγω Υπηρεσία, τόσο τα στοιχεία του αποστολέα, όσο και η διεύθυνση του ήταν ψεύτικα. Στα πλαίσια των ίδιων ενεργειών αναζητήθηκε μαρτυρία για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας, για τα εμβάσματα στα οποία ο εφεσείων και η εταιρεία του προέβησαν μέσω της Western Union στην Ινδία, όπως επίσης και για την αξία των επίδικων κάδρων. Η σχετική με τις συγκεκριμένες πτυχές της υπόθεσης μαρτυρία που εξασφαλίστηκε, τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, είτε με τη μορφή παραδεκτών γεγονότων, είτε ενόρκως, συνοψίζεται δε στις σελ. 10, 11, 12 και 13 της απόφασης του Κακουργιοδικείου. Παραθέτουμε αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα:

 

“Η Εταιρεία εισήγαγε από την Ινδία στις 10.7.09 ένα πακέτο και δήλωσε ως φορολογητέα αξία €205, ενώ από 29.12.09 μέχρι 17.4.10 έκαμε ακόμη 4 εισαγωγές συνολικής δηλωθείσας αξίας €50 (τεκμ. 40 και 41). Περαιτέρω έγινε παραδεκτό ότι η Εταιρεία είναι εγγεγραμμένη στο Φ.Π.Α. από 21.7.09 με δραστηριότητα την εισαγωγή ινδικών προϊόντων και για μεν την περίοδο μέχρι 31.12.09 υπόβαλε φορολογική δήλωση ότι εισήγαγε εμπορεύματα αξίας €1795 χωρίς όμως αντίστοιχες πωλή[*365]σεις, για δε την περίοδο από 1.1 – 31.3.10 ότι πώλησε εμπορεύματα έναντι του ποσού των €600 (τεκμ. 42α και 42β). Σχετική επί του θέματος είναι και η μαρτυρία του λογιστή της Εταιρείας Ε. Ευαγγέλου (ΜΚ.10) που έχει ως ακολούθως:-

 

Τηρούσε τους λογαριασμούς της Εταιρείας, αλλά με τον κατηγορούμενο δεν είχε προσωπική επαφή καθότι του έστελλε τα σχετικά στοιχεία μέσω του “Akis Express”. Έτσι μέσα στο 2009 του έστειλε μερικά τιμολόγια αγοράς εμπορευμάτων και μέσα στο 2010 ακόμη ένα συνολικής αξίας €1.969,13, ενώ σ’ ότι αφορά τις πωλήσεις του αποστάληκε ένα τιμολόγιο για πώληση σε κάποιο Α. Ανδρέου από τη Λάρνακα ενός πίνακα για το ποσό των €690 (τεκμ. 30 ημερ. 10.1.10). Περαιτέρω ο κατηγορούμενος – ο οποίος ήταν συνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις – πλήρωνε μέσω του γραφείου του και το ενοίκιο του καταστήματος της οδού Ακάμαντος 18Α στο Στρόβολο για την περίοδο από 1.6.09 μέχρι και την 31.1.10 (τεκμ. 46), καθώς επίσης και τη μηνιαία εισφορά του στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ύψους €173 (τεκμ. 45), ως και άλλα έξοδα περιόδου 21.7 – 31.12.09 ύψους €1.794,72 πλέον €174,41 ΦΠΑ (τεκμ. 44).

 

Όσον αφορά τα εμβάσματα που έκανε ο κατηγορούμενος μέσω της Western Union σχετική είναι η μαρτυρία της υπαλλήλου της εν λόγω εταιρείας Ν. Μιχαήλ (Μ.Κ.9).

 

Από 29.6.09 μέχρι και την 10.4.10, ανάφερε, ο κατηγορούμενος έκανε σε 20 περιπτώσεις εμβάσματα στην Ινδία συνολικού ποσού €11.600 (τεκμ. 34 και συνοπτική κατάσταση τεκμ. 43). Απ’ αυτά τα 11 περιόδου 4.12.09 μέχρι και 10.4.10 συνολικού ποσού €5.900 έγιναν επ’ ονόματι Anil Kumar, ενώ τα προηγούμενα εννέα έγιναν επ’ ονόματι άλλων προσώπων στην Ινδία.

 

Σύμφωνα με τους Κανονισμούς της Western Union, τόνισε, ο παραλήπτης των εμβασμάτων θα πρέπει για να του πληρωθούν τα χρήματα να παρουσιάσει τα στοιχεία ταυτότητας του. Ωστόσο δεν γνωρίζει αν όλες οι χώρες στις οποίες λειτουργεί γραφεία η Western Union τηρούν αυστηρά τους κανονισμούς και δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο κάποιος να εισπράξει τα χρήματα του εμβάσματος παρουσιάζοντας πλαστά στοιχεία και επί του προκειμένου ανάφερε ότι σε κάποιες περιπτώσεις υποβλήθηκαν παράπονα για τέτοια συμβάντα στο εξωτερικό.

 

Παραδεκτή επίσης είναι και η μαρτυρία υπαλλήλου της ARAMEX (τεκμ. 39) σύμφωνα με την οποία η ARAMEX μετέ[*366]φερε από την Ινδία και παράδωσε στον κατηγορούμενο στη Λευκωσία δέματα σε 4 περιπτώσεις. Η πρώτη ημερ. 29.12.09 αφορούσε δέμα 14.700 γρ. με την επιγραφή “Photoframe” και ως αποστολέας παρουσιαζόταν κάποια εταιρεία με τ’ όνομα “Apexus Overseas”, η δεύτερη ημερ. 22.2.10 αφορούσε δέμα 10.900 γρ. με την επιγραφή «paintings» και είχε – όπως και οι επόμενες δύο – ως αποστολέα τον Anil Kumar και ως παραλήπτη την Εταιρεία, η τρίτη ημερ. 16.4.10 αφορούσε δέμα βάρους 1 κιλού με την επιγραφή «T-Shirt, showl» και η τέταρτη ημερ. 19.4.10 αφορούσε το επίδικο που είχε βάρος 18 κιλών.

 

Τέλος, σ’ ότι αφορά την αξία των επίδικων 4 υφασμάτινων κάδρων, σχετική είναι η μαρτυρία των Μ. Χριστοδούλου (ΜΚ.5) και Κ. Χασαπόπουλου (ΜΚ.6).

 

Ο ΜΚ.5 ανάφερε ότι είναι έμπορας ειδών Λαϊκής Τέχνης διαφόρων χωρών της Ασίας μεταξύ των οποίων και η Ινδία, χώρα στην οποία ταξίδευσε τα τελευταία 20 χρόνια πολλές φορές και σ’ ότι αφορά τα υφασμάτινα κάδρα της υπόθεσης τα έβλεπε συχνά να πωλούνται εκεί σε τιμή που δεν ξεπερνούσε τα €10 το καθένα. Ο ίδιος όμως δεν εμπορεύεται τέτοια κάδρα γιατί δεν έχουν ζήτηση στην Κύπρο.

 

Ο ΜΚ.6 ανάφερε ότι είναι συντηρητής αρχαιοτήτων και έργων τέχνης, με σπουδές στην Ιταλία, Ιαπωνία και Ελλάδα και ασχολείται στον τομέα αυτό πέραν των 40 χρόνων. Εξέτασε τα επίδικα 4 υφασμάτινα κάδρα και το πόρισμα του είναι ότι δεν αποτελούν έργα τέχνης, αλλά έργα χειροτεχνίας χωρίς καμιά καλλιτεχνική αξία. Τέτοια έργα, τόνισε, πωλούνται στα Indian Shops σε εξευτελιστικές τιμές €15-€20 περίπου το καθένα.”

 

 

Εναντίον του εφεσείοντα ασκήθηκε ποινική δίωξη για:

 

“1. Εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β – ρητίνης κάνναβης – βάρους 2.307,5256 γρ. κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, Πρώτος Πίνακας Μέρος ΙΙ, 4(1)(α), 30(1)(3) και του Άρθρου 4(1)Β του Πρώτου Παραρτήματος – Τρίτος Πίνακας του Νόμου (1η κατηγορία).

 

2. Κατοχή του πιο πάνω φαρμάκου κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, Πρώτος Πίνακας Μέρος ΙΙ, 6(1)(2), 30(1)(2)(3) και του Άρθρου 6(2) του Πρώτου Παραρτήματος του Τρίτου Πίνακα του Νόμου (2η κατηγορία).

[*367]3. Κατοχή του πιο πάνω φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια του σε άλλα πρόσωπα κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, Πρώτος Πίνακας Μέρος ΙΙ, 5(1)(β), 6(1)(3), 30(1)(2)(3), 30Α και του Άρθρου 6(3)Β του Τρίτου Πίνακα του Πρώτου Παραρτήματος του Νόμου (3η κατηγορία) και

 

4. Κατοχή 0.9848 γρ. ρητίνης κάνναβης κατά παράβαση των ίδιων προνοιών του Νόμου ως και η δεύτερη κατηγορία (4η κατηγορία).”

 

Για την κατηγορούσα αρχή κατέθεσαν 12 μάρτυρες, ενώ ο εφεσείων, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας υπεράσπισης, επέλεξε, όπως εξάλλου ήταν δικαίωμά του, να καταθέσει ενόρκως.

 

Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την εκκαλούμενη απόφαση, στο οποίο συνοψίζεται η ένορκη εκδοχή του εφεσείοντα:

 

“Εγκατέλειψε το σχολείο μετά την 3ην Γυμνασίου και έκτοτε εργάστηκε σε διάφορες δουλειές, με τελευταία αυτή του security σε ξενοδοχείο όπου γνώρισε κάποια Ινδή, την Ματού, με την οποία συνήψε ερωτικό δεσμό.

 

Η άδεια παραμονής της Ματού στην Κύπρο έληγε το καλοκαίρι του 2008, αλλά πριν φύγει για την πατρίδα της του γνώρισε τον συμπατριώτη της Anil Kumar ο οποίος του «έριξε» την ιδέα να εμπορευθεί είδη ινδικής λαϊκής τέχνης, τα οποία θα αγόραζε €0,50-€1.- και θα τα πωλούσε €10, €20 ή και €30. Δεν απέρριψε την ιδέα και αφού ερεύνησε την αγορά αποφάσισε να την υλοποιήσει, αφού τα δείγματα που του είχε δείξει ο Kumar πωλούνταν στην Κύπρο €10-€20. Ο Kumar όμως του ζήτησε για να συνεργασθεί μαζί του €3000-€4000 και επειδή δεν ήξερε απ’ αυτές τις δουλειές συμβουλεύτηκε δικηγόρο που βρήκε στον τηλεφωνικό κατάλογο, ο οποίος τον συμβούλευσε να συστήσει εταιρεία, όπως και έπραξε. Κι αυτό αφού στο μεταξύ ενοικίασε το κατάστημα της ΜΚ.4, το οποίο προόριζε για τα εμπορεύματα που θα έφερνε από την Ινδία λόγω του ότι στη Λευκωσία είχε πιο πολύ κόσμο και στη Λεμεσό τα αντικείμενα που σκόπευε να εμπορευθεί πωλούνταν σε παζαράκια στους δρόμους.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω άρχισε από το καλοκαίρι του 2008 να στέλλει χρήματα στην Ινδία σε διάφορα πρόσωπα που του είχε υποδείξει ο Kumar για να συμπληρωθεί το ποσό της [*368]προκαταβολής των €4.000, διότι όπως του είχε πει ο Kumar δεν μπορούσε να στείλει το ποσό αυτό σ’ ένα και μόνο πρόσωπο. Στη συνέχεια ο Kumar του έστειλε κάποια δείγματα, τα οποία πήρε στο παζαράκι και σε καταστήματα της Λεμεσού αλλά δεν είχαν ζήτηση και έτσι διέκοψε τη συνεργασία μαζί του και ξανάπιασε δουλειά ως security. Σε σχέση δε με το ποσό των €4.000, που είχε στείλει στο μεταξύ, έκανε αρκετά τηλεφωνήματα και απαίτησε να του επιστραφεί, αλλά ο Kumar του πρότεινε να του στείλει πίνακες που θα είχαν περισσότερη ζήτηση. Αποφάσισε να κάνει ακόμη μια προσπάθεια αφού θεωρούσε τις €4.000 χαμένα λεφτά και έτσι έστειλε στον Kumar κι άλλα χρήματα. Πράγματι ο Kumar του έστειλε τον πρώτο πίνακα που πώλησε για €600, γεγονός που τον έκανε να του στείλει κι’ άλλα χρήματα γιατί έκρινε ότι οι πίνακες είχαν ζήτηση και στη συνέχεια ο Kumar του έστειλε ακόμη δύο πίνακες τους οποίους πώλησε €500-€600 τον καθένα χωρίς τιμολόγιο διότι ακόμα εργαζόταν στη ζημιά του. Στη συνέχεια ζήτησε από τον Kumar να του στείλει κι’ άλλους πίνακες και γι’ αυτό τον σκοπό έστειλε κι άλλα χρήματα, όπως του είχε ζητήσει ο Kumar. Ο Kumar όμως όχι μόνο δεν του έστειλε, αλλά ούτε και απαντούσε στα πολλά τηλεφωνήματα που του έκανε ή απαντούσε με μισόλογα. Αισθάνθηκε ότι τον είχε «πιάσει κορόιδο» και σε μια από τις τηλεφωνικές τους συνομιλίες τον απείλησε ότι αν δεν τηρούσε τη συμφωνία θα πήγαινε στην Ινδία να «τον σπάσει στο ξύλο» και να του «κάψει το σπίτι».

 

Μετά την απειλή, συνέχισε, ο Kumar τον πήρε τηλέφωνο και του είπε ότι είχε έτοιμο το πακέτο και μαζί με τους πίνακες θα του έστελλε και φουλάρια, αλλά θα έπρεπε να του στείλει ακόμη €700. Πείσθηκε να στείλει κι’ αυτό το ποσό αφού του τηλεφώνησε και η Ματού, η οποία τον διαβεβαίωσε ότι αν έστελλε ακόμη μερικά χρήματα θα έπαιρνε το εμπόρευμα. Πράγματι μετά που έστειλε τα χρήματα ήλθε το πρώτο πακέτο με τα φουλάρια και μετά από 3-4 ημέρες τον ειδοποίησαν από την ARAMEX ότι ήλθε και το επίδικο. Πήγε και το πήρε και ξεκίνησε για τη Λεμεσό, αλλά σε κάποιο σημείο βγήκε από τον αυτοκινητόδρομο για φαγητό. Δεν βρήκε και έκανε επαναστροφή προς την Χοιροκιτία, που ήξερε ότι υπήρχαν κέντρα, αλλά τον ανέκοψε η αστυνομία και όταν πληροφορήθηκε το λόγο αντέδρασε παράξενα γιατί ο ίδιος πήγε να παραλάβει πίνακες και όχι ναρκωτικά.”

 

Το Κακουργιοδικείο αφού προέβη στην ορθή, κατά τη γνώμη μας, διαπίστωση ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, σε ό,τι αφορά τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την υπόθεση, στην ουσία δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση, την έκαμε δεκτή στο σύνολο της, προβαίνοντας σε ανάλογα ευρήματα. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την εκδοχή του εφεσείοντα, την οποία, για τους λόγους που απαριθμούνται στην απόφαση του και στους οποίους θα αναφερθούμε σε κατοπινό στάδιο, απέρριψε ως «παιδαριώδη» και ως «προκαλούσα τη στοιχειώδη νοημοσύνη».

 

Ακολούθως, το Κακουργιοδικείο, παραπέμποντας στην ερμηνεία του όρου «ελεγχόμενη παράδοση» στο Άρθρο 2* του Νόμου 3(Ι)/1995, όπως και στις πρόνοιες του εδαφίου (2) (α)** και (3)***, του Άρθρου 4 του ίδιου Νόμου, αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα στις κατηγορίες 2 και 3 γιατί δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της «κατοχής».

 

Συγκεκριμένα, το Κακουργιοδικείο έκρινε πως:

 

“Ενώ έγινε συμμόρφωση στις πρόνοιες του Άρθρου 6, δηλαδή ενώ η απόφαση για ελεγχόμενη παράδοση λήφθηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας και κοινοποιήθηκε στον Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων ως και στον Γενικό Εισαγγελέα (τεκμ. 25, 26 και 27), εντούτοις δεν τηρήθηκε η πρόνοια του Άρθρου 4(2)(α) που επιβάλλει ολική ή μερική αντικατάσταση των απαγορευμένων ουσιών – εδώ ρητίνης κάνναβης – με άλλες ουσίες. Με συνέπεια να μην μπορεί να γίνει λόγος ότι όταν ο κατηγορούμενος παρέλαβε άδεια από ουσίες τα κάδρα να θεωρείται ότι παρέλαβε και τις απαγορευμένες ουσίες (Άρθρο 4(3)(β)). Η παράλειψη αυτή κατά την άποψή μας εκθεμελιώνει τις κατηγορίες 2 και 3 – κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια του απαγορευμένου φαρμάκου – διότι [*370]με την αφαίρεση των 8 συσκευασιών με την ρητίνη κάνναβη από τα κάδρα και τη μη αντικατάσταση τους, μερικώς ή ολικώς, με άλλες ουσίες απουσιάζει το συστατικό στοιχείο της κατοχής των υπό αναφορά απαγορευμένων ουσιών.”

 

Η εν λόγω κρίση του Κακουργιοδικείου δεν αμφισβητήθηκε με αντέφεση και συνεπώς η ορθότητα του σκεπτικού με βάση το οποίο οδηγήθηκε στην αθώωση του εφεσείοντα στις κατηγορίες 2 και 3, δεν θα μας απασχολήσουν.

 

Αναφορικά με την κατηγορία 1, το Κακουργιοδικείο επισημαίνοντας ότι η άφιξη στις 17/4/2010 στο αεροδρόμιο Λάρνακας, των τεσσάρων κάδρων με την ποσότητα της απαγορευμένης από το Νόμο συγκεκριμένης ναρκωτικής ουσίας συσκευασμένη στο πίσω μέρος τους, στο όνομα της εταιρείας της οποίας μοναδικός μέτοχος και διευθυντής ήταν ο εφεσείων, συνιστούσε παραδεκτό γεγονός, έκρινε, στη βάση της προσαχθείσης ενώπιον του αποδεκτής μαρτυρίας, τον τελευταίο, ένοχο στην κατηγορία 1. Συγκεκριμένα έκρινε:

 

“... ότι αφενός μεν ο κατηγορούμενος σύστησε την Εταιρεία ως καμουφλάρισμα των πραγματικών δραστηριοτήτων του και αφετέρου ότι ασφαλώς και γνώριζε ότι μέσα στα κάδρα είχαν συσκευασθεί με επαγγελματικό τρόπο ναρκωτικά, το τίμημα αγοράς των οποίων απέστειλε σταδιακά μέσω της Western Union στον αποστολέα των ναρκωτικών που παρουσιαζόταν με το μη πραγματικό όνομα ως Anil Kumar.”

 

Αναφορικά με την κατηγορία 4, το Κακουργιοδικείο, προβαίνοντας, στην ορθή κατά τη γνώμη μας επισήμανση, ότι η συγκεκριμένη κατηγορία αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στη βάση και της μαρτυρίας του ίδιου του εφεσείοντα, σύμφωνα με την οποία η ποσότητα κάνναβης που εντοπίστηκε στο υπνοδωμάτιο του, ήταν δική του και προοριζόταν για δική του χρήση, έκρινε τον τελευταίο, ορθά και πάλι κατά τη γνώμη μας, ένοχο στην κατηγορία 4.

 

Στον εφεσείοντα επεβλήθη ποινή φυλάκισης 7 χρόνων στην κατηγορία 1, ενώ στην κατηγορία 4 δεν επεβλήθη οποιαδήποτε ποινή.

 

Η ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης του Κακουργιοδικείου στην κατηγορία 1, αμφισβητείται με τους πρώτους δύο λόγους έφεσης, ενώ με τον τρίτο και τελευταίο λόγο έφεσης αμφισβητείται ως υπερβολική η ορθότητα της ποινής των 7 χρόνων [*371]που επιβλήθηκε στην πρώτη κατηγορία. Παραθέτουμε τους πρώτους δύο λόγους έφεσης, μαζί με την αιτιολογία τους:

 

“Πρώτος Λόγος Έφεσης

 

Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εκδοχή του Κατηγορούμενου ήταν παιδαριώδης και ότι προκαλεί την στοιχειώδη νοημοσύνη, με αποτέλεσμα να την απορρίψει είναι εσφαλμένο.

     

Αιτιολογικό του 1ου Λόγου Έφεσης

 

Α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του Κατηγορούμενου βασιζόμενο μεταξύ άλλων στην μαρτυρία της ΜΚ4 Α. Χριστοφόρου και ΜΚ3 Α. Ιγνατίου, την οποία εσφαλμένα ερμήνευσε και/ή ήταν αντινομική.

 

Β) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε την μαρτυρία των ΜΚ2 Κλ. Γρηγορίου, ΜΚ5 Μ. Χριστοδούλου και ΜΚ6 Κ. Χασαπόπουλου.

 

Γ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την εκδοχή του Κατηγορούμενου ότι δεν μπορούσε για κάποιο χρονικό διάστημα να στείλει ποσά πέραν των €700 Ευρώ – σε ένα πρόσωπο στην Ινδία.

 

Δ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι στο ενοικιασθέν κατάστημα στην Λευκωσία δεν μπήκε ποτέ εμπόρευμα.

 

Ε) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ουδέποτε ασχολήθηκε και/ή έκρινε την εκδοχή του Κατηγορούμενου ότι ίσως τα ναρκωτικά να προορίζονταν για άλλα πρόσωπα, τα οποία θα παρουσιάζονταν ως αγοραστές των πινάκων, χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει την ύπαρξη των ναρκωτικών.

 

Στ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ουδέποτε έκρινε και/ή ασχολήθηκε με την εκδοχή του κατηγορούμενου ότι ίσως ο ίδιος ο αποστολέας να ειδοποίησε την Αστυνομία για την αποστολή του πακέτου.

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης

 

Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμε[*372]νος εισήγαγε τα επίδικα ναρκωτικά είναι εσφαλμένο και δεν συνάδει με την μαρτυρία και/ή τα ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Αιτιολογικό του 2ου Λόγου Έφεσης

 

Εφόσον το Πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε τον Κατηγορούμενο στις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια, για τους ίδιους λόγους ο Κατηγορούμενος θα έπρεπε να απαλλαγεί και στην κατηγορία της εισαγωγής των ναρκωτικών.”

 

Και οι δύο πιο πάνω λόγοι έφεσης αναπτύχθηκαν και συζητήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, με λεπτομερή αναφορά σε πτυχές της μαρτυρίας, ιδιαίτερα της μαρτυρίας των Μ.Κ.3, 4, 5 και 6, όπως και της μαρτυρίας του εφεσείοντα, με προφανή στόχο, από τη μια να καταδειχθεί το ακροσφαλές της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων κατηγορίας και από την άλλη το αξιόπιστο της εκδοχής του εφεσείοντα.

 

Η όλη επί του προκειμένου επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι ο εφεσείων, πρόσωπο περιορισμένης ακαδημαϊκής μόρφωσης, έπεσε θύμα μιας καλοστημένης, από τον Kumar, παγίδας. Ο τελευταίος, στον οποίο ο εφεσείων έδειξε εμπιστοσύνη επειδή του τον είχε συστήσει η Ματού, με την οποία ο εφεσείων είχε κατά την εδώ παραμονή της συνάψει ερωτικές σχέσεις, χρησιμοποιώντας ψευδή στοιχεία και πιθανό συνεργαζόμενος με τρίτα, άγνωστα στον εφεσείοντα πρόσωπα, μη αποκλειομένης και αυτής της ίδιας της Ματού, εξαπάτησε τον «αφελή και άπειρο», όπως, ο συνήγορος, τον χαρακτηρίζει, εφεσείοντα, βάσει καλά οργανωμένου σχεδίου, το οποίο, είτε αποσκοπούσε στην απόσπαση από τον εφεσείοντα σημαντικών χρηματικών ποσών, πράγμα που σε μεγάλο βαθμό επιτεύχθηκε, όταν δε ο εφεσείων αντιδρώντας απείλησε τον Kumar με τη χρήση βίας, ο τελευταίος με σκοπό να ενοχοποιήσει τον εφεσείοντα, του απέστειλε, χωρίς ο εφεσείων να το γνωρίζει, τα ναρκωτικά, είτε τα ναρκωτικά, εν αγνοία πάντα του εφεσείοντα, προορίζοντο για τρίτους, οι οποίοι θα αγόραζαν τα κάδρα από τον εφεσείοντα.

 

Στα πλαίσια προώθησης της πιο πάνω θέσης του ο κ. Ταμπούρλας υποστήριξε πως η χρήση από τον Kumar ψεύτικων στοιχείων, ενισχύει παρά αποδυναμώνει τη συγκεκριμένη θέση του εφεσείοντα καθότι αποκαλύπτει ξεκάθαρα «ότι το πρόσωπο που εμφανιζόταν με το όνομα Anil Kumar είναι ένας απατεώνας [*373]...». Υποστήριξε επίσης ότι η ενέργεια του εφεσείοντα να συνεχίζει, παρά την απουσία θετικής ανταπόκρισης από την άλλη πλευρά, να αποστέλλει χρήματα στον Kumar ή σε πρόσωπα που ο τελευταίος του υποδείκνυε, δεν επιδέχεται άλλη ερμηνεία από αυτήν που ο εφεσείων εισηγήθηκε, δηλαδή, προσπάθεια του εφεσείοντα να μειώσει τη ζημιά του και παράλληλα να καταστήσει την επιχείρηση του βιώσιμη και πετυχημένη. Στα πλαίσια των προσπαθειών που ο εφεσείων κατέβαλλε για επιτυχή δραστηριοποίηση του στον τομέα του εμπορίου, ο ευπαίδευτος συνήγορος του τελευταίου ενέταξε και την ενέργεια του να συστήσει εταιρεία, να ενοικιάσει υποστατικό στη Λευκωσία και παρά τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει λόγω της συμπεριφοράς του Anil Kumar, να συνεχίζει να καταβάλλει τα ενοίκια και τα άλλα τρέχοντα έξοδα της εταιρείας. Τέλος, ο ευπαίδευτος συνήγορος καταλογίζει στο Κακουργιοδικείο προκατάληψη. Συγκεκριμένα, ο κ. Ταμπούρλας αναφερόμενος στη θέση του Κακουργιοδικείου περί επαγγελματικού τρόπου απόκρυψης των ναρκωτικών στο πίσω μέρος των κάδρων, διερωτάται: «Ποιος ήταν ο επαγγελματικός τρόπος που έκρυψε τα ναρκωτικά ο αποστολέας; Επειδή έβαλε λαδόκολλες; Η λαδόκολλα εμποδίζει τον ακτινολογικό έλεγχο; Ποια επιστημονική μαρτυρία το λέει αυτό; Επειδή είπε ο Μ.Κ.3 ότι έχει πείρα γιατί πριν 5-6 χρόνια είχε παρόμοια περίπτωση που πέρασε από X-RAY machine και δεν έδειχνε καθόλου; (σελ. 59 πρακτικών). Είναι εμπειρία μία περίπτωση σε 32 χρόνια υπηρεσίας; Είναι ειδικός ο μάρτυρας σε ακτινολογικούς ελέγχους; Ήταν οι ίδιες λαδόκολλες; Εργαζόταν το τότε ακτινολογικό μηχάνημα ή μήπως ήταν χαλασμένο και/ή ελαττωματικό; Πέρασαν τα επίδικα ναρκωτικά από ακτινολογικό έλεγχο; Όλα αυτά είναι εικασίες και υποθέσεις ανεπίτρεπτες σε μία τόσο σοβαρή υπόθεση».

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες ήταν οι θέσεις της κας Πασιαρδή.

 

Διεξήλθαμε με προσοχή την ενώπιον μας μαρτυρία, έχοντας συνέχεια κατά νου τις θέσεις, εισηγήσεις και επισημάνσεις της υπεράσπισης.

 

Αναφορικά με τη μαρτυρία των Μ.Κ. 3, 4, 5 και 6, περιοριζόμαστε στη διαπίστωση ότι η εν λόγω μαρτυρία, ορθά κατά τη γνώμη μας, κρίθηκε μετά από αξιολόγηση, αξιόπιστη. Εξάλλου, η εν λόγω μαρτυρία στην ουσία δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση. Εκείνο που η υπεράσπιση ουσιαστικά αμφισβητεί και το οποίο θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, είναι η βαρύτητα που το Κακουργιοδικείο πρόσδωσε στην εν λόγω μαρτυρία και [*374]ειδικότερα τα συμπεράσματα στα οποία το Κακουργιοδικείο οδηγήθηκε είτε με βάση αποκλειστικά την εν λόγω μαρτυρία, είτε με βάση την υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία σε συνδυασμό με τη μαρτυρία των τεσσάρων πιο πάνω μαρτύρων κατηγορίας. Ως εκ τούτου, στην κρίση του Κακουργιοδικείου σχετικά με το αξιόπιστο της συγκεκριμένης μαρτυρίας, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα.

 

Σε σχέση με την εκδοχή και γενικά τη μαρτυρία του εφεσείοντα, αυτή, για λόγους που αναπτύσσονται στην πρωτόδικη απόφαση, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, κρίθηκε, μετά από αξιολόγηση, αναξιόπιστη και ως τέτοια απορρίφθηκε. Παραθέτουμε τους λόγους αυτούσιους:

 

“Ο κατηγορούμενος, χωρίς να αμφισβητεί οποιαδήποτε ουσιαστική πτυχή της μαρτυρίας που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή, επικεντρώθηκε στην προώθηση της θέσης ότι δεν γνώριζε για την ύπαρξη των ναρκωτικών στα κάδρα. Η εκδοχή όμως που πρόβαλε για προώθηση της θέσης αυτής κτίσθηκε σε ισχυρισμούς οι οποίοι κατά την άποψή μας θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν παιδαριώδεις και ως τέτοιοι δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί από κανένα λογικό Δικαστήριο. Προς τούτο είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι αδυνατούμε να δεχθούμε τον ισχυρισμό του ότι:-

 

1. Έστειλε αρχικά σε διάφορα πρόσωπα που του υπέδειξε ο Kumar – ένα πρόσωπο που η Interpol Νέου Δελχί βεβαίωσε ότι χρησιμοποιούσε ψεύτικα στοιχεία ταυτότητας και ψεύτικη διεύθυνση (τεκμ. 32) - €4.000 γιατί όπως του είχε πει ο Kumar δεν θα μπορούσε να στείλει αυτό το ποσό στην Ινδία σε ένα και μόνο πρόσωπο. Μα, αν έτσι είχαν τα πράγματα, πώς έστειλε στον παρουσιαζόμενο ως Kumar €5.900             (τεκμ. 34); Στη συνέχεια όμως διαφοροποίησε τον ισχυρισμό του προβάλλοντας ότι αυτό που απαγορεύεται είναι ότι δεν μπορεί κάποιος να στέλλει χρήματα σε κάποιο πρόσωπο στην Ινδία περισσότερα από €700 την κάθε φορά, ισχυρισμός που και πάλιν διαψεύδεται αφού δύο εμβάσματα του τεκμ. 34 ημερ. 30.1.10 και 20.3.10 προς τον Kumar ήταν €1.500 και €1.000 αντίστοιχα.

 

2. Απέστειλε στα διάφορα πρόσωπα που του υπέδειξε ο Kumar €5.700 – τα πρώτα 9 εμβάσματα του τεκμ. 34 – και επ’ ανταλλάγματι ο Kumar του έστειλε κάποια δείγματα ασήμαντης αξίας και όμως του έστειλε ακόμη €5.900 – τα επόμενα [*375]11 εμβάσματα επ’ ονόματι του Kumar – στη βάση της υπόσχεσης του Kumar ότι θα του απέστελλε πίνακες η αξία των οποίων δεν υπερέβαινε τα €10 ο καθένας, τη στιγμή που με τις €5.700 που αρχικά έστειλε θα μπορούσε να απαιτήσει να του αποσταλούν μερικές εκατοντάδες πίνακες και μετά αν είχαν ζήτηση να αποστείλει και άλλα χρήματα.

 

3. Ενοικίασε κατάστημα και συνέχισε για 1 περίπου χρόνο να πληρώνει ως ενοίκιο €400 μηνιαίως χωρίς να βάλει σ’ αυτό οτιδήποτε, αλλά να περιμένει να υλοποιήσει ο Kumar την υπόσχεση του να του στείλει πίνακες αξίας €10 ο καθένας ώστε «να φκει που πάνω». Όπως αδυνατούμε να δεχθούμε ότι χωρίς ουσιαστικά κανένα έσοδο από τις «δραστηριότητες» της Εταιρείας πλήρωνε €173 το μήνα εισφορές Κοινωνικών Ασφαλίσεων (τεκμ. 45) και παρά το γεγονός ότι για 1 περίπου χρόνο η Εταιρεία πώλησε 1 πίνακα – ή έστω τρεις κατά τον ισχυρισμό του – αντί του ποσού των €600 συνέχισε να πληρώνει και τα τόσα άλλα έξοδα που ανάφερε ο λογιστής του (ΜΚ.10).

 

4. Απείλησε δήθεν τον Kumar ότι «θα του κάψει το σπίτι» και ο Kumar για να τον ενοχοποιήσει έκρυψε στα κάδρα 2.307 γρ. ρητίνης κάνναβης και μάλιστα με επαγγελματικό τρόπο για να μην ανιχνευθούν από ακτινολογικό έλεγχο. Πρόκειται κατά την άποψή μας για εκπληκτικό όντως ισχυρισμό, αφού την «εκδίκηση» του ο Kumar θα πλήρωσε προφανώς με μερικές χιλιάδες ευρώ – όση και η χονδρική αξία της εν λόγω ποσότητας – ενώ ταυτόχρονα θα έκαμνε «δώρο» ρητίνη κάνναβης η λιανική αξία της οποίας στην κυπριακή αγορά ήταν άνω των €50.000 (2.307 γρ. χ €30 το γρ. περίπου).

 

Όλα τα πιο πάνω κατά την άποψη μας συνθέτουν μια εκδοχή που προκαλεί την στοιχειώδη νοημοσύνη, την οποία απορρίπτουμε χωρίς κανένα δισταγμό.”

 

Συμμεριζόμαστε την επί του προκειμένου κατάληξη του Κακουργιοδικείου. Συνιστά και δική μας διαπίστωση ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα, για τους λόγους που το Κακουργιοδικείο έχει επισημάνει και τους οποίους έχουμε παραθέσει πιο πάνω, χρωματίζεται, έντονα μάλιστα, από στοιχεία τα οποία αντικειμενικά κρινόμενα, φανερώνουν διάθεση από πλευράς του τελευταίου απόκρυψης της αλήθειας, πλήττοντας έτσι καίρια την αξιοπιστία του. Ενδεικτικό της πολύ φτωχής εικόνας που αναδύεται μέσα από τη μαρτυρία του εφεσείοντα, είναι, μεταξύ άλ[*376]λων, ορθών κατά τη γνώμη μας, επισημάνσεων στις οποίες προέβη το Κακουργιοδικείο στα πλαίσια αξιολόγησης της εν λόγω μαρτυρίας και οι επισημάνσεις τις οποίες έχουμε παραθέσει αυτούσιες πιο πάνω. Επομένως, ούτε και στον τομέα αυτό διαπιστώνουμε λόγο να παρέμβουμε.

 

Ήταν η θέση του κ. Ταμπούρλα ότι η καταδίκη του εφεσείοντα στην κατηγορία της εισαγωγής (κατηγορία 1), δεν συνάδει με την απαλλαγή και αθώωση του στις κατηγορίες 2 και 3. Η απουσία του στοιχείου της «κατοχής» των ναρκωτικών που οδήγησε στην απαλλαγή και αθώωση του εφεσείοντα στις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια, αναπόφευκτα θα έπρεπε να είχε οδηγήσει και στην αθώωση του στην κατηγορία της εισαγωγής. Η επί του προκειμένου επιχειρηματολογία του           κ. Ταμπούρλα έχει ως άξονα τη θέση ότι η εισαγωγή των ναρκωτικών συντελέστηκε στα γραφεία της Aramex κατά το χρόνο παράδοσης των κάδρων στον εφεσείοντα και ποτέ προηγουμένως. Τούτου δοθέντος, εισηγήθηκε ο κ. Ταμπούρλας, δεν θα ήταν δυνατό να ευθύνεται ο εφεσείων για την εισαγωγή των ναρκωτικών στην Κύπρο, εφόσον όταν του παραδόθηκαν τα κάδρα, αυτά ήταν κενά από ουσίες.

 

Την αντίθετη άποψη εξέφρασε η κα Πασιαρδή, η οποία παραπέμποντας στις πρόνοιες του Άρθρου 5 των Customs and Excise (Single Market) Κανονισμών του 1992, όπως και σε απόσπασμα από το σύγγραμμα Blackstone’s Criminal Practice 2004, σελ. 732, υποστήριξε ότι η εισαγωγή συντελέστηκε στη Λάρνακα γι’ αυτό και στις λεπτομέρειες αδικήματος της κατηγορίας 1 γίνεται αναφορά σε εισαγωγή στο αεροδρόμιο Λάρνακας.

 

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να πούμε πως το νομικό υπόβαθρο στο οποίο παραπέμπει η κα Πασιαρδή αφορά αγγλικά νομοθετήματα, τα οποία δεν ισχύουν στην Κύπρο, γι’ αυτό και δεν θα μας απασχολήσουν. Αναφορικά όμως με τη θέση της κας Πασιαρδή ότι η εισαγωγή συντελέστηκε στη Λάρνακα με τη μεταφορά στην Κύπρο των κάδρων, θέση με την οποία και συμφωνούμε, είναι πιστεύουμε αρκετό στην παρούσα περίπτωση να παραπέμψουμε στις πρόνοιες του εδαφίου 1(ζ) του Πρώτου Άρθρου του περί Ενιαίας Συμβάσεως περί Ναρκωτικών (Κυρωτικού) Νόμου του 1969, (Ν. 7/69), όπως αυτός τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της Γενεύης ημερομηνίας 25/3/1972, που κυρώθηκε με τον περί Πρωτοκόλλου Τροποποιούντος την Ενιαία Σύμβαση περί Ναρκωτικών (Κυρωτικού) Νόμου του 1973, σύμφωνα με τις οποίες:

 

[*377]“(ζ)     «εισαγωγή» και «εξαγωγή» δηλούν, υπό τας αντιστοίχους αυτών εννοίας, την μεταφοράν ναρκωτικού εκ τινος χώρας εις ετέραν ή εκ τινος εδάφους χώρας τινός εις έτερον έδαφος της αυτής χώρας.”

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, όταν τα κάδρα μεταφέρθηκαν στην Κύπρο από την Ινδία, αυτά περιείχαν τις συσκευασίες των ναρκωτικών. Σ’ αυτή την κατάσταση αφού εκφορτώθηκαν, μεταφέρθηκαν στις αποθήκες του Τελωνείου. Επομένως, η εισαγωγή των ναρκωτικών συντελέστηκε στη Λάρνακα. Συνεπώς, και σ’ αυτό τον τομέα κρίνουμε πως δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας.

 

Τέλος, ήταν η εισήγηση του κ. Ταμπούρλα ότι η περιστατική μαρτυρία, ορθά αξιολογούμενη, δεν οδηγεί, στο βαθμό και την έκταση που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις, στη διαπίστωση στην οποία το Κακουργιοδικείο προέβη και συγκεκριμένα στη διαπίστωση ότι ο εφεσείων γνώριζε για την ύπαρξη των ναρκωτικών, όταν αυτά εισήχθησαν στην Κύπρο. Ούτε η θέση αυτή μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν έχουμε διαπιστώσει οποιοδήποτε σφάλμα είτε στον τρόπο που το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε την ενώπιον του αποδεκτή μαρτυρία, είτε στον τρόπο που χειρίστηκε την εν λόγω μαρτυρία, είτε στη βαρύτητα που αυτό της πρόσδωσε. Αντίθετα, εκείνο που διαπιστώνουμε είναι πως η Κατηγορούσα Αρχή, με τη δύναμη της εν λόγω μαρτυρίας πέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης με το οποίο ήταν επιφορτισμένη και συγκεκριμένα, ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι μέσα στα κάδρα ήταν συσκευασμένες οι ναρκωτικές ουσίες. Επισημαίνουμε ότι πρόκειται για περιστατική μαρτυρία και συνεπώς η ύπαρξη της «γνώσης» θα πρέπει να είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από αυτή. Αρκεί, κατά την άποψη μας, να διεξέλθει ένας την αποδεκτή μαρτυρία και ιδιαίτερα τα περιστατικά που, όπως πολύ ορθά το Κακουργιοδικείο επισημαίνει, προκύπτουν αβίαστα από την εν λόγω μαρτυρία, τα οποία αποτέλεσαν και το υπόβαθρο με βάση το οποίο το Κακουργιοδικείο κατέληξε στην επί του προκειμένου διαπίστωση του, για να διαπιστώσει την ορθότητα της συγκεκριμένης κατάληξης του. Παραθέτουμε τα εν λόγω περιστατικά, όπως συνοψίζονται στην εκκαλούμενη απόφαση:

 

“1. Τον Απρίλιο του 2009 ο κατηγορούμενος ενοικίασε το κατάστημα της οδού Ακάμαντος 18Β στον Στρόβολο έναντι του ενοικίου των €400 μηνιαίως και ένα μήνα μετά σύστησε την Εταιρεία με μοναδικό μέτοχο και διευθυντή τον ίδιο.

[*378]2. Από τον Ιούνιο του 2009 μέχρι 10.4.10 ο κατηγορούμενος απέστειλε σε 20 περιπτώσεις μέσω της Western Union στην Ινδία το συνολικό ποσό των €11.600, από τις οποίες οι 11 συνολικού ποσού €5.900 περιόδου 4.12.09-10.4.10 στάληκαν σε κάποιο που παρουσιαζόταν ως Anil Kumar, πλην όμως τόσο τα στοιχεία ταυτότητας του προσώπου αυτού όσο και η διεύθυνση του αποδείχθηκαν μετά από έλεγχο της Interpol Νέου Δελχί ως ψεύτικα.

 

3. Παρόλο που ο κατηγορούμενος απέστειλε σε διάφορα πρόσωπα στην Ινδία το συνολικό ποσό των €11.600 εντούτοις τα «εμπορεύματα» που του αποστάληκαν ήταν ασήμαντης αξίας. Ειδικά η αξία των εμπορευμάτων που του απέστειλε ο Anil Kumar ήταν μερικών δεκάδων ευρώ.

 

4. Καθόλη την περίοδο από τον Απρίλιο του 2009 μέχρι τον Απρίλιο του 2010 ο κατηγορούμενος, πέραν των πιο πάνω εμβασμάτων, πλήρωνε ως ενοίκιο για ένα κατάστημα εντελώς άδειο €400 το μήνα, €173 το μήνα εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και άλλα έξοδα, ενώ κατά την αντίστοιχη περίοδο τα επιβεβαιωμένα έσοδα της Εταιρείας ήταν €600.

 

5. Στις 17.4.10 έφτασε στον Διεθνή Αερολιμένα Λάρνακας δέμα από την Ινδία με αποστολέα τον παρουσιαζόμενο ως Anil Kumar στο όνομα της Εταιρείας και μέσα στο δέμα υπήρχαν 4 κάδρα με ξύλινο πλαίσιο. Το πίσω μέρος των κάδρων αυτών ήταν καλυμμένο με λαδόκολλα, υλικό που εμποδίζει την ανίχνευση ναρκωτικών από ακτινολογικό έλεγχο και στο κάθε κάδρο υπήρχαν από δύο συσκευασίες με ρητίνη κάνναβη συνολικού βάρους 2.307 γρ.

 

6. Μετά τον εντοπισμό των πιο πάνω συσκευασιών με τα ναρκωτικά η αστυνομία τις αφαίρεσε και στη συνέχεια το δέμα μεταφέρθηκε στα γραφεία της μεταφορικής εταιρείας ARAMEX στη Λευκωσία απ’ όπου ο κατηγορούμενος παρέλαβε αυθημερόν το δέμα αφού υπάλληλος της ARAMEX του τηλεφώνησε στον αριθμό κινητού τηλεφώνου που υπήρχε στο τιμολόγιο που συνόδευε το δέμα και

 

7. Ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν πρόσωπο που δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με ρητίνη κάνναβη, αφού η αστυνομία εντόπισε στις 19.4.09 στο υπνοδωμάτιο του την έστω μικρή ποσότητα των 0,9848 γρ.”

[*379]Επομένως, ούτε στον τομέα αυτό βρίσκουμε λόγο να επέμβουμε.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 αποτυγχάνουν. Συνεπώς, η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

 

Έφεση κατά της ποινής

 

Στον εφεσείοντα επεβλήθη, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ποινή φυλάκισης 7 ετών στην κατηγορία της εισαγωγής (κατηγορία 1), ενώ δεν επεβλήθη ποινή στην κατηγορία 4.

 

Στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι ενόψει του λευκού ποινικού μητρώου του, των προσωπικών περιστάσεων του και του είδους των ναρκωτικών, η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική.

 

Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο όχι μόνο αναφέρεται σε λεπτομέρειες των προσωπικών, οικογενειακών και οικονομικών περιστάσεων του εφεσείοντα, όπως αυτές παρατίθενται στη σχετική έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και συμπληρώθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του, όπως και στο λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα και στο είδος και στην ποσότητα των ναρκωτικών, αλλά και ασχολείται με τους συγκεκριμένους μετριαστικούς για την ποινή παράγοντες σε έκταση, αποτιμώντας τους στα πλαίσια της γενικότερης διαχρονικής αρχής που επιτάσσει εξισορρόπηση της ποινής, ώστε αυτή να αρμόζει όχι μόνο στη σοβαρότητα του αδικήματος, αλλά και στο άτομο του παραβάτη. Δεν θα πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, το στοιχείο της εξατομίκευσης, αν και δεν ατονεί, εντούτοις υποχωρεί μπροστά στη σοβαρότητα των αδικημάτων. Έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο νομοθέτης έχει, για το αδίκημα της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου, προβλέψει ποινή φυλάκισης δια βίου. Αν και πιστεύουμε ότι επαναλαμβάνουμε εαυτούς και τα τετριμμένα, κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε την κατ’ επανάληψη επισήμανση της νομολογίας μας «πως τα ναρκωτικά έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα και καρκίνωμα της κοινωνίας μας, πληγές οι οποίες δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε από τη συχνότητα των υποθέσεων που έρχονται ενώπιον των δικαστηρίων, όχι μόνο δεν φαίνεται να υποχωρούν, αλλά επιδεινώνονται ραγδαία. Και στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι παραβάτες είναι πρόσωπα νεαρής ηλικίας. Είναι πραγματικά λυ[*380]πηρό, οδυνηρό και τραγικό να διαπιστώνουμε πως η απώλεια ζωών, νέων κυρίως ανθρώπων, έχει γίνει μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας και πως η λίστα των νέων που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών και καθιστά την αυστηρή μεταχείριση των παραβατών επιτακτική». (Βλ. Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633 και την εκεί σχετική νομολογία που η απόφαση παραπέμπει).

 

Για σκοπούς ολοκληρωμένης εικόνας αναφορικά με το πρόσωπο του εφεσείοντα, θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε πως ο εφεσείων είναι ηλικίας 27 ετών και κατά τον κρίσιμο με την υπόθεση χρόνο, εργαζόταν ως φρουρός ασφαλείας σε ξενοδοχείο, ενώ παράλληλα είχε συστήσει την εταιρεία στο όνομα της οποίας μεταφέρθηκαν στην Κύπρο τα ναρκωτικά, τα έξοδα λειτουργίας της οποίας κατέβαλλε ο ίδιος, όπως και τα διάφορα εμβάσματα στην Ινδία. Διέμενε με τους γονείς του σε χωριό της Λεμεσού, με τους οποίους οι σχέσεις του, όπως και με τη μικρότερη αδελφή του, ήταν καλές. Είναι απόφοιτος Γυμνασίου και δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Κατά τον ίδιο χρόνο, ήταν αρραβωνιασμένος, όμως τα σχέδια του για γάμο ανατράπηκαν λόγω αυτής της υπόθεσης. Ήταν περιστασιακός χρήστης ναρκωτικών.

 

Ο εφεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι είναι το πρόσωπο  που, με σκοπό την παρεμπόδιση ανίχνευσης των ναρκωτικών, τοποθέτησε λαδόκολλες στα κάδρα, καθώς επίσης και ότι εσφαλμένα έτυχε από το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισης ως να ήταν έμπορος ναρκωτικών, κατηγορία την οποία δεν αντιμετώπιζε.

 

Ούτε οι θέσεις αυτές μας βρίσκουν σύμφωνους. Πρωταρχική θέση ανάμεσα στα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση κατέχει ο «επαγγελματικός», όπως ορθά το Κακουργιοδικείο τον χαρακτηρίζει – γιατί περί επαγγελματικού όντως τρόπου πρόκειται – σχεδιασμός αποστολής των ναρκωτικών στην Κύπρο, συστατικά στοιχεία του οποίου συνιστούν, σύμφωνα με τις εύστοχες επισημάνσεις του Κακουργιοδικείου, η λήψη μέτρων με στόχο την παρεμπόδιση ανίχνευσης των ναρκωτικών, όπως είναι η τοποθέτηση λαδόκολλας στα κάδρα και η σύσταση εταιρείας που, όπως ορθά το Κακουργιοδικείο παρατηρεί, «δήθεν εμπορευόταν ινδικά αντικείμενα λαϊκής τέχνης». Και το ένα και το άλλο στοιχείο, σε συνδυασμό με την ποσότητα των εισαχθέντων ναρκωτικών, «προσδίδουν», όπως πολύ εύστοχα το Κα[*381]κουργιοδικείο επισημαίνει, «ιδιαίτερη σοβαρότητα στο αδίκημα και κατατάσσουν τον κατηγορούμενο (εφεσείοντα) στην κατηγορία του εμπόρου ναρκωτικών».

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η ποινή των 7 ετών που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στην κατηγορία της εισαγωγής δεν είναι έκδηλα υπερβολική, έτσι ώστε να δικαιολογείται επέμβασή μας.

 

Ως αποτέλεσμα και η έφεση εναντίον της ποινής απορρίπτεται.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην κατηγορία της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β΄, ήτοι, για 2.307,5256 γραμμάρια ρητίνης κάνναβης, (πρώτη κατηγορία), καθώς και για κατοχή 0,9848 γραμμάρια ρητίνης κάνναβης (τέταρτη κατηγορία).  Ταυτόχρονα κρίθηκε αθώος και απαλλάχθηκε από τη δεύτερη και τρίτη κατηγορία που αφορούσαν την κατοχή των 2.307,5256 γραμμαρίων ρητίνης κάνναβης και κατοχή της ίδιας ποσότητας με σκοπό την προμήθεια της σε άλλα πρόσωπα, κατά παράβαση των σχετικών νομοθετικών προνοιών.

 

Η καταδίκη στις κατηγορίες 1 και 4, έγινε στη βάση των ακολούθων γεγονότων, όπως τα παρέθεσε το Κακουργιοδικείο στο σκεπτικό του. Πληροφορίες  ότι θα εισάγονταν ναρκωτικά από την Ινδία στη Δημοκρατία μέσω της Gulf Air διά της μεταφοράς δέματος από την εταιρεία Aramex, κινητοποίησε την αστυνομία και τις τελωνειακές αρχές, οι οποίες εντόπισαν στην αποθήκη του Τελωνείου στο αεροδρόμιο Λάρνακας, ένα κόκκινο σάκο στον οποίο ήταν επικολλημένο ένα τιμολόγιο αποστολής με βάση το οποίο  αποστολέας φερόταν να ήταν κάποιος ονόματι Anil Kumar, ο δε παραλήπτης η εταιρεία M.K. Indian Artifacts Trading Limited που ανήκε εξ ολοκλήρου στον εφεσείοντα. Ο σάκος αυτός εντοπίστηκε το απόγευμα της 17.4.2010, συνοδευόταν δε και από τιμολόγιο που ανέγραφε ότι περιείχε τέσσερα δείγματα handicraft wooden paintings, αξίας €10 έκαστο.

 

Οι τελωνειακοί λειτουργοί Α. Ιγνατίου, Μ.Κ.3 και Χρ. Ιωάννου, άνοιξαν το σάκο στην παρουσία των αστυνομικών της ΥΚΑΝ, Γ. Απέγητου και Γ. Τσιαλή, Μ.Κ.8. Στο σάκο ανευρέθη άσπρη σακούλα της εταιρείας Aramex εντός της οποίας υπήρχε χάρτινη συσκευασία με τέσσερα κάδρα τα οποία ήταν στο οπίσθιο μέρος τους καλυμμένα με λαδόκολλα. Αφού αφαιρέθη η λαδόκολλα, διαπιστώθηκε να υπάρχει στο πίσω μέρος των κορνιζών κάθε [*382]κάδρου, από δύο νάϋλον συσκευασίες περιέχουσες καφέ συμπαγή ουσία, η οποία από την ανάλυση που έγινε στο Γενικό Χημείο του κράτους επιβεβαιώθηκε ότι ήταν ρητίνη κάνναβης.

 

Στα πλαίσια ελεγχόμενης παράδοσης των ναρκωτικών ουσιών δυνάμει του περί Καταστολής του Εγκλήματος (Ελεγχόμενη Παράδοση και άλλες Ειδικές Διατάξεις) Νόμου αρ. 3(Ι)/95, αφαιρέθησαν οι ναρκωτικές ουσίες από τα κάδρα τα οποία, άδεια πλέον, επανατοποθετήθηκαν στη χάρτινη τους συσκευασία και στη συνέχεια στην άσπρη σακούλα της εταιρείας Aramex.  Στη συνέχεια ομάδα αστυνομικών αναπτύχθηκε γύρω από την περιοχή των γραφείων Aramex στη Λευκωσία για να εντοπιστούν οι κινήσεις του προσώπου που θα εμφανιζόταν να παραλάβει το δέμα.

 

Ο εφεσείων  παρέλαβε πράγματι το δέμα και, αφού το τοποθέτησε στο χώρο αποσκευών του οχήματος του, υπ’ αρ. εγγραφής CAW 851, αναχώρησε με κατεύθυνση τη Λεμεσό. Μέλη της ΥΚΑΝ τον ακολούθησαν διακριτικά και, όπως βεβαίωσε ο Κλεάνθης Γρηγορίου, Μ.Κ. 2, της ΥΚΑΝ Αρχηγείου, ο εφεσείων εξήλθε κάποια στιγμή από την έξοδο της Κοφίνου εισερχόμενος στον παλαιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού με κατεύθυνση το μοναστήρι της Παναγίας της Γαλακτοφορούσας. Στη συνέχεια έκαμε επαναστροφή δίδοντας έτσι την εντύπωση στους αστυφύλακες που τον ακολουθούσαν ότι είχαν γίνει αντιληπτοί από αυτόν, με αποτέλεσμα να δοθεί εντολή ανακοπής του.

 

Όντως ανεκόπη σε έξοδο του παλαιού δρόμου, σε σχετική δε ερώτηση αρνήθηκε ότι είχε στην κατοχή του οτιδήποτε το παράνομο. Ακολούθησε έρευνα στο όχημα του εφεσείοντος, ο δε Μ.Κ. 2, πληροφορήσας τον εφεσείοντα ότι στην άσπρη σακούλα που εντοπίστηκε στο χώρο αποσκευών βρέθηκαν 2.5 κιλά ρητίνης κάνναβης που παρέλαβε η ΥΚΑΝ, ο εφεσείων, μετά την επίστηση της προσοχής του στο Νόμο, απάντησε: «Εγώ εν πίνακες που παρέλαβα.». Ο εφεσείων οδηγήθηκε στα γραφεία της ΥΚΑΝ για εξετάσεις και στην πορεία συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος, αφού του επεστήθη δε η προσοχή στο Νόμο, απάντησε: «Εν έχω σχέση με τούτα τα πράματα εγώ.». Η προφορική στη συνέχεια ανάκριση του εφεσείοντος αποκάλυψε την ουσία της θέσης του η οποία ήταν ότι είχε εισαγάγει από την Ινδία τους προηγούμενες έξι περίπου μήνες διάφορα βραχιόλια και δακτυλίδια και άλλα μικρά αντικείμενα τα οποία δεν πωλούνταν και έτσι τα περισσότερα βρίσκονταν ακόμη στα σπίτι του, ενώ κάποια είχε επιστρέψει. Η τελευταία εισαγωγή που είχε κάνει από [*383]την Ινδία αφορούσε πίνακες, αλλά δεν γνώριζε πόσα χρήματα είχε αποστείλει παραπέμποντας τον ανακριτή της υπόθεσης στη λογίστρια της εταιρείας.

 

Οι περαιτέρω ανακρίσεις των αστυνομικών αρχών αφορούσαν την έρευνα τόσο του καταστήματος του εφεσείοντος στο Στρόβολο, όσο και της κατοικίας του στα Πολεμίδια στη Λεμεσό όπου διαμένει με τους γονείς του. Το κατάστημα στο Στρόβολο βρέθηκε να ήταν εντελώς άδειο με ορισμένα κουτιά βαφής στο πάτωμα, ενώ από την κατοικία του συνελέγη αριθμός τεκμηρίων τα οποία κατέληξαν στον εξεταστή της υπόθεσης αρχιαστυφύλακα 1790, Ανδρέα Ανδρέου, Μ.Κ.1. Αυτός, καταθέτοντας στο Δικαστήριο διάφορα εξ συμφώνου τεκμήρια, βεβαίωσε ότι στο πλαίσιο των ανακρίσεων είχε ζητηθεί η συνδρομή της Interpol για εξακρίβωση των στοιχείων του αποστολέα Anil Kumar, αλλά απεκαλύφθη ότι τόσο τα στοιχεία του αποστολέα, όσο και η δοθείσα διεύθυνση του, ήταν ψευδή.

 

Από τις εξετάσεις προέκυψε επίσης ότι η εταιρεία του εφεσείοντος ήταν εγγεγραμμένη στο Φ.Π.Α. από τις 21.7.2009, με δραστηριότητα την εισαγωγή ινδικών προϊόντων, είχε δε υποβληθεί εκ μέρους της φορολογική δήλωση ότι για την περίοδο μέχρι 31.12.2009, είχαν εισαχθεί εμπορεύματα αξίας €1.795, χωρίς όμως να υπάρχουν αντίστοιχες πωλήσεις, ενώ για την περίοδο 1.1.2010-31.3.2010, είχαν πωληθεί εμπορεύματα έναντι του ποσού των €600. Ο λογιστής της εταιρείας Ευάγγελος Ευαγγέλου, Μ.Κ.10, ο οποίος δεν διατηρούσε προσωπική επαφή με τον εφεσείοντα διότι ελάμβανε τα στοιχεία από το Akis Express, κατέθεσε ότι του είχε αποσταλεί ένα τιμολόγιο πώλησης, ημερ. 10.1.2010, σε κάποιο Α. Ανδρέου από τη Λάρνακα για ένα πίνακα έναντι του ποσού των €690, ενώ ο εφεσείων ήταν συνεπής με τις οικονομικές του υποχρεώσεις εφόσον το ενοίκιο του καταστήματος στο Στρόβολο πληρωνόταν μέσω του γραφείου του, ενώ πληρώνονταν και οι μηνιαίες εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και άλλα σχετικά έξοδα.

 

Μέσω της μαρτυρίας της εργοδοτούμενης της Western Union, Νεκταρίας Μιχαήλ, Μ.Κ. 9, αποκαλύφθηκε ότι ο εφεσείων από 29.6.2009 μέχρι και 10.4.2010, προέβη σε είκοσι περιπτώσεις στην κατάθεση εμβασμάτων για την Ινδία συνολικού ποσού €11.600, από τις οποίες οι έντεκα περιπτώσεις αφορούσαν ποσό €5.900 επ’ ονόματι του Anil Kumar με τα υπόλοιπα εννέα εμβάσματα να ήταν επ’ ονόματι άλλων προσώπων στην Ινδία.

 

[*384]Αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι  η εταιρεία Aramex είχε μεταφέρει από την Ινδία και παραδώσει στον εφεσείοντα στη Λευκωσία, δέματα σε τέσσερεις περιπτώσεις. Από αυτές, η πρώτη αφορούσε δέμα με επιγραφή «Photoframe» με αποστολέα κάποια εταιρεία «Apexus Overseas», η δεύτερη αφορούσε δέμα με την επιγραφή «Paintings» με αποστολέα τον Anil Kumar, η τρίτη αφορούσε δέμα με επιγραφή «T/shirt, showl» και η τελευταία αφορούσε το επίδικο δέμα βάρους 18 κιλών που είχε επίσης ως αποστολέα, όπως και η προηγούμενη, τον  Anil Kumar. Στη βάση άλλης μαρτυρίας για την αξία των υφασμάτινων κάδρων, προέκυψε ότι αυτά δεν ξεπερνούσαν την αξία των €10-€20 έκαστο, τέτοια δε κάδρα δεν αποτελούν έργα τέχνης, αλλά είναι έργα χειροτεχνίας χωρίς οποιαδήποτε καλλιτεχνική αξία.

 

Μαρτυρία έδωσε επίσης η ιδιοκτήτρια του ενοικιαζομένου καταστήματος στο Στρόβολο Άννα Χριστοφόρου, Μ.Κ.4, η οποία κατέθεσε ότι διαμένει ύπερθεν του καταστήματος, καθόλη δε την περίοδο ενοικίασης δεν είδε ποτέ κάποιο πελάτη να μπαίνει σ’ αυτό, στο κατάστημα δεν πρόσεξε να υπήρχαν εμπορεύματα, τα δε τζάμια του καταστήματος είχαν καλυφθεί από τον εφεσείοντα με χαρτί. Έτυχε να συνομιλήσει με τον εφεσείοντα, ο οποίος της είπε ότι οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά και ότι εμπορεύματα που ανέμενε από την Ινδία είχαν χαθεί στο Ταχυδρομείο. Παρόλο που πληρωνόταν κανονικά το ενοίκιο των €400 μηνιαίως, η μάρτυς του ανέφερε ότι θα μπορούσε να αφήσει το κατάστημα, εάν ήθελε, πλην όμως ο εφεσείων συνέχιζε να το κατέχει.

 

Ο εφεσείων στη δική του ένορκη κατάθεση ανέφερε ότι είχε γνωρίσει μια Ινδή ονόματι Ματού με την οποία είχε συνάψει σχέση και η οποία πριν αναχωρήσει για την πατρίδα της του γνώρισε τον Anil Kumar, ο οποίος του ανέφερε ότι θα μπορούσε ο εφεσείων να εμπορευθεί είδη ινδικής λαϊκής τέχνης που θα αγόραζε για €0.50-€1.00 και τα οποία θα πωλούσε στη συνέχεια €10 με €30. Ο Kumar όμως για την πιθανή συνεργασία του ζήτησε €3.000 με €4.000 και επειδή είχε εγκαταλείψει το σχολείο μετά τη τρίτη Γυμνασίου και δεν γνώριζε από αυτές τις εργασίες, συνέστησε εταιρεία με βάση δικηγορική συμβουλή και ενοικίασε το κατάστημα στη Λευκωσία το οποίο και προόριζε για τα εμπορεύματα που θα εισήγαγε από την Ινδία. Επέλεξε τη Λευκωσία διότι είχε περισσότερη εμπορική κίνηση από τη Λεμεσό, όπου διέμενε.

 

Στη βάση των πιο πάνω, άρχισε να στέλλει στην Ινδία από το [*385]καλοκαίρι του 2008 χρήματα σε διάφορα πρόσωπα που του είχε υποδείξει ο Kumar μέχρι τη συμπλήρωση των €4.000 ως προκαταβολή διότι ο Kumar τον πληροφόρησε ότι δεν ήταν δυνατό να αποσταλεί το ποσό αυτό εξ ολοκλήρου και σε ένα μόνο πρόσωπο. Ο Kumar του απέστειλε κάποια δείγματα τα οποία δεν πωλούντο και έτσι, αφού διέκοψε τη συνεργασία με αυτόν, απαίτησε την επιστροφή των χρημάτων του. Πλην όμως ο Kumar του πρότεινε να του αποστέλλει πίνακες που ήταν εμπορεύσιμοι και έτσι αποφάσισε να κάμει και δεύτερη προσπάθεια αφού θεωρούσε τις €4.000 χαμένες και έστειλε στον Kumar και άλλα χρήματα. Ο Kumar πράγματι του απέστειλε τρεις συνολικά πίνακες που πώλησε για €500 με €600 τον καθένα, χωρίς τιμολόγια, αλλά όταν ζήτησε από τον Kumar να του στείλει και άλλους πίνακες εμβάζοντας του γι’ αυτό το σκοπό και άλλα χρήματα, ο Kumar όχι μόνο δεν απέστειλε οτιδήποτε, αλλά ούτε και απαντούσε στα τηλεφωνήματα του. Σε κάποια συνδιάλεξη στην οποία του απάντησε ο Kumar, ο εφεσείων τον απείλησε ότι αν δεν τηρούσε τη συμφωνία θα τον επισκεπτόταν στην Ινδία για να τον «σπάσει στο ξύλο» και να του «κάψει το σπίτι».

 

Ο Kumar μετά από αυτό του απέστειλε και άλλους πίνακες μαζί με φουλάρια, αλλά θα έπρεπε να του αποστείλει ακόμη €700, πράγμα το οποίο έπραξε, αφού προηγουμένως του είχε τηλεφωνήσει η Ματού διαβεβαιώνοντας τον ότι θα λάμβανε το εμπόρευμα έναντι μερικών ακόμη χρημάτων. Έλαβε ένα πακέτο με φουλάρια και μετά από μερικές μέρες ειδοποιήθηκε από τη Aramex ότι έφθασε και το επίδικο. Το παρέλαβε χωρίς να το ανοίξει και ξεκίνησε για τη Λεμεσό εξερχόμενος του αυτοκινητόδρομου σε κάποιο σημείο προς εξεύρεση φαγητού. Επειδή δεν εντόπισε οτιδήποτε έκανε επαναστροφή προς την περιοχή της Χοιροκοιτίας όπου γνώριζε ότι υπήρχαν εστιατόρια, αλλά τον ανέκοψε η αστυνομία, όταν δε πληροφορήθηκε το λόγο της ανακοπής, αντέδρασε διότι ο ίδιος είχε παραλάβει πίνακες και όχι ναρκωτικά. Είχε τη θέση, κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του σε σχετικές ερωτήσεις, ότι πιθανόν τα ναρκωτικά στους πίνακες να τα είχαν τοποθετήσει οι Kumar και Ματού προς ενοχοποίηση του ώστε να κρατήσουν τα χρήματα που τους είχε αποστείλει και επειδή τους είχε απειλήσει. Επίσης ήταν η θέση του ότι ίσως τα ναρκωτικά να προορίζονταν για τρίτα πρόσωπα που θα παρουσιάζονταν στον ίδιο ως αγοραστές των πινάκων, πιθανόν δε οι ίδιοι να είχαν πληροφορήσει την αστυνομία για να τον ενοχοποιήσουν.

 

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος χαρακτηρίζοντας τις θέσεις του ως «παιδαριώδεις», θεωρώντας [*386]ότι η εκδοχή αυτή «….. προκαλεί την στοιχειώδη νοημοσύνη την οποία απορρίπτουμε χωρίς κανένα δισταγμό.». Στο σκεπτικό του το Κακουργιοδικείο παρέθεσε τέσσερεις λόγους γιατί η εκδοχή του εφεσείοντος ήταν απορριπτέα.  Διερωτήθηκε πώς είχε στείλει δυνάμει του Τεκμ. 34, €5.900 στον Kumar ο οποίος του είχε πει να αποστείλει τις €4.000 που είχε ζητήσει ως προκαταβολή σε διάφορα πρόσωπα. Ο ισχυρισμός του δε ότι δεν μπορούσε να αποστέλλει στην Ινδία περισσότερα από €700 κάθε φορά, διαψευδόταν από δύο εμβάσματα του Τεκμ. 34 προς τον Kumar για €1.500 και €1.000 αντίστοιχα. Το Κακουργιοδικείο διερωτήθηκε επίσης γιατί έστειλε ακόμη €5.900 στον Kumar με έντεκα συνολικά εμβάσματα για να λάβει πίνακες, η αξία των οποίων δεν υπερέβαινε τα €10 έκαστος, τη στιγμή που με το ποσό των €5.900, θα μπορούσε να απαιτήσει να του αποσταλούν «… μερικές εκατοντάδες πίνακες και μετά αν είχαν ζήτηση να αποστείλει και άλλα χρήματα.».

 

Ξένισε επίσης το Κακουργιοδικείο ότι πλήρωνε για ένα περίπου έτος ενοίκιο €400 τον μήνα χωρίς να τοποθετήσει οτιδήποτε στο κατάστημα, ενώ πλήρωνε και €173 τον μήνα εισφορές στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, χωρίς ουσιαστικά έσοδα από την όλη επιχείρηση ή δραστηριότητα της εταιρείας του. Σε σχέση με τον ισχυρισμό του εφεσείοντος  ότι λόγω της απειλής που του εκτόξευσε, ο Kumar έκρυψε στους πίνακες 2.307 γρ. ρητίνης κάνναβης με επαγγελματικό τρόπο ώστε να μην ανιχνευθούν από ακτινολογικό έλεγχο, το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε τον ισχυρισμό αυτό «εκπληκτικό», εφόσον γι’ αυτή τη δήθεν εκδίκηση ο Kumar θα επιβαρυνόταν με μερικές χιλιάδες ευρώ, τη χονδρική δηλαδή αξία της πιο πάνω ποσότητας ναρκωτικών, δωρίζοντας ταυτόχρονα την ποσότητα αυτή στον εφεσείοντα, η οποία στην Κυπριακή αγορά θα απέφερε άνω των €50.000.

 

Στη βάση της απόρριψης της εκδοχής του εφεσείοντος και αφού συζήτησε τη νομική πτυχή της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα από τις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια εφόσον ο εφεσείων όταν παρέλαβε τους πίνακες αυτοί ήσαν άδειοι από οποιαδήποτε απαγορευμένη ουσία αφού τα ναρκωτικά είχαν αφαιρεθεί από την αστυνομία, αλλά τον καταδίκασε, όπως προαναφέρθηκε στην αρχή του σκεπτικού, στην κατηγορία της εισαγωγής της ίδιας ποσότητας. Στη συνέχεια, αφού άκουσε τα όσα λέχθηκαν υπέρ του εφεσείοντος από τον συνήγορο του, επέβαλε στον εφεσείοντα την ποινή των 7 ετών φυλάκισης, μη επιβάλλοντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε ποινή στην ήσσονος σημασίας τέ[*387]ταρτη κατηγορία που αφορούσε την κατοχή για ιδίαν χρήση, ελάχιστης ποσότητας ρητίνης κάνναβης.

 

Ο εφεσείων προσβάλλει τόσο την καταδίκη, όσο και την ποινή. Θεωρεί ότι υπήρξε θύμα επιτηδείων οι οποίοι εκμεταλλεύονταν την αφέλεια και απειρία του, χρησιμοποιώντας τον χωρίς ο ίδιος να το αντιλαμβάνεται καν. Στην προσπάθεια του να στηρίξει οικονομικά τον εαυτό του παγιδεύθηκε από τον Anil Kumar, ένα άτομο που του παρουσιάστηκε με ψευδή στοιχεία και από την Ματού, η οποία προφανώς ήταν συνεργός του. Το γεγονός ότι απέστελλε χρήματα σε διάφορα πρόσωπα στη βάση οδηγιών του Kumar πιστοποιεί την παγίδα στην οποία έπεσε.  Όσα χρήματα είχε αποστείλει στον Kumar ήταν αρχικά για να εδραιωθεί η συνεργασία τους και μετέπειτα, τη προτροπή της Ματού, στην προσπάθεια του να καταστήσει κερδοφόρα τη συνεργασία τους, αφού τα πρώτα χρήματα θεωρήθηκαν χαμένα.  Δεν εδράζεται παρά σε εικασία η θέση του Δικαστηρίου ότι μπορούσε με τα χρήματα που απέστειλε να «απαιτούσε», να του αποσταλούν μερικοί εκατοντάδες πίνακες.

 

Μετέπειτα, δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει εναντίον του η προσπάθεια να λειτουργήσει νομότυπα μια επιχείρηση, καταβάλλοντας πλήρως τα σχετικά ενοίκια, τις κοινωνικές του ασφαλίσεις κλπ., ενώ ενέγραψε εταιρεία με συμβουλή δικηγόρου. Το Κακουργιοδικείο επίσης ήταν προκατειλημμένο εναντίον του Εφεσείοντος αναφέροντας ότι ο επαγγελματικός τρόπος που ο Kumar απέκρυψε τα ναρκωτικά στους πίνακες και η αξία τους αναιρούσαν τον ισχυρισμόν του για ενοχοποίηση του. Δεν υπήρξε όμως επιστημονική μαρτυρία ότι πράγματι οι λαδόκολλες εμποδίζουν τον ακτινολογικό έλεγχο, ούτε και δόθηκε μαρτυρία ότι οι συγκεκριμένοι πίνακες είχαν περάσει από ακτινολογικό έλεγχο. Ενώ διαφάνηκε ότι μόνο ο αποστολέας ή οι τελωνειακές αρχές της Ινδίας μπορούσαν να γνωρίζουν όχι μόνο για την άφιξη του πακέτου, αλλά και τον αριθμό της φορτωτικής. Οπότε και πληροφορήθηκαν οι αρχές της Δημοκρατίας στα πλαίσια ελεγχόμενης παράδοσης για να εξαρθρωθεί το δίκτυο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο εφεσείων δεν χρησιμοποιείτο εν αγνοία του, για να παραλαμβάνουν ναρκωτικά, μέσω του, τρίτα άτομα που παρουσιάζονταν ως αγοραστές των πινάκων.

 

Πρόσθετα, η απαλλαγή του εφεσείοντος από τις κατηγορίες της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, είναι ασυμβίβαστη με την καταδίκη του στην κατηγορία της εισαγωγής. Δεν μπορεί με ασφάλεια να εξαχθεί γνώση της ύπαρξης των [*388]ναρκωτικών στους πίνακες με μόνη την παραλαβή των πινάκων από τον εφεσείοντα, εντός των οποίων δεν υπήρχαν ναρκωτικά.  Αυτό διότι από την παραλαβή και μετέπειτα, ο εφεσείων δεν προέβη σε καμιά ενέργεια που να εκδηλώνει γνώση από πλευράς του, ούτε και το Κακουργιοδικείο προέβη σε τέτοιο εύρημα.  Ενώ θα πρέπει και να αποφασιστεί πότε ακριβώς έγινε η εισαγωγή των ναρκωτικών ουσιών. Με την είσοδο των πινάκων στη Δημοκρατία ή με την πραγματική παραλαβή τους από τον ίδιο τον εφεσείοντα.

 

Όσον αφορά την ποινή, η θέση του εφεσείοντος είναι ότι αυτή ήταν εν πάση περιπτώσει υπερβολική εφόσον στην ουσία το Κακουργιοδικείο τον κατέταξε στην κατηγορία των εμπόρων ναρκωτικών και τον τιμώρησε αυστηρά, ενώ ούτε ο ίδιος ήταν που τοποθέτησε τις λαδόκολλες στους πίνακες, ούτε μαρτυρία υπήρχε ότι υπήρξε οποιαδήποτε συνεννόηση του με τον αποστολέα, ούτε και αποδείχθηκε ότι υπήρχε οτιδήποτε το παράνομο στην ενοικίαση του καταστήματος. Ακόμη και αν η έφεση επί της καταδίκης αποτύχει, τότε η ποινή πρέπει να μειωθεί ως έκδηλα υπερβολική υπό το φως της νεαράς ηλικίας του εφεσείοντος και του λευκού ποινικού του μητρώου.

 

Η Δημοκρατία προώθησε την αντίθετη βέβαια θέση, υποστηρίζοντας πλήρως την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ως εύλογα τα συμπεράσματα περί ενοχής.

 

Η δική μου θεώρηση της όλης υπόθεσης υπό το φως των διαγραμμάτων, έχει ως εξής: πολύ ορθά το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα από τις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια, εφόσον ουδεμία ναρκωτική ουσία εντοπίστηκε στην κατοχή του. Τα αστυνομικά όργανα αφαίρεσαν τα ευρεθέντα στους πίνακες ναρκωτικά στα πλαίσια της ελεγχόμενης παράδοσης. Ταυτόχρονα όμως αφαίρεσαν και τα πειστήρια για πιθανή ενοχή του εφεσειόντος. Μόνο μετά την παραλαβή των πινάκων κατά την άφιξη τους στη Λευκωσία  μέσω της Aramex, ο εφεσείων θα συσχετιζόταν με τις ναρκωτικές ουσίες εάν προέβαινε σε κάποιες κινήσεις που έδειχναν ότι είχε γνώση του παράνομου περιεχομένου, όπως εάν άνοιγε τους πίνακες και αφαιρούσε ο ίδιος τη ρητίνη κάνναβης, ή, εντοπιζόταν άλλως πως στην κατοχή του ή στο ενοικιαζόμενο υπ’ αυτού υποστατικό, αφού εξήγαγε το περιεχόμενο. Όπως υπέδειξε το Κακουργιοδικείο, ο Νόμος αρ. 3(Ι)/1995, ως προς τη ρύθμιση ελεγχόμενης παράδοσης, επιτρέπει τη διακίνηση απαγορευμένων ουσιών από και διά μέσω του εδάφους της επικράτειας χώρας με [*389]σκοπό την αναγνώριση προσώπων που είναι αναμεμειγμένα στη διάπραξη αδικημάτων που καθορίζονται στο Νόμο.  Αυτή η διακίνηση γίνεται υπό την επίβλεψη των αρμοδίων αρχών της χώρας ή χωρών, κατά περίπτωση. Η νομοθετική αυτή ρύθμιση επιτρέπει την κατακράτηση ή καταστροφή εν όλω ή εν μέρει των απαγορευμένων ουσιών και την αντικατάσταση τους με άλλες ουσίες, οι οποίες όταν παραληφθούν ή παραδοθούν θα θεωρούνται ως να μην είχαν αντικατασταθεί.

 

Δεν υπήρχαν όμως οποιεσδήποτε ουσίες κατά την παραλαβή του πακέτου από τον εφεσείοντα διότι μετά την αφαίρεση τους από τους πίνακες, δεν αντικαταστάθηκαν με άλλες και επομένως στη βάση της νομολογίας στην οποία και το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε (Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, Queiss v. Republic (1987) 2 Α.Α.Δ. 49 και Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211), δεν μπορούσε να λογισθεί κατοχή, ήτοι, φυσική κατοχή ή έλεγχος των ναρκωτικών ουσιών στη γνώση του εφεσείοντος.

 

Η ταυτόχρονη όμως καταδίκη του εφεσείοντος επί της κατηγορίας της εισαγωγής είναι, κατά την άποψη μου, αντινομική προς την απαλλαγή του από τις κατηγορίες της κατοχής. Αυτό διότι κατά το Κακουργιοδικείο η κατηγορία της εισαγωγής και ιδιαιτέρως η γνώση του εφεσείοντος γι΄ αυτή, συναγόταν ως το αποτέλεσμα της υπάρχουσας περιστατικής μαρτυρίας. Προκύπτει όμως το ερώτημα ότι αν αυτή η περιστατική μαρτυρία ήταν ικανή να στοιχειοθετήσει γνώση για την εισαγωγή, γιατί δεν κρίθηκε και ως δεικνύουσα γνώση και για τις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια; Και, περαιτέρω, πώς είναι δυνατόν να αποδειχθεί γνώση περί της εισαγωγής, όταν η ανακοπή και έρευνα του εφεσείοντος και του οχήματος του από την αστυνομία δεν έφερε στην επιφάνεια οποιαδήποτε ναρκωτική ουσία.

 

Η κατηγορία της εισαγωγής εδράζεται στο Άρθρο 4(1)(α) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ. 29/1977, ως τροποποιήθηκε. Δεν υπάρχει, πέραν της απαγορευτικής διάταξης περί εισαγωγής, οποιαδήποτε ερμηνεία του όρου «εισαγωγή». Εξυπακούεται βεβαίως ότι ο όρος καλύπτει τη μεταφορά εντός της Δημοκρατίας από την αλλοδαπή ελεγχόμενου και ταυτόχρονα απαγορευμένου φαρμάκου. Αναμφίβολα, στη γνώση του κατηγορούμενου, άλλως, η όποια εισαγωγή γίνεται τη αγνοία του, δεν μπορεί να θεμελιώσει ένοχη διάνοια και συνεπώς την κατηγορία.

[*390]Η κα Πασιαρδή εισηγείται ότι ο εφεσείων στη βάση της περιστατικής μαρτυρίας γνώριζε για την εισαγωγή των ναρκωτικών, αφού τα ναρκωτικά είχαν συσκευασθεί εντός των πινάκων με επαγγελματικό τρόπο, ενώ στα πλαίσια του σχολιασμού του πρώτου λόγου έφεσης, λέγει επίσης ότι ο εφεσείων «…. ήταν άτομο που ενήργησε με επαγγελματικό τρόπο και έλαβε όλα τα δέοντα μέτρα για να αποκρύψει την ενασχόληση του με τα ναρκωτικά.». Η κατήγορος εισηγείται επίσης ότι η εισαγωγή συντελέστηκε στη Λάρνακα γι΄ αυτό και ο εφεσείων κατηγορήθηκε ότι εισήγαγε τα ναρκωτικά στο αεροδρόμιο Λάρνακας και προς τούτο αναφέρεται στο Άρθρο 5 των Customs and Excise (Single Market) Κανονισμών του 1992 που προδιαγράφει ότι χρόνος εισαγωγής είναι η άφιξη του αεροσκάφους στο Ηνωμένο Βασίλειο, όταν τα ναρκωτικά μεταφέρονται διά αέρος, και στο σχετικό απόσπασμα από το Blackstone’ s Criminal Practice 2004,σελ. 732.

 

Τα νομοθετήματα αυτά όμως δεν ισχύουν στην Κύπρο. Στον Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice του 2007, σελ. 2384 κ.ε., ιδιαίτερα παρ. 25-386, 25-389 και 25-390, εξηγείται ότι το Customs and Excise Management Act 1979 δημιουργεί μια ευρύτερη κατηγορία αδικημάτων που υπερκαλύπτει πολλές φορές  τα αδικήματα που δημιουργούνται κάτω από το Misuse of Drugs Act 1971 και έτσι οι διωκτικές αρχές προτιμούν να προσάπτουν κατηγορίες κάτω από το CEMA 1979, παρά κάτω από το Misuse of Drugs Act 1971. Η ουσία όμως είναι ότι το Άρθρο 5(1) του CEMA 1979, ρυθμίζει νομοθετικά το χρόνο της εισαγωγής και εάν τα ναρκωτικά μεταφέρονται διά αέρος, τότε:

 

«....... the time of importation of any goods shall be deemed to be ..... (b) where the goods are brought by air, the time when the aircraft carrying them lands in the United Kingdom or the time when the goods are unloaded in the United Kingdom, whichever is the earlier.» (δέστε παρ. 25-393 και 25-406).

 

Όπως δε εξηγείται στην παρ. 25-392, το βάρος απόδειξης του γεγονότος της εισαγωγής είναι στην κατηγορούσα αρχή και δεν υπάρχει τεκμήριο εισαγωγής, παρά την υιοθέτηση τέτοιας σκέψης σε μια απόφαση. Η Αγγλική νομολογία υποδεικνύει ότι η κατηγορούσα αρχή πρέπει να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι τα εμπορεύματα που εισήχθησαν ήταν είτε απαγορευμένα, είτε παράνομα και ότι η εισαγωγή τους στόχο είχε την παράκαμψη, κατά δόλιο τρόπο, της απαγόρευσης ή παρανομίας, αν και δεν είναι αναγκαίο να αποδείξει περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την επακριβή φύση των εμπορευμά[*391]των. (R. V. Hussain [1969] 2 Q.B. 567, R. V. Hennessey 68 Cr. App. R. 419 και R. v. Forbes (Giles) [2002] 2 A.C. 512 (H.L.)).

 

Υποδεικνύεται ότι πέραν της μη εφαρμογής αντιστοίχων προνοιών στην Κύπρο, κατά την ανακοπή του από την αστυνομία, αποδείχθηκε ότι ο εφεσείων είχε απλώς στην κατοχή του τέσσερεις πίνακες. Η θέση του Κλεάνθη Γρηγορίου, Μ.Κ.2, που είχε ανακόψει το όχημα του εφεσείοντος όταν αυτός έκαμε επαναστροφή ερχόμενος προς το μέρος που ήταν τα αστυνομικά οχήματα, ότι ήταν ανήσυχος και συγχυσμένος και ήταν έξαλλος, δεν παραπέμπει κατ’ ανάγκη σε ανήσυχη κατάσταση εξ αιτίας του ότι μετέφερε ναρκωτικά. Εκτός του ότι ο μάρτυρας στην αστυνομική του κατάθεση (Έγγραφο Κ2), που έγινε όταν τα δεδομένα ήταν νωπά στη μνήμη του, δεν ανέφερε τέτοιου είδους αντίδραση εκ μέρους του εφεσείοντος, η εκ των υστέρων θεώρηση του ότι ο εφεσείων ήταν ανήσυχος, συνάδει επίσης με αντίδραση φυσιολογική όταν πολίτης ανακόπτεται αιφνίδια από την αστυνομία, η οποία μάλιστα τον ρωτά αν έχει οτιδήποτε το παράνομο στην κατοχή του.

 

Ο εφεσείων από την αρχή της ανακοπής του επέμενε ότι μόνο πίνακες είχε παραγγείλει, ενώ και ο μάρτυρας διευκρίνισε στη συνέχεια ότι το «έξαλλος» που είπε στη μαρτυρία το, δεν σήμαινε ότι φώναζε, αλλά ότι αρνείτο τα πάντα. Αναμφίβολα, η μαρτυρία αυτή που έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο δεν συνάδει μόνο με ενοχή, όπως είναι απαραίτητο στην περιστατική μαρτυρία. Και σίγουρα δεν στοιχειοθετεί από μόνη της γνώση.  Ενώ, παρατηρείται περαιτέρω ότι αν πράγματι ο εφεσείων είχε στην κατοχή του και εντός του πακέτου με τους πίνακες, παράνομες ουσίες, η αντίδραση του θα ήταν, αν όντως είχε αντιληφθεί ότι η αστυνομία ήταν στα ίχνη του, όπως ο αστυφ. Γρηγορίου κατέθεσε ενόρκως, να απομακρυνθεί από αυτήν και όχι με επαναστροφή να οδηγήσει τον εαυτόν του κατευθείαν  στα αστυνομικά οχήματα.

 

Γνώση όμως ότι το πακέτο εισήχθη με ναρκωτικές ουσίες μέσα στους πίνακες δεν στοιχειοθετείται ούτε με τη μαρτυρία του Ανδρέα Ιγνατίου, Μ.Κ.3, του τελωνειακού λειτουργού, διότι, όπως ορθά υπέδειξε ο κ. Ταμπούρλας, η ύπαρξη λαδόκολλας που εμπόδιζε την ανίχνευση των ναρκωτικών σύμφωνα με τη θέση του Ιγνατίου, που εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εκ των υστέρων από τον εφεσείοντα εφόσον ουδεμία σχετική ερώτηση απευθύνθη κατά την αντεξέταση του μάρτυρα αυτού, (είχε αντεξεταστεί επί αυτού ο μάρτυρας Γ. Τσιαλή, [*392]Μ.Κ.8, της ΥΚΑΝ Αρχηγείου), δεν είχε εν πάση περιπτώσει τοποθετηθεί από τον εφεσείοντα, ενώ ουδεμία μαρτυρία υπήρξε αναφορικά με οποιαδήποτε διασύνδεση του εφεσείοντος με το άτομο που τοποθέτησε τη λαδόκολλα που παρέμεινε άγνωστος και μόνο εικασίες μπορούν στην πραγματικότητα να γίνουν ότι αυτός ήταν ο φερόμενος ως Anil Kumar, ή, ότι αυτή η τοποθέτηση έγινε τη προτροπή ή στη γνώση του εφεσείοντος.

 

Επομένως, δεν λειτουργούσε εναντίον του εφεσείοντος, η περιστατική μαρτυρία περί μη ανίχνευσης των ναρκωτικών με τη χρήση λαδόκολλας, τόσο διότι ο ίδιος δεν στοιχειοθετήθηκε να έχει οποιαδήποτε ανάμειξη, όσο και διότι πράγματι δεν είχε προσαχθεί κάποια επιστημονική μαρτυρία ότι η χρήση λαδόκολλας εμποδίζει απαραίτητα την ανίχνευση ναρκωτικών.  Ο Μ.Κ. 8, Γ. Τσιαλή, δέχθηκε στην αντεξέταση του ότι δεν ήταν ειδικός στις ακτίνες, ενώ δεν απέκλεισε την πιθανότητα κάποια μηχανήματα να εντοπίζουν τα ναρκωτικά ακόμη και αν έχουν λαδόκολλες. Εν πάση περιπτώσει τα ναρκωτικά δεν βρέθηκαν στην προκείμενη περίπτωση αφού απέτυχαν να εντοπιστούν διά ακτινολογικού ελέγχου, αλλά διότι οι αστυνομικές και τελωνειακές αρχές άνοιξαν απευθείας το πακέτο μετά τις σχετικές πληροφορίες που είχαν ως την ύπαρξη εντός αυτού, ναρκωτικών, (έγγραφο Κ8 του μάρτυρα Τσιαλή).

 

Σχολιάστηκαν ανωτέρω οι μαρτυρίες των Γρηγορίου και Ιγνατίου, ως μη ικανές να προσδώσουν στην περιστατική μαρτυρία τη συνοχή που χρειαζόταν ώστε να είναι τέτοιας αποφασιστικής σημασίας που να είναι ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε άλλη άποψη,  παρά  μόνο με την ενοχή του εφεσείοντος. Περαιτέρω, οι επτά λόγοι που δόθηκαν από το Κακουργιοδικείο ως προς την κατάληξη του ότι τα περιστατικά «…. είναι τέτοια που οδηγούν σε ένα και μόνο συμπέρασμα», το οποίο συμπέρασμα στη συνέχεια εξηγεί να είναι ότι ο εφεσείων σύστησε την εταιρεία του μόνο και μόνο ως «καμουφλάρισμα» των πραγματικών δραστηριοτήτων του και ότι «ασφαλώς και γνώριζε ότι μέσα στα κάδρα είχαν συσκευασθεί με επαγγελματικό τρόπο ναρκωτικά …..», δεν είναι συμβατοί (οι λόγοι αυτοί), μόνο με ενοχή.

 

Η περιστατική μαρτυρία όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί δεν είναι υποδεέστερη της άμεσης μαρτυρίας και όταν είναι «…. συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους …..», (δέστε Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, σελ. 119-120, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 748 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (2010) 2 [*393]Α.Α.Δ. 525). Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να συνδέει τον κατηγορούμενο με το αδίκημα αποδεικνύοντας την ενοχή του κατά τρόπο άμεσο και ταυτόχρονα ασυμβίβαστο με άλλη λογική επ’ αυτής ερμηνεία, (Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73). Πρέπει η περιστατική μαρτυρία να αποτελεί τη μόνη λογική κατάληξη ως προς την ενοχή του κατηγορούμενου χωρίς να υπάρχουν κενά στην πορεία της, ώστε να υπάρχει η αναγκαία ασφάλεια στην απόφαση περί ενοχής, (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου – πιο πάνω –).

 

Η περιστατική μαρτυρία πρέπει, τέλος, να είναι καταλυτική ως προς την ενοχή και οι κρίκοι της αλυσίδας της να είναι συνεκτικά στερεωμένοι μεταξύ τους ώστε να μην υπάρχει έδαφος για άλλη λογική εξήγηση.

 

Η ενοικίαση από μόνη της ενός υποστατικού και μάλιστα μετά από νομότυπη σύσταση εταιρείας, δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας εναντίον του εφεσείοντος. Ιδιαίτερα, όταν η έρευνα εντός του υποστατικού, όπως κατέδειξε η μαρτυρία του Αστυφ. 1790 Α. Ανδρέου, Μ.Κ.1, δεν απεκάλυψε οτιδήποτε το παράνομο. Όπως, παρενθετικά, ούτε και η έρευνα στο σπίτι των γονιών του εφεσείοντος στη Λεμεσό, πλην μικρής ποσότητας ρητίνης κάνναβης για δική του  χρήση που αποτέλεσε το υπόβαθρο για την τέταρτη κατηγορία. Πρόσθετα, η αποστολή χρημάτων από τον εφεσείοντα προς τον Anil Kumar, δυσανάλογα μεγάλων προς την αξία των εμπορευμάτων που λάμβανε, συμπεριλαμβανομένων και των πινάκων, δεν εξυπάκουε απαραίτητα και την αναγκαία γνώση για την απόκρυψη ναρκωτικών εντός των πινάκων που είναι εδώ και το ζητούμενο. Ο εφεσείων συνέστησε εταιρεία και εμπορευόταν όπως ο ίδιος νόμιζε καλύτερα, με σκοπό την επίτευξη νόμιμου κέρδους. Η πληρωμή των διαφόρων εξόδων, όπως ενοίκιο και κοινωνικές ασφαλίσεις νομότυπα γινόταν και επιβεβλημένα. Αν ο εφεσείων προσχεδίαζε την άφιξη ναρκωτικών προς τι η ταυτόχρονη ενοικίαση υποστατικού, που είχε έξοδα, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να τοποθετούσε σ’ αυτό εμπορεύματα ώστε να παρουσιάζεται ότι εμπορευόταν κανονικά. Ούτε ο εφεσείων ρωτήθηκε ποτέ στην αντεξέταση του πού έβρισκε τα χρήματα και πλήρωνε τα έξοδα της ενοικίασης, ενώ είχε έσοδα μόνο €600 για την περίοδο Απριλίου 2009-Απριλίου 2010, όπως είπε το Κακουργιοδικείο, ώστε να συνδεθεί αυτή η ενοικίαση με παράνομο σκοπό.

 

Βεβαίως, ως η νομολογία υποδεικνύει, διαζευκτικές εκδοχές [*394]πρέπει, για να συζητούνται βάσιμα, να είναι στην ολότητα της μαρτυρίας τέτοιες, που να θεωρούνται εύλογες, διαφορετικά το Δικαστήριο θα καλείτο να εξετάζει πιθανότητες ή εικασίες που δεν μπορούν εύλογα να εξαχθούν από την ενώπιον του μαρτυρία, (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ, 41 και Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706). Από την άλλη, όμως, η εκδοχή ενός κατηγορούμενου δεν πρέπει να απορρίπτεται άνευ ετέρου μεταφέροντας ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό, βάρος στους ώμους του, όταν η εκδοχή αυτή αναδύεται ως πιθανή από τα γεγονότα. Η πιθανότητα αυτή πρέπει, αντικειμενικά, να θεωρείται εύλογη, χωρίς βέβαια να χρειάζεται να αποδειχθεί οτιδήποτε από τον κατηγορούμενο. Η χρήση από το Κακουργιοδικείο έντονων φράσεων προς απόρριψη της εκδοχής του, ως «παιδαριώδης» και προκαλούσα «την στοιχειώδη νοημοσύνη», δεν το άφησε, κατά την κρίση μου, ανεπηρέαστο, ως προς μια νηφάλια και αποστασιοποιημένη εξέταση της εκδοχής του εφεσείοντος υπό το φως της ολότητας της ενώπιον του μαρτυρίας. Η εκδοχή του εφεσείοντος, κατά την άποψη μου, ήταν εύλογη, στοιχειοθετημένη από σωρεία δεδομένων.

 

Ο εφεσείων προσπαθούσε να λειτουργήσει μια επιχείρηση.  Είχε σχέση με μια Ινδή την οποία εμπιστευόταν. Γνωρίστηκε μέσω της με κάποιο ονόματι Anil Kumar και προσπάθησε να συνεργαστεί μαζί του. Αποδεδειγμένα απέστειλε χρήματα μέσω της Western Union στον Anil Kumar και άλλα πρόσωπα, με αποτέλεσμα η αντεξέταση του εφεσείοντος από τη Δημοκρατία και η υποβολή ότι ουδέποτε έστειλε χρήματα στην Ινδία μέσω της Western Union, να καταρρίπτεται. Το γεγονός ότι στους πίνακες ήταν κρυμμένα ναρκωτικά δεν εξυπάκουε και γνώση του εφεσείοντος τη στιγμή που όταν οι πίνακες περιήλθαν στην κατοχή του ουδέν ανευρέθη, ούτε ο εφεσείων από την παραλαβή των πινάκων, μέχρι και την ανακοπή του από την αστυνομία, συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο που να υποδείκνυε, έστω κατ’ ελάχιστον, τέτοια γνώση. Και βέβαια το γεγονός ότι εντοπίστηκε στο δωμάτιο του η μικρή ποσότητα των 0,948 γρ. ρητίνης κάνναβης λόγω εξάρτησης του, όντας χρήστης, δεν παραπέμπει και σε εμπορία ή εισαγωγή ναρκωτικών.

 

Όσον αφορά το στάδιο κατά το οποίο συντελέστηκε η εισαγωγή των ναρκωτικών, το Κακουργιοδικείο φαίνεται στην απόφαση του να δέχεται (δεν το αποφασίζει ρητά), ότι η υπό του εφεσείοντος κατοχή των ναρκωτικών θα συντελείτο με την εκ μέρους του απόκτηση φυσικού ελέγχου του πακέτου από την Aramex στη Λευκωσία. Αθωώνοντας και απαλλάσσοντας όμως [*395]τον εφεσείοντα από τις κατηγορίες της κατοχής, γεγονός που εξυπάκουε ότι δεν είχε γνώση του περιεχομένου των πινάκων, η λόγω της φυσικής παραλαβής του δέματος στη Λευκωσία, απόδοση στον εφεσείοντα της γνώσης ότι αυτό το δέμα περιείχε κατά την προηγούμενη άφιξη του στη Λάρνακα, παράνομες ουσίες, ήταν πλέον απομακρυσμένη και έτι δυσκολότερο να αποδειχθεί.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, θα επέτρεπα την έφεση με αποτέλεσμα την αθώωση του εφεσείοντα και στην πρώτη κατηγορία της εισαγωγής, με συνακόλουθο την ακύρωση και της επιβληθείσας ποινής.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο