Kondratjev Aleksandr ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 551

(2013) 2 ΑΑΔ 551

[*551]19 Ιουλίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ALEKSANDR KONDRATJEV,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 78/2012)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Βιασμός κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 ― Παραμερισμός πρωτόδικης καταδίκης και διαταγή για επανεκδίκαση ― Κατά πόσον  το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τελειωτικά το θέμα της αξιοπιστίας της μαρτυρίας της παραπονούμενης, πολύ πριν εξετάσει κατά πόσο εκείνη η μαρτυρία μπορούσε να γίνει δεκτή χωρίς ενίσχυση και προτού διερευνήσει κατά πόσο υπήρχε διαθέσιμη ενισχυτική μαρτυρία.

 

Μαρτυρία ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Κατά πόσον μπορούσε να διαγνωστεί εάν, γεγονότα που το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε ενισχυτική μαρτυρία, είχαν πράγματι τέτοιο χαρακτήρα.

 

Επανεκδίκαση ― Εφαρμοστέες αρχές ― Συνεκτιμούνται και σταθμίζονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες οι οποίοι τείνουν να διαμορφώσουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης στις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης ― Η σοβαρότητα και η συχνότητα του αδικήματος, το περίπλοκο της υπόθεσης, ο χρόνος ο οποίος έχει διαρρεύσει από την ισχυριζόμενη διάπραξη του αδικήματος, καθώς και η δαπάνη η οποία θα απαιτηθεί για τη νέα δίκη, είναι μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση, την καταδίκη του σε κατηγορίες αναφορικά με βιασμό κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα (1η κατηγορία), άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας κατά παράβαση των Άρθρων 3(1)(4) και 4(1)(2)(α) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε και των Άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα (2η και 3η κατηγορία), πρόκλησης βαριάς σωματι[*552]κής βλάβης, κατά παράβαση των Άρθρων 3(1)(4) και 4(1)(2)(i) του Νόμου 119(Ι)/2000 και του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα (4η κατηγορία) κλοπής, κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα (5η κατηγορία) και απαίτησης περιουσίας με απειλές με σκοπό την κλοπή, κατά παράβαση του Άρθρου 290 του Ποινικού Κώδικα (6η κατηγορία).

 

Του επιβλήθηκαν κατόπιν ακρόασης, στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 ετών, σε κάθε μια από τις κατηγορίες 2 και 4 φυλάκιση ενός έτους, στην 3η κατηγορία καμιά ποινή, στην 6η 1 ½ έτους και στην 5η κατηγορία καμιά ποινή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, αποδέχθηκε πλήρως τη μαρτυρία της παραπονούμενης και προέβηκε σε ευρήματα γεγονότων και συμπεράσματα, σύμφωνα με την εκδοχή της.

 

Με την έφεση αμφισβητήθηκε η ορθότητα της απόφασης για την καταδίκη του εφεσείοντα σε όλες τις κατηγορίες ως επίσης και  η επιβληθείσα ποινή στην 4η κατηγορία μόνο.

 

Στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε επί της εφαρμογής των αρχών της νομολογίας.

 

2. Ενώ ο πρωτόδικος Δικαστής προειδοποίησε δύο φορές τον εαυτό του ως προς το ότι μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία της ίδιας της παραπονούμενης χωρίς την ύπαρξη και ενισχυτικής μαρτυρίας και, ενώ πρόσθεσε ότι, παρόλο τούτου υπήρχαν στοιχεία ενισχυτικής μαρτυρίας, τα οποία έστω έμμεσα ενίσχυαν τη μαρτυρία της, εν τούτοις, προχώρησε και παρέθεσε τέτοια στοιχεία τα οποία ούτε επιβεβαίωναν, ούτε έμμεσα ενίσχυαν τη μαρτυρία της παραπονούμενης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.  Το γεγονός ότι ο πρωτόδικος Δικαστής, ενώ έκρινε ότι η ποιότητα της μαρτυρίας της παραπονούμενης ήταν τέτοια, ώστε να μπορούσε να βασιστεί σ’ αυτήν, χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, εν τούτοις, προχώρησε στην αναζήτηση τέτοιας ενισχυτικής μαρτυρίας, δεν ήταν αφ’ εαυτής επιλήψιμη ενέργεια.

 

  2.  Ούτε το γεγονός ότι περιέγραψε την εξειδικευθείσα ενισχυτική μαρτυρία ως “έμμεση”, συνιστούσε επιλήψιμη ενέργεια.

 

[*553]  3.    Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του δεν επεξήγησε ούτε και συνέδεσε ή αιτιολόγησε καθ’ οιονδήποτε τρόπο, το πώς συγκεκριμένα στοιχεία μαρτυρίας, ήτοι της πρόκλησης ζημιάς στο αυτοκίνητο της παραπονούμενης δύο μέρες μετά τον κατ’ ισχυρισμό βιασμό και το ότι η παραπονούμενη είχε δώσει στον εφεσείοντα ένα ποσό χρημάτων, συνιστούσαν ενισχυτική μαρτυρία της εκδοχής της παραπονούμενης για το βιασμό και άλλες συναφείς κατηγορίες.

 

  4.  Δεν μπορούσε να διαγνωστεί πώς θα μπορούσαν να συνιστούν τέτοια ενισχυτική μαρτυρία.

 

  5.  Διαφαινόταν από αποσπάσματα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το Δικαστήριο έκρινε τελειωτικά το θέμα της αξιοπιστίας της μαρτυρίας της παραπονούμενης, πολύ πριν έρθει να εξετάσει κατά πόσο εκείνη η μαρτυρία μπορούσε να γίνει δεκτή χωρίς ενίσχυση και προτού διερευνήσει κατά πόσο υπήρχε διαθέσιμη ενισχυτική μαρτυρία.

 

  6.  Προτού δε ακόμα προβεί στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης και προτού προειδοποιήσει ο πρωτόδικος Δικαστής τον εαυτό του ως προς τον κίνδυνο να καταδικάσει βασιζόμενος μόνο στη μαρτυρία της παραπονούμενης.

 

  7.  Αυτή η αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, ως προς την εξαίρετη εντύπωση την οποία αυτή του ενεποίησε και ως προς την προειδοποίηση περί του κινδύνου καταδίκης, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, γίνεται πολύ αργότερα στην πρωτόδικη απόφαση.

 

  8.  Παρατηρείτο το νομικά απαράδεκτο φαινόμενο, το Δικαστήριο να προβαίνει σε κάποιο προηγούμενο στάδιο της απόφασής του σε τελικά ευρήματα και συμπεράσματα ως προς την ανεπιφύλακτη αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης, αλλά και σε τελικά ευρήματα περί της ενοχής του εφεσείοντα.

 

  9.  Ενόψει της σοβαρότητας των πιο πάνω διαπιστώσεων οι οποίες έπλητταν το θεμέλιο ολόκληρης της απόφασης και καθιστούσαν την έκβασή της πέραν από ακροσφαλή, δεν εξετάστηκαν άλλα ζητήματα.

 

10.  Δεν μπορούσε να παραγνωριστούν οι λόγοι για τους  οποίους η καταδίκη του εφεσείοντα εκρίθη ακροσφαλής, η σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο είχε κατηγορηθεί, καθώς επίσης και το γεγονός ότι δεν είχε διαρρεύσει μεγάλο χρονικό διάστημα μετα[*554]ξύ της κατ’ ισχυρισμό διάπραξης του αδικήματος, της διεξαγωγής της δίκης και της σημερινής απόφασης του Εφετείου.

 

11.  Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ήταν προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης όπως διεξαγόταν επανεκδίκαση της υπόθεσης.

 

Η έφεση επιτράπηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Nvoorwzefr ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 505,

 

Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133,

 

Isaias v. The Police (1966) 2 C.L.R. 43.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαριχακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κωνσταντίνου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 17705/11), ημερομηνίας 9/3/12.

 

Αλ. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.

 

Λ. Χατζηαθανασίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ο εφεσείων αντιμετώπισε τις ακόλουθες κατηγορίες:

 

Βιασμός κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα (1η κατηγορία).

 

Άσεμνη Επίθεση εναντίον γυναίκας κατά παράβαση των Άρθρων 3(1)(4) και 4(1)(2)(α) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου – Νόμος αρ. 119(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 212(Ι)/2004 και των Άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα (2η και 3η κατηγορία).

[*555]Πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των Άρθρων 3(1)(4) και 4(1)(2)(i) του Νόμου 119(Ι)/2000 και του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα (4η κατηγορία).

 

Κλοπή, κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα (5η κατηγορία).

 

Απαίτηση περιουσίας με απειλές με σκοπό την κλοπή, κατά παράβαση του Άρθρου 290 του Ποινικού Κώδικα (6η κατηγορία).

 

Κατόπιν μακράς ακρόασης, ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε όλες τις ανωτέρω κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε και του επιβλήθηκαν οι ακόλουθες ποινές:

 

Στην 1η κατηγορία, φυλάκιση 4 ετών.

 

Σε κάθε μια από τις κατηγορίες 2 και 4, φυλάκιση ενός έτους.

 

Στην 3η κατηγορία έχοντας υπόψη ότι όλα τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το σχετικό αδίκημα περικλείονται στα γεγονότα που στοιχειοθετούν το αδίκημα της 1ης κατηγορίας, καμιά ποινή.

 

Στην 6η κατηγορία, φυλάκιση 1 ½ έτους.

 

Στην 5η κατηγορία έχοντας υπόψη και πάλι, ότι τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το σχετικό αδίκημα περικλείονται στα γεγονότα που στοιχειοθετούν το αδίκημα της 6ης κατηγορίας, καμιά ποινή.

 

Οι ποινές να συντρέχουν, με ημερομηνία υπολογισμού έναρξης του χρόνου έκτισης την 7η.1.2012 (αφού, σε εφαρμογή του Άρθρου 117(1) της Ποινικής Δικονομίας αφαιρούνται οι 77 συνολικά μέρες που ο κατηγορούμενος παρέμεινε υπό κράτηση).

 

Όπως διαπιστώνεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, αποδέχθηκε πλήρως τη μαρτυρία της παραπονούμενης και προέβηκε σε ευρήματα γεγονότων και συμπεράσματα, σύμφωνα με την εκδοχή της.

 

Την ορθότητα της απόφασης για την καταδίκη του εφεσείοντα σε όλες τις κατηγορίες και την επιβληθείσα ποινή στην 4η κατηγορία μόνο, προσβάλλει με την παρούσα έφεσή του ο εφεσείων, εγείροντας προς τούτο έξι συνολικά λόγους έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε στη συνέχεια.

 

[*556]1ος και 2ος λόγος έφεσης: Τα κατ’ ισχυρισμό σφάλματα του Δικαστηρίου επί της εφαρμογής των αρχών της νομολογίας.

 

Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, ενώ ο πρωτόδικος Δικαστής προειδοποίησε δύο φορές τον εαυτό του ως προς το ότι μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία της ίδιας της παραπονούμενης χωρίς την ύπαρξη και ενισχυτικής μαρτυρίας και, ενώ πρόσθεσε ότι, παρόλον τούτου υπήρχαν στοιχεία ενισχυτικής μαρτυρίας, τα οποία έστω έμμεσα ενίσχυαν τη μαρτυρία της, εν τούτοις, προχώρησε και παρέθεσε τέτοια στοιχεία τα οποία ούτε επιβεβαιώνουν, ούτε έμμεσα ενισχύουν τη μαρτυρία της παραπονούμενης.

 

Σύμφωνα με το συνήγορο του εφεσείοντα, ο όρος “έμμεση ενίσχυση” δε συναντάται πουθενά στο Δίκαιο της Απόδειξης και το γεγονός ότι το Δικαστήριο αναζήτησε “έμμεση ενίσχυση” καθιστά τρωτή την απόφασή του για δύο λόγους:

 

α.  Επειδή δεν αποκλείεται να έχει επηρεαστεί η κρίση του επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας της παραπονούμενης από την ανύπαρκτη “έμμεση μαρτυρία”.

 

β.  Επειδή από μόνη της η εσφαλμένη εντύπωση του Δικαστηρίου σε σχέση με όσα θεώρησε ως ενισχυτική μαρτυρία δεν μπορεί να αφήσει άθικτη την καταδίκη, ενόψει της αρχικής κατάληξης ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν από μόνη της αρκετή, χωρίς ενίσχυση.

 

Σε σχέση με αυτές τις θέσεις του εφεσείοντα, παρατηρούμε τα ακόλουθα:

 

Κατ’ αρχάς, το ίδιο το γεγονός ότι ο πρωτόδικος Δικαστής, ενώ έκρινε ότι η ποιότητα της μαρτυρίας της παραπονούμενης ήταν τέτοια, ώστε να μπορούσε να βασιστεί σ’ αυτήν, χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, εν τούτοις, προχώρησε στην αναζήτηση τέτοιας ενισχυτικής μαρτυρίας, δεν είναι αφ΄ εαυτής επιλήψιμη ενέργεια. Όπως ορθά επισημάνθηκε σε μια ανάλογη περίπτωση και στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση  Nvoorwzefr ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 505, το Δικαστήριο διατηρούσε τη δυνατότητα να στηριχθεί σε μόνο τη μαρτυρία ενός συνεργού. Μπορούσε όμως παράλληλα να υποδείξει ότι υπήρχε και ενισχυτική μαρτυρία, την οποία δεν χρειαζόταν. Εφόσον δε αναδεικνυόταν ορθή, μια τέτοια μαρτυρία, θα ήταν συναρτημένη προς τη βεβαιότητα της κατάληξης για ενοχή του κατηγορουμένου.

[*557]Ούτε το γεγονός ότι ο πρωτόδικος Δικαστής περιέγραψε την εξειδικευθείσα ενισχυτική μαρτυρία ως “έμμεση”, συνιστά επιλήψιμη ενέργεια.

 

Από την άλλη, είναι γεγονός ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η τυχόν εσφαλμένη εντύπωση του Δικαστηρίου σε σχέση με μαρτυρία την οποία κακώς θεώρησε ως ενισχυτική, εγείρει θέμα προς εξέταση, ως προς το κατά πόσο αυτό το σφάλμα μπορεί να αφήσει άθικτη την καταδίκη, ενόψει της κατάληξης ότι η μαρτυρία ενός μάρτυρα ήταν από μόνη της αρκετή χωρίς ενίσχυση. [Βλ. μεταξύ άλλων Nvoorwzefr (ανωτέρω)].

 

Ως δείγματα μαρτυρίας την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ως έμμεση ενίσχυση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, ο εφεσείων προβάλλει δύο σημεία τα οποία προέρχονται από το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση (σελίδες 38-40):

 

«Ο κατηγορούμενος, στις 2.9.2011 επιτέθηκε της παραπονούμενης τόσο βίαια, σε βαθμό που της προκάλεσε τους σοβαρούς τραυματισμούς, οι οποίοι αναφέρονται σε άλλο σημείο πιο πάνω, ανάμεσά τους και πρήξιμο στο αριστερό μάγουλο, αιμορραγία στο αριστερό μάτι και γραμμικό κάταγμα στο αριστερό ζυγωματικό τόξο. Οι εν λόγω τραυματισμοί αποκαλύπτουν και την ένταση της επίθεσης, την οποία – επίθεση – ειρήσθω εν παρόδω παραδέχεται και ο κατηγορούμενος, ο οποίος, καθ’ ομολογία του επίσης είναι νευρικός. Υπενθυμίζω τον ισχυρισμό του , από τη γραπτή του κατάθεση, ότι, ενώ ήταν νευριασμένος έδωσε μια γροθιά στο πρόσωπο της παραπονούμενης, ως επίσης και ότι επειδή νευρίασε της προκάλεσε ζημιές στο αυτοκίνητο. Και νευρίασε, επειδή, όταν στις 5.9.2011 το πρωί της χτύπησε την πόρτα θεώρησε ότι αυτή βρισκόταν στο σπίτι και δεν του άνοιγε. Είναι λοιπόν νευρικός και επιθετικός άνθρωπος, καθ’ ομολογία του ο κατηγορούμενος και με τη σειρά μου, προσθέτω και αρκετά βίαιος και επικίνδυνος. Από το πρώτο, απορρέει και η βία, που συνιστά την πεμπτουσία του αδικήματος του βιασμού, ενώ, η επίθεση, αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο του αδικήματος της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας. Επομένως, έστω κι αν δεν μπορώ να συσχετίσω άμεσα τα τραύματα που έφερε η παραπονούμενη, κατά την εξέτασή της από τον ιατροδικαστή Σοφοκλέους στις 5.9.2011, είτε με το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης – για το οποίο αντιμετωπίζει δυο κατηγορίες ο κατηγορούμενος – είτε με το αδίκημα του βιασμού είναι σαφές, [*558]ότι, έμμεσα ενισχύεται η εκδοχή της παραπονούμενης, ότι ο κατηγορούμενος της επιτέθηκε άσεμνα αλλά και τη βίασε και τούτο, για τον πολύ απλό λόγο, ότι, όπως αναφέρεται και σε άλλο σημείο πιο πάνω και ως θέμα καθαρά κοινής λογικής, όταν δε δίστασε να βιαιοπραγήσει σε βάρος της – κατά το πρώτο επεισόδιο στις 2.9.2011, όταν τη γρονθοκόπησε – θεωρώ πως δεν είχε καμιά αναστολή με τη χρήση ή απειλή χρήσης ανάλογης βίας είτε ακόμη και μικρότερης έντασης, να επιδιώξει να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις. Πολλώ μάλλον, που – για να επαναλάβω – ό,τι έκανε, δεν το έκανε σε κάποια ξένη, αλλά, στη συμβία του, οπότε, δεν αποκλείω και να μην είχε αντίληψη, ότι και σ’ αυτή την περίπτωση, η συμπεριφορά του ήταν εγκληματική ή έστω να αδιαφορούσε γι΄αυτό. Και κάτι ακόμη. Ο ισχυρισμός του, ότι, στον ουσιώδη χρόνο έδωσε στην παραπονούμενη μόνο μια γροθιά δεν μπορεί να ευσταθεί. Ότι πρόκειται για ψέμα, αποδεικνύεται και από την έκθεση του ιατροδικαστή Σοφοκλέους, το περιεχόμενο της οποίας αποτελεί παραδεκτό γεγονός, από την οποία προκύπτει ότι η παραπονούμενη έφερε τραύματα και σε διάφορα άλλα μέρη του σώματος και όχι μόνο στο πρόσωπο.

 

Ακόμη ένα τέτοιο στοιχείο, ενισχυτικό της εκδοχής της παραπονούμενης για ό,τι καταλογίζει του κατηγορούμενου είναι η ομολογία του ότι της προκάλεσε ζημιά στο αυτοκίνητό της, για την οποία της έδωσε, προφανώς, υπό μορφή αποζημίωσης, το ποσό των €500 και τέλος, η παραδοχή του προς το Μ.Κ.1, ότι τα €2500, σε πέντε χαρτονομίσματα των €500 που εντοπίστηκαν στο κιβώτιο φύλαξης της περιουσίας του, ενώ τελούσε υπό κράτηση, του τα έδωσε η παραπονούμενη.»

 

Από το πιο πάνω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, ο συνήγορος του εφεσείοντα, επισημαίνει τρία σημεία στα οποία κατά την εισήγησή του το Δικαστήριο εσφαλμένα εντοπίζει μαρτυρία, ως ενισχυτική της μαρτυρίας της παραπονούμενης:

 

α.  Το ότι ο εφεσείων είναι νευρικός και επιθετικός άνθρωπος και, επομένως, δε θα είχε καμιά αναστολή με χρήση ή απειλή χρήσης βίας, να διέπραττε και βιασμό, ως η μαρτυρία της παραπονούμενης.

 

β.  Το ότι με δική του ομολογία, ο εφεσείων προκάλεσε ζημιά στο αυτοκίνητο της παραπονούμενης για την οποία την αποζημίωσε.

 

[*559]γ.       Το ότι ποσό €2.500 σε πέντε χαρτονομίσματα των €500 που εντοπίστηκαν στη φύλαξή του κατά δική του παραδοχή, του τα έδωσε η παραπονούμενη.

 

Αυτό που μπορούμε ευθύς εξ΄ αρχής να παρατηρήσουμε, είναι ότι ο συνήγορος του εφεσείοντα δικαίως παραπονείται για το γεγονός ότι τα στοιχεία (β) και (γ) λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως στοιχεία μαρτυρίας, ενισχυτικής εκείνης της παραπονούμενης, έστω και έμμεσης.

 

Κατ’ αρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του δεν επεξηγεί ούτε και συνδέει ή αιτιολογεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο το πώς τα συγκεκριμένα δύο αυτά στοιχεία μαρτυρίας, της πρόκλησης δηλαδή ζημιάς στο αυτοκίνητο της παραπονουμένης δύο μέρες μετά τον κατ’ ισχυρισμό βιασμό και του ότι η παραπονούμενη είχε δώσει στον εφεσείοντα ένα ποσό χρημάτων, συνιστούν ενισχυτική μαρτυρία της εκδοχής της παραπονούμενης για το βιασμό και άλλες συναφείς κατηγορίες. Εν πάση δε περιπτώσει, αδυνατούμε να διαγνώσουμε πώς θα μπορούσαν να συνιστούν τέτοια ενισχυτική μαρτυρία.

 

Ως προς το άλλο στοιχείο μαρτυρίας περί του νευρικού και επιθετικού χαρακτήρα του εφεσείοντα, ως συνιστώντος ενισχυτική μαρτυρία, παρατηρούμε τα ακόλουθα:

 

Κατ’ αρχάς, τόσο αυτό το στοιχείο, όσο και τα άλλα στοιχεία μαρτυρίας τα οποία ανιχνεύθηκαν και εντοπίστηκαν από το Δικαστήριο ως μαρτυρία, η οποία θα μπορούσε να ενισχύσει την εκδοχή της παραπονούμενης, συναντώνται, όπως είχαμε προαναφέρει, στις σελίδες 38-40 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης. Διερωτάται όμως εύλογα ο αναγνώστης της απόφασης, ποια αξία και ποια θέση θα μπορούσαν να έχουν αυτά τα στοιχεία στην απόφαση, καθώς και το ίδιο το εγχείρημα της διακρίβωσης της βασιμότητας της εκδοχής της παραπονούμενης υπό το φως και της όποιας ενισχυτικής μαρτυρίας, αφού το καίριας σημασίας ζήτημα που αφορούσε στην αξιοπιστία της εκδοχής της παραπονούμενης περί βιασμού και άλλων αδικημάτων, είχε ήδη προαποφασισθεί από το Δικαστήριο πολύ προηγουμένως στην απόφασή του.

 

Πιο συγκεκριμένα, στις σελίδες 19-21 της απόφασης, το Δικαστήριο ασχολήθηκε με την εκδοχή του εφεσείοντα περί συναινετικού έρωτα με την παραπονούμενη και, αφού αντιπαρέβαλε την εκδοχή αυτή όπως είχε καταγραφεί σε ανακριτική κατάθεση, [*560]με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, το Δικαστήριο προέβηκε, μεταξύ άλλων, και στις ακόλουθες τελικές διαπιστώσεις:

 

«…Ωστόσο ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι το Σάββατο το μεσημέρι έκαναν σεξ με την παραπονούμενη με τη συγκατάθεσή της, όχι απλώς δεν αντέχει στη λογική, αλλά, αντίθετα, συνιστά βιασμό της κοινής λογικής, ίδιας έντασης με το βιασμό της παραπονούμενης από τον ίδιο στον χρόνο που αναφέρεται. Αν είναι δυνατό να δεχτώ ότι η παραπονούμενη μετά τα όσα βίωσε το βράδυ και τους πόνους που ένοιωθε απότοκο της άγριας επίθεσης που δέχθηκε από αυτόν, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να της προκαλέσει πρήξιμο στο αριστερό μάγουλο, αιμορραγία στο μάτι καθώς και γραμμικό κάταγμα στο αριστερό ζυγωματικό, εξαιτίας των οποίων το βράδυ δεν έκλεισε μάτι, με το που επέστρεψε από την Πολυκλινική, να είχε τα ψυχικά και σωματικά αποθέματα να κάνει έρωτα, με τον άνθρωπο που της προκάλεσε όλα τα παραπάνω. Ότι ο κατηγορούμενος ήρθε σε συνουσία το μεσημέρι του Σαββάτου 3.9.2011 με την παραπονούμενη, είναι γεγονός. Ωστόσο, αυτό που έγινε δεν αποτελεί έρωτα, αλλά, βιασμό της παραπονούμενης, επειδή, πολύ απλά, δεν ήταν με τη συναίνεσή της που έγινε. Ότι ο κατηγορούμενος ψεύδεται επί του προκειμένου αποδεικνύεται και από αυτό που ισχυρίζεται στη συνέχεια. Το βράδυ λέει του Σαββάτου, ο ίδιος κοιμήθηκε κανονικά στο κρεβάτι τους και η παραπονούμενη στο σαλόνι. Ο λόγος που κοιμήθηκαν χωριστά είναι επειδή του το ζήτησε η παραπονούμενη, επειδή φοβόταν μήπως τη χτυπήσει κατά λάθος ενώ κοιμόταν εκεί που τη χτύπησε την ίδια μέρα. Αν είναι ποτέ δυνατό για να το πιστέψω. Η παραπονούμενη να κάνει έρωτα με τον κατηγορούμενο το μεσημέρι – με ό,τι αυτό περικλείει – και να μη φοβάται ότι θα μπορούσε να χτυπήσει εκεί όπου ο κατηγορούμενος της είχε χτυπήσει το προηγούμενο βράδυ και το βράδυ του Σαββάτου να επέλεξε να κοιμηθεί στο σαλόνι η ίδια για το λόγο αυτό.

 

   Δέχομαι τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου, ότι το πρωί της Κυριακής, 4.9.2011, μαζί με την παραπονούμενη πήγαν θάλασσα, ωστόσο, αυτό έγινε με δική του πρωτοβουλία.

 

   Τέλος δέχομαι και τον ισχυρισμό του, ότι το πρωί της 5.9.2011 πήγε στο σπίτι της παραπονούμενης, της χτύπησε την πόρτα, αλλά, επειδή δεν του άνοιγε – προφανώς θεωρώντας ότι η παραπονούμενη ήταν μέσα – νευρίασε και έτσι της προκάλεσε ζημιές στο αυτοκίνητό της, για τις οποίες της κατέβαλε το ποσό των €500. Αναφέρεται και η παραπονού[*561]μενη στο συγκεκριμένο συμβάν, με τη διαφορά, ότι δε βρισκόταν στο σπίτι το συγκεκριμένο χρόνο, αφού, το προηγούμενο βράδυ είχε νοικιάσει διαμέρισμα στο οποίο και παρέμεινε η ίδια, ενώ ο γιος της έμεινε σε μια γειτόνισσα.

 

Κατ’ ακολουθία των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου είμαι απολύτως βέβαιος, ότι τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στον ουσιώδη χρόνο είναι σύμφωνα με την εκδοχή της παραπονούμενης και κατ’ επέκταση της κατηγορούσας αρχής.»

 

Όπως επομένως διαφαίνεται και από το πιο πάνω απόσπασμα από την εφεσιβαλλόμενη απόφαση, αλλά και από άλλα που ακολούθησαν, το Δικαστήριο έκρινε τελειωτικά το θέμα της αξιοπιστίας της μαρτυρίας της παραπονούμενης, πολύ πριν έρθει να εξετάσει κατά πόσο εκείνη η μαρτυρία μπορούσε να γίνει δεκτή χωρίς ενίσχυση και προτού διερευνήσει κατά πόσο υπήρχε διαθέσιμη ενισχυτική μαρτυρία. Προτού δε ακόμα προβεί στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης και προτού προειδοποιήσει ο πρωτόδικος Δικαστής τον εαυτό του ως προς τον κίνδυνο να καταδικάσει βασιζόμενος μόνο στη μαρτυρία της παραπονούμενης. Σημειώνουμε ότι αυτή η αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, ως προς την εξαίρετη εντύπωση την οποία αυτή του ενεποίησε και ως προς την προειδοποίηση περί του κινδύνου καταδίκης, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, γίνεται πολύ αργότερα στην ίδια απόφαση, στη σελίδα 32.

 

Παρατηρείται λοιπόν το νομικά απαράδεκτο φαινόμενο, το Δικαστήριο να προβαίνει σε κάποιο προηγούμενο στάδιο της απόφασής του σε τελικά ευρήματα και συμπεράσματα ως προς την ανεπιφύλακτη αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης, αλλά και σε τελικά ευρήματα περί της ενοχής του εφεσείοντα (…“Ωστόσο, αυτό που έγινε δεν αποτελεί έρωτα, αλλά βιασμό της παραπονούμενης, επειδή πολύ απλά, δεν ήταν με τη συναίνεση της που έγινε…”) και να ακολουθεί πολύ αργότερα στην ίδια απόφαση η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διερεύνηση της ύπαρξης ή μη ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

Δε θα προχωρήσουμε περαιτέρω με την εξέταση οποιωνδήποτε άλλων θεμάτων, ενόψει της σοβαρότητας των πιο πάνω διαπιστώσεών μας οι οποίες πλήττουν το θεμέλιο ολόκληρης της απόφασης και καθιστούν την έκβασή της πέραν από ακροσφαλή.

 

Αυτή η κατάληξή μας, οδηγεί στην εξέταση του θέματος, κατά [*562]πόσο υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ενδείκνυται όπως διατάξουμε επανεκδίκαση.

 

Οι αρχές οι οποίες εφαρμόζονται κατά την εξέταση θέματος επανεκδίκασης, συνοψίστηκαν ως ακολούθως από το Εφετείο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133 στις σελ. 149-150:

 

«ΕΠΑΝΕΚΔΙΚΑΣΗ.

 

Το Άρθρο 25(3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60) καθώς και το Άρθρο 145 (1)(δ) του Κεφ. 155, παρέχουν εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του, να διατάξει την επανεκδίκαση ποινικής υπόθεσης οποτεδήποτε κρίνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι επιρρεπής σε ακύρωση. Η εξουσία για την επανεκδίκαση υπόθεσης δεν επιβάλλει την αυτόματη έκδοση διαταγής οποτεδήποτε κρίνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ακροσφαλής. Η απόφαση για επανεκδίκαση ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου μετά την συνεκτίμηση των παραγόντων εκείνων που προσδιορίζουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη υπόθεση. Οι παράγοντες αυτοί επεξηγούνται στις υποθέσεις Pierides v. Republic, (1971) 2 C.L.R. 263, Εκδοτική Εταιρεία Κόσμος v. Της Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 121, Charalambous v. The Republic (1985) 2 C.L.R. 97 και Ττοουλιάς v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258. Συνεκτιμούνται και σταθμίζονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες οι οποίοι τείνουν να διαμορφώσουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης στις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης.  Αφενός, τα συμφέροντα του κατηγορούμενου σε συνάρτηση με την αρχή του δικαίου ότι είναι κατά κανόνα ανεπιθύμητο για τον πολίτη να υποβάλλεται στη δοκιμασία της δίκης για περισσότερες της μιας φορές και αφετέρου, τα συμφέροντα του δημοσίου για την αποτελεσματική και ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η σοβαρότητα και η συχνότητα του αδικήματος, το περίπλοκο της υπόθεσης, ο χρόνος ο οποίος έχει διαρρεύσει από την ισχυριζόμενη διάπραξη του αδικήματος, καθώς και η δαπάνη η οποία θα απαιτηθεί για τη νέα δίκη, είναι μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.»

 

Στην υπόθεση Isaias v. The Police (1966) 2 C.L.R. 43 λέχθηκαν από το Εφετείο και τα ακόλουθα στη σελ. 48:

 

[*563]«We now come to the question whether in the circumstances of this case, we should make an order for re-trial. We gave this matter anxious consideration. On the one hand, we have to bear in mind the nature of the offence, and the force with which such conduct disturbs public feeling in the community; and on the other hand, we must give full consideration to the damage which a re-trial would cause to the victim in the case;»

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση μας προβλημάτισε ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο Εφεσείων καταδικάστηκε κατόπιν μακράς δίκης, σε κατηγορία για βιασμό. Η μαρτυρία την οποία έδωσε η παραπονούμενη, κρίσιμης ασφαλώς σημασίας, θα πρέπει να συνιστά μια δυσάρεστη εμπειρία, η οποία προκαλεί αναπόφευκτη ταλαιπωρία και η επανάληψή της σε μια διαδικασία επανεκδίκασης αναμένεται να προσθέσει και άλλες δυσάρεστες επιπτώσεις.

 

Από την άλλη, ως γενική αρχή, είναι ανεπιθύμητο όπως και ο εφεσείων υποστεί τη δοκιμασία της δίκης για ακόμα μια φορά.

 

Όμως, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τους λόγους για τους οποίους η καταδίκη του εφεσείοντα κρίνεται ως ακροσφαλής, τη σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο είχε κατηγορηθεί, καθώς επίσης και το γεγονός ότι δεν έχει διαρρεύσει μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της κατ’ ισχυρισμό διάπραξης του αδικήματος, της διεξαγωγής της δίκης και της σημερινής απόφασης του Εφετείου.

 

Κρίνουμε ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης όπως διεξαχθεί επανεκδίκαση της υπόθεσης.

 

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο μέλος του ίδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο