Τουμάζου Χρίστος ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 70

ECLI:CY:AD:2014:B93

(2014) 2 ΑΑΔ 70

[*70]6 Φεβρουαρίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥΜΑΖΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 243/2013)

 

 

Ποινική Δικονομία ― Κράτηση μέχρι τη δίκη ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης για κράτηση μέχρι την ημερομηνία της επόμενης δικασίμου ― Επέμβαση Εφετείου με κατά πλειοψηφία απόφαση,  για λόγους που αφορούσαν στην ποιότητα του εκτεθέντος μαρτυρικού υλικού.

 

Ποινική Δικονομία ― Κράτηση μέχρι τη δίκη ― Εφαρμοστέες αρχές στη βάση των οποίων μπορεί να δικαιολογηθεί η παρέμβαση του Δικαστηρίου, με την επιβολή περιορισμών στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων ενός υπόδικου.

 

Με την έφεση αμφισβητήθηκε η ορθότητα απόφασης Κακουργιοδικείου με την οποία αποφασίστηκε η κράτηση του εφεσείοντα, μέχρι την επόμενη ημερομηνία που ήταν ορισμένη για Ακρόαση η υπόθεση που αντιμετώπιζε εναντίον του, προς το σκοπό διασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο.

 

Ο κατηγορούμενος, εφεσείων, αντιμετώπιζε ενώπιον Μόνιμου Κακουργιοδικείου αριθμό κατηγοριών οι οποίες αφορούσαν στο αδίκημα της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, ενώ οι άλλες πέντε, σε αδικήματα για εισαγωγή, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια πέντε κιλών κάνναβης.

 

Δήλωσε μη παραδοχή και η υπόθεση είχε οριστεί για Ακρόαση, με συνακόλουθη την έγκριση του αιτήματος για κράτηση μέχρι τη δίκη.

 

[*71]Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α) Από την ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα μαρτυρία, δεν διαφαινόταν πιθανότητα καταδίκης του εφεσείοντα και δεν διαπιστωνόταν να υπήρχε κίνδυνος μη προσέλευσής του στη δίκη.

 

β) Το Κακουργιοδικείο παραγνώρισε την αρχή ότι ένα κατηγορούμενος είναι αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό: Γιασεμή, Δ. και Ερωτοκρίτου, Δ.:

 

1.  Η προσπάθεια της αστυνομίας για εντοπισμό του εφεσείοντα και εκτέλεση του εναντίον του εκδοθέντος εντάλματος σύλληψης, μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί ότι έγινε πολύ σύντομα μετά την έκδοση του εντάλματος σύλληψης εναντίον του εφεσείοντα.

 

2.  Για το διάστημα, όμως, των δεκατεσσάρων μηνών, που ακολούθησε μέχρι και την εκτέλεσή του, δεν αναφέρθηκε, σε μαρτυρία, αν είχαν γίνει οποιεσδήποτε ενέργειες από την αστυνομία για τον εντοπισμό του, και, αν ναι, σε τι αυτές συνίσταντο.

 

3.  Το Κακουργιοδικείο, στη βάση των καταθέσεων που είχαν τεθεί ενώπιόν του και του γεγονότος, όπως το ίδιο το εξέλαβε, ότι ο εφεσείων γνώριζε για την ύπαρξη του εναντίον του εντάλματος σύλληψης, θεώρησε ορατό το ενδεχόμενο αυτός να φυγοδικήσει.

 

4.  Διαπίστωσε, περαιτέρω τόσο τη δεδομένη σοβαρότητα των αδικημάτων όσο και το ενδεχόμενο, σε περίπτωση καταδίκης, επιβολής σοβαρών ποινών γι’ αυτά, όπως άλλωστε υπαγορεύει, για παρόμοιας φύσεως αδικήματα, η σχετική νομολογία. Στην αδελφή δε, του εφεσείοντα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης επτά ετών.

 

5.  Όσον αφορούσε στο θέμα της πιθανότητας καταδίκης, το Κακουργιοδικείο κατέληξε, με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία, ότι ικανοποιείτο και το στοιχείο αυτό, κατάληξη η οποία ήταν ορθή και ο σχετικός λόγος έφεσης τελικώς εγκαταλείφθηκε.

 

6.  Σχετικά με τις άλλες παραμέτρους, το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε, ως λογική υπόθεση αφού δεν υπήρχε μαρτυρία, ότι ο εφεσείων, γνωρίζοντας για την ποινική υπόθεση εναντίον της αδελφής του, έπρεπε να γνωρίζει, χωρίς άλλο, και για το ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί εναντίον του.

[*72]7.        Η πιο πάνω διαπίστωση αποτελούσε απλή υπόθεση, προκειμένου να βασιζόταν σ’ αυτή το Κακουργιοδικείο για την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας υπέρ της στέρησης της ελευθερίας του εφεσείοντα, έστω και αν αυτή θα ήταν μέχρι την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση.

 

8.  Δεν τέθηκαν ενώπιόν του ικανοποιητικά στοιχεία μαρτυρίας, από τα οποία αυτό θα μπορούσε να συμπεράνει ότι ο εφεσείων, γνωρίζοντας για το ενδεχόμενο ύπαρξης εντάλματος σύλληψης εναντίον του, προσπάθησε να αποφύγει τη σύλληψη.

 

9.  Τα αδικήματα τα οποία αυτός αντιμετώπιζε ήταν σοβαρά και η αστυνομία, εφόσον θα στηριζόταν στον κίνδυνο της φυγοδικίας, όφειλε να θέσει ενώπιον του Κακουργιοδικείου όλες τις προσπάθειες που είχε κάνει για να τον εντοπίσει και τους λόγους που απέτυχε.

 

10. Η ποιότητα του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου από την κατηγορούσα αρχή δεν ήταν ικανοποιητική, με αποτέλεσμα το υπόβαθρο στο οποίο αυτό στηρίχθηκε για να συμπεράνει γνώση του εφεσείοντα για την ύπαρξη του εντάλματος σύλληψης και, άρα, προσπάθεια φυγοδικίας να ήταν αβέβαιο.

 

11. Το θέμα δε της μη εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης, θα έπρεπε να διερευνηθεί εκ νέου από το Κακουργιοδικείο κατά την επόμενη δικάσιμο, αφού, βέβαια, ετίθεντο ενώπιόν του όλα τα αναγκαία στοιχεία από την κατηγορούσα αρχή. 

 

Β. Υπό Χριστοδούλου, Δ.:

 

1.  Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν αμφισβητήθηκε ότι τα αδικήματα που καταλογίζονταν στον κατηγορούμενο ήταν πολύ σοβαρά και σε περίπτωση καταδίκης, αυστηρή θα ήταν και η τιμωρία του.

 

2.  Για την ίδια υπόθεση η αδελφή του και ένα άλλο πρόσωπο καταδικάστηκαν σε 7 χρόνια φυλάκιση και αυτό ύστερα από παραδοχή.

 

3.  Για τους δύο, επομένως, από τους τρεις αντικειμενικούς παράγοντες δεν μπορούσε να γίνει εισήγηση ότι δεν ικανοποιούνταν.

 

4.  Στην προκειμένη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο, αφού εξέτασε στην όψη τους - όπως ανέφερε - τις καταθέσεις της αδελφής του εφεσείοντα, του άλλου εμπλεκομένου προσώπου και του αστυνομικού 1752, θεώρησε ότι υπήρχε πιθανότητα καταδίκης, και αυτό [*73]παρά το γεγονός ότι στο μεταξύ η αδελφή του εφεσείοντα αναίρεσε την κατάθεση της με την οποία τον ενοχοποιούσε.

 

5.  Αυτό ήταν ενέργεια που, αφ’ εαυτής, έπληττε τη δύναμη της μαρτυρίας της. Ενώπιον, όμως, του Κακουργιοδικείου υπήρχαν και οι προαναφερθείσες καταθέσεις και η συνολική θεώρηση του μαρτυρικού υλικού ικανοποίησε το Κακουργιοδικείο ότι υπήρχε πιθανότητα καταδίκης και η αναίρεση μόνο της κατάθεσης από την αδελφή του εφεσείοντα δεν υπεδείχθη πώς εξάλειψε αυτή την πιθανότητα.

 

6.  Υπήρξε ικανοποίηση των τριών αντικειμενικών παραγόντων στη βάση των οποίων σταθμίζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας, αλλά το Κακουργιοδικείο δεν άσκησε την διακριτική του εξουσία στηριζόμενο μόνο σ’ αυτούς.

 

7.  Έχοντας προφανώς γνώση της νομολογίας σύμφωνα με την οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι σχετικοί παράγοντες, οι οποίοι συνδέονται με τον χαρακτήρα ενός υποδίκου ως και τους δεσμούς του με την χώρα στην οποία διώκεται, συνεκτίμησε και το γεγονός ότι ο εφεσείω, κατόρθωσε ουσιαστικά, να διαφύγει τη σύλληψη για 14 μήνες, εν γνώσει του ότι καθ’ όλο αυτό το διάστημα τον αναζητούσε η αστυνομία για πολύ σοβαρή υπόθεση.

 

8.  Αυτό, προέκυπτε από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου και αναδυόταν και από συγκεκριμένο απόσπασμα  της απόφασης του.

 

9.  Η όλη στάση του εφεσείοντα έναντι του εντάλματος σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον του - παρόλο που γνώριζε την ύπαρξη του, όπως γνώριζε και την πορεία άλλης σχετικής με τα επίδικα γεγονότα υπόθεσης, αποκάλυπτε χαρακτήρα με μειωμένες αντιστάσεις έναντι του πειρασμού της φυγοδικίας.

 

10. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι ικανοποιούνταν και οι προαναφερθέντες τρεις αντικειμενικοί παράγοντες, δεν υπήρχε περιθώριο επέμβασης στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο άσκησε τη διακριτική του εξουσία επί του θέματος.

 

Η έφεση επιτράπηκε. Ο εφεσείων αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45,

[*74]Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109,

 

Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48,

 

Παρασκευά ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607,

 

Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 130,

 

Ευριπίδου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337,

 

Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135.

 

Έφεση εναντίον των Όρων Κράτησης.

 

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Δημητριάδου-Ανδρέου Π.Ε.Δ., Εφραίμ, Α.Ε.Δ., Χαραλάμπους, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 22799/13), ημερομηνίας 11/12/13.

 

Σ. Αργυρού, για τον Εφεσείοντα.

 

Π. Ευθυβούλου-Ευθυμίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,  για την Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείων παρών.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφασή μας δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνώ, θα δώσει ο Δικαστής Γιασεμής. Ο Δικαστής Χριστοδούλου θα δώσει δική του διϊστάμενη απόφαση.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο κατηγορούμενος, εφεσείων στην παρούσα έφεση, αντιμετωπίζει ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου αριθμό κατηγοριών. Η πρώτη αφορά στο αδίκημα της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, ενώ οι άλλες πέντε αφορούν, αντίστοιχα, αδικήματα για εισαγωγή, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια πέντε κιλών κάνναβης. Πρόκειται για ελεγχόμενο φάρμακο της τάξεως Β και, επομένως, όλα τα προαναφερθέντα αδικήματα, σχετιζόμενα, όπως συμβαίνει να είναι, με τη διακίνησή του, θεωρούνται ως πολύ σοβαρά. Ειδικά αυτό για την εισαγωγή του τιμωρείται, σύμφωνα με το σχετικό νόμο, με ποινή φυλάκισης μέχρι και διά βίου.

[*75]Κατά την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η υπόθεση για πρώτη φορά ενώπιον του Κακουργιοδικείου, κατηγορηθείς ο εφεσείων δήλωσε μη παραδοχή σε όλες τις κατηγορίες. Συνακόλουθα, η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 10.2.2014. Κατά τον ίδιο χρόνο, διατάχθηκε, προς το σκοπό να διασφαλιστεί η παρουσία του στο δικαστήριο κατ’ εκείνη την ημερομηνία, όπως αυτός παραμείνει υπό κράτηση. Είχε προηγηθεί σχετικό αίτημα από μέρους της κατηγορούσας αρχής. Το Κακουργιοδικείο το ενέκρινε, αφού προηγουμένως έλαβε υπόψη και την ένσταση σχετικά του εφεσείοντα. 

 

Την απόφαση, ανωτέρω, του Κακουργιοδικείου προσβάλλει ο εφεσείων, ουσιαστικά, στη βάση των ακόλουθων δύο λόγων: (α) ότι, από την ενώπιόν του τεθείσα μαρτυρία, δε διαφαίνεται πιθανότητα καταδίκης του και (β) ότι, από άλλη μαρτυρία την οποία αυτό έλαβε υπόψη, δε διαπιστώνεται να υπάρχει κίνδυνος μη προσέλευσής του στη δίκη. Με έναν τρίτο λόγο, ο οποίος συναρτάται άμεσα με το δεύτερο λόγο, ανωτέρω, ο εφεσείων εισηγείται ότι το Κακουργιοδικείο παραγνώρισε την αρχή ότι αυτός είναι αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία, ο εφεσείων φέρεται να είχε διαπράξει τα προαναφερθέντα αδικήματα μαζί με άλλα πρόσωπα.  Υπάρχει σχετική αναφορά στις λεπτομέρειες κάθε αδικήματος, χωρίς να κατονομάζονται τα πρόσωπα αυτά· όμως, φέρεται να ήσαν τα πρόσωπα τα οποία είχαν αντιμετωπίσει προηγουμένως ενώπιον του Κακουργιοδικείου την ποινική υπόθεση αριθμός 23583/2012. Ένα εξ αυτών ήταν η αδελφή του εφεσείοντα, Μυροφόρα Τουμάζου. Αυτή και ένας εκ των συγκατηγορουμένων της παραδέχτηκαν ενοχή και, στις 26.3.2013, τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης. Σε σχέση με άλλους κατηγορουμένους, οι οποίοι, προφανώς, αντιμετώπιζαν κατηγορίες με βάση το ίδιο κατηγορητήριο, καταχωρίστηκε αναστολή ποινικής δίωξης.

 

Ό,τι θεωρήθηκε ιδιαίτερα σημαντικό στην προκειμένη περίπτωση και επέδρασε καθοριστικά στη διαμόρφωση της κρίσης, ανωτέρω, του Κακουργιοδικείου, είναι το γεγονός ότι, στις 10.9.2012, που, κατ’ ισχυρισμό, διαπράχθηκαν τα συγκεκριμένα αδικήματα, στα πλαίσια διερεύνησής τους, είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον και του εφεσείοντα. Προφανώς, αυτός είχε θεωρηθεί, από τότε, ως ύποπτος για τη διάπραξή τους. Τούτο δε στη βάση κάποιας αναφοράς, στην οποία είχε προβεί η αδελφή του σε κατάθεσή της προς την αστυνομία και με την οποία φέρεται να τον ενέπλεκε. Στο σημείο αυτό, να αναφερθεί, επίσης, ότι λίγες ημέρες αργότερα η Μυροφόρα προέβη σε έγγραφη δήλωση, την [*76]οποία συνέταξε η ίδια, και έδωσε μια δεύτερη κατάθεση στην αστυνομία αναφορικά με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Οι πιο πάνω καταθέσεις της Μυροφόρας, όπως και οι καταθέσεις τριών άλλων προσώπων είχαν τεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατά την εξέταση του αιτήματος κράτησης του εφεσείοντα.

 

Στο μεταξύ, η αστυνομία συνέχισε, τουλάχιστο κατ’ εκείνο το αρχικό στάδιο, τη διερεύνηση, περαιτέρω, του ενδεχόμενου εμπλοκής και του εφεσείοντα στην υπόθεση. Προς το σκοπό αυτό, αναλήφθηκε προσπάθεια για εντοπισμό του και εκτέλεση του εναντίον του εκδοθέντος εντάλματος σύλληψης. Όπως έχει δε η μαρτυρία, στο πλαίσιο αυτό, ρωτήθηκαν η μητέρα και η συμβία του εφεσείοντα, οι οποίες, όμως, αρνήθηκαν να δώσουν οποιεσδήποτε πληροφορίες για το πού αυτός βρισκόταν.

 

Η προσπάθεια, ανωτέρω, της αστυνομίας μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι έγινε πολύ σύντομα μετά την έκδοση του εντάλματος σύλληψης εναντίον του εφεσείοντα. Για το διάστημα, όμως, των δεκατεσσάρων μηνών, που ακολούθησε μέχρι και την εκτέλεσή του στις 6.11.2013, δεν αναφέρθηκε, σε μαρτυρία, αν είχαν γίνει οποιεσδήποτε ενέργειες από την αστυνομία για τον εντοπισμό του, και, αν ναι, σε τι αυτές συνίσταντο. Το Κακουργιοδικείο, στη βάση των καταθέσεων που είχαν τεθεί ενώπιόν του και του γεγονότος, όπως το ίδιο το εξέλαβε, ότι ο εφεσείων γνώριζε για την ύπαρξη του εναντίον του εντάλματος σύλληψης, θεώρησε ορατό το ενδεχόμενο αυτός να φυγοδικήσει.

 

Το δικαίωμα ενός κατηγορουμένου να παραμένει ελεύθερος, με ή χωρίς όρους, μέχρι την ημερομηνία η οποία ορίζεται από το δικαστήριο για τη δίκη του, προκύπτει άμεσα από το θεμελιακό δικαίωμα της ελευθερίας, Άρθρο 11.1 του Συντάγματος, και την, εξίσου, θεμελιακή αρχή η οποία καθιερώνει το τεκμήριο της αθωότητας· ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος μέχρι να αποδειχθεί ότι είναι ένοχος με βάση το νόμο, Άρθρο 12.4 του Συντάγματος.  Το δικαστήριο δε έχει την ευθύνη για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων αυτών, Άρθρο 35 του Συντάγματος. Οπωσδήποτε, το τελευταίο δεν επιδέχεται οποιουδήποτε περιορισμού, πλην αυτού που αναφέρεται πιο πάνω. Το δε δικαίωμα της ελευθερίας περιορίζεται, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, μόνο, και ως θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας, όταν το δικαστήριο κρίνει, στη βάση ικανοποιητικής μαρτυρίας, ότι υπάρχουν ένας ή περισσότεροι από τους ακόλουθους κινδύνους, ουσιαστικά αναγόμενους σε πιθανή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ήτοι αυτός: (α) να μην προσέλθει στο δικαστήριο για τη δίκη του, (β) να διαπράξει, στο [*77]διάστημα που μεσολαβεί, άλλα αδικήματα και (γ) να προβεί στον επηρεασμό μαρτύρων.

 

Οι λόγοι, ανωτέρω, έχουν αναγνωριστεί από τη νομολογία ως οι κυριότεροι παράγοντες, στη βάση των οποίων μπορεί να δικαιολογηθεί η παρέμβαση του δικαστηρίου, με την επιβολή περιορισμών στην άσκηση των προαναφερθέντων θεμελιωδών δικαιωμάτων ενός υπόδικου, (βλ. Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45). Η συγκεκριμένη αυτή εξουσία ασκείται στη βάση μαρτυρίας, την οποία αποδέχεται το δικαστήριο ως συνάδουσα προς την αλήθεια. Όσον αφορά δε τον κίνδυνο μη προσέλευσης κατηγορουμένου στη δίκη, η ύπαρξή του δυνατό να μπορεί να διαπιστωθεί και στη βάση συγκεκριμένων εγγενών στοιχείων της ίδιας της υπόθεσης την οποία αυτός αντιμετωπίζει. Αναφέρονται: (α) στη σοβαρότητα του αδικήματος, αντικειμένου της κατηγορίας, (β) στην εκτιμούμενη πιθανότητα για καταδίκη του, με βάση τη διαθέσιμη μαρτυρία και (γ) στην αυστηρότητα της ποινής, η οποία, πιθανόν, να του επιβληθεί.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο είχε ενώπιόν του ως λόγο για το αίτημα κράτησης του εφεσείοντα τον κίνδυνο μη προσέλευσής του στο δικαστήριο κατά την ημερομηνία που είχε οριστεί για τη δίκη του. Τον εξέτασε, όπως αναφέρει, στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιόν του, όμως, λαμβάνοντας, συγχρόνως, υπόψη και τα εγγενή χαρακτηριστικά των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο εφεσείων. Εξετάζοντας πρώτα την πτυχή αυτή, διαπίστωσε, όπως ήταν αναμενόμενο, τόσο τη δεδομένη σοβαρότητα των αδικημάτων όσο και το ενδεχόμενο, σε περίπτωση καταδίκης, επιβολής σοβαρών ποινών γι’ αυτά, όπως άλλωστε υπαγορεύει, για παρόμοιας φύσεως αδικήματα, η σχετική νομολογία. Ας σημειωθεί ότι στην αδελφή του εφεσείοντα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης επτά ετών.

 

Όσον αφορά το θέμα της πιθανότητας καταδίκης, το Κακουργιοδικείο κατέληξε, με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία, ότι ικανοποιείτο και το στοιχείο αυτό. Ούτε με την κατάληξη αυτή θα διαφωνήσουμε, αφού, άλλωστε, και ο συνήγορος του εφεσείοντα, κατά την αγόρευσή του, βασικά, εγκατέλειψε το θέμα αυτό ως αυτοτελή λόγο έφεσης, συσχετίζοντας τη θέση για μη ύπαρξη ικανής μαρτυρίας για καταδίκη με το θέμα της μη έγκαιρης εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης.

 

Εξετάζοντας, ακολούθως, τη δεύτερη πτυχή για την οποία ηγέρθη θέμα, το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε, ως λογική υπόθεση [*78]βέβαια, αφού δεν υπάρχει μαρτυρία, ότι ο εφεσείων, γνωρίζοντας για την ποινική υπόθεση αριθμός 23583/2012 εναντίον της αδελφής του, έπρεπε να γνωρίζει, χωρίς άλλο, και για το ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί εναντίον του. Η μόνη παρατήρηση που μπορεί να γίνει σχετικά είναι ότι η πιο πάνω διαπίστωση αποτελεί απλή υπόθεση, προκειμένου να βασιζόταν σ’ αυτή το Κακουργιοδικείο για την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας υπέρ της στέρησης της ελευθερίας του εφεσείοντα, έστω και αν αυτή θα είναι μέχρι τις 10.2.2014, που είναι ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση. Η περίοδος τέτοιας στέρησης, μικρή ή μεγάλη, συνεκτιμάται ως σχετικός παράγοντας, εφόσον τεθεί θέμα κράτησης κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του.

 

Διαφωνώντας, λοιπόν, με την προσέγγιση, ανωτέρω, του Κακουργιοδικείου, παρατηρούμε ότι δεν τέθηκαν ενώπιόν του ικανοποιητικά στοιχεία μαρτυρίας, από τα οποία αυτό θα μπορούσε να συμπεράνει ότι ο εφεσείων, γνωρίζοντας για το ενδεχόμενο ύπαρξης εντάλματος σύλληψης εναντίον του, προσπάθησε να αποφύγει τη σύλληψη. Τα αδικήματα τα οποία αυτός αντιμετωπίζει είναι σοβαρά και η αστυνομία, εφόσον θα στηριζόταν στον κίνδυνο της φυγοδικίας, όφειλε να θέσει ενώπιον του Κακουργιοδικείου όλες τις προσπάθειες που είχε κάνει για να τον εντοπίσει και τους λόγους που απέτυχε. Για παράδειγμα, στο Κακουργιοδικείο, δε διευκρινίστηκε αν η αστυνομία επισκέφτηκε μια μόνο φορά ή περισσότερες το σπίτι της μητέρας του εφεσείοντα ή το χώρο που αυτός διέμενε με τη συμβία του. 

 

Κατά την κρίση μας, η ποιότητα του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου από την κατηγορούσα αρχή δεν ήταν ικανοποιητική, με αποτέλεσμα το υπόβαθρο στο οποίο αυτό στηρίχθηκε για να συμπεράνει γνώση του εφεσείοντα για την ύπαρξη του εντάλματος σύλληψης και, άρα, προσπάθεια φυγοδικίας να είναι αβέβαιο. Η αβεβαιότητα αυτή θα πρέπει να προσμετρήσει υπέρ του εφεσείοντα, τουλάχιστο μέχρι την επόμενη δικάσιμο. Το θέμα δε της μη εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης θα πρέπει να διερευνηθεί εκ νέου από το Κακουργιοδικείο κατά την επόμενη δικάσιμο, αφού, βέβαια, τεθούν ενώπιόν του όλα τα αναγκαία στοιχεία από την κατηγορούσα αρχή. Μέχρι τότε ο εφεσείων να αφεθεί ελεύθερος με όρους, τους οποίους θα θέσουμε, αφού ακούσουμε τις απόψεις των δικηγόρων.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του [*79]Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας κατηγορίες εισαγωγής, κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια 5 κιλών κάνναβης, αδικήματα που σύμφωνα με το κατηγορητήριο διέπραξε ο εφεσείοντας μαζί με άλλα πρόσωπα στις 10.9.2012.

 

Οι κατηγορίες απαγγέλθηκαν στον εφεσείοντα στις 11.12.2013 και το Κακουργιοδικείο, αφού όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 10.2.2014, ικανοποίησε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για κράτηση του μέχρι τη δίκη ώστε να διασφαλιστεί η παρουσία του σ’ αυτή.

 

Ο εφεσείων θεωρεί ότι η απόφαση κράτησης του είναι λανθασμένη για δύο λόγους, τους οποίους θα εξετάσω αφού πρώτα σκιαγραφήσω το ιστορικό της υπόθεσης. Και αυτό, με αναφορά στην απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερ. 26.3.2013 στην υπόθεση 23583/12 – η οποία τέθηκε υπόψη του Κακουργιοδικείου για σκοπούς εξέτασης του αιτήματος κράτησης – με την οποία επεβλήθη, για την ίδια υπόθεση, ποινή φυλακίσεως 7 χρόνων στην αδελφή του εφεσείοντα Μυροφόρα Τουμάζου και στον συγκατηγορούμενο της Αγαθοκλή Αγαθοκλέους. Έχει ως ακολούθως:-

 

Στις 3.9.2012 κατασχέθηκε από τις Αστυνομικές Αρχές της Σλοβακίας δέμα που περιείχε 5.217,66 γρ. κάνναβης με προορισμό την Κύπρο.

 

Με τον εντοπισμό των ναρκωτικών ενημερώθηκε η Κυπριακή Αστυνομία, η οποία ενεργοποίησε τον μηχανισμό της ελεγχόμενης παράδοσης και ακολούθως το δέμα μεταφέρθηκε στις 10.9.12 στα γραφεία της μεταφορικής εταιρείας στη Λευκωσία, απ’ όπου παραλήφθηκε μαζί με άλλα δέματα από την αδελφή του εφεσείοντα Τουμάζου, η οποία εργαζόταν ως διανομέας της Εταιρείας.

 

Όπως γίνεται αντιληπτό, η Τουμάζου τέθηκε υπό παρακολούθηση και όταν άφησε το δέμα στο σπίτι της, στην οδό Ευαγόρου αρ. 4 στη Λευκωσία, επέμβηκε η αστυνομία η οποία την ίδια ημέρα συνέλαβε τόσο αυτή όσο και 4 άλλα πρόσωπα που παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου στην υπόθεση 23583/12.

 

Με την σύλληψη της η Τουμάζου ενέπλεξε στην υπόθεση και τον εφεσείοντα – αδελφό της, εναντίον του οποίου εκδόθηκε αυθημερόν ένταλμα σύλληψης που παρέμεινε ανεκτέλεστο μέχρι 6.11.2013. Στο μεταξύ, όμως, η Τουμάζου και ο συγκατηγορούμενος της Αγαθοκλέους παραδέχτηκαν ενοχή και στις 26.3.13, τους [*80]επεβλήθη ποινή φυλάκισης 7 χρόνων.

 

Όλα τα πιο πάνω αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση από την Κατηγορούσα Αρχή της θέσης ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας του εφεσείοντα είναι όντως υπαρκτός. Αφενός λόγω του ότι ικανοποιούνταν οι τρεις αντικειμενικοί παράγοντες – σοβαρότητα αδικήματος, πιθανολόγηση καταδίκης και ποινή που δυνατό να επιβληθεί  - στη βάση των οποίων σταθμίζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας και, αφετέρου, ενώ ο εφεσείων γνώριζε ότι τον αναζητούσε η αστυνομία και πως για την ίδια υπόθεση είχε καταδικασθεί η αδελφή του και ο Αγαθοκλέους σε 7 χρόνια φυλάκισης, εντούτοις κατόρθωσε για 14 μήνες να διαφύγει την σύλληψη.

 

Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε ότι γνώριζε πως τον αναζητούσε η αστυνομία ούτε αμφισβήτησε πως γνώριζε τόσο για την πορεία όσο και για την κατάληξη της υπόθεσης εναντίον της αδελφής του και του Αγαθοκλέους. Πρόβαλε, όμως, ότι το αίτημα κράτησης του θα έπρεπε να απορριφθεί, καθότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το Κακουργιοδικείο δεν πιθανολογούσε καταδίκη λόγω του ότι η αδελφή του είχε αναιρέσει την σε βάρος του κατάθεσή της και, περαιτέρω, η αποτυχία της αστυνομίας να εκτελέσει το ένταλμα σύλληψης για 14 μήνες δεν εξυπακούει ότι προσπάθησε να αποφύγει τη σύλληψη ή να διαφύγει στο εξωτερικό και, επομένως, ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν έχει τεκμηριωθεί. Συναφώς, όπως αναφέρθηκε από τη συνήγορο του, καθόλο αυτό το διάστημα ο εφεσείων διέμενε στους Αγίους Ομολογητές και η Αστυνομία απλώς τον αναζήτησε στο σπίτι της μητέρας του και της συμβίας του, οι οποίες αρνήθηκαν να δώσουν πληροφορίες για το πού διέμενε. 

 

Το Κακουργιοδικείο αφού συνεκτίμησε – όπως αναφέρει στην απόφαση του – όλα τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του, κατέληξε ότι στη βάση των καταθέσεων της αδελφής του εφεσείοντα, του Αγαθοκλέους και του αστυνομικού 1752, υπήρχε πιθανότητα καταδίκης και σ’ ότι αφορά την θέση ότι δεν θα έπρεπε να του χρεωθεί η αποτυχία της αστυνομίας να εκτελέσει το ένταλμα σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον του για 14 μήνες, παρατήρησε τα ακόλουθα:

 

«Η κα Νεοφύτου αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος δεν είχεν προσπαθήσει σε όλο αυτό το διάστημα να διαφύγει και ουσιαστικά απέδωσε την καθυστέρηση που μεσολάβησε στη σύλληψη του Κατηγορούμενου στην αποτυχία της Αστυνομίας να τον εντοπίσει ενωρίτερα.

 

Δεν μπορεί, όμως, να μας διαφύγει της προσοχής το γεγονός [*81]ότι ήταν μια υπόθεση στην οποίαν εμπλέκετο η αδελφή του Κατηγορούμενου, η οποία μάλιστα είχεν δώσει στο αρχικό στάδιο την κατάθεση την οποίαν μας έχει θέσει η κυρία Ευθυβούλου, εμπλέκοντας, δηλαδή, τον αδελφό της σε αυτή την υπόθεση. Η υπόθεση αυτή προχώρησε σε εκδίκαση και ολοκλήρωση με την έκδοση της ποινής στις 26/3/13 και το ένταλμα σύλληψης εναντίον του Κατηγορούμενου εξακολουθούσε να παραμένει ανεκτέλεστο και, παρόλα αυτά, δεν θεώρησε ο Κατηγορούμενος καν σκόπιμο να παρουσιαστεί ο ίδιος στην Αστυνομία σε σχέση· με υπόθεση η οποία τον αφορούσε»

 

Ό,τι προωθήθηκε πρωτοδίκως για σκοπούς αντίκρουσης του αιτήματος κράτησης, επαναλήφθηκε και ενώπιον του Εφετείου για προώθηση της θέσης ότι το Κακουργιοδικείο (α) λανθασμένα έκρινε πως το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του τεκμηρίωνε πιθανότητα καταδίκης και (β) λανθασμένα εκτίμησε πως διαφαίνεται κίνδυνος φυγοδικίας απλώς και μόνο διότι η αστυνομία απέτυχε να εκτελέσει το ένταλμα σύλληψης για 14 μήνες.

 

Αντίθετη, βεβαίως, είναι η θέση της συνηγόρου της Δημοκρατίας, η οποία υποστήριξε ότι το Κακουργιοδικείο, στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του, άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία και διέταξε την κράτηση του εφεσείοντα καθότι όντως υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας.

 

Εξέτασα την πρωτόδικη απόφαση και τις θέσεις που προωθήθηκαν ενώπιον μας εκατέρωθεν. Κατ’ αρχάς να υπενθυμίσω ότι κατά πάγια νομολογία το θέμα κράτησης ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου το οποίο, ως πρώτη επιλογή, πρέπει να αφήνει τον υπόδικο ελεύθερο υπό όρους, εκτός κι αν στην περίπτωση του διαφαίνεται κίνδυνος φυγοδικίας. Όπως δε τονίστηκε κατ’ επανάληψη, οι παράμετροι στη βάση των οποίων σταθμίζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας είναι (α) η σοβαρότητα του αδικήματος, (β) η πιθανότητα καταδίκης και (γ) το ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας. Παραπέμπω ενδεικτικά στις υποθέσεις Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Παρασκευά ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607 και Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 130.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν αμφισβητείται - ούτε θα μπορούσε να αμφισβητηθεί - ότι τα αδικήματα που καταλογίζονται στον κατηγορούμενο είναι πολύ σοβαρά και σε περίπτωση καταδίκης αυστηρή θα είναι και η τιμωρία του. Εξάλλου για την ίδια [*82]υπόθεση η αδελφή του και ο Αγαθοκλέους καταδικάστηκαν σε 7 χρόνια φυλάκιση και αυτό μετά από παραδοχή. Για τους δύο, επομένως, από τους τρεις αντικειμενικούς παράγοντες δεν μπορούσε να γίνει εισήγηση ότι δεν ικανοποιούνται και σ’ ότι αφορά τον τρίτο – την πιθανότητα καταδίκης – είναι νομολογημένο ότι για σκοπούς κράτησης το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση μαρτυρίας, η οποία ανάγεται σε μεταγενέστερο στάδιο, αλλά περιορίζεται σε εξέταση της δύναμης του αποδεικτικού υλικού που έχει ενώπιον του με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη (Ευριπίδου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135). Κατ’ εξοχή δε σε θέση να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης, ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο, αφού εξέτασε στην όψη τους – όπως αναφέρει – τις καταθέσεις της αδελφής του εφεσείοντα, του Αγαθοκλέους και του αστυνομικού 1752, θεώρησε ότι υπήρχε πιθανότητα καταδίκης, και αυτό παρά το γεγονός ότι στο μεταξύ η αδελφή του εφεσείοντα αναίρεσε την κατάθεση της με την οποία τον ενοχοποιούσε. Το ότι η αδελφή του αναίρεσε την κατάθεση της ήταν ενέργεια που, αφ’ εαυτής, έπληττε τη δύναμη της μαρτυρίας της. Ενώπιον, όμως, του Κακουργιοδικείου υπήρχαν και οι καταθέσεις του Αγαθοκλέους και του αστυνομικού 1752 και η συνολική θεώρηση του μαρτυρικού υλικού ικανοποίησε το Κακουργιοδικείο ότι υπήρχε πιθανότητα καταδίκης και η αναίρεση μόνο της κατάθεσης από την αδελφή του εφεσείοντα δεν μας υπεδείχθη πώς εξάλειψε αυτή την πιθανότητα.  Έπεται ότι ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Υπήρξε λοιπόν ικανοποίηση των τριών αντικειμενικών παραγόντων στη βάση των οποίων σταθμίζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας, αλλά το Κακουργιοδικείο δεν άσκησε την διακριτική του εξουσία στηριζόμενο μόνο σ’ αυτούς. Έχοντας προφανώς γνώση της νομολογίας σύμφωνα με την οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι σχετικοί παράγοντες, οι οποίοι συνδέονται με τον χαρακτήρα ενός υποδίκου ως και τους δεσμούς του με την χώρα στην οποία διώκεται (Κωνσταντινίδης, ανωτέρω), συνεκτίμησε και το γεγονός ότι ο εφεσείων – ουσιαστικά – κατόρθωσε να διαφύγει τη σύλληψη για 14 μήνες, εν γνώσει του ότι καθόλο αυτό το διάστημα τον αναζητούσε η αστυνομία για πολύ  σοβαρή υπόθεση. Αυτό, κατά την άποψή μου, προκύπτει από τα στοιχεία που τέ[*83]θηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου και αυτό αναδύεται από το απόσπασμα της απόφασης του που αυτούσιο παρατίθεται ανωτέρω. Τούτου δοθέντος, έχω την άποψη ότι η όλη στάση του εφεσείοντα έναντι του εντάλματος σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον του – παρόλο που γνώριζε την ύπαρξη του, όπως γνώριζε και την πορεία της υπόθεσης 23583/12 – αποκαλύπτει χαρακτήρα με μειωμένες αντιστάσεις έναντι του πειρασμού της φυγοδικίας. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι στην περίπτωση του ικανοποιούνται και οι προαναφερθέντες τρεις αντικειμενικοί παράγοντες, έχω την άποψη – με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς την αντίθετη άποψη - ότι δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο άσκησε τη διακριτική του εξουσία επί του θέματος και θα απέρριπτα την έφεση.

 

Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσείων να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο