(2013) 2 ΑΑΔ 525
[*525]19 Ιουλίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 218/2011)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 222/2011)
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΠΕΛΟΠΙΔΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 218/2011, 222/2011)
Ποινή ― Βιασμός ― Μείωση επιβληθείσας ποινής από δεκατρία σε έντεκα έτη, επί τω ότι ο λιγότερο ενεργός ρόλος τον οποίο διαδραμάτισε ο ένας εφεσείων στο όλο σκηνικό του βιασμού κατά το οποίο ο ίδιος απέσχε της διάπραξης αυτού καθ’ αυτού του αδικήματος, ήταν ένας παράγοντας που θα μπορούσε να προσμετρήσει αναλογικά, σε σχέση με την ποινή που επιβαλλόταν στον άλλο αυτουργό του αδικήματος.
Μαρτυρία ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Συνεργός ― Μάρτυρας εμφανώς αναξιόπιστος δεν μπορεί να τύχει ενίσχυσης εφόσον ελλείπει το αντικείμενο της ενίσχυσης ― Σκοπός δε της ενισχυτικής μαρτυρίας είναι η άρση των εγγενών αδυναμιών στην ποιότητα της μαρτυρίας ενός συνεργού και είναι προς άρση αυτών των αμφιβολιών που αναζητείται ενισχυτική [*526]μαρτυρία για την εμπλοκή του κατηγορούμενου στο έγκλημα.
Αναστολή ποινικής δίωξης ― Η μη δίωξη ή αναστολή της δίωξης ενός των συνεργών ― Δεν αναιρεί το έγκλημα ούτε απαλλάσσει το Δικαστήριο από την υποχρέωση επιβολής της πρέπουσας ποινής στους συνεργούς που καταδικάζονται ― Επενεργεί όμως ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής.
Ίση μεταχείριση κατηγορουμένων ― Η αναγνώριση της αρχής της ίσης μεταχείρισης προκειμένου περί μη δίωξης συνεργού ή διακοπής δίωξης συγκατηγορουμένου, έχει βαθιές ρίζες στο δίκαιο και αποτελεί μέρος του σκληρού πυρήνα της Δικαιοσύνης.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση της μαρτυρίας ― Είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει ― Το πράττει μόνο όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματά του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα.
Ο εφεσείων στην Έφεση αρ. 222/2011 μαζί με τον εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 218/2011, ως συγκατηγορούμενοι με άλλα δύο πρόσωπα στην Υπόθεση αρ. 34444/2010, αντιμετώπισαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού τις ακόλουθες τέσσερις κατηγορίες:
(α) Σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 9(β) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου 87(1)/07 και Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, επί του ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 (ομού με άλλο πρόσωπο) την 4η Δεκεμβρίου 2010, εκμεταλλεύτηκαν σεξουαλικά ενήλικο πρόσωπο, με τη χρήση βίας (πρώτη κατηγορία).
(β) Σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 9(γ) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου 87(1)/07 και Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
(γ) Απαγωγή, κατά παράβαση των Άρθρων 148 και 20 του Ποινικού Κώδικα (τέταρτη κατηγορία).
(δ) Απαγωγή με σκοπό να υποβληθεί πρόσωπο σε βαριά βλάβη, κατά παράβαση των Άρθρων 251 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
[*527] (ε) Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του Άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (ένατη κατηγορία).
(στ) Βιασμός, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, επί του ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 (ομού με άλλο πρόσωπο) την 4η Δεκεμβρίου 2010, ήλθαν σε παράνομο συνουσία με γυναίκα, άνευ της συναινέσεως της (δέκατη κατηγορία).
Οι δύο εφεσείοντες (ως κατηγορούμενοι 1 και 2 αντίστοιχα) δεν παραδέχθηκαν τις κατηγορίες, ενώ ο κατηγορούμενος 1 (εφεσείων στην Έφεση αρ. 222/2011) παραδέχθηκε άλλες δύο κατηγορίες που σχετίζονταν με κατοχή όπλου (κατηγορίες αρ. 6 και 7). Άλλες κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζαν οι δύο εφεσείοντες, αναστάληκαν.
Κατόπιν ακρόασης της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε απόφαση ενοχής των δύο εφεσειόντων σε όλες τις πιο πάνω κατηγορίες και τους επέβαλε τις ακόλουθες ποινές:
Στον κατηγορούμενο 1 (εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 222/2011) στην κατηγορία 6 (κατοχή περιστρόφου) ποινή φυλάκισης 4 χρόνων και στην κατηγορία 7, ποινή φυλάκισης ενός χρόνου.
Στους κατηγορούμενους 1 και 2 στις κατηγορίες 4 και 5 (απαγωγές) ποινή φυλάκισης 2 και 3 χρόνων αντίστοιχα στον καθένα. Στην κατηγορία 10 (βιασμού) ποινή φυλάκισης 13 χρόνων στον κατηγορούμενο 1 και 11 χρόνων φυλάκισης στον κατηγορούμενο 2 (εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 218/2011).
Όλες οι ποινές συνέτρεχαν.
Οι δύο Εφέσεις έτυχαν ακρόασης ενώπιον του Εφετείου διαδοχικά.
Η Έφεση αρ. 218/2011:
Η Έφεση εναντίον της καταδίκης του εφεσείοντα σ’ αυτή την Έφεση, αποσύρθηκε και παρέμεινε προς εξέταση η Έφεση εναντίον της επιβληθείσας ποινής.
Προς υποστήριξη της προβλήθηκαν οι κάτωθι κυρίως λόγοι:
α) Παρατηρήθηκε σημαντική ανισότητα στη μεταχείριση από πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα και στο ύψος της ποινής από το Κακουργιοδικείο, μεταξύ αφενός αυτού του εφεσείοντα (κατηγορούμενου 2) και του κατηγορούμενου 3 ο οποίος αντιμετώπιζε τις [*528]ίδιες κατηγορίες.
β) Ο εφεσείων έτυχε δυσμενούς μεταχείρισης από το Γενικό Εισαγγελέα έναντι του τότε συγκατηγορούμενού του, αφού, χωρίς να δώσει καμιά αιτιολογία, είτε όταν ανέστελλε τις κατηγορίες εναντίον του δεύτερου, είτε όταν αρνείτο να αναστείλει τις ίδιες κατηγορίες εναντίον του πελάτη της, εάν και αυτός παραδεχόταν τις δύο κατηγορίες, επέδειξε άνιση μεταχείριση.
γ) Η ποινή των 11 χρόνων φυλάκισης η οποία επιβλήθηκε στον εφεσείοντα για το βιασμό, δεν αντανακλούσε αυτή τη διάσταση της υπόθεσης, ενώ δημιουργούσε αίσθημα αδικίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Κακουργιοδικείο δεν αγνόησε τη βασική αρχή περί ίσης μεταχείρισης συγκατηγορουμένων σε σχέση με το γεγονός της αναστολής ποινικής δίωξης κάποιων κατηγοριών που βάρυναν ένα εξ αυτών και την ποινή που επιβλήθηκε στις άλλες κατηγορίες.
2. Αντίθετα, στην πρωτόδικη απόφαση για την ποινή, εκφράζεται έντονος προβληματισμός ως προς ακριβώς το θέμα τούτο.
3. Από την άλλη έλαβε υπόψη του και άλλα στοιχεία, όπως το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 3 ήταν ανήλικο πρόσωπο ηλικίας 16 ετών, το ότι αυτός τιμωρήθηκε στη βάση δικής του παραδοχής και όχι κατόπιν ακρόασης, καθώς ασφαλώς και το γεγονός ότι κατά την ακρόαση ο κατηγορούμενος 3, μετά την καταδίκη του, κατέθεσε ως ουσιώδης μάρτυρας κατηγορίας εναντίον των άλλων κατηγορουμένων.
4. Περαιτέρω, όπως εξάγεται από την ίδια απόφαση, η θέση του εφεσείοντα στην παρούσα έφεση ως κατηγορούμενου 2 είχε και κάποια επιβαρυντικά στοιχεία λόγω της όλης ενεργού συμπεριφοράς του κατά τη διάπραξη του αδικήματος του βιασμού.
5. Όπως δε τόνισε το Κακουργιοδικείο, αν δεν λαμβάνονταν υπόψη οι πιο πάνω παράγοντες που έχουν σχέση με την περίπτωση του κατηγορούμενου 3, οι ποινές που θα επιβάλλονταν στον εφεσείοντα θα ήσαν αυστηρότερες.
6. Η ως άνω προσέγγιση ήταν ορθή και ως προς την πρακτική εφαρμογή της στο θέμα των επιβληθεισών ποινών, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις προαναφερθείσες νομικές αρχές.
[*529]Η Έφεση αρ. 222/2011 επιτράπηκε μερικώς και η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην 10η κατηγορία μειώθηκε από 13 χρόνια σε 11 χρόνια.
Η Έφεση αρ. 222/2011:
Με αυτή την έφεση, ο εφεσείων – κατηγορούμενος 1 προσέβαλε την ορθότητα της καταδίκης του στις κατηγορίες 1-5 για τις οποίες διεξήχθη δίκη και όχι στις κατηγορίες 6 και 7 οι οποίες αφορούσαν κατοχή όπλου και τις οποίες είχε παραδεχθεί. Περαιτέρω, προσέβαλε την ορθότητα του ύψους των ποινών που του επιβλήθηκαν.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:
Λόγος Έφεσης Αρ. 1:
Ήταν λανθασμένη και αναιτιολόγητη η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι εδικαιολογείτο η καθυστέρηση της παραπονούμενης ΜΚ1 να καταγγείλει το βιασμό της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όπως προέκυπτε από τη μαρτυρία, η παραπονούμενη για δέκα ημέρες δεν είχε καταγγείλει το βιασμό της, ενώ είχε εν τω μεταξύ δώσει σειρά καταθέσεων.
2. Ήταν αδικαιολόγητος ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η κρίση του Δικαστηρίου ως προς τη δικαιολόγηση της καθυστέρησης της παραπονούμενης να μιλήσει για βιασμό της, ήταν αναιτιολόγητη.
3. Το Δικαστήριο όχι μόνο έδωσε επαρκή αιτιολογία για την κρίση του ως προς την καθυστέρηση της παραπονούμενης να μιλήσει ευθέως για βιασμό της, αλλά και ότι η κρίση του ήταν δικαιολογημένη και εύλογη.
Λόγος έφεσης Αρ. 2:
Υπήρξαν ποικίλες αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε η παραπονούμενη, οι οποίες, καθάπτονταν της αξιοπιστίας της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παραγνώρισε κάποια σημεία της μαρτυρίας της παραπονούμενης που θεωρήθηκαν αντιφατικά, ού[*530]τε και τις σχετικές θέσεις της υπεράσπισης.
2. Ήταν ορθή η προσέγγιση αυτού του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ως προς δε τις γενικότερες παρατηρήσεις του για τον όλο τρόπο παρουσίασης της μαρτυρίας της παραπονούμενης, το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται πάντα σε καλύτερη θέση να προβεί σε τέτοιες παρατηρήσεις που άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα και δεν συνέτρεχε κανένας λόγος επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση.
3. Εκ της φύσεως και του περιεχομένου τους, οι διαστάσεις αυτές στη μαρτυρία δεν ήσαν τέτοιες που να δικαιολογούσαν κατάληξη της αξιολόγησης της μαρτυρίας, διαφορετική από εκείνη στην οποία προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Λόγοι Έφεσης αρ. 3, 4 και 5:
Ήταν εσφαλμένη η αποδοχή της μαρτυρίας, τόσο του ΜΚ2, όσο και της παραπονούμενης (ΜΚ1). Προέκυπταν από τα πρακτικά αντιφάσεις, είτε μεταξύ σημείων μαρτυρίας του ίδιου του ΜΚ2, είτε μεταξύ σημείου μαρτυρίας του ίδιου και της ΜΚ1 παραπονούμενης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Αυτά τα θέματα δεν διέλαθαν της προσοχής του Κακουργιοδικείου κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτού του μάρτυρα. Φαίνεται μάλιστα να απασχόλησαν και να προβλημάτισαν το Δικαστήριο ιδιαίτερα, κάποια θέματα που άπτονταν της εν γένει αξιοπιστίας του ΜΚ2.
2. Ο ΜΚ2 (πρώην κατηγορούμενος 3) ήταν συναυτουργός και ορθά το Κακουργιοδικείο, όπως το ίδιο ανέφερε, προσέγγισε τη μαρτυρία του με αυξημένη εγρήγορση, επιφυλακτικότητα περίσκεψη και καχυποψία. Προειδοποίησε δε ειδικά και ρητά τον εαυτό του για τους κινδύνους από την αποδοχή γενικά της μαρτυρίας του ΜΚ2.
3. Όπως επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο μάρτυρας αυτός είχε αφήσει κάποια κενά και ερωτηματικά που προβλημάτισαν.
4. Υπενθύμισε ωστόσο ότι ήταν ένα άτομο, όχι μόνο νεαρής ηλικίας, αλλά και εμφανώς χαμηλής διανοητικής ικανότητας, γεγονός που αποκαλυπτόταν από την αδυναμία του στην ανάγνωση, στην έκφραση και την εν γένει αντίληψή του.
[*531]5. Αφού έκρινε ότι ο ΜΚ2 δεν μπορούσε να θεωρηθεί εμφανώς αναξιόπιστος, αναζήτησε και εντόπισε στοιχεία μαρτυρίας ενισχυτικής αυτής του ΜΚ2, τα οποία και παρέθεσε στην απόφασή του. Επανήλθε δε στο θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΚ2 υπό το φως και ενισχυτικής μαρτυρίας η οποία ενίσχυε ουσιαστικά τα λεγόμενα του μάρτυρα, και κατέληξε όπως αποδεχθεί τη βασική μαρτυρία του ως αληθή, εκτός από δύο σημεία της, τα οποία και παρέθεσε.
Λόγος Έφεσης Αρ. 8:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη επαρκώς ή καθόλου τη συμμετοχή του εφεσείοντα στα αδικήματα, την αναλογία της ποινής που επιβλήθηκε στον ΜΚ2, προσωπικά περιστατικά, τα προβλήματα υγείας του εφεσείοντα, το γεγονός της αναστολής ποινικής δίωξης του ΜΚ2 στο αδίκημα του βιασμού και τη βία που ασκήθηκε από τους άλλους εμπλεκόμενους στα αδικήματα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο και έλαβε υπόψη του αυτούς τους παράγοντες, και προβληματίστηκε σε σχέση με κάποιους από αυτούς. Επομένως, το οποιοδήποτε παράπονο του εφεσείοντα θα έπρεπε να περιοριστεί στη θέση ότι, αν και λήφθηκαν υπόψη αυτοί οι παράγοντες, εν τούτοις δεν είχαν το ανάλογο αντίκρισμα στο μετριασμό του ύψους των επιβληθεισών ποινών.
2. Η ποινή η οποία θα έπρεπε να επιβληθεί στους δύο εφεσείοντες δεν εδικαιολογείτο να ήταν αυστηρότερη για τον παρόντα εφεσείοντα.
3. Παρόλο ότι η ποινική ευθύνη και των δύο αυτών συγκατηγορουμένων ήταν νομικά η ίδια, εν τούτοις, ο λιγότερο ενεργός ρόλος τον οποίο διαδραμάτισε ο εφεσείων – κατηγορούμενος 1, στο όλο σκηνικό του βιασμού κατά το οποίο ο ίδιος απέσχε της διάπραξης αυτού καθ’ αυτού του αδικήματος, ήταν ένας παράγοντας που θα μπορούσε να προσμετρήσει αναλογικά, σε σχέση με την ποινή που επιβαλλόταν στον άλλο αυτουργό του αδικήματος.
4. Από την άλλη, στην περίπτωση του καθ’ αυτού αυτουργού – εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 218/2011, υπήρχαν οι πιο έντονοι προσωπικοί, οικογενειακοί παράγοντες που μπορούσαν να ληφθούν υπόψη. Επομένως, τελικά η επιβληθείσα ποινή στους δύο αυτούς συγκατηγορούμενους – εφεσείοντες δε θα έπρεπε να ήταν διαφορετική, εις βάρος του εφεσείοντα στην παρούσα έφεση.
[*532]Λόγος Έφεσης Αρ. 11:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρόλο που πίστεψε την παραπονούμενη ΜΚ1, εν τούτοις, δεν έλαβε καθόλου υπόψη ότι η θέση της ήταν ότι ο εφεσείων δεν είχε καμιά σχέση με το βιασμό της.
Αποφασίστηκε ότι:
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο εφεσείων ήταν ο υποκινητής της διάπραξης των αδικημάτων και ο άνθρωπος ο οποίος έδιδε οδηγίες στους συγκατηγορούμενούς του, αλλά και παρέσχε το χώρο, τον τρόπο και την ευκαιρία στους άλλους να δράσουν όπως έδρασαν.
Λόγος Έφεσης Αρ. 12:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψη του ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του γενετιστή μάρτυρα κατηγορίας, υπήρχαν ίχνη της παρουσίας τριών ανδρών στο τροχόσπιτο, δεδομένου ότι το τροχόσπιτο ανήκε στον εφεσείοντα.
Αποφασίστηκε ότι:
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την επιστημονική μαρτυρία του δρα Καριόλου, απλά ως γενικής φύσεως ενισχυτική μαρτυρία της εκδοχής της παραπονούμενης, και όχι ως μαρτυρία που ειδικά ενοχοποιούσε τον εφεσείοντα.
Η Έφεση αρ. 218/2011 απορρίφθηκε.
Η Ποινική Έφεση αρ. 218/2011 απορρίφθηκε.
Η Ποινική Έφεση αρ. 222/2011 επέτυχε μερικώς.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 156,
Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,
Πισιάρας κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 817,
R.K.B. Leathergoods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071,
Zefkas Bros (Fig Tree Bay) Restaurant Ltd. v. Αναστασίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 822,
[*533]Liberty Med. Cruis Mouss Ltd. v. Haris Zacharia Eng. Co. Ltd. (2007) 1 Α.Α.Δ. 916,
Muskita Aluminium Ind. Ltd. κ.ά. ν. Alsako Alumin. Ltd. κ.ά. (Αρ. 2) (2009) 1 Α.Α.Δ. 1481,
Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Εφέσεις από τους Καταδικασθέντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Ψαρά-Μιλτιάδου, Π.Ε.Δ., Ιωαννίδης, Α.Ε.Δ., Τσιβιτανίδου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 34444/10), ημερομηνίας 16/12/11.
Ε. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Έφεση 218/2011.
Μ. Μικελλίδου, για τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Έφεση 222/2011.
Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Ηρ. Κωνσταντινίδου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων στην Έφεση αρ. 222/2011 μαζί με τον εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 218/2011, ως συγκατηγορούμενοι με άλλα δύο πρόσωπα στην Υπόθεση αρ. 34444/2010, αντιμετώπισαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού τις ακόλουθες τέσσερις κατηγορίες:
(α) Σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 9(β) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου 87(1)/07 και Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, επί του ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 (ομού με άλλο πρόσωπο) την 4η Δεκεμβρίου 2010, στην τοποθεσία «Πάμπελα», περιοχή του χωριού Ανώγυρα, της Επαρχίας Λεμεσού, εκμεταλλεύτηκαν σεξουαλικά ενήλικο πρόσωπο, δηλαδή την THI TINH TRAN, από το Βιετνάμ, με τη χρήση βίας (πρώτη κατηγορία).
[*534](β) Σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 9(γ) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου 87(1)/07 και Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, επί του ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 (ομού με άλλο πρόσωπο) την 4η Δεκεμβρίου 2010, στην τοποθεσία «Πάμπελα», περιοχή του χωριού Ανώγυρα, της Επαρχίας Λεμεσού, εκμεταλλεύτηκαν σεξουαλικά ενήλικο πρόσωπο, δηλαδή την THI TINH TRAN, από το Βιετνάμ, μέσω απαγωγής της (δεύτερη κατηγορία).
(γ) Απαγωγή, κατά παράβαση των Άρθρων 148 και 20 του Ποινικού Κώδικα, επί το ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 (ομού με άλλο πρόσωπο) την 4η Δεκεμβρίου 2010 στην τοποθεσία «Πάμπελα» περιοχή του χωριού Ανώγυρα, της Επαρχίας Λεμεσού, απήγαγαν ή κατακράτησαν γυναίκα χωρίς τη θέληση της, δηλαδή την THI TINH TRAN, από το Βιετνάμ, με σκοπό τη συνουσία (τέταρτη κατηγορία).
(δ) Απαγωγή με σκοπό να υποβληθεί πρόσωπο σε βαριά βλάβη, κατά παράβαση των Άρθρων 251 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, επί του ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 (ομού με άλλο πρόσωπο) την 4η Δεκεμβρίου 2010, στην τοποθεσία «Πάμπελα» περιοχή του χωριού Ανώγυρα, της Επαρχίας Λεμεσού απήγαγαν την THI TINH TRAN, από το Βιετνάμ, με σκοπό να τύχει τέτοιας μεταχείρισης ώστε να τεθεί σε κίνδυνο να υποβληθεί στις παρά φύση ορέξεις τους (πέμπτη κατηγορία).
(ε) Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του Άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, επί του ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 (ομού με άλλο πρόσωπο) την 4η Δεκεμβρίου 2010, στην τοποθεσία «Πάμπελα» περιοχή του χωριού Ανώγυρα, της Επαρχίας Λεμεσού, συνωμότησαν μεταξύ τους να διαπράξουν κακούργημα, δηλαδή βιασμού (ένατη κατηγορία).
(στ) Βιασμός, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, επί του ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 (ομού με άλλο πρόσωπο) την 4η Δεκεμβρίου 2010, στην τοποθεσία «Πάμπελα» περιοχή του χωριού Ανώγυρα, της Επαρχίας Λεμεσού, ήλθαν σε παράνομο συνουσία με γυναίκα, δηλαδή, μετά της THI TINH TRAN, από το Βιετνάμ, άνευ της συναινέσεως της (δέκατη κατηγορία).
[*535]Οι δύο εφεσείοντες (ως κατηγορούμενοι 1 και 2 αντίστοιχα) δεν παραδέχθηκαν αυτές τις κατηγορίες, ενώ ο κατηγορούμενος 1 (εφεσείων στην Έφεση αρ. 222/2011) παραδέχθηκε άλλες δύο κατηγορίες που σχετίζονταν με κατοχή όπλου (κατηγορίες αρ. 6 και 7). Άλλες κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζαν οι δύο εφεσείοντες, αναστάληκαν.
Κατόπιν ακρόασης της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε απόφαση ενοχής των δύο εφεσειόντων σε όλες τις πιο πάνω παρατεθείσες κατηγορίες και τους επέβαλε τις ακόλουθες ποινές:
Στον κατηγορούμενο 1 (εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 222/2011) στην κατηγορία 6 (κατοχή περιστρόφου) ποινή φυλάκισης 4 χρόνων και στην κατηγορία 7 (κατοχή μόκο) ποινή φυλάκισης ενός χρόνου.
Στους κατηγορούμενους 1 και 2 στις κατηγορίες 4 και 5 (απαγωγές) ποινή φυλάκισης 2 και 3 χρόνων αντίστοιχα στον καθένα. Στην κατηγορία 10 (βιασμού) ποινή φυλάκισης 13 χρόνων στον κατηγορούμενο 1 και 11 χρόνων φυλάκισης στον κατηγορούμενο 2 (εφεσείουσα στην Έφεση αρ. 218/2011).
Όλες οι ποινές συνέτρεχαν.
Οι δύο Εφέσεις έτυχαν ακρόασης ενώπιον του Εφετείου διαδοχικά και θα ασχοληθούμε με αυτές στη συνέχεια ξεχωριστά.
Η Έφεση αρ. 218/2011
Η Έφεση εναντίον της καταδίκης του εφεσείοντα σ’ αυτή την Έφεση, αποσύρθηκε με το διάγραμμα αγόρευσης της συνηγόρου του και παρέμεινε προς εξέταση η έφεση εναντίον της επιβληθείσας ποινής.
Ως μόνο επιχείρημα για στήριξη της θέσης του εφεσείοντα ότι η ποινή η οποία του επιβλήθηκε ήταν, υπό τις περιστάσεις, έκδηλα υπερβολική, προβάλλεται η θέση ότι παρατηρήθηκε σημαντική ανισότητα στη μεταχείριση από πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα και στο ύψος της ποινής από το Κακουργιοδικείο, μεταξύ αφενός αυτού του εφεσείοντα (κατηγορούμενου 2) και του Δ. Δημητρίου (κατηγορούμενου 3) αφετέρου. Όπως διαπιστώνεται, ο κατηγορούμενος 3 αντιμετώπιζε τις ίδιες κατηγορίες. Πριν όμως από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ο κατηγορούμενος 3 παραδέχθηκε ενοχή στις κατηγορίες αρ. 5 και 13 [*536]και μετά την εξέλιξη αυτή, ο Γενικός Εισαγγελέας ανέστειλε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Ο κατηγορούμενος 3 κλήθηκε ακολούθως και έδωσε μαρτυρία κατά την ακρόαση ως ΜΚ2. Σημειώνεται εδώ ότι, σύμφωνα με τα τηρηθέντα πρακτικά, μετά που ο κατηγορούμενος 3 παραδέχθηκε τις προαναφερθείσες δύο κατηγορίες και οι υπόλοιπες αναστάληκαν, η δικηγόρος που εκπροσωπούσε τον εφεσείοντα, εξέφρασε στο Δικαστήριο την πρόθεση όπως εξετάσει το ενδεχόμενο να πράξει και ο πελάτης της το ίδιο, να παραδεχθεί δηλαδή τις ίδιες δύο κατηγορίες και να αποσυρθούν οι υπόλοιπες. Όμως, ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής δήλωσε ότι, και αν ακόμα ο εφεσείων παραδεχόταν τις δύο εκείνες κατηγορίες, θα προχωρούσε εναντίον του για τις υπόλοιπες.
Βασιζόμενη κυρίως σ’ αυτά τα περιστατικά, η συνήγορος του εφεσείοντα θεωρεί ότι ο πελάτης της έτυχε δυσμενούς μεταχείρισης από το Γενικό Εισαγγελέα έναντι του τότε συγκατηγορούμενού του, αφού, χωρίς να δώσει καμιά αιτιολογία, είτε όταν ανέστελλε τις κατηγορίες εναντίον του δεύτερου, είτε όταν αρνείτο να αναστείλει τις ίδιες κατηγορίες εναντίον του πελάτη της, εάν και αυτός παραδεχόταν τις δύο κατηγορίες, επέδειξε άνιση μεταχείριση.
Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τη συνήγορο του εφεσείοντα, η οποία παρέπεμψε σε σχετική νομολογία επί του θέματος της άνισης μεταχείρισης κατηγορουμένων, το παράπονό του εκτείνεται και στον τρόπο μεταχείρισής του από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό διότι, στον κατηγορούμενο 3 το Δικαστήριο επέβαλε στην κατηγορία 5 (αρπαγή με σκοπό να υποβληθεί πρόσωπο σε βαριά βλάβη) και κατηγορία 13 (σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση), ποινές φυλάκισης 5 και 1 χρόνων αντίστοιχα, συντρέχουσες και με αναστολή εκτέλεσής τους για 3 χρόνια. Και αυτό, παρόλον ότι ο κατηγορούμενος 3 είχε μέσα από καταθέσεις στην Αστυνομία και στην προφορική του μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου παραδεχθεί όλα τα αδικήματα στο κατηγορητήριο, μεταξύ των οποίων και το βιασμό, για τον οποίο στον εφεσείοντα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 11 χρόνων.
Όπως υπέβαλε η συνήγορος αυτού του εφεσείοντα, παρά τη γνωστή συνταγματική διάταξη και τη σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να αναστέλλει ή να μην αναστέλλει ποινικές διώξεις δεν ελέγχεται δικαστικά, εν τούτοις, εφαρμόζεται εδώ η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών – συγκατηγορουμένων. Η δε ποινή των [*537]11 χρόνων φυλάκισης η οποία επιβλήθηκε στον εφεσείοντα για το βιασμό, δεν αντανακλά αυτή τη διάσταση της υπόθεσης, ενώ δημιουργεί αίσθημα αδικίας.
Οι αρχές στις οποίες αναφέρθηκε η συνήγορος αυτού του εφεσείοντα είναι ορθές και η νομολογία στην οποία παρέπεμψε είναι σχετική με το εγειρόμενο εδώ θέμα.
Τα ακόλουθα αποσπάσματα από την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 156 συνοψίζουν με σαφήνεια τις αρχές αυτές ως ακολούθως:
“...Ο κ. Χατζηκύρου για τη Δημοκρατία αντέταξε ότι το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να διακόψει υπόθεση είναι καθιερωμένο, όπως είναι και το ότι δεν έχει υποχρέωση να δίδει λόγους για την άσκηση του σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση. Υποδείξαμε ότι αυτό δεν είναι το θέμα (η Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194 έχει προ πολλού αναγνωρίσει τούτο), το οποίο έγκειται στο ότι, δεδομένης της δικαιωματικώς ασκηθείσας διακοπής των κατηγοριών εναντίον των Κατηγορουμένων 1 και 4 από το Γενικό Εισαγγελέα, το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπ’ όψη του το γεγονός τούτο για σκοπούς ίσης μεταχείρισης. Η αρχή αυτή είναι εξ ίσου καλά καθιερωμένη (ίδε Georgiou et at v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109), συναρτώμενη προς την ευρύτερη αρχή της ίσης μεταχείρισης παραβατών που βρίσκονται στην ίδια θέση (ίδε Nicolaou v. The Police (1969) 2 C.L.R. 120), και διατυπώθηκε με σαφήνεια από τον Πική, Δ. (ως ήτο τότε) στην Κάττου κ.α. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, σ. 513:
«Το γεγονός ότι δεν ελέγχεται δικαστικά η άσκηση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα βάσει του Άρθρου 113.2 δεν απαλλάττει τις δικαστικές αρχές από την υποχρέωση για αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, περιλαμβανομένης και της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28. Η μη δίωξη ή αναστολή της δίωξης ενός των συνεργών δεν αναιρεί το έγκλημα ούτε απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωση επιβολής της πρέπουσας ποινής στους συνεργούς που καταδικάζονται. Επενεργεί όμως (η μη δίωξη) ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής ώστε, με την απάμβλυνση της ανισοσκέλιας στη μεταχείρηση των παραβατών, να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείρηση. Η ισότητα στη μεταχείρηση [*538]έχει ως λόγο την προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης και την τιμωρία όλων που συνήργησαν στο έγκλημα. Εφόσον η δίωξη των παραβατών είναι εκτός του ελέγχου των δικαστικών αρχών, η παράλειψη δίωξης ενός από αυτούς λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής των υπολοίπων προς απάμβλυνση του αισθήματος αδικίας που δημιουργεί η άνιση μεταχείρηση και προστασία του κοινού περί δικαίου αισθήματος.»
....................................................................................................
....................................................................................................
Είναι γι’ αυτό το λόγο που η νομολογία που ακολούθησε συνεχίζει να αναγνωρίζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης προκειμένου περί μη δίωξης συνεργού ή διακοπής δίωξης συγκατηγορουμένου, αρχή που όπως επιγραμματικά το έθεσε ο Πικής, Π. στη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141, σε. 152 «… έχει βαθιές ρίζες στο δίκαιο. Αποτελεί μέρος του σκληρού πυρήνα της Δικαιοσύνης». Περαιτέρω αναφορά γίνεται στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Λοΐζου κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 371, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104 και Χαρίτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 225.”
Αναφορικά όμως με το θέμα της κατ’ ισχυρισμό μη ικανοποιητικής εφαρμογής των πιο πάνω αρχών στην περίπτωση του εφεσείοντα και άλλου συγκατηγορουμένου, αυτό το παράπονο δε φαίνεται να είναι δικαιολογημένο.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, όπως ορθά υπέδειξε και ο συνήγορος της εφεσίβλητης, το Κακουργιοδικείο δεν αγνόησε τη βασική αρχή περί ίσης μεταχείρισης συγκατηγορουμένων σε σχέση με το γεγονός της αναστολής ποινικής δίωξης κάποιων κατηγοριών που βάρυναν ένα εξ αυτών και την ποινή που επιβλήθηκε στις άλλες κατηγορίες. Αντίθετα, στις σελίδες 9-10 της πρωτόδικης απόφασης για την ποινή, εκφράζεται έντονος προβληματισμός ως προς ακριβώς το θέμα τούτο και ιδιαίτερα το γεγονός ότι για τον πρώην κατηγορούμενο 3 υπήρξε αναστολή ποινικής δίωξης κατηγοριών, με αποτέλεσμα η ποινή που του επιβλήθηκε να μην αντανακλούσε τη σοβαρότητα των ενεργειών του. Και τόνισε ειδικά το Κακουργιοδικείο ότι, με βάση τη νομολογία, θεωρούσε επιβεβλημένο να λάβει υπόψη την παράμετρο αυτή στα πλαίσια του καθήκοντος για ικανοποίηση της συνταγματικά καθιερωμένης αρχής της ισότητας. Από την άλλη όμως, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και άλλα στοιχεία, [*539]όπως το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 3 ήταν ανήλικο πρόσωπο ηλικίας 16 ετών, το ότι αυτός τιμωρήθηκε στη βάση δικής του παραδοχής και όχι κατόπιν ακρόασης, καθώς ασφαλώς και το γεγονός ότι κατά την ακρόαση ο κατηγορούμενος 3, μετά την καταδίκη του, κατέθεσε ως ουσιώδης μάρτυρας κατηγορίας εναντίον των άλλων κατηγορουμένων. Περαιτέρω, όπως εξάγεται από την ίδια απόφαση, η θέση του εφεσείοντα στην παρούσα έφεση ως κατηγορούμενου 2 είχε και κάποια επιβαρυντικά στοιχεία λόγω της όλης ενεργού συμπεριφοράς του κατά τη διάπραξη του αδικήματος του βιασμού. Όπως δε τόνισε το Κακουργιοδικείο, αν δεν λαμβάνονταν υπόψη οι πιο πάνω παράγοντες που έχουν σχέση με την περίπτωση του κατηγορούμενου 3, οι ποινές που θα επιβάλλονταν στον εφεσείοντα θα ήσαν αυστηρότερες.
Συμφωνούμε με αυτή την προσέγγιση, τόσο ως προς τη νομική ορθότητά της, αλλά επίσης και ως προς την πρακτική εφαρμογή της στο θέμα των επιβληθεισών ποινών, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις προαναφερθείσες νομικές αρχές.
Επομένως, αυτή η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και θα πρέπει να απορριφθεί.
Η Έφεση αρ. 222/2011
Με αυτή την έφεση, ο εφεσείων – κατηγορούμενος 1 προσβάλλει την ορθότητα της καταδίκης του στις κατηγορίες 1-5 για τις οποίες διεξήχθη δίκη και όχι στις κατηγορίες 6 και 7 οι οποίες αφορούσαν κατοχή όπλου και τις οποίες είχε παραδεχθεί. Περαιτέρω, με δύο από τους συνολικά 12 λόγους Έφεσης (λόγοι έφεσης αρ. 8 και 9) ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα του ύψους των ποινών που του επιβλήθηκαν.
Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης με τη σειρά που παρατέθηκαν και αναπτύχθηκαν στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα.
Λόγος Έφεσης Αρ. 1.
Με αυτό το λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη και αναιτιολόγητη η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι εδικαιολογείτο η καθυστέρηση της παραπονούμενης ΜΚ1 να καταγγείλει το βιασμό της.
Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία, η παραπονούμενη για δέκα ημέρες δεν είχε καταγγείλει το βιασμό της, ενώ είχε εν τω με[*540]ταξύ δώσει σειρά καταθέσεων.
Έχοντας μελετήσει την πρωτόδικη απόφαση, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αδικαιολόγητος είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η κρίση του Δικαστηρίου ως προς τη δικαιολόγηση της καθυστέρησης της παραπονούμενης να μιλήσει για βιασμό της, ήταν αναιτιολόγητη.
Κατ’ αρχάς, επισημαίνουμε ότι, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, το πρώτο θέμα που απασχόλησε το Κακουργιοδικείο ήταν ακριβώς ότι στην πρώτη της κατάθεση, ημερομηνίας 5.12.2010, η παραπονούμενη αναφέρεται απλά σε απόπειρα βιασμού “που ανακόπηκε”, ενώ στην κατάθεσή της ημερομηνίας 15.12.2010 η ίδια αναφέρεται σε βιασμούς που υπέστη από δύο πρόσωπα. Αυτό το θέμα, το προσέγγισε το Κακουργιοδικείο ως ακολούθως:
“Ερωτήθηκε επανειλημμένα και επαναληπτικά από την Υπεράσπιση γιατί δεν ανέφερε εξ αρχής τα πάντα και ήταν μέρος της θέσης των συνηγόρων των κατηγορουμένων για την διάτρητη της αξιοπιστία ότι δεν έθεσε ομοιογενώς και εξ αρχής την όλη εκδοχή της στην πρώτη της κατάθεση.
Είναι βέβαια λογικό αυτό που εισηγείται η Υπεράσπιση. Ωστόσο το λογικό έχει θέση, θα λέγαμε, εκεί που ένα άτομο βιώνει φυσιολογικές συνθήκες και έχει να αντιμετωπίσει, ακόμη και ένα έγκλημα, μέσα, σε όσο γίνεται, συνθήκες που δεν του είναι απόλυτα άγνωστες.
Στην κρινόμενη περίπτωση όμως έχουμε ένα άτομο ξένο σε ξένο τόπο με άγνωστους της ανθρώπους. Άλλη νοοτροπία και άλλες κοινωνικές συνθήκες. Ένα άτομο μάλιστα που, ως κοινό έδαφος, μόλις λίγο πριν τα γεγονότα στο τροχόσπιτο υπήρξε ήδη θύμα επίθεσης από την Sylvana, ως είναι κοινό έδαφος. Δεν βρίσκουμε ότι υπό τις περιστάσεις η στάση της ΜΚ1 ήταν ύποπτη· αντίθετα δεικνύει ένα άτομο φοβισμένο και ευάλωτο, το οποίο δείχνει και εκφράζει αφενός το φόβο, την ντροπή και την ταπείνωση, την περιορίζει όμως στα πιο «ανώδυνα» γιατί ντρέπεται κυρίως και δεν γνωρίζει αν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στους αρμοδίους. Δεν θεωρούμε αφύσικη την διστακτικότητα της. Θα λέγαμε μάλιστα ότι ακριβώς δείχνει την φιλαλήθεια της μιας και οι ίδιοι ο κατηγορούμενος 2 και ο ΜΚ2 (και έμμεσα ο κατηγορούμενος 1 που αναφέρει την ομολογία του ΜΚ2 σε αυτόν) ξεχωριστά ο καθένας ομιλούν ακριβώς για την συνουσία με την παρα[*541]πονούμενη, αν και την θεωρούν να έγινε «με τη θέληση της».”
Πιστεύουμε ότι από το πιο πάνω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο όχι μόνο έδωσε επαρκή αιτιολογία για την κρίση του ως προς την καθυστέρηση της παραπονουμένης να μιλήσει ευθέως για βιασμό της, αλλά και ότι η κρίση του είναι δικαιολογημένη και εύλογη.
Ο εφεσείων αναφέρεται επίσης και σε ποικίλες αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε η παραπονούμενη, οι οποίες, όπως εισηγείται, καθάπτονταν της αξιοπιστίας της.
Και σε σχέση με αυτό το θέμα, θα πρέπει να εντοπίσουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παραγνώρισε κάποια σημεία της μαρτυρίας της παραπονούμενης που θεωρήθηκαν αντιφατικά, ούτε και τις σχετικές θέσεις της υπεράσπισης.
Ο δε τρόπος που προσέγγισε το θέμα τούτο, παρατέθηκε στην πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:
“Σ’ αυτό το στάδιο θέλουμε να τονίσουμε ότι η εικόνα της παραπονούμενης ως μάρτυρα έμεινε από την αρχή ως το τέλος άσπιλη – έδειχνε με το χαρακτηριστικό τρόπο που κατάθετε το θυμό της, με μία αφοπλιστική ειλικρίνεια, έβαζε τα πράγματα στην σωστή τους θέση παρά την προσπάθεια της Υπεράσπισης συνεχώς να την αμφισβητεί. Αρκετές φορές φάνηκε ότι δεν αντιλαμβανόταν πλήρως την ερώτηση, μόλις όμως καταλάβαινε τι ακριβώς της ζητούσαν να απαντήσει το έκανε μ΄ ένα ανυπόκριτο και πηγαίο τρόπο που επειδή ήταν αληθινός, έπειθε. Οι επουσιώδεις (και οι φαινομενικές θα λέγαμε) αντιφάσεις που υπέδειξαν οι συνήγοροι ειδικά για «τις φίλες της στην Κύπρο», παρέμειναν ως ισχυρισμός για φτιαχτή υπόθεση εντελώς επιφανειακός, άνευ βάσης και μάλιστα φαίνονται εντελώς μη σοβαροί μπροστά στα ακλόνητα γεγονότα της κακοποίησης της. Η παραπονούμενη αντιμετώπισε τις ερωτήσεις και τις γραμμές υπεράσπισης με ευθύτητα και θάρρος. Φάνηκε ακριβώς ένα άτομο που αν και πόνεσε και εξευτελίστηκε, δεν διαπραγματευόταν τον καθήκον της να πει την αλήθεια, όπως την βίωσε. Όλες οι επιθέσεις επί της αξιοπιστίας παρέμειναν «χάρτινες» και άνευ ουσίας.”
Στο περίγραμμα αγόρευσής του, ο εφεσείων παραθέτει αυτούσια αποσπάσματα από τα τηρηθέντα πρακτικά, για να καταδείξει με λεπτομέρεια τις αντιφάσεις στη μαρτυρία της παραπο[*542]νούμενης τις οποίες εντοπίζει. Τις εξετάσαμε προσεκτικά και δε θα τις επαναλάβουμε εδώ. Αρκούμεθα να αναφέρουμε ότι συμφωνούμε πλήρως με τον προαναφερθέντα τρόπο προσέγγισης αυτού του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ως προς δε τις γενικότερες παρατηρήσεις του για τον όλο τρόπο παρουσίασης της μαρτυρίας της παραπονούμενης, υπενθυμίζουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται πάντα σε καλύτερη θέση να προβεί σε τέτοιες παρατηρήσεις που άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα και δεν βλέπουμε να συντρέχει κανένας λόγος επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση.
Λόγος Έφεσης Αρ. 2.
Κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, ο εφεσείων εγείρει τον ίδιο ισχυρισμό που εγείρει και κάτω από τον πρώτο λόγο έφεσης ως προς εφαρμογή λανθασμένων κριτηρίων από το Κακουργιοδικείο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης, με αποτέλεσμα αυτή να κριθεί ως αξιόπιστη, παρά την ύπαρξη σημαντικών και καθοριστικής σημασίας, αντιφάσεων.
Προς περαιτέρω δε υποστήριξη του ίδιου, γενικού ισχυρισμού περί αντιφάσεων που έπλητταν την αξιοπιστία της παραπονουμένης, ο εφεσείων στο διάγραμμα αγόρευσής του παραθέτει σε εννέα περίπου σελίδες αυτούσιες περικοπές από τα τηρηθέντα πρακτικά. Σε σχέση με τούτο, θα πρέπει κατ΄ αρχάς να παρατηρήσουμε ότι ο βασικός ισχυρισμός κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο “εφάρμοσε λανθασμένα κριτήρια για την αξιολόγηση της μάρτυρος”, δεν αναπτύσσεται, ούτε και επεξηγείται καθόλου στο περίγραμμα. Ως προς τον άλλο γενικό ισχυρισμό περί λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας της παραπονουμένης, η οποία δε συνάδει με παρατηρηθείσες αντιφάσεις, έχοντας και πάλι μελετήσει τις προβαλλόμενες διαφοροποιήσεις σε μέρη της μαρτυρίας της παραπονούμενης οι οποίες με επιμέλεια παρατίθενται στο διάγραμμα, δεν μπορούμε παρά να επαναλάβουμε ότι, εκ της φύσεως και του περιεχομένου τους, οι διαστάσεις αυτές στη μαρτυρία δεν ήσαν τέτοιες που να δικαιολογούσαν κατάληξη της αξιολόγησης της μαρτυρίας, διαφορετική από εκείνη στην οποία προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Και, επομένως, δε δικαιολογείται ούτε εδώ η παρέμβαση του Εφετείου.
Λόγοι Έφεσης αρ. 3, 4 και 5.
Αυτοί οι λόγοι έφεσης αφορούν, κατά κύριο λόγο, στο θέμα [*543]της αξιοπιστίας του ΜΚ2 και της αποδοχής της εκδοχής του από το Κακουργιοδικείο, με τον λόγο έφεσης αρ. 5 να καλύπτει ισχυρισμό περί εσφαλμένης αποδοχής της μαρτυρίας, τόσο του ΜΚ2, όσο και της παραπονούμενης (ΜΚ1).
Σε σχέση με το θέμα τούτο, ο εφεσείων στο διάγραμμα του παραθέτει αποσπάσματα από τα τηρηθέντα πρακτικά, συνοδευόμενα από δικά του σχόλια, για να υποδείξει στο Εφετείο ότι ο ΜΚ2 από το φόβο και μόνο των συνεπειών των πράξεών του, που το παραδέχεται αυτό και ο ίδιος, διαφοροποιεί εμφανώς τη μαρτυρία του ούτως ώστε, χρησιμοποιώντας τη δική του μαρτυρία, η κατηγορούσα αρχή να εμπλέξει τον εφεσείοντα καθ΄ην στιγμή καμιά μαρτυρία υπήρχε εναντίον του, ούτε ακόμα και από την ίδια την παραπονούμενη.
Επανέρχεται έτσι στο προσκήνιο θέμα αξιοπιστίας μάρτυρα.
Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, ούτως ώστε να είναι σε καλύτερη θέση να κρίνει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα και ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Το πράττει μόνο όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματά του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα. (Βλ. μεταξύ άλλων Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Πισιάρας κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 817, R.K.B. Leathergoods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071, Zefkas Bros (Fig Tree Bay) Restaurant Ltd. v. Αναστασίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 822, Liberty Med. Cruis Mouss Ltd. v. Haris Zacharia Eng. Co. Ltd. (2007) 1 Α.Α.Δ. 916 και Muskita Aluminium Ind. Ltd. κ.ά. ν. Alsako Alumin. Ltd. κ.ά. (Αρ. 2) (2009) 1 Α.Α.Δ. 1481).
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τα όσα υποδεικνύονται από τον εφεσείοντα ως αντιφάσεις, είτε μεταξύ σημείων μαρτυρίας του ίδιου του ΜΚ2, είτε μεταξύ σημείου μαρτυρίας του ίδιου και της ΜΚ1 παραπονούμενης.
Θα πρέπει να παρατηρήσουμε κατ’ αρχάς ότι και αυτά τα θέματα δεν διέλαθαν της προσοχής του Κακουργιοδικείου κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτού του μάρτυρα. Φαίνεται μάλιστα να απασχόλησαν και να προβλημάτισαν το Δικαστήριο [*544]ιδιαίτερα, κάποια θέματα που άπτονταν της εν γένει αξιοπιστίας του ΜΚ2, όπως αυτό φανερώνεται από το ίδιο το κείμενο της εφεσιβαλλόμενης απόφασης.
Κατ’ αρχάς, ο ΜΚ2 (πρώην κατηγορούμενος 3) ήταν συναυτουργός και ορθά το Κακουργιοδικείο, όπως το ίδιο ανέφερε, προσέγγισε τη μαρτυρία του με αυξημένη εγρήγορση, επιφυλακτικότητα περίσκεψη και καχυποψία. Προειδοποίησε δε ειδικά και ρητά τον εαυτό του για τους κινδύνους από την αποδοχή γενικά της μαρτυρίας του ΜΚ2. Όπως επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο μάρτυρας αυτός είχε αφήσει κάποια κενά και ερωτηματικά που προβλημάτισαν. Υπενθύμισε ωστόσο ότι ο μάρτυρας ήταν ένα άτομο, όχι μόνο νεαρής ηλικίας (17 ετών), αλλά και εμφανώς χαμηλής διανοητικής ικανότητας, γεγονός που απεκαλύπτετο από την αδυναμία του στην ανάγνωση, στην έκφραση και την εν γένει αντίληψή του. Με αυτά ως δεδομένα, μαζί με το στοιχείο της εμπλοκής του μάρτυρα στο αδίκημα, το έργο του Δικαστηρίου ήταν πράγματι δύσκολο. Αναφέρθηκε σχετικά το Κακουργιοδικείο στις αρχές που αναλύθηκαν μεταξύ άλλων και στην υπόθεση Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ 628. Σύμφωνα με αυτές, μάρτυρας εμφανώς αναξιόπιστος δεν μπορεί να τύχει ενίσχυσης εφόσον ελλείπει το αντικείμενο της ενίσχυσης. Σκοπός δε της ενισχυτικής μαρτυρίας είναι η άρση των εγγενών αδυναμιών στην ποιότητα της μαρτυρίας ενός συνεργού και είναι προς άρση αυτών των αμφιβολιών που αναζητείται ενισχυτική μαρτυρία για την εμπλοκή του κατηγορούμενου στο έγκλημα.
Με γνώμονα δε τις πιο πάνω αρχές, το Κακουργιοδικείο, αφού έκρινε ότι ο ΜΚ2 δεν μπορούσε να θεωρηθεί εμφανώς αναξιόπιστος, αναζήτησε και εντόπισε στοιχεία μαρτυρίας ενισχυτικής αυτής του ΜΚ2, τα οποία και παρέθεσε στην απόφασή του. Επανήλθε δε το Δικαστήριο στο θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΚ2 υπό το φως και ενισχυτικής μαρτυρίας η οποία ενίσχυε ουσιαστικά τα λεγόμενα του μάρτυρα, και κατέληξε όπως αποδεχθεί τη βασική μαρτυρία του ως αληθή, εκτός από δύο σημεία της, τα οποία και παρέθεσε.
Όχι μόνο τίποτε το μεμπτό δεν παρατηρούμε στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας του μάρτυρα τούτου από το Δικαστήριο, αλλά αντίθετα θα λέγαμε ότι αυτή διενεργήθηκε κατά τρόπο επιμελημένο και νομικά ορθό και την επικροτούμε.
Παρά την ύπαρξη των εντοπισθεισών αδυναμιών στη μαρτυ[*545]ρία του ΜΚ2, η μαρτυρία του δεν μπορεί να λεχθεί ότι λανθασμένα έγινε αποδεκτή και, επομένως, αυτοί οι λόγοι έφεσης δεν μπορούν να ευσταθήσουν.
Λόγος Έφεσης αρ. 6.
Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε διαφορετικά κριτήρια για την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα από εκείνα που χρησιμοποίησε για τους μάρτυρες της εφεσίβλητης.
Κατά την ανάπτυξη αυτού του λόγου έφεσης στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, γίνονται μόνο γενικές αναφορές σε λανθασμένη προσέγγιση του Κακουργιοδικείου όταν απέρριπτε τη μαρτυρία της υπεράσπισης, καθώς και γενικές αναφορές σε λανθασμένη αποδοχή μαρτυρίας της εφεσίβλητης, παρά τις παρατηρούμενες αντιφάσεις. Επισημαίνεται επίσης ότι το Δικαστήριο δεν έδωσε λόγους και/ή ικανοποιητικούς λόγους για την προτίμηση της μαρτυρίας του ΜΚ2.
Αναφορικά με τον τελευταίο ισχυρισμό του εφεσείοντα, παραπέμπουμε στα όσα έχουμε αναφέρει προηγουμένως ως προς τον επαρκή και ορθό τρόπο προσέγγισης του ΜΚ2.
Κατά τα λοιπά, οι άλλοι ισχυρισμοί, κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, παρέμειναν γενικοί και αόριστοι και, εν πάση περιπτώσει, έχουν ήδη εξετασθεί κάτω από προηγούμενους λόγους έφεσης.
Λόγος Έφεσης Αρ. 7.
Κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, ο εφεσείων προβάλλει τη θέση ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο κατέληξε στην ενοχή του εφεσείοντα. Επί του θέματος τούτου, ο εφεσείων επανέρχεται ουσιαστικά και πάλι στο θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας μαρτύρων κατηγορίας και αυτής του εφεσείοντα, ισχυριζόμενος ότι το Δικαστήριο είχε από τη μια την απόλυτα λογική εκδοχή που έδωσε ο εφεσείων και, από την άλλη, τη μαρτυρία του ΜΚ2, η οποία διαφοροποιείται από τη μαρτυρία του κατηγορούμενου 2 και της παραπονουμένης και προσθέτει ότι, αν υπήρχαν οποιεσδήποτε αμφιβολίες, αυτές θα έπρεπε να εκληφθούν υπέρ του εφεσείοντα.
Αναφορικά με τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας έχουμε ασχοληθεί αναλυτικά προηγουμένως. Αναφορικά με τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα – κατηγορούμενου 1, το Κα[*546]κουργιοδικείο, το οποίο είχε την ευκαιρία να τη δεχθεί δια ζώσης, αλλά και μέσω γραπτών καταθέσεων, δε συμμερίστηκε καθόλου τη θέση ότι επρόκειτο για λογική και αληθινή μαρτυρία. Αντίθετα, στις σελίδες 37-38 της Απόφασής του, αξιολογώντας αυτή τη μαρτυρία και εκδοχή, ανέφερε και τα ακόλουθα:
“Σε αντιπαράθεση αλλά και αυτόνομα κρίνοντας την μαρτυρία των κατηγορουμένων 1 και 2 εν αντιθέσει με τα πιο πάνω σχόλια μας για την ανόθευτη εικόνα της ΜΚ1 ως μάρτυρα της αλήθειας, πρέπει να πούμε ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 άφησαν σαθρή εικόνα ως μάρτυρες ως θα εξηγήσουμε αμέσως πιο κάτω.
Η εικόνα που μας άφησε ο κατηγορούμενος 1 από την ένορκη του κατάθεση ήταν πέρα από αλγεινή. Με κανένα σεβασμό στην αλήθεια αλλά και στη νοημοσύνη οποιουδήποτε μέσου λογικού ανθρώπου, ανάλωνε τις ώρες τις εξέτασης και της αντεξέτασης του στο να ανασκευάζει σενάρια από τις καταθέσεις του, στις οποίες, «άλλα ήταν ψέματα και αλήθεια» - ειδικά αυτό ίσχυε για την κατάθεση ημερομηνίας 15.12.10, η οποία σημειωτέον, κατατέθηκε χωρίς ένσταση αλλά και χωρίς καν οποιαδήποτε αντεξέταση του ΜΚ6 Αστυφ. Γιακουμή που την παρουσίασε.”
Προχώρησε δε ακολούθως το Δικαστήριο και παρέθεσε διάφορα σημεία από τη μαρτυρία που προσφέρθηκε από τον εφεσείοντα για να καταλήξει σε ευρήματα περί συνεχών ανατροπών θέσεων και εξηγήσεων που αυτή παρουσίαζε, καθώς και αδικαιολόγητες διαφοροποιήσεις. Όπως δε πρόσθεσε, η εικόνα αυτού του μάρτυρα ήταν τόσο τρωτή, που τίποτε δεν μπορούσε να σταθεί από αυτή. Δε θα μεταφέρουμε εδώ συγκεκριμένα παραδείγματα που παρατίθενται στην απόφαση. Αρκούμαστε να επαναλάβουμε τις αρχές ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας και να αναφέρουμε ότι κανένας λόγος επέμβασης με την αξιολόγηση αυτής της μαρτυρίας και τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου δεν συντρέχει.
Λόγος Έφεσης Αρ. 8.
Αυτός ο λόγος έφεσης εγείρει θέμα ύψους της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα. Όπως αυτός ισχυρίζεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε και/ή εφάρμοσε λανθασμένα κριτήρια. Πιο συγκεκριμένα, ότι δεν έλαβε υπόψη επαρκώς ή καθόλου τη συμμετοχή του εφεσείοντα στα αδικήματα, την αναλογία της [*547]ποινής που επιβλήθηκε στον ΜΚ2, προσωπικά περιστατικά, όπως παρετίθεντο στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, τα προβλήματα υγείας του εφεσείοντα, το γεγονός της αναστολής ποινικής δίωξης του ΜΚ2 στο αδίκημα του βιασμού και τη βία που ασκήθηκε από τους άλλους εμπλεκόμενους στα αδικήματα.
Έχοντας μελετήσει την απόφαση του Κακουργιοδικείου ως προς τις ποινές, θα πρέπει να παρατηρήσουμε κατ΄ αρχάς ότι αδικαιολόγητα προβάλλεται κατ΄ έφεση ο ισχυρισμός, έστω και διαζευκτικά, ότι δηλαδή το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του επαρκώς “και/ή καθόλου” τους προαναφερθέντες παράγοντες κατά την επιβολή των ποινών. Όπως είναι φανερό από μια ανάγνωση της απόφασης, το Δικαστήριο και έλαβε υπόψη του αυτούς τους παράγοντες, και προβληματίστηκε σε σχέση με κάποιους από αυτούς. Επομένως, το οποιοδήποτε παράπονο του εφεσείοντα θα έπρεπε και θα πρέπει να περιοριστεί στη θέση ότι, αν και λήφθηκαν υπόψη αυτοί οι παράγοντες, εν τούτοις δεν είχαν το ανάλογο αντίκρυσμα στο μετριασμό του ύψους των επιβληθεισών ποινών.
Όπως έχει προαναφερθεί, σ’ αυτόν τον εφεσείοντα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 13 χρόνων στην κατηγορία του βιασμού και 2 χρόνων στις κατηγορίες 4 και 5 (απαγωγές). Στον εφεσείοντα στην Έφεση 218/2011 (κατηγορούμενο 2) επιβλήθηκαν ποινές 11 και 3 χρόνων αντίστοιχα. Όπως διαπιστώνεται από τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, ο μεν εφεσείων στην Έφεση 218/2011 είχε διαπράξει το αδίκημα του βιασμού, ενώ ο εφεσείων στην παρούσα έφεση δεν διέπραξε το αδίκημα αυτό καθ΄ αυτό, αλλά θεωρήθηκε ως συναυτουργός. Όπως ανέφερε το Κακουργιοδικείο, ο πρώτος εφεσείων και ο πρώην κατηγορούμενος 3, διέπραξαν βιασμό εις βάρος της παραπονουμένης, ικανοποιώντας τις σεξουαλικές τους ορέξεις, ο δε εφεσείων στην παρούσα έφεση, μερίμνησε με διάφορους τρόπους ώστε να επιτευχθεί ο στόχος αυτός. Όπως πρόσθεσε, η συμπεριφορά των δύο εφεσειόντων ήταν καθόλα βάναυση και αποτελούσε προσβολή κάθε έννοιας ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οπότε το στοιχείο της αποτροπής για προστασία του κοινωνικού συνόλου, έντονα υπερτερούσε. Προχώρησε δε το Δικαστήριο να παρατηρήσει ότι δε συμφωνούσε με την εισήγηση των συνηγόρων ότι η ευθύνη μεταξύ των δύο εφεσειόντων ήταν διαφορετική, για τους λόγους που εξήγησε ο καθένας. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο τελικά επέβαλε στον πρώτο εφεσείοντα ποινή το ύψος της οποίας, όπως ανέφερε, προνοούσε για μικρή διαφοροποίηση προς τα κάτω σε σχέση με τον παρόντα εφεσείοντα, λόγω των προσωπικών, οικογενεια[*548]κών περιστάσεων του πρώτου και ειδικά του θέματος της υγείας του παιδιού του και της ηλικίας του ιδίου.
Έχουμε την άποψη ότι τελικά η ποινή η οποία θα έπρεπε να επιβληθεί στους δύο εφεσείοντες δεν εδικαιολογείτο να ήταν αυστηρότερη για τον παρόντα εφεσείοντα. Παρόλον ότι η ποινική ευθύνη και των δύο αυτών συγκατηγορουμένων ήταν νομικά η ίδια, εν τούτοις, ο λιγότερο ενεργός ρόλος τον οποίο διαδραμάτισε ο εφεσείων – κατηγορούμενος 1, στο όλο σκηνικό του βιασμού κατά το οποίο ο ίδιος απέσχε της διάπραξης αυτού καθ΄ αυτού του αδικήματος, ήταν ένας παράγοντας που θα μπορούσε να προσμετρήσει αναλογικά, σε σχέση με την ποινή που επιβαλλόταν στον άλλο αυτουργό του αδικήματος. Από την άλλη, στην περίπτωση του καθ΄αυτού αυτουργού – εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 218/2011, υπήρχαν οι πιο έντονοι προσωπικοί, οικογενειακοί παράγοντες που μπορούσαν να ληφθούν υπόψη. Επομένως, τελικά η επιβληθείσα ποινή στους δύο αυτούς συγκατηγορούμενους – εφεσείοντες δε θεωρούμε ότι θα έπρεπε να ήταν διαφορετική, εις βάρος του εφεσείοντα στην παρούσα έφεση. Επομένως, θα την μειώσουμε ανάλογα.
Κατά τα άλλα, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης κατά των ποινών, κρίνουμε ότι στοιχειοθετείται, πέραν των όσων έχουμε αναφέρει πιο πάνω.
Αυτή η κατάληξη σφραγίζει και την τύχη του λόγου έφεσης αρ. 9 με τον οποίο προβάλλεται απλά η γενική θέση ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν σ’ αυτό τον εφεσείοντα ήταν έκδηλα υπερβολικές.
Λόγος Έφεσης Αρ. 10.
Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία της ΜΚ10.
Το παράπονο του εφεσείοντα, κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, είναι ότι η ΜΚ10 κατέθεσε ότι άκουγε μεν, αλλά ποτέ δεν είδε τον εφεσείοντα να είναι με γυναίκες, ότι είχε πολλές ερωμένες, αλλά ποτέ δεν τις είδε η ίδια κλπ.
Ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία της ΜΚ10 είναι αβάσιμος. Αξιοπερίεργο θα ήταν εάν το Δικαστήριο λάμβανε υπόψη μια τέτοια μαρτυρία, και εξίσου αξιοπερίεργο είναι το γεγονός ότι προσφέρθηκε στο Δικαστήριο αυτή η μαρτυρία από πλευράς της κα[*549]τηγορούσας αρχής. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου μιλά από μόνο του και σφραγίζει την αποτυχία αυτού του λόγου έφεσης:
“(4) Άλλη μάρτυρας που έχει κληθεί από την Κατηγορούσα Αρχή ήταν η Venkova Nedezhda (ΜΚ10). Η γραπτή κατάθεση της μάρτυρας στην Αστυνομία (Τεκμήριο 105) στο συντριπτικό της μέρος αφορούσε εξ ακοής μαρτυρία σε σχέση με τις δραστηριότητες και τον χαρακτήρα του κατηγορούμενου 1 είτε από πληροφορίες που της έδινε η πεθερά της, κατηγορούμενη 4, είτε γενικά από «άλλους που άκουγε». Επίσης, περιέχει η μαρτυρία της στοιχεία για τις δραστηριότητες της άλλης νύφης της κατηγορούμενης 4, της Sylvia, τόσο τις επίδικες μέρες όσο και για άλλα χρονικά διαστήματα. Η μάρτυρας μας έχει αφήσει τόση αρνητική εντύπωση για όλα τα σημεία της μαρτυρίας της, η οποία, εν πάση περιπτώσει, εν πολλοίς περιέχει γνώμες και απόψεις είτε προερχόμενες από την ίδια είτε μέσω τρίτων, με συνέπεια να μην είμαστε διατεθειμένοι να δεχθούμε κανένα σημείο της μαρτυρίας της.”
Λόγος Έφεσης Αρ. 11.
Σύμφωνα με αυτό το λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρόλο που πίστεψε την παραπονούμενη ΜΚ1, εν τούτοις, δεν έλαβε καθόλου υπόψη ότι η θέση της ήταν ότι ο εφεσείων δεν είχε καμιά σχέση με το βιασμό της. Βασικός άξονας αυτής της θέσης είναι ότι η παραπονούμενη δεν κατονόμασε τον εργοδότη της – εφεσείοντα ότι ήταν παρών κατά το διαδοχικό βιασμό της από τους άλλους κατηγορούμενους και ότι σε σημείο της μαρτυρίας της θετικά κατέθεσε ότι αυτός δεν ήταν παρών.
Παρόλον ότι αυτή η θέση είναι πράγματι ορθή, αυτό δε σημαίνει ότι παρατηρείται οποιαδήποτε παράλειψη από την πλευρά του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο εφεσείων ήταν ο υποκινητής της διάπραξης των αδικημάτων και ο άνθρωπος ο οποίος έδιδε οδηγίες στους συγκατηγορούμενούς του, αλλά και παρέσχε το χώρο, τον τρόπο και την ευκαιρία στους άλλους να δράσουν όπως έδρασαν. Όπως περαιτέρω εξήγησε το Δικαστήριο στην απόφασή του, με βάση τα ευρήματά του, οι ενέργειες αυτού του εφεσείοντα ήταν τέτοιες ώστε να μη γινόταν αντιληπτός σε κανένα στάδιο από την παραπονούμενη, αφού έφθασαν στο τροχόσπιτο και μετά.
Επομένως, το γεγονός ότι η παραπονούμενη κατά το χρόνο [*550]του βιασμού της δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του εφεσείοντα στη σκηνή, καμιά σημασία δεν είχε για το Δικαστήριο.
Λόγος Έφεσης Αρ. 12.
Σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψη του ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του μάρτυρα κατηγορίας Καριόλου, υπήρχαν ίχνη της παρουσίας τριών ανδρών στο τροχόσπιτο. Και αυτό, επειδή το τροχόσπιτο ανήκε στον εφεσείοντα και επόμενο θα ήταν να υπήρχαν εμφανή σημάδια της παρουσίας του εκεί.
Σε σχέση με τούτο, παρατηρούμε κατ’ αρχάς ότι η δαχτυλοσκοπική εξέταση και η εξέταση για γενετικό υλικό αποτελούσαν στοιχεία επιστημονικής μαρτυρίας τα οποία εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο ως κοινά δηλωθέντα παραδεκτά γεγονότα.
Πέραν τούτου, το Δικαστήριο παρουσιάζεται να έλαβε υπόψη του την επιστημονική μαρτυρία του δρα Καριόλου από την οποία συνάγεται η παρουσία και των τριών ατόμων στο χώρο του τροχόσπιτου, απλά ως γενικής φύσεως ενισχυτική μαρτυρία της εκδοχής της παραπονούμενης, και όχι ως μαρτυρία που ειδικά ενοχοποιούσε τον εφεσείοντα – ιδιοκτήτη του τροχόσπιτου την παρουσία του οποίου η παραπονούμενη, εν πάση περιπτώσει, είπε ότι δεν αντιλήφθηκε κατά το χρόνο του βιασμού της.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να ευσταθήσει.
Συνοψίζοντας, η Έφεση αρ. 218/2011 αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η Έφεση αρ. 222/2011 επιτυγχάνει μερικώς και η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην 10η κατηγορία μειούται από 13 χρόνια σε 11 χρόνια.
Οι υπόλοιπες ποινές επικυρώνονται.
Η Ποινική Έφεση αρ. 218/2011 απορρίπτεται.
Η Ποινική Έφεση αρ. 222/2011 επιτυγχάνει μερικώς.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο