Κωνσταντίνου Κώστας ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 754

(2013) 2 ΑΑΔ 754

[*754]29 Νοεμβρίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 219/2012)

 

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός ή μη πιστευτός, εν όλω ή εν μέρει, σύμφωνα με την άποψη την οποία έχει σχηματίσει το Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία του ― Η δυνατότητα επιλογής μερών μαρτυρίας προσφέρεται μόνο στις περιπτώσεις μαρτύρων οι οποίοι κρίνονται αξιόπιστοι ― Μπορεί το Δικαστήριο να απορρίψει άλλο μέρος της μαρτυρίας το οποίο θεωρείται λανθασμένο, είτε λόγω ανεπίγνωστα ανεπαρκούς παρατήρησης, είτε λόγω αδυναμίας μνήμης.

 

Μαρτυρία ― Αποδοχή μέρους μαρτυρίας ― Η ευχέρεια αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη ούτε απόλυτη. Υπόκειται στον περιορισμό της αιτιολόγησης της σχετικής από το Δικαστήριο προσέγγισής του ― Απουσία τέτοιας αιτιολόγησης αναπόφευκτα οδηγεί σε απόρριψη της αξιολόγησης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης.

 

Ποινικός Κώδικας ― Επίθεση ― Το γεγονός ότι, τελικά, ο κατηγορούμενος, δεν άγγιξε τον παραπονούμενο ήταν αδιάφορο για σκοπούς στοιχειοθέτησης της διάπραξης του αδικήματος της επίθεσης.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Ανήκει κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει ― Τέτοια επέμβαση δικαιολογείται εάν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή εάν δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του ― Πεδίο επέμβασης του Εφετείου παρέχεται μόνο όταν αντιφάσεις στη μαρτυρία είναι ουσιαστικής μορφής, δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία μάρτυρα και φανερώνουν διάθε[*755]σή του να αποκρύψει την αλήθεια.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση την καταδίκη του σε κατηγορία κοινής επίθεσης κατά παράβαση του Άρθρου 242 του Ποινικού κώδικα. Στην πορεία της έφεσης απέσυρε το σχετικό λόγο αναφορικά με την καταδίκη του στην κατηγορία της δημόσιας εξύβρισης.

 

Όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, την 31η Δεκεμβρίου 2010, στον διαχωριστικό φράκτη των σπιτιών των εμπλεκομένων μερών, έλαβε χώρα επεισόδιο μεταξύ του εφεσείοντα αφενός και του παραπονούμενου με τον πατέρα του.

 

Κατά τον ίδιο χρόνο και στον ίδιο τόπο επιτέθηκε παράνομα εναντίον του με τη χρήση σκουπόξυλου το οποίο κινούσε απειλητικά προσπαθώντας να τον κτυπήσει.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Η καταδίκη ήταν εσφαλμένη ως αποτέλεσμα λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε επιλογή μερών της μαρτυρίας που πρόσφερε η Εφεσίβλητη, χωρίς να κριθούν προηγουμένως ως αξιόπιστοι οι μάρτυρες που την παρουσίασαν.

 

β)  Δεν ήταν ορθή η πρωτόδικη κατάληξη ότι είχαν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού προχωρήσει σε αξιολόγηση ενός εκάστου των μαρτύρων, κατέγραψε ότι καμία εκδοχή δεν τέθηκε ενώπιόν του με απόλυτη ειλικρίνεια. 

 

2.  Προχώρησε στην αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, σε αναφορά με τον κάθε ένα μάρτυρα ξεχωριστά.

 

3.  Σχετικά με τους δύο κυριότερους μάρτυρες κατηγορίας, ανέφερε πως παρά το γεγονός πως δεν πείστηκε από την προσπάθεια τους να παρουσιαστούν ως «νηφάλια άτομα» με άψογη συμπεριφορά καθ’ όλη τη διάρκεια του υπό αναφορά επεισοδίου, εντούτοις δέχθηκε τη μαρτυρία τους ως προς τα βασικά γεγονότα της υπόθεσης.

 

4.  Δικαιολογώντας την προσέγγιση του αυτή, κατέγραψε ότι η μαρτυρία των εν λόγω προσώπων δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέτασή τους, [*756]υποστηριζόταν από πραγματική μαρτυρία αλλά και επιβεβαιωνόταν και από μέρη της μαρτυρίας που πρόσφερε η Υπεράσπιση.

 

5.  Κρίνοντας τους μάρτυρες Κατηγορίας ως αξιόπιστους, η επιλογή, υπό τις συνθήκες, μέρους της μαρτυρίας τους, το οποίο, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποτύπωνε και τα πραγματικά γεγονότα, ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

6.  Δεν θεμελιώθηκε κανένας λόγος επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

7.  Ο Εφεσείων, χωρίς νομικό έρεισμα, εκδήλωσε την πρόθεσή του για χρήση βίας, κινούμενος εναντίον του παραπονούμενου, χρησιμοποιώντας σκουπόξυλο ως επιθετικό όπλο. Το γεγονός ότι, τελικά, δεν άγγιξε τον παραπονούμενο είναι αδιάφορο για σκοπούς στοιχειοθέτησης της διάπραξης του αδικήματος της επίθεσης.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Λαζάρου v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633,

 

Mohamed v. Δημοκρατίας, (2010) 2 Α.Α.Δ. 266,

 

Miliotis v. The Police (1971) 2 C.L.R. 292.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαδοπούλου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 15074/11), ημερομηνίας 19/6/12.

 

Γ. Παπαθεοδώρου, για τον Εφεσείοντα.

 

Αντ. Μιχαήλ (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος.

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Κατόπιν εκτεταμένης, υπό τις συνθήκες, ακροαματικής διαδικασίας, ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε δύο κατη[*757]γορίες: δημόσιας εξύβρισης κατά παράβαση του Άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και κοινής επίθεσης κατά παράβαση του Άρθρου 242 του ιδίου νομοθετήματος. Στην πρώτη κατηγορία δεσμεύθηκε με εγγύηση €2.000 για να τηρεί τους νόμους και κανονισμούς για περίοδο δύο ετών, ενώ στη δεύτερη του επιβλήθηκε ποινή προστίμου €600. Διατάχθηκε επίσης να πληρώσει €60, έξοδα της διαδικασίας.

 

Ήταν κοινή συνισταμένη της μαρτυρίας ότι ο Εφεσείων και το παραπονούμενο πρόσωπο ήταν γείτονες. Από το 2002 οι μεταξύ των οικογενειών τους σχέσεις ήταν προβληματικές και η υπό κρίση περίπτωση δεν είναι η μοναδική που απασχόλησε τα Δικαστήρια. Όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, την 31η Δεκεμβρίου 2010, στον διαχωριστικό φράκτη των σπιτιών των εμπλεκομένων μερών, έλαβε χώρα επεισόδιο μεταξύ του Εφεσείοντα αφενός και του παραπονούμενου με τον πατέρα του, αφετέρου, στα πλαίσια του οποίου ο Εφεσείων εξύβρισε τον παραπονούμενο με τις φράσεις «σιώπα ρε μπάσταρτε» και «η μάνα σου εν πουτάνα». Κατά τον ίδιο χρόνο και στον ίδιο τόπο επιτέθηκε παράνομα εναντίον του με τη χρήση σκουπόξυλου το οποίο κινούσε απειλητικά προσπαθώντας να τον κτυπήσει.

 

Με την παρούσα έφεσή του ο Εφεσείων προσβάλλει την βασιμότητα της καταδίκης, εγείροντας συνολικά πέντε λόγους έφεσης. Αμφισβητείται, ουσιαστικά, η ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και επιζητείται η ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συνακόλουθα,  εφεσιβάλλεται η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων.

 

Θα υπομνήσουμε από το αρχικό αυτό στάδιο ότι, κατά πάγια νομολογία, το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας ανήκει κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους μέσα στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης.  Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε θέματα αξιοπιστίας. Τέτοια επέμβαση δικαιολογείται εάν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή εάν δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.  Όπου, με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στις διαπιστώσεις που τελούν υπό αμφισβήτηση, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.  Είναι επίσης νομολογιακά καθιερωμένο ότι, ακόμη και αν διαπιστώνο[*758]νται αντιφάσεις στη μαρτυρία, πεδίο επέμβασης του Εφετείου παρέχεται μόνο όταν οι εν λόγω αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής, δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία μάρτυρα και φανερώνουν διάθεσή του να αποκρύψει την αλήθεια (Λαζάρου v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633).

 

Παραπονείται ο Εφεσείων ότι ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο πάσχει, αφού προχώρησε σε επιλογή μερών της μαρτυρίας που πρόσφερε η Εφεσίβλητη, χωρίς να κριθούν προηγουμένως ως αξιόπιστοι οι μάρτυρες που την παρουσίασαν.

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 266, 278:

 

«.. ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός ή μη πιστευτός, εν όλω ή εν μέρει, σύμφωνα με την άποψη την οποία έχει σχηματίσει το Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία του. Αυτή όμως η δυνατότητα επιλογής μερών μαρτυρίας προσφέρεται μόνο στις περιπτώσεις μαρτύρων οι οποίοι κρίνονται ως αξιόπιστοι μάρτυρες. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο μπορεί να επιλέξει το μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα το οποίο, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, εκφράζει την πραγματικότητα, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να απορρίψει άλλο μέρος της μαρτυρίας του το οποίο θεωρείται λανθασμένο, είτε λόγω ανεπίγνωστα ανεπαρκούς παρατήρησης, είτε λόγω αδυναμίας μνήμης. (Γεωργιάδης v. Αστυνομίας (1985) 1 Α.Α.Δ. 56). Στις περιπτώσεις όμως όπου ένας μάρτυρας κρίνεται αναξιόπιστος για καλό λόγο, σίγουρα δεν υπάρχει διαθέσιμη μια τέτοια επιλογή μερών μαρτυρίας. (Μιχαήλ v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 168).»

 

Στην απόφαση Λαζάρου (ανωτέρω) έχει επιβεβαιωθεί η πάγια αρχή της νομολογίας ότι το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει. Η ευχέρεια όμως αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη ούτε και είναι απόλυτη. Υπόκειται στον περιορισμό της αιτιολόγησης της σχετικής από το Δικαστήριο προσέγγισής του. Απουσία τέτοιας αιτιολόγησης αναπόφευκτα οδηγεί σε απόρριψη της αξιολόγησης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης.

 

Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού προχωρήσει σε αξιολόγηση ενός εκάστου των μαρτύρων, κατέγραψε ότι:

[*759]«καμία εκδοχή δεν τέθηκε ενώπιόν μου με απόλυτη ειλικρίνεια. Ήταν προφανές ότι πρόκειται για γείτονες με ιστορικό καυγάδων και προστριβών, οι οποίοι διακατέχονται από εμπάθεια ο ένας προς τον άλλο. Όλοι προσπάθησαν να παρουσιάσουν τον εαυτό τους ως μη έχοντα καμία απολύτως ευθύνη για το επεισόδιο, αλλά δεν έπεισαν. Από τα όσα οι Μάρτυρες Κατηγορίας, αλλά και ο Κατηγορούμενος και η σύζυγός του ανέφεραν, έχω δεχτεί μέρος ώστε να καταλήξω στα τελικά μου ευρήματα.»

 

Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, σε αναφορά με τον κάθε ένα μάρτυρα ξεχωριστά. Σχετικά με τους δύο κυριότερους μάρτυρες Κατηγορίας, ήτοι τον παραπονούμενο και τον πατέρα του, παρά το γεγονός πως δεν πείστηκε από την προσπάθεια τους να παρουσιαστούν ως «νηφάλια άτομα» με άψογη συμπεριφορά καθ’ όλη τη διάρκεια του υπό αναφορά επεισοδίου, εντούτοις δέχθηκε τη μαρτυρία τους ως προς τα βασικά γεγονότα της υπόθεσης. Δικαιολογώντας την προσέγγιση του αυτή, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής κατέγραψε ότι η μαρτυρία των εν λόγω προσώπων δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέτασή τους, υποστηρίζεται από πραγματική μαρτυρία − δηλαδή τη βιντεογράφηση μέρους του επεισοδίου από κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που ήταν εγκατεστημένο στο σπίτι του Εφεσείοντα −αλλά και επιβεβαιώνεται από μέρη της μαρτυρίας που πρόσφερε η Υπεράσπιση. Συγκεκριμένα, ξεκάθαρα διαφαίνεται από τη μαρτυρία των μαρτύρων Υπεράσπισης, του ίδιου του Εφεσείοντα και της συζύγου του, ότι ο Εφεσείων κρατούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο το σκουπόξυλο, με το οποίο στρεφόταν εναντίον του παραπονούμενου.

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω, ότι η πλευρά του Εφεσείοντα αντικρίζει αποσπασματικά την πρωτόδικη απόφαση. Είναι ξεκάθαρο ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο γεγονός πως καμιά εκδοχή δεν τέθηκε ενώπιόν του με απόλυτη ειλικρίνεια, συνδέεται με την επισήμανση ότι η κάθε πλευρά επιχείρησε – για λόγους που εύκολα μπορούν να γίνουν κατανοητοί  να αποστασιοποιηθεί από γεγονότα επιβαρυντικά για την ίδια. Η ανάλογη δε προσπάθεια των μαρτύρων Κατηγορίας δεν επέδρασε στην αξιοπιστία τους σε σχέση με τα ουσιαστικά γεγονότα που καλύπτουν το Κατηγορητήριο. Για τα στοιχεία αυτά της μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε την προσέγγισή του ως προς την αποδοχή της μαρτυρίας που παρουσίασε η Εφεσίβλητη. Συνεπώς, και κρίνοντας τους μάρτυρες Κατηγορίας ως αξιόπιστους, η επιλογή, υπό τις συνθήκες, μέρους της [*760]μαρτυρίας τους, το οποίο, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποτύπωνε και τα πραγματικά γεγονότα, ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

Η Υπεράσπιση επικαλέστηκε ότι ο Εφεσείων βρισκόταν σε αυτοάμυνα, προκειμένου να δικαιολογήσει τις όποιες ενέργειές του, με προεξάρχουσα τη χρησιμοποίηση του προαναφερθέντος αντικειμένου, του σκουπόξυλου. Το βάρος αποκλεισμού της εν λόγω υπεράσπισης, με επίπεδο απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ήταν στους ώμους της Εφεσίβλητης (Mohamed (ανωτέρω), Miliotis v. The Police (1971) 2 C.L.R. 292). Η αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας που πρόσφερε η Εφεσίβλητη και η απόρριψη, ως αναξιόπιστης, της ανάλογης μαρτυρίας της Υπεράσπισης, είχε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την κατάρρευση της προβληθείσας υπεράσπισης της αυτοάμυνας.

 

Χρήσιμο είναι να επισημάνουμε ότι η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο των βασικών ισχυρισμών που προώθησε η Υπεράσπιση μέσω της μαρτυρίας του Εφεσείοντα και της συζύγου του, ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Τα όσα προέβαλαν οι εν λόγω μάρτυρες Υπεράσπισης για προώθηση των θέσεών τους, αντιμάχονται τη λογική. Καθότι, όπως είναι παραδεκτό γεγονός, μεταξύ των σπιτιών των εμπλεκομένων μερών παρεμβάλλεται διαχωριστικός τοίχος ύψους 2,5 μέτρων, το δε επεισόδιο έλαβε χώρα ενώ ο παραπονούμενος και ο Εφεσείων βρίσκονταν ο καθένας στη δική του αυλή. Ο Εφεσείων προώθησε ως βασική του θέση ότι ήταν σε αυτοάμυνα, αφού, σύμφωνα με τον ίδιο, ο παραπονούμενος κρατούσε μαχαίρι. Όπως ορθά επισήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δε συνάδει με τη λογική η χρησιμοποίηση σκούπας για απόκρουση επίθεσης με μαχαίρι, η οποία, υποτίθεται, θα γινόταν από την άλλη πλευρά του τοίχου. Το ίδιο παράλογη ήταν και η προέκταση της θέσης του Εφεσείοντα ότι με το σκουπόξυλο θα κτυπούσε το μαχαίρι που θα του πετούσε ο παραπονούμενος και με αυτόν τον τρόπο θα του άλλαζε πορεία.   Όλα αυτά, βεβαίως, εάν παρακαμπτόταν και η μαρτυρία της συζύγου του Εφεσείοντα - που από μόνη της αποδομεί την όλη γραμμή υπεράσπισης - σύμφωνα με την οποία, όπως εντοπίζεται στη σελίδα 51 των πρακτικών:

 

«Ε.  Το χέρι του γιού (δηλ. του παραπονούμενου) μπήκε προς την πλευρά του σπιτιού σας;

 

  Α.  Όχι, στεκόταν πίσω από τον πατέρα. Το χέρι του πατέρα ήταν στην μεριά μας.»

 

[*761]Καταληκτικά, η αυτοάμυνα έχει ως λόγο, ενέργεια προς αποφυγή ανάλογης και άλλως αναπότρεπτης συνέπειας. Στην παρούσα υπόθεση, δεν βρισκόμαστε ενώπιον τέτοιας περίπτωσης, αλλά ενώπιον ξεκάθαρης επίθεσης, ποινικά κολάσιμης.

 

Ως αποτέλεσμα, δε θεμελιώθηκε κανένας λόγος επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως αυτά προκύπτουν από την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Ευρήματα που, αναπόδραστα, οδήγησαν στην απόδειξη των συστατικών στοιχείων και στην στοιχειοθέτηση των εναντίον του Εφεσείοντα κατηγοριών. Ο Εφεσείων, χωρίς νομικό έρεισμα, εκδήλωσε την πρόθεσή του για χρήση βίας, κινούμενος εναντίον του παραπονούμενου, χρησιμοποιώντας σκουπόξυλο ως επιθετικό όπλο. Το γεγονός ότι, τελικά, δεν άγγιξε τον παραπονούμενο είναι αδιάφορο για σκοπούς στοιχειοθέτησης της διάπραξης του αδικήματος της επίθεσης (assault). Η θεμελίωση εξύβρισης δεν αμφισβητήθηκε στο τελικό στάδιο από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα, ο οποίος και απέσυρε το μέρος του σχετικού λόγου έφεσης. Συνεπώς, δεν συντρέχει ανάγκη περαιτέρω ενασχόλησής μας. Επιγραμματικά, υπό τα δεδομένα, προσθέτουμε ότι και τα συστατικά στοιχεία του υπό αναφορά αδικήματος έχουν στοιχειοθετηθεί, υπό το φως της αποδεκτής από το πρωτόδικο Δικαστήριο μαρτυρίας. Οι φράσεις που χρησιμοποίησε ο Εφεσείων, ήταν, αναμφίβολα, υβριστικές, το επεισόδιο έλαβε χώρα σε δημόσιο χώρο, εν τη εννοία του Άρθρου 4 του Κεφαλαίου 154 και κατά τρόπο που κάθε μέσος λογικός άνθρωπος θα ήταν δυνατό να προκληθεί.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο