Λοϊζίδης Ανδρέας ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 89

ECLI:CY:AD:2014:B104

(2014) 2 ΑΑΔ 89

[*89]11 Φεβρουαρίου, 2014

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 145/2013)

 

 

Ποινική Δικονομία ― Έφεση ― Αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας στο στάδιο της έφεσης ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Εφαρμοστέες αρχές ― Απορριπτική απόφανση πλήρους Ολομέλειας, επί τω ότι δεν συνέτρεχαν οι νομολογιακές προϋποθέσεις που θα καθιστούσαν το αίτημα επιτρεπτό ― Υπόθεση ναυτικής έκρηξης στο Μαρί ― Η μαρτυρία που επιδιωκόταν να δοθεί ενώπιον του Εφετείου, ήταν υπαρκτή και διαθέσιμη κατά τη πρωτόδικη διαδικασία.

 

Ποινική Δικονομία ― Έφεση ― Αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας στο στάδιο της έφεσης ― Άρθρα 146(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ― Προϋποθέσεις άσκησης σχετικής δικαστικής ευχέρειας ― Η μαρτυρία να έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα και να έρχεται στο φως μετά την ολοκλήρωση της δίκης ― Η δε ύπαρξη της, να μην μπορούσε να εντοπισθεί παρά τη λήψη κάθε λογικού μέτρου από τον αιτούντα διάδικο.

 

Στο πλαίσιο έφεσης εναντίον της καταδίκης του για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης στην υπόθεση που κατέστη γνωστή ως η υπόθεση Μαρί, ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση με την οποία ζήτησε άδεια από το Εφετείο για την προσκόμιση στην κατ’ έφεση διαδικασία, νέας και/ή περαιτέρω μαρτυρίας.

 

Συγκεκριμένα αιτείτο, την κλήτευση του τέως Προέδρου της Κυ[*90]πριακής Δημοκρατίας για να μαρτυρήσει οτιδήποτε γνώριζε για την υπόθεση της έκρηξης στην Ναυτική βάση του Μαρί ως επίσης για να παρουσίαζε έγγραφα και/ή στοιχεία, κ.ά..

 

Περαιτέρω, ζητείτο άδεια και/ή διάταγμα το οποίο να επέτρεπε την προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας του εφεσείοντος σε σχέση με τα γεγονότα της επιτόπιας εξέτασης του χώρου της έκρηξης της 11.7.2011, εντός της Ναυτικής Βάσης Ευάγγελος Φλωράκης.

 

Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση της Δημοκρατίας και ορίστηκε για ακρόαση σε σύντομο χρονικό διάστημα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ως προς το δεύτερο σκέλος της αιτήσεως, θα έπρεπε να σημειωθεί ότι το θέμα αυτό, αν και προέκυψε στα πρώτα στάδια της υπόθεσης και πολλούς μήνες πριν από την έκδοση της εφεσιβληθείσας απόφασης του Κακουργιοδικείου, ουδέποτε ετέθη κατά τη δίκη.

 

2.  Η μαρτυρία που επιδιωκόταν να προσκομισθεί στο Εφετείο, όχι μόνο ήταν ευθέως γνωστή και διαθέσιμη και δεν επιδιώχθηκε να δοθεί πρωτοδίκως, αλλά και δεν αφορούσε θέμα που ετέθη πρωτοδίκως. Δεν μπορούσε να επιδιώκεται να τίθετο ενώπιον του Εφετείου και τούτο αποτελούσε θεμελιακό εμπόδιο στην επιτυχία της αίτησης.

 

3.  Ήταν πρόδηλο ότι η αίτηση δεν είχε έρεισμα στο νόμο και τη νομολογία. Το Άρθρο 146(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και το Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, επιτρέπουν στο Εφετείο να δεχθεί περαιτέρω μαρτυρία. Τούτο όμως υπόκειται σε περιορισμούς σύμφωνα με τη νομολογία.

 

4.  H εξουσία του Εφετείου να δεχθεί μαρτυρία έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα και περιορίζεται κυρίως σε μαρτυρία η οποία έρχεται σε φως μετά την ολοκλήρωση της δίκης, η ύπαρξη της οποίας, δεν μπορούσε να εντοπισθεί παρά την λήψη κάθε λογικού μέτρου από το διάδικο ο οποίος επιδιώκει την παρουσίαση της στο Εφετείο.

 

5.  Η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει ως κύριο σκοπό τη θεώρηση της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο ρόλος αυτός, δύσκολα συμβιβάζεται με τη λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας.

 

6.  Η μαρτυρία της οποίας η προσαγωγή επιδιώκεται, πρέπει να [*91]προσδιορίζεται με ακρίβεια ώστε το Εφετείο να είναι σε θέση να εκτιμήσει προκαταρκτικά την σχετικότητα, αξιοπιστία και τις πιθανές επιπτώσεις της στο αποτέλεσμα.

 

7.  Ιδιαίτερη σημασία τίθεται, όπως προκύπτει από τη νομολογία, στο κατά πόσο το θέμα προκύπτει ex improviso.

 

8.  Ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως ο κατ’ εξοχήν πολιτικός υπεύθυνος στο όλο υπόβαθρο της υπόθεσης, είχε ήδη καταθέσει ενώπιον της Μονομελούς Επιτροπής που είχε διορισθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο ακριβώς προς διερεύνηση της υπόθεσης της έκρηξης στο Μαρί, με αναφορά και στη δική του γνώση και πληροφορίες για την επικινδυνότητα των υλικών.

 

9.  Το θέμα απασχόλησε έντονα για μήνες όχι μόνο κάθε εμπλεκόμενο, αλλά και σύσσωμη την κοινή γνώμη. Θα μπορούσε ο Αιτητής να ζητούσε να πάρει όλα τα πρακτικά της διαδικασίας της Επιτροπής που αφορούσαν τόσο στην κατάθεση του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας όσο και οποιουδήποτε άλλου.

 

10. Ήταν ανυπόστατη η εισήγηση του Αιτητή ότι η εν λόγω μαρτυρία «εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να προσαχθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου».

 

11. Αναφορικά με τη θέση του συνηγόρου του αιτητή σύμφωνα με την οποία προκύπτει από την αγγλική νομολογία ότι ακόμα και εάν η μαρτυρία ήταν ευλόγως διαθέσιμη κατά τη δίκη, εν τούτοις, το Εφετείο μπορεί να τη δεχθεί αν έτσι εξυπηρετούνται οι σκοποί της δικαιοσύνης, το θέμα στην Αγγλία ρυθμίζεται από διαφορετικές ειδικές νομοθετικές  πρόνοιες. Η δε επικληθείσα αγγλική νομολογία αφορούσε σε μαρτυρία επιστημονικής φύσης που θα είχε καταλυτική επίδραση στο αποτέλεσμα της δίκης.

 

12. Ακόμα και αν αυτό ήταν επιτρεπτό από τη νομολογία μας, στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπήρχε οτιδήποτε το εξαιρετικό που να μπορούσε, να θεωρηθεί ότι συνιστούσε εξαίρεση από τον κανόνα. Δεν επρόκειτο για μαρτυρία ειδικού αλλά ούτε καν για συγκεκριμένη μαρτυρία.

 

13. Στην προκειμένη όχι μόνο δεν προσδιοριζόταν η μαρτυρία, αλλά επιδιώκετο να ακουσθεί μαρτυρία με όλη την ευρύτητα που ήταν δυνατό να υπάρξει.

 

14. Τούτο έχει δε και συνέπειες ως προς τις άλλες προϋποθέσεις της [*92]άσκησης της ευχέρειας του Εφετείου, και δη ως προς το κατά πόσο είναι πιθανό, ότι η μαρτυρία θα είχε σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της δίκης ώστε να καθιστούσε την καταδίκη ανασφαλή. Χωρίς συγκεκριμενοποίηση της μαρτυρίας, τούτο θα ήταν άσκηση ανωφέλειας.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 396,

 

Athinis v. The Republic (1989) 2 C.L.R. 214,

 

Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 328,

 

Martin ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 316,

 

Pernell v. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 2 Α.Α.Δ. 177,

 

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 294,

 

R. v. Cairns [2000] WR 331022,

 

Steven Jones [1997] 1 Cr. App. R. 86.

 

Αίτηση.

 

Αίτηση από τον Κατηγορούμενο/Αιτητή στα πλαίσια της πιο πάνω Έφεσης εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Οικονόμου, Π.Ε.Δ., Καλογήρου, Α.Ε.Δ., Θωμάς, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 4904/12), ημερομηνίας 2/8/2013.

 

Θ. Κορφιώτης, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.

 

Π. Ευθυβούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο-Καθ’ ου η Αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται

από τον Πρόεδρο Δ. Χατζηχαμπή.

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Στα πλαίσια της έφεσης εναντίον της [*93]καταδίκης του για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης στην υπόθεση που κατέστη γνωστή ως η υπόθεση Μαρί, ο Εφεσείων υπέβαλε αίτηση με την οποία ζητά τα ακόλουθα:

 

«Α. Άδεια και/ή Διάταγμα το οποίο να επιτρέπει την προσκόμιση στην κατ’ έφεση διαδικασία νέας και/ή περαιτέρω μαρτυρίας μέσω της κλήτευσης του τέως Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας κύριου Δημήτρη Χριστόφια για να μαρτυρήσει οτιδήποτε γνωρίζει για την υπόθεση και παρουσιάσει οποιαδήποτε έγγραφα και/ή στοιχεία τα οποία είναι ουσιαστικής σημασίας για την υπόθεση και/ή ιδιαίτερα σε σχέση με το ζήτημα της αντίληψης κατά τον επίδικο χρόνο, των αρμοδίων στελεχών της Εθνικής Φρουράς για την επικινδυνότητα και/ή τον κίνδυνο μαζικής έκρηξης των υλικών που ήταν εναποτεθειμένα στην Ναυτική Βάση Ευάγγελος Φλωράκης και/ή σε σχέση με την κοινοποίηση αυτής της αντίληψης στον ίδιο και/ή σε τρίτα πρόσωπα και/ή ως προς τις διαβεβαιώσεις τους για μη ύπαρξη κινδύνου μαζικής έκρηξης του επίδικου υλικού.

 

Β.   Άδεια και/ή διάταγμα το οποίο να επιτρέπει την προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας του Εφεσείοντος σε σχέση με τα γεγονότα της επιτόπιας εξέτασης του χώρου της έκρηξης της 11.7.2011 εντός της Ναυτικής Βάσης Ευάγγελος Φλωράκης, που έγινε κατά τη διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου.»

 

Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση της Δημοκρατίας και ορίσθη για ακρόαση σε σύντομο χρονικό διάστημα εν όψει ιδιαιτέρως του ότι η ακρόαση των εφέσεων έχει ήδη ορισθεί σε λιγότερο από τρεις μήνες. Την ίδια αίτηση είχαν καταχωρήσει, στα πλαίσια των δικών τους εφέσεων, και άλλοι δύο καταδικασθέντες. Κατά την ακρόαση όμως, που αφορούσε και τις τρεις αιτήσεις, ο ευπαίδευτος συνήγορός τους, λαμβάνοντας υπ’ όψη και τις παρατηρήσεις του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση που έγινε ως προς  αυτή την αίτηση, τις απέσυρε. Παρέμεινε επομένως μόνο αυτή η αίτηση, η οποία και ακούσθηκε μέχρι τέλους με την αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία, και δεν θα είχαμε προβεί στις παρατηρήσεις στις οποίες προβήκαμε αν η αίτηση, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, είχε την παραμικρή πιθανότητα επιτυχίας. 

 

Ως προς το Β της αιτήσεως, να παρατηρήσουμε μόνο ότι το θέμα αυτό, αν και προέκυψε στα πρώτα στάδια της υπόθεσης και πολλούς μήνες πριν από την έκδοση της απόφασης του Κακουργιοδικείου, ουδέποτε ετέθη κατά τη δίκη. Η μαρτυρία λοιπόν που [*94]επιδιώκεται να προσκομισθεί στο Εφετείο όχι μόνο ήταν ευθέως γνωστή και διαθέσιμη και δεν επεδιώχθη να δοθεί πρωτοδίκως, αλλά και δεν αφορά θέμα που ετέθη πρωτοδίκως. Σαφώς δεν μπορεί να επιδιώκεται να τίθεται τώρα ενώπιον του Εφετείου.

 

Ως προς το Α της αιτήσεως, να παρατηρήσουμε κατά πρώτον ότι δεν υπήρξε συνέπεια ως προς το τι επιδιώκεται. Αρχικώς, εδόθη η εντύπωση ότι ουσιαστικά η αίτηση επεδίωκε την προσκόμιση μαρτυρίας αναφορικά με στοιχεία της συνέντευξης του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας την 4.12.2013 (μετά δηλαδή από την περάτωση της δίκης), που αποτέλεσε και την αφορμή για την αίτηση, και ήταν σε αυτή τη βάση που έγιναν και ανεπιτυχείς προσπάθειες κοινής δήλωσης. Στη συνέχεια όμως, και όταν διεφάνη ότι τούτο προφανώς αφορούσε γεγονός επερχόμενο μετά από τη δίκη, μας ελέχθη ότι η αίτηση επεδίωκε ακριβώς αυτό που είχε διατυπωθεί, δηλαδή την κλήτευση και μαρτυρία ενώπιον του Εφετείου του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Χριστόφια.

 

Πρόδηλο είναι ότι η αίτηση δεν έχει έρεισμα στο νόμο και τη νομολογία. Το Άρθρο 146(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και το Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου επιτρέπουν στο Εφετείο να δεχθεί περαιτέρω μαρτυρία. Τούτο όμως υπόκειται σε περιορισμούς σύμφωνα με τη νομολογία. Όπως παρετηρήθη από τον Πική, Δ. (ως ήτο τότε) στην Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 396, σελίδες 398-399:

 

«Η ευχέρεια που παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο να δεχθεί μαρτυρία στο πλαίσιο της άσκησης της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του δεν απαλλάττει το διάδικο που φέρει το αποδεικτικό βάρος από την υποχρέωση να προσαγάγει το σύνολο της μαρτυρίας που στηρίζει την υπόθεση του στο πρωτόδικο δικαστήριο. Το δικαστικό μας σύστημα βασίζεται στην αρχή ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι ο χώρος για την κατάθεση και την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Η εξουσία για τη λήψη μαρτυρίας κατά την άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας δεν σκοπεί στην αλλοίωση της δομής του συστήματος ούτε μειώνει την υποχρέωση των διαδίκων στις πολιτικές υποθέσεις και της κατηγορούσας αρχής και του κατηγορουμένου στις ποινικές υποθέσεις να παρουσιάσουν το σύνολο της μαρτυρίας του στο πρωτόδικο δικαστήριο. (Βλ. μεταξύ άλλων Yiannakis Kyriacou Pourikkos v. Mehmed Fevzi (1962) C.L.R. 283). H εξουσία του Εφετείου να δεχθεί μαρτυρία έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα και περιορίζεται κυρίως σε μαρτυρία η οποία έρχεται σε φως μετά την ολοκλήρωση της δίκης η ύπαρξη της οποίας δεν μπορούσε να εντο[*95]πισθεί παρά την λήψη κάθε λογικού μέτρου από το διάδικο ο οποίος επιδιώκει την παρουσίαση της στο Εφετείο.

 

Η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει ως κύριο σκοπό την θεώρηση της ορθότητας της απόφασης και της ετυμηγορίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ο ρόλος αυτός δύσκολα συμβιβάζεται με την λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας. Γι’ αυτό μαρτυρία μπορεί να ληφθεί μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κάτω από τις αυστηρές προϋποθέσεις που έχει καθορίσει η νομολογία. Οι αρχές αυτές αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών δικαστικών αποφάσεων. Οι αρχές που έχουν καθιερωθεί, συνοψίζονται στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Athinis v. The Republic (1989) 2 C.L.R. 214

 

Υπεδείχθη δε περαιτέρω (σ. 399) ότι:

 

«Η μαρτυρία της οποίας η προσαγωγή επιδιώκεται πρέπει να προσδιορίζεται με ακρίβεια η σύνοψη της ή όπου είναι δυνατό ολόκληρο το κείμενο της πρέπει να επισυνάπτεται στην αίτηση ώστε το Εφετείο να είναι σε θέση να εκτιμήσει προκαταρκτικά την σχετικότητα, αξιοπιστία και τις πιθανές επιπτώσεις της στο αποτέλεσμα.»

 

Στην αναφερθείσα υπόθεση Athinis ν. Republic, ανωτέρω, ανεσκοπήθη η Κυπριακή όσο και η Αγγλική νομολογία και ελέχθησαν τα ακόλουθα από τον Α. Λοΐζου, Π. [σ. 217-219]:

 

«The principles governing the exercise of the power to hear fresh evidence were expounded by this Court in several cases (see Simadhiakos v. The Police (1961) C.L.R. 64; Kolias v. The Police (1963) 1 C.L.R. 52; Pourikkos (No. 2) v. Fevzi 1962 C.L.R. 283; Felekkis v. The Police (1968) 2 C.L.R. 151; Petri v. The Police (1968) 2 C.L.R. 40; Aristidou v. The Police (1973) 2 C.L.R. 244, Zevedheos v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 47; Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337.

 

With regard to Cyprus cases, counsel for the applicant relied on the case of Zevedheos v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 47 and Constandinides v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 337.

 

The facts in the Zevedheos case are different from the facts in the present case. In that case witness, who had given evidence in the case before the Supreme Court, gave evidence in subsequent trial and it was sought to hear such witnesses further because of such evidence.

[*96]With regard to the Constantinides case counsel for the appellant drew our attention to a passage adopted from the case of R.v. Perry and Hervey.

 

Also counsel for the appellant cited various English cases expounding the principles when a court can hear fresh evidence in an appeal.

 

The corresponding legislative provisions in England are Section 9 of the Criminal Appeal Act 1907, which was replaced later by Section 23 of the Criminal Appeal Act 1968. Such provisions are similar to but are not identical with our own relevant provisions; but guidance may be derived as the objects of the said provisions are the same.

 

Guidance may be derived from the case of R.v. Parks [1961] 3 All E.R. 633, where the principles applicable in relation to the hearing of evidence on appeal, in a criminal case, under Section 9 of the Criminal Appeal Act, 1907, were stated to be as follows:

 

(i)  The evidence sought to be called must be evidence which was not available at the trial;

 

(ii)  The evidence must be relevant to the issues;

 

(iii) It must be credible evidence in the sense of being well capable of belief; and

 

(iv) The Court will, after considering that evidence, go on to consider whether there might have been a reasonable doubt in the minds of the jury as to the guilt of the appellant if that evidence had been given together with the other evidence at the trial.

 

The above approach is similarly applicable in civil cases (see Aristidou v. The Police (supra) at page 246).

 

In the case of Skone v. Skone and Another [1971] 2 All E.R. 582, the following was stated at page 586:

 

"... to justify the reception of fresh evidence or a new trial, three conditions must be fulfilled: first, it must be shown that the evidence could not have been obtained with reasonable diligence for use at the trial: second, the evidence must be such [*97]that, if given, it would probably have an important influence on the result of the case, although it need not be decisive: third, the evidence must be such as is presumably to be believed, or in other words, it must be apparently credible, although it need not be incontrovertible."

 

Counsel for the appellant referred us to various English authorities where the paramount consideration, whether to exercise our discretion in favour or against the appellant is how best to serve the interests of justice. But, another paramount consideration which should always be borne in mind is the need for finality in litigation.»

 

Ιδιαίτερη σημασία τίθεται, όπως προκύπτει από τη νομολογία, στο κατά πόσο το θέμα προκύπτει ex improviso (Αγαπίου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, όπου ετονίσθη ότι η μαρτυρία που επεδιώκετο να προσαχθεί εκεί «όχι μόνο ήταν διαθέσιμη αλλά και θέμα κοινής γνώσης», Athinis v. Republic, ανωτέρω, Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 328, Μartin ν. Δημοκρατίας, όπου ετονίσθη ότι η παροχή άδειας για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας συνιστά «μέτρο εξαιρετικό». Σχετικές είναι επίσης οι υποθέσεις Pernell v. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 2 Α.Α.Δ. 177, Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 294).

 

Οι αρχές που έχουν διαμορφωθεί συναρτώνται προς την Αγγλική νομολογία επί του θέματος.

 

Θεμελιακό εμπόδιο στην επιτυχία της ενώπιον μας αίτησης συνιστά το γεγονός ότι η μαρτυρία που επιδιώκεται να δοθεί ενώπιον του Εφετείου, αυτή του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας, ήταν υπαρκτή και διαθέσιμη κατά τη δίκη και θα μπορούσε να προσκομίζετο τότε. Επισημαίνουμε συναφώς ότι ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως ο κατ’ εξοχήν πολιτικός υπεύθυνος στο όλο υπόβαθρο της υπόθεσης, είχε ήδη καταθέσει ενώπιον της Μονομελούς Επιτροπής που είχε διορισθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο ακριβώς προς διερεύνηση της υπόθεσης της έκρηξης στο Μαρί με αναφορά και στη δική του γνώση και πληροφορίες για την επικινδυνότητα των υλικών. Το θέμα ήταν «το θέμα» που απασχόλησε έντονα για μήνες και εξ αρχής όχι μόνο κάθε εμπλεκόμενο αλλά και σύσσωμη την κοινή γνώμη. Στοιχειωδώς θα ανεμένετο ότι, οτιδήποτε γνώριζε για την υπόθεση ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ήταν από τότε ενδεχομένως ουσιαστικό για την ποινική υπόθεση, και δη ως προς την αντίληψη οποιουδήποτε για την επικινδυνότητα των φυλασσομένων υλικών, αλλά και υφιστάμενο στην αντίληψη του τέ[*98]ως Προέδρου της Δημοκρατίας ως προς τη δική του πληροφόρηση. Θα μπορούσε ο Αιτητής να ζητούσε να πάρει όλα τα πρακτικά της διαδικασίας της Επιτροπής που αφορούσαν τόσο την κατάθεση του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας όσο και οποιουδήποτε άλλου. Ήταν εντελώς άνευ σημασίας προς τούτο το τι ανέφερε στην εν λόγω συνέντευξή του ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αφού η όποια γνώση του κατά το σχετικό χρόνο ως προς την πληροφόρηση του για την επικινδυνότητα των υλικών ήταν δεδομένη αλλά και ήδη διατυπωμένη και μπορούσε να επιδιώκετο να παρουσιάζετο στο δικαστήριο ως μαρτυρία. Και είναι ανυπόστατη η εισήγηση του Αιτητή ότι η εν λόγω μαρτυρία «εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να προσαχθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου».

 

Στα πλαίσια αυτά άνευ σημασίας είναι και το τι πρακτικά της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής είχε λάβει ο Αιτητής. Η διαδικασία ήταν δημόσια, το δε βάρος ήταν στον ίδιο τον Αιτητή να εξασφαλίσει τα πρακτικά για σκοπούς της υπεράσπισής του ή να καλέσει τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως μάρτυρα υπεράσπισης.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή εισηγήθηκε ότι, και αν ακόμα η μαρτυρία ήταν ευλόγως διαθέσιμη κατά τη δίκη, εν τούτοις το Εφετείο μπορεί να τη δεχθεί αν έτσι εξυπηρετούνται οι σκοποί της δικαιοσύνης. Μας παρέπεμψε προς τούτο στην Αγγλική υπόθεση R. v. Cairns [2000] WR 331022. Κατά πρώτον να παρατηρήσουμε ότι το θέμα στην Αγγλία ρυθμίζεται από τις ειδικές πρόνοιες του Άρθρου 23(1) του Criminal Appeal Act 1968, ως ετροποποιήθη, που επιτρέπει στο Εφετείο να δεχθεί μαρτυρία αν θεωρεί ότι τούτο είναι «necessary or expedient in the interests of justice» (αναγκαίο ή πρόσφορο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης), με ιδιαίτερη αναφορά σε τέσσερις επί μέρους παράγοντες, μεταξύ των οποίων και το κατά πόσο υπάρχει «reasonable explanation for the failure to adduce the evidence in those proceedings» (εύλογη εξήγηση για την παράλειψη προσαγωγής της μαρτυρίας στην πρωτόδικη διαδικασία). Κρίνοντας ότι τούτο είναι μόνο ένας από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπ’ όψη, το Εφετείο απεφάσισε να δεχθεί τη μαρτυρία, η οποία συνίστατο στη μαρτυρία δύο ειδικών ως προς αιματολογικά ευρήματα. Δύο παρατηρήσεις προκύπτουν από τα ως άνω. Πρώτον, το νομικό πλαίσιο του Αγγλικού Εφετείου διαφέρει από εκείνο του Κυπριακού Εφετείου. Δεύτερον, εν πάση περιπτώσει η υπόθεση εκείνη αφορούσε πολύ συγκεκριμένη μαρτυρία επιστημονικής φύσης που θα είχε καταλυτική επίδραση στο αποτέλεσμα της δίκης καθ’ όσον θα συνιστούσε καλό λόγο για επιτυχία της έφεσης καθιστώντας την καταδίκη ανασφαλή. Επρόκειτο ουσιαστικά για πολύ εξαιρετική περίπτωση, όπως φαίνεται και από την αναφορά του [*99]Εφετείου στο ότι η απόφαση του να δεχθεί τη μαρτυρία ελάμβανε υπ’ όψη και τα λεχθέντα από τον Lord Chief Justice στην υπόθεση Steven Jones [1997] 1 Cr. App. R. 86, στη σ. 93D:

 

«It would clearly subvert the trial process if a defendant, convicted at trial, were to be generally free to mount on appeal an expert case which, if sound, could and should have been advanced before the jury.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει οτιδήποτε το εξαιρετικό που να μπορούσε, ακόμα και αν αυτό επιτρέπετο από τη νομολογία μας, να θεωρηθεί ότι συνιστά εξαίρεση στον κανόνα ότι μαρτυρία που ήταν ευλόγως διαθέσιμη κατά τη δίκη δεν γίνεται δεκτή στο Εφετείο. Δεν πρόκειται για μαρτυρία ειδικού αλλά ούτε καν για συγκεκριμένη μαρτυρία. Η αίτηση επιδιώκει να ακουσθεί ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, καταθέτοντας οτιδήποτε γνωρίζει για την υπόθεση. Δεν είναι όμως έτσι που γίνεται δεκτή περαιτέρω μαρτυρία στο Εφετείο, άλλως όντως θα προέκυπτε, όπως ετονίσθη στην Steven Jones, με αναφορά μάλιστα σε μαρτυρία ειδικού, υπονόμευση της δικαστικής διαδικασίας. Επαναλαμβάνουμε τα υποδειχθέντα από τον Πική, Π., στην Αγαπίου, ότι (σ. 399):

 

«Η μαρτυρία της οποίας η προσαγωγή επιδιώκεται πρέπει να προσδιορίζεται με ακρίβεια η σύνοψη της ή όπου είναι δυνατό ολόκληρο το κείμενο της πρέπει να επισυνάπτεται στην αίτηση ώστε το Εφετείο να είναι σε θέση να εκτιμήσει προκαταρκτικά την σχετικότητα, αξιοπιστία και τις πιθανές επιπτώσεις της στο αποτέλεσμα.»

 

Εδώ όχι μόνο δεν προσδιορίζεται η μαρτυρία παρά μόνο επιδιώκεται να ακουσθεί μαρτυρία με όλη την ευρύτητα που είναι δυνατό να υπάρξει. Τούτο έχει δε και συνέπειες ως προς τις άλλες προϋποθέσεις της άσκησης της ευχέρειας του Εφετείου, και δη ως προς το κατά πόσο είναι πιθανό ότι η μαρτυρία θα είχε σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της δίκης ώστε να καθιστούσε την καταδίκη ανασφαλή. Χωρίς συγκεκριμενοποίηση της μαρτυρίας, τούτο θα ήταν άσκηση ανωφέλειας.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο