Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χαράλαμπου Χάρπα (Αρ. 1) (2014) 2 ΑΑΔ 124

ECLI:CY:AD:2014:B127

(2014) 2 ΑΑΔ 124

[*124]21 Φεβρουαρίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

                                                      

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΑΡΠΑ (Αρ. 1),

 

Εφεσίβλητου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 71/2012)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Άρθρο 210 του Κεφ. 154 ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ― Απουσία μαρτυρίας αναφορικά με την οδήγηση του εφεσίβλητου από την οποία θα μπορούσαν να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με την κατηγορία του Άρθρου 210 ― Έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης ― Επέμβαση Εφετείου ως προς το σκέλος της απόφανσης  του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να βρεθεί ένοχος ο εφεσίβλητος, ούτε ως προς το αδίκημα της αμελούς οδήγησης.

 

Ποινικός Κώδικας ― Άρθρο 210 του Κεφ. 154 ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ― Επικίνδυνη οδήγηση δεν εξομοιώνεται προς την οδήγηση χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα.

 

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Τα ιδιαίτερα τμήματα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει να συναρτώνται μεταξύ τους ως θέμα λογικής συνέπειας ώστε να συγκροτούν ένα αδιάσειστο σύνολο ―  Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει ένα από τα πιο πειστικά κριτήρια για εξακρίβωση της αλήθειας ― Θα πρέπει να συμβιβάζεται μόνο με την ενοχή του κατηγορούμενου προσώπου.

 

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Στις πλείστες περιπτώσεις που σύμφωνα με τη νομολογία η περιστατική μαρτυρία δεν ήταν αρκετή να οδηγήσει σε καταδίκη, ήταν περιπτώσεις που η υπεράσπιση έθετε ενώπιον του Δικαστηρίου κάποια λογική εξήγηση η οποία δεν μπορούσε ευλόγως να αποκλειστεί.

 

[*125]Με την έφεση η οποία προωθήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα, αμφισβητήθηκε η ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία ο εφεσίβλητος αθωώθηκε από την κατηγορία πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια και χωρίς πρόθεση, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. 

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά την επίδικη ημερομηνία, ο εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητό του πριν από το μεσημέρι σε δρόμο ευθύ και χωρίς εμπόδια, προς την κατεύθυνση του.

 

Η περιοχή είναι κατοικημένη και το όριο ταχύτητας είναι 50 χ.α.ω. Μπροστά από τον εφεσίβλητο δεν υπήρχαν άλλα οχήματα, αλλά ακολουθείτο από αυτοκίνητο που οδηγούσε ο, ΜΚ4. Η ταχύτητά του εφεσίβλητου λίγο πριν από το δυστύχημα, ήταν περίπου 15-20 χ.α.ω. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, το αυτοκίνητο του κτύπησε το θύμα, που ήταν πεζός.

 

Ο εφεσίβλητος δεν έλαβε προηγουμένως οποιαδήποτε μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης, αφού δεν είδε τον πεζό. Επειδή δεν υπήρχαν ίχνη τροχοπέδησης, το σημείο σύγκρουσης υπολογίστηκε από τον εμπειρογνώμονα της αστυνομίας Μ.Κ.3.

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε ο εφεσίβλητος, ούτε ο Μ.Κ.4 που ακολουθούσε με το αυτοκίνητό του, ούτε και οποιοσδήποτε άλλος είδε από πού ερχόταν το θύμα και πως διασταύρωνε το δρόμο.

 

Ο εφεσίβλητος σταμάτησε, χρησιμοποιώντας τα φρένα του οχήματος του, μόλις αντιλήφθηκε τον πεζό να χτυπά στο όχημα του, το οποίο ακινητοποίησε λίγο αργότερα.

 

Την ίδια ημέρα κατηγορήθηκε για αμελή οδήγηση και παραδέχθηκε. Όταν όμως το θύμα απεβίωσε, ο εφεσίβλητος ξανακατηγορήθηκε για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου, που τελικά αντιμετώπισε στο Δικαστήριο, και δεν παραδέχθηκε ενοχή.

 

Σύμφωνα με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν υπήρχε μαρτυρία που να επέτρεπε ασφαλές εύρημα ως προς την πορεία που ακολούθησε ο πεζός.

 

Έκρινε τελικώς ότι ελλείψει θετικής μαρτυρίας, παρέμεναν αναπάντητα ουσιώδη ερωτήματα ως προς την οδική συμπεριφορά του [*126]θύματος και ως προς τον τρόπο που είχε εκδηλωθεί ο κίνδυνος τον οποίο ο εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να αποφύγει.

 

Ως εκ τούτου κατέληξε, ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του Άρθρου 210 δεν είχαν αποδειχθεί με τη βεβαιότητα που απαιτείται σε μια ποινική υπόθεση και απάλλαξε και αθώωσε τον Εφεσίβλητο.

 

Παρά τα κενά που διαπίστωσε, εξέτασε επίσης κατά πόσο θα μπορούσε να αποδειχθεί η κατηγορία της αμελούς οδήγησης, καταλήγοντας ότι το διαπιστωθέν κενό που υπήρχε στη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής, ήταν καταλυτικής σημασίας και στην απόδειξη κατηγορίας για αμελή οδήγηση με βάση τα Άρθρα 8 και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72).

 

Ως εκ τούτου, έκρινε ότι δεν ετίθετο θέμα τροποποίησης του κατηγορητηρίου και καταδίκης του κατηγορούμενου στο πιο πάνω αδίκημα.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Ενώ ο Μ.Κ.3 κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας και ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο τον αποδέχθηκε ως αξιόπιστο μάρτυρα, στη συνέχεια αρνήθηκε να δεχθεί τα συμπεράσματα του ως προς την πορεία του πεζού και τον τρόπο που διένυσε την απόσταση μέχρι το σημείο που κτυπήθηκε.

 

β)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε ότι δεν υπήρχε «θετική» μαρτυρία. Υπήρχε θετική περιστατική μαρτυρία την οποία αγνόησε κατά παράβαση των αρχών της νομολογίας.

 

γ)  Ανεξάρτητα αν ο πεζός εισήλθε στο δρόμο από τα δεξιά ή τα αριστερά, αν βάδιζε, έτρεχε ή στεκόταν, ο Εφεσίβλητος είχε τη δυνατότητα να τον αντιληφθεί και να αντιδράσει αποφεύγοντας το δυστύχημα που στοίχισε τη ζωή σε ένα άνθρωπο.

 

Αποφασίστηκε ότι: 

 

1.  Η έφεση θα έπρεπε να επιτύχει. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχαν αρκετά στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς τη συμπεριφορά του πεζού.

 

2.  Υπήρχε ενώπιον του, πραγματική μαρτυρία που αφορούσε στα [*127]κτυπήματα που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου. Βέβαια από αυτά δεν ήταν δυνατό να εξαχθούν με βεβαιότητα τελικά συμπεράσματα. Όμως ήταν ένα ακόμα στοιχείο που μαζί με την πληθώρα άλλης περιστατικής μαρτυρίας την οποία το Δικαστήριο αν αξιολογούσε ορθά, θα οδηγείτο σε διαφορετική κατάληξη.

 

3.  Στην προκειμένη περίπτωση, η υπεράσπιση δεν πρόβαλε καμιά άλλη εκδοχή. Στην ουσία ο εφεσίβλητος δεν πρόβαλε οποιαδήποτε λογική εξήγηση για την παράλειψή του να αντιληφθεί τον πεζό, είτε αυτός διασταύρωνε από αριστερά, είτε από δεξιά.

 

4.  Ο πεζός από όπου και αν τελικά διασταύρωσε, θα πρέπει προηγουμένως να περπατούσε είτε στο δρόμο, είτε στο πεζοδρόμιο και αφού στο δρόμο δεν υπήρχαν σταθμευμένα αυτοκίνητα, θα έπρεπε να είχε γίνει αντιληπτός από τον εφεσίβλητο.

 

5.  Από τη στιγμή που ο εφεσίβλητος δεν αντιλήφθηκε καθόλου την παρουσία του πεζού γενικά στο δρόμο, ο βηματισμός του θύματος, για τον οποίο δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία, δεν ήταν στοιχείο που θα έπρεπε να απασχολήσει ιδιαίτερα το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

6.  Αυτό το στοιχείο ενδεχομένως να είχε σχέση με τον καταμερισμό της ευθύνης. Όμως η υπόθεση ήταν ποινική.

 

7.  Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε περιστατική μαρτυρία ότι ο πεζός βρισκόταν στο δρόμο κατά τον ουσιώδη χρόνο, ότι διάνυσε μια απόσταση είτε από αριστερά είτε από δεξιά μέχρι να κτυπηθεί από το όχημα του εφεσίβλητου, ο οποίος σε κανένα στάδιο δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του στο δρόμο.

 

8.  Ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε κατηγορίες δυνάμει του Άρθρου 210 του Κεφ. 154. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή ότι δεν υπήρχε μαρτυρία και ούτε μπορούσαν να εξαχθούν οποιαδήποτε συμπεράσματα από την περιστατική μαρτυρία ότι η οδήγηση του εφεσίβλητου ή οποιαδήποτε άλλη πράξη σε σχέση με την οδήγηση του, ήταν αλόγιστη ή απερίσκεπτη, ή επικίνδυνη.

 

9.  Όμως η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία για να βρει τον εφεσίβλητο ένοχο δυνάμει του Άρθρου 8 του Νόμου 86/72, ήταν εσφαλμένη.

 

10. Το επίπεδο οδήγησης του εφεσίβλητου στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν κατώτερο του επιπέδου που αναμενόταν από τον μέσο συνετό οδηγό, το οποίο σύμφωνα με τη νομολογία είναι αντικειμενι[*128]κό για το οποίο  θα έπρεπε να είχε κριθεί αμελής, δυνάμει του Άρθρου 8 του Ν. 86/72.

 

11. Με βάση τη μαρτυρία που υπάρχει και τα εύλογα συμπεράσματα που μπορούσαν να εξαχθούν από αυτή, υπήρχε βεβαιότητα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας για την καταδίκη του εφεσίβλητου, δυνάμει του Άρθρου 8 του Ν. 86/72.

 

Η έφεση επιτράπηκε. Το κατηγορητήριο τροποποιήθηκε αναλόγως.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

 

Vrakas a.ο. v. The Republic (1973) 2 C.L.R. 139,

 

Anastassiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97,

 

Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 C.L.R. 102,

 

Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115.

 

Έφεση εναντίον Ποινής.

 

Έφεση από τον Παραπονούμενο/Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της αθωωτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 34372/11), ημερομηνίας 12/3/12.

 

Π. Ευθυβούλου (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Χρ. Χρυσοστόμου (κα) με Τζ. Παπαδοπούλου (κα) για Α. Σοφοκλέους, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔIKAΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, κατά της αθωωτικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. O Εφεσίβλητος, πρωτοδίκως αντιμετώπισε κατηγορία πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απε[*129]ρίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια και χωρίς πρόθεση, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Δεν παραδέχθηκε ενοχή και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση.

 

Τα γεγονότα

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες και τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, στις 9.9.2010 και γύρω στις 10.40 το πρωί, ο Εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητό του με αρ. εγγρ. ΕΥΧ772 στην οδό Βυζαντίου στην Έγκωμη της Επαρχίας Λευκωσίας, με κατεύθυνση τη λεωφόρο Προδρόμου. Η οδός Βυζαντίου είναι δρόμος ευθύς και χωρίς εμπόδια, προς την κατεύθυνση που οδηγούσε ο Εφεσίβλητος. Το πλάτος του δρόμου είναι 7.10 μέτρα. Ο δρόμος είναι διπλής κατεύθυνσης, χωρίς οποιοδήποτε διαχωριστικό ή άλλη σήμανση στη μέση του δρόμου. Η περιοχή είναι κατοικημένη και το όριο ταχύτητας είναι 50 χ.α.ω. Μπροστά από τον Εφεσίβλητο δεν υπήρχαν άλλα οχήματα, αλλά ακολουθείτο από αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Σοφοκλής Σοφοκλέους, ΜΚ4. Η ταχύτητά του Εφεσίβλητου λίγο πριν το δυστύχημα ήταν περίπου 15-20 χ.α.ω. Σε κάποιο σημείο του δρόμου το οποίο απείχε περί τα 10.85 μ. από την οδό Καλλιμάχου, η οποία είναι πάροδος στα αριστερά της πορείας του Εφεσίβλητου, το αυτοκίνητο του κτύπησε το θύμα, που ήταν πεζός, στο σημείο Χ1 επί του σχεδιαγράμματος, χωρίς προηγουμένως να λάβει οποιαδήποτε μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης, αφού δεν είδε τον πεζό. Επειδή δεν υπήρχαν ίχνη τροχοπέδησης, το σημείο Χ1 υπολογίστηκε από τον εμπειρογνώμονα της αστυνομίας Μ.Κ.3. Όπως βρήκε, αυτό ήταν 8.25 μ. πιο πίσω από την τελική θέση του οχήματος και απείχε 2.30 μ. από το αριστερό πεζοδρόμιο και 4.80 μ. από το δεξιό. Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ούτε ο Εφεσίβλητος, ούτε ο Μ.Κ.4 που ακολουθούσε με το αυτοκίνητό του, ούτε και οποιοσδήποτε άλλος είδε από πού ερχόταν το θύμα και πως διασταύρωνε το δρόμο. Ο Εφεσίβλητος σταμάτησε χρησιμοποιώντας τα φρένα του οχήματος του μόλις αντιλήφθηκε τον πεζό να χτυπά στο όχημα του το οποίο ακινητοποίησε λίγο πριν τη διασταύρωση της οδού Καλλιμάχου.  Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, την ώρα του δυστυχήματος δεν υπήρχαν στο σημείο που χτυπήθηκε ο πεζός, οχήματα σταθμευμένα αριστερά και δεξιά του δρόμου και η ορατότητα του Εφεσίβλητου δεν εμποδιζόταν από οτιδήποτε. Το όχημα του υπέστη ζημιά στο δεξιό άκρο του μπροστινού καπό και στη δεξιά κάτω γωνιά του ανεμοθώρακα. Την ίδια ημέρα ο Εφεσίβλητος κατηγορήθηκε για αμελή οδήγηση και αυτός παραδέχθηκε. Όταν όμως το θύμα απεβίωσε, ο Εφεσίβλητος ξανακατηγορήθηκε για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου, που τελικά αντιμετώπισε στο δικαστήριο, και δεν παραδέχθηκε ενοχή.

[*130]Η πρωτόδικη κρίση

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε θετικά τη μαρτυρία των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής, όχι όμως και αυτή του Εφεσίβλητου ο οποίος στην κατάθεση του λίγο μετά το δυστύχημα πρόβαλε τη θέση ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο ίδιος κοίταζε αριστερά και συγκεκριμένα προς την πάροδο, ενώ κατά την κυρίως εξέταση του επιχείρησε να προβάλει τη διαφορετική θέση ότι έλεγχε το δρόμο από όλες τις πλευρές. Παρά ταύτα, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να επιτρέπει ασφαλές εύρημα ως προς την πορεία που ακολούθησε ο πεζός, Ιωάννης Θεοφάνους, ο οποίος θα πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν 68 χρόνων, άτομο εύσωμο και κατά τον ουσιώδη χρόνο που διασταύρωνε φορούσε παντόφλες. Υπήρχαν, κατέληξε το δικαστήριο, μόνο εικασίες εκ μέρους του εμπειρογνώμονα της Αστυνομίας, αστυφύλακα Μ. Σκούλλου, Μ.Κ.3, ότι το θύμα εισήλθε στο δρόμο από τη δεξιά πλευρά ως η πορεία που οδηγούσε ο Εφεσίβλητος. Εικασίες θεώρησε και τα συμπεράσματα του Μ.Κ.3 ως προς το χρόνο που χρειάστηκε το θύμα για να διανύσει την απόσταση μέχρι το σημείο που κτυπήθηκε, ανάλογα αν διασταύρωνε κάθετα ή διαγώνια το δρόμο. Συγκεκριμένα ο Μ.Κ.3 στήριξε τα συμπεράσματά του στα πιο κάτω:-

 

«1. Τη θέση που στάθμευσε το όχημα του ο πεζός, το οποίο βρέθηκε στη δεξιά πάροδο ως πορεία του οχήματος (βλ. Ε επί του Τεκμ. 8).

 

2.   Το φάκελο Α4 που περιλαμβανόταν στα προσωπικά αντικείμενα που κρατούσε το θύμα και στον οποίο περιέχοντο έγγραφα του Τμήματος Πολεοδομίας, τα οποία σύμφωνα με την κατάθεση της συζύγου του που ήταν και το τελευταίο πρόσωπο που μίλησε μαζί του, θα τα έπαιρνε για κατάθεση στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, το κτίριο του οποίου βρίσκεται στην οδό Καλλιμάχου η οποία βρίσκεται στα αριστερά ως η πορεία του οχήματος.

 

3.   Τις ζημιές στο αυτοκίνητο οι οποίες εντοπίστηκαν στη δεξιά μπροστινή πλευρά.

 

4.   Τη φορά της κίνησης του σώματος του θύματος και το σημείο που κατέληξε.

 

5.   Την αναφορά του κατηγορούμενου στην κατάθεσή του ότι κοίταζε κυρίως προς τα αριστερά και δεν είδε το θύμα να έρχεται από εκείνη την πλευρά και το γεγονός ότι ο ίδιος ο κατηγο[*131]ρούμενος εικάζει πως αν το θύμα ερχόταν από αριστερά θα το έβλεπε.»

 

Όμως το δικαστήριο δεν ήταν διατεθειμένο να αποδεχθεί τους πιο πάνω υπολογισμούς και συμπεράσματα του Μ.Κ.3. Παραθέτουμε το σχετικό αιτιολογικό από την πρωτόδικη απόφαση, με το οποίο το δικαστήριο εξήγησε γιατί δεν μπορούσε να αποδεχθεί τα συμπεράσματα του Μ.Κ.3:-

 

«Ως προς την πορεία του πεζού, θέμα σε σχέση με το οποίο δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία, ο μάρτυρας ανέφερε για ποιους λόγους κατέληξε στο ότι η πορεία του θύματος ήταν από δεξιά προς αριστερά ως η πορεία του κατηγορούμενου. Εξετάζοντας τους παρατηρώ τα εξής:-

 

-   Ως προς το χώρο που στάθμευσε το όχημα του ο πεζός και το μέρος που είχε πρόθεση να μεταβεί, θεωρώ ότι από αυτά δεν μπορεί να εξαχθεί βέβαιο συμπέρασμα ως προς την πορεία του θύματος. Ένα τέτοιο συμπέρασμα όσο λογικό και αν φαίνεται, δεν παύει από του να στηρίζεται σε υποθέσεις και δεν μπορεί να αποκλείσει αντίθετο ενδεχόμενο, όπως για παράδειγμα το ενδεχόμενο ο μάρτυρας να βρισκόταν στην αριστερή πλευρά του δρόμου και να αντελήφθη ότι κάτι ξέχασε και να αποφάσισε να μεταβεί πίσω στο όχημα του για να το πάρει.

 

-   Ως προς τις ζημιές στο όχημα του κατηγορούμενου, η μαρτυρία του Μ.Κ.3 δεν ήταν αρκούντως πειστική ως προς το γιατί αντίθετη πορεία του θύματος, θα απέκλειε την ύπαρξη ζημιών στα σημεία εκείνα όπου ανευρέθηκαν ζημιές στο όχημα του κατηγορούμενου.

 

-   Ως προς το γεγονός ότι, όπως ανέφερε ο μάρτυρας, ο κατηγορούμενος αναφέρει στη μαρτυρία του ότι κοίταζε κυρίως αριστερά και εικάζει ότι το θύμα θα ήρθε από δεξιά, αυτό πάλι δεν επιτρέπει την εξαγωγή θετικού συμπεράσματος ως προς την πορεία του θύματος, αφού η θέση του κατηγορούμενου στηρίζεται σε υποθέσεις ενώ το γεγονός και μόνο ότι ο κατηγορούμενος κοίταζε κυρίως αριστερά δεν μπορεί αν αποκλείσει το ενδεχόμενο ο πεζός να ερχόταν από αριστερά και ο κατηγορούμενος να μην τον είδε, λόγω του ότι δεν ήταν προσεκτικός ή κοίταζε κάπου αλλού στα αριστερά.

 

[*132]-      Ως προς τη φορά της κίνησης του σώματος του θύματος και το σημείο όπου κατέληξε, σημειώνω ότι ο μάρτυρας ερωτώμενος κατά πόσον στην περίπτωση που το θύμα ερχόταν από αριστερά το σώμα του θα κινείται με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή θα χτυπούσε στον ανεμοθώρακα και στην συνέχεια θα μεταφερόταν πάνω στο όχημα και στη συνέχεια θα κινείτο προς τα δεξιά, όπως ήταν η θέση του ότι συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορούσε να απαντήσει με βεβαιότητα. Συγκεκριμένα ανέφερε πως το κεφάλι του θύματος δεν θα χτυπούσε στον ανεμοθώρακα, στο σημείο που χτύπησε και το πιο πιθανόν θα κατέληγε μπροστά από το ενεχόμενο αυτοκίνητο, χωρίς όμως να αποκλείει άλλο ενδεχόμενο.  Όπως δε προκύπτει από την απάντηση του μάρτυρα σε ερώτηση σε σχέση με το θέμα αυτό, ο μάρτυρας προς καθορισμό της φοράς του θύματος έλαβε ως δεδομένο ότι το θύμα χτυπήθηκε στην αριστερή του πλευρά, ενώ όπως και ο ίδιος δέχθηκε κατά την αντεξέτασή του δεν είχε υπόψη του σε ποιο μέρος του σώματος του χτυπήθηκε ο πεζός κατά τη σύγκρουση.»

 

    (Η υπογράμμιση είναι του πρωτόδικου δικαστηρίου)

 

Τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ελλείψει θετικής μαρτυρίας παρέμειναν αναπάντητα ουσιώδη ερωτήματα ως προς την οδική συμπεριφορά του θύματος και ως προς τον τρόπο που είχε εκδηλωθεί ο κίνδυνος τον οποίο ο Εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να αποφύγει. Ως εκ τούτου, κατέληξε ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του Άρθρου 210 δεν είχαν αποδειχθεί με τη βεβαιότητα που απαιτείται σε μια ποινική υπόθεση και απάλλαξε και αθώωσε τον Εφεσίβλητο.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρά τα κενά που διαπίστωσε, εξέτασε επίσης κατά πόσο θα μπορούσε να αποδειχθεί η κατηγορία της αμελούς οδήγησης. Το δικαστήριο κατέληξε ως εξής:-

 

«Το πιο πάνω κενό που υπάρχει στη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής και το οποίο καθορίζει και την τύχη της υπό εξέταση κατηγορίας, θεωρώ ότι είναι καταλυτικής σημασίας και στην απόδειξη κατηγορίας για αμελή οδήγηση με βάση τα Άρθρα 8 και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72) (β. και Σάζου (ανωτέρω) στην σελ. 28). Και τούτο διότι η αξιολόγηση της οδικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου και η συσχέτιση της με την πρόκληση του δυστυχήματος, η οποία στην προκειμένη περίπτωση και για τους λόγους που έχω επεξηγήσει πιο πάνω δεν είναι δυ[*133]νατή, είναι θέμα επίδικο και στα πλαίσια εξέτασης κατηγορίας για αμελή οδήγηση. Ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα τροποποίησης του κατηγορητηρίου και καταδίκης του κατηγορούμενου στο πιο πάνω αδίκημα.»

 

Η έφεση

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση, θεωρώντας την εσφαλμένη. Το κύριο παράπονο του είναι ότι ενώ ο Μ.Κ.3 κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας και ενώ το δικαστήριο τον αποδέχθηκε ως αξιόπιστο μάρτυρα, στη συνέχεια αρνήθηκε να δεχθεί τα συμπεράσματα του ως προς την πορεία του πεζού και τον τρόπο που διένυσε την απόσταση μέχρι το σημείο που κτυπήθηκε. Όπως μας εξήγησε η κα Ευθυβούλου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, μπορεί να μην υπήρχε άμεση μαρτυρία, αλλά υπήρχε θετική περιστατική μαρτυρία την οποία ο Μ.Κ.3, ως εμπειρογνώμονας, εξήγησε πλήρως στο Δικαστήριο το οποίο όμως την αγνόησε κατά παράβαση των αποκρυσταλλωμένων αρχών της νομολογίας ότι η περιστατική μαρτυρία είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη. Το πρωτόδικο δικαστήριο, θεώρησε ότι δεν υπήρχε «θετική» μαρτυρία. Όμως τέτοια υπήρχε, εισηγήθηκε η κα Ευθυβούλου, και ήταν η μαρτυρία του Μ.Κ.3 ο οποίος εξήγησε στο δικαστήριο ότι το θύμα εισήλθε από τα δεξιά, ως η πορεία του ενεχόμενου αυτοκινήτου. Πρόσθεσε περαιτέρω ότι ο Μ.Κ.3 στήριξε τη θέση του σε απόλυτα λογικά συμπεράσματα.  Παρά το ότι το όλο ζήτημα είναι θέμα λογικής, εντούτοις το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε διαφορετικό αποτέλεσμα ανέφερε η δικηγόρος για τον Εφεσείοντα, η οποία εισηγήθηκε ότι «ανεξάρτητα αν ο πεζός εισήλθε στο δρόμο από τα δεξιά ή τα αριστερά, αν βάδιζε, έτρεχε ή στεκόταν, ο Εφεσίβλητος είχε τη δυνατότητα να τον αντιληφθεί και να αντιδράσει αποφεύγοντας το δυστύχημα που στοίχισε τη ζωή σε ένα άνθρωπο.».

 

Τέλος, μας κάλεσε να ακυρώσουμε την πρωτόδικη αθωωτική απόφαση και να καταλήξουμε σε εύρημα ενοχής του Εφεσίβλητου για το αδίκημα του Άρθρου 210 του Κεφ. 154. Σε περίπτωση που το δικαστήριο δεν πεισθεί ότι μπορεί να υπάρξει καταδίκη δυνάμει του Άρθρου 210, τότε εισηγήθηκε διαζευκτικά ότι το Εφετείο θα πρέπει, δυνάμει του Άρθρου 145(3)(α)(ι) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, να παραμερίσει την αθωωτική απόφαση και να καταδικάσει τον Εφεσίβλητο για το αδίκημα της αμελούς οδήγησης για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί με βάση τη μαρτυρία που προσκομίστηκε πρωτοδίκως.

 

Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσίβλητο δια[*134]φώνησε εφ’ όλης της ύλης με τις θέσεις που εξέφρασε η δικηγόρος της Δημοκρατίας και υποστήριξε ότι είναι απόλυτα ορθή η πρωτόδικη απόφαση, αφού κανένα βέβαιο συμπέρασμα δεν μπορούσε να εξαχθεί ως προς την πορεία και συμπεριφορά του πεζού. Θεώρησε ότι όντως ήταν εικασίες του Μ.Κ.3 τα όσα ανέφερε ως προς τον τρόπο και το ρυθμό που ο πεζός διασταύρωνε το δρόμο. Αποτελεί ιδιαίτερη πιθανολόγηση η μαρτυρία του ότι ο πεζός κτυπήθηκε στην αριστερή πλευρά του σώματός του, αφού ο Μ.Κ.3 κατά την αντεξέταση του δέχθηκε ότι δεν γνώριζε σε ποιο μέρος του σώματος κτυπήθηκε ο πεζός. Σύμφωνα με την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου, «ο πεζός δεν ήταν ορατός» για τον Εφεσίβλητο ο οποίος τον αντιλήφθηκε μόνο όταν «τον είδε να εκτινάσσεται από το αυτοκίνητο του και να πέφτει στην μπροστινή πλευρά του οχήματος του». Όπως ανέφερε γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν «η ξαφνική είσοδος του θύματος στο δρόμο, από μη εξουσιοδοτημένο μάλιστα σημείο, που συνέτεινε στο να μην ήταν αναμενόμενο από οποιοδήποτε οδηγό να θεωρηθεί ως πιθανός κίνδυνος η είσοδος πεζού στο δρόμο, καθιστώντας έτσι τον εαυτό του απρόβλεπτο κίνδυνο για όλους τους οδηγούς που χρησιμοποιούσαν το δρόμο». Κατά την κα Χρυσοστόμου, κανένα σφάλμα στην οδήγηση του Εφεσίβλητου δεν είχε αποδειχθεί και εν πάση περιπτώσει λόγω της έλλειψης θετικής μαρτυρίας ο Εφεσίβλητος δικαιούτο το ευεργέτημα της αμφιβολίας.

 

Η κατάληξη

 

Έχουμε εξετάσει τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας από τις δύο πλευρές και έχουμε καταλήξει ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει.  Ενώπιον του δικαστηρίου υπήρχαν κατά την άποψή μας αρκετά στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς τη συμπεριφορά του πεζού. Υπήρχε ενώπιον του πραγματική μαρτυρία που αφορούσε στα κτυπήματα που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου. Βέβαια από αυτά δεν ήταν δυνατό να εξαχθούν με βεβαιότητα τελικά συμπεράσματα. Όμως ήταν ένα ακόμα στοιχείο που μαζί με την πληθώρα άλλης περιστατικής μαρτυρίας την οποία το δικαστήριο αν αξιολογούσε ορθά, θα οδηγείτο σε διαφορετική κατάληξη. Το κάθε στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας από μόνο του μπορεί να μην είναι αρκετά ισχυρό για να οδηγήσει το δικαστήριο προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, αλλά όλα μαζί αποκτούν μια άλλη δυναμική. Όπως αναφέρθηκε στη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172 «τα ιδιαίτερα τμήματα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει να συναρτώνται μεταξύ τους ως θέμα λογικής συνέπειας ώστε να συγκροτούν ένα αδιάσειστο σύνολο». Η νομολογία δέχεται ότι η περιστατική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει ένα από τα πιο πειστικά κριτήρια για εξακρίβωση της αλήθειας [*135](βλ. Vrakas a.ο. v. The Republic (1973) 2 C.L.R. 139). Βέβαια η περιστατική μαρτυρία που γίνεται αποδεχτή θα πρέπει να συμβιβάζεται μόνο με την ενοχή του κατηγορούμενου προσώπου και όχι με οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα (βλ. Anastassiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97).

 

Στην προκειμένη περίπτωση η υπεράσπιση δεν πρόβαλε καμιά άλλη εκδοχή. Ο Εφεσίβλητος στην κατάθεσή του μετά το δυστύχημα ισχυρίστηκε ότι κοίταζε αριστερά. Επομένως ως θέμα λογικής συνέπειας αν ο πεζός ερχόταν από τα αριστερά θα τον έβλεπε. Αργότερα, κατά την ένορκη κατάθεση του, διαφοροποιώντας την αρχική εκδοχή του, ισχυρίστηκε ότι έλεγχε όλες τις πλευρές του δρόμου. Και έτσι να συνέβαινε, θα έπρεπε, αν ο πεζός διασταύρωνε από τη δεξιά πλευρά του δρόμου, να τον είχε αντιληφθεί έγκαιρα πριν αυτός διανύσει την απόσταση που διάνυσε μέχρι να κτυπήσει στο δεξιό μέρος του αυτοκινήτου του. Ακόμα και αν ο πεζός διασταύρωνε με γοργό ρυθμό, που δεν υπήρξε τέτοιος ισχυρισμός, και πάλιν ο Εφεσίβλητος όφειλε να τον είχε αντιληφθεί. Στην ουσία ο Εφεσίβλητος δεν πρόβαλε οποιαδήποτε λογική εξήγηση για την παράλειψή του να αντιληφθεί τον πεζό, είτε αυτός διασταύρωνε από αριστερά, είτε από δεξιά. Στις πλείστες περιπτώσεις που σύμφωνα με τη νομολογία η περιστατική μαρτυρία δεν ήταν αρκετή να οδηγήσει σε καταδίκη, ήταν περιπτώσεις που η υπεράσπιση έθετε ενώπιον του δικαστηρίου κάποια λογική εξήγηση η οποία δεν μπορούσε ευλόγως να αποκλειστεί (βλ. σχετικά Παφίτης κ.ά ν. Δημοκρατίας (1990) 2 C.L.R. 102). Όμως στην προκειμένη περίπτωση ο δρόμος ήταν καθαρός και δεν υπήρχε οτιδήποτε που θα μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή του Εφεσιβλήτου. Το μόνο που απαιτούσε την προσοχή του ήταν ότι πλησίαζε αριστερή πάροδο. Όμως και αυτό δεν ήταν αρκετό για να του αποσπάσει εξ ολοκλήρου την προσοχή του από του να ελέγχει ολόκληρο το δρόμο μπροστά του και από τις δύο πλευρές.  Ο πεζός από όπου και αν τελικά διασταύρωσε, θα πρέπει προηγουμένως να περπατούσε είτε στο δρόμο, είτε στο πεζοδρόμιο και αφού στο δρόμο δεν υπήρχαν σταθμευμένα αυτοκίνητα, θα έπρεπε να είχε γίνει αντιληπτός από τον Εφεσίβλητο. Από τη στιγμή που ο Εφεσίβλητος δεν αντιλήφθηκε καθόλου την παρουσία του πεζού γενικά στο δρόμο, ο βηματισμός του θύματος, για τον οποίο δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία, δεν ήταν στοιχείο που θα έπρεπε να απασχολήσει ιδιαίτερα το πρωτόδικο δικαστήριο. Αυτό το στοιχείο ενδεχομένως να είχε σχέση με τον καταμερισμό της ευθύνης. Όμως η υπόθεση ήταν ποινική.

 

Κατά την άποψή μας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρχε περιστατική  μαρτυρία ότι ο πεζός βρισκόταν στο δρόμο κα[*136]τά τον ουσιώδη χρόνο, ότι διάνυσε μια απόσταση είτε από αριστερά είτε από δεξιά μέχρι να κτυπηθεί από το όχημα του Εφεσίβλητου, ο οποίος σε κανένα στάδιο δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του στο δρόμο.

 

Ο Εφεσίβλητος αντιμετώπιζε κατηγορίες δυνάμει του Άρθρου 210 του Κεφ. 154. Όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο για να βρεθεί ένοχος θα έπρεπε να είχε αποδειχθεί αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά. Σύμφωνα με τη νομολογία επικίνδυνη οδήγηση δεν εξομοιώνεται προς την οδήγηση χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα (βλ. Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115). Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ορθή ότι δεν υπήρχε μαρτυρία και ούτε μπορούσαν να εξαχθούν οποιαδήποτε συμπεράσματα από την περιστατική μαρτυρία ότι η οδήγηση του Εφεσίβλητου ή οποιαδήποτε άλλη πράξη σε σχέση με την οδήγηση του ήταν αλόγιστη ή απερίσκεπτη, ή επικίνδυνη.

 

Όμως η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία για να βρει τον Εφεσίβλητο ένοχο δυνάμει του Άρθρου 8 του Νόμου 86/72, ήταν με κάθε σεβασμό εσφαλμένη. Όπως έχουμε εξηγήσει το επίπεδο οδήγησης του Εφεσίβλητου στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν κατώτερο του επιπέδου που αναμενόταν από τον μέσο συνετό οδηγό, το οποίο σύμφωνα με τη νομολογία είναι αντικειμενικό. Πιο συγκεκριμένα, η προσοχή και φροντίδα που όφειλε να επιδείξει, η παρατηρητικότητα του στο δρόμο, η παράλειψη του να επισημάνει την παρουσία του θύματος στο δρόμο χωρίς να υπήρχε οποιοδήποτε εμπόδιο και η μη έγκαιρη λήψη μέτρων για αποφυγή της σύγκρουσης, συνιστούν τα κενά στην οδήγηση του, η οποία θα έπρεπε να είχε κριθεί αμελής, δυνάμει του Άρθρου 8 του Ν. 86/72. Με βάση τη μαρτυρία που υπάρχει και τα εύλογα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από αυτή, υπάρχει βεβαιότητα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας για την καταδίκη του Εφεσίβλητου, δυνάμει του Άρθρου 8 του Ν. 86/72 και η αντίθετη εισήγηση της δικηγόρου του Εφεσίβλητου δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή.

 

Υπό τις περιστάσεις, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Το κατηγορητήριο τροποποιείται ανάλογα και η κατηγορία αντικαθίσταται με κατηγορία για αμελή οδήγηση στην οποία ο Εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος, δυνάμει του Άρθρου 145(3)(α)(ι) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

 

Η έφεση επιτρέπεται. Το κατηγορητήριο τροποποιείται αναλόγως.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο