(2013) 2 ΑΑΔ 505
[*505]18 Ιουλίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΤΑΣΟΥ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 110/2012)
Ποινή ― Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Άρθρα 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα ― Επικύρωση καταδίκης και επιβληθείσας ποινής φυλάκισης δύο χρόνων.
Ποινικός Κώδικας ― Ψευδείς παραστάσεις ― Αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν σε έντονο βαθμό, το στοιχείο της απάτης, διότι υπονομεύουν τις συναλλαγές μεταξύ πολιτών, στοιχείο που επιβάλλει την επιβολή ποινών αποτρεπτικού χαρακτήρα.
Μαρτυρία ― Περιστατική μαρτυρία ― Όχι μόνο θα πρέπει να συμβιβάζεται με την ενοχή του κατηγορουμένου, αλλά και δεν θα πρέπει να συμβιβάζεται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα από το συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Ανήκει κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο εκεί όπου οι διαπιστωθείσες αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής και δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια, ή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Σε περιπτώσεις αντιφάσεων που αφορούν σε παρεμφερή ή δευτερεύουσας σημασίας γεγονότα, περιθώριο μιας τέτοιας επέμβασης δεν χωρεί.
Μαρτυρία ― Ανόμωτη δήλωση ― Αποδεικτική αξία ― Ενώ δεν συνιστά μαρτυρία με την αυστηρή έννοια του όρου, εντούτοις, δεν είναι χωρίς καμιά απολύτως αποδεικτική αξία και ισχύ ― Έχει πειστική παρά [*506]αποδεικτική αξία.
Ποινή ― Υπερβολικότητα ― Για να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου σε επιβληθείσα ποινή, το στοιχείο της υπερβολικότητας της θα πρέπει να είναι διάχυτο σ’ αυτήν ― Επιτρέπεται μόνο εκεί όπου η επιβληθείσα ποινή είναι είτε προϊόν σφάλματος αρχής είτε υπερβολική.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος ύστερα από ακροαματική διαδικασία σε τρεις κατηγορίες· της πλαστογραφίας εγγράφου κατά παράβαση των Άρθρων 331, 332, 333(δ)(i), 334 και 335 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των Άρθρων 331, 332, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα και της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και συγκεκριμένα του ποσού των €23.000, κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 298 του ίδιου Κώδικα.
Σύμφωνα με τα διαπιστωθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο γεγονότα της υπόθεσης, ο εφεσείων πλαστογράφησε την υπογραφή του γιου του (Μ.Κ.2), σε συμβόλαιο ενοικιαγοράς το οποίο αφού έθεσε σε κυκλοφορία παρουσιάζοντας το στο Μ.Κ.6, ο οποίος με τη σειρά του το διαβίβασε στην Τράπεζα Κύπρου, απέσπασε -με τη μορφή χρηματοδότησης, ενός αυτοκινήτου μάρκας BMW 318i coupe, η οποία εξασφαλίστηκε στο όνομα του γιου του- το χρηματικό ποσό των €23.000. Με την εξασφάλιση της χρηματοδότησης, το συγκεκριμένο αυτοκίνητο περιήλθε στην κατοχή του εφεσείοντα.
Τα εν λόγω γεγονότα αποκαλύφθηκαν όταν η εμπορική τράπεζα που χορήγησε τη χρηματοδότηση άρχισε να οχλεί το Μ.Κ.2, ζητώντας του να καταβάλει τις καθυστερημένες δόσεις. Επειδή ο εφεσείων, στον οποίο ο Μ.Κ.2 αρχικά αποτάθηκε, δεν τήρησε τις υποσχέσεις του να διευθετήσει το θέμα, ο Μ.Κ.2 κατήγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για την Κατηγορούσα Αρχή, κατέθεσαν έξι συνολικά μάρτυρες, ενώ ο εφεσείων επέλεξε, να προβεί σε ανώμοτη δήλωση.
Βασικό μέρος του πραγματικού υπόβαθρου επί του οποίου βασίστηκαν πρωτοδίκως οι περί ενοχής του εφεσείοντα διαπιστώσεις, αποτέλεσε και η μαρτυρία του Διευθυντή της εταιρείας, μέσω της οποίας ο εφεσείων απέκτησε το αυτοκίνητο, όπως και η μαρτυρία του υπαλλήλου της. Και των δύο εν λόγω μαρτύρων, η μαρτυρία έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο σύνολο της.
[*507]Σύμφωνα δε με τη μαρτυρία του Μ.Κ.3, ειδικού γραφολόγου, η αμφισβητούμενη υπογραφή στο συμβόλαιο ενοικιαγοράς δεν ήταν η γνήσια υπογραφή του Μ.Κ.2. Ούτε και συνήδε με τα δείγματα υπογραφής των Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6, με τα οποία ο μάρτυρας, επίσης την είχε συγκρίνει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο ως αξιόπιστη στο σύνολο της τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, έκρινε, τον εφεσείοντα ένοχο σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, και του επέβαλε ποινές συντρέχουσας φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των δύο ετών στην κατηγορία της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.
Με την έφεση η οποία στράφηκε τόσο εναντίον της ποινής όσο και εναντίον της καταδίκης, υποστηρίχθηκε ότι:
Λόγοι έφεσης 1, 3, 4, 5, 6 και 8:
H περιστατική μαρτυρία με βάση την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εκείνος που πλαστογράφησε την υπογραφή του Μ.Κ.2, θέτοντας την στο συμβόλαιο ενοικιαγοράς, ήταν ο εφεσείων, δεν συμβιβαζόταν αποκλειστικά με την ενοχή του τελευταίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η μαρτυρία του Μ.Κ.3 δεν ήταν η μόνη περιστατική μαρτυρία που υπήρχε. Αποτελούσε μέρος της περιστατικής μαρτυρίας που αποτέλεσε το πραγματικό υπόβαθρο των περί ενοχής του εφεσείοντα συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
2. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η περιστατική μαρτυρία, αξιολογούμενη στο σύνολό της, όχι μόνο συμβιβαζόταν με την ενοχή του τελευταίου, δηλαδή ότι το πρόσωπο που πλαστογράφησε την υπογραφή του Μ.Κ.2 ήταν ο εφεσείων, αλλά και δεν συμβιβαζόταν με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα. Δεν παρεχόταν περιθώριο επέμβασης στο συγκεκριμένο τομέα.
3. Οι περί του αντιθέτου εισηγήσεις της υπεράσπισης, αφορούσαν σε θεωρίες/εικασίες οι οποίες δεν εξάγονταν εύλογα από την ολότητα της μαρτυρίας, έτσι ώστε να εγειρόταν θέμα εξέτασης τους από το Δικαστήριο.
4. Στην πραγματικότητα, ούτε ίχνος ερείσματος εύρισκαν στη μαρτυρία. Εξάλλου, ούτε καν υποβλήθηκαν οι εν λόγω ισχυρισμοί [*508]στους μάρτυρες, από την υπεράσπιση κατά την αντεξέταση, έτσι ώστε να τύγχαναν σχολιασμού.
Λόγοι έφεσης 2 και 9:
Ήταν εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το αξιόπιστο της εκδοχής των Μ.Κ.2, Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι «αντιφάσεις» στη μαρτυρία μαρτύρων, τις οποίες εντόπισε η υπεράσπιση, ουσιαστικά δεν αφορούσαν αντιφάσεις με την αυστηρή έννοια του όρου. Στην ουσία, επρόκειτο για στοιχεία που άπτονταν της βαρύτητας που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέδωσε στη μαρτυρία των συγκεκριμένων μαρτύρων, παρά της αξιοπιστίας τους.
2. Οι κάποιου είδους αντιφάσεις στη μαρτυρία των Μ.Κ. 2, 5 και 6, που όντως υπήρχαν, ήταν μικροαντιφάσεις, δευτερεύουσας σημασίας, οι οποίες κάθε άλλο παρά άφηναν περιθώριο επέμβασης.
Λόγος έφεσης 7:
Ήταν εσφαλμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την υιοθέτηση της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν διαπιστωνόταν οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντος.
2. Η κατάληξη του να μην την αγνοήσει, δεν παρέμεινε μια φραστική διακήρυξη. Αυτό προέκυπτε από αυτή την ίδια την εκκαλούμενη απόφαση στην οποία η πρωτόδικη δικαστής, σε αρκετές περιπτώσεις έκανε αναφορά στην εκδοχή του εφεσείοντος, όπως αυτή προβλήθηκε στην κατάθεση του στην αστυνομία.
Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίφθηκε.
Λόγοι έφεσης 10-15 κατά της ποινής:
Η επιβληθείσα ποινή των δύο ετών στο αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, δεν αρμόζει με τις προσωπικές [*509]περιστάσεις του εφεσείοντα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην υπό κρίση περίπτωση, ο εφεσείων δεν δίστασε με κίνητρο του αποκλειστικά την ιδιοτέλεια, να προβεί στις συγκεκριμένες εγκληματικές ενέργειες με στόχο την επίτευξη ευτελούς σκοπού∙ να κυκλοφορεί δηλαδή με πολυτελές αυτοκίνητο, ανεξάρτητα των συνεπειών των ενεργειών του.
2. Δεν τίθετο ζήτημα καθυστέρησης για να μπορεί να προσμετρήσει ως μετριαστικός παράγοντας και προς όφελος του κατηγορούμενου- εφεσείοντα, δεδομένων των αναβολών δικασίμων που υπήρξαν συνεπεία μη εμφανίσεων εφεσείοντα.
3. Η ποινή των δύο χρόνων που επεβλήθη στον εφεσείοντα, ούτε υπερβολική μπορούσε να κριθεί, ούτε αποτέλεσμα σφάλματος αρχής.
Και η έφεση κατά της ποινής απορρίφθηκε.
Η έφεση κατά της καταδίκης και κατά της ποινής απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Παφίτης ν. Δημοκρατίας, (1999) 2 Α.Α.Δ. 444,
Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ 32,
Kesov κ.ά. ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 348,
R. v. Cambell [1979] 69 Cr. App. R. 221,
Anastasiades v. Republic (1997) 2 C.L.R. 97,
Khadar a.o. v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 152,
Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195,
Σίφουνας ν. Αστυνομίας, (2007) 2 Α.Α.Δ. 91,
Πέτρου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 91,
Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286,
[*510]Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Κουνίδου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 5450/10), ημερομηνίας 2/5/12.
Ν. Νικήτας, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κωνσταντίνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία σε τρεις κατηγορίες∙ της πλαστογραφίας εγγράφου κατά παράβαση των Άρθρων 331, 332, 333(δ)(i), 334 και 335 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (πρώτη κατηγορία), της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των Άρθρων 331, 332, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα (δεύτερη κατηγορία) και της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και συγκεκριμένα του ποσού των €23.000, κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 298 του ίδιου Κώδικα (τρίτη κατηγορία).
Σύμφωνα με τα διαπιστωθέντα από το πρωτόδικο δικαστήριο γεγονότα της υπόθεσης, ο εφεσείων πλαστογράφησε την υπογραφή του γιου του Αναστάση Δρουσιώτη (Μ.Κ.2), σε συμβόλαιο ενοικιαγοράς το οποίο αφού έθεσε σε κυκλοφορία παρουσιάζοντας το στο Δημήτρη Αναστασίου (Μ.Κ.6), ο οποίος με τη σειρά του το διαβίβασε στην Τράπεζα Κύπρου, απέσπασε με τη μορφή χρηματοδότησης που εξασφαλίστηκε στο όνομα του γιου του, ενός αυτοκινήτου μάρκας BMW 318i coupe, το χρηματικό ποσό των €23.000. Με την εξασφάλιση της χρηματοδότησης, το συγκεκριμένο αυτοκίνητο περιήλθε στην κατοχή του εφεσείοντα. Τα εν λόγω γεγονότα ήλθαν σε φως όταν η εμπορική τράπεζα που χορήγησε τη χρηματοδότηση άρχισε να ενοχλεί το Μ.Κ.2, ζητώντας του να καταβάλει τις καθυστερημένες δόσεις. Επειδή ο εφεσείων, στον οποίο ο Μ.Κ.2 αρχικά αποτάθηκε, δεν τήρησε τις υποσχέσεις του να διευθετήσει το θέμα, ο Μ.Κ.2 κατήγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία.
[*511]Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, για την Κατηγορούσα Αρχή, κατέθεσαν έξι συνολικά μάρτυρες, ενώ ο εφεσείων επέλεξε, όπως εξάλλου ήταν δικαίωμα του, να προβεί σε ανώμοτη δήλωση. Συγκεκριμένα, με δήλωση του από το εδώλιο, υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του στην αστυνομία.
Σύμφωνα με το Μ.Κ.2, η μαρτυρία του οποίου έγινε στην ολότητα της αποδεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο, αποτέλεσε δε βασικό μέρος του πραγματικού υπόβαθρου στο οποίο βασίστηκαν οι περί ενοχής του εφεσείοντα διαπιστώσεις, το γεγονός ότι ο πατέρας του απέκτησε το συγκεκριμένο αυτοκίνητο περιήλθε σε γνώση του περί το τέλος Αυγούστου 2008. Το γεγονός όμως ότι ως ενοικιαγοραστής στο σχετικό συμβόλαιο ενοικιαγοράς, φερόταν ο ίδιος, το πληροφορήθηκε τέσσερις περίπου μήνες πριν καταγγείλει την υπόθεση στην αστυνομία, όταν υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου του τηλεφώνησε για να τον πληροφορήσει ότι καθυστερούσε τις δόσεις του. Διαμαρτυρήθηκε έντονα στον πατέρα του, ο οποίος τον καθησύχασε υποσχόμενος να διευθετήσει το θέμα, πράγμα όμως το οποίο δεν έπραξε. Ο μάρτυρας ουδέποτε συγκατατέθηκε στην απόκτηση του συγκεκριμένου αυτοκινήτου από τον πατέρα του, ούτε και υπέγραψε ποτέ το σχετικό έγγραφο ενοικιαγοράς. Δεν γνώριζε ποιος πλαστογράφησε την υπογραφή του στο συγκεκριμένο έγγραφο, το οποίο καταρτίστηκε εν αγνοία του. Κατάγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία γιατί ο πατέρας του, παρά την τρίμηνη προθεσμία που ο μάρτυρας του παρέσχε, δεν τήρησε την υπόσχεση του να διευθετήσει το όλο θέμα, με αποτέλεσμα η τράπεζα να του κινήσει αγωγή, επιδιώκοντας την είσπραξη από τον ίδιο των οφειλόμενων, δυνάμει του συμβολαίου ενοικιαγοράς, ποσών.
Βασικό μέρος του πραγματικού υπόβαθρου επί του οποίου βασίστηκαν πρωτοδίκως οι περί ενοχής του εφεσείοντα διαπιστώσεις, αποτέλεσε και η μαρτυρία του Διευθυντή της εταιρείας Shikkis Motors Ltd., μέσω της οποίας ο εφεσείων απέκτησε το αυτοκίνητο, Ανδρέα Σιήκκη (Μ.Κ.5), όπως και η μαρτυρία του υπαλλήλου της εν λόγω εταιρείας, Δημήτρη Αναστάση (Μ.Κ.6). Και των δύο εν λόγω μαρτύρων, η μαρτυρία έγινε δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο στο σύνολο της.
Σύμφωνα με τους πιο πάνω δύο μάρτυρες, εκείνος που εισηγήθηκε τον καταρτισμό της συμφωνίας ενοικιαγοράς στο όνομα του Μ.Κ.2 ως ενοικιαγοραστή, αντί στο όνομα του εφεσείοντα, ήταν ο ίδιος ο εφεσείων, επειδή, όπως τους ανέφερε, η τράπεζα δεν θα ήταν διατεθημένη, λόγω των κακών σχέσεων τους, να χρηματοδοτήσει τον ίδιο, εισήγηση την οποία και δέχθηκαν. Το [*512]συμβόλαιο ενοικιαγοράς συμπληρώθηκε στα γραφεία της εταιρείας από το Μ.Κ.6, ο οποίος αφού το συμπλήρωσε, στη συνέχεια το παρέδωσε στον εφεσείοντα, κατόπιν που ο τελευταίος τον έπεισε να του το παραδώσει με σκοπό να το μεταφέρει στο γιο του Μ.Κ.2 για να το υπογράψει ως ενοικιαγοραστής. Όπως ανέφερε ο εφεσείων στο Μ.Κ.6, ο γιος του αδυνατούσε να μεταβεί στα γραφεία της εταιρείας στην Πάφο για να υπογράψει, λόγω απόστασης και συγκεκριμένα επειδή διέμενε στη Λεμεσό. Ο εφεσείων ήταν και το πρόσωπο που την επομένη επέστρεψε, σύμφωνα με το Μ.Κ.6, το συμβόλαιο υπογεγραμμένο από το Μ.Κ.2 ως ενοικιαγοραστή. Στη συνέχεια, ο Μ.Κ.6 προώθησε το συμβόλαιο στην Τράπεζα Κύπρου, με την έγκριση της οποίας ολοκληρώθηκε η ενοικιαγορά και τα χρήματα καταβλήθηκαν στην εταιρεία.
Για σκοπούς ολοκλήρωσης της εικόνας που αναδύεται μέσα από τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, μαρτυρία η οποία υπενθυμίζουμε έγινε δεκτή στο σύνολο της ως αξιόπιστη, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε και στη μαρτυρία των Μ.Κ. 1, 3 και 4.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Κ.3, ειδικού γραφολόγου, η αμφισβητούμενη υπογραφή στο συμβόλαιο ενοικιαγοράς δεν ήταν η γνήσια υπογραφή του Μ.Κ.2. Ούτε και συνήδε με τα δείγματα υπογραφής των Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6, με τα οποία ο μάρτυρας, επίσης την είχε συγκρίνει. Αναφορικά με τα δείγματα υπογραφής που αποδίδοντο στον εφεσείοντα, η θέση του μάρτυρα ήταν ότι επειδή τα εν λόγω δείγματα ήταν γραμμένα ολογράφως, η οποιαδήποτε σύγκριση με την αμφισβητούμενη υπογραφή, καθίστατο αδύνατη. Αν και δεν πρόκειται για τη γνήσια υπογραφή των Μ.Κ.2, Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6, η αμφισβητούμενη υπογραφή «μπορεί να είναι φανταστική» και να τέθηκε από οποιοδήποτε.
Σύμφωνα με τη Μ.Κ.4, υπάλληλο κατά τον ουσιώδη χρόνο στο τμήμα ενοικιαγορών της Τράπεζας Κύπρου στην Πάφο, το συμβόλαιο παρουσιάστηκε στην τράπεζα δεόντως συμπληρωμένο και υπογραμμένο από όλους τους εμπλεκόμενους. Η χρηματοδότηση εγκρίθηκε και τα χρήματα καταβλήθηκαν στην εταιρεία Shikkis. Επειδή σημειώθηκε καθυστέρηση στην καταβολή των δόσεων, η μάρτυς επικοινώνησε με το Μ.Κ.2, τηλεφωνικά, τον οποίο και ενημέρωσε σχετικά. Ο τελευταίος αντέδρασε, δηλώνοντας πλήρη άγνοια για την ύπαρξη της ενοικιαγοράς. Τελικά η τράπεζα κινήθηκε εναντίον του Μ.Κ.2 δικαστικά για είσπραξη των οφειλόμενων δυνάμει του συμβολαίου, ποσών.
[*513]Τέλος, ως Μ.Κ.1 κατέθεσε ο Αστυνομικός, εξεταστής της υπόθεσης, του οποίου η μαρτυρία περιστράφηκε γύρω από τις ενέργειες στις οποίες προέβη στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο εφεσείων επέλεξε να κάμει χρήση του δικαιώματος του να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, στα πλαίσια της οποίας υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης του στην αστυνομία. Στην εν λόγω κατάθεση ο εφεσείων, δήλωσε πλήρη άγνοια του γεγονότος της πλαστογραφίας και των συνθηκών κάτω από τις οποίες η υπογραφή του γιου του πλαστογραφήθηκε στο συμβόλαιο, αφήνοντας, εμμέσως πλην σαφώς, αιχμές κατά του Μ.Κ.6, στην κατοχή του οποίου το συμβόλαιο βρισκόταν, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, συνεχώς, για πλαστογράφηση του εγγράφου ενοικιαγοράς. Ο Μ.Κ.6 στον οποίο ο εφεσείων είχε αναφέρει ότι αντιμετώπιζε δυσκολίες στο να πείσει το γιο του να μεταβεί στην Πάφο στα γραφεία της εταιρείας για να υπογράψει το συμβόλαιο, τον καθησύχασε ότι θα κανόνιζε ο ίδιος το ζήτημα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού με αναφορά σε σχετική με το θέμα νομολογία, διευκρίνισε ότι δεν θα αγνοήσει την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα, αλλά θα την λάβει υπόψη, προτού αποφασίσει κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή πέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή της, στη συνέχεια, αποδεχόμενο ως αξιόπιστη στο σύνολο της τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, έκρινε, με αναφορά και πάλι σε σχετική με το θέμα νομολογία, τον εφεσείοντα ένοχο σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, επέβαλε δε στον τελευταίο ποινές συντρέχουσας φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των δύο ετών στην κατηγορία της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις (3η κατηγορία).
Η ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου, αμφισβητείται από τον εφεσείοντα με εννέα λόγους έφεσης (1 έως 9), ενώ με άλλους έξι (10 έως 15) αμφισβητείται ως έκδηλα υπερβολική η ποινή φυλάκισης των δύο ετών που του επεβλήθη στην κατηγορία 3.
Από τους εννέα λόγους έφεσης που στρέφονται εναντίον της καταδίκης, οι έξι (λόγοι έφεσης 1, 3, 4, 5, 6 και 8) έχουν κοινό παρονομαστή, τη θέση ότι η περιστατική μαρτυρία επί της οποίας αποκλειστικά εδράζονται οι περί ενοχής πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι ακροσφαλής καθότι επιδέχεται και άλλες λογικές ερμηνείες και συνάδει και με άλλες λογικές εξηγήσεις, γι’ αυτό και θα τους [*514]εξετάσουμε μαζί. Οι λόγοι έφεσης 2 και 9 έχουν στόχο να πλήξουν την πρωτόδικη κρίση ως προς το αξιόπιστο της μαρτυρίας των Μ.Κ. 2, 5 και 6, γι’ αυτό επίσης θα τους εξετάσουμε μαζί, ενώ με τον έβδομο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της προσέγγισης του πρωτόδικου δικαστηρίου στην ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα.
Λόγοι έφεσης 1, 3, 4, 5, 6 και 8
Κατ’ αρχάς θεωρούμε σκόπιμο να υπομνήσουμε τη θεμελιακή αρχή ότι εκεί όπου η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής εδράζεται πάνω σε περιστατική μαρτυρία, η οποία, ας μη μας διαφεύγει, ποιοτικά δεν υπολείπεται, ούτε είναι υποδεέστερης αξίας από την άμεση μαρτυρία, η μαρτυρία αυτή όχι μόνο θα πρέπει να συμβιβάζεται με την ενοχή του κατηγορουμένου, αλλά και δεν θα πρέπει να συμβιβάζεται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα από το συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα. (Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444).
Στην κρινόμενη περίπτωση, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, επισημαίνοντας την αδυναμία της Κατηγορούσας Αρχής να συνδέσει επιστημονικά και συγκεκριμένα γραφολογικά, κατά τρόπο άμεσο την αμφισβητούμενη υπογραφή με τον εφεσείοντα, υποστήριξε, παραπέμποντας προς τούτο στη μαρτυρία του ειδικού γραφολόγου, Μ.Κ.3 και ιδιαίτερα στην αναφορά του ότι η συγκεκριμένη υπογραφή ενδεχομένως να πρόκειται για «φανταστική» υπογραφή, η οποία θα μπορούσε να τεθεί από οποιοδήποτε, ότι η περιστατική μαρτυρία με βάση την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εκείνος που πλαστογράφησε την υπογραφή του Μ.Κ.2, θέτοντας την στο συμβόλαιο ενοικιαγοράς, ήταν ο εφεσείων, δεν συμβιβάζεται αποκλειστικά με την ενοχή του τελευταίου. Συμβιβάζεται και με άλλο λογικό συμπέρασμα, όπως π.χ. «ο ίδιος ο ΜΚ2 ........ να έθεσε ψευδώς την υπογραφή του, έτσι ώστε να φαίνεται ως πλαστογραφημένη» ή «ο ΜΚ6 βασιζόμενος στην προηγούμενη σχέση που είχε η εταιρεία του σύγαμβρου του με την οικογένεια του εφεσείοντα σε άλλη επιτυχή συναλλαγή που είχαν, αλλά και επειδή η εταιρεία SHIKKIS ανήκε στο σύγαμβρο του και θα τον βοηθούσε μ’ αυτό τον τρόπο παίρνοντας και αυτός την ανάλογη προμήθεια από την πώληση του εν λόγω αυτοκινήτου και/ή εξασφαλίζοντας τα χρήματα από την Τράπεζα, .... επικοινώνησε με τον ΜΚ2, ο οποίος αρνήθηκε να υπογράψει και τότε ο ΜΚ6 για να μην «χαλάσει η πράξη», είτε έθεσε ο ίδιος με φανταστική υπογραφή στη θέση του ενοικιαστή ως υπογραφή του ΜΚ2 και ακο[*515]λούθως την πιστοποίησε, είτε είπε σε κάποιον άλλο να υπογράψει είτε φανταστικά είτε πραγματικά στη θέση του ενοικιαστή και στη συνέχεια πιστοποίησε την εν λόγω υπογραφή».
Οι πιο πάνω θέσεις της υπεράσπισης δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Η μαρτυρία του Μ.Κ.3 δεν είναι η μόνη περιστατική μαρτυρία που υπάρχει. Αποτελεί μέρος της περιστατικής μαρτυρίας που αποτέλεσε το πραγματικό υπόβαθρο των περί ενοχής του εφεσείοντα συμπερασμάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επομένως, το ζητούμενο δεν είναι αν η συγκεκριμένη πτυχή της περιστατικής μαρτυρίας δεν συμβιβάζεται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα από το συμπέρασμα ότι ο εφεσείων πλαστογράφησε την υπογραφή του Μ.Κ.2, αλλά αν η περιστατική μαρτυρία αξιολογούμενη στο σύνολο της δεν συμβιβάζεται με τέτοιο άλλο λογικό συμπέρασμα.
Στην παρούσα περίπτωση, παρατηρούμε τα εξής: Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, όταν το συμβόλαιο ενοικιαγοράς περιήλθε στην κατοχή του εφεσείοντα, σ’ αυτό δεν υπήρχε η υπογραφή του ενοικιαγοραστή και συγκεκριμένα δεν υπήρχε η επίδικη υπογραφή. Όταν όμως ο εφεσείων επέστρεψε το συμβόλαιο και το παρέδωσε στο Μ.Κ.6, αυτό έφερε την «υπογραφή» του Μ.Κ.2. Επίσης, η συνομολόγηση της συμφωνίας ενοικιαγοράς στο όνομα του Μ.Κ.2 ήταν επιθυμία του εφεσείοντα, ο οποίος επικαλούμενος τις προβληματικές σχέσεις του με την τράπεζα, σχέσεις οι οποίες θα επενεργούσαν, όπως ανέφερε, στους Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6, ανασταλτικά στη χρηματοδότηση του προσωπικά, από την τράπεζα, εισηγήθηκε για ενοικιαγοραστή το γιο του. Αλλά και η εισήγηση όπως το συμβόλαιο μεταφερθεί για σκοπούς υπογραφής του από το Μ.Κ.2, στη Λεμεσό, όπου ο τελευταίος διέμενε, προήλθε από τον εφεσείοντα ο οποίος, ισχυριζόμενος ότι η μετάβαση του γιου του στα γραφεία της εταιρείας στην Πάφο ήταν προβληματική ενόψει απόστασης, έπεισε το Μ.Κ.6 να του παραδώσει το συμβόλαιο, προθυμοποιούμενος να το μεταφέρει προσωπικά στη Λεμεσό. Δεν το μετέφερε όμως. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Ο εφεσείων όχι μόνο δεν μετέφερε το συμβόλαιο στο Μ.Κ.2, αλλά και δεν ενημέρωσε τον τελευταίο για οτιδήποτε σχετικό με την ενοικιαγορά. Κοντολογίς, αποσιωπά και αποκρύπτει από το γιο του το γεγονός της συνομολόγησης της ενοικιαγοράς στο όνομά του. Ο Μ.Κ.2, ενώ πληροφορήθηκε ότι ο πατέρας του απέκτησε αυτοκίνητο λίγες μέρες μετά την απόκτηση του, το γεγονός ότι η ενοικιαγορά δυνάμει της οποίας το αυτοκίνητο αποκτήθηκε, συνομολογήθηκε στο όνομα του ως ενοικιαγοραστή, το πληροφο[*516]ρήθηκε για πρώτη φορά, μήνες μετά, όχι από τον εφεσείοντα αλλά από την τράπεζα, η οποία επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί του για να του αναφέρει ότι καθυστερεί την πληρωμή δόσεων. Αλλά και όταν ο Μ.Κ.2 διαμαρτυρόμενος ζητά εξηγήσεις από τον εφεσείοντα πατέρα του, ο τελευταίος, αντί οποιασδήποτε άλλης, φυσιολογικά αναμενόμενης, σε περίπτωση που ο Μ.Κ.2 είχε υπογράψει ως ενοικιαγοραστής, αντίδρασης, περιορίστηκε στο να καθησυχάσει το Μ.Κ.2, υποσχόμενος «να τα κανονίσει». Ένα άλλο γεγονός που δεν μπορεί να παραγνωριστεί είναι ότι στο συμβόλαιο ενοικιαγοράς ως διεύθυνση του Μ.Κ.2 δεν καταχωρήθηκε η πραγματική διεύθυνση διαμονής του μάρτυρα στη Λεμεσό, αλλά η διεύθυνση διαμονής του εφεσείοντα στη Χλώρακα, όπου σε κάποια φάση απεστάλη το αντίγραφο του συμβολαίου, εξουδετερώνοντας έτσι τις οποιεσδήποτε πιθανότητες ενδεχομένως να υπήρχαν, να περιέλθει σε γνώση του Μ.Κ.2, οτιδήποτε σχετικό. Όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήγει, «Αυτός ο οποίος δεν ήθελε να γνωρίζει ο ΜΚ2 τι είχε προηγηθεί ήταν ο κατηγορούμενος και γι’ αυτό και μετά δεν του ανέφερε οτιδήποτε». Αν σ’ όλα αυτά προσθέσουμε και το γεγονός ότι την ενοικιαγορά του αυτοκινήτου διαπραγματεύθηκε με την εταιρεία ο ίδιος ο εφεσείων, στην αποκλειστική κατοχή του οποίου περιήλθε τελικά το αυτοκίνητο, δεν θα δυσκολευθούμε να διαπιστώσουμε, διαπίστωση στην οποία και καταλήγουμε, ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η περιστατική μαρτυρία, αξιολογούμενη στο σύνολό της, όχι μόνο συμβιβάζεται με την ενοχή του τελευταίου, δηλαδή ότι το πρόσωπο που πλαστογράφησε την υπογραφή του Μ.Κ.2 ήταν ο εφεσείων, αλλά και δεν συμβιβάζεται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα. Συνεπώς, κρίνουμε ότι δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας στο συγκεκριμένο τομέα.
Δεν έχουν διαφύγει της προσοχής μας οι περί του αντιθέτου εισηγήσεις της υπεράσπισης, στις οποίες έχουμε ήδη αναφερθεί πιο πάνω, γι’ αυτό θεωρούμε περιττό να τις επαναλάβουμε. Περιοριζόμαστε στη διαπίστωση ότι πρόκειται για θεωρίες/εικασίες οι οποίες δεν εξάγονται εύλογα από την ολότητα της μαρτυρίας, έτσι ώστε να εγειρόταν θέμα εξέτασης τους από το δικαστήριο. Στην πραγματικότητα, ούτε ίχνος ερείσματος βρίσκουν στη μαρτυρία. Εξάλλου, ούτε καν υποβλήθηκαν οι εν λόγω ισχυρισμοί στους μάρτυρες, από την υπεράσπιση κατά την αντεξέταση, έτσι ώστε να τύχουν σχολιασμού.
Ενόψει των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1, 3, 4, 5, 6 και 8 δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.
[*517]Λόγοι έφεσης 2 και 9
Στο στόχαστρο των συγκεκριμένων δύο λόγων έφεσης βρίσκεται, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το αξιόπιστο της εκδοχής των Μ.Κ.2, Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί στα πλαίσια συνόψισης της μαρτυρίας τους, πιο πάνω.
Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε θέματα αξιοπιστίας, έχουν κατ’ επανάληψη βεβαιωθεί από τη νομολογία μας, συνοψίζονται δε στην Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 32. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
“.... το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας ανήκει κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο δικαστήριο .... επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο εκεί όπου οι διαπιστωθείσες αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής και δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια, ή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο δικαστήριο. Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις του, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Σε περιπτώσεις αντιφάσεων που αφορούν σε παρεμφερή ή δευτερεύουσας σημασίας γεγονότα, περιθώριο μιας τέτοιας επέμβασης δεν χωρεί. (Βλ. Παντελής Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 172/2009 και 178/2009, ημερομηνίας 21/12/2010 και την εκεί σχετική νομολογία που η απόφαση παραπέμπει).”
Χρήσιμη επίσης αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Kesov κ.ά. ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 348.
Τα στοιχεία που σύμφωνα με τον κ. Νικήτα δικαιολογούν την ανατροπή της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου, αναφορικά με την αξιοπιστία των Μ.Κ.2, Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6, εξειδικεύονται από το συνήγορο στα πλαίσια συζήτησης στο διάγραμμα του, των συγκεκριμένων δύο λόγων έφεσης. Πρόκειται για σύντομες αναφορές, τις οποίες και παραθέτουμε αυτούσιες:
“Ο ΜΚ6 πιστοποιώντας την υπογραφή του ΜΚ2, διέπραξε το αδίκημα του Άρθρου 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, [*518]αφού παρέστησε ψευδώς στην τράπεζα εν γνώσει του, ότι η υπογραφή στη θέση ενοικιαστή ανήκε στον ΜΚ2, ενώ στην πραγματικότητα δεν γνώριζε αν ανήκε σε αυτόν ή όχι, με αποτέλεσμα να εισπράξει η εταιρεία SHIKKIS, της οποίας ιδιοκτήτης είναι ο σύγαμπρος του, το ποσό των 23000 ευρώ, κάτι το οποίο αναγνώρισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό το γεγονός και μόνο, έπρεπε να προβληματίσει έντονα το Πρωτόδικο Δικαστήριο και να αμφιβάλει και απορρίψει την μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα και ούτε η δικαιολογία που έδωσε, ότι τάχα πρώτη φορά έκανε κάτι τέτοιο (δηλαδή να πιστοποιήσει ψευδώς εν γνώσει του την επίδικη υπογραφή, με αποτέλεσμα να εισπράξει ο σύγαμπρος του €23000) ήταν πειστική, ή τουλάχιστον έπρεπε να θεωρηθεί ύποπτη και αναξιόπιστη η εν λόγω μαρτυρία από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ............................................
Οι μαρτυρίες των ΜΚ 2, 5 και 6 είχαν βασικές ασάφειες και/ή ήταν ανειλικρινείς και/ή ήταν αντιφατικές μεταξύ τους σε ουσιώδη σημεία, με αποτέλεσμα η καταδίκη του κατηγορούμενου να ήταν επισφαλής. Το σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις ασάφειες και τα κενά τα οποία άφηνε η μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας με αποτέλεσμα να “σπάζει” ο κρίκος της αλυσίδας που θα έπρεπε να υπάρχει, καθ’ ότι η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής στηριζόταν εξ ολοκλήρου σε περιστατική μαρτυρία και άρα δεν οδηγούσε σε βέβαιο και ασφαλές συμπέρασμα ενοχής του κατηγορούμενου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο ΜΚ2 ανέφερε ενόρκως ότι δεν κατάγγειλε τον πατέρα του γι αυτήν την υπόθεση, αλλά άλλο πρόσωπο, κάτι το οποίο δέχθηκε η Κατηγορούσα αρχή και άρα δέχθηκε με αυτόν τον τρόπο ότι η μαρτυρία του και η αναφορά του σε αυτό το γεγονός αναιρούσε ουσιαστικά όσα είχε πει στην κατάθεση του εναντίον του πατέρα του. Τι άλλο σημαίνει η αναφορά του ότι δεν κατάγγειλε τον πατέρα του, παρά μόνο ότι κατάγγειλε κάποιον άλλο για τον οποίο η κατηγορούσα αρχή δεν μας ανέφερε ο,τιδήποτε και/ή απέκρυψε από το σεβαστό Δικαστήριο; Ο ΜΚ6 ανέφερε ξεκάθαρα ότι η υπογραφή στην θέση ενοικιαστή ανήκει στον ΜΚ2 και όχι ότι είναι η πλαστογραφημένη υπογραφή του. Η ερμηνεία της εν λόγω αναφοράς είναι ξεκάθαρη και στο νόημα αυτής δεν μπορεί να δοθεί άλλη ερμηνεία παρά μόνο αυτή που προκύπτει από μια απλή λεξιλογική ερμηνεία, ότι δηλαδή η υπογραφή στην θέση ενοικιαστή ανήκει στον Αναστάση Δρουσιώτη, δηλαδή τον ΜΚ2. Ας σημειωθεί επίσης ότι η κατηγορούσα αρχή δεν επανεξέτασε τον εν λόγω μάρτυρα, άρα δέχθη[*519]κε την αναφορά του αυτή ως αληθινή. Επιπλέον, ο ΜΚ6 ανέφερε ότι έδωσε το επίδικο συμβόλαιο στον ΜΚ5 για να το υπογράψει, ενώ ο ΜΚ5 είπε εντελώς το αντίθετο, ότι είχε υπογράψει εν λευκώ το εν λόγω συμβόλαιο.”
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ουσία της εκδοχής των συγκεκριμένων αυτών μαρτύρων, αλλά και των άλλων μαρτύρων που κάλεσε η Κατηγορούσα Αρχή, δεν αμφισβητήθηκε στην αντεξέταση, με τις γνωστές συνέπειες που η συγκεκριμένη παράλειψη ενδεχομένως να συνεπάγεται. Επ’ αυτού όχι μόνο δεν προέκυψε διαφωνία, αλλά και σε μια περίπτωση και συγκεκριμένα στην περίπτωση του Μ.Κ.2, η υπεράσπιση επικαλείται τη μη αντεξέταση του μάρτυρα επί συγκεκριμένης πτυχής της μαρτυρίας του, ήτοι, τη μη καταγγελία ονομαστικά του πατέρα του, για σκοπούς τεκμηρίωσης της επί του προκειμένου επιχειρηματολογίας της.
Διεξήλθαμε προσεκτικά τους συγκεκριμένους λόγους έφεσης, την αιτιολογία τους, όπως και τη σχετική επιχειρηματολογία της υπεράσπισης. Έχουμε την άποψη ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι «αντιφάσεις» στη μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων, τις οποίες εντόπισε η υπεράσπιση, ουσιαστικά δεν αφορούν αντιφάσεις με την αυστηρή έννοια του όρου. Στην ουσία, πρόκειται για στοιχεία που άπτονται της βαρύτητας που το πρωτόδικο δικαστήριο προσέδωσε στη μαρτυρία των συγκεκριμένων μαρτύρων παρά της αξιοπιστίας τους. Είναι πιστεύουμε αρκετό να διεξέλθει ένας την επί του προκειμένου πτυχή της επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνηγόρου υπεράσπισης, την οποία έχουμε παραθέσει πιο πάνω, για να διαπιστώσει του λόγου το ασφαλές. Άλλωστε, πώς αλλιώς εξηγείται η αναφορά της υπεράσπισης σε παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου «να λάβει επαρκώς υπόψη τις ασάφειες και τα κενά τα οποία άφηνε η μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας με αποτέλεσμα να «σπάζει» ο κρίκος της αλυσίδας που θα έπρεπε να υπάρχει, καθότι η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής στηριζόταν εξ’ ολοκλήρου σε περιστατική μαρτυρία και άρα δεν οδηγούσε σε βέβαιο και ασφαλές συμπέρασμα ενοχής του κατηγορούμενου;».
Με την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με τη βαρύτητα που προσδόθηκε στην εν λόγω μαρτυρία, όπως και με την ορθότητα των συμπερασμάτων στα οποία το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε με βάση την ολότητα της μαρτυρίας, έχουμε ήδη ασχοληθεί πιο πάνω στα πλαίσια συζήτησης των λόγων έφεσης 1, 3, 4, 5, 6 και 8. Υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε και [*520]εδώ την επί του προκειμένου κατάληξή μας.
Οι κάποιου είδους αντιφάσεις στη μαρτυρία των Μ.Κ. 2, 5 και 6, που όντως υπάρχουν και τις οποίες η υπεράσπιση επιχειρεί να αναδείξει σε αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής δυνάμενες να δημιουργήσουν ρήγμα στην υπόθεση, κάθε άλλο παρά τέτοιας φύσης μορφής και είδους είναι. Πρόκειται για μικροαντιφάσεις, δευτερεύουσας σημασίας, οι οποίες κάθε άλλο παρά αφήνουν περιθώριο επέμβασής μας.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και οι λόγοι έφεσης 2 και 9 δεν μπορούν να επιτύχουν και απορρίπτονται.
Λόγος έφεσης 7
Με το συγκεκριμένο λόγο έφεσης, υπενθυμίζουμε ότι αμφισβητείται η προσέγγιση που το πρωτόδικο δικαστήριο υιοθέτησε της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στο νομολογιακό πλαίσιο που διέπει το θέμα, κατέληξε να μην αγνοήσει την ανώμοτη δήλωση, αλλά αποδίδοντας της «το βάρος που της αρμόζει», να την λάβει υπόψη προτού αποφασίσει κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την υπόθεση της.
Συνοψίζοντας τις αρχές οι οποίες προκύπτουν από τη σχετική με το συγκεκριμένο θέμα νομολογία, μπορεί να λεχθεί ότι μια ανώμοτη δήλωση, ενώ δεν συνιστά μαρτυρία με την αυστηρή έννοια του όρου, εντούτοις, δεν είναι χωρίς καμιά απολύτως αποδεικτική αξία και ισχύ. Μπορεί να βοηθήσει στη θεώρηση της μαρτυρίας υπό κάποια διαφορετική σκοπιά. Μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι έχει πειστική παρά αποδεικτική αξία. Όπως ενδεικτικά λέχθηκε στην υπόθεση R. v. Cambell [1979] 69 Cr. App. R. 221:
“... μια ανώμοτη κατάθεση του κατηγορούμενου, με την πρακτική που επικρατεί σήμερα, φαίνεται να πήρε κάπως σκιερό χαρακτήρα που βρίσκεται στο μισό δρόμο, σε ότι αφορά αξία και βάρος, ανάμεσα σε ένορκη κατάθεση και απλή εξ’ ακοής μαρτυρία. Δεν μπορεί να λέγεται στους ενόρκους ότι οφείλουν να την αγνοήσουν εξ’ ολοκλήρου. Πρέπει να τους λέγεται ότι μπορούν να της δώσουν το βάρος που νομίζουν ότι της αξίζει, αλλά ότι δεν μπορεί να έχει την ίδια αξία, όπως η ένορκη μαρτυρία που δοκιμάστηκε με την αντεξέταση.”
[*521]Χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει στις υποθέσεις Anastasiades v. Republic (1997) 2 C.L.R. 97, Khadar a.o. v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 152, Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195 και Σίφουνας κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 91.
Εξετάσαμε προσεκτικά τη συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης, έχοντας συνέχεια κατά νου τη θέση της υπεράσπισης. Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτόν στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο προσήγγισε την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντος. Η κατάληξη του να μην την αγνοήσει, δεν παρέμεινε μια φραστική διακήρυξη. Αυτό προκύπτει από αυτή την ίδια την εκκαλούμενη απόφαση στην οποία η πρωτόδικη δικαστής, σε αρκετές περιπτώσεις κάμνει αναφορά στην εκδοχή του εφεσείοντος, όπως αυτή προβάλλεται στην κατάθεση του στην αστυνομία.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και ο λόγος έφεσης 7 απορρίπτεται.
Συνεπώς η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.
Λόγοι έφεσης 10-15 κατά της ποινής
Στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, διάφορες ποινές συντρέχουσας φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των δύο ετών που του επιβλήθηκε στην κατηγορία 3, η οποία αφορούσε το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Κεντρική θέση, η οποία αποτελεί θα λέγαμε και το βασικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η σχετική και με τους έξι συγκεκριμένους λόγους έφεσης επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, αποτελεί η θέση ότι η επιβληθείσα ποινή των δύο ετών στο αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, δεν αρμόζει με τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα. Συνοψίζουμε, τις εν λόγω περιστάσεις, όπως αυτές προκύπτουν τόσο από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, που με οδηγίες του πρωτόδικου δικαστηρίου ετοιμάστηκε και τέθηκε ενώπιον του, όσο και από τη λεπτομερή αγόρευση του συνηγόρου του.
Ο εφεσείων είναι ηλικίας 51 ετών, παντρεμένος και πατέρας τριών παιδιών, το ένα από τα οποία, ο Μ.Κ. 2, είναι αρραβωνιασμένος και διαμένει με την αρραβωνιαστικιά του στη Λεμε[*522]σό. Τα άλλα δύο παιδιά του εφεσείοντα, 22 και 14 ετών, αντίστοιχα, διαμένουν μαζί του. Ο μεγαλύτερος είναι ψυχικά ασθενής, ενώ ο μικρότερος είναι μαθητής του γυμνασίου. Ο εφεσείων είναι λευκού ποινικού μητρώου.
Η οικογένεια βοηθείται από το Ταμείο Δημοσίων Βοηθημάτων. Στερείται κινητής περιουσίας, ενώ έχει χρέη συνολικού ύψους €170.000, τα οποία αφορούν δάνεια που η οικογένεια συνήψε από διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τα οποία αδυνατεί να αποπληρώσει. Τα εισοδήματα της οικογένειας συμπληρώνονται από τα έσοδα της επιχείρησης καζαντί που διαχειρίζεται η γυναίκα του.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε στην ορθή του διάσταση και/ή υποτίμησε τον παράγοντα καθυστέρηση. Συγκεκριμένα, δεν έλαβε επαρκώς υπόψη το γεγονός ότι από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την καταδίκη του παρήλθαν τέσσερα περίπου χρόνια.
Η σοβαρότητα των αδικημάτων είναι δεδομένη, όπως δε πολύ εύστοχα σημειώνεται και από το πρωτόδικο δικαστήριο αυτή κατοπτρίζεται από το ύψος της ποινής που ο νομοθέτης έχει προνοήσει. Ιδιαίτερα, για το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, που αποτελεί και το πλέον σοβαρό από τα αδικήματα στα οποία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, ο νομοθέτης προέβλεψε ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε ετών.
Έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί, η σοβαρότητα τέτοιων αδικημάτων, καθότι αυτά ενέχουν, σε έντονο βαθμό, το στοιχείο της απάτης, διότι υπονομεύουν τις συναλλαγές μεταξύ πολιτών, στοιχείο που επιβάλλει την επιβολή ποινών αποτρεπτικού χαρακτήρα. Η σοβαρότητα βέβαια του αδικήματος δεν εξουδετερώνει, όπως ορθά και το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει, την αναγκαιότητα εξατομίκευσης της ποινής. Όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν επιτρέπεται στο βωμό της εξατομίκευσης να θυσιάζεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής. (Βλ. Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286).
Στην υπό κρίση περίπτωση, ο εφεσείων δεν δίστασε με κίνητρο του αποκλειστικά την ιδιοτέλεια, να προβεί στις συγκεκριμένες εγκληματικές ενέργειες με στόχο την επίτευξη ευτελούς σκοπού∙ να κυκλοφορεί δηλαδή με πολυτελές αυτοκίνητο, ανεξάρτητα των συνεπειών των ενεργειών του για την οικογένεια του, μη διστάζοντας μάλιστα να εμπλέξει στην όλη διαδικασία [*523]και το γιο του, ο οποίος παρά την ανεργία που τον μαστίζει, βρέθηκε εκτεθημένος για ένα ποσό της τάξης των €23.000, ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο, στοιχείο το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί ή να υποτιμηθεί.
Η θεμελιακή αρχή η οποία προκύπτει από τη νομολογία είναι πως για να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου σε επιβληθείσα ποινή, το στοιχείο της υπερβολικότητας της θα πρέπει να είναι διάχυτο σ’ αυτήν. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525)
Διεξήλθαμε προσεκτικά την πρωτόδικη απόφαση. Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε που να υποδηλώνει έκδηλη υπερβολή στην ποινή η οποία έχει επιβληθεί. Έχουμε την άποψη πως το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε μια ισοζυγισμένη από όλες τις απόψεις αξιολόγηση τόσο των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντα, όσο και της σοβαρότητας των αδικημάτων στα οποία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος. Ιδιαίτερα ως προς τον παράγοντα καθυστέρηση, επισημαίνουμε τα εξής: Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αναφέρθηκε σε σχετική επί του θέματος νομολογία και επεσήμανε το γεγονός ότι, αν και τα αδικήματα διαπράχθηκαν τον Αύγουστο 2008, δεν ήλθαν στο φως παρά μετά από αρκετό καιρό και συγκεκριμένα μετά που προέκυψαν καθυστερημένες δόσεις, καταγγέλθηκαν δε στην αστυνομία μετά την εκπνοή της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών που ο Μ.Κ.2 έδωσε στον πατέρα του «για να τα κανονίσει», κατέληξε ως εξής:
“Η υπόθεση ορίστηκε για πρώτη φορά στις 2.7.2010 και ο κατηγορούμενος μετά από ακροαματική διαδικασία κρίνεται ένοχος τον Μάρτιο του 2012, δηλαδή μετά από 20 μήνες. Με δεδομένο ότι ο κατηγορούμενος, ενώ του επιδόθηκε το κατηγορητήριο για να εμφανιστεί στο Δικαστήριο στις 2.7.2010 δεν παρουσιάστηκε και εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, ζήτησε στη συνέχεια, μετά την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, 2 φορές χρόνο για να απαντήσει στις κατηγορίες και η υπόθεση αναβλήθηκε μόνο μια φορά λόγω έλλειψης χρόνου του δικαστηρίου, κρίνω ότι δεν υπήρξε ούτε καθυστέρηση στην διάγνωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορούμενου ή έστω καθυστέρηση τέτοια που θα επενεργούσε προς όφελος του, δεδομένης και της πιο πάνω συμπεριφοράς του.
Συνακόλουθα δεν τίθεται ζήτημα καθυστέρησης για να μπορεί να προσμετρήσει ως μετριαστικός παράγοντας και προς όφελος του κατηγορούμενου.”
[*524]Συμφωνούμε την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Με δεδομένο ότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί πρωταρχικό έργο του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου και η επέμβαση του Εφετείου επιτρέπεται μόνο εκεί όπου η επιβληθείσα ποινή είτε είναι προϊόν σφάλματος αρχής (wrong in principle), είτε χρωματίζεται με το στοιχείο της υπερβολικότητας, δεν θα εκφράσουμε οποιαδήποτε υποκειμενική άποψη για την ποινή που έχει επιβληθεί, εφόσον η ποινή των δύο χρόνων που επεβλήθη στον εφεσείοντα ούτε υπερβολική κρίνεται, ούτε αποτέλεσμα σφάλματος αρχής.
Ενόψει των πιο πάνω και η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.
Η έφεση κατά της καταδίκης και κατά της ποινής απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο