Μ.Κ. ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 225

ECLI:CY:AD:2014:B208

(2014) 2 ΑΑΔ 225

[*225]20 Μαρτίου, 2014

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

Μ.Κ.,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 14/2013)

 

 

Σεξουαλικά αδικήματα ― Σεξουαλική κακοποίηση υιού από πατέρα, για περίοδο εννέα ετών ― Καταδίκη χωρίς ενισχυτική μαρτυρία ― Απόρριψη έφεσης εναντίον καταδίκης ― Απόφανση Εφετείου ότι η  ποιότητα της μαρτυρίας του θύματος ήταν τέτοια ώστε το Κακουργιοδικείο να εδικαιούτο, έχοντας δεόντως αυτοπροειδοποιηθεί, να καταδικάσει επ’ αυτής χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

 

Απόδειξη ― Αντεξέταση ― Στις περιπτώσεις όπου είναι η θέση του αντιδίκου ότι τα γεγονότα που ισχυρίζεται η άλλη πλευρά δεν έγιναν, απαιτείται αντεξέταση και μάλιστα σφοδρή, μόνο και μόνο για να αποδειχθεί η έλλειψη υπόβαθρου, αν επισημανθούν αντιφάσεις και ανακρίβειες.

 

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Η μαρτυρία δεν πρέπει να απομονώνεται και να σχολιάζονται χωριστά αποσπάσματά της ― Ακόμη, οι μικροαντιφάσεις, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που τα γεγονότα βιώνονται έντονα από τους μάρτυρες και έχει παρέλθει κάποιο χρονικό διάστημα, όχι απλώς δεν είναι επιλήψιμες αλλά αναμένονται.

 

Ο εφεσείων καταδικάστηκε, έπειτα από ακροαματική διαδικασία, σε κατηγορίες που αφορούσαν σεξουαλικά αδικήματα εναντίον του υιού του (Α) από το 2003 μέχρι το 2012, περίοδο κατά την οποία ο υιός του ήταν ηλικίας από 9 μέχρι 17 ετών.

 

Η αποκάλυψη των καταλογισθέντων στον εφεσείοντα, παρά το ότι καλύπτουν μια περίοδο εννέα ετών, έγινε μόλις τον Ιούλιο του 2012. Σχετική μαρτυρία ενώπιον του εκδικάσαντος την υπόθεση [*226]Κακουργιοδικείου, έδωσε και η μητέρα του Α.

 

Η μαρτυρία του Α, περιελάμβανε αναφορά σε όλα τα περιστατικά στα οποία αφορούσαν οι κατηγορίες. Το πρώτο περιστατικό συνέβη το 2003, το δεύτερο το 2004 και το τρίτο λίγες μέρες μετά. Έκτοτε και μέχρι το 2009 υπήρξε συνεχής παρενόχληση, συχνά και κάθε εβδομάδα, πάντοτε όταν ήσαν μόνοι στο σπίτι, και παρά τις ανώφελες αντιδράσεις του Α στη βία που χρησιμοποιούσε ο εφεσείων. Ο εφεσείων εκφόβιζε δε τον Α, να μην αναφέρει οτιδήποτε, απειλώντας τον ότι θα κάνει κακό στη μητέρα του, την οποία ο Α είχε δει πολλές φορές να κακοποιεί ο εφεσείων. Ο εφεσείων συνέχισε και μετά από το 2009 να προσπαθεί να παρενοχλήσει τον Α, αυτός όμως, έχοντας αναπτυχθεί σωματικά και έχοντας συναισθήματα ντροπής, μπορούσε πλέον να αντιδρά αποτελεσματικά, χρησιμοποιώντας και βία εναντίον του εφεσείοντα.

 

Η καταδίκη στηρίχθηκε στη μαρτυρία του Α, η οποία εκρίθη τέτοιας εξαιρετικής υφής ως προς την αξιοπιστία της, ώστε να επέτρεπε στο Κακουργιοδικείο να καταδικάσει με ασφάλεια, έχοντας αυτοπροειδοποιηθεί, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Ο ίδιος ο εφεσείων, επιλέγοντας να μην δώσει μαρτυρία, περιορίσθηκε σε ανώμοτη δήλωση.

 

Η απόφαση του Κακουργιοδικείου εκδόθηκε κατά πλειοψηφία.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την καταδίκη του και η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Λόγος έφεσης:

 

Ως εκ του ρόλου του δικαστή ως κριτή των γεγονότων, η διαφωνία έστω και ενός εκ των τριών δικαστών του Κακουργιοδικείου επί της αξιοπιστίας, αναιρούσε τη δυνατότητα καταδίκης και έπρεπε να οδηγήσει είτε σε αθώωση είτε σε επανεκδίκαση. Σε αντίθεση με τα νομικά θέματα, η κρίση των πραγματικών θεμάτων, και δη της αξιοπιστίας, δεν μπορεί να γίνεται κατά πλειοψηφία.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η υπόθεση Koufou v. Republic (1984) 2 C.L.R. 165 στην οποία η πλευρά του εφεσείοντα παρέπεμψε σχετικά, δεν μπορούσε να στηρίξει την εισήγηση. Εκεί εκρίθη ότι, κατά πλειοψηφία απόφαση, δεν συνιστούσε εμπόδιο στην καταδίκη έστω και αν οι δύο δικαστές που είχαν καταδικάσει κατέληξαν στην απόφασή τους ο κάθε ένας με διαφορετικό σκεπτικό.

[*227]2.      Ούτε θα μπορούσε να είναι άλλως πως, δεδομένων και των προνοιών του Άρθρου 77(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 το οποίο προνοεί ότι όταν το Δικαστήριο απαρτίζεται από περισσότερους του ενός δικαστές, εκτός αν η πλειοψηφία του Δικαστηρίου κρίνει τον κατηγορούμενο ένοχο, αυτός αθωώνεται.

 

3.  Έχοντας υπόψη, το Άρθρο 77, το γεγονός ότι ο δικαστής είναι κριτής και του νόμου και των γεγονότων, δεν τον θέτει, ως προς τα γεγονότα, στην παραδοσιακή θέση του σώματος των ενόρκων όσον αφορά στη δυνατότητα κατά πλειοψηφία απόφασης για καταδίκη, ακόμα και αν αυτή αφορά στην αξιοπιστία.

 

Λόγος έφεσης:

 

Ήταν εσφαλμένη η κρίση επί της αξιοπιστίας του Α, δεδομένης της καταδίκης επ’ αυτής χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Η πλειοψηφία, έκρινε αξιόπιστο τον Α χωρίς να εξετάσει τη μαρτυρία του σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και δη τα στοιχεία τα οποία αντανακλούσαν στην κρίση της αξιοπιστίας του. Η ίδια η μαρτυρία του Α ήταν αντιφατική και αυτοαναιρούμενη, εμπεριέχουσα εγγενείς αδυναμίες.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Από την εξέταση των επί μέρους εισηγήσεων της έφεσης προς την κατεύθυνση αυτή, δεν διαπιστωνόταν έρεισμα σε αυτές που να δικαιολογούσε παρέμβαση του Εφετείου στην κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του Α.

 

2.  Πέραν της εντύπωσης αξιοπιστίας που ο Α άφησε στο Κακουργιοδικείο σε όλο το εύρος της διαδικασίας και την οποία το Κακουργιοδικείο αιτιολόγησε με συγκεκριμένες αναφορές, το Κακουργιοδικείο είχε υπόψη του τις εισηγήσεις ως προς τις όποιες αδυναμίες στη μαρτυρία του Α. Από την εξέταση των παραπομπών  που έγιναν εκτενώς στην πρωτόδικη απόφαση, το σκεπτικό του Κακουργιοδικείου ήταν ορθό.

 

3.  Όπως επεσήμανε το Κακουργιοδικείο η μαρτυρία του Α δεν ήταν εντελώς αψεγάδιαστη – καμία σχεδόν μαρτυρία δεν είναι. Υπήρχαν στοιχεία, τα οποία, ένεκα ενδεχομένως του τρόπου διερεύνησης ή και χειρισμού της υπόθεσης, παρέμειναν ασαφή και ασυμπλήρωτα που εκ των πραγμάτων, άφηναν κατηγορίες ατεκμηρίωτες και έκθετες σε απόρριψη – χωρίς τούτο να επηρέαζε όμως την εν γένει αξιοπιστία του μάρτυρος.

[*228]4.      Ομοίως υπήρχαν και ανακολουθίες και μικροαντιφάσεις – ενδεχομένως και αρκετές – σε σχέση όμως με επουσιώδεις πτυχές της μαρτυρίας του, οι οποίες και πάλι ουδόλως έπλητταν την εν γένει αξιοπιστία του.

 

5.  Πιο συγκεκριμένα, όπως προέκυπτε και από την καταγραφή της μαρτυρίας του, ο Μ.Κ.2 αναφέρθηκε στις λεπτομέρειες των περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης που υπέστη άλλοτε με περισσότερη σαφήνεια και άλλοτε με λιγότερη.

 

6.  Παρόλα ταύτα και ενώ η αντεξέταση στην οποία υποβλήθηκε ήταν πολύωρη και σε κάποιες στιγμές υψηλών τόνων, δεν υπήρξε, όπως επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, η αναμενόμενη αμφισβήτηση των λεγομένων του επί των ουσιωδών γεγονότων της υπόθεσης. Αντίθετα η αντεξέταση αναλώθηκε, ως επί τω πλείστο, σε δευτερευούσης σημασίας ζητήματα.

 

7.  Μεταξύ άλλων το Κακουργιοδικείο υπέδειξε ότι η ειλικρίνεια του Μ.Κ.2 αναδεικνυόταν και από ακόμα ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Ο μάρτυρας ξεκαθάρισε, ότι, παρά τις περί του αντιθέτου επανειλημμένες προσπάθειες του πατέρα του, καμία σεξουαλική κακοποίηση δεν υπέστη τα τελευταία τρία χρόνια.

 

8.  Η σημασία αυτής της αναφοράς προέκυπτε από το γεγονός ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος – παρά την εκ των υστέρων αναδίπλωση του- έδωσε θεληματική κατάθεση στις 15.7.2012  στην οποία παραδεχόταν πράξεις και ενέργειες που φέρονταν να έλαβαν χώρα τον Φεβρουάριο του 2012 και οι οποίες σαφέστατα συνιστούσαν σεξουαλική κακοποίηση του γιού του. Οι αναφορές αυτές του κατηγορούμενου αποτέλεσαν μάλιστα και το υπόβαθρο για προσθήκη των κατηγοριών 33-35 στο κατηγορητήριο.

 

9.  Ως προς την ίδια τη μαρτυρία του Α, δεν υπήρχε οτιδήποτε να προστεθεί. Εκτός του ότι η κρίση της αξιοπιστίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, η μαρτυρία του Α, επί των δικών της όρων, ουδόλως παρουσίαζε τις αδυναμίες και αντιφάσεις που εισηγείτο ο εφεσείων.

 

10. Απεναντίας, επρόκειτο για μαρτυρία συμπαγή και συνεπή, διεπόμενη από πιστότητα και πληρότητα με αναφορά στις συνθήκες που την περιέβαλλαν.

 

11. Τα όσα προβάλλονταν ως αδυναμίες και αντιφάσεις, αντιθέτως ενίσχυαν την αξιοπιστία αφού ανάγονταν σε επουσιώδη πράγμα[*229]τα στα οποία δεν θα εξέπληττε να μην υπήρχε η ακρίβεια η οποία μπορεί ευλόγως να αναμένεται από οποιοδήποτε μάρτυρα και ιδιαιτέρως τον Α στην ηλικία του και στις συνθήκες των γεγονότων.

 

12. Το σημαντικό ήταν ότι, όχι μόνο η ουσία της μαρτυρίας αλλά και οι επί μέρους πτυχές της για τα τρία πρώτα περιστατικά και τη συνεχή παρενόχληση τα επόμενα τέσσερα έτη, παρέμεναν σταθερές και ανεπηρέαστες, εις τρόπον ώστε να προκύπτει και πλήρης αναλογία της ουσίας στα επί μέρους αλλά και των επί μέρους στην ουσία.

 

13. Ιδιαιτέρως όσον αφορούσε στην παράλειψη του Α να αναφέρει στην Αστυνομία, -όπου έσπευσε μετά από το πρώτο περιστατικό-, ότι ο εφεσείων τον είχε παρενοχλήσει σεξουαλικώς, αναφέροντας μόνο ότι τον είχε κτυπήσει, τούτο θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό, όχι μόνο ως εκ των παραλλήλων απειλών του εφεσείοντα και της εν γένει σχέσης εξουσίας πατρός επί υιού που υπήρχε, αλλά και ως εκ της τότε ηλικίας και άγνοιας του Α για τα πράγματα αυτά.

 

14. Η στάση του Α ήταν απολύτως φυσιολογική και ήταν ορθή η επί του θέματος προσέγγιση του Κακουργιοδικείου.

 

15. Δεν ήταν δικαιολογημένη η άποψη του διαφωνήσαντος Προέδρου του Κακουργιοδικείου και οι αναφορές του σε άλλα ζητήματα ότι αυτά μπορούσαν να καλλιεργήσουν το μίσος του Α προς τον εφεσείοντα, ώστε να μην μπορούσε να αποκλείετο λογικά το ότι η καταγγελία ήταν προϊόν του μίσους αυτού.

 

16. Το όποιο μίσος φαίνεται να είχε ο Α για τον εφεσείοντα, δεν ήταν πρόσφατο ώστε να μπορούσε να συναρτάτο προς τις περιουσιακές διαφορές και τις διαδόσεις του εφεσείοντα αλλά συνεχές.

 

17. Η δε κορύφωση της κατάστασης ήταν σαφώς η συνάντηση με τον ψυχολόγο, η οποία και ήταν καταλυτική για τις αποκαλύψεις και την επακολουθήσασα καταγγελία του Α.

 

18. Τα ίδια ίσχυαν και για τις εισηγήσεις του εφεσείοντα ως προς το θέμα και δη ως προς τους λόγους της μη αποκάλυψης των σεξουαλικών παρενοχλήσεων από το 2003, με βασική θέση ότι δεν ήταν ευλόγως πιστευτή η εξήγηση του Α ότι δεν αποκάλυπτε οτιδήποτε λόγω των εκβιαστικών απειλών του εφεσείοντα ότι θα έκανε κακό στη σύζυγό του και μητέρα του Α.

 

19. Η παράλειψη του Α να αποκαλύψει οτιδήποτε ακόμα και μετά [*230]από το 2009 ήταν απολύτως φυσική υπό τις περιστάσεις, αναγόμενη πλέον και σε αισθήματα συνειδητοποίησης ντροπής για τα όσα γίνονταν.

 

20. Η τελική του απόφαση να μιλήσει, έπειτα από πολλή προσπάθεια της μητέρας του να αντιληφθεί τα αρνητικά αισθήματα του Α προς τον εφεσείοντα, συνήδε πλήρως με την όλη προηγούμενη συμπεριφορά και στάση του Α. Δεν ευσταθούσε εισήγηση που έγινε από την πλευρά του εφεσείοντα, ότι ο Α επινόησε τα όσα ανέφερε για τον εφεσείοντα ύστερα από την επίσκεψη στο ψυχολόγο για να διοχετεύσει το μίσος του προς αυτόν.

 

21. Η ποιότητα της μαρτυρίας του Α ήταν όντως τέτοια ώστε το Κακουργιοδικείο να εδικαιούτο, έχοντας δεόντως αυτοπροειδοποιηθεί, να καταδικάσει επ’ αυτής χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Koufou v. Republic (1984) 2 C.L.R. 165.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον Κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ., Παναγιώτου, Α.Ε.Δ., Σταύρου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 13558/12), ημερομηνίας 10/1/13.

 

Ε. Ευσταθίου με Α. Ματθαίου (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Ε. Φλουρέντζου (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Πρόεδρο Δ. Χατζηχαμπή

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Ο Εφεσείων κατεδικάσθη, έπειτα από ακροαματική διαδικασία, σε κατηγορίες που αφορούν σεξουαλικά αδικήματα εναντίον του υιού του (Α) από το 2003 μέχρι το 2012, περίοδο κατά την οποία ο υιός του ήταν ηλικίας από 9 μέχρι 17 ετών. Η καταδίκη εβασίσθη στη μαρτυρία του Α, η οποία εκρίθη τέτοιας εξαιρετικής υφής ως προς την αξιοπιστία της ώστε [*231]να επέτρεπε στο Κακουργιοδικείο να καταδικάσει με ασφάλεια, έχοντας αυτοπροειδοποιηθεί, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Ο ίδιος ο Εφεσείων, επιλέγοντας να μην δώσει μαρτυρία, περιορίσθηκε σε ανόμωτη δήλωση ως ακολούθως:

 

«Είμαι αθώος και δεν έκανα τέτοια πράγματα στο γιο μου που με κατηγορούν. Ούτε το Φεβρουάριο του 12. Αυτά που ανέφερα δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Ήταν μια απερισκεψία μου. Θεώρησα ότι έπρεπε να αναφέρω και εγώ κάτι προς άμυνα μου μπροστά στα όσα άκουσα ότι έλεγε ο γιος μου για μένα ότι έκαμα τα τελευταία χρόνια βλέποντας τον και ακούοντας τον και την Μαριάννα. Ζω μια κόλαση. Τούτος είναι ο γιος μου που ανάγιωσα;»

 

Να σημειωθεί ότι η αναφορά του Εφεσείοντα στο Φεβρουάριο του 2012 παραπέμπει στην κατάθεση του στην Αστυνομία στην οποία ισχυρίζεται ότι κατά τον εν λόγω χρόνο ο Α τον είχε προκαλέσει και προέβησαν σε αλληλοαυνανισμό.

 

Η αποκάλυψη των καταλογισθέντων στον Εφεσείοντα, παρά το ότι καλύπτουν μια περίοδο εννέα ετών, έγινε μόλις τον Ιούλιο του 2012. Όπως εξήγησε ο ίδιος ο Α, η μητέρα του, παρατηρώντας ότι αυτός είχε έντονο μίσος προς τον πατέρα του, τον πήρε σε ψυχολόγο. Ο ψυχολόγος διερεύνησε και το ενδεχόμενο η στάση του Α να οφείλετο σε σεξουαλική παρενόχληση από τον πατέρα του, αρχικά όμως ο Α αρνήθηκε, από φόβο και ντροπή να πει την αλήθεια. Η μητέρα του όμως επέμενε να τον ερωτά, έχοντας υπ’ όψη ότι ο ψυχολόγος της είπε ότι το μίσος αυτό ήταν αφύσικο, και τελικά ο Α αποφάσισε και της είπε την αλήθεια. Σχετική μαρτυρία έδωσε και η μητέρα του Α.

 

Η μαρτυρία του Α περιλαμβάνει αναφορά σε όλα τα περιστατικά τα οποία αφορούν οι κατηγορίες. Το πρώτο περιστατικό ήταν το 2003, το δεύτερο το 2004 και το τρίτο λίγες μέρες μετά.  Έκτοτε και μέχρι το 2009 υπήρξε συνεχής παρενόχληση, συχνά και κάθε εβδομάδα, πάντοτε όταν ήσαν μόνοι στο σπίτι, και παρά τις ανωφελείς αντιδράσεις του Α στη βία που χρησιμοποιούσε ο Εφεσείων. Ο Εφεσείων εκφόβιζε δε τον Α να μην αναφέρει οτιδήποτε, απειλώντας τον ότι θα κάνει κακό στη μητέρα του, την οποία ο Α είχε δει πολλές φορές να κακοποιεί ο Εφεσείων. Ο Εφεσείων συνέχισε και μετά από το 2009 να προσπαθεί να παρενοχλήσει τον Α, αυτός όμως, έχοντας αναπτυχθεί σωματικά και έχοντας συναισθήματα ντροπής, μπορούσε πλέον να αντιδρά αποτελεσματικά, χρησιμοποιώντας και βία εναντίον του Εφεσείοντα.

[*232]Δύο λόγοι έφεσης έχουν τεθεί ενώπιον μας. Ο ένας αφορά το ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου δεν ήταν ομόφωνη αλλά κατά πλειοψηφία, καθ’ όσον ο Πρόεδρος εθεώρησε ότι είχε ισχυρές αμφιβολίες ως προς το αξιόπιστο της μαρτυρίας του Α ώστε να μην μπορούσε να βασισθεί στη μαρτυρία του για να καταδικάσει. Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα ότι, ως εκ του ρόλου του δικαστή ως κριτή των γεγονότων, η διαφωνία έστω και ενός εκ των τριών δικαστών επί της αξιοπιστίας αναιρεί τη δυνατότητα καταδίκης και πρέπει να οδηγήσει είτε σε αθώωση είτε σε επανεκδίκαση. Σε αντίθεση με τα νομικά θέματα, είναι η εισήγηση, η κρίση των πραγματικών θεμάτων, και δη της αξιοπιστίας, δεν μπορεί να γίνεται κατά πλειοψηφία. Προς στήριξη της εισήγησης αυτής  έγινε παραπομπή στην υπόθεση Koufou v. Republic (1984) 2 C.L.R. 165.

 

Η Koufou όμως δεν μπορεί να στηρίζει την εισήγηση. Εκεί εκρίθη ότι κατά πλειοψηφία απόφαση δεν συνιστούσε εμπόδιο στην καταδίκη έστω και αν οι δύο δικαστές που είχαν καταδικάσει κατέληξαν στην απόφασή τους ο κάθε ένας με διαφορετικό σκεπτικό. Ούτε θα μπορούσε να είναι άλλως, έχοντας υπ’ όψη το Άρθρο 77(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου το οποίο προνοεί:

 

«(2) Όταν το Δικαστήριο απαρτίζεται από περισσότερους του ενός δικαστές, εκτός αν η πλειοψηφία του Δικαστηρίου κρίνει τον κατηγορούμενο ένοχο, αυτός αθωώνεται.»

 

Δεδομένου του Άρθρου 77, το γεγονός ότι ο δικαστής είναι κριτής και του νόμου και των γεγονότων δεν τον θέτει, ως προς τα γεγονότα, στην παραδοσιακή θέση του σώματος των ενόρκων όσον αφορά τη δυνατότητα κατά πλειοψηφία απόφασης για καταδίκη, ακόμα και αν αυτή αφορά την αξιοπιστία.

 

Η άλλη πτυχή της έφεσης, με βασικό έρεισμα τη διαφωνούσα απόφαση του Προέδρου, αφορά την κρίση επί της αξιοπιστίας του Α, δεδομένης της καταδίκης επ’ αυτής χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Περαιτέρω, η πλειοψηφία, κατά την εισήγηση, έκρινε αξιόπιστο τον Α χωρίς να εξετάσει τη μαρτυρία του σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και δη τα στοιχεία τα οποία αντανακλούσαν στην κρίση της αξιοπιστίας του. Υποβάλλεται συναφώς ότι η ίδια η μαρτυρία του Α είναι αντιφατική και αυτοαναιρούμενη, εμπεριέχουσα εγγενείς αδυναμίες, και ότι δεν αντέχει στη βάσανο του ελέγχου της με αναφορά στα υπόλοιπα δεδομένα. 

 

Έχουμε εξετάσει τις επί μέρους εισηγήσεις που γίνονται προς [*233]την κατεύθυνση αυτή και δεν διαπιστώνουμε έρεισμα σε αυτές που να δικαιολογεί παρέμβαση του Εφετείου στην κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του Α. Πέραν της εντύπωσης αξιοπιστίας που ο Α άφησε στο Κακουργιοδικείο σε όλο το εύρος της διαδικασίας και την οποία το Κακουργιοδικείο αιτιολόγησε με συγκεκριμένες αναφορές, το Κακουργιοδικείο είχε υπ’ όψη του τις εισηγήσεις ως προς τις όποιες αδυναμίες στη μαρτυρία του Α.  Έχοντας εξετάσει τις παραπομπές που έγιναν και ενώπιον μας, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με το σκεπτικό του Κακουργιοδικείου επί τούτου (σελίδες 186-192):

 

«Αυτό δεν σημαίνει ότι η μαρτυρία του ήταν εντελώς αψεγάδιαστη – καμία σχεδόν μαρτυρία δεν είναι. Υπάρχουν στοιχεία, τα οποία, ένεκα ενδεχομένως του τρόπου διερεύνησης ή και χειρισμού της υπόθεσης, παρέμειναν ασαφή και ασυμπλήρωτα που εκ των πραγμάτων, αφήνουν κατηγορίες ατεκμηρίωτες και έκθετες σε απόρριψη – χωρίς τούτο να επηρεάζει όμως την εν γένει αξιοπιστία του μάρτυρος. Ομοίως υπάρχουν και ανακολουθίες και μικροαντιφάσεις – ενδεχομένως και αρκετές – σε σχέση όμως με επουσιώδεις πτυχές της μαρτυρίας του, οι οποίες και πάλι ουδόλως πλήττουν την εν γένει αξιοπιστία του. Η μαρτυρία δεν πρέπει να απομονώνεται και να σχολιάζονται χωριστά αποσπάσματά της. Ακόμη, οι μικροαντιφάσεις, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που τα γεγονότα βιώνονται έντονα από τους μάρτυρες και έχει παρέλθει κάποιο χρονικό διάστημα, όχι απλώς δεν είναι επιλήψιμες αλλά αναμένονται (βλ. Παπακοκκίνου κ.ά. ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653).

 

Πιο συγκεκριμένα όπως προκύπτει και από την καταγραφή της μαρτυρίας του, ο Μ.Κ.2 αναφέρθηκε στις λεπτομέρειες των περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης που υπέστη άλλοτε με περισσότερη σαφήνεια και άλλοτε με λιγότερη. Παρόλα ταύτα και ενώ η αντεξέταση στην οποία υποβλήθηκε ήταν πολύωρη και σε κάποιες στιγμές υψηλών τόνων, δεν υπήρξε η αναμενόμενη αμφισβήτηση των λεγομένων του επί των ουσιωδών γεγονότων της υπόθεσης. Αντίθετα η αντεξέταση αναλώθηκε, ως επί τω πλείστο, σε δευτερευούσης σημασίας ζητήματα όπως κάποιες ηχογραφήσεις που παρουσιάστηκαν από τον μάρτυρα (δακτυλογραφημένη απομαγνητοφώνηση - τεκμήριο 6) που καμία ουσιαστική σχέση έχουν με την υπόθεση, καθώς επίσης και κάποιους ισχυρισμούς του μάρτυρα για απειλές και απαγωγή του από αγνώστους, την οποία παραδέχθηκε ότι ήταν ψευδής.

 

Κατανοούμε το θεμιτό της προσπάθειας του συνηγόρου να πλή[*234]ξει την αξιοπιστία του μάρτυρα δια της ανάδειξης αυτού του τελευταίου στοιχείου, αλλά θα αναμέναμε όχι μόνο ανάλογη αλλά και πολύ πιο έντονη προσπάθεια να αναδειχθούν αναλήθειες σε σχέση με τα περιστατικά που συνθέτουν τις σοβαρότατες κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος. Αντ’ αυτού είχαμε απλώς μερικές υποβολές που παρέμειναν ανυποστήριχτες και απλαισίωτες καθώς επίσης και μερικές “χαλαρές” ερωτήσεις που εν πάση περιπτώσει απαντήθηκαν με απόλυτη επάρκεια από τον μάρτυρα. Στην πρόσφατη υπόθεση Λ.Κ. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 152/10, ημερ. 28.12.2011, η οποία επίσης αφορούσε σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου λέχθηκαν σχετικά στη σελ.5 τα εξής:

 

“Όπως είπαμε και προηγουμένως, ασφαλώς και έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι ο εφεσείων κατά την πρωτόδικη διαδικασία παρέλειψε να αντεξετάσει την παραπονούμενη ως προς τα συμβάντα στα οποία βασίζεται η καταγγελία της. Ο ισχυρισμός ότι η αντεξέταση δεν έγινε γιατί τέτοια γεγονότα δεν έλαβαν ποτέ χώρα, δεν αντέχει ούτε στην πιο απλοϊκή λογική. Ασφαλώς και, ιδιαίτερα μάλιστα, θα λέγαμε, στις περιπτώσεις όπου είναι η θέση του αντίδικου ότι τα γεγονότα που ισχυρίζεται η άλλη πλευρά δεν έγιναν, απαιτείται αντεξέταση και μάλιστα σφοδρή, μόνο και μόνο για να αποδειχθεί η έλλειψη υπόβαθρου στην καταγγελία, αν επισημανθούν αντιφάσεις και ανακρίβειες”.

 

Πέραν των πιο πάνω η ειλικρίνεια του Μ.Κ.2 αναδεικνύεται και από ακόμα ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Ο μάρτυρας  ξεκαθάρισε, ότι, παρά τις περί του αντιθέτου επανειλημμένες προσπάθειες του πατέρα του, καμία σεξουαλική κακοποίηση δεν υπέστη τα τελευταία τρία χρόνια. Η σημασία αυτής της αναφοράς προκύπτει από το γεγονός ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος – παρά την εκ των υστέρων αναδίπλωση του- έδωσε θεληματική κατάθεση στις 15.7.2012 (τεκμήριο 3) στην οποία παραδέχεται πράξεις και ενέργειες που φέρονται να έλαβαν χώρα τον Φεβρουάριο του 2012 και οι οποίες σαφέστατα συνιστούν σεξουαλική κακοποίηση του γιού του. Οι αναφορές αυτές του κατηγορούμενου αποτέλεσαν μάλιστα και το υπόβαθρο για προσθήκη των κατηγοριών 33-35 στο κατηγορητήριο.

 

Ενώ λοιπόν έγιναν τέτοιες ενοχοποιητικές αναφορές από τον κατηγορούμενο και κατόπιν τούτου λήφθηκε από τον Μ.Κ.2 συμπληρωματική κατάθεση στις 17.7.2012 (έγγραφο Κ2Γ) - ο Μ.Κ.2 ευθέως και ευθαρσώς είπε πως τέτοια γεγονότα ουδέπο[*235]τε έλαβαν χώρα. Είχε δηλαδή μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να καταλογίσει στον πατέρα του σεξουαλική κακοποίηση που και ο ίδιος παραδεχόταν αλλά δεν την άδραξε. Αυτή τη στάση να σημειώσουμε, τη διατήρησε και κατά τη διάρκεια της δίκης όπου σε πάμπολλες περιπτώσεις επανέλαβε πως δεν υπέστη σεξουαλική κακοποίηση τα τελευταία τρία χρόνια. Η στάση αυτή αναδεικνύει τη γνησιότητα της καταγγελίας του και δίνει τέλος και στο σενάριο που αναδείχθηκε από το συνήγορο Υπεράσπισης ότι τάχατες προέβη στις καταγγελίες του για να εκδικηθεί τον πατέρα του που δεν πληρώνει τη διατροφή που ζητά η μητέρα του και/ή διότι έχει περιουσιακές διαφορές μαζί της. Ένα τέτοιο σενάριο αντιστρατεύεται και της λογικής αφού είναι αυτονόητο ότι η φυλάκιση του πατέρα του που είναι ένα λογικό απότοκο σε περίπτωση στοιχειοθέτησης των καταγγελιών του, δίνει τέλος στην όποια προσδοκία για την καταβολή διατροφής όχι μόνο για το εγγύς αλλά και για το απώτερο μέλλον.

 

Ένα άλλο σημείο που ανέδειξε ο συνήγορος Υπεράσπισης στην αγόρευση του, αφορά στους δονητές. Υπενθυμίζουμε ότι υπάρχουν δύο περιστατικά με δονητές ένα το 2008 (κατηγορίες 20-22) και ένα το 2010 (κατηγορίες 27-29). Είναι γεγονός ότι στην πρώτη του κατάθεση (έγγραφο Κ2Α) ο Μ.Κ.2 αναφέρει (στις σελ.7-8) ότι το πρώτο περιστατικό έγινε στον μπάνιο ενώ στη συμπληρωματική του κατάθεση (έγγραφο Κ2Γ) αναφέρει (στη σελ.2) ότι το πρώτο περιστατικό έγινε στο υπνοδωμάτιο και είναι το δεύτερο που έγινε στο μπάνιο. Την ανακολουθία όμως αυτή την αποσαφήνισε με απόλυτη επάρκεια τόσο στην κυρίως εξέταση όσο και στην αντεξέταση. Το ζήτημα το αποσαφήνισε ως εξής (κυρίως εξέταση):

 

“Επίσης το τελευταίο πράγμα να αναφέρω είναι ότι εκείνο με τους δονητές στην κατάθεση μου δεν είναι πολύ ξεκάθαρο το έτος 2008 όταν ήμουν κάτω με τον Αντρέα και παίζαμε playstation είπεν μου «Έλα πάνω» και δεν πήγαινα και έπιαεν με που το χέρι και πήρεν με πάνω μετά ήρτεν και εκράταν δονητή και λέει μου «Έφερα σου ένα δώρο που την Ουκρανία» (...). Τζιαί η δεύτερη φορά που ήταν με δονητή ήταν το 2010 και όταν ήταν μέσα στο μπάνιο (...) Τζιαί απλά τότε ήμουν το 2010 ήμουν στο μπάνιο τζιαί μπήκε ήμουν πιο σωματικά δυνάμενος που το 2008 τζιαί κούντισα τον τζιαί έπεσε και βγήκα και πήγα στο δωμάτιο μου”.

 

Αυτή η αποσαφήνιση, η οποία παρέμεινε αλώβητη και στη αντεξέταση, ιδωμένη και στο ευρύτερο πολύχρονο και πολυτάραχο [*236]πλαίσιο της υπόθεσης που σκιαγραφήσαμε στην αρχή της παρούσας ενότητας, μας αφήνει απόλυτα ικανοποιημένους.

 

Όπως προαναφέραμε, πολύς λόγος έγινε από την Υπεράσπιση τόσο στην αντεξέταση όσο και στην αγόρευση του συνηγόρου γύρω από κάποιες ηχογραφήσεις που παρουσίασε ο μάρτυρας (δακτυλογραφημένη απομαγνητοφώνηση -τεκμήριο 6). Συγκεκριμένα η Υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι ο μάρτυρας περιέπεσε σε αντιφάσεις σε σχέση με το ποιοι ήταν παρόντες σε διάφορες φάσεις της μαγνητοφώνησης, στο κατά πόσο ο κατηγορούμενος ακούγεται ή όχι να εκστομίζει απειλές και για άλλα μικροζητήματα της στιχομυθίας. Ομοίως έγινε προσπάθεια να αποδοθεί στον Μ.Κ.2 κάποιου είδους σκοπιμότητα στη διαγραφή μερικών ηχογραφήσεων και στην ανάδειξη αντιφάσεων ως προς τους λόγους της εν λόγω διαγραφής. Επί τούτου ο Μ.Κ.2 ήταν σαφής στο ότι πληροφόρησε την Αστυνομία ότι είχε καταχωρημένες στον υπολογιστή του όλες τις ηχογραφήσεις και προθυμοποιήθηκε μάλιστα να τις παρουσιάσει. Η Αστυνομία όμως του ανέφερε ότι κάτι τέτοιο ήταν αχρείαστο αφού μπορούσαν να τις επαναφέρουν από μόνοι τους, όπως και έγινε. Σημειώνουμε ότι το σύνολο των ηχογραφήσεων (περιλαμβανομένων των διαγραφεισών) παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο (τεκμήριο 6) και δεν εμπεριέχουν οτιδήποτε που να δικαιολογεί τον ισχυρισμό του συνηγόρου. 

 

Γενικότερα κρίνουμε ότι τίποτε το μεμπτό για την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής δεν προκύπτει από τις εν λόγω ηχογραφήσεις, οι οποίες ούτως ή άλλως είναι εν πολύς άσχετες. Ούτε και υπάρχουν σημαντικές αντιφάσεις σε σχέση με τις ηχογραφήσεις αυτές, αφού ο μάρτυρας έδωσε πειστικές απαντήσεις και εξηγήσεις για όλα όσα ρωτήθηκε. Αν είναι κάτι που προκύπτει από τις ηχογραφήσεις, είναι οι χυδαιότητες που ακούγεται να εκστομίζει ο κατηγορούμενος απευθυνόμενος στον γιο του, χυδαιότητες ουδόλως ασύνδετες με τα όσα του καταλογίζονται. Συγκεκριμένα ακούγεται ο κατηγορούμενος να λέει, “ήρτα έπιασε σε που το σχολείο τζιαι έπιανες το βίλλο μου τζιαι έπαιζες μου τον μεσ’ το αυτοκίνητο, εν να το πω της μάνας σου ρε” (voice 3), “να με γλύψει τζαι να με πελλάνει”- (voice 4) και “είσαι ένας πούττος, πούττος να σου τον γλύψω να σε πελλάνω” (voice 6). Ομοίως σε πάμπολλες περιπτώσεις ακούγεται ο κατηγορούμενος να προειδοποιεί τον Μ.Κ.2 ότι θα προβεί σε αποκαλύψεις προς τη μητέρα του, προειδοποιήσεις που μπορεί κάλλιστα να εκληφθούν ως απειλές, συνάδοντας έτσι με την εκδοχή του μάρτυρα. Επ’ αυτού να σημειώσουμε ότι ο μάρτυρας [*237]μίλησε γενικά για απειλές και ξεκαθάρισε ότι δεν ακούγεται στις ηχογραφήσεις, ο κατηγορούμενος να απειλεί να σκοτώσει τη μητέρα του, κάτι το οποίο απείλησε να πράξει πολλές φορές στο παρελθόν.

 

Δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι ηχογραφήσεις αυτές και η μετέπειτα παρουσίαση τους στο Δικαστήριο - ενδεχομένως - να έγιναν κατά παράβαση του Περί Προστασίας του Απορρήτου Ιδιωτικής Επικοινωνίας Νόμου 92(Ι)/1996. Τούτο βέβαια δεν τις αποκλείει εξ ορισμού ως μαρτυρία (βλ. Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186).

 

Ωστόσο εφόσον δεν τέθηκε ένα τέτοιο ζήτημα από οποιαδήποτε πλευρά και εφόσον οι ηχογραφήσεις αυτές έτσι κι αλλιώς δεν είναι σχετικές με τα επίδικα θέματα, δεν θα δώσουμε οποιαδήποτε συνέχεια στο θέμα. 

 

Ανεπιτυχής νύξη για αναξιοπιστία του μάρτυρα έγινε και σε σχέση με το γεγονός, ότι, το 2003 που έλαβε χώρα το πρώτο περιστατικό και ο εννιάχρονος τότε Μ.Κ.2 έτρεξε στην Αστυνομία, κατάγγειλε τον πατέρα του μόνο για σωματική κακοποίηση, μη αναφέροντας οτιδήποτε για σεξουαλική κακοποίηση είτε στην Αστυνομία είτε στη μητέρα του. Δεν χρειάζεται νομίζουμε να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί  τα αισθήματα φόβου, απελπισίας, σύγχυσης και αμηχανίας που προφανώς κυρίευσαν τη σκέψη του εννιάχρονου τότε Μ.Κ.2 και που τον εμπόδισαν, όχι μόνο τότε, αλλά και για χρόνια μετά, να καταγγείλει τα σεξουαλικά ανομήματα που υφίστατο στο χέρια του πατέρα του. Είναι για αυτά ακριβώς τα συναισθήματα που γίνεται λόγος στην υπόθεση Αντωνίου (ανωτέρω) και για τα οποία αναφερθήκαμε και εμείς εκτενώς στην εισαγωγή αυτής της ενότητας. Αυτά βέβαια τα επιβεβαίωσε, με απόλυτη μάλιστα πειστικότητα και ο Μ.Κ.2, ο οποίος πολλάκις μίλησε για τη σύγχυση και το φόβο που ένοιωθε. Φόβος ο οποίος ενισχυόταν συνεχώς από τις επαναλαμβανόμενες απειλές του κατηγορούμενου ότι αν έλεγε οτιδήποτε θα σκότωνε τη μητέρα του. Απειλές που δεν φάνταζαν απομακρυσμένες αφού βίωσε πολλές φορές τη σωματική κακοποίηση της μητέρας του από τον πατέρα του - κακοποίηση που σε μια τουλάχιστον περίπτωση ήταν τόσο βάναυση που η μητέρα του κατέληξε στο νοσοκομείο για νοσηλεία. Με πολλή δισταγμό αποφάσισε να μιλήσει και μόνο μετά τις πρόσφατες πιέσεις της μητέρας του, οι οποίες, ως ελέχθη, εντάθηκαν μετά τις διαπιστώσεις του ψυχολόγου ότι το μεγάλο μίσος που έτρεφε ο μάρτυρας για τον κατηγορούμενο δημιουρ[*238]γούσαν υποψία σεξουαλικής κακοποίησης.

 

Όπως προαναφέραμε ο συνήγορος Υπεράσπισης ανάλωσε μεγάλο μέρος της αντεξέτασης και αγόρευσης αναφορικά με τη ψευδή καταγγελία που έκανε ο μάρτυρας στην αστυνομία για δήθεν απαγωγή του από αγνώστους. Δεν επικροτούμε βέβαια την ενέργεια αυτή του μάρτυρα, ούτε όμως και τη θεωρούμε ικανή να κλονίσει την εξαιρετική εντύπωση που μας προξένησε ο μάρτυρας και τη σιγουριά μας ότι επί των ουσιωδών γεγονότων της υπόθεσης έλεγε την αλήθεια. Υπενθυμίζουμε ότι το περιστατικό αυτό για το οποίο ο μάρτυρας έδωσε εξήγηση, έγινε χρόνια μετά τα επίδικα γεγονότα, μετά μάλιστα που η παρούσα υπόθεση είχε καταγγελθεί στην Αστυνομία. 

 

Κλείνοντας με τη μαρτυρία του Μ.Κ.2 καταγράφουμε και τη διαπίστωση μας ότι δεν εντοπίσαμε στους κόλπους της λοιπής μαρτυρίας, ενίσχυση υπό την αυστηρή νομολογιακή έννοια. Ως εκ τούτου έχουμε αναλογιστεί στον υπέρτατο βαθμό και αυτοπροειδοποιηθεί για τους κινδύνους που ελλοχεύουν να αποδεχτούμε αυτή τη μαρτυρία χωρίς ενίσχυση και να στηρίξουμε σ’ αυτή καταδίκη του κατηγορούμενου. Καταλήγουμε όμως στο συμπέρασμα ότι η ποιότητα της μαρτυρίας του Μ.Κ.2 επί των ουσιωδών γεγονότων, είναι τέτοιας εξαιρετικής υφής που αισθανόμαστε απόλυτη ασφάλεια να στηριχθούμε σ’ αυτή και σιγουριά ότι η επακόλουθη καταδίκη στις κατηγορίες που στοιχειοθετούνται θα είναι το προϊόν της αληθούς εξιστόρησης των όσων πράγματι διέπραξε ο κατηγορούμενος σε βάρος του γιου του. Με αυτή τη διαπίστωση ο Μ.Κ.2 κρίνεται αξιόπιστος.»

 

Παραθέσαμε σε έκταση την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου στη μαρτυρία του Α αφού αυτή αφορά και άλλες επί μέρους πτυχές του θέματος οι οποίες αναδεικνύονται από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τον Εφεσείοντα και στις οποίες εβασίσθη ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου για να καταλήξει στη δική του αθωωτική απόφαση.

 

Ως προς την ίδια τη μαρτυρία του Α, δεν υπάρχει οτιδήποτε που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στα του Κακουργιοδικείου και δεν μπορούμε να συμμερισθούμε τις αμφιβολίες του διαφωνήσαντος Προέδρου. Εκτός του ότι η κρίση της αξιοπιστίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εκδικάζοντος δικαστηρίου, φρονούμε ότι η μαρτυρία του Α, επί των δικών της όρων, ουδόλως παρουσιάζει τις αδυναμίες και αντιφάσεις που εισηγείται ο Εφεσείων.  Απεναντίας, πρόκειται για μαρτυρία συμπαγή και συνεπή, διεπό[*239]μενη από πιστότητα και πληρότητα με αναφορά στις συνθήκες που την περιβάλλουν. Τα όσα προβάλλονται ως αδυναμίες και αντιφάσεις, αντιθέτως ενισχύουν την αξιοπιστία αφού ανάγονται σε επουσιώδη πράγματα στα οποία δεν θα εξέπληττε να μην υπήρχε η ακρίβεια η οποία μπορεί ευλόγως να αναμένεται από οποιοδήποτε μάρτυρα και ιδιαιτέρως τον Α στην ηλικία του και στις συνθήκες των γεγονότων. Το σημαντικό είναι ότι, όχι μόνο η ουσία της μαρτυρίας αλλά και οι επί μέρους πτυχές της για τα τρία πρώτα περιστατικά και τη συνεχή παρενόχληση τα επόμενα τέσσερα έτη, παραμένουν σταθερές και ανεπηρέαστες, εις τρόπον ώστε να προκύπτει και πλήρης αναλογία της ουσίας στα επί μέρους αλλά και των επί μέρους στην ουσία.  Ιδιαιτέρως όσον αφορά την παράλειψη του Α να αναφέρει στην Αστυνομία, όπου έσπευσε μετά από το πρώτο περιστατικό, ότι ο Εφεσείων τον είχε παρενοχλήσει σεξουαλικώς, αναφέροντας μόνο ότι τον είχε κτυπήσει, τούτο θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό, όχι μόνο ως εκ των παραλλήλων απειλών του Εφεσείοντα και της εν γένει σχέσης εξουσίας πατρός επί υιού που υπήρχε, αλλά και ως εκ της τότε ηλικίας και άγνοιας του Α για τα πράγματα αυτά. Η στάση του Α ήταν απολύτως φυσιολογική και συμφωνούμε πλήρως με την επί του θέματος προσέγγιση του Κακουργιοδικείου.

 

Εισηγήσεις έγιναν επί του θέματος των ηχογραφήσεων το οποίο απετέλεσε, κατά την κρίση του διαφωνήσαντος Προέδρου του Κακουργιοδικείου, πλήγμα στην αξιοπιστία του Α όσον αφορά ιδιαιτέρως το σκοπό της διαγραφής των τριών εκ των έξι ηχογραφήσεων. Ο προβληματισμός του Προέδρου και οι επ’ αυτών εισηγήσεις δεν μπορούν να αντανακλούν τη δική μας θεώρηση.  Αντιθέτως, μακράν του να αδυνατίζουν την αξιοπιστία του Α, οι ηχογραφήσεις, περιλαμβανομένων των διαγραφεισών και αποκατασταθησών, ενισχύουν την όλη εντύπωση των σχέσεων πατέρα και υιού με αναφορά και στη σεξουαλική πτυχή, αποκαλύπτοντας ένα περιεχόμενο και κατεύθυνση αντίληψης του Εφεσείοντα που ευρίσκεται στον αντίποδα του επιθυμητού όσον αφορά την αγωγή που θα ανεμένετο να παρέχει πατέρας προς υιό, αλλά και ενισχύουν τη σεξουαλική χροιά της αντιπάθειας του Α προς τον Εφεσείοντα. Τοσούτο μάλλον αν, όπως διέδιδε ο Εφεσείων, ο Α είχε ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό.

 

Στερούμενες ερείσματος είναι και οι εισηγήσεις που αφορούν την ψευδή καταγγελία του Α στην Αστυνομία το Σεπτέμβριο του 2012, μετά δηλαδή από την καταγγελία της υπόθεσης, ότι είχε απαχθεί, που επίσης αποτέλεσε στοιχείο το οποίο, στην κρίση του διαφωνήσαντος Προέδρου του Κακουργιοδικείου, έπληττε [*240]την αξιοπιστία του Α ως εκ του ψευδούς της καταγγελίας. Το ψευδές της καταγγελίας συναρτάτο προς την ίδια την αναφορά του Α ότι, τα πρόσωπα που τον ανάγκασαν υπό απειλές να προβεί στην καταγγελία για απαγωγή του, αναφέρθησαν ακριβώς στην επιδίωξη να γίνει η ψευδής καταγγελία και να αποκαλυφθεί ως ψευδής για να πληγεί η αξιοπιστία του Α και έτσι να κλονισθεί η όλη υπόθεση. Εξ ου και ο Α ομολόγησε τελικά στην Αστυνομία, η οποία δεν τον πίστευε, ότι η καταγγελία ήταν ψευδής και τους απεκάλυψε τα διαδραματισθέντα. Και τούτο, στο πλαίσιο και των προηγούμενων απειλών που είχε δεχθεί ο Α, μετά από την καταγγελία του εναντίον του Εφεσείοντα, με επιδίωξη να «κάμει πίσω» στην καταγγελία του.

 

Η άλλη σημαντική πτυχή των εισηγήσεων του Εφεσείοντα αφορά το χρόνο της αποκάλυψης των αποδιδομένων στον Εφεσείοντα από τον Α. Και αυτή ήταν μία διάσταση στην οποία ο διαφωνήσας Πρόεδρος έθεσε σημασία για να εξηγήσει τις αμφιβολίες του για την αξιοπιστία του Α, κρίνοντας ότι μπορούσε να εσυσχετίζετο με τις περιουσιακές διαφορές των γονέων του, και δη τις απαιτήσεις του Εφεσείοντα επί της οικογενειακής στέγης και την άρνηση του Εφεσείοντα να συνεισφέρει για τη διατροφή και μόρφωση των παιδιών του, αλλά και με τις διαδόσεις του Εφεσείοντα ότι ο Α είχε ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό.

 

Δεν θεωρούμε δικαιολογημένη την άποψη του διαφωνήσαντος Προέδρου ότι αυτά μπορούσαν να καλλιεργήσουν το μίσος του Α προς τον Εφεσείοντα ώστε να μην μπορούσε να αποκλείετο λογικά το ότι η καταγγελία ήταν προϊόν του μίσους αυτού. Το όποιο μίσος φαίνεται να είχε ο Α για τον Εφεσείοντα δεν ήταν πρόσφατο ώστε να μπορούσε να συναρτάτο προς τις περιουσιακές διαφορές και τις διαδόσεις του Εφεσείοντα αλλά συνεχές. Η δε κορύφωση της κατάστασης ήταν σαφώς η συνάντηση με τον ψυχολόγο, η οποία και ήταν καταλυτική για τις αποκαλύψεις και την επακολουθήσασα καταγγελία του Α.

 

Τούτα ισχύουν και για τις εισηγήσεις του Εφεσείοντα ως προς το θέμα και δη ως προς τους λόγους της μη αποκάλυψης των σεξουαλικών παρενοχλήσεων από το 2003, με βασική θέση ότι δεν είναι ευλόγως πιστευτή η εξήγηση του Α ότι δεν αποκάλυπτε οτιδήποτε λόγω των εκβιαστικών απειλών του Εφεσείοντα ότι θα έκανε κακό στη σύζυγό του και μητέρα του Α. Λέγεται, συναφώς, ότι δεν συνάδει η εξήγηση αυτή με τις αναφορές του Α ότι τα τελευταία έτη αντιδρούσε βίαια στις προσπάθειες του Εφεσείοντα να τον παρενοχλήσει, κτυπώντας τον και εκδιώχνοντας τον. Μα [*241]απεναντίας, η αντίδραση αυτή του Α, την οποία εξήγησε με αναφορά στο ότι, ανδρούμενος, ήταν πλέον σε θέση να αντιδρά έτσι, δείχνει ακριβώς ότι τα τελευταία έτη, και δη από το 2009, δεν άφησε τον Εφεσείοντα να τον παρενοχλήσει αποτελεσματικά παρά τις προσπάθειες εκείνου, που εξηγεί γιατί προηγουμένως τα συναισθήματα απειλών και φόβου δεν του επέτρεπαν όχι μόνο να αντιδρά αποτελεσματικά αλλά και να αποκαλύψει τα όσα εγίνοντο. Η δε παράλειψη του Α να αποκαλύψει οτιδήποτε ακόμα και μετά από το 2009 είναι απολύτως φυσική υπό τις περιστάσεις, αναγόμενη πλέον και σε αισθήματα συνειδητοποίησης ντροπής για τα όσα εγίνοντο. Η τελική του απόφαση να μιλήσει, έπειτα από πολλή προσπάθεια της μητέρας του να αντιληφθεί τα αρνητικά αισθήματα του Α προς τον Εφεσείοντα, συνάδει πλήρως με την όλη προηγούμενη συμπεριφορά και στάση του Α και δεν δικαιολογεί την εισήγηση που γίνεται ότι ο Α επινόησε τα όσα ανέφερε για τον Εφεσείοντα μετά από την επίσκεψη στο ψυχολόγο για να διοχετεύσει το μίσος του προς αυτόν.

 

Καταλήγοντας ότι δεν υπάρχει έρεισμα στις εισηγήσεις του Εφεσείοντα, θεωρούμε ότι, υπό τις συνθήκες, η ποιότητα της μαρτυρίας του Α ήταν όντως τέτοια ώστε το Κακουργιοδικείο να εδικαιούτο, έχοντας δεόντως αυτοπροειδοποιηθεί, να καταδικάσει επ’ αυτής χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο