Αγαθοκλέους Χριστάκης Αγαθοκλή ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 564

(2013) 2 ΑΑΔ 564

[*564]24 Iουλίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ,

 

Eφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 89/2012)

 

 

Σεξουαλικά αδικήματα ― Ο περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμος του 2007 (N. 87(I)/2007) ― Σεξουαλική εκμετάλλευση προσώπου με απειλές ― Συστατικά στοιχεία του αδικήματος ― Επικύρωση καταδίκης.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Επιβάλλεται η επέμβαση του Εφετείου, σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν διαπιστώνεται λανθασμένη καθοδήγηση, ή όπου η θεώρηση των πραγμάτων, που έγινε, σε συσχετισμό με την υπόλοιπη μαρτυρία, οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα.

 

Δικαστική απόφαση ― Δομή απόφασης ― Η σωστή προσέγγιση ― Η έκθεση της μαρτυρίας, η ανάλυση, η αξιολόγηση και η υπαγωγή των ευρημάτων στο νομικό καθεστώς.

 

Μάρτυρες ― Αποτελεί δικαίωμα της υπεράσπισης να καλεί μάρτυρα που βρίσκεται στον κατάλογο μαρτύρων.

 

Μαρτυρία ― Πραγματικά γεγονότα ― Το Δικαστήριο δεν πρέπει να κάνει αποδεχτή μαρτυρία που έρχεται σ’ αντίθεση με τα αποδεχτά γεγονότα ― Στο στάδιο εισαγωγής μαρτυρίας, που έρχεται σ’ αντίθεση με το παραδεχτό γεγονός, τερματίζεται η προώθηση της και δεν επιτρέπεται η κατάθεση της ― Αναφύεται ο κίνδυνος να καταλήγει το δικαστήριο σε αντιφατικά συμπεράσματα.

 

Σεξουαλικά αδικήματα ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Η έλλειψη ρητής νομοθετικής πρόνοιας για ανάγκη ύπαρξης ενισχυτικής μαρτυρίας, σε [*565]περιπτώσεις αδικημάτων σεξουαλικής υφής, δεν ατονεί την υποχρέωση του εκδικάζοντος δικαστή, ως θέμα συναφούς πρακτικής, να προειδοποιήσει τον εαυτό του για τον ενδεχόμενο κίνδυνο να καταλήξει σε εύρημα ενοχής, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση την καταδίκη του σε κατηγορίες αναφορικά με σεξουαλική εκμετάλλευση ενήλικου προσώπου, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 9(α) του Νόμου 87(Ι)/2007, σεξουαλική εκμετάλλευση της παραπονούμενης μέσω απειλών, σεξουαλικής εκμετάλλευσης, μέσω κατάχρησης εξουσίας και αποζήν εν όλω ή εν μέρει από κέρδη πορνείας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο, στην ολότητα, τη μαρτυρία της παραπονούμενης και απορρίπτοντας, συλλογικά, τη μαρτυρία της υπεράσπισης, καταδίκασε τον εφεσείοντα, οποίος κατηγορείτο μαζί με ένα άλλο πρόσωπο.

 

Του επιβλήθηκε ποινή 1½ έτους φυλάκισης για το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης με απειλές, και φυλάκιση ενός έτους για την κατηγορία περί αποζήν εν όλω ή εν μέρει από κέρδη πορνείας.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:

 

  α)  Δεν αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας περί σεξουαλικής εκμετάλλευσης με απειλές.

 

  β)  Η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν, αντιφατική, διαφοροποιημένη, ασαφής και αντίθετη με τους υπόλοιπους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, οι οποίοι ενώ είχαν κατονομαστεί από την παραπονούμενη, δεν κλήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή ως μάρτυρες.

 

  γ)  Η ύπαρξη απειλών, αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος και ενώ το στοιχείο αυτό δεν το είχε αναφέρει στη γραπτή της κατάθεση, η παραπονούμενη αλλά μόνο κατά το στάδιο της αντεξέτασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε αυτή την εκδοχή και καταδίκασε τον εφεσείοντα, ενώ για την ίδια κατηγορία αθώωσε τον κατηγορούμενο 2.

 

  δ) Το εύρημα του Δικαστηρίου στην κατηγορία της κατάχρησης εξουσίας από τον εφεσείοντα, ερχόταν σε αντίθεση με το παραδεκτό γεγονός ότι εργοδότης της παραπονούμενης ήταν ο κατηγορούμενος 2.

[*566]  ε)   Η μαρτυρία επί της οποίας στηρίχθηκε η καταδίκη ότι ο εφεσείων ζούσε μερικώς ή εξ ολοκλήρου με κέρδη πορνείας και πάλι στηριζόταν αποκλειστικά στη μαρτυρία της παραπονούμενης, ενώ αποτελούσε γεγονός παραδεκτό ότι εργοδότης της παραπονούμενης ήταν ο κατηγορούμενος 2.

 

στ) Η μαρτυρία που προβλήθηκε ότι ο εφεσείων έπαιρνε χρήματα έτσι ώστε να επιτρέπει στην παραπονούμενη να επιδίδεται σε πορνεία, κατατέθηκε χωρίς ενίσχυση, όταν το ίδιο το Δικαστήριο τη θεώρησε ανασφαλή.

 

  ζ) Ήταν εσφαλμένη η απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα, ενώ ουσιαστικοί ισχυρισμοί του δεν αμφισβητήθηκαν.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1. Το σκεπτικό της αποδοχής της μαρτυρίας της παραπονούμενης, ήταν έκδηλα διακριτό.

 

  2. Το ότι το δικαστήριο έκαμε αποδεχτή μέρος της μαρτυρίας της παραπονούμενης και απέρριψε άλλο, τούτο είναι νομικώς ορθό.

 

  3. Το καίριο ζήτημα που αναφυόταν ήταν, εάν η εν λόγω επαφή γινόταν, μετά από την πληρωμή χρημάτων από τους «πελάτες», ή όχι. Το πρωτόδικο δικαστήριο, είχε δώσει επαρκείς εξηγήσεις γιατί δέχτηκε τις διαφοροποιήσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης.

 

  4. Ταυτοχρόνως, το πρωτόδικο δικαστήριο εξηγεί επαρκώς γιατί δεν είχε κάμει αποδεκτή τη μαρτυρία των ανδρών με τους οποίους η παραπονούμενη ήλθε σε επαφή.

 

  5. Το γεγονός ότι η αστυνομία δεν κλήτευσε τους μάρτυρες υπεράσπισης ΜΥ3, 5, 6, 7 και 8 δεν αποτελεί παράβαση θεσμοθετημένης υποχρέωσης, έχοντας κατά νου ότι πρόκειται περί συνοπτικής δίκης. Περαιτέρω αυτοί κλητεύθηκαν από την υπεράσπιση.

 

  6. Η δήλωση της παραπονούμενης ότι ο εφεσείων θα έβαζε φίλους του να τη σκοτώσουν, ήταν υπό τις περιστάσεις απειλή, δεδομένης της εργασίας της στο κέντρο.

 

  7. Έγινε αποδεχτό γεγονός, κατά τη διάρκεια της δίκης, ότι ο κατηγορούμενος 2 ήταν ο ιδιοκτήτης του κέντρου  και ο εργοδότης της παραπονούμενης, όπως προνοούσε η άδεια παραμονής της. [*567]Παράλληλα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αποδεχτό ότι ο κατηγορούμενος 2 κατέβαλλε το μισθό της παραπονούμενης. Ήταν ορθή εισήγηση του  συνηγόρου του εφεσείοντα, ότι το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να κάμει αποδεχτή μαρτυρία που έρχεται σ’ αντίθεση με τα αποδεχτά γεγονότα.

 

  8. Η στήριξη της πρωτόδικης απόφασης ότι θα τερματιζόταν η εργοδότηση της παραπονούμενης και η αναπόφευκτη μη καταβολή  του μισθού της, για την κατάδειξη κατάχρησης εξουσίας, ερχόταν σε αντίθεση με το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 2 ήταν ο εργοδότης της, που κατέβαλλε και το μισθό της. Συνακόλουθα,  ο εφεσείων πέτυχε στο δεύτερο λόγο έφεσης. Η καταδίκη στην κατηγορία σεξουαλικής εκμετάλλευσης της παραπονούμενης, λόγω κατάχρησης εξουσίας, παραμερίστηκε.

 

  9. Αναφορικά με την κατηγορία για αποζήν από κέρδη πορνείας, η μαρτυρία της παραπονούμενης, μπορούσε, με τα μειονεκτήματα που παρουσίαζε, να γίνει αποδεκτή.

 

10. Ορθώς, ο πρωτόδικος δικαστής κατηύθυνε τη σκέψη του, παραθέτοντας τη νομική αρχή, όπως αυτή πηγάζει από τη νομολογία, αναφορικά με τα συστατικά του αδικήματος και περαιτέρω επί του ειδικού θέματος της έλλειψης ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

11. Στην προκείμενη περίπτωση, προειδοποίησε κατ’ επανάληψη τον εαυτό του ότι, η μόνη πηγή μαρτυρίας ήταν ότι, ο εφεσείων είσπραττε τα χρήματα από τους θαμώνες του κέντρου, προτού η παραπονούμενη και ο πελάτης αναχωρήσουν για τη σεξουαλική τους συνεύρεση, σύμφωνα με την εκδοχή της ίδιας της παραπονούμενης.

 

12. Το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε, πειστικούς λόγους γιατί απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα. Για τους υπόλοιπους μάρτυρες υπεράσπισης το Δικαστήριο ασχολήθηκε ειδικώς για τον καθένα. 

 

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς.

Η έφεση ως προς τους υπόλοιπους λόγους, απορρίφθηκε και η καταδίκη ως προς τις υπόλοιπες κατηγορίες επικυρώθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

 

C & A Pelecanos Αssociates Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273,

[*568]Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. ν. Πότση (2000) 2 Α.Α.Δ. 252,

 

Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551,

 

Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 17,

 

Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646,

 

Αχτάρ κ.ά. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397,

 

Evpalia Trading Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 162,

 

Akil v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 148,

 

Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 637,

 

Γεν. Εισαγγελέας ν. Σάββα, (1998) 2 Α.Α.Δ. 224,

 

ΚΟΤ ν. Χαραλάμπους (2002) 2 Α.Α.Δ. 186,

 

Καττής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 262,

 

Σάββας ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258,

 

Petrosyan v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 90,

 

Ευμενίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2006) 2 Α.Α.Δ. 321,

 

Φιλίππου ν. Δημητρίου (2007) 2 Α.Α.Δ. 341,

 

Σιακαλλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

 

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μιχαηλίδης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 981/09), ημερομηνίας 12/4/12.

 

Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα.

 

Ολ. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

[*569]ΝΙΚΟΛΑTOΣ, Δ.: Tην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: H Angelica Antonio Ventura από τις Φιλιππίνες («η παραπονούμενη»), ενώ, όπως ισχυρίστηκε, ήλθε στην Κύπρο με σκοπό να εργαστεί σε καμπαρέ στη Λάρνακα ως χορεύτρια, κατέληξε στο καμπαρέ Cypress Music Hall στην Επισκοπή, όπου ο εφεσείων χρησιμοποιώντας απειλές και εκβιασμούς την ανάγκασε να έρχεται σε σεξουαλική επαφή, με άνδρες επί πληρωμή, χωρίς τη θέληση της.

 

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο που περιλαμβάνεται στην απόφαση αριθμ. 981/2009 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ο εφεσείων, ως κατηγορούμενος 1 και ο γιος του Αγαθοκλής Αγαθοκλέους ως κατηγορούμενος 2, αντιμετώπιζαν τέσσερις συνολικά κατηγορίες ήτοι: 1η κατηγορία: σεξουαλική εκμετάλλευση ενήλικου προσώπου, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 9(α) του Νόμου 87(Ι)/2007, τη σεξουαλική εκμετάλλευση της παραπονούμενης μέσω απειλών. Η 2η κατηγορία επίσης είχε ως βάση τη σεξουαλική εκμετάλλευση και στηριζόταν στα Άρθρα 2 και 9(ε) του Νόμου 87(Ι)/2007, ήτοι την εκμετάλλευση μέσω κατάχρησης εξουσίας. Η 3η κατηγορία ήταν για μαστροπεία κατά παράβαση του Άρθρου 157(β) του Κεφ.154, ήτοι προαγωγή της παραπονούμενης σε κοινή πόρνη και η τέταρτη κατηγορία ήταν για αποζείν από κέρδη πορνείας κατά παράβαση του Άρθρου 164(1)(α) του Κεφ.154, ήτοι, ότι εν γνώσει τους, ζούσαν εξ ολοκλήρου ή μερικώς από κέρδη πορνείας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια μακροσκελή απόφαση, αποδεχόμενο, στην ολότητα, τη μαρτυρία της παραπονούμενης και ταυτοχρόνως απορρίπτοντας, συλλογικά, τη μαρτυρία της υπεράσπισης, καταδίκασε τον εφεσείοντα για το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης με απειλές, (1η κατηγορία), αθώωσε όμως για την κατηγορία αυτή τον τότε κατηγορούμενο 2. Αμφότεροι βρέθηκαν ένοχοι στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, μέσω κατάχρησης εξουσίας, (2η κατηγορία). Αναφορικά με την κατηγορία της μαστροπείας, (3η κατηγορία) αμφότεροι οι κατηγορούμενοι έχουν αθωωθεί και καταδικάστηκαν στην 4η κατηγορία, αναφορικά με το ότι αποζούσαν εν όλω ή εν μέρει από κέρδη πορνείας.

 

Στον εφεσείοντα επιβλήθηκε ποινή 1½ έτους φυλάκισης για τις 1η και 2η κατηγορία και σε φυλάκιση ενός έτους για την 4η κατηγορία. Σε κάποιο στάδιο η έφεση εναντίον της ποινής έχει απο[*570]συρθεί, συνεπώς δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω το θέμα.

 

Όπως έχουμε σημειώσει πιο πάνω, η μαρτυρία που είχε προσαχθεί από την κατηγορούσα αρχή στηρίχθηκε, αποκλειστικά, στην παραπονούμενη και κατέθεσαν επίσης και τρεις αστυνομικοί για την κατηγορούσα αρχή. Με βάση τα ευρήματα του δικαστηρίου, η παραπονούμενη είχε αφιχθεί στην Κύπρο στις 20 Σεπτεμβρίου 2008, όπου την παρέλαβε ο Μενέλαος Βανέλης, (Μ.Υ.6), καλλιτεχνικός πράκτορας. Μετά από την υποβολή της σε ιατρικές εξετάσεις ο εν λόγω Βανέλης της σύστησε τον εφεσείοντα ως τον ιδιοκτήτη του μουσικοχορευτικού κέντρου Cypress και τον εργοδότη της. Υπέγραψε διάφορα έγγραφα εργοδότησης και καθοδόν προς το Πισσούρι ο εφεσείων είχε μαζί της σεξουαλική επαφή σε ξενοδοχείο. Στη συνέχεια, τη μετέφερε σε συγκρότημα διαμερισμάτων στο Πισσούρι με την ονομασία «Image», όπου διέμενε με μια άλλη κοπέλα από την Ουκρανία, ονόματι Μαρία. Ο εφεσείων ήταν κατά την πρώτη εβδομάδα φιλικός μαζί της, και η παραπονούμενη εργαζόμενη στο κέντρο καθόταν με πελάτες που την κερνούσαν ποτό. Αποτελεί αποδεκτό γεγονός ότι στις 25 Σεπτεμβρίου 2008 εξασφαλίστηκε άδεια παραμονής της παραπονούμενης με ισχύ μέχρι 24 Δεκεμβρίου 2008. Ως εργοδότης της παραπονούμενης αναγράφεται ο δεύτερος κατηγορούμενος και ως τόπος εργασίας το κέντρο Cypress. 

 

Μετά το πέρας της πρώτης εβδομάδας, ο εφεσείων ζήτησε από την παραπονούμενη να πηγαίνει με πελάτες του κέντρου για σεξ, όταν αυτοί το ζητούσαν. Η παραπονούμενη ζήτησε να μάθει το λόγο για τον οποίο έπρεπε να ενεργεί με αυτό τον τρόπο και ο εφεσείων της είπε ότι όλες οι κοπέλες αυτό κάνουν. Παράλληλα της είπε ότι πρέπει να είναι «πουτάνα και να κάνει ότι της έλεγε, γιατί εδώ δεν είναι Φιλιππίνες αλλά Κύπρος». Παράλληλα της είπε ότι «όταν πελάτης επιθυμεί να έχει σεξουαλική επαφή μαζί της από τις 3 το απόγευμα μέχρι τις 8 το βράδυ έπρεπε να είναι στο διαμέρισμα της, ενώ από τις 9 το βράδυ μέχρι τις 2 της επομένης θα έπρεπε να είναι στο κέντρο». Η παραπονούμενη έμενε τελικώς μόνη στο δωμάτιο της και ο εφεσείων ήλεγχε τις κινήσεις της αφού και αυτός διέμενε στο ίδιο συγκρότημα διαμερισμάτων. Βρισκόταν περιορισμένη και δεν μπορούσε να βγει έξω. Ο εφεσείων την απειλούσε επίσης ότι, αν δεν υπάκουε στις εντολές του να πηγαίνει με πελάτες του κέντρου για σεξ, θα έβαζε τους ανθρώπους του να τη σκοτώσουν. Υπό το φως των πιο πάνω, αναφέρει το δικαστήριο στην απόφαση του, η παραπονούμενη φοβόταν τον εφεσείοντα και έτσι, από τη δεύτερη εβδομάδα εργοδότησης της, άρχισε να έχει σεξουαλική επαφή με πελάτες του κέντρου και κατά τη διάρκεια της ημέ[*571]ρας και της νύχτας. Ο εφεσείων είχε τον ηγετικό ρόλο στα της διαχείρισης του κέντρου και συμπεριφερόταν ως ο ιδιοκτήτης, η δε παραπονούμενη τον αποκαλούσε «μάστρο» ή «αφεντικό».

 

Τα χρήματα που οι πελάτες έδιδαν για να προχωρήσουν σε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη τα έπαιρνε ο εφεσείων και σ’ αυτή δεν έδιδε τίποτε. Ταυτοχρόνως της ζητούσε να κάνει «καλό σεξ» ώστε οι πελάτες να της δίδουν φιλοδώρημα. Η παραπονούμενη είχε δηλώσει ότι είχε σεξουαλική επαφή με 20 και πλέον άνδρες και τα ποσά κυμαίνοντο μεταξύ 60 και 80 ευρώ για κύπριους πελάτες και 100 με 150 ευρώ για ξένους, ήταν δε στην παρουσία της που δίδοντο τα χρήματα, για τη σεξουαλική επαφή και πάντοτε ο τόπος συνεύρεσης συμφωνείτο μεταξύ του πελάτη και του εφεσείοντα.

 

Η παραπονούμενη είχε κατονομάσει άτομα με τα οποία ήλθε σε σεξουαλική επαφή, που αργότερα ήταν μάρτυρες υπεράσπισης και συγκεκριμενοποίησε ότι από τις 29 Σεπτεμβρίου 2008 που η παραπονούμενη είχε γνωρίσει στο κέντρο τον Μιχαλάκη Φωτίου, (Μ.Υ.7) είχε μαζί του σεξουαλική επαφή σχεδόν κάθε βράδυ, αφού ο τελευταίος πλήρωνε τον εφεσείοντα. Η επαφή γινόταν κάποτε στο δωμάτιο της ή στο σπίτι του Φωτίου. Από τη σχέση της με τον εν λόγω Φωτίου έμεινε έγκυος και αντιλήφθηκε την εγκυμοσύνη της το Νοέμβριο του 2008. Από τότε σχεδόν κάθε βράδυ έμενε στο σπίτι του Φωτίου.

 

Η παραπονούμενη κατονόμασε τα άτομα με τα οποία είχε σεξουαλική επαφή κατόπιν πιέσεων που δέχθηκε από τον εφεσείοντα, όπως τον Νίκο Μιχαήλ, (Μ.Υ.8), κάποιο Λεωνίδα 19 ετών, τον Αντώνη Χριστοδούλου (Μ.Υ.5) και τον Νικόλα Προκόπη, (Μ.Υ.3).

 

Η παραπονούμενη μετά που έμεινε έγκυος, τερμάτισε τις υπηρεσίες της, χωρίς να δώσει οποιαδήποτε προειδοποίηση, λέγοντας ότι θα ζήσει με τον πατέρα του παιδιού της. Μετά από αυτό διέμενε στο σπίτι του Φωτίου στην Αυδήμου. Στις 29 Δεκεμβρίου 2008 ο Βανέλης με επιστολή του προς την ΥΑΜ Λεμεσού κατήγγειλε ότι η παραπονούμενη εγκατέλειψε τον τόπο διαμονής της χωρίς να γνωρίζει πού βρίσκεται. Η παραπονούμενη είχε τοποθετηθεί στο stop list και αναζητείτο. Στις 5 Ιανουαρίου 2009 λήφθηκε πληροφορία ότι η παραπονούμενη βρισκόταν στην Αυδήμου και συγκεκριμένα στο σπίτι του Μιχαλάκη Φωτίου, όπου και συνελήφθη. Μετά τη σύλληψη της στον Αστυνομικό Σταθμό Αυδήμου είχε αναφέρει ότι κυοφορούσε παιδί του Φωτίου, και ταυτόχρονα ότι με τον Φωτίου είχε αρχικώς σεξουαλική επαφή μετά από πίε[*572]ση του εργοδότη της. Κατήγγειλε επίσης ότι στο κέντρο που εργαζόταν δεχόταν απειλές και υφίστατο πίεση για να εκπορνεύεται.  Κατονόμασε δε ως προαγωγό τον εφεσείοντα.

 

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης η Υπεράσπιση, εκτός από τους τότε κατηγορούμενους 1 και 2 που κατέθεσαν ενόρκως, κάλεσε και κατέθεσε ο Χρίστος Τινή (Μ.Υ.4) υπάλληλος της εταιρείας USB Bank plc, του οποίου η μαρτυρία έγινε αποδεκτή, αναφορικά με το άνοιγμα λογαριασμού και την κατάθεση χρημάτων από τη μισθοδοσία της παραπονούμενης. Κατέθεσε επίσης ο Μενέλαος Βανέλης Μ.Υ.6 αναφορικά με τις συνθήκες εργοδότησης της παραπονούμενης και ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης κατέθεσαν οι Νικόλας Προκόπη Μ.Υ.3, Αντώνης Χριστοδούλου Μ.Υ.5, Μιχάλης Φωτίου Μ.Υ.7 και Νίκος Μιχαήλ Μ.Υ.8.

 

Όπως έχουμε σημειώσει, το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχθηκε, για να καταλήξει σε συμπέρασμα ενοχής, στη μαρτυρία της παραπονούμενης. Και οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης επικεντρώνονται στην εισήγηση περί αναξιοπιστίας της παραπονούμενης.  Οι λόγοι 4 και 5 έχουν ως επίκεντρο την αμφισβήτηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με την αναξιοπιστία του εφεσείοντα και των μαρτύρων υπεράσπισης.

 

Ως προς την καταδίκη στην πρώτη κατηγορία, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας δεν είχαν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν, όπως είπε, αντιφατική, διαφοροποιημένη, ασαφής και αντίθετη με τους υπόλοιπους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, οι οποίοι όπως είπε, είχαν κατονομαστεί από την παραπονούμενη, δεν κλήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή ως μάρτυρες και αναγκάστηκε να τους κλητεύσει η Υπεράσπιση.

 

Υπάρχει, όπως είπε ο κ.Ευτυχίου, μια αντιφατικότητα στα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με την εκτόξευση απειλών προς την παραπονούμενη για να έλθει σε σεξουαλική επαφή με τρίτους. Το γεγονός αυτό δεν το ανέφερε ενώ είχε την ευκαιρία, αλλά μόνο, μετά τη σύλληψη της με την κατηγορία της παράνομης παραμονής. Συγκεκριμένα η παραπονούμενη είχε μεταβεί στον Αστυνομικό Σταθμό όπου παρέλαβε το βιβλιάριο καταθέσεων της, γεγονός που επιβεβαίωσε και ο Μ. Φωτίου. Η ύπαρξη απειλών, συνέχισε ο συνήγορος, αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος και ενώ το στοιχείο αυτό δεν το είχε αναφέρει στη γραπτή της κατάθεση, αλλά μόνο κατά το στάδιο [*573]της αντεξέτασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε αυτή την εκδοχή και καταδίκασε τον εφεσείοντα, ενώ για την ίδια κατηγορία αθώωσε τον κατηγορούμενο 2.

 

Ως προς το θέμα της στοιχειοθέτησης των απειλών ο κ.Ευτυχίου εισηγήθηκε ότι από τη μαρτυρία της παραπονούμενης φαίνεται ότι αυτή απλώς φοβόταν τον εφεσείοντα, δεν προσδιόρισε, όμως, σε κανένα σημείο τα αίτια αυτού του φόβου. Στη γραπτή της κατάθεση ανέφερε ότι φοβόταν. Ενόρκως είπε ότι φοβόταν να πάει πίσω στη χώρα της γιατί χρωστούσε χρήματα, σε άλλο σημείο είπε ότι  φοβόταν επειδή ο εφεσείων ήλεγχε το δωμάτιο της και στη συνέχεια είπε ότι, αυτός  είχε φίλους στη μαφία που θα την «έπαιζαν». Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της, συνέχισε, οι κατηγορούμενοι 1 και 2 την «έσπρωχναν» προς την πορνεία και αν δεν πήγαινε είχαν φίλους που θα την πυροβολούσαν.  Αυτό τον ισχυρισμό το Δικαστήριο δεν τον δέχτηκε, ως αναξιόπιστο και έτσι απάλλαξε τον τότε κατηγορούμενο 2. Σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό για ύπαρξη φόβου, η υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι η παραπονούμενη είχε συνάψει δεσμό με τον Φωτίου από τον οποίο απέκτησε και παιδί, φεύγοντας δε από το κέντρο ζούσε μαζί του, όπου την βρήκε η Αστυνομία. Κανένας μάρτυρας δεν επιβεβαίωσε την εκδοχή της, η δε καταγγελία που έγινε ούτε αυθόρμητη ήταν, ούτε άμεση, αλλά υστερόβουλη με σκοπό να παραμείνει στην Κύπρο.

 

Αναφορικά με την κατηγορία της κατάχρησης εξουσίας από τον εφεσείοντα, επί της οποίας στηρίχτηκε η καταδίκη του εφεσείοντα, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι το εύρημα του Δικαστηρίου επί του προκειμένου έρχεται σε αντίθεση με το παραδεκτό γεγονός ότι εργοδότης της παραπονούμενης ήταν ο κατηγορούμενος 2. Τα περί εμπλοκής του εφεσείοντα λέχθηκαν μετά τη σύλληψη, από την Αστυνομία, της παραπονούμενης η οποία διέμενε με τον Μ.Φωτίου. Πέραν του παραδεκτού γεγονότος, εισηγήθηκε ο κ.Ευτυχίου, το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ασκώντας εξουσία τέτοιας μορφής που δεν άφηνε άλλη εκλογή στην παραπονούμενη παρά να ενδώσει στη σεξουαλική εκμετάλλευση, είναι το γεγονός ότι με βάση τα γεγονότα που δέχτηκε το Δικαστήριο καταδικάστηκε ο εφεσείων για το αδίκημα αυτό, και το Δικαστήριο δέχτηκε την εκδοχή της μαρτυρίας του τραπεζίτη ως προς το άτομο που ήταν ο εργοδότης της παραπονούμενης.

 

Η μαρτυρία επί της οποίας στηρίχθηκε η καταδίκη για την 4η κατηγορία, ότι δηλαδή ο εφεσείων ζούσε μερικώς ή εξ ολοκλήρου με κέρδη πορνείας και πάλι στηρίζεται αποκλειστικά στη [*574]μαρτυρία της παραπονούμενης, ενώ αποτελεί γεγονός παραδεκτό ότι εργοδότης της παραπονούμενης ήταν ο κατηγορούμενος 2. Η άδεια προσωρινής διαμονής που εκδόθηκε για την παραπονούμενη προσδιόριζε ως εργοδότη τον κατηγορούμενο 2. Η μαρτυρία που προβλήθηκε ότι ο εφεσείων έπαιρνε χρήματα έτσι ώστε να επιτρέπει στην παραπονούμενη να επιδίδεται σε πορνεία, κατατέθηκε χωρίς ενίσχυση, όταν το ίδιο το Δικαστήριο τη θεώρησε ανασφαλή, αφού αυτή είχε προταθεί μόνο κατά το στάδιο της αντεξέτασης. Οι μάρτυρες υπεράσπισης ανέφεραν ότι πλήρωναν για ποτά, γεγονός που δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη.

 

Με τον 4ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται γιατί η μαρτυρία του απερρίφθη και ο ίδιος κρίθηκε αναξιόπιστος. Η μαρτυρία που έδωσε στηρίζεται στη γραπτή του κατάθεση και ενισχύεται από τους Μ.Υ.4 τον τραπεζίτη και τον Μ.Υ.6 τον καλλιτεχνικό πράκτορα. Αναφορικά με τους μάρτυρες υπεράσπισης 3, 5, 7 και 8 ο συνήγορος εισήγηθηκε ότι κακώς δεν έγινε αποδεκτή η μαρτυρία τους καθότι ήταν συμβατή με τις θέσεις που προέβαλε ο εφεσείων. Ιδιαιτέρως, ο κ.Ευτυχίου επεσήμανε ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι είναι καρκινοπαθής με προβλήματα υγείας που τον απέτρεπαν από του να έχει σεξουαλική επαφή, δεν αμφισβητήθηκε. Παράλληλα η διεύθυνση στην οποία διαμένει είναι Αυδήμου και όχι στο κτιριακό συγκρότημα που περιέγραψε η παραπονούμενη. Ούτε ακόμη η απουσία εμπλοκής του στη διαχείριση του κέντρου, ουσιαστικώς αμφισβητήθηκε.

 

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στα συγκεκριμένα γεγονότα που περιέγραψαν οι μάρτυρες υπεράσπισης που ουσιαστικώς ενισχύουν τη μαρτυρία του εφεσείοντα και αμφισβητούν τη μαρτυρία της παραπονούμενης αναφορικά με την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού για τη σεξουαλική επαφή που κατ΄ισχυρισμόν ορισμένοι από αυτούς είχαν με την παραπονούμενη. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στον Μ.Φωτίου, Μ.Υ.7 ο οποίος είχε σχέση με την παραπονούμενη, την κατέστησε έγκυο, διέμενε δε μαζί του στο σπίτι του για μια περίοδο και αυτός ουδέποτε είχε αναφέρει ότι πλήρωσε χρήματα ώστε να έχει σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης τονίζοντας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν μέσα στο ορθό πλαίσιο. Το εφετείο, πρόσθεσε η συνήγορος, δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο εκτός αν καταδειχθεί ότι υπήρξε σφάλμα. Στην προκείμενη περί[*575]πτωση κατέληξε, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε την παραπονούμενη ως αξιόπιστη και στηρίχθηκε στη μαρτυρία της ώστε να καταδικάσει τον εφεσείοντα για τα αδικήματα που κατηγορείτο.

 

Όπως έχουμε σημειώσει, το κύριο παράπονο του εφεσείοντα εδράζεται στην αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης.

 

Αποτελεί παγίως νομολογημένη αρχή ότι το εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε πρωτοδίκως, με το δεδομένο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, έχοντας παρακολουθήσει τους μάρτυρες, βρίσκεται σε καλύτερη θέση να αξιολογήσει τη μαρτυρία τους. Βεβαίως, ο κανόνας αυτός δεν είναι άκαμπτος. Επιβάλλεται η επέμβαση του εφετείου, σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν διαπιστώνεται λανθασμένη καθοδήγηση, ή όπου η θεώρηση των πραγμάτων, που έγινε, σε συσχετισμό με την υπόλοιπη μαρτυρία, οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. (βλ. Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, C & A Pelecanos Αssociates Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273, Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. ν. Πότση (2000) 2 Α.Α.Δ. 252, Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010)2 Α.Α.Δ. 551  και Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 17.

 

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστή, θα μπορούσε να ήταν πιο ορθολογιστικά δομημένη.  Ακολούθησε την αρχιτεκτονική της αξιολόγησης της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα, αμέσως μετά την παράθεση της. Η σωστή προσέγγιση θα ήταν η έκθεση της μαρτυρίας, η ανάλυση, η αξιολόγηση και η υπαγωγή των ευρημάτων στο νομικό καθεστώς.  (βλ. Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646 και Αχτάρ κ.ά. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397).

 

Τούτο, όμως, από μόνο του δεν θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο απόρριψης των συμπερασμάτων του δικαστηρίου, εφόσον το σκεπτικό της αποδοχής της μαρτυρίας της παραπονούμενης, είναι έκδηλο διακριτό.

 

Επίσης, ότι το δικαστήριο έκαμε αποδεχτή μέρος της μαρτυρίας της παραπονούμενης και απέρριψε άλλο, τούτο είναι νομικώς ορθό. Βλ. Evpalia Trading Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 162, Akil v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 148 και Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 637.

 

Το γεγονός ότι η παραπονούμενη εργοδοτείτο στο κέντρο Cypress ιδιοκτησίας του τότε κατηγορούμενου 2, δεν αμφισβη[*576]τήθηκε. Η σεξουαλική επαφή που η παραπονούμενη είχε με πελάτες του κέντρου επιβεβαιώθηκε αφού το παραδέχτηκε και ο Μιχαλάκης Φωτίου. (ΜΚ7).

 

Το καίριο ζήτημα που αναφυόταν ήταν, εάν η εν λόγω επαφή γινόταν, μετά από την πληρωμή χρημάτων από τους «πελάτες», ή όχι.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, έχει δώσει επαρκείς εξηγήσεις γιατί δέχτηκε τις διαφοροποιήσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης. Το γεγονός ότι η παραπονούμενη είχε αναφέρει την πίεση που υπέστη για να έρχεται σε σεξουαλική επαφή με τους πελάτες του κέντρου το είπε στον αστυνομικό σταθμό Αυδήμου, στις 5 Ιανουαρίου 2009, μετά τη σύλληψη της. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξηγεί, επαρκώς, γιατί η παραπονούμενη δεν είχε αναφέρει οτιδήποτε προηγουμένως είτε στον Βανέλη (καλλιτεχνικό πράκτορα) ή στον Φωτίου, ο οποίος, όπως αποδέχτηκε το δικαστήριο, την προέτρεπε να συνεχίσει να είναι ενεργώς εμπλεκόμενη σεξουαλικώς με άλλους άνδρες.

 

Ταυτοχρόνως, το πρωτόδικο δικαστήριο εξηγεί επαρκώς γιατί δεν είχε κάμει αποδεκτή τη μαρτυρία των ανδρών με τους οποίους η παραπονούμενη ήλθε σε επαφή.  Ο εφεσείων δεν πέτυχε να καταδείξει ικανοποιητικό λόγο για την επέμβαση μας στο θέμα αυτό.

 

Το γεγονός ότι η αστυνομία δεν κλήτευσε τους μάρτυρες υπεράσπισης ΜΥ3, 5, 6, 7 και 8 δεν αποτελεί παράβαση θεσμοθετημένης υποχρέωσης, έχοντας κατά νου ότι πρόκειται περί συνοπτικής δίκης. Αποτελεί ταυτοχρόνως δικαίωμα της υπεράσπισης να καλεί μάρτυρα που βρίσκεται στον κατάλογο μαρτύρων (βλ. Γεν. Εισαγγελέας ν. Σάββα (1998) 2 Α.Α.Δ. 224.  Τούτο έγινε στην προκείμενη περίπτωση. Συναφώς δεν μπορεί να παραπονείται η υπεράσπιση.

 

Από τον πρώτο λόγο έφεσης καταφαίνεται ότι ο εφεσείων αμφισβητεί ότι αποδείχτηκε, με μαρτυρία, η εκτόξευση, από πλευράς του, απειλών εναντίον των παραπονούμενης. Αισθανόταν φόβο η παραπονούμενη, όπως καταγράφεται και στην κατάθεση της (τεκμ.6Β). Η δήλωση της παραπονούμενης ότι ο εφεσείων θα έβαζε φίλους του να τη σκοτώσουν, είναι υπό τις περιστάσεις απειλή, δεδομένης της εργασίας της στο κέντρο Cypress.

 

Συναφώς θεωρούμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται.

[*577]Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, που εδράζεται στην απόδειξη, εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης της παραπονούμενης, λόγω κατάχρησης εξουσίας, η σχέση εργοδότησης ήταν η βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η κατηγορία. Έγινε αποδεχτό γεγονός, κατά τη διάρκεια της δίκης, ότι ο Αγαθοκλής Αγαθοκλέους (Κατηγορούμενος 2) ήταν ο ιδιοκτήτης του κέντρου Cypress, ο εργοδότης της παραπονούμενης, όπως προνοούσε η άδεια παραμονής της.

 

Παράλληλα, το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αποδεχτό ότι ο κατηγορούμενος 2 κατέβαλλε το μισθό της παραπονούμενης, όπως ανέφερε ο ΜΥ4, υπάλληλος της τράπεζας. Σημειώνουμε ότι ο κατηγορούμενος 2 καταδικάστηκε και για το αδίκημα αυτό.

 

Θεωρούμε ορθή την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα κάνοντας αναφορά στην υπόθεση ΚΟΤ ν. Χαραλάμπους (2002) 2 Α.Α.Δ. 186, ότι το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να κάμει αποδεχτή μαρτυρία που έρχεται σ’ αντίθεση με τα αποδεχτά γεγονότα. Προσθέτουμε επί τούτου, ότι θα έπρεπε στο στάδιο εισαγωγής της μαρτυρίας, που έρχεται σ’ αντίθεση με το παραδεχτό γεγονός, να τερματίζεται η προώθηση της και όχι να επιτραπεί η κατάθεση της και στη συνέχεια να αναφύεται ο κίνδυνος να απολήγει το δικαστήριο σε αντιφατικά συμπεράσματα.  (Βλ. Καττής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 262). Η στήριξη της πρωτόδικης απόφασης ότι θα τερματιζόταν η εργοδότηση της παραπονούμενης και η αναπόφευκτη μη καταβολή του μισθού της, για την κατάδειξη κατάχρησης εξουσίας, έρχεται σ’αντίθεση με το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 2 ήταν ο εργοδότης της, που κατέβαλλε και το μισθό της.

 

Συνακόλουθα, θεωρούμε ότι ο εφεσείων πέτυχε στο δεύτερο λόγο έφεσης.

 

Σε συνάρτηση με τον τρίτο λόγο έφεσης που πραγματεύεται την καταδικαστική κατάληξη, αναφορικά με την κατηγορία του αποζείν από κέρδη πορνείας, του Άρθρου 164(1)(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, ο ευπαίδευτος συνήγορος στήριξε την επιχειρηματολογία στην αποδοχή που έτυχε, από το πρωτόδικο δικαστήριο, η κατάθεση της παραπονούμενης. Ειδικώς, όπως είπε, ελλείψει ενισχυτικής επί τούτου μαρτυρίας, η κατηγορία έπρεπε να απορριφθεί.

 

Έχουμε εξηγήσει σε προηγούμενο στάδιο γιατί αισθανόμαστε ότι η αξιολόγηση που έτυχε η μαρτυρία της παραπονούμενης, μπο[*578]ρούσε, με τα μειονεκτήματα που παρουσίαζε, να γίνει αποδεκτή.

 

Ορθώς, κατά τη γνώμη μας, ο πρωτόδικος δικαστής έχει κατευθύνει τη σκέψη του, παραθέτοντας τη νομική αρχή, όπως αυτή πηγάζει από τη νομολογία, αναφορικά με τα συστατικά του αδικήματος και περαιτέρω επί του ειδικού θέματος της έλλειψης ενισχυτικής μαρτυρίας. Η αναφορά στις υποθέσεις Σάββας ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258 και Petrosyan v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 90, είναι ενδεικτική. Όπως επισημαίνεται η έλλειψη ρητής νομοθετικής πρόνοιας για ανάγκη ύπαρξης ενισχυτικής μαρτυρίας, σε περιπτώσεις αδικημάτων σεξουαλικής υφής, δεν ατονεί την υποχρέωση του εκδικάζοντος δικαστή, ως θέμα συναφούς πρακτικής, να προειδοποιήσει τον εαυτό του για τον ενδεχόμενο κίνδυνο να καταλήξει σε εύρημα ενοχής, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. (Βλ. Ευμενίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2006) 2 Α.Α.Δ. 321, Φιλίππου ν. Δημητρίου (2007) 2 Α.Α.Δ. 341 και Σιακαλλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, ο πρωτόδικος δικαστής ενήργησε μέσα στο πάνω πλαίσιο που επιτάσσει η νομολογία, προειδοποιώντας κατ’ επανάληψη τον εαυτό του, ότι, η μόνη πηγή μαρτυρίας ήταν ότι, ο εφεσείων είσπραττε τα χρήματα από τους θαμώνες του κέντρου, προτού η παραπονούμενη και ο πελάτης αναχωρήσουν για τη σεξουαλική τους συνεύρεση, σύμφωνα με την εκδοχή της ίδιας της παραπονούμενης.  Στο σκεπτικό του δικαστηρίου καταγράφονται με λεπτομέρεια τα στοιχεία που έλαβε υπόψη του που αποδείκνυαν και τη γνώση του εφεσείοντα για το σκοπό της αναχώρησης.

 

Συνακόλουθα, ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης έχει έρεισμα και απορρίπτεται.

 

Οι τέταρτος και πέμπτος λόγοι έφεσης, εδράζονται σε αμφισβήτηση των ευρημάτων αξιοπιστίας στα οποία είχε προβεί το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με τον εφεσείοντα (4ος λόγος) όσο και με τους μάρτυρες υπεράσπισης 3, 5, 6, 7 και 8.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε, κατά την άποψη μας, πειστικούς λόγους γιατί απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα, χαρακτηρίζοντας την εντύπωση που του προξένησε «αρνητικότατη» και ότι «το ύφος του καταμαρτυρούσε περίτρανα το ψεύδος που χαρακτήριζε τη μαρτυρία του».

 

Βεβαίως, πρέπει να σημειώσουμε ότι η χρήση απλώς χαρακτη[*579]ρισμών, δεν αποτελεί ικανοποιητική αιτιολογία για την απόρριψη μιας εκδοχής. Όμως, επί του προκειμένου ο πρωτόδικος δικαστής εξήγησε με επάρκεια τους λόγους που τον οδήγησαν σ’ αυτό το εύρημα, συναφώς δεν βρίσκουμε πεδίο επέμβασης.

 

Για τους υπόλοιπους μάρτυρες υπεράσπισης το δικαστήριο ασχολήθηκε ειδικώς για τον καθένα. Για τον Ν.Προκόπη (ΜΥ3) σημειώθηκε η αποδοχή της παρουσίας του στο κέντρο Cypress και δεν έγινε αποδεχτή η μαρτυρία του, θεωρώντας ότι έλεγε ψέματα για το κατά πόσο είχε ή δεν είχε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη. Ούτε επίσης έγινε αποδεχτή η εκδοχή του ως προς το πώς βρέθηκε ο αριθμός του τηλεφώνου, στην κατοχή της παραπονούμενης.

 

Ως προς τη μαρτυρία του Α. Χριστοδούλου (ΜΥ5) το πρωτόδικο δικαστήριο εξηγεί γιατί δεν έγινε δεκτή η μαρτυρία του, ειδικώς ως προς την εκδοχή του ότι στο κέντρο Cypress, είχε, με την παραπονούμενη, απλώς συναντηθεί και συνομιλούσαν για 1½ ώρα. Δεν έχουμε πειστεί ότι μπορούμε να επέμβουμε στα ευρήματα του Δικαστηρίου. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τον Ν. Μιχαήλ (ΜΥ8). Όλοι παραδέχονται τις επισκέψεις στο Cypress όχι τη σεξουαλική συνεύρεση με την παραπονούμενη.  Το δικαστήριο, όμως για τους λόγους που εξηγεί προτίμησε να στηριχθεί στη μαρτυρία της παραπονούμενης κρίνοντας ότι ψεύδονταν επί του προκειμένου.

 

Ειδική αναφορά γίνεται, σε έκταση, στη μαρτυρία του Μ.Βανέλη (Μ.Υ.6) καλλιτεχνικού πράκτορα, ο οποίος είχε παραλάβει την παραπονούμενη με την άφιξη της στην Κύπρο. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξηγεί, επαρκώς κατά την άποψη μας, γιατί δεν δέχτηκε την εκδοχή που πρόβαλε ο Βανέλης, τόσο ως προς τον τρόπο εργοδότησης της στο Cypress, όσο και τον τρόπο τερματισμού της εν λόγω εργοδότησης, με την εμπλοκή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, αφού, το περιεχόμενο της επιστολής του ημερ. 17 Δεκεμβρίου 2008, ερχόταν σε αντίθεση με την προφορική του μαρτυρία.

 

Ταυτοχρόνως, διαπιστώνουμε να γίνεται μια εκτενής ανάλυση της μαρτυρίας του Μ. Φωτίου (ΜΥ7), του ατόμου με τον οποίο η παραπονούμενη είχε κατ’ επανάλειψη σεξουαλική επαφή και ο οποίος σύμφωνα με τη μαρτυρία της, την κατέστησε έγκυο. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξηγεί με σαφήνεια γιατί απέρριψε την εκδοχή του ιδιαιτέρως όταν, χωρίς, κατά τον ίδιο, αποχρώντα λόγο η παραπονούμενη εγκατέλειψε το κέντρο Cypress [*580]και εγκαταστάθηκε μαζί του, στο σπίτι του, στο χωριό Αυδήμου.  Σημειώνουμε ότι η επιστολή του Βανέλη ήταν 17 Δεκεμβρίου 2008 και η σύλληψη της παραπονούμενης έγινε στις 5 Ιανουαρίου 2009. Εξήγησε περαιτέρω το πρωτόδικο δικαστήριο γιατί απέρριψε την εκδοχή για οικειοθελή σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη χωρίς την καταβολή χρημάτων.

 

Ενόψει των πιο πάνω θεωρούμε ότι οι τέταρτος και πέμπτος λόγοι έφεσης, δεν έχουν έρεισμα και απορρίπτονται από τη στιγμή που, για λόγους επαρκώς διατυπωμένους, το δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή των μαρτύρων υπεράσπισης ως μη ανταποκρινόμενη στην αλήθεια.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει μόνο ως προς το δεύτερο λόγο έφεσης. Το σκέλος αυτό της πρωτόδικης απόφασης παραμερίζεται και ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται στη δεύτερη κατηγορία που αντιμετώπιζε.

 

Η έφεση ως προς τους υπόλοιπους λόγους, απορρίπτεται και η καταδίκη ως προς τις υπόλοιπες κατηγορίες επικυρώνεται.

 

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς.

Η έφεση ως προς τους υπόλοιπους λόγους απορρίπτεται και η καταδίκη ως προς τις υπόλοιπες κατηγορίες επικυρώνεται.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο