Ζανέττου Βενιζέλος και Άλλοι ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 652

(2013) 2 ΑΑΔ 652

[*652]10 Οκτωβρίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 181/2013)

 

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΖΑΝΕΤTΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 182/2013)

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜ,

Εφεσείων,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 183/2013)

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΛΕΚΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινικές Εφέσεις Aρ. 181/2013, 182/2013, 183/2013)

 

 

Ποινική Δικονομία ― Διάταγμα προσωποκράτησης ― Επικύρωση διατάγματος που εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο για την προσω[*653]ποκράτηση των εφεσειόντων για επτά ημέρες ― Πότε υπάρχουν περιθώρια επέμβασης του Εφετείου ώστε να υποκαταστήσει τη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τη δική του.

 

Ποινική Δικονομία ― Διάταγμα προσωποκράτησης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Ό,τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητα τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής ― Κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.

 

Οι τρεις εφεσείοντες στράφηκαν εναντίον διατάγματος με το οποίο διατασσόταν η προσωποκράτηση τους για επτά ημέρες, η οποία ζητήθηκε από την Αστυνομία στο πλαίσιο της σύλληψης τους ως ύποπτοι για διάπραξη αδικημάτων συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, συνομωσίας προς καταδολίευση, κλοπής, εκβίασης και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

Οι εφεσείοντες οι οποίοι πρωτοδίκως έφεραν ένσταση στην κράτησή τους διά των δικηγόρων τους, προέβαλαν, μεταξύ άλλων ότι η αστυνομία για να συλλάβει τους εφεσείοντες βασίστηκε κυρίως στη μαρτυρία προσώπου ο οποίος είναι κατηγορούμενο πρόσωπο σε υπόθεση διαφθοράς και απάτης σε βάρος του Ταμείου Συντάξεως Ημικρατικού Οργανισμού. Επίσης διατύπωσαν τον ισχυρισμό ότι η όλη υπόθεση συνιστούσε σκευωρία εναντίον τους, λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων και του κομματικού χώρου στον οποίο ανήκουν.

 

Το Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του τα οποία αφορούσαν σε περίπλοκες συναλλαγές οι οποίες εκτέθηκαν σε μεγάλη έκταση, θεώρησε ότι προέκυπτε εύλογη υποψία εναντίον και των τριών εφεσειόντων και κρίνοντας το αίτημα της αστυνομίας αιτιολογημένο, ενέκρινε την κράτηση τους για 7 μέρες.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

 

α)  Το διάταγμα προσωποκράτησης ήταν παράνομο, καθότι στην περίπτωση των αδικημάτων για συνωμοσία, όχι μόνο δεν αναφερόταν για ποιο συγκεκριμένο κακούργημα συνωμότησαν οι εφεσείοντες, αλλά ούτε και προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση. Το ίδιο ίσχυε και για το αδίκημα της συνωμοσίας προς καταδολίευση και για το αδίκημα της κλοπής.

 

β)  Η μαρτυρία στην οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν [*654]ήταν γνήσια και αξιόπιστη και με τη σύλληψη και κράτηση των εφεσειόντων επιδιώκονταν  αλλότριοι σκοποί με πολιτικά κίνητρα. Η δε κράτηση για 7 μέρες ήταν υπερβολική.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Δεν ήταν ορθή η εισήγηση ότι στοιχεία, μη συμπερασματικά αφ’ εαυτών, για τη δημιουργία εύλογης υπόνοιας ενείχαν μηδενική αξία.

 

  2.   Εφόσον τα στοιχεία σχετίζονταν με την έρευνα μπορούσε να συνυπολογισθούν και να συνεκτιμηθούν με άλλα, σχετικά προς το ίδιο αντικείμενο στοιχεία, και αθροιστικά αποτιμούμενα να οδηγήσουν σε συμπεράσματα στα οποία δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν απομονωμένα.

 

  3.   Κριτής του ευλόγου των υπονοιών είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο εξετάζει την αίτηση της αστυνομίας για κράτηση του υπόπτου και όχι το Εφετείο.

 

  4.   Εφόσον η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία είναι ευρύτατη, ασκείται μέσα σε εύλογα πλαίσια, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Παρέμβαση χωρεί μόνο όταν κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, έλαβε υπόψη λανθασμένες αρχές δικαίου ή γεγονότα άσχετα προς το επίδικο θέμα.

 

  5.   Εκτός των πιο πάνω περιπτώσεων, δεν υπάρχουν περιθώρια για να επέμβει το Εφετείο ώστε να υποκαταστήσει τη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τη δική του.

 

  6.   Στην προκειμένη περίπτωση δεν προέκυπτε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια ή ότι εφάρμοσε λανθασμένες αρχές δικαίου ή ότι έλαβε υπόψη εξωγενή γεγονότα άσχετα με τα επίδικα θέματα που είχε ενώπιον του.

 

  7.   Το υλικό που είχε στα χέρια της η αστυνομία και έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, ήταν συγκεκριμένο και αναφερόταν στο περιεχόμενο των γραπτών καταθέσεων που δόθηκαν από τους μάρτυρες στην αστυνομία.

 

  8.   Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου συνδέονταν οι τρεις Εφεσείοντες με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.

 

  9.   Εκείνο που απαιτείται είναι μαρτυρικό υλικό που αντικειμενικά κρινόμενο να δημιουργεί εύλογες υποψίες και αυτό  υπήρχε ενώ[*655]πιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

10.   Το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκαμε ειδική αναφορά και δεν κατονόμασε το κάθε αδίκημα χωριστά, δεν αλλοίωνε την εικόνα και ούτε επηρέαζε το γνήσιο και το εύλογο των υποψιών που δημιουργούνταν εναντίον των Εφεσειόντων.

 

11.  Η ποιότητα της μαρτυρίας δεν εξετάζεται σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας.

 

12.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν προέβη σε μικροσκοπική εξέταση του κάθε αδικήματος, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν εκτός του πλαισίου της διαδικασίας, εφόσον σε εκείνο το στάδιο δεν αξιολογείται η μαρτυρία.

 

13.  Σε ό,τι αφορούσε στο παράπονο των εφεσειόντων ότι η διάρκεια της κράτησης τους για επτά μέρες ήταν υπερβολική και αναιτιολόγητη, προέκυπτε ότι η αστυνομία διερευνούσε περίπλοκες συναλλαγές με εμπλεκόμενα πολλά πρόσωπα και έχοντας υπόψη τον όγκο του ανακριτικού έργου, το σχετικό παράπονο δεν ευσταθούσε.

 

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Stamataris a.o. v. The Police (1983) 2 C.L.R. 107,

 

Aeroporos a.o. v. The Police (1987) 2 C.L.R. 232,

 

Χούρη ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 56,

 

Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160,

 

Μεζερίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 116,

 

Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 942,

 

Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 240.

 

Εφέσεις εναντίον Διατάγματος Προσωποκράτησης.

 

Εφέσεις από τους Κατηγορούμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Ταλαρίδου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 201/13), ημερομηνίας 3/10/13.

[*656]Μ. Ηλία, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση 181/13.

 

Χρ. Πουτζιουρής, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση 182/13.

 

Γ. Θωμά με Χρ. Μούσκο, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση 183/13.

 

Π. Ευθυβούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη και στις τρεις εφέσεις.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από το δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι τρεις Εφεσείοντες είναι οι Βενιζέλος Ζανέτου, Αντώνης Ιωακείμ και Χρίστος Αλέκου. Θα αναφερόμαστε σ’ αυτούς ως Εφεσείοντες 1, 2 και 3 αντίστοιχα. Οι τρεις συνελήφθηκαν στις 2.10.2013 ως ύποπτοι για διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων: (1) Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, (2) συνομωσία προς καταδολίευση, (3) κλοπή, (4) εκβίαση και (5) νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

Η αστυνομία στις 3.10.2013 αιτήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας όπως διατάξει την οκταήμερη κράτησή τους, ώστε να μπορέσει να ολοκληρώσει τις έρευνές της σε σχέση με τα πιο πάνω αδικήματα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από τον εξεταστή της υπόθεσης, τον Ιούνιο του 2013 το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε Ερευνητική Επιτροπή με όρους εντολής τη διερεύνηση:- (α) της αγοραπωλησίας τουρκοκυπριακής περιουσίας στη Δρομολαξιά μεταξύ του τουρκοκύπριου Mustafa M. Mustafa και της εταιρείας Wadnic Trading Ltd, (β) του φιλικού διακανονισμού για απόκτηση από το κράτος 7 οικοπέδων που βρίσκονται στο ίδιο τεμάχιο και (γ) την επένδυση που έγινε στη συνέχεια από το Ταμεία Συντάξεων και Χορηγιών της CYTA με την αγορά και αξιοποίηση του πιο πάνω τεμαχίου.  Ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής κατάθεσαν διάφορα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και το ζεύγος Χαράλαμπου και Παναγιώτας Λιοτατή από το Φρέναρος. Επειδή με τα όσα ανέφεραν ενέπλεκαν άλλα πρόσωπα σε διάφορα αδικήματα, η Πρόεδρος της Επιτροπής, κα Ε. Νικολαΐδου, έθεσε το περιεχόμενο των καταθέσεων του ζεύγους Λιοτατή ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος διέταξε τη διεξαγωγή αστυνομικής ανάκρισης. Στα πλαίσια των αστυνομικών ερευνών εξασφαλίστηκαν διατάγματα αποκάλυψης τραπεζικών [*657]λογαριασμών σε μια προσπάθεια να επαληθευτούν τα όσα κατάγγειλε το ζεύγος Λιοτατή. Από τα στοιχεία που είχε εξασφαλίσει η αστυνομία μέχρι τότε, προέκυψαν υποψίες για διάπραξη συγκεκριμένων αδικημάτων εναντίον του Νίκου Λίλλη και δύο αστυνομικών της ΚΥΠ. Εναντίον τους έχει ήδη καταχωρηθεί ποινική υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλεξε η αστυνομία, διαπιστώθηκε ότι στις 25.2.2011 η εταιρεία Wadnic Trading Ltd διά του Διευθυντή της Νίκου Λίλλη προχώρησε σε γραπτή συμφωνία με το Ταμείο Συντάξεων της CYTA για πώληση μέρους του πιο πάνω τεμαχίου για ανέγερση σε αυτό τεσσάρων γραφειακών συγκροτημάτων, με την ονομασία Aero Centre έναντι του ποσού των €22.540.000. Σύμφωνα με τη μαρτυρία Λιοτατή για την επίτευξη και υλοποίηση της συμφωνίας, βοήθησαν υψηλόβαθμα στελέχη της CYTA, του Ταμείου Συντάξεων του ίδιου Οργανισμού και παράγοντες του Σωματείου ΑΛΚΗ οι οποίοι ήταν συνδεδεμένοι με το ΑΚΕΛ. Στις 4.11.2011 το Ταμείο Συντάξεων έδωσε υπό μορφή προκαταβολής στην εταιρεία Wadnic, το ποσό των €9.200.000, ενώ στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλες πληρωμές για το έργο. Μέχρι τις 2.7.2013 οι πληρωμές αυτές ανήλθαν στο ποσό των €16.027.625. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το Ταμείο Συντάξεων της CYTA στις 19.4.2012 προχώρησε και στην αγορά και του υπόλοιπου μέρους του τεμαχίου, έναντι του ποσού των €4.450.000. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ζεύγους Λιοτατή, αυτά τα χρήματα δεν χρησιμοποιήθηκαν όλα για το έργο, αλλά ένα μέρος τους πληρώθηκε σε υψηλόβαθμα στελέχη της CYTA και ένα άλλο χρησιμοποιήθηκε για εξόφληση χρεών παραγόντων του Σωματείου ΑΛΚΗ.

 

Είναι στη βάση των πιο πάνω στοιχείων που η αστυνομία συνέλαβε τον Διευθυντή της εταιρείας Wadnic, Νίκο Λίλλη, ο οποίος με τη σειρά του ενέπλεξε άλλα άτομα, με αποτέλεσμα να συλληφθούν για χρηματισμό οι Στάθης Κιττής, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της CYTA, ο συντεχνιακός Ορέστης Βασιλείου και τα αδέλφια Γρηγόρης και Γιάννης Σουρουλλάς.

 

Σε συμπληρωματικές καταθέσεις του Νίκου Λίλλη, Διευθυντή της Wadnic, αναφέρθηκε ότι ο ίδιος σε κάποιο στάδιο είχε πληροφορηθεί ότι ο αρμόδιος Υπουργός δεν θα έδινε την άδεια για τη μεταβίβαση του κτήματος από τον τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη στην εταιρεία του και ενημέρωσε σχετικά τους συνεργάτες του, από τους οποίους ζήτησε βοήθεια. Ένας από αυτούς συνάντησε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Νίκου Λίλλη, τον Εφεσείο[*658]ντα 1 ο οποίος ήταν οικονομικός υπεύθυνος του ΑΚΕΛ και τον Εφεσείοντα 3, τότε Επαρχιακό Γραμματέα του ΑΚΕΛ Λάρνακας και τους ζήτησε να βοηθήσουν. Μετά τη συνάντηση, ο συνεργάτης του Ν. Λίλλη τον πληροφόρησε ότι για να διευκολυνθεί η μεταβίβαση θα έπρεπε να κάνει μια γενναιόδωρη εισφορά στο ΑΚΕΛ. Αυτό δεν άρεσε στο Διευθυντή της Wadnic, ο οποίος μίλησε με τον Εφεσείοντα 2 ο οποίος ανέλαβε να συνεννοηθεί με τον Εφεσείοντα 3 και με άλλο υψηλόβαθμο στέλεχος του ΑΚΕΛ για να εξευρεθεί τρόπος να γίνει η μεταβίβαση. Διευθετήθηκε συνάντηση του Ν. Λίλλη με τον Εφεσείοντα 3, ο οποίος για να υλοποιηθεί η μεταβίβαση του τουρκοκυπριακού κτήματος, ζήτησε διαβεβαιώσεις ότι ο Ν. Λίλλης θα τηρούσε την υπόσχεσή του για εξόφληση παλαιών χρεών του Σωματείου ΑΛΚΗ, τα οποία ήταν εγγυημένα από στελέχη του ΑΚΕΛ. Σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του Ν. Λίλλη, αυτός μη έχοντας άλλη επιλογή, αποδέχθηκε τον όρο. Επίσης μετά την πιο πάνω συνάντηση ο Εφεσείων 2 του ζήτησε όπως του μεταβιβάσει 25% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Wadnic Trading Ltd, ώστε να υπάρχει κάποια εγγύηση για την υλοποίηση των υποσχέσεων του Ν. Λίλλη για εξόφληση των χρεών του Σωματείου ΑΛΚΗ. Ο Ν. Λίλλης συμμορφώθηκε και με αυτό τον όρο.

 

Μετά την υπογραφή του συμβολαίου με τη CYTA και την πληρωμή της προκαταβολής με εισήγηση του Εφεσείοντος 1, ακολούθησε συνάντηση στα γραφεία του ΑΚΕΛ στη Λευκωσία, στην οποία παρόντες ήταν, πλην του Εφεσείοντος 1 και του Ν. Λίλλη, και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της CYTA. Σε εκείνη τη συνάντηση ο Εφεσείων 1 απαίτησε από τον Ν. Λίλλη να υλοποιήσει αμέσως την υπόσχεση του για εξόφληση των χρεών της ΑΛΚΗΣ για τα οποία, μεταξύ άλλων, υπεύθυνοι ήταν και κάποιοι παλιοί παράγοντες του σωματείου οι οποίοι ήταν και στελέχη του ΑΚΕΛ. Ο Ν. Λίλλης ζήτησε χρόνο για να εξοφλήσει τα χρέη σταδιακά, αφού θα άρχιζε το έργο και θα είχε πολλά έξοδα. Όπως ισχυρίστηκε ο Ν. Λίλλης στις καταθέσεις του, ο Εφεσείων 1 εκνευρίστηκε απειλώντας ότι αν δεν εξοφλούσε αμέσως τα δάνεια δεν θα έπαιρνε άλλα λεφτά από τη CYTA. Μη έχοντας άλλη επιλογή, αποδέχθηκε. Ο Εφεσείων 1 ανέλαβε να διευθετήσει για τον τρόπο με τον οποίο θα γίνονταν οι πληρωμές μέσω της Επαρχιακής Επιτροπής του ΑΚΕΛ Λάρνακας.  Στη συνέχεια ο Εφεσείων 2 παρέδωσε στο Ν. Λίλλη μια κατάσταση με ονόματα Συνεργατικών Ιδρυμάτων και της Τράπεζας Κύπρου, στα οποία υπήρχαν τα δάνεια.

 

Ενόψει της διευθέτησης, ο Ν. Λίλλης για εξόφληση των χρε[*659]ών της ΑΛΚΗΣ, εξέδωσε επιταγή (Banker’ s Draft) για €350.000 με δικαιούχο την Τράπεζα Κύπρου, δύο επιταγές για €234.000 με δικαιούχο τη ΣΤΕΚ και διάφορες άλλες επιταγές για μικρότερα ποσά που συνολικά ανέρχονταν σε €650.000 με δικαιούχους κάποια άλλα Συνεργατικά Ιδρύματα.  Όλες τις επιταγές τις παρέδωσε στον Εφεσείοντα 2 στην παρουσία μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της CYTA. Ο Διευθυντής της εταιρείας Wadnic ισχυρίστηκε επίσης ότι εάν ο Εφεσείων 1 δεν τον απειλούσε ότι εάν δεν εξέδιδε τις επιταγές δεν θα εισέπραττε άλλα χρήματα για την αγοραπωλησία και την αξιοποίηση του κτήματος, δεν θα εξέδιδε τις επιταγές και ούτε θα μεταβίβαζε το 25% της εταιρείας στον Εφεσείοντα 2.

 

Ένας άλλος ισχυρισμός του Ν. Λίλλη, ήταν ότι κατά τον Φεβρουάριο του 2010 και ενώ οι διαπραγματεύσεις με τη CYTA βρίσκονταν σε εξέλιξη, είχε εντονότατες πιέσεις για να εξοφλήσει συγκεκριμένο δάνειο στην πρώην ΣΠΕ Κιτίου γιατί όπως του εξήγησε ο Εφεσείων 3 είχε καταχωρηθεί υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας. Ο Εφεσείων 3 τον διαβεβαίωσε ότι με τη βοήθεια του ΑΚΕΛ το έργο θα εγκρίνετο και η CYTA θα κατέβαλλε τα ποσά σύμφωνα με το συμβόλαιο. Επειδή παρόμοιες διαβεβαιώσεις δόθηκαν και από τον Εφεσείοντα 1, προχώρησε περί τα τέλη Φεβρουαρίου 2010 στην εξόφληση του συγκεκριμένου δανείου εκδίδοντας επιταγή για το ποσό των €120.000. Η συγκεκριμένη επιταγή εντοπίστηκε από την αστυνομία και σύμφωνα με τον εξεταστή θα γίνονταν περαιτέρω εξετάσεις.

 

Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο παραθέτει το πιο κάτω απόσπασμα από την κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού, στην οποία διατυπώνονται στοιχεία τα οποία η αστυνομία συνέλεξε και τα οποία κατά τον εξεταστή αποτελούν μερική διασταύρωση των όσων ανέφερε ο Ν. Λίλλης στις καταθέσεις του:-

 

«Από τις εξετάσεις προέκυψαν τα πιο κάτω:

 

•   Περί τα τέλη του 2009, μετά από συνάντηση με Υπουργό της τότε Κυβέρνησης, για το θέμα της έγκρισης της μεταβίβασης του υπό αναφορά κτήματος από τον Τ/Κ ιδιοκτήτη στην εταιρεία WADNIC TRADING LTD, τους ζητήθηκε να κάμουν μια προσφορά προς το ΑΚΕΛ, αφού το κόμμα τους βοηθούσε στο θέμα της έγκρισης της μεταβίβασης του τεμαχίου. Εκδόθηκαν δύο επιταγές για το συνολικό ποσό των €30.000, τις οποίες έκαναν εισφορά στο ΑΚΕΛ Λάρνακας.  Οι επιταγές αυτές εκδόθηκαν από συνεργάτη του διευθυντή [*660]της εμπλεκόμενης εταιρείας και κατέληξαν η μια για το ποσό των €25.000 στο Σ.Τ. Λάρνακας με δικαιούχο το ίδιο το Συνεργατικό Ταμιευτήριο και διατέθηκε για εξόφληση δύο δανείων μελών του ΑΚΕΛ, και η άλλη για ποσό €5.000 κατατέθηκε στο ΣΤΕΚ ΛΤΔ με δικαιούχο το ΑΚΕΛ.

 

•   Τραπεζική επιταγή, ημερ. 23/1/2012, για ποσό €350.000 με δικαιούχο την Τράπεζα Κύπρου. Η πιο πάνω επιταγή παρουσιάστηκε στην Τράπεζα Κύπρου και διατέθηκε προς εξόφληση δύο δανείων.  Ποσό ύψους €250.000 κατατέθηκε σε δάνειο πρώην Προέδρου του Σωματείου ΑΛΚΗ και μέλους του ΑΚΕΛ.  Το υπόλοιπο ποσό των €100.000 κατατέθηκε σε δάνειο μέλους του Πολιτικού Γραφείου του ΑΚΕΛ. Για τα πιο πάνω δάνεια εξασφαλίστηκε μαρτυρία ότι το συνολικό υπόλοιπο των πιο πάνω δανείων κατά την ημερομηνία κατάθεσης της πιο πάνω επιταγής ανέρχετο στο ποσό των €700.000. Για το υπόλοιπο ποσό των €350.000 υπάρχει γραπτή βεβαίωση, ημερομηνίας 11/1/12, υπογραμμένη από πρώην Διοικητικό Στέλεχος της Τράπεζας και μετέπειτα Υπουργού της προηγούμενης κυβέρνησης, ότι εάν κατατεθεί ποσό €350.000 στα πιο πάνω δάνεια οι υποχρεώσεις των πελατών αυτών θα θεωρούνται πλήρως διευθετημένες.

 

•   Επιταγή με δικαιούχο την ΣΠΕ ΛΕΙΒΑΔΙΩΝ, ημερομηνίας έκδοσης 14/12/2011 για ποσό €25.000, χρησιμοποιήθηκε για εξόφληση δανείου, πρώην παράγοντα της ΑΛΚΗΣ.

 

•   Επιταγή με δικαιούχο το Συνεργατικό Ταμ. Λάρνακας, ημερομηνίας έκδοσης 16/12/2011 για ποσό €11.000. Που χρησιμοποιήθηκε για πληρωμή δύο δανείων πρώην παράγοντα της ΑΛΚΗΣ.

 

•   Επιταγή με δικαιούχο την ΣΠΕ ΟΡΜΗΔΕΙΑΣ, ημερομηνίας 15/12/2011 για ποσό €30.000 που χρησιμοποιήθηκε για πληρωμή τριών δανείων πρώην παραγόντων της ΑΛΚΗΣ.

 

•   Επιταγή ημερομηνία έκδοσης 17/2/2012 για το ποσό των €5.000 με δικαιούχο το ΑΚΕΛ και η οποία κατατέθηκε στο ΣΤΕΚ ΛΤΔ στο λογαριασμό της Επαρχιακής Επιτροπής του ΑΚΕΛ Λάρνακας.

 

•   Στις 16/12/2011 και στις 19/12/11 αντίστοιχα έγιναν κατάθεση στον λογαριασμό της Επαρχιακής Επιτροπής του ΑΚΕΛ Λάρνακας, στο ΣΤΕΚ ΛΤΔ, δύο επιταγές για τα ποσά των [*661]€200.000 και €34.000 αντίστοιχα, τα οποία σύμφωνα με τον ταμία της Επαρχ. Επιτροπής ΑΚΕΛ Λάρνακας ποσό €90.000 αφορούσε πληρωμή που είχε κάνεις τις 31/5/11 για εξόφληση δανείου για λογαριασμό της ΑΛΚΗΣ η Επιτροπή και αντίστοιχο ποσό παρέμεινε στο λογαριασμό της επιτροπής. Ποσό €17.000 περίπου διατέθηκε για εξόφληση δανείων που εκκρεμούσαν στο ΣΤΕΚ και έγιναν για λογαριασμό της ΑΛΚΗΣ και το υπόλοιπο ποσό δόθηκε με επιταγές που εξαργυρώθηκαν σε μετρητά σε διάφορα πρόσωπα τα οποία σύμφωνα με τον ταμία είχαν εκκρεμότητες με την ΑΛΚΗ.»

 

Οι Εφεσείοντες οι οποίοι έφεραν ένσταση στην κράτησή τους, διά των δικηγόρων τους πρόβαλαν, μεταξύ άλλων ότι η αστυνομία για να συλλάβει τους Εφεσείοντες βασίστηκε κυρίως στη μαρτυρία του Ν. Λίλλη, ο οποίος είναι κατηγορούμενο πρόσωπο σε υπόθεση διαφθοράς και απάτης σε βάρος του Ταμείου Συντάξεως της CYTA. Επίσης διατύπωσε τον ισχυρισμό ότι η όλη υπόθεση συνιστά σκευωρία εναντίον των Εφεσειόντων, λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων και του κομματικού χώρου στον οποίο ανήκουν.

 

Το Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, θεώρησε ότι προέκυπτε εύλογη υποψία εναντίον και των τριών Εφεσειόντων και βρίσκοντας το αίτημα της αστυνομίας αιτιολογημένο, ενέκρινε την κράτηση τους για 7 μέρες.

 

Με τρεις διαφορετικές εφέσεις οι οποίες συνεκδικάζονται, οι Εφεσείοντες εφεσιβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση για την κράτησή τους. Προβάλλεται σωρεία λόγων έφεσης, με τους οποίους προβάλλουν ότι το διάταγμα προσωποκράτησης είναι παράνομο, καθότι στην περίπτωση των αδικημάτων για συνωμοσία, όχι μόνο δεν αναφέρεται για ποιο συγκεκριμένο κακούργημα συνωμότησαν, αλλά ούτε και προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση. Το ίδιο ισχύει και για το αδίκημα της συνωμοσίας προς καταδολίευση και για το αδίκημα της κλοπής. Μεταξύ των άλλων λόγων έφεσης διατυπώνονται παράπονα για τη γνησιότητα και αξιοπιστία της μαρτυρίας του Ν. Λίλλη στην οποία το Δικαστήριο δεν έπρεπε να δώσει πίστη, στο ότι με τη σύλληψη και κράτηση των Εφεσειόντων επιδιώκονται αλλότριοι σκοποί με πολιτικά κίνητρα και ότι η κράτηση για 7 μέρες ήταν υπερβολική.

 

Παρά το περίπλοκο των γεγονότων, οι αρχές που διέπουν την άσκηση της εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ενός ατόμου για διευκόλυνση των αστυνομικών [*662]ανακρίσεων, είναι σχετικά απλές. Όπως νομολογήθηκε στη Stamataris a.o. v. The Police (1983) 2 C.L.R. 107 και επιβεβαιώθηκε μετέπειτα και σε πολλές άλλες υποθέσεις, το αντικείμενο διερεύνησης από το Δικαστήριο είναι κατά πόσο η μαρτυρία που τίθεται ενώπιον του δημιουργεί εξ αντικειμένου εύλογη υποψία ότι ο ύποπτος ενέχεται στο αδίκημα που διερευνάται (βλ. Aeroporos a.o. v. The Police (1987) 2 C.L.R. 232, Χούρη ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 56, Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160, Μεζερίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 116 και Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 942). Οι υποψίες της αστυνομίας θα πρέπει όχι μόνο να είναι γνήσιες αλλά και εύλογες με βάση τα στοιχεία τα οποία παρουσιάζονται από την αστυνομία. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Συμιλλίδης, ανωτέρω:-

 

«Περί υπονοιών ο λόγος. Ό,τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητα τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η νομολογία κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.

 

Διαφωνούμε με την εισήγηση ότι στοιχεία, μη συμπερασματικά αφεαυτών, για τη δημιουργία εύλογης υπόνοιας ενέχουν μηδενική αξία. Εφόσον τα στοιχεία σχετίζονται με την έρευνα μπορεί να συνυπολογισθούν και να συνεκτιμηθούν με άλλα, σχετικά προς το ίδιο αντικείμενο στοιχεία, και αθροιστικά αποτιμούμενα να οδηγήσουν σε συμπεράσματα στα οποία δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν απομονωμένα.»

 

Κριτής του ευλόγου των υπονοιών είναι το πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο εξετάζει την αίτηση της αστυνομίας για κράτηση του υπόπτου και όχι το Εφετείο. Εφόσον η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία είναι ευρύτατη, ασκείται μέσα σε εύλογα πλαίσια, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Παρέμβαση χωρεί μόνο όταν κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, έλαβε υπόψη λανθασμένες αρχές δικαίου ή γεγονότα άσχετα προς το επίδικο θέμα (βλ. Μεζερίδη, ανωτέρω και Χούρη, ανωτέρω) ή όπου διαπιστώνεται έκδηλη εκτροπή από την ορθή διαδικασία (βλ. Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 240). Εκτός των πιο πάνω περιπτώσεων, δεν υπάρχουν περιθώρια για να επέμβει ώστε να υποκαταστήσει τη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου με τη δική του.

 

[*663]Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε εξετάσει την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, σε συνάρτηση με τα όσα έθεσαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τους Εφεσείοντες, αλλά δεν έχουμε πειστεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια ή ότι εφάρμοσε λανθασμένες αρχές δικαίου ή ότι έλαβε υπόψη εξωγενή γεγονότα άσχετα με τα επίδικα θέματα που είχε ενώπιον του. Είναι γεγονός ότι η απόφαση του Δικαστηρίου περιέχει κάποιες ατέλειες στη διατύπωση και κάποιες ανακρίβειες για επουσιώδη θέματα π.χ. ότι το Ταμείο Συντάξεων της CYTA είναι δημόσιος οργανισμός αντί ιδιωτικός. Όμως αυτά επουδενί λόγο δεν μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοια εκτροπή που να καθιστά εσφαλμένη την απόφαση για κράτηση των Εφεσειόντων.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τέθηκε περίληψη της μαρτυρίας του ζεύγους Λιοτατή, του Νίκου Λίλλη και άλλα στοιχεία που συνέλεξε η αστυνομία σε σχέση με επιταγές στις οποίες έκανε αναφορά ο Νίκος Λίλλης. Το υλικό που είχε στα χέρια της η αστυνομία και έθεσε ενώπιον του δικαστηρίου, δεν ήταν γενικό και αόριστο όπως εισηγήθηκαν οι δικηγόροι των Εφεσείοντων. Ήταν συγκεκριμένο και αναφερόταν στο περιεχόμενο των γραπτών καταθέσεων που δόθηκαν από τους μάρτυρες στην αστυνομία. Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου συνδέονται οι τρεις Εφεσείοντες με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Το υποτιθέμενο σχέδιο που αποτελούσε τη βάση για τις κατηγορίες για τη συνομωσία, το έχουμε ήδη περιγράψει και δεν χρειάζεται να το επαναλάβουμε. Κατά την άποψή μας το δικαστήριο ορθά έκρινε ότι από τα ενώπιον του στοιχεία προέκυπταν εύλογες υπόνοιες για ανάμειξη των Εφεσειόντων στα υπό διερεύνηση αδικήματα.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τους Εφεσείοντες παραπονούνται σε σχέση με το αδίκημα της συνωμοσίας ότι δεν έγινε ταυτοποίηση των υπόπτων με τις κατηγορίες και ότι τα στοιχεία ενώπιον του δικαστηρίου δεν συγκεκριμενοποιούν το κακούργημα που θα διέπρατταν οι συνωμότες, ούτε και προσδιορίζουν την καταδολίευση που θα διαπράττετο. Πέραν τούτου, εισηγήθηκαν ότι δεν υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία ούτε για τα υπόλοιπα αδικήματα. Δεν συμφωνούμε. Εκείνο που απαιτείται είναι μαρτυρικό υλικό που αντικειμενικά κρινόμενο να δημιουργεί εύλογες υποψίες και αυτό κατά την κρίση μας υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκαμε ειδική αναφορά και δεν κατονόμασε το κάθε αδίκημα χωριστά, δεν αλλοιώνει την εικόνα και ούτε επηρεάζει το γνήσιο [*664]και το εύλογο των υποψιών που δημιουργούνται εναντίον των Εφεσειόντων.

 

Σε ό,τι αφορά την επιχειρηματολογία των δικηγόρων των Εφεσειόντων για την ποιότητα της μαρτυρίας που είχε στα χέρια της η αστυνομία, το μόνο που χρειάζεται να τονίσουμε είναι ότι σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας δεν εξετάζεται αυτό το στοιχείο. Εκείνο που κατά την άποψή μας απαιτείται για διερεύνηση του θέματος της κράτησης, είναι μαρτυρικό υλικό το οποίο κρινόμενο στην όψη του να δημιουργεί εύλογες υπόνοιες ότι οι ύποπτοι συνδέονται. Τέτοιο υλικό, όπως έχουμε υποδείξει, υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το δικαστήριο ορθά δεν προέβη σε μικροσκοπική εξέταση του κάθε αδικήματος, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν εκτός του πλαισίου της διαδικασίας, εφόσον σε εκείνο το στάδιο δεν αξιολογείται η μαρτυρία. Το δικαστήριο εξέτασε τα αδικήματα της συνωμοσίας σε συνάρτηση πάντοτε με τα στοιχεία που είχε ενώπιον του. Μπορεί στη συνέχεια να μην κατονόμασε τα κακουργήματα και την κατ’ ισχυρισμό καταδολίευση, αλλά αυτά εύλογα προκύπτουν από τα συμφραζόμενα στο κείμενο της απόφασης.

 

Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στην προσπάθειά του να ομαδοποιήσει τα αδικήματα έκανε αναφορά σε γενικές έννοιες όπως «διαφθορά», «απάτη» και «απατηλή συναλλαγή», αλλά αυτές οι αναφορές αποσκοπούν στο να δείξουν τη φύση των συναλλαγών και τη φύση των αδικημάτων που εξετάζοντο. Το δικαστήριο με τις συγκεκριμένες αναφορές δεν αναφερόταν σε άλλα αδικήματα από αυτά που η αστυνομία διερευνούσε εις βάρος των υπόπτων. Δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι η συγκεκριμένη αναφορά του δικαστηρίου υποδηλώνει λήψη εξωγενών στοιχείων, όπως εισηγήθηκαν οι συνήγοροι των Εφεσειόντων.

 

Υπήρξε επίσης παράπονο ότι κανένα στοιχείο δεν προσδιορίστηκε στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου που να συνδέει τον Εφεσείοντα 2. Δεν συμφωνούμε. Ο Εφεσείων 2, σύμφωνα με το υλικό που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου, ήταν επιχειρηματίας και το πρόσωπο που μεσολάβησε μεταξύ του Νίκου Λίλλη, του Εφεσείοντος 3 και ενός άλλου υψηλόβαθμου στελέχους του ΑΚΕΛ για να εξευρεθεί τρόπος για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που υπήρχαν τότε στη μεταβίβαση του κτήματος. Επίσης τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία ότι ο Εφεσείων 2 ζήτησε να του μεταβιβαστεί το 25% του μετοχικού κεφαλαίου της Wadnic υπό μορφή εγγύησης, για τήρηση της υπόσχεσης του Νίκου Λίλλη για εξόφληση των χρεών της ΑΛΚΗΣ. Επίσης ο Εφεσείων 2 παρου[*665]σιάζεται από το υλικό ενώπιον του δικαστηρίου να ήταν το πρόσωπο στο οποίο ο Νίκος Λίλλης παρέδωσε τις επιταγές για εξόφληση των διαφόρων δανείων που εκκρεμούσαν σε διάφορα συνεργατικά ιδρύματα. Σε εκείνο το στάδιο η αστυνομία που είχε ενώπιον της τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς από πλευράς Νίκου Λίλλη και άλλων, ήθελε να τους διερευνήσει ώστε να διαπιστώσει κατά πόσο όντως συνδέεται, όχι μόνο ο Εφεσείων 2 αλλά και οι άλλοι δύο. Κατά την κρίση μας, το υλικό ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου έδειχνε προς συγκεκριμένη κατεύθυνση και δημιουργούσε εύλογες υποψίες για ανάμειξη των υπόπτων στα υπό διερεύνηση αδικήματα.

 

Τέλος, σε ό,τι αφορά το παράπονο των Εφεσειόντων ότι η διάρκεια της κράτησης τους για επτά μέρες ήταν υπερβολική και αναιτιολόγητη, το μόνο που έχουμε να παρατηρήσουμε είναι ότι η αστυνομία διερευνούσε περίπλοκες συναλλαγές με εμπλεκόμενα πολλά πρόσωπα και έχοντας υπόψη τον όγκο του ανακριτικού έργου, δεν θεωρούμε ότι το σχετικό παράπονο ευσταθεί.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, δεν βρίσκουμε να υπάρχει αποχρών λόγος επέμβασής μας. Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο