Ησαΐα Ανδρέας και Άλλος ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 669

(2013) 2 ΑΑΔ 669

[*669]22 Οκτωβρίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΗΣΑΪΑ,

2. ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΗΣΑΪΑ,

 

Εφεσείοντες,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 179/2011)

 

 

Ποινική Δικονομία ― Κατακράτηση τεκμηρίων ― Έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης για κατακράτηση τεκμηρίων ενόψει διερεύνησης ποινικής υπόθεσης ― Τελικός κριτής για την επιστροφή τους, είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου οι αιτητές θα έπρεπε να αποταθούν, αιτούμενοι επιστροφή τεκμηρίων ― Δεδομένης ωστόσο της μη καταχώρησης ποινικής υπόθεσης παρά την πάροδο ευλόγου χρονικού διαστήματος, διετάχθη από το Εφετείο η επιστροφή τους στην περίπτωση που η εφεσίβλητη Δημοκρατία δεν αποτεινόταν εντός δεκαπέντε ημερών, στο πρωτόδικο  Δικαστήριο για οδηγίες.

 

Ποινική Δικονομία ― Τεκμήρια ― Κατακράτηση ― Άρθρο 32 του Κεφ. 155 ― Η διαδικασία για κατακράτηση τεκμηρίων ενώπιον του Δικαστηρίου είναι πολιτική και όχι ποινική, εφόσον δεν αποσκοπεί στην τιμωρία προσώπου για οποιοδήποτε αδίκημα ― Άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) ως έχει τροποποιηθεί.

 

Λέξεις και Φράσεις ― «Μεταφέρει» στο (Άρθρο 27(γ)(i)) και «προσκομιστεί» στο (Άρθρο 32(1)) του Κεφ. 155 το αντικείμενο «ενώπιον του δικαστηρίου».

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία αποφασίστηκε η κατακράτηση τεκμηρίων ύστερα από απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου στο πλαίσιο ποινικής υπόθεσης η οποία τελούσε υπό διερεύνηση.

 

Στις 27.9.2011 η εφεσίβλητη Αστυνομία εξασφάλισε ύστερα από [*670]μονομερή αίτηση το επίδικο διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων.  Στην αίτηση της η Αστυνομία περιέγραψε τα υπό διερεύνηση αδικήματα ως επίσης και τα έντεκα αντικείμενα που κατασχέθηκαν προβάλλοντας ότι η κράτηση των τεκμηρίων θεωρείτο αναγκαία για την Αστυνομία για να γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις προς συμπλήρωση της υπόθεσης.

 

Επιπρόσθετα στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, αναφέρθηκε ότι τα τεκμήρια επρόκειτο να τύχουν δικανικής εξέτασης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο στα πιο πάνω, εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα.

 

Διέταξε δε περαιτέρω ότι σε περίπτωση που η υπόθεση δεν καταχωρείτο στο Δικαστήριο, το διάταγμα θα έπαυε να ισχύει.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ενεργειών της εφεσίβλητης, οι εφεσείοντες έλαβαν τέσσερα ένδικα μέτρα.  Με το τέταρτο μέτρο, προσέβαλαν το διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων  καταχωρώντας την παρούσα έφεση.

 

Στην δε Πολιτική Αίτηση Αρ. 134/11, ημερ. 4.9.2012, η οποία προωθήθηκε από τους εφεσίβλητους προς ακύρωση του διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων το οποίο επίσης εξασφαλίστηκε στο πλαίσιο της ίδιας υπό διερεύνηση υπόθεσης και εναντίον των εφεσειόντων, εκρίθη ότι αυτό ήταν παράνομο και αντισυνταγματικό καθότι δεν καλυπτόταν από την εξαίρεση του Άρθρου 17.2.Β(β) του Συντάγματος.

 

Εξεδόθη δε, ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρωνόταν το εν λόγω διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων.

 

 Συνεπεία τούτου, στις αιτήσεις για έκδοση Certiorari 138/11 και 139/11 κρίθηκε ότι τα εντάλματα έρευνας και σύλληψης συμπαρασύρονταν και αυτά σε ακύρωση, με αποτέλεσμα να εκδοθούν και σ’ αυτές εντάλματα Certiorari με τα οποία ακυρώνονταν τα πιο πάνω διατάγματα.

 

Η παρούσα έφεση προς ακύρωση του διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων στηρίχθηκε στους κάτωθι  δύο πυλώνες:

 

α)  Ότι τόσο η διαδικασία έκδοσης, όσο και το ίδιο το διάταγμα, έπασχαν με αποτέλεσμα το διάταγμα να έπρεπε να κριθεί παράνομο.  Στο διάταγμα δεν τέθηκε χρονικός περιορισμός για την κατακρά[*671]τηση των τεκμηρίων, δεν προσκομίστηκαν τα ίδια τα τεκμήρια στο Δικαστήριο, όπως διαλαμβάνει το Άρθρο 32(1) του Κεφ. 155, το διάταγμα δεν ορίστηκε επιστρεπτέο ώστε να δινόταν η δυνατότητα στους Εφεσείοντες να ενστούν και εν πάση περιπτώσει, δεν περιείχε επαρκή αιτιολογία.

 

β)  Ότι το ένταλμα έρευνας στηρίχθηκε σε διάταγμα παροχής τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, το οποίο από την αρχή ήταν αντισυνταγματικό και παράνομο.  Από τη στιγμή που στη συνέχεια τόσο το διάταγμα παροχής τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, όσο και το ένταλμα έρευνας κρίθηκαν παράνομα και ακυρώθηκαν, θα έπρεπε να ακυρωθεί και το επίδικο διάταγμα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Δεν εντοπιζόταν οτιδήποτε ότι κατά το χρόνο που το Δικαστήριο έθετε τον εν λόγω όρο, δεν άσκησε ορθά την εξουσία του.

 

  2.   Θα ήταν πολύ δύσκολο για το Δικαστήριο σ’ εκείνο το στάδιο να προβλέψει την εξέλιξη των αστυνομικών ερευνών και την αποπεράτωση της ποινικής διαδικασίας.

 

  3.   Εν πάση περιπτώσει, οι εφεσείοντες ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, είχαν το δικαίωμα ανά πάσα στιγμή να αποταθούν στο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 32(3) του Κεφ. 155 και να αιτηθούν επιστροφή των κατακρατηθέντων τεκμηρίων.

 

  4.   Αναφορικά με τη νομιμότητα της διαδικασίας και τη θέση των εφεσειόντων ότι τα τεκμήρια δεν προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο, όπως προβλέπεται στα Άρθρα 27(γ)(ι) και 32(1) του Κεφ. 155,  η χρήση στο Νόμο του ρήματος «μεταφέρει» (Άρθρο 27(γ)(i)) και «προσκομιστεί» (Άρθρο 32(1)) το αντικείμενο «ενώπιον του Δικαστηρίου», δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη τη φυσική μεταφορά του αντικειμένου στο Δικαστήριο. Εξαρτάται από το είδος και τη φύση του αντικειμένου, καθώς επίσης και τις προσφερόμενες δυνατότητες μεταφοράς του στο Δικαστήριο.

 

5.  Αναφορικά με το λόγο έφεσης  για τον μη ορισμό του διατάγματος ως επιστρεπτέου, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους εφεσείοντες να ενστούν, το Άρθρο 32 του Νόμου δεν προβλέπει για επίδοση.  Όμως αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο στην κατάλληλη περίπτωση να διατάξει επίδοση της αίτησης ή μόνο του διατάγματος. 

 

  6.   Στην προκειμένη περίπτωση, από τη στιγμή που ο πρωτόδικος δι[*672]καστής χειρίστηκε την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς, ορθά διέταξε όπως αυτή επιδοθεί στους Καθ’ ων η αίτηση μέσα σε 3 ημέρες από την έκδοση του διατάγματος.

 

  7.   Το ότι δεν όρισε συγκεκριμένη ημερομηνία για επιστροφή του διατάγματος, δεν επηρέαζε την ισχύ του διατάγματος, εφόσον με την επίδοση δόθηκε η ευκαιρία στους εφεσείοντες είτε να αιτηθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο την ακύρωση του διατάγματος, είτε να εφεσιβάλουν την πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με το Άρθρο 32Α του Κεφ. 155, πράγμα που έπραξαν.

 

  8.   Η αιτιολογία που έδωσε ο πρωτόδικος δικαστής  δεν ήταν ελλιπής. Μπορεί να ήταν λακωνική αλλά ήταν επαρκής.

 

  9.   Δεν ήταν ορθή η θέση ότι  ενόψει της ακύρωσης των δύο άλλων διαταγμάτων, θα έπρεπε να ακυρωθεί αυτόματα και το διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων.

 

10.   Η απόφαση για κατακράτηση τεκμηρίων θεωρείται αυτοτελής απόφαση, η οποία αν και άμεσα συνδεδεμένη με το ένταλμα έρευνας, εντούτοις έχει τη δική της αυτοτέλεια, εφόσον ο δικαστής δυνάμει των Άρθρων 27-34 του Κεφαλαίου έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να χειριστεί αντικείμενα που κατασχέθηκαν, ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

 

11.   Μπορεί το διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων να έχει τη δική του αυτοτέλεια αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι η αστυνομία ενώ δεν καταχώρησε υπόθεση εναντίον των εφεσειόντων, μπορούσε να συνεχίσει να κατακρατεί τα αντικείμενα επ’ άπειρον.

 

12.   Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη, δεν κατάφερε να καταχωρήσει ποινική υπόθεση εντός ευλόγου χρόνου, όφειλε είτε να επιστρέψει τα αντικείμενα, είτε να αποταθεί εκ νέου στο Δικαστήριο για οδηγίες.  Δεν το έπραξε με αποτέλεσμα η κατακράτηση των αντικειμένων μετά από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα να αποτελούσε ενδεχομένως κατάχρηση της διαδικασίας.

 

13.   Βέβαια και οι ίδιοι οι εφεσείοντες θα μπορούσαν, ανεξάρτητα της έφεσης κατά του αρχικού διατάγματος, να αποταθούν στο πρωτόδικο δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 32(3) του Νόμου, αιτούμενοι την επιστροφή των τεκμηρίων.

 

14.   Σύμφωνα με το Νόμο το  Εφετείο δεν είναι ο τελικός κριτής αλλά το πρωτόδικο δικαστήριο προς το οποίο είτε η εφεσίβλητη είτε οι [*673]εφεσείοντες θα πρέπει να αποταθούν για περαιτέρω οδηγίες.

 

15.   Διετάχθη ωστόσο από το Εφετείο όπως σε περίπτωση που η εφεσίβλητη θα παρέλειπε να αποταθεί εντός 15 ημερών (από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Εφετείου) στο πρωτόδικο Δικαστήριο με διά κλήσεως αίτηση για περαιτέρω οδηγίες, τότε θα ήταν υπόχρεη να επιστρέψει τα τεκμήρια στους εφεσείοντες.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ησαΐα κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1966,

 

Re Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 181,

 

Παντελίδης ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 84,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Nikolay (2009) 1(B) A.A.Δ. 1299,

 

Concrete Mix Ltd v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 360,

 

C.T. Tobacco Ltd κ.ά. ν. Τμήματος Τελωνείων (2003) 2 Α.Α.Δ. 212.

 

Έφεση εναντίον της απόφασης.

 

Έφεση από τους Κατηγορούμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Κονής, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 157/11), ημερομηνίας 27/9/11.

 

Ξ. Ξενοφώντος με Α. Αιμιλιανίδη και Γ. Πετραλλή, για τους Εφεσείοντες.

 

Α. Αριστείδης, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες είναι πατέρας και υιός.  Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, νεαρή γυναίκα από την Πάφο κατήγγειλε ότι άγνωστο πρόσωπο επενέβη παρανόμως στο λογαριασμό που διατηρούσε σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης (facebook) και αντικατέστησε το όνομα του λογαριασμού [*674]της (που ήταν το όνομα και το επίθετό της), με κάποιο άλλο αισχρό όνομα. Επίσης, αφαίρεσε τη φωτογραφία της και στη θέση της τοποθέτησε ημίγυμνη φωτογραφία της ίδιας. Η παραπονούμενη εξέφρασε υποψίες εναντίον του Εφεσείοντος 2, με τον οποίο διατηρούσε δεσμό στο παρελθόν. Με τη βοήθεια φιλικού της προσώπου, κατάφερε να επανακτήσει πρόσβαση στο λογαριασμό της και τις δυνατότητες που παρέχει η υπηρεσία facebook κατάφερε να μάθει το «Internet protocol address» (IP address) του χρήστη που παρενέβη στην ιστοσελίδα της. Στη συνέχεια, κατήγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία, στην οποία και γνωστοποίησε το «IP address», καθώς και τον παροχέα (Primetel). Η αστυνομία κατέφυγε στο δικαστήριο και στις 7.9.2011 εξασφάλισε διάταγμα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, με το οποίο διατάσσετο η Primetel να αποκαλύψει τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που αφορούσαν στον κάτοχο ή χρήστη του συγκεκριμένου IP address κατά τον ουσιώδη χρόνο που έγινε η επέμβαση. Στη βάση των πληροφοριών που συνελέγησαν, η Αστυνομία εξασφάλισε την 21.9.2011, διατάγματα έρευνας και σύλληψης, δυνάμει των οποίων ερευνήθηκαν η οικία του Εφεσείοντος 1 (πατέρα) στην Πάφο, καθώς και η οικία του Εφεσείοντος 2 στη Λευκωσία. Από τα στοιχεία που προέκυψαν, συνελήφθη ο Εφεσείων 2 (υιός). Στα πλαίσια της έρευνας στις οικίες των Εφεσειόντων, η Αστυνομία κατέσχε προσωπικά τους αντικείμενα, όπως ηλεκτρονικούς υπολογιστές, φωτογραφική μηχανή και μέσα ηλεκτρονικής αποθήκευσης.

 

Στις 27.9.2011 η Εφεσίβλητη Αστυνομία, μετά από μονομερή αίτηση εξασφάλισε το επίδικο διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων. Στην αίτηση της η Εφεσίβλητη περιέγραψε τα υπό διερεύνηση αδικήματα και περιέγραψε ένα προς ένα τα έντεκα αντικείμενα που κατασχέθηκαν για να καταλήξει ότι η κράτηση των τεκμηρίων «θεωρείται αναγκαία για την Αστυνομία για να γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις προς συμπλήρωση της υπόθεσης.  Σε περίπτωση που η υπόθεση δεν καταχωρηθεί στο δικαστήριο το διάταγμα θα πάψει να ισχύει». Επιπρόσθετα στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, αναφέρθηκε ότι «τα τεκμήρια πρόκειται να τύχουν δικανικής εξέτασης» γι’ αυτό και ο εξεταστής ζήτησε την έκδοση του επίδικου διατάγματος κατακράτησης των τεκμηρίων «μέχρι την αποπεράτωση των αστυνομικών εξετάσεων και της δικαστικής διαδικασίας που δύναται να ακολουθήσει». Το πρωτόδικο δικαστήριο στηριζόμενο στα πιο πάνω, εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ενεργειών της Εφεσίβλητης, οι [*675]Εφεσείοντες έλαβαν τέσσερα μέτρα. Αφού εξασφάλισαν τη σχετική άδεια, καταχώρησαν τρεις ξεχωριστές αιτήσεις για έκδοση ενταλμάτων Certiorari. Πρόκειται για τις αιτήσεις 134/11, 138/11 και 139/11 με τις οποίες ζητούσαν ακύρωση του διατάγματος παροχής τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, ακύρωση του εντάλματος έρευνας ημερ. 21.9.2011 στις οικίες των δύο Εφεσειόντων και ακύρωση του εντάλματος σύλληψης του Εφεσείοντος 2. Με το τέταρτο μέτρο, προσέβαλαν το διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων ημερ. 27.9.2011, καταχωρώντας την παρούσα έφεση.

 

Σε ό,τι αφορά την υπόθεση Αναφορικά με τους Ησαΐα κ.ά.  (2012) 1 Α.Α.Δ. 1966 ο Νικολαΐδης, Δ. έκρινε ότι το διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ημερ. 7.9.2011 ήταν παράνομο και αντισυνταγματικό καθότι δεν καλυπτόταν από την εξαίρεση του Άρθρου 17.2.Β(β) του Συντάγματος και εξέδωσε ένταλμα Certiorari με το οποίο ακύρωνε το πιο πάνω διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων. Ως αποτέλεσμα, στις αιτήσεις για έκδοση Certiorari 138/11 και 139/11 κρίθηκε ότι τα εντάλματα έρευνας και σύλληψης συμπαρασύροντο και αυτά σε ακύρωση, με αποτέλεσμα να εκδοθούν και σ’ αυτές εντάλματα Certiorari με τα οποία ακυρώνονταν τα πιο πάνω διατάγματα.

 

Οι Εφεσείοντες προσβάλλοντας την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερ. 27.9.2011 για κατακράτηση τεκμηρίων, εγείρουν δέκα λόγους έφεσης:- (1) Ότι η απόφαση για κατακράτηση τεκμηρίων ακολούθησε και/ή βασίστηκε σε παράνομο και αντισυνταγματικό διάταγμα παροχής τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, (2) η απόφαση ακολούθησε και/ή βασίστηκε σε παράνομο και/ή αντισυνταγματικό ένταλμα έρευνας, (3) εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι έπρεπε να εκδοθεί το συγκεκριμένο διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων, αφού πουθενά στην ένορκη δήλωση δεν φαινόταν ο λόγος για τον οποίο ήταν απαραίτητη η κατακράτησή τους, (4) εσφαλμένα και κατά παράβαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος επετράπη η κατακράτηση τεκμηρίων, αφού φαινόταν από την επισυνημμένη ένορκη δήλωση ότι αυτή γινόταν για έρευνα επί του περιεχομένου τους και συνεπώς θα παραβιαζόταν το απόρρητο της τηλεπικοινωνίας, (5) εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε σε παρανόμως ληφθείσα μαρτυρία, κατά παράβαση των Άρθρων 17 και 35 του Συντάγματος, (6) εσφαλμένα και κατά παράβαση των Άρθρων 23 και 30 του Συντάγματος το Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα για κατακράτηση τεκμηρίων, χωρίς οποιοδήποτε χρονικό περιορισμό στην κατακράτηση και με μόνη αναφορά στην αόριστη αναφορά της Εφεσίβλητης ότι η κατακράτηση ήταν ανα[*676]γκαία για «αποπεράτωση των αστυνομικών εξετάσεων και της δικαστικής διαδικασίας που δύναται να ακολουθήσει» (7) εσφαλμένα το Δικαστήριο εξέδωσε το επίδικο διάταγμα, χωρίς να προσκομιστούν τα υπό κατάσχεση τεκμήρια και τεθούν ενώπιον δικαστή, όπως ορίζει το Άρθρο 32(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, (8) εσφαλμένα το Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων χωρίς να παρουσιαστεί ενώπιον του το ένταλμα βάσει του οποίου κατασχέθηκαν τα τεκμήρια, (9) το Άρθρο 32 του Κεφ. 155 βάσει του οποίου εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση είναι αντισυνταγματικό και για τον περαιτέρω λόγο ότι δεν προβλέπει για οποιαδήποτε ταυτόχρονη ή έστω και μεταγενέστερη εμφάνιση των προσώπων που επηρεάζονται από το διάταγμα, με αποτέλεσμα αυτά να στερούνται του δικαιώματος να προβάλουν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τους ισχυρισμούς τους και (10) η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.

 

Είναι φανερό από τους λόγους έφεσης ότι η έφεση στηρίζεται σε δύο πυλώνες. Με τον πρώτο οι Εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι τόσο η διαδικασία έκδοσης, όσο και το ίδιο το διάταγμα, πάσχουν με αποτέλεσμα το διάταγμα να πρέπει να κριθεί παράνομο. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι στο διάταγμα δεν τέθηκε χρονικός περιορισμός για την κατακράτηση των τεκμηρίων, δεν προσκομίστηκαν τα ίδια τα τεκμήρια στο Δικαστήριο, όπως προστάσσει το Άρθρο 32(1) του Κεφ. 155, το διάταγμα δεν ορίστηκε επιστρεπτέο ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους Εφεσείοντες να ενστούν και τέλος, ότι εν πάση περιπτώσει, δεν περιέχει επαρκή αιτιολογία.

 

Με τον δεύτερο πυλώνα οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το ένταλμα έρευνας στηρίχθηκε σε διάταγμα παροχής τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, το οποίο οι Εφεσείοντες από την αρχή θεωρούσαν αντισυνταγματικό και παράνομο. Προς αυτή την κατεύθυνση θεωρούν ότι από τη στιγμή που στη συνέχεια τόσο το διάταγμα παροχής τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, όσο και το ένταλμα έρευνας κρίθηκαν παράνομα και ακυρώθηκαν, θα πρέπει να ακυρωθεί και το επίδικο διάταγμα. Όπως εξήγησε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Εφεσειόντων, ανεξάρτητα του γεγονότος ότι εκκρεμούσαν εφέσεις επί των τριών ακυρωτικών αποφάσεων (134/11, 138/11 και 139/11), το δικαστήριο θα πρέπει να θεωρήσει ότι με την ακύρωση με Certiorari του εντάλματος έρευνας, επέρχεται αυτομάτως ακύρωση και του επίδικου διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων.

[*677]Αρχίζοντας από τον πρώτο πυλώνα, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το περιεχόμενο του επίδικου διατάγματος κατάσχεσης των τεκμηρίων ημερ. 27.9.2011:-

 

«Δικαστήριο:

 

Έχω μελετήσει το περιεχόμενο της αίτησης καθώς και της ένορκης δήλωσης που τη συνοδεύει και έχω ικανοποιηθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

Εκδίδεται διάταγμα κατακράτησης των αναφερόμενων στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 27/9/11 τεκμηρίων, που συνοδεύει την αίτηση ίδιας ημερομηνίας, μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτά, υπό τον όρο ότι το παρόν διάταγμα θα επιδοθεί στον Καθ’ ου η Αίτηση μέσα σε τρεις ημέρες από σήμερα.

 

Καμία διαταγή για έξοδα.»

 

Η διαδικασία για την έκδοση διαταγμάτων κατακράτησης καλύπτεται από τα Άρθρα 27, 32, 32Α, 33 και 34, τα οποία παραθέτουμε για χάριν πληρότητας:-

 

«27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με εγγράφου δηλώσεως ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει -

 

(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε· ή

 

(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος· ή

 

(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος,

 

ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό -

 

(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε [*678]τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο· και

 

(ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν o Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.»

 

«32.-(1) Όταν, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, κατασχεθεί οτιδήποτε και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 27, το πράγμα αυτό, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύναται να κατακρατηθεί από τέτοιο πρόσωπο ως ο Δικαστής ήθελε ορίσει, λαμβανόμενης πάντοτε εύλογης φροντίδας για τη διατήρησή του μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό.

 

(2) Όταν οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας και προσκομίστηκε ενώπιον Δικαστή υπόκειται σε φθορά ή είναι επιβλαβές, το πράγμα αυτό δύναται αμέσως να διατεθεί με τέτοιο τρόπο όπως ο Δικαστής ήθελε ορίσει.

 

(3) Αν ο Δικαστής είναι της γνώμης ότι οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας δεν απαιτείται πλέον για οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, τότε εκτός αν εξουσιοδοτείται ή υποχρεώνεται από αυτόν ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο να διαθέσει αυτό διαφορετικά, διατάσσει-

 

(α) όπως το πράγμα ή οποιοδήποτε μέρος του επιστραφεί στο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στο Δικαστή ότι έχει δικαίωμα σε αυτό και, αν το εν λόγω πρόσωπο είναι ο κατηγορούμενος, όπως επιστραφεί στον ίδιο ή σε τέτοιο άλλο πρόσωπο ως ο κατηγορούμενος ήθελε ορίσει· ή

 

(β) όπως το πράγμα αυτό, αν ανήκει στον κατηγορούμενο, ή μέρος αυτού, χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή οποιωνδήποτε εξόδων ή αποζημιώσεων τα οποία ο κατηγορούμενος διατάχτηκε να πληρώσει.»

 

«32Α.-(1) Κάθε απόφαση δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) του Άρθρου 32, υπόκειται σε έφεση.

[*679](2) Έφεση δυνάμει του άρθρου αυτού ασκείται με την καταχώριση ειδοποίησης έφεσης στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου εναντίον της απόφασης του οποίου ασκείται η έφεση εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση.»

 

«33. Αν κατά την έρευνα κάποιου τόπου δυνάμει εντάλματος, ο εξουσιοδοτημένος να διεξάγει την έρευνα βρει περιουσία που δεν αναφέρεται στο ένταλμα αλλά σε σχέση με την οποία υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διαπράχτηκε ή σκοπεύεται να διαπραχτεί ποινικό αδίκημα, αυτός δύναται να κατάσχει την περιουσία αυτή και να τη μεταφέρει ενώπιον του Δικαστή που έκδωσε το ένταλμα, ο οποίος δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με την κατακράτηση ή διάθεση της περιουσίας ως ήθελε φανεί σε αυτόν σκόπιμο.»

 

«34. Αν δυνάμει εντάλματος έρευνας, προσκομίζεται ενώπιον Δικαστή έγγραφο ή πράγμα του οποίου η χρήση ή η κατοχή είναι παράνομη, ο Δικαστής δύναται, ελλείψει κάποιας νόμιμης δικαιολογίας που θα αποδειχτεί από το πρόσωπο που το κατέχει, να προκαλέσει την κατάσχεση, παραμόρφωση, ή καταστροφή του εγγράφου αυτού ή του πράγματος ανεξάρτητα του ότι κανένα πρόσωπο δεν διώκεται σε σχέση με αυτό.»

 

Στην προσπάθεια μας να εξετάσουμε την εμβέλεια των πιο πάνω άρθρων, αντιληφθήκαμε ότι η νομολογία επί του θέματος είναι αρκετά περιορισμένη. Κατ’ αρχάς η διαδικασία για κατακράτηση τεκμηρίων ενώπιον του δικαστηρίου είναι πολιτική και όχι ποινική, εφόσον δεν αποσκοπεί στην τιμωρία προσώπου για οποιοδήποτε αδίκημα. Το Άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), καθορίζει ότι «“ποινική διαδικασία” σημαίνει οιανδήποτε διαδικασίαν εισαγομένην ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου καθ’ οιουδήποτε προσώπου προς επίτευξιν τιμωρίας αυτού δι’ οιονδήποτε αδίκημα…». Ενώ «“πολιτική διαδικασία” περιλαμβάνει οιανδήποτε διαδικασίαν άλλην ή ποινικήν διαδικασίαν». Η περίπτωση μπορεί να παραλληλιστεί με τη διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου. Σχετική είναι η υπόθεση Re Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 181 με το σκεπτικό της οποίας συμφωνούμε (βλ. επίσης Παντελίδης ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 84 και Γενικός Εισαγγελέας ν.  Nikolay (2009) 1(B) A.A.Δ. 1299).

 

Ο συνήγορος των Εφεσειόντων μας παρέπεμψε και στην υπόθεση Concrete Mix Ltd v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 360 η [*680]οποία ήταν η πρώτη υπόθεση στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει τα πλαίσια εφαρμογής του Άρθρου 32 του Κεφ. 155. Όπως αναφέρθηκε:-

 

«Το Άρθρο 32(3) Το Άρθρο 32(3) του νόμου αποτελεί τμήμα των διατάξεων της ποινικής δικονομίας που διέπουν και ρυθμίζουν την κατάσχεση αντικειμένων για τους σκοπούς των αστυνομικών ανακρίσεων, και την προσαγωγή τους ως μαρτυρία σε ποινική δίκη.

 

Oι διατάξεις που αφορούν την κατάσχεση και κράτηση αντικειμένων (για ανακριτικούς και αποδεικτικούς σκοπούς) είναι ταξινομημένες με χρονολογική σειρά η οποία αντανακλά τα τρία ξεχωριστά στάδια που οριοθετούνται και ρυθμίζονται από το νόμο. Το Άρθρο 27 διέπει την εξουσία για την κατάσχεση αντικειμένων. Αυτά μπορεί να κατασχεθούν κατά την εκτέλεση εντάλματος ερεύνης εφόσο η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία για τους σκοπούς της αστυνομικής έρευνας. Η κατάσχεση αντικειμένου, βάσει του Άρθρου 27, παρέχει μόνο περιορισμένο δικαίωμα κράτησης, μέχρι την παρουσίασή του, το συντομότερο δυνατό, ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 32(1) του νόμου. Κριτής της αναγκαιότητας της περαιτέρω κράτησης του αντικειμένου για τους σκοπούς των ανακρίσεων και μελλοντικής ποινικής διαδικασίας, είναι το Δικαστήριο. Οι πρόνοιες του Άρθρου 32(1) παρέχουν διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη κατασχεθέντος αντικειμένου από τις αστυνομικές Αρχές μέχρι και την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες.

 

……………………………………………………………………

 

Οι διατάξεις του Άρθρου 32(1) παρέχουν εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη αντικειμένων από τις αστυνομικές Αρχές, που κατασχέθηκαν βάσει του Άρθρου 27 για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις ανακρίσεις. Η εξουσία η οποία παρέχεται από το Άρθρο 32(3) για αποδέσμευση των αντικειμένων από την αστυνομική φύλαξη, συναρτάται άμεσα με την προσαγωγή του υπόπτου στο Δικαστήριο με τη διατύπωση κατηγορίας εναντίον του. Η πρόσαψη κατηγορίας οριοθετεί το τρίτο στάδιο της διαδικασίας για την κράτηση κατασχεθέντων αντικει[*681]μένων. Το εδάφιο 3 του Άρθρου 32 του νόμου, παρέχει εξουσία για επιστροφή του αντικειμένου στον κάτοχο ή ιδιοκτήτη του, νοουμένου ότι η κράτηση και φύλαξή του δεν απαιτείται για τους σκοπούς της εγερθείσας ποινικής δίωξης.»

 

Χωρίς στο παρόν στάδιο να εξετάζουμε τις επιπτώσεις επί της νομιμότητας του επίδικου διατάγματος από την ακύρωση του διατάγματος παροχής τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και του εντάλματος έρευνας, θεωρούμε ότι η κατάσχεση των αντικειμένων έγινε σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία. Η αστυνομία μετά την κατάσχεση των τεκμηρίων, προχώρησε, ως όφειλε, στο δεύτερο στάδιο και μέσα σε τέσσερις ημέρες αιτήθηκε δυνάμει του Άρθρου 27(γ)(1) και του Άρθρου 32(1) το Κεφ. 155 όπως το δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και διατάξει την κατακράτηση των τεκμηρίων «μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτή». Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον όρο που έθεσε το Δικαστήριο. Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο όφειλε να είχε θέσει χρονικό περιορισμό για την κατακράτηση των τεκμηρίων.  Δεν συμφωνούμε. Ο όρος που έθεσε το Δικαστήριο ήταν όχι μόνο εύλογος, αλλά και επιβαλλόμενος, αφού ήταν μέσα στα πλαίσια των εξουσιών που του παρέχει το Άρθρο 32(1) και δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε ότι κατά το χρόνο που το δικαστήριο έθετε τον εν λόγω όρο, δεν άσκησε ορθά την εξουσία του. Θα ήταν πολύ δύσκολο για το Δικαστήριο σ’ εκείνο το στάδιο να προβλέψει την εξέλιξη των αστυνομικών ερευνών και την αποπεράτωση της ποινικής διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, οι Εφεσείοντες ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, είχαν το δικαίωμα ανά πάσα στιγμή να αποταθούν στο δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 32(3) του Κεφ. 155 και να αιτηθούν επιστροφή των κατακρατηθέντων τεκμηρίων.

 

Αναφορικά με τη νομιμότητα της διαδικασίας, οι Εφεσείοντες προβάλλουν επίσης ότι τα τεκμήρια δεν προσκομίστηκαν στο δικαστήριο, όπως προβλέπεται στα Άρθρα 27(γ)(ι) και 32(1) του Κεφ. 155. Δεν συμφωνούμε. Κατά την άποψή μας, η χρήση στο Νόμο του ρήματος «μεταφέρει» (Άρθρο 27(γ)(i)) και «προσκομιστεί» (Άρθρο 32(1)) το αντικείμενο «ενώπιον του δικαστηρίου», δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη τη φυσική μεταφορά του αντικειμένου στο δικαστήριο. Εξαρτάται από το είδος και τη φύση του αντικειμένου, καθώς επίσης και τις προσφερόμενες δυνατότητες μεταφοράς του στο δικαστήριο. Ορισμένες φορές το αντικείμενο μπορεί να είναι επικίνδυνο και να μην είναι δυνατή η μεταφορά του στο δικαστή[*682]ριο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως η παρούσα, αρκεί η λεπτομερής περιγραφή των αντικειμένων στην ένορκη δήλωση, όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις η περιγραφή μπορεί να συνοδεύεται και από φωτογραφίες. Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι θα πρέπει απαραιτήτως να επιθεωρήσει το ίδιο τα αντικείμενα, έχει διακριτική ευχέρεια να δώσει τις αναγκαίες οδηγίες. Όμως στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε με την περιγραφή που δόθηκε, χωρίς να θεωρήσει ότι ήταν απαραίτητη η φυσική παρουσίαση των αντικειμένων στο Δικαστήριο και προχώρησε δυνάμει του Άρθρου 32(1) στην έκδοση του διατάγματος κατακράτησης μέχρι «την αποπεράτωση της ποινικής διαδικασίας». Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το μεμπτό στη διαδικασία που ακολουθήθηκε.

 

Ερχόμαστε τώρα στο λόγο έφεσης που αφορά στον μη ορισμό του διατάγματος ως επιστρεπτέου, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους Εφεσείοντες να ενστούν. Έχουμε υπόψη μας ότι το Άρθρο 32 του Νόμου δεν προβλέπει για επίδοση. Όμως αυτό δεν εμποδίζει το δικαστήριο στην κατάλληλη περίπτωση να διατάξει επίδοση της αίτησης ή μόνο του διατάγματος. Στην προκειμένη περίπτωση, από τη στιγμή που ο πρωτόδικος δικαστής χειρίστηκε την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς, κατά την άποψή μας ορθά διέταξε όπως αυτή επιδοθεί στους Καθ’ ων η αίτηση μέσα σε 3 ημέρες από την έκδοση του διατάγματος. Το ότι δεν όρισε συγκεκριμένη ημερομηνία για επιστροφή του διατάγματος, δεν επηρεάζει την ισχύ του διατάγματος, εφόσον με την επίδοση δόθηκε η ευκαιρία στους Εφεσείοντες είτε να αιτηθούν από το πρωτόδικο δικαστήριο την ακύρωση του διατάγματος, είτε να εφεσιβάλουν την πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με το Άρθρο 32Α του Κεφ. 155, πράγμα που έπραξαν.

 

Τέλος, δεν έχουμε πειστεί ότι η αιτιολογία που έδωσε ο πρωτόδικος δικαστής είναι ελλιπής. Μπορεί να είναι λακωνική αλλά είναι επαρκής. Γίνεται αναφορά στα αντικείμενα όπως αυτά περιγράφονται στην αίτηση και ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, διατάσσεται όπως αυτά κρατηθούν μέχρι αποπεράτωσης της ποινικής διαδικασίας, ενώ διατάσσεται η επίδοση του διατάγματος ώστε να λάβουν γνώση οι ιδιοκτήτες των αντικειμένων και να ενστούν αν επιθυμούσαν.

 

Θα προχωρήσουμε στη συνέχεια με τους λόγους έφεσης που συνιστούν το δεύτερο πυλώνα. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων μας κάλεσε να ακυρώσουμε το επίδικο διάταγμα, καθότι το διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και το [*683]διάταγμα έρευνας στα οποία στηριζόταν, έχουν ήδη ακυρωθεί με την έκδοση εντάλματος Certiorari στις υποθέσεις 134/11, 138/11 και 139/11. Κατά το συνήγορο των Εφεσειόντων, το διάταγμα θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει ακυρωθεί αυτόματα. Προς επίρρωσιν των θέσεών του, αναφέρθηκε στην Ποινική Έφεση Αρ. 95/12, η οποία εκδικάστηκε στις 25.1.2013 αλλά δεν είναι δημοσιευμένη, επειδή τελικά αποσύρθηκε. Όμως ο συνήγορος αναφέρθηκε στο πρακτικό του Δικαστηρίου, αντίγραφο του οποίου κατάθεσε, από το οποίο φαίνεται ότι τόσο η Δημοκρατία, όσο και το ίδιο το Εφετείο θεώρησαν ότι με την ακύρωση του εντάλματος έρευνας, οδηγείται αυτόματα σε ακύρωση και το διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων. Οι δικηγόροι του Εφεσείοντος σ’ εκείνη την υπόθεση, οι οποίοι ήταν οι ίδιοι με τους δικηγόρους του Εφεσείοντος στην παρούσα διαδικασία, είχαν τότε διαφορετική άποψη. Μας εξήγησαν ότι οι ίδιοι στηριζόμενοι στην υπόθεση Concrete Mix Ltd, ανωτέρω, θεώρησαν στην Ποινική Έφεση 95/12 ότι η διαδικασία έκδοσης διαταγμάτων κατακράτησης τεκμηρίων είναι μια «χωριστή διαδικασία», ανεξάρτητη από το ένταλμα έρευνας και ότι το ίδιο το διάταγμα κατακράτησης έχει τη δική του αυτοτέλεια. Όμως σεβόμενοι την αντίθετη άποψη που εξέφρασαν τότε όλα τα μέλη του Εφετείου και συμφωνούσε και η συνήγορος που εμφανιζόταν για τη Δημοκρατία, δέχθηκε να αποσύρει εκείνη την έφεση. Ο συνήγορος των Εφεσειόντων κάλεσε τη Δημοκρατία για λόγους συνέπειας να υιοθετήσει την ίδια θέση και να δεχθεί την έφεση, ώστε να ακυρωθεί αυτόματα και το επίδικο διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων.

 

Δεν θα ασχοληθούμε με το θέμα της συνέπειας των θέσεων της Δημοκρατίας. Όμως για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στην υπόθεση 95/12 εμφανιζόταν άλλος δικηγόρος για τη Δημοκρατία και όχι ο κ. Αριστείδης. Πέραν τούτου, από το σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου στην 95/12, ημερ. 25.1.2013, αντίγραφο του οποίου τέθηκε στη διάθεσή μας, προκύπτει ότι οι θέσεις που εκφράστηκαν από το Δικαστήριο ήταν obiter και δεν μπορούν να δεσμεύουν, ενώ οι θέσεις που εκφράστηκαν από τη δικηγόρο της Δημοκρατίας ήταν στα πλαίσια εκείνης της υπόθεσης, ώστε να διευκολυνθεί η διεκπεραίωση της έφεσης χωρίς ακρόαση. Η έφεση εκείνη τελικά δεν οδηγήθηκε σε ακρόαση, αφού οι δικηγόροι του Εφεσείοντος πείστηκαν ότι η έφεση θα έπρεπε να αποσυρθεί ως αποτέλεσμα των εκ πρώτης όψεως σχολίων του συγκεκριμένου Εφετείου. Επομένως, τα όσα προηγήθηκαν στην Έφεση 95/12 δεν μπορούν να αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο. Ως εκ τούτου θα πρέπει τα θέματα που εγείρουν οι Εφεσείοντες αναφορικά με τη νομιμότητα του διατάγματος, να εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσας έφεσης.

[*684]Μας απασχόλησε και μια άλλη πτυχή της υπόθεσης. Μας ζητήθηκε να εξετάσουμε κατά πόσον η εκδίκαση της παρούσας έφεσης θα έπρεπε να αναβληθεί μέχρι να εκδοθεί απόφαση στις εφέσεις που έχουν καταχωρηθεί κατά των αποφάσεων στις Αιτήσεις Certiorari 134/11 (διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων) και των δύο άλλων αποφάσεων στις αιτήσεις για Certiorari 138/11 και 139/11. Κρίναμε ότι λόγω της μεγάλης καθυστέρησης που έχει ήδη παρατηρηθεί στην εκδίκαση της παρούσας έφεσης, δεν θα έπρεπε να περιμένουμε άλλο και ότι θα ήταν καλύτερα να προχωρήσουμε με την εκδίκαση της έφεσης.

 

Ερχόμαστε τώρα στην ουσία της έφεσης. Δεν χρειάζεται να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης που αφορούν στο παράνομο του διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και στο διάταγμα έρευνας, αφού τα διατάγματα αυτά έχουν ήδη ακυρωθεί με την έκδοση διαταγμάτων Certiorari. Ο συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι ενόψει της ακύρωσης των δύο διαταγμάτων, θα πρέπει να ακυρωθεί αυτόματα και το διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων.

 

Δεν συμφωνούμε. Όπως σημειώθηκε στις υποθέσεις Concrete Mix Ltd v. Αστυνομίας, ανωτέρω και C.T. Tobacco Ltd κ.ά. ν. Τμήματος Τελωνείων (2003) 2 Α.Α.Δ. 212, η απόφαση για κατακράτηση τεκμηρίων θεωρείται αυτοτελής απόφαση, η οποία αν και άμεσα συνδεδεμένη με το ένταλμα έρευνας, εντούτοις έχει τη δική της αυτοτέλεια, εφόσον ο δικαστής δυνάμει των Άρθρων 27-34 του Κεφαλαίου έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να χειριστεί αντικείμενα που κατασχέθηκαν, ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

 

Για παράδειγμα, μπορεί ανεξάρτητα από τη νομιμότητα του διατάγματος έρευνας, να ανευρέθηκαν παράνομα αντικείμενα, π.χ. όπλα, ναρκωτικά, άλλες δηλητηριώδεις ουσίες, εκρηκτικά, επικίνδυνα ζώα κ.α. τα οποία να μην ανήκουν στο πρόσωπο στην κατοχή του οποίου ανευρέθηκαν. Σε τέτοια περίπτωση, ανεξάρτητα από τη νομιμότητα του εντάλματος έρευνας, το δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 34 δύναται, ελλείψει κάποιας νόμιμης δικαιολογίας από το πρόσωπο στην κατοχή του οποίου ανευρέθηκαν, «να προκαλέσει την κατάσχεση, παραμόρφωση ή καταστροφή» των αντικειμένων, ανεξαρτήτως του ότι κανένα πρόσωπο δεν θα διωχθεί σε σχέση με αυτό.

 

Δεν χρειάζεται να αποφασίσουμε το θέμα τελεσίδικα, εφόσον δεν είναι αναγκαίο. Στην προκειμένη περίπτωση ο κ. Αριστείδης [*685]στις 28.3.2003 κατά την προδικασία, δήλωσε εκ μέρους της Δημοκρατίας ότι η Αστυνομία πλην του ηλεκτρονικού υπολογιστή, δεν χρειάζεται τα υπόλοιπα τεκμήρια τα οποία είναι στη διάθεση των Εφεσειόντων. Ο εξεταστής της υπόθεσης, ανέφερε ο κ. Αριστείδης, προσπάθησε να επικοινωνήσει με τους Εφεσείοντες για να τους παραδοθούν τα αντικείμενα, αλλά δεν κατέστη δυνατό επειδή ο ένας εξ αυτών απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό. Σε εκείνη τη δικάσιμο, συμφωνήθηκε μεταξύ των συνηγόρων όπως ο ένας εκ των Εφεσειόντων παραλάβει τα αντικείμενα από την Αστυνομία. Φαίνεται ότι μέχρι σήμερα αυτό δεν έγινε. Επομένως το μόνο αντικείμενο που η αστυνομία επιθυμεί να συνεχίσει να κατακρατεί για σκοπούς της υπόθεσης, είναι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής.

 

Όμως από τις 27.9.2011 που εξεδόθη το διάταγμα, πέρασαν δύο χρόνια και μέχρι σήμερα δεν έχει καταχωριστεί υπόθεση εναντίον των Εφεσιβλήτων. Στο μεταξύ τα διατάγματα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και έρευνας ακυρώθηκαν.  Μπορεί το διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων να έχει τη δική του αυτοτέλεια για τους λόγους που εξηγήσαμε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η αστυνομία ενώ δεν καταχώρησε υπόθεση εναντίον των Εφεσειόντων, μπορεί να συνεχίσει να κατακρατεί τα αντικείμενα επ’ άπειρον. Όταν το Δικαστήριο διέτασσε στις 27.9.2011 την κατακράτηση των αντικειμένων «μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατόν να διεξαχθεί σε σχέση με αυτά» ήταν υπό την προϋπόθεση καταχώρησης ποινικής υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου. Από τη στιγμή που η Εφεσίβλητη, για λόγους που η ίδια γνωρίζει καλύτερα, δεν κατάφερε να καταχωρήσει ποινική υπόθεση εντός ευλόγου χρόνου, όφειλε είτε να επιστρέψει τα αντικείμενα, είτε να αποταθεί εκ νέου στο Δικαστήριο για οδηγίες. Δεν το έπραξε με αποτέλεσμα η κατακράτηση των αντικειμένων μετά από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα να αποτελεί ενδεχομένως κατάχρηση της διαδικασίας. Βέβαια και οι ίδιοι οι Εφεσείοντες θα μπορούσαν, ανεξάρτητα της έφεσης κατά του αρχικού διατάγματος, να αποταθούν στο πρωτόδικο δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 32(3) του Νόμου, αιτούμενοι την επιστροφή των τεκμηρίων.

 

Σύμφωνα με το Νόμο δεν είμαστε εμείς οι τελικοί κριτές, αλλά το πρωτόδικο δικαστήριο προς το οποίο είτε η Εφεσίβλητη είτε οι Εφεσείοντες θα πρέπει να αποταθούν για περαιτέρω οδηγίες. Όμως σε περίπτωση που η Εφεσίβλητη παραλείψει να αποταθεί εντός 15 ημερών από σήμερα στο πρωτόδικο δικαστήριο με διά κλήσεως αίτηση για περαιτέρω οδηγίες, τότε θα είναι υπόχρεη να επιστρέψει τα τεκμήρια στους Εφεσείοντες.

[*686]Ενόψει της κρίσης μας ότι το διάταγμα δεν ακυρώνεται αυτόματα, η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Ενόψει της μερικής αποδοχής των εκατέρωθεν επιχειρημάτων, θεωρούμε δίκαιο να μην επιδικάσουμε οποιαδήποτε έξοδα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο