Στυλιανίδης Παμπίνος ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 581

(2013) 2 ΑΑΔ 581

[*581]9 Σεπτεμβρίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΠΑΜΠΙΝΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 158/2011)

 

 

Αλλοδαποί ― Παράνομη εργοδότηση αλλοδαπών ― Επικύρωση πρωτόδικης καταδίκης και απόρριψη έφεσης η οποία στηρίχθηκε σε αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας.

 

Απόδειξη ― Αντεξέταση ― Διάρκεια ― Ο Δικαστής θα πρέπει να επιδεικνύει κάθε λογική ανεκτικότητα κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης, αλλά ταυτόχρονα οφείλει να φροντίζει να αποφεύγεται η άσχετη σπατάλη χρόνου και προς τούτο, εκεί όπου χρειάζεται να ασκεί τη διακριτική του εξουσία για καθορισμό της χρονικής διάρκειας της αντεξέτασης.

 

Μάρτυρες ― Συγκατηγορούμενοι ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επέβαλε άμεσα ποινή στους συγκατηγορούμενους του εφεσείοντα που είχαν παραδεχθεί, δεδομένης της έλλειψης δήλωσης της Κατηγορούσας αρχής ότι είχε πρόθεση να τους καλέσει ως μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη του εφεσείοντα.

 

Εφετείο ― Παρατηρήσεις Εφετείου αναφορικά με διάρκεια αντεξέτασης και με άμεση επιβολή ποινής σε συγκατηγορούμενους που είχαν παραδεχθεί.

 

Με την έφεση αμφισβητήθηκε απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εκρίθη ένοχος στην κατηγορία της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού.

 

Ο εφεσείων ο οποίος υπηρετούσε ως αστυνομικός στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ), κατηγορήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου με συγκατηγορούμενους 2 αλλοδαπούς οι [*582]οποίοι εντοπίστηκαν από αστυνομικούς στην οικία του.

 

Δεν παραδέχθηκε τις δυο κατηγορίες που αντιμετώπιζε για εργοδότηση δύο αλλοδαπών αδελφών κατά παράβαση του Άρθρου 14Β του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, σε αντίθεση με τους συγκατηγορούμενους του οι οποίοι παραδέχθηκαν ότι την 1.2.11 είχαν εργοδοτηθεί από τον εφεσείοντα χωρίς την προβλεπόμενη από το Νόμο άδεια και σε έκαστο επιβλήθηκε ποινή προστίμου €170.

 

Επιπρόσθετα, « …. δεσμεύτηκαν να παρουσιαστούν στις 16.2.11 στις 9.30 π.μ. για να καταθέσουν στη δίκη σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1», και αυτό εξ ιδίας πρωτοβουλίας του Δικαστηρίου.

 

Κατά τη δίκη που επακολούθησε κατέθεσαν για την Κατηγορούσα Αρχή 4 μάρτυρες, με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας των οποίων, ο εφεσείων απαλλάγηκε στο εκ πρώτης όψεως στάδιο από την πρώτη κατηγορία, η οποία αφορούσε στην εργοδότηση του δεύτερου κατηγορουμένου. Κρίθηκε, όμως, τελικά, ένοχος στη δεύτερη κατηγορία που αφορούσε την εργοδότηση του 3ου κατηγορουμένου και του επιβλήθηκε πρόστιμο €4.500.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των τριών εκ των τεσσάρων μαρτύρων κατηγορίας και του κατηγορούμενου 2.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αποτέλεσμα λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας.

 

β)  Λανθασμένα πιθανολόγησε ότι η κατοικία, στη στέγη της οποίας εντοπίστηκε ο κατηγορούμενος 3 να εργάζεται, ήταν ιδιοκτησία της συζύγου του εφεσείοντα καθότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του μαρτυρία που να δίνει έρεισμα σε τέτοια πιθανολόγηση.

 

γ)  Λανθασμένα θεώρησε ως ικανοποιητικό στοιχείο για καταδίκη, το γεγονός ότι την προηγούμενη ημέρα είχε ανεβάσει τον κατηγορούμενο 3 στη στέγη του σπιτιού και του έδειξε τη ζημιά.

 

δ)  Λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΚ4 ως αναξιόπιστη, τη στιγμή που ο μάρτυρας αυτός είχε κληθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και το αίτημα της να κηρυχθεί εχθρικός μάρτυρας απορρίφθηκε.

 

[*583]ε)      Λανθασμένα έκρινε ότι οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας δεν ήταν ουσιώδεις.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Σύμφωνα με πάγια θέση της νομολογίας το Εφετείο επεμβαίνει στον τομέα της αξιολόγησης μαρτυρίας μόνο όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχτεί ως αξιόπιστη.

 

2.  Στην προκείμενη περίπτωση, τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο υποστηρίζονταν πλήρως από τη μαρτυρία που έκρινε αξιόπιστη και δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ότι ήταν εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα.

 

3.  Δεν παρεχόταν περιθώριο επέμβασης εκ μέρους του Εφετείου για ανατροπή ή διαφοροποίησή τους.

 

4.  Παρά την απόρριψη της έφεσης υπήρξαν δυο σύντομες παρατηρήσεις. Η πρώτη αφορούσε στη διάρκεια της αντεξέτασης του ΜΚ3, η ουσία της μαρτυρίας του οποίου ήταν εξαιρετικά απλή και όμως επετράπη να αντεξετάζεται για δύο ολόκληρες δικασίμους.

 

5.  Η δεύτερη παρατήρηση αφορούσε στην πρωτοβουλία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προχωρήσει σε άμεση επιβολή ποινής στους συγκατηγορουμένους του εφεσείοντα που είχαν παραδεχθεί, τη στιγμή που καμιά δήλωση δεν έγινε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής ότι είχε πρόθεση να τους καλέσει ως μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη του εφεσείοντα και, μάλιστα, να «τους δεσμεύσει» ώστε να παρουσιαστούν στο Δικαστήριο την ημέρα της δίκης για να καταθέσουν. Επρόκειτο, ασφαλώς, για λανθασμένη ενέργεια.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

 

C & A. Pelekanos Associates Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273,

 

Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. ν. Πότση (2000) 2 Α.Α.Δ. 852,

 

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 325,

[*584]Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 17,

 

Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 564,

 

R. v. Ptohopoulos [1968] 52 Cr.App.R. 47,

 

Ζαχαρίας ν. Δημοκρατίας (1962) 2 C.L.R. 52,

 

Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ 221.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κωνσταντίνου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 2856/11), ημερομηνίας 9/8/11.

 

Λ. Λυσάνδρου, για τον Eφεσείοντα.

 

Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, αστυνομικός της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ), θεωρεί την καταδίκη του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην κατηγορία της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού λανθασμένη για εννέα λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα αναφερθούμε στα γεγονότα και την πρωτόδικη απόφαση.

 

Στις 31.1.11 λήφθηκε πληροφορία στη Διεύθυνση Επαγγελματικών Προτύπων του Αρχηγείου Αστυνομίας (ΔΕΠ) ότι ο εφεσείων ανεγείρει κατοικία στην οδό Αρτας, στον Ύψωνα και πιθανώς εργοδοτεί παράνομα αλλοδαπούς.

 

Την πληροφορία ανέλαβαν να διερευνήσουν τα μέλη της ΔΕΠ Ευθυβούλου και Χριστοφή, λοχίας και υπαστυνόμος αντίστοιχα, οι οποίοι μετέβησαν την επομένη επιτόπου για εξετάσεις. Εκεί αντελήφθηκαν ένα πρόσωπο να επαλείφει τα κεραμίδια της στέγης με υγρό και όταν μετά από λίγα λεπτά έφτασε στο μέρος ο εφεσείων και ερωτήθηκε σχετικά, απάντησε ότι το πρόσωπο στη στέγη [*585]ήταν από την Περσία, βρισκόταν νόμιμα στην Κύπρο ως αιτητής πολιτικού ασύλου και μάλιστα μία εβδομάδα προηγουμένως είχε ελέγξει ο ίδιος τα χαρτιά του και ήταν εντάξει. Πράγματι, όπως διαπιστώθηκε, ο αλλοδαπός ονομαζόταν Mohammad Eidi Ghilevan και καταγόταν από την Περσία, πλην όμως η αίτηση του για πολιτικό άσυλο είχε απορριφθεί και μάλιστα η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου είχε επικυρωθεί στις 12.1.11 και από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Με αυτά τα δεδομένα, ο υπαστυνόμος Χριστοφή ζήτησε από τον εφεσείοντα εξηγήσεις για το σκοπό της εκεί παρουσίας του αλλοδαπού και η απάντηση που πήρε ήταν πως στο σπίτι είχε φέρει τον αλλοδαπό ο αδελφός του Abbas Eidi Gilvan, ο οποίος ήταν φίλος του, όχι όμως για να εργαστεί αλλά απλώς να βοηθήσει.

 

Όπως γίνεται αντιληπτό, οι εξηγήσεις του εφεσείοντα δεν ικανοποίησαν και όταν πληροφορήθηκε από τον υπαστυνόμο Χριστοφή ότι η εργοδότηση αλλοδαπού χωρίς άδεια συνιστά ποινικό αδίκημα και του επεστήθη η προσοχή στο Νόμο απάντησε: «Σε παρακαλώ κ. Χριστοφή, μεν μου κάμετε πρόβλημα και δεν είμαι παλιάνθρωπος. Εγώ κτίζω το σπίτι μου με κυπραίους και όχι με αλλοδαπούς και έφτυσα αίμα να κτίσω το σπίτι μου». Ακολούθησαν περαιτέρω αστυνομικές ενέργειες, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η καταχώρηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού της ποινικής υπόθεσης 2856/11 με κατηγορούμενους τον εφεσείοντα (κατηγορούμενος 1) και τα δύο αδέλφια από την Περσία Abbas Eidi Gilvan και Mohammad Eidi Ghilevan (κατηγορούμενους 2 και 3, αντίστοιχα).

 

Οι κατηγορούμενοι κατηγορήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στις 2.2.11 και ο εφεσείοντας δεν παραδέχθηκε τις δυο κατηγορίες που αντιμετώπιζε για εργοδότηση των δύο αλλοδαπών αδελφών κατά παράβαση του Άρθρου 14Β του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, σε αντίθεση με τους συγκατηγορούμενους του οι οποίοι παραδέχθηκαν ότι την 1.2.11 είχαν εργοδοτηθεί από τον εφεσείοντα χωρίς την προβλεπόμενη από το Νόμο άδεια και σε έκαστο επιβλήθηκε ποινή προστίμου €170. Επιπρόσθετα, « …. δεσμεύτηκαν να παρουσιαστούν στις 16.2.11 στις 9.30 π.μ. για να καταθέσουν στη δίκη σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1», και αυτό εξ ιδίας πρωτοβουλίας του Δικαστηρίου.

 

Κατά τη δίκη που επακολούθησε κατέθεσαν για την Κατηγορία 4 μάρτυρες (ΜΚ), με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας των οποίων ο εφεσείων απαλλάγηκε στο εκ πρώτης όψεως στάδιο από την πρώτη κατηγορία, η οποία αφορούσε την εργοδότηση του δεύτε[*586]ρου κατηγορουμένου. Κρίθηκε, όμως, τελικά, ένοχος στη δεύτερη κατηγορία που αφορούσε την εργοδότηση του 3ου κατηγορουμένου και του επιβλήθηκε πρόστιμο €4.500.  Κι αυτό αφού το δικαστήριο δέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των τριών εκ των τεσσάρων ΜΚ – των δύο μελών της ΔΕΠ Ευθυβούλου και Χριστοφή (ΜΚ1 και 3) και του κατηγορούμενου 2 (ΜΚ2) – και απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του 4ου μάρτυρα Ν. Ορφανίδη (ΜΚ4). Σχετικά, μέρος των ευρημάτων στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας που αποδέχτηκε, διατυπώνονται στην πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:

 

«Τον αλλοδαπό (3ο κατηγορούμενο-Μ.Κ.2) μετέφερε στην επίδικη κατοικία ο αδελφός του Abbas (2ος κατηγορούμενος) το μεσημέρι της προηγούμενης μέρας. Εκεί πήγε για να δει την οροφή και συγκεκριμένα το μέρος όπου έσταζε νερά, για να το επιδιορθώσει. Βασικά, θα έκανε ο 2ος κατηγορούμενος τη συγκεκριμένη εργασία, όμως, επειδή είχε κάποιο πρόβλημα στο χέρι και δεν μπορούσε να μπογιατίσει ανέλαβε να την κάνει ο 3ος κατηγορούμενος. Όταν έφθασε στην κατοικία, ο κατηγορούμενος τον πήγε στην οροφή και συγκεκριμένα στη σοφίτα του σπιτιού. Εκεί του έδειξε που έσταζε νερό και βασικά του έδειξε που έπρεπε να γίνει η εργασία επιδιόρθωσης, οπότε και έφυγαν.

 

Ο κατηγορούμενος είχε τα υλικά και τα φάρμακα με τα οποία θα έκανε τη συγκεκριμένη εργασία πάνω στα κεραμίδια και συγκεκριμένα εκεί όπου θα γινόταν η εργασία.

 

Την επομένη το πρωί, ο 3ος κατηγορούμενος, αφού μετέβη στην επίδικη κατοικία με τον αδελφό του και πάλιν, ο οποίος, αφού το μετέφερε εκεί έφυγε, έπιασε δουλειά, ουσιαστικά μέχρι και την ώρα που κλήθηκε από τον κατηγορούμενο και τους δύο αστυνομικούς να κατέβει.

 

Επισημαίνεται τέλος, ότι, ο 3ος κατηγορούμενος, για να μπει στην κατοικία του κατηγορούμενου προκειμένου να εκτελέσει την εργασία που είχε αναλάβει, άνοιξε με κλειδί που του είχε πει ο κατηγορούμενος από την προηγούμενη μέρα, σε ποιο σημείο θα τοποθετούσε ο ίδιος.»

 

Όπως έχει σημειωθεί στην αρχή της παρούσας, ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για εννέα λόγους. Ουσιαστικά, όμως, παραπονείται πως τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο ήταν αποτέλεσμα λανθασμένης [*587]αξιολόγησης της μαρτυρίας, με κύριο παράπονο ότι αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του υπαστυνόμου Χριστοφή (ΜΚ3) και απέρριψε ως αναξιόπιστη και ψευδή τη μαρτυρία του ΜΚ4. Αναλυτικά, αναπτύσσοντας τους λόγους έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

1. Πιθανολόγησε ότι η κατοικία, στη στέγη της οποίας εντοπίστηκε ο κατηγορούμενος 3 να εργάζεται, ήταν ιδιοκτησία της συζύγου του εφεσείοντα καθότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του μαρτυρία που να δίνει έρεισμα σε τέτοια πιθανολόγηση.

 

2. Θεώρησε ως ικανοποιητικό στοιχείο, για καταδίκη του εφεσείοντα, το γεγονός ότι την προηγούμενη ημέρα είχε ανεβάσει τον κατηγορούμενο 3 στη στέγη του σπιτιού και του έδειξε τη ζημιά.

 

3. Απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΚ4 ως αναξιόπιστη, τη στιγμή που ο μάρτυρας αυτός είχε κληθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και το αίτημα της να κηρυχθεί εχθρικός μάρτυρας απορρίφθηκε. Υπέδειξε, συναφώς, ότι στη βάση της μαρτυρίας του μάρτυρα αυτού, ο  εφεσείων δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην παρουσία του κατηγορούμενου 3 στη στέγη της κατοικίας για επιδιόρθωση των ζημιών, καθότι για την επιδιόρθωση των εν λόγω ζημιών είχε εργοδοτηθεί από τον ίδιο ο κατηγορούμενος 2, ο οποίος όμως έστειλε στη θέση του τον αδελφό του κατηγορούμενο 3 και κατά συνέπεια το αδίκημα που καταλογίστηκε στον εφεσείοντα δεν είχε αποδειχθεί.

 

4. Έκρινε ότι οι αντιφάσεις που υπέπεσαν μεταξύ τους οι ΜΚ δεν ήταν ουσιώδεις. Ως τέτοιες, επεσήμανε κυρίως τις διαφορές μεταξύ της μαρτυρίας των ΜΚ1 και 3 για την ώρα άφιξης τους στο μέρος της κατοικίας, ποιος αφίχθηκε πρώτος, καθώς επίσης και για το χρόνο και υπό ποίες συνθήκες λήφθηκε η κατάθεση του ΜΚ4.

 

Με τη σειρά της η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε πλήρως την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, επισημαίνοντας ότι τα παράπονα του εφεσείοντα έχουν στο στόχαστρο τους την αξιολόγηση στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο και υπενθύμισε επί του προκειμένου την πάγια θέση της νομολογίας ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων.

[*588]Έχουμε εξετάσει με προσοχή την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία και συμφωνούμε με τη θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης ότι και οι εννέα λόγοι έφεσης έχουν στο στόχαστρο τους τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας στην οποία προέβη. Όμως, σύμφωνα με πάγια θέση της νομολογίας το Εφετείο επεμβαίνει στο σχετικό τομέα μόνο όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχτεί ως αξιόπιστη (βλ. Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, C & A. Pelekanos Associates Ltd. v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273, Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. ν. Πότση (2000) 2 Α.Α.Δ. 852, Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 325, Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 17 και Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 564). Στην προκείμενη όμως περίπτωση, τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο - η ουσία των οποίων αποδίδεται στο μέρος της απόφασης που έχουμε παραθέσει πιο πάνω - υποστηρίζονται πλήρως από τη μαρτυρία που έκρινε αξιόπιστη και θεωρούμε ότι δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ότι είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα. Κρίνουμε, επομένως ότι δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης εκ μέρους του Εφετείου για ανατροπή ή διαφοροποίησή τους και σ’ ότι αφορά το παράπονο του εφεσείοντα ότι δεν αποδείχτηκε το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίδικης κατοικίας, αυτό είναι παντελώς αβάσιμο αφού εξ αρχής ήταν και δική του θέση (βλ. σελ. 8 των πρακτικών) ότι η κατοικία αυτή ήταν ιδιοκτησία της συζύγου του και μάλιστα η άδεια οικοδομής είχε εκδοθεί στο όνομα της. Παρόμοια, αβάσιμο είναι και το παράπονο του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε αποκλειστικά για καταδίκη του εφεσείοντα στο γεγονός ότι την προηγούμενη είχε ανεβάσει τον κατηγορούμενο 3 στη στέγη και του έδειξε τη ζημιά, καθότι η καταδίκη του δεν ήταν απόρροια μόνο αυτού του γεγονότος. Πέραν τούτου, για σκοπούς καταδίκης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και όσα διαλαμβάνονται στο μέρος της απόφασης του που αυτούσιο έχουμε παραθέσει πιο πάνω και, περαιτέρω, συνεκτίμησε και τις δηλώσεις στις οποίες προέβηκε προς τον υπαστυνόμο Χριστοφή. Παρόμοια, αβάσιμο κρίνεται και το παράπονο του για απόρριψη ως αναξιόπιστης της μαρτυρίας του ΜΚ4, αφού με την απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε τη μαρτυρία του αποκλειστικά και μόνο λόγω της υποκειμενικής εικόνας που σχημάτισε για την αξιοπιστία του, αλλά συνεκτίμησε και άλλα στοιχεία. Όπως, ότι στην κυρίως εξέταση του υιοθέτησε το περιεχόμενο [*589]της κατάθεσης του προς την αστυνομία ημερ. 10.2.11 (τεκμ. 6) την οποία τέσσερις ημέρες αργότερα αναίρεσε γραπτώς, καθώς επίσης και από το γεγονός ότι ενώ στην εν λόγω κατάθεση του δήλωσε ότι δεν γνώριζε καθόλου τους κατηγορούμενους 2 και 3 και μόνο εξ όψεως γνώριζε τον εφεσείοντα, κατά την αντεξέταση του, ανατρέποντας εκ βάθρων τα όσα κατέθεσε κατά την κυρίως εξέταση του, πρόβαλε μια νέα εκδοχή. Ότι δηλαδή, αυτός είχε αναλάβει τις εργασίες στην κατοικία της συζύγου του εφεσείοντα, αυτός είχε στείλει εκεί τον κατηγορούμενο 2 να κάνει τις επιδιορθώσεις και αυτός θα τον πλήρωνε και όχι ο εφεσείοντας. Όλα αυτά εύλογα θα μπορούσαν να είχαν επιπτώσεις στην αξιοπιστία του και θεωρούμε πως ήταν εντός της αποκλειστικής αρμοδιότητας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να κρίνει αν θα αποδεχόταν ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ή, όπως έπραξε, αν θα την απέρριπτε ως αναξιόπιστη και ψευδή. Θεωρούμε, επομένως, ότι και γι’ αυτό το θέμα δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης από το Εφετείο, όπως δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας και για το τέταρτο παράπονο όπου οι «αντιφάσεις» που μας υπέδειξε μετά δυσκολίας θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως «αντιφάσεις» και μάλιστα τέτοιας σημασίας που θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στην αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΚ3.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι ουδείς από τους λόγους έφεσης ευσταθεί και κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη.

 

Παρά την απόρριψη της έφεσης δεν θα ήταν αχρείαστες δυο σύντομες παρατηρήσεις. Η πρώτη αφορά τη διάρκεια της αντεξέτασης του ΜΚ3, η ουσία της μαρτυρίας του οποίου ήταν εξαιρετικά απλή και όμως επετράπη να αντεξετάζεται για δύο ολόκληρες δικασίμους. Επαναλαμβάνουμε επί του προκειμένου αυτό που επισημάνθηκε στην υπόθεση R. v. Ptohopoulos [1968] 52 Cr.App.R. 47, πως ναι μεν ο Δικαστής θα πρέπει να επιδεικνύει κάθε λογική ανεκτικότητα κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης, αλλά ταυτόχρονα οφείλει να φροντίζει να αποφεύγεται η άσχετη σπατάλη χρόνου και προς τούτο, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Ζαχαρίας ν. Δημοκρατίας (1962) 2 C.L.R. 52, εκεί που χρειάζεται να ασκεί τη διακριτική του εξουσία για καθορισμό της χρονικής διάρκειας της αντεξέτασης. Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την πρωτοβουλία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προχωρήσει σε άμεση επιβολή ποινής στους συγκατηγορουμένους του εφεσίοντα που είχαν παραδεχθεί, τη στιγμή που καμιά δήλωση δεν έγινε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής ότι είχε πρόθεση να τους καλέσει ως ΜΚ στη δίκη του εφεσείο[*590]ντα και, μάλιστα, να «τους δεσμεύσει» ώστε να παρουσιαστούν στο Δικαστήριο την ημέρα της δίκης για να καταθέσουν.Επρόκειτο, ασφαλώς, για λανθασμένη ενέργεια. Αφενός γιατί στο δικαιϊκό μας σύστημα εναπόκειται συνήθως στην Κατηγορία να αποφασίσει ποιούς μάρτυρες θα καλέσει για προώθηση της υπόθεσης της και, αφετέρου, σύμφωνα με την ορθή πρακτική σε κατηγορίες που αντιμετωπίζουν ομού συγκατηγορούμενοι επιβάλλεται αμέσως ποινή σε κατηγορούμενο που παραδέχεται ενοχή στην περίπτωση που δηλώνεται από την Κατηγορία ότι θα κληθεί ως μάρτυρας (βλ. Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 221). Στην υπό εξέταση όμως περίπτωση, τέτοια πρόθεση δεν εκδήλωσε η εκπρόσωπος της Κατηγορίας, ούτε και υπέβαλε σχετικό αίτημα, και υπό τις περιστάσεις δεν υπήρχε λόγος για το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην ακολουθήσει την προαναφερθείσα πρακτική.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο