Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Παύλου Αραμπίδη (Αρ. 1) (2013) 2 ΑΑΔ 713

(2013) 2 ΑΑΔ 713

[*713]1 Nοεμβρίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

v.

 

ΠΑΥΛΟΥ ΑΡΑΜΠΙΔΗ (ΑΡ. 1),

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 110/2011)

 

 

Τροχαία αδικήματα ― Άλκοτεστ ― Αποφυγή δι’ οποιουδήποτε τρόπου, παροχής ικανοποιητικού δείγματος εκπνοής σε αστυνομικό ― Άρθρο 7(4) του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 1986 (Ν.174/1986) ως έχει τροποποιηθεί ― Με ποια έννοια χρησιμοποιείται το ρήμα «αποφεύγω» στο Άρθρο 7(4), για στοιχειοθέτηση του αδικήματος ― Παραμερισμός πρωτόδικης αθωωτικής κρίσης περί μη στοιχειοθέτησης του αδικήματος ― Απόφανση Εφετείου ότι επρόκειτο για καθαρή υπόθεση ενοχής, δεδομένου του πρωτόδικου ευρήματος ότι η συσκευή λειτουργούσε κανονικά και ότι έγιναν όλοι οι προκαταρκτικοί έλεγχοι.

 

Λέξεις και φράσεις ― «…αποφεύγει δι’ οιουδήποτε τρόπου να παράσχη δείγμα εκπνοής…» στο Άρθρο 7(4) του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 1986 (Ν.174/1986) ως έχει τροποποιηθεί.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αμφισβήτησε με την έφεση, αθωωτική απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου σε κατηγορία που αντιμετώπισε ο εφεσίβλητος αναφορικά με αποφυγή παροχής ικανοποιητικού δείγματος εκπνοής για τελική εξέταση, κατά παράβαση του Άρθρου 7(4) του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986 (Ν.174/86).

 

Παρά το γεγονός, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε στο σύνολο της τη μαρτυρία που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή, εντούτοις έκρινε ότι απέτυχε να αποδείξει ότι ο εφεσίβλητος απέφυγε να δώσει δείγμα εκπνοής, με επακόλουθο την αθώωση και απαλλαγή του.

 

Όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο σχετικό νόμο δεν υπάρχει η ερμηνεία της λέξης «αποφυγή» σε σχέση με το συγκεκριμένο αδίκημα.

[*714]Το ρήμα αποφεύγω, υπέδειξε, στην κανονική του ερμηνεία προέρχεται από τις λέξεις «από» και «φεύγω», που σημαίνει απομακρύνομαι από κάτι. Συνακόλουθα, έκρινε, ότι με βάση την υπάρχουσα μαρτυρία ο Κατηγορούμενος δεν επέδειξε τέτοια συμπεριφορά.

 

Αντίθετα, κατέληξε μεταξύ άλλων, ήταν δεδομένο με βάση τη μαρτυρία του ίδιου του Μ.Κ.3 ότι ο Κατηγορούμενος έδωσε δείγματα για τελική εκπνοή τα οποία όμως δεν τα κατέγραψε η μηχανή, αφού το σχετικό έντυπο που είχε τυπωθεί από τη μηχανή, ανέφερε NO BREATH FLOW DETECTED – NO SPECIMEN.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη κατάληξη, η μαρτυρία και η θέση του Μ.Κ.3 για τη μη καταγραφή δειγμάτων εκπνοής, δεν είχε αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος είτε αρνήθηκε να συνεργαστεί, είτε του έδωσε οποιοδήποτε λόγο να πιστεύει ότι χρησιμοποίησε οποιοδήποτε τέχνασμα για να αποφύγει να δώσει δείγμα εκπνοής.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι «… ο κατηγορούμενος έδωσε δείγματα για τελική εκπνοή τα οποία όμως δεν κατέγραψε η μηχανή…» αντιστρατευόταν άλλο εύρημα του ότι η συσκευή λειτουργούσε κανονικά.

 

β)  Στη βάση της μαρτυρίας του ΜΚ.3, την οποία το Δικαστήριο αποδέχτηκε στο σύνολο της, δεν υπήρχαν περιθώρια αθώωσης του εφεσίβλητου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η αθώωση του εφεσίβλητου ήταν αποτέλεσμα λανθασμένου σκεπτικού. Από τη στιγμή που το Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΚ.3, ως θέμα λογικής συνέπειας, αποδέχτηκε και το μέρος της μαρτυρίας του ότι η συσκευή τελικής εξέτασης λειτουργούσε κανονικά.

 

2.  Τούτου δοθέντος, ήταν ακατανόητη η αναφορά στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο στο τέλος της απόφασης του, ότι δεν θα εξέταζε κατά πόσο η συσκευή τελικής εξέτασης λειτουργούσε κανονικά, αφού ήδη είχε καταλήξει σε εύρημα ότι αυτή λειτουργούσε κανονικά.

 

3.  Ό,τι απέμενε για το Δικαστήριο να αποφασίσει ήταν κατά πόσο η καταγραφή «ΝΟ ΒREATH FLOW DETECTED – NO SPECI[*715]MEN» στο έντυπο που εκτυπώθηκε από τη συσκευή τελικής εξέτασης, στοιχειοθετούσε το αδίκημα της αποφυγής παροχής από τον εφεσίβλητο ικανοποιητικού δείγματος εκπνοής του Άρθρου 7(4) του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986 (Ν.174/86).

 

4.  Σ’ αυτό περιορίστηκε το έργο του Δικαστηρίου, κάτι που και το ίδιο αναγνώρισε. Στη συνέχεια όμως, λανθασμένα, έδωσε στο ρήμα «αποφεύγω» την έννοια του «απομακρύνομαι από κάτι», με αποτέλεσμα να καταλήξει ότι ο εφεσίβλητος, αφού δεν απομακρύνθηκε, δεν αποδείχτηκε στο συστατικό στοιχείο της «αποφυγής» του Άρθρου 7(4).

 

5.  Το ρήμα όμως «αποφεύγω», όπως αυτό χρησιμοποιείται στο Άρθρο 7(4) του Νόμου, έκδηλα έχει την έννοια «του προσπαθώ να μην κάνω κάτι» ή «να ξεφύγω από κάτι», παρά το γεγονός ότι την ίδια στιγμή παρουσιάζομαι να μην αρνούμαι να πράξω αυτό που μου έχει ζητηθεί να πράξω, καθότι τέτοια συμπεριφορά θα ισοδυναμούσε με άρνηση.

 

6.  Με αυτή την έννοια χρησιμοποιείται στο Άρθρο 7(4) του Νόμου το οποίο, για στοιχειοθέτηση του αδικήματος που δημιουργεί. Δηλαδή, ενώ φαίνεται πως το περί ου ο λόγος πρόσωπο  συνεργάζεται στο να δώσει δείγμα, εντούτοις η συνεργασία του δεν είναι γνήσια και κατά τη διαδικασία που ακολουθεί προσπαθεί και κατορθώνει με κάποιο τρόπο να μην δώσει δείγμα.

 

7.  Αυτό συνέβη και στην παρούσα περίπτωση και αδιάψευστος μάρτυρας ότι ο εφεσίβλητος προσπάθησε και κατόρθωσε με κάποιο τρόπο να μην δώσει δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση είναι η σχετική καταγραφή στο έντυπο που εκτύπωσε η μηχανή.

 

8.  Από τη στιγμή που το Δικαστήριο δέχθηκε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η συσκευή λειτουργούσε κανονικά και ότι ο ΜΚ.3 προέβη σε όλους τους προκαταρκτικούς ελέγχους για να διαπιστώσει – όπως και διαπίστωσε – την ορθότητα λειτουργίας της συσκευής, επρόκειτο για καθαρή υπόθεση ενοχής του εφεσίβλητου στο αδίκημα που του καταλογίστηκε.

 

Η έφεση επιτράπηκε. Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος με βάση το κατηγορητήριο.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

R. v. Chapman [1969] 2 All E.R. 321,

[*716]Αθανασίου ν. Κουκούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614,

 

C & A. Pelekanos Associates Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1273,

 

Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. ν. Πότση (2000) 2 Α.Α.Δ. 252,

 

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326,

 

Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 17,

 

Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 564.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

 

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 5804/11), ημερομηνίας 17/6/11.

 

Α. Παπανικολάου, για τον Εφεσείοντα.

 

Π. Κυπριανού, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος αθωώθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην κατηγορία της αποφυγής παροχής ικανοποιητικού δείγματος εκπνοής για τελική εξέταση, κατά παράβαση του Άρθρου 7(4) του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986 (Ν.174/86), καθ’ όσον εκρίθη ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε «… να αποδείξει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και δη το συστατικό στοιχείο της αποφυγής του κατηγορούμενου να δώσει δείγμα εκπνοής».

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας (Εφεσείων) θεωρεί λανθασμένη την αθωωτική απόφαση για τρεις λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα αναφερθούμε στα γεγονότα και την πρωτόδικη απόφαση.

 

Τα μεσάνυκτα της 24.7.2009, ο Αστ. 1865 Α. Χαραλάμπους βρισκόταν σε περιπολία στην οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, στη Λευκωσία, όπου και ανέκοψε για έλεγχο το αυτοκίνητο ΗΤΑ [*717]470 που οδηγούσε ο εφεσίβλητος.

 

Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους, διαπιστώθηκε από τον αστυνομικό ότι ο εφεσίβλητος μύριζε οινόπνευμα και, ενόψει τούτου, τού ζήτησε να δώσει δείγμα εκπνοής για προκαταρκτικό έλεγχο, πράγμα που ο εφεσίβλητος έπραξε με ένδειξη 50mg% αντί της επιτρεπόμενης 22mg%.

 

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο αστυνομικός προχώρησε σε σύλληψη του εφεσίβλητου για το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια του οινοπνεύματος και, ακολούθως, του ζήτησε - νομοτύπως - να δώσει δύο ικανοποιητικά δείγματα εκπνοής στη συσκευή Lion Infoxylizer 8000, η οποία βρισκόταν σε παρακείμενη μηχανοκίνητη μονάδα άλκοτεστ, για τελική εξέταση. Ο εφεσίβλητος δεν αρνήθηκε, αλλά στο έντυπο που εκτύπωσε η συσκευή  ανεγράφη «ΝΟ ΒREATH FLOW DETECTED – NO SPECIMEN» και όταν ο εφεσίβλητος  πληροφορήθηκε ότι διέπραξε το αδίκημα της αποφυγής παροχής ικανοποιητικού δείγματος, απάντησε πως η συσκευή «εν χαλασμένη». Ακολούθως, τόσο το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος όσο και ο ίδιος, μεταφέρθηκαν στον Αστυνομικό σταθμό Ομορφίτας, όπου οι επί καθήκοντι αστυνομικοί Η. Χαραλάμπους και Χ. Πελεγκάρης ανέλαβαν τα περαιτέρω. Ό,τι εδώ χρειάζεται  να σημειωθεί, είναι ότι όταν ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε γραπτώς για το αδίκημα της αποφυγής παροχής ικανοποιητικού δείγματος εκπνοής για τελική εξέταση, απάντησε: «Ήπια δύο μικρά ποτήρια βότκα. Για το ότι δεν έδειξε στον τελικό έλεγχο δεν φταίω εγώ, διότι εγώ φύσηξα τρεις φορές».

 

Για απόδειξη της κατηγορίας κατέθεσαν οι προαναφερθέντες τρεις αστυνομικοί, ενώ ο εφεσίβλητος όταν κλήθηκε σε απολογία επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής. Από τους τρεις αυτούς μάρτυρες, η Υπεράσπιση αμφισβήτησε μόνο την αξιοπιστία του αστυφύλακα 1865 (ΜΚ.3), αλλά το Δικαστήριο είχε διαφορετική άποψη, την οποία και παραθέτουμε αυτούσια.

 

«Σε ότι αφορά τον Μ.Κ.3 που είναι ο ουσιαστικός μάρτυρας για την κατηγορούσα Αρχή είναι η θέση μου ότι έχει πει στο Δικαστήριο την αλήθεια, χωρίς να διστάσει να αναφέρει ότι δεν θυμόταν ουσιώδη γεγονότα, όπως για παράδειγμα το πρόσωπο του Κατηγορούμενου. Θεωρώ ότι έχει αναφέρει την αλήθεια, σε σχέση με τις ενέργειες του από τη στιγμή που ανέκοψε τον Κατηγορούμενο μέχρι και το πέρας της διαδικασίας, δηλαδή μέχρι που τον παρέδωσε στον Αστυνομικό σταθμό Ομορφίτας.  Θεωρώ ότι έχει εξηγήσει στον Κατηγο[*718]ρούμενο όπως έχει αναφέρει τη λειτουργία των συσκευών προκαταρκτικής και τελικής εξέτασης, όπως και τα δικαιώματα του Κατηγορούμενου.  Θεωρώ επίσης, ότι έχει αναφέρει στο Δικαστήριο την αλήθεια σε σχέση με τα προσόντα του για να υποβάλλει πρόσωπα σε τελικούς και προκαταρκτικούς ελέγχους αλκοόλης αλλά και για τους ελέγχους τους οποίους προέβηκε τη συγκεκριμένη μέρα για να διαπιστωθεί η ορθότητα λειτουργίας των μηχανών.»

 

Το Δικαστήριο, λοιπόν, αποδέχτηκε στο σύνολο της τη μαρτυρία που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή και κατέληξε σε μια σειρά από ευρήματα, μεταξύ των οποίων ήταν και τα ακόλουθα:-

 

«Ο Μ.Κ.3 είναι εξουσιοδοτημένος χειριστής μηχανών άλκοτεστ, τόσο για προκαταρκτικό έλεγχο, όσο και για τελικό έλεγχο.

 

Ο Κατηγορούμενος έδωσε δείγμα εκπνοής στη συσκευή προκαταρκτικού ελέγχου αλκοόλης με αρ. 036928 και η ένδειξη ήταν 50mg% αντί 22mg%.

 

Η εν λόγω συσκευή λειτουργούσε κανονικά, αφού πριν τη χρήση της ο ΜΚ.3 έκανε σε αυτή τους απαραίτητους ελέγχους.

 

Ο Μ.Κ.3 μετά το αποτέλεσμα της προκαταρκτικής εξέτασης, ζήτησε από τον Κατηγορούμενο να δώσει δείγμα εκπνοής για σκοπούς τελικής εξέτασης, αφού προηγουμένως τον συνέλαβε για το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλης και τον πληροφόρησε ότι είχε το δικαίωμα επικοινωνίας με δικηγόρο ή με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ήθελε.

 

Ακολούθως ο Μ.Κ.3, οδήγησε τον Κατηγορούμενο στο υπηρεσιακό όχημα KLA276, στην οδό Κ. Παλαιολόγου εντός του οποίου βρισκόταν η συσκευή τελικής εξέτασης LION INTOXILYZER 8000 s/n 80-001761 και αφού του εξήγησε τη λειτουργία της συσκευής του ζήτησε να δώσει ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής για σκοπούς τελικής εξέτασης εξηγώντας του ταυτόχρονα ότι αποφυγή ή άρνηση να δώσει δείγμα συνιστά τροχαίο αδίκημα.

 

Μετά τις προσπάθειες του Κατηγορούμενου να δώσει δείγμα εκπνοής, η συσκευή τελικής εξέτασης εκτύπωσε έντυπο, το Τεκμήριο 8, με την ένδειξη NO BREATH FLOW DETECTED – NO SPECIMEN.

 

[*719]Ακολούθως, ο Μ.Κ.3 πληροφόρησε τον Κατηγορούμενο για το αδίκημα που διέπραξε και συγκεκριμένα της αποφυγής να δώσει δείγμα εκπνοής για σκοπούς τελικής εξέτασης και ο Κατηγορούμενος απάντησε «είναι χαλασμένη».

 

Παρά το γεγονός, όμως, ότι το (πρωτόδικο) Δικαστήριο αποδέχτηκε στο σύνολο της τη μαρτυρία που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή, εντούτοις έκρινε ότι απέτυχε να αποδείξει ότι ο εφεσίβλητος απέφυγε να δώσει δείγμα εκπνοής, με επακόλουθο την αθώωση και απαλλαγή του. Παραθέτουμε επί τούτου αυτούσιο το σκεπτικό του.

 

«Επομένως εκείνο που πρέπει να εξεταστεί με βάση τη μαρτυρία όπως έχει δοθεί, αλλά και τα ευρήματα μου, ως αναφέρονται πιο πάνω, είναι κατά πόσο ο Κατηγορούμενος «απέφυγε» με οποιοδήποτε τρόπο να παράσχει δείγμα εκπνοής για σκοπούς τελικής εξέτασης, το οποίο αναπόφευκτα εξυπακούει και την ερμηνεία του σχετικού όρου.

 

Αναφέρω ότι στον εν λόγω Νόμο δεν υπάρχει η ερμηνεία της λέξης αποφυγή σε σχέση με το συγκεκριμένο αδίκημα. Εκείνο το οποίο εξηγείται, σχετικό είναι το Άρθρο 8(1) του ίδιου Νόμου, είναι τι αποτελεί εύλογη αιτία για την άρνηση παροχής δείγματος εκπνοής. Επομένως θα πρέπει να αποδοθεί στη λέξη αποφυγή η φυσική της ερμηνεία.

 

Το ρήμα αποφεύγω στην κανονική του ερμηνεία προέρχεται από τις λέξεις «από» και «φεύγω», που σημαίνει απομακρύνομαι από κάτι. Με βάση την υπάρχουσα μαρτυρία ο Κατηγορούμενος δεν επέδειξε τέτοια συμπεριφορά.

 

Αντίθετα, είναι δεδομένο με βάση τη μαρτυρία του ίδιου του Μ.Κ.3 ότι ο Κατηγορούμενος έδωσε δείγματα για τελική εκπνοή τα οποία όμως δεν τα κατέγραψε η μηχανή, αφού το έντυπο έχει τυπωθεί από τη μηχανή, σχετικό είναι το Τεκμήριο 8, αναφέρει NO BREATH FLOW DETECTED – NO SPECIMEN.  Η μαρτυρία και η θέση του Μ.Κ.3 για το γιατί δεν καταγράφονται δείγματα εκπνοής όπως έχει γενικά τεθεί κατά την κυρίως εξέτασή του, η οποία σε καμία περίπτωση δεν αναφέρθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει το αδίκημα της αποφυγής για τον συγκεκριμένο Κατηγορούμενο, αφού ο Μ.Κ.3 δεν έχει αναφέρει ότι ο Κατηγορούμενος είτε έβαλε τη γλώσσα του μπροστά από το στόμιο της μηχανής, είτε ότι διέκοψε το συνεχές φύσημα στο [*720]στόμιο της μηχανής, ούτε και ότι γέμισε σάλιο το στόμιο της μηχανής. Σε καμία περίπτωση ο Μ.Κ.3 δεν έχει αναφέρει ότι ο Κατηγορούμενος είτε αρνήθηκε να συνεργαστεί, είτε του έδωσε οποιοδήποτε λόγο να πιστεύει ότι χρησιμοποίησε οποιοδήποτε τέχνασμα για να αποφύγει να δώσει δείγμα εκπνοής.

 

Ενόψει της κατάληξης μου αυτής δεν θα υπεισέλθω στα άλλα θέματα που αφορούν την παρούσα υπόθεση δηλαδή κατά πόσο η εν λόγω συσκευή λειτουργούσε κανονικά, της γίνοντο οι συνηθισμένοι τεχνικοί έλεγχοι και κατά πόσο αυτή χρησιμοποιείτο σύμφωνα με το εγχειρίδιο οδηγιών της.»

 

Όπως έχει σημειωθεί, ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τρεις λόγους. Ωστόσο, με το διάγραμμα αγόρευσης του περιορίστηκε να προωθήσει τη θέση ότι, το εύρημα του Δικαστηρίου ότι «… ο κατηγορούμενος έδωσε δείγματα για τελική εκπνοή τα οποία όμως δεν κατέγραψε η μηχανή…» αντιστρατεύεται άλλο εύρημα του ότι η συσκευή λειτουργούσε κανονικά. Συναφώς υποστήριξε ότι στη βάση της μαρτυρίας του ΜΚ.3, την οποία το Δικαστήριο αποδέχτηκε στο σύνολο της, δεν υπήρχαν περιθώρια αθώωσης του εφεσίβλητου και σχετικά ανέλυσε τις πρόνοιες του Άρθρου 7(4) του Ν. 174/86 και παρέπεμψε κυρίως στην υπόθεση R. v. Chapman [1969] 2 All E.R. 321 όπου επισημάνθηκε πως στην περίπτωση που οι αστυνομικοί διενεργήσουν ορθά τα αναγκαία προκαταρκτικά – για λήψη των δειγμάτων εκπνοής – και το πρόσωπο που υποβάλλεται σε έλεγχο αποτύχει να δώσει δείγμα με τον τρόπο που του  υποδείχθηκε τότε πρόκειται για καθαρή υπόθεση ενοχής (“It was a clear case of guilt if the necessary preliminaries had been correctly gone through by the police officers”).

 

O ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, δεν διαφώνησε ότι η αθώωση του πελάτη του ήταν προϊόν λανθασμένου σκεπτικού. Αντίθετα, συμφώνησε ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος έδωσε δείγματα εκπνοής για τελική εξέταση τα οποία δεν κατέγραψε η συσκευή είναι ασυμβίβαστο με την κρίση του (πρωτόδικου) Δικαστηρίου ότι ο ΜΚ.3 ήταν αξιόπιστος. Επομένως, εισηγήθηκε, της αθώωσης θα έπρεπε να είχε προηγηθεί κήρυξη του ΜΚ.3 ως αναξιόπιστου μάρτυρα, όπως ήταν και η θέση της Υπεράσπισης πρωτοδίκως. Αντί τούτου, συμπλήρωσε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, από τη μια, έκρινε αξιόπιστο τον ΜΚ.3 και, από την άλλη, αθώωσε τον εφεσίβλητο κρίνοντας, λανθασμένα, ότι δεν χρειαζόταν να εξετάσει κατά πόσο η συσκευή λειτουργούσε κανονικά. Το λάθος αυτό, εισηγήθηκε, είναι κεφαλαιώδους σημασίας και μόνο με επανεκδίκαση της υπόθεσης μπορεί να διορθωθεί, αλλά επειδή παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη του αδικήματος δεν θα ’ταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης η επανεκδίκαση της υπόθεσης και ενόψει τούτων η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Μελετήσαμε με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και συμφωνούμε με τους ευπαίδευτους συνηγόρους ότι η αθώωση του εφεσίβλητου ήταν αποτέλεσμα λανθασμένου σκεπτικού. Προς τούτο είναι αρκετό να επισημάνουμε ότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΚ.3, ως θέμα λογικής συνέπειας αποδέχτηκε και το μέρος της μαρτυρίας του ότι η συσκευή τελικής εξέτασης λειτουργούσε κανονικά. Αυτό, εξάλλου, διακηρύττει και το ίδιο το Δικαστήριο όταν, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ.3, αναφέρει ότι:- «Θεωρώ επίσης, ότι έχει αναφέρει στο Δικαστήριο την αλήθεια σε σχέση με τα προσόντα του για να υποβάλλει πρόσωπα σε τελικούς και προκαταρκτικούς ελέγχους αλκοόλης αλλά και για τους ελέγχους στους οποίους προέβηκε τη συγκεκριμένη μέρα για να διαπιστωθεί η ορθότητα λειτουργίας των μηχανών». Το Δικαστήριο, επομένως, με αυτόν τον τρόπο είχε δεχθεί ότι η συσκευή τελικής εξέτασης λειτουργούσε κανονικά, έστω και αν στη συνέχεια κάνει ειδική αναφορά μόνο στη λειτουργία της συσκευής προκαταρκτικού ελέγχου. Τούτου δοθέντος, είναι ακατανόητη η αναφορά στην οποία προβαίνει στο τέλος της απόφασης του, ότι δεν θα εξετάσει κατά πόσο η συσκευή τελικής εξέτασης λειτουργούσε κανονικά, αφού ήδη είχε καταλήξει σε εύρημα ότι και η εν λόγω συσκευή λειτουργούσε κανονικά. Κατά ακολουθία τούτων ό,τι απέμεινε για το Δικαστήριο να αποφασίσει ήταν κατά πόσο η καταγραφή «ΝΟ ΒREATH FLOW DETECTED – NO SPECIMEN» στο έντυπο που εκτυπώθηκε από τη συσκευή τελικής εξέτασης στοιχειοθετούσε το αδίκημα της αποφυγής παροχής από τον εφεσίβλητο ικανοποιητικού δείγματος εκπνοής του Άρθρου 7(4) του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986 (Ν.174/86)*. Σ’ αυτό περιορίστηκε το έργο του Δικαστηρίου, κάτι που και το ίδιο αναγνώρισε με το σχετικό μέρος της απόφασης του που αυτούσιο παραθέτουμε πιο πάνω.  [*722]Στη συνέχεια όμως, λανθασμένα κατά την άποψή μας, έδωσε στο ρήμα «αποφεύγω» την έννοια του «απομακρύνομαι από κάτι», με αποτέλεσμα να καταλήξει ότι ο εφεσίβλητος, αφού δεν απομακρύνθηκε, δεν αποδείχτηκε στο συστατικό στοιχείο της «αποφυγής» του Άρθρου 7(4). Το ρήμα όμως «αποφεύγω», όπως αυτό χρησιμοποιείται στο Άρθρο 7(4) του Νόμου, έχουμε την άποψη πως έκδηλα έχει την έννοια «του προσπαθώ να μην κάνω κάτι» ή «να ξεφύγω από κάτι» (βλ. και Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, Γ΄ έκδοση, σελ. 260), παρά το γεγονός ότι την ίδια στιγμή παρουσιάζομαι να μην αρνούμαι να πράξω αυτό που μου έχει ζητηθεί να πράξω, καθότι τέτοια συμπεριφορά θα ισοδυναμούσε με άρνηση. Με αυτή την έννοια  χρησιμοποιείται στο Άρθρο 7(4) του Νόμου το οποίο, για στοιχειοθέτηση  του  αδικήματος που δημιουργεί, δεν περιορίζεται μόνο στην «άρνηση» του προσώπου που καλείται να δώσει δείγμα εκπνοής, αλλά και στην «αποφυγή» του να δώσει δείγμα.   Δηλαδή, ενώ φαίνεται πως το περί ου ο λόγος πρόσωπο  συνεργάζεται στο να δώσει δείγμα, εντούτοις η συνεργασία του δεν είναι γνήσια και κατά τη διαδικασία που ακολουθεί προσπαθεί και κατορθώνει με κάποιο τρόπο να μην δώσει δείγμα. Αυτό συνέβη και στην παρούσα περίπτωση και αδιάψευστος μάρτυρας ότι ο εφεσίβλητος προσπάθησε και κατόρθωσε με κάποιο τρόπο να μην δώσει δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση είναι η σχετική καταγραφή στο έντυπο που εκτύπωσε η μηχανή και ενόψει τούτου οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου ότι ο ΜΚ.3 «… δεν έχει αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος είτε έβαλε τη γλώσσα του μπροστά στο στόμιο της μηχανής, είτε ότι διέκοψε το συνεχές φύσημα στο στόμιο της μηχανής, ούτε και ότι γέμισε σάλιο το στόμιο της μηχανής» δεν είχαν θέση στην υπόθεση. Καταλήγουμε, επομένως, ότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο δέχθηκε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η συσκευή λειτουργούσε κανονικά και ότι ο ΜΚ.3 προέβη σε όλους τους προκαταρκτικούς ελέγχους για να διαπιστώσει – όπως και διαπίστωσε – την ορθότητα λειτουργίας της συσκευής, επρόκειτο για καθαρή υπόθεση ενοχής του εφεσίβλητου στο αδίκημα που του καταλογίστηκε και ανάλογη είναι και η απόφαση μας. Όσον δε αφορά την εισήγηση του κ. Κυπριανού ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να κηρύξει αναξιόπιστο τον ΜΚ.3 υπενθυμίζουμε πως σύμφωνα με πάγια θέση της Νομολογίας το Εφετείο επεμβαίνει στο σχετικό τομέα μόνο όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχτεί ως αξιόπιστη (βλ. Αθανασίου ν. Κουκούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, C & A. Pelekanos Associates Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. [*723]1273, Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. ν. Πότση (2000) 2 Α.Α.Δ. 252, Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326, Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 17 και Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 564). Στην προκειμένη όμως περίπτωση τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο υποστηρίζονται πλήρως από την, ουσιαστικά αναντίλεκτη, μαρτυρία του ΜΚ.3 την οποία έκρινε αξιόπιστη και κατά συνέπεια καταλήγουμε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση παραμερίζεται και ο εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία σύμφωνα με το κατηγορητήριο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Ο εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος με βάση το κατηγορητήριο.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο