Μεταφορές Γερόλεμος Ν. Γερολέμου Λτδ ν. Αδελφοί Σ. Πεκρής (Γενικές Επιχειρήσεις) Λτδ και Άλλων (2013) 2 ΑΑΔ 591

(2013) 2 ΑΑΔ 591

[*591]11 Σεπτεμβρίου, 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΓΕΡΟΛΕΜΟΣ Ν. ΓΕΡΟΛΕΜΟΥ ΛΤΔ,

 

Εφεσείοντες,

 

v.

 

1. ΑΔΕΛΦΟΙ Σ. ΠΕΚΡΗΣ (ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

2. ΙΩΣΗΦ ΠΕΚΡΗ,

3. ΜΙΧΑΛΗ ΠΕΚΡΗ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 80/2011)

 

 

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Κατά πόσον αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας η καταχώριση από τους εφεσείοντες διαφόρων κατηγορητηρίων για σειρά ακάλυπτων επιταγών που εξέδωσαν οι εφεσίβλητοι ― Παραμερισμός πρωτόδικης κρίσης με την οποία απαλλάχθηκαν οι κατηγορούμενοι, παρά το ότι είχε ήδη αποδειχθεί   εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους ― Επέμβαση Εφετείου επί τω ότι, η περίπτωση, δεν αποτελούσε κατάχρηση διαδικασίας, παρά τον αριθμό των υποθέσεων που καταχωρίστηκαν.

 

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Δυνατόν να ενυπάρχει όταν επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός με διαφορετικά ένδικα μέσα. Χωρεί μόνο εκεί όπου η διαδικασία απολήγει σε καταπίεση ή δυσμενή επηρεασμό του αντιδίκου. Η άσκηση τέτοιας δραστικής εξουσίας ασκείται φειδωλά ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Δίκαιη δίκη ― Το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, δεν μπορεί να είναι αυθαίρετο και καταχρηστικό, αλλά θα πρέπει να επιδιώκεται μέσα στα πλαίσια της δικαστικής λειτουργίας.

 

Ποινική Δικονομία ― Κατηγορητήριο ― Η καταχώρηση ξεχωριστών κατηγορητηρίων για αριθμό αδικημάτων δεν οδηγεί εκ προοιμίου, σε ακυρότητα καμίας δίκης.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης κατάληξης με την οποία εκρίθη ότι η καταχώριση από την εφεσείουσα διαφόρων κατηγορητη[*592]ρίων για σειρά ακάλυπτων επιταγών που εξέδωσαν οι εφεσίβλητοι, αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας που οδήγησε στην απαλλαγή των κατηγορουμένων, παρά το ότι το Δικαστήριο είχε ήδη διαπιστώσει την απόδειξη  εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους.

 

Δυνάμει σύμβασης μεταξύ της παραπονουμένης εφεσείουσας εταιρείας και των κατηγορουμένων στην Ιδιωτική Ποινική υπόθεση 27455/08, η κατηγορούμενη 1 εταιρεία, εξέδωσε προς όφελος της παραπονουμένης, αριθμό μεταχρονολογημένων επιταγών για διάφορα ποσά.  Οι επιταγές ήταν πληρωτέες σε διαφορετικό χρόνο η κάθε μια και  η πληρωμή των οποίων αναστάληκε εν τέλει με διαταγή της εκδότριας εταιρείας, κατηγορουμένης 1, προς την εκδότρια τράπεζα.

 

Η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση και στο τέλος της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή, το εκδικάζον Δικαστήριο αποδέχθηκε σχετική εισήγηση για κατάχρηση διαδικασίας και ανέστειλε τη διαδικασία απαλλάσσοντας τους κατηγορούμενους.

 

Όπως διαπίστωσε, κατά το χρόνο καταχώρισης των δύο πρώτων ποινικών διώξεων, η υπό εξέταση ήταν η δεύτερη κατά σειράν, οι επιταγές, για τις οποίες καταχωρίστηκαν στη συνέχεια άλλες υποθέσεις, δεν είχαν ακόμη καταστεί πληρωτέες. Επομένως, έκρινε, κινδύνευαν οι αιτητές ως κατηγορούμενοι κατά την εκδίκαση των πρώτων υποθέσεων να καταδικαστούν και για αδικήματα μεταγενέστερου χρόνου, αλλά και να υποστούν πολλαπλά έξοδα και ταλαιπωρία εφ’ όσον θα έπρεπε να υπερασπιστούν τον εαυτό τους τέσσερις ακόμη φορές, εξαιρουμένης της υπό κρίση υπόθεσης και μιας άλλης που είχε ήδη εκδικαστεί, προβάλλοντας την ίδια υπεράσπιση.

 

Επεσήμανε ακόμη τον κίνδυνο της έκδοσης αντικρουόμενων αποφάσεων, ή διαφορετικών αποφάσεων από διαφορετικούς δικαστές, παραπέμποντας σε νομολογία.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:

 

α)  Υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 30.1, 2 και 3 του Συντάγματος,   δεδομένου ότι το Δικαστήριο είχε ήδη διαπιστώσει την απόδειξη  εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.

 

β)  Το Δικαστήριο δεν είχε μαρτυρία ενώπιόν του που να συνηγορούσε υπέρ του ότι, οι κατηγορούμενοι κατά την εκδίκαση όλων των κατηγορητηρίων που εκκρεμούσαν εναντίον τους, θα πρόβαλλαν την ίδια ακριβώς υπεράσπιση, ούτε μπορούσε το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό του εκ πρώτης όψεως, να αποδεχθεί κα[*593]ταληκτικά ότι επρόκειτο να ακουστούν οι ίδιοι μάρτυρες και να επαναληφθούν τα ίδια ακριβώς γεγονότα κατά την εκδίκαση των υπολοίπων υποθέσεων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Κατά την άσκηση της σύμφυτης δικαιοδοσίας του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε σε αντίφαση με τις ίδιες του τις διαπιστώσεις και οδηγήθηκε σε λανθασμένη κατάληξη κατά την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στο νομολογημένο λόγο των αποφάσεων που υιοθέτησε.

 

2.  Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαπιστώνει ότι η έκδοση περισσοτέρων επιταγών χωρίς αντίκρισμα συνιστά τόσα αδικήματα της ιδίας φύσης, όσα και ο αριθμός των επιταγών και ότι δεν ήταν νοητό να αναμένουν οι εφεσείοντες μέχρι και την κατάθεση της τελευταίας και μετά να καταχωρούσαν την υπό κρίση υπόθεση, αυτό θα οδηγούσε, εξ αντικειμένου σε καθυστέρηση της ποινικής δίωξης, παραταύτα, εκ των υστέρων ενήργησε, αναστέλλοντας τη διαδικασία.

 

3.  Το Δικαστήριο δεν είχε μαρτυρία ενώπιόν του που να συνηγορούσε υπέρ του ότι, οι κατηγορούμενοι κατά την εκδίκαση όλων των κατηγορητηρίων που εκκρεμούσαν εναντίον τους, θα πρόβαλλαν την ίδια ακριβώς υπεράσπιση.

 

4.  Η περίπτωση, δεν ήταν τέτοια, παρά τον αριθμό των υποθέσεων που καταχωρίστηκαν εναντίον των εφεσιβλήτων, ώστε να χαρακτηριζόταν καταχρηστική, σε βαθμό που να ανασταλεί η εναντίον τους ποινική διαδικασία.

 

5.  Το Δικαστήριο, διαθέτει επαρκή μέτρα θεραπείας, όταν διαπιστώσει πως δημιουργείται διαδικαστική ταλαιπωρία στον κατηγορούμενο.

 

6.  Ασφαλώς όμως καταχώρηση ξεχωριστών κατηγορητηρίων για αριθμό αδικημάτων δεν οδηγεί εκ προοιμίου, σε ακυρότητα καμίας δίκης. Πολύ περισσότερο που εδώ επρόκειτο για αριθμό μεταχρονολογημένων επιταγών με αποτέλεσμα να καταχωριστούν, δικαιολογημένα, έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαφορετικές ποινικές υποθέσεις.

 

7.  Η απόφαση για διακοπή της δίκης και απαλλαγή των κατηγορουμένων παραμερίστηκε. Διατάχθηκε όπως η υπόθεση να τεθεί ενώπιον του ιδίου του εκδικάζοντος Δικαστηρίου για συνέχιση, εν [*594]όψει του ευρήματός του ότι έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522,

 

Connelly v. D.P.P. [1964] 2 All E.R. 401,

 

Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646,

 

N.C.P. Diamonds Co Ltd v. Ιωαννίδη κ.ά. (2003) 2 Α.Α.Δ. 162,

 

Hunter v. Chief Constable of West Midlands [1981] 3 All E.R. 727,

 

Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363,

 

Γίγας Λτδ ν. Ουστά (1994) 1 Α.Α.Δ. 109,

 

Μαυρομιχάλη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 530,

 

In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

 

Έφεση από τους Παραπονούμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καπετάνιου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 27455/00), ημερομηνίας 19/4/11.

 

Β. Π. Πιερίδου (κα), για τους Εφεσείοντες.

 

Η. Ι. Πεκρής, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Δυνάμει σύμβασης μεταξύ της παραπονουμένης εταιρείας και των κατηγορουμένων στην Ιδιωτική Ποινική [*595]υπόθεση 27455/08, η κατηγορούμενη 1 εταιρεία εξέδωσε προς όφελος της παραπονουμένης, αριθμό επιταγών για διάφορα ποσά. Οι επιταγές ήταν πληρωτέες σε διαφορετικό χρόνο η κάθε μια, η πληρωμή των οποίων αναστάληκε εν τέλει με διαταγή της εκδότριας εταιρείας, κατηγορουμένης 1, προς την εκδότρια τράπεζα.

 

Επρόκειτο όπως διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο για επιταγές διαφορετικές που εκδόθηκαν όμως όλες την ίδια ημέρα μεταχρονολογημένες στα πλαίσια της ίδιας συναλλαγής. Οι λεπτομέρειες καταγράφονται στην προσβαλλόμενη απόφαση:

 

«(α) Στις 11.11.2008 καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η υπόθεση 19578/08 η οποία αφορούσε δύο επιταγές πληρωτέες στις 9.9.2008 και 9.10.2008. (β) Στις 12.12.2008 καταχωρήθηκε η παρούσα υπόθεση η οποία αφορά μία επιταγή η οποία είχε καταστεί πληρωτέα στις 9.11.2008. (γ) Στις 19.1.2009 καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η υπόθεση 2095/09 η οποία αφορούσε μια επιταγή πληρωτέα στις 9.12.2008. (δ)  Στις 29.1.2009 καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας η υπόθεση 832/09 η οποία αφορούσε μία επιταγή η οποία είχε καταστεί πληρωτέα στις 9.1.2009. (ε) Στις 26.2.2009 καταχωρήθηκε επίσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας η υπόθεση 1962/09 η οποία αφορούσε επιταγή πληρωτέα στις 9.2.2009 και (στ) στις 20.8.2009 καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η υπόθεση 16678/09 η οποία αφορούσε τέσσερις επιταγές πληρωτέες στις 9.3.2009, 9.4.2009, 9.5.2009 και 9.6.2009 αντίστοιχα. Πρώτα καταχωρήθηκε δηλαδή η υπόθεση 19578/08 στις 11.11.2008 σε χρόνο κατά τον οποίο από την ενώπιον μου μαρτυρία η επίδικη επιταγή δεν είχε επιστραφεί απλήρωτη. Ακολούθησε η παρούσα υπόθεση. Οι οδηγίες για ανάκληση της πληρωμής της επίδικης επιταγής φαίνεται από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 24 να είχαν δοθεί στις 11.11.2008 και η επιταγή επιστράφηκε απλήρωτη με τη σχετική ένδειξη ότι η πληρωμή της έχει ανακληθεί στις 12.11.2008. Μετά καταχωρήθηκαν οι πιο πάνω αναφερθείσες υποθέσεις σε χρόνους όπου οι μεταγενέστερες επιταγές πάλιν δεν είχαν καταστεί πληρωτέες. Η έκδοση περισσοτέρων επιταγών χωρίς αντίκρισμα όπως ήδη ανέφερα και πιο πάνω συνιστά τόσα αδικήματα της ίδιας φύσης όσα και ο αριθμός των επιταγών.».

 

Η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση και στο τέλος της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή, η υπεράσπιση ήγειρε την ειδική απολογία autre fois acquit, όπως επίσης και θέμα κατάχρησης της διαδικασίας από την παραπονούμενη εταιρεία. Στήριξε τις [*596]εισηγήσεις του ο δικηγόρος των κατηγορουμένων στη δοθείσα μαρτυρία και τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεκμήρια. Μεταξύ άλλων, παρέπεμψε στη μαρτυρία του Μ.Κ.1 ο οποίος κατά την εισήγησή του δεν έδωσε οποιαδήποτε αιτιολογία για την καταχώριση πολλαπλών υποθέσεων σε δύο επαρχίες. Το εκδικάζον Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του autre fois acquit, για τους λόγους που προβάλλονται εκεί και που δεν θα μας απασχολήσουν, αποδέχθηκε όμως τη σχετική εισήγηση για κατάχρηση και με την υπό κρίση απόφασή του, ημερ. 19.4.2011, ανέστειλε τη διαδικασία και απάλλαξε τους κατηγορούμενους.

 

Όπως διαπίστωσε στην υπό κρίση απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά το χρόνο καταχώρισης των δύο πρώτων ποινικών διώξεων, η υπό εξέταση είναι η δεύτερη κατά σειράν, οι επιταγές, για τις οποίες καταχωρίστηκαν στη συνέχεια άλλες υποθέσεις, δεν είχαν ακόμη καταστεί πληρωτέες. Επομένως, έκρινε, κινδύνευαν οι αιτητές ως κατηγορούμενοι κατά την εκδίκαση των πρώτων υποθέσεων να καταδικαστούν και για αδικήματα μεταγενέστερου χρόνου, αλλά και να υποστούν πολλαπλά έξοδα και ταλαιπωρία εφ’ όσον θα πρέπει να υπερασπιστούν τον εαυτό τους τέσσερις ακόμη φορές, εξαιρουμένης της υπό κρίση υπόθεσης και μιας άλλης που είχε ήδη εκδικαστεί, προβάλλοντας την ίδια υπεράσπιση. Επεσήμανε ακόμη τον κίνδυνο της έκδοσης αντικρουόμενων αποφάσεων, ή διαφορετικών αποφάσεων από διαφορετικούς δικαστές παραπέμποντας στις Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522 και Connelly v. D.P.P. [1964] 2 All E.R. 401, με αποτέλεσμα να προκληθεί αίσθημα αδικίας τόσο στους παραπονούμενους αλλά κυρίως στους κατηγορούμενους, οι οποίοι κατηγορούνταν για διάπραξη ποινικών αδικημάτων και βρίσκονταν αντιμέτωποι με τις συνέπειες που αυτά φέρουν.

 

Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρίστηκε έφεση, τρεις λόγοι, τους οποίους θα εξετάσουμε συνδυασμένα, εφ’ όσον άπτονται της παραβίασης του Άρθρου 30.1, 2 και 3 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τα δικαιώματα της εφεσείουσας παραπονουμένης εταιρείας, αλλά και της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι η καταχώριση διαφόρων κατηγορητηρίων για σειρά ακάλυπτων επιταγών, αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας που οδήγησε στην απαλλαγή των κατηγορουμένων, ενώ το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην όντως εμπεριστατωμένη και [*597]επιμελή απόφασή του, με αναφορά στη νομολογία, εξέτασε σφαιρικά το όλο ζήτημα πριν αποδεχθεί την εισήγηση της υπεράσπισης. Κατά την κρίση μας όμως  κατά την άσκηση της σύμφυτης δικαιοδοσίας του, κινήθηκε σε αντίφαση με τις ίδιες του τις διαπιστώσεις και οδηγήθηκε σε λανθασμένη κατάληξη κατά την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στο νομολογημένο λόγο των αποφάσεων που υιοθέτησε.

 

Έχει ξεκαθαρίσει πλέον με την απόφαση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου, ανωτέρω, ότι η κατάχρηση της διαδικασίας δυνατόν να ενυπάρχει όταν επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός με διαφορετικά ένδικα μέσα. Χωρεί μόνο εκεί όπου η διαδικασία απολήγει σε καταπίεση ή δυσμενή επηρεασμό του αντιδίκου. Η άσκηση τέτοιας δραστικής εξουσίας ασκείται φειδωλά. Ακολούθησε η Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ., 646, 665:

 

«Στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522, έχει αναλυθεί η έννοια της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας όταν επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός με διαφορετικά ένδικα μέσα. Είχε εκεί αποφασιστεί, κατά πλειοψηφία, από την Πλήρη Ολομέλεια, ότι δεν πετυχαίνουν οι σκοποί του δικαίου με το να μένει ατιμώρητος ο παραβάτης, επειδή έχει ληφθεί απόφαση υπέρ του παραπονουμένου για το οφειλόμενο από τον παραβάτη ποσό. Στην υπόθεση εκείνη καταγράφηκε ρητά με αναφορά και στην Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363, ότι το ελατήριο του παθόντος να καταγγείλει ή μη μια υπόθεση δεν σχετίζεται με το ταυτόχρονο δικαίωμα του να προβεί σε δίωξη. Και περαιτέρω, ότι η τυχόν επιδιωκόμενη τιμωρία και ο φόβος που ενυπάρχει στο ενδεχόμενο της, συνυφασμένος με τη σωφρονιστική πολιτική του ποινικού δικαίου, δεν συνιστά κατάχρηση όταν υπάρχει ή προωθείται παράλληλα και αστική διαδικασία είσπραξης του ποσού.

 

Να σημειωθεί ότι ο λόγος της Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (ανωτέρω), ως προς το στίγμα του τι συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, δόθηκε σε υπόθεση που αφορούσε ιδιωτική ποινική δίωξη, όπου ενδεχομένως το κίνητρο του ιδιώτη κατήγορου είναι πλέον δυσδιάκριτο από την ταυτόχρονη επιδίωξη είσπραξης του λαβείν του. Σε υποθέσεις όμως όπου η ποινική δίωξη άρχεται από τον Γενικό Εισαγγελέα, είτε ως νομική υπηρεσία, είτε μέσω της αστυνομίας, ο σκοπός είναι ιδιαίτερα ευδιάκριτος, στοχεύοντας στην τιμωρία του δράστη, άσχετα από την οποιαδήποτε παράλληλη [*598]προσπάθεια εξώδικης αποπληρωμής του ποσού, όπως στην παρούσα υπόθεση.»

 

Δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι εδώ πρόκειται για ποινικές διώξεις ιδιωτικής φύσης. Σε κάθε περίπτωση όμως η τιμωρία των κατηγορουμένων για τη μη πληρωμή των επιταγών ενυπάρχει με τη νόμιμη επιδίωξη είσπραξης του λαβείν της παραπονουμένης εταιρείας. Στην υπόθεση N.C.P. Diamonds Co Ltd v. Ιωαννίδη κ.ά. (2003) 2 Α.Α.Δ. 162, όπου κρίθηκε πως η καταχώριση δύο υποθέσεων για δύο διαφορετικές επιταγές, δεν συνιστά εκ προοιμίου κατάχρηση διαδικασίας ή η ακυρότητα της δίκης, εισήχθη η καταλυτική κατά την κρίση μας παρατήρηση: «το Δικαστήριο διαθέτει επαρκή μέτρα θεραπείας εάν διαπιστώσει ότι δημιουργείται διαδικαστική ταλαιπωρία στον κατηγορούμενο».

 

Όπως ήδη υποδεικνύει η απόφαση Hunter v. Chief Constable of West Midlands [1981] 3 All E.R. 727, στην οποία παρέπεμψε το εκδικάζον Δικαστήριο, η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου για ενεργοποίηση του καθήκοντός του για διακοπή της δίκης γίνεται όταν «…manifestly unfair to a party to litigation before it, or would otherwise bring the administration of justice into direspute among right-thinking people». Η υπόθεση Hunter, όμως, αφορούσε ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα: επιδιώχθηκε εκεί μέσω πολιτικής υπόθεσης που καταχωρίστηκε εκ των υστέρων, να καταδειχθεί ότι η ομολογία του κατηγορούμενου στην ποινική υπόθεση στην οποία και καταδικάστηκε, λήφθηκε κάτω από καταπιεστικές συνθήκες. Τα δεδομένα των ποινικών διώξεων διέφεραν ως προς το χρόνο δημιουργίας και στοιχειοθέτησης εκάστης κατηγορίας.

 

Το γεγονός του χρόνου, κατά τον οποίο ανακλήθηκε η πληρωμή της επίδικης επιταγής, έχει τη σημασία του, εφ’ όσον οι υποθέσεις που καταχωρίστηκαν ανάγονται σε χρόνους όπου οι μεταγενέστερες επιταγές πάλι δεν είχαν καταστεί πληρωτέες.  Και πάλι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαπιστώνει ότι η έκδοση περισσοτέρων επιταγών χωρίς αντίκρισμα συνιστά τόσα αδικήματα της ιδίας φύσης, όσα και ο αριθμός των επιταγών και ότι δεν ήταν νοητό να αναμένουν οι εφεσείοντες μέχρι και την κατάθεση της τελευταίας και μετά να καταχωρούσαν την υπό κρίση υπόθεση, αυτό θα οδηγούσε, εξ αντικειμένου σε καθυστέρηση της ποινικής δίωξης, έρχεται εκ των υστέρων να εφαρμόσει τις αρχές που διατυπώθηκαν στις πιο πάνω αποφάσεις, αναστέλλοντας τη διαδικασία.

 

[*599]Στο τέλος της ημέρας είναι ορθή η παρατήρηση του δικηγόρου των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο δεν είχε μαρτυρία ενώπιόν του που να συνηγορεί υπέρ του ότι, οι κατηγορούμενοι κατά την εκδίκαση όλων των κατηγορητηρίων που εκκρεμούσαν εναντίον τους, θα πρóβαλλαν την ίδια ακριβώς υπεράσπιση, για να δικαιολογήσουν τη διάπραξη εκάστου συγκεκριμένου αδικήματος, ούτε μπορούσε το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό του εκ πρώτης όψεως, να αποδεχθεί καταληκτικά ότι επρόκειτο να ακουστούν οι ίδιοι μάρτυρες και να επαναληφθούν τα ίδια ακριβώς γεγονότα κατά την εκδίκαση των υπολοίπων υποθέσεων. Το ποια υπεράσπιση επιθυμούν να προωθήσουν οι κατηγορούμενοι ενώπιον ενός Δικαστηρίου, είναι ζήτημα το οποίο παραμένει ανοικτό και δεν μπορεί να πλαισιωθεί εκ των προτέρων όπως η ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αν οι κατηγορούμενοι επιθυμούν να προωθήσουν την ίδια ή άλλη υπεράσπιση ή να επιχειρήσουν να διαφοροποιήσουν τα γεγονότα και τη σχετική μαρτυρία, αυτό βέβαια είναι στην επιλογή τους, οπότε τότε το Δικαστήριο θα είναι σε θέση αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία να καταλήξει σε απόφαση. Τα αυτά ισχύουν και για την κατηγορούσα αρχή. Το πως θα προωθήσει την υπόθεσή της η κατηγορούσα αρχή και ποια μαρτυρία θα προσάξει είναι και πάλι ζήτημα που εναπόκειται στη δική της κρίση.

 

Το Άρθρο 30.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε προσώπου να προσφύγει στο Δικαστήριο. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών κατοχυρώνουν το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, δικαίωμα το οποίο δεν μπορεί να είναι αυθαίρετο και καταχρηστικό, αλλά θα πρέπει να επιδιώκεται μέσα στα πλαίσια της δικαστικής λειτουργίας (Χαραλαμπίδης, ανωτέρω).

 

Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε, όπως είπαμε, ορθά στο νομολογιακό πλαίσιο, εν τούτοις κατά την κρίση μας, λανθασμένα εφάρμοσε τις πιο πάνω αρχές στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Η περίπτωση, κρίνουμε, δεν ήταν τέτοια, παρά τον αριθμό των υποθέσεων που καταχωρίστηκαν εναντίον των εφεσιβλήτων, ώστε να χαρακτηριστεί καταχρηστική, σε βαθμό που να ανασταλεί η εναντίον τους ποινική διαδικασία. Τα γεγονότα της υπόθεσης δεν συνιστούν, κατά τη γνώμη μας, κατάχρηση διαδικασίας. Το Δικαστήριο, για να επαναλάβουμε το λόγο της N.C.P. Diamonds Co Ltd, ανωτέρω, διαθέτει επαρκή μέτρα θεραπείας, όταν διαπιστώσει πως δημιουργείται διαδικαστική ταλαιπωρία στον κατηγορούμενο, τα οποία επίσης δεν προτιθέμεθα να απαριθμήσουμε εδώ γιατί κάθε υπόθεση αντιμε[*600]τωπίζεται αναλόγως με τα ιδιαίτερα περιστατικά της. Ασφαλώς όμως καταχώρηση ξεχωριστών κατηγορητηρίων για αριθμό αδικημάτων δεν οδηγεί εκ προοιμίου, σε ακυρότητα καμίας δίκης. Πολύ περισσότερο που εδώ επρόκειτο για αριθμό μεταχρονολογημένων επιταγών με αποτέλεσμα να καταχωριστούν, δικαιολογημένα, έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαφορετικές ποινικές υποθέσεις. Όπως υπογραμμίστηκε στη Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363 υιοθετήθηκε στη Χαραλαμπίδης, ανωτέρω, το ιδιωτικό δικαίωμα δίωξης συμβολίζει το κοινό συμφέρον για την εφαρμογή του νόμου, καθώς και το συμφέρον των παθόντων να καταφύγουν στην ποινική διαδικασία για την αυτοπροστασία τους. Εξισορρόπηση των δικαιωμάτων της κατηγορούσας αρχής και του κατηγορουμένου αποτελεί χρέος κάθε Δικαστηρίου, ώστε από τη μια να διασφαλίζεται η πρόσβαση στο Δικαστήριο στη βάση του Άρθρου 30.1 του Συντάγματος, και από την άλλη, τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και προάσπισης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου με επάρκεια και χωρίς καταπίεση. Άρθρο 30.2. Δικαιώματα που σε κάθε περίπτωση επιδιώκεται η διασφάλισή τους στα πλαίσια της δικαστικής λειτουργίας (Γίγας Λτδ ν. Ουστά (1994) 1 Α.Α.Δ. 109, Μαυρομιχάλη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 530, 534 και In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329, 333).

 

Η περίπτωση, κρίνουμε, δεν χαρακτηρίζεται ως εξαιρετική ή τόσο ξεκάθαρα έντονης κατάχρησης ώστε να δικαιολογείται η αναστολή της διαδικασίας.

 

Υπό τας περιστάσεις η ενδιάμεση απόφαση του εκδικάζοντος  Δικαστηρίου για διακοπή της δίκης και απαλλαγή των κατηγορουμένων παραμερίζεται βάσει των αρχών που υιοθετήθηκαν στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133.  Η υπόθεση να τεθεί ενώπιον του ιδίου του εκδικάζοντος Δικαστηρίου για συνέχιση, εν όψει του ευρήματός του ότι έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων.

 

Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο