Μαυρομιχάλης Αλέξης ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 256

ECLI:CY:AD:2014:B251

(2014) 2 ΑΑΔ 256

[*256]9 Aπριλίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΛΕΞΗΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 62/2014)

 

 

Ποινική Δικονομία ― Κράτηση μέχρι τη δίκη ― Τέτοια απόφαση αναθεωρείται από το Εφετείο μόνο όπου διαπιστώνεται ότι η σχετική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενείς παράγοντες είτε διότι παραγνωρίστηκαν παράγοντες και κριτήρια που καθιερώθηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα για την άσκηση της.

 

Ποινική Δικονομία ― Κράτηση μέχρι τη δίκη ― Η απόφαση Τουμάζου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93, δεν καθιέρωσε υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης μέχρι τη δίκη, για προσαγωγή μαρτυρίας για απόδειξη των προσπαθειών της αστυνομίας προς εκτέλεση του εντάλματος ή ότι ο εφεσείοντας ενώ γνώριζε ότι εκκρεμούσε εναντίον του ένταλμα σύλληψης διέφευγε της σύλληψης, αλλά υποχρέωση παράθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου ικανοποιητικών στοιχείων ότι ο εφεσείων, γνωρίζοντας για το ενδεχόμενο ύπαρξης εντάλματος σύλληψης εναντίον του, προσπάθησε να αποφύγει τη σύλληψη.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση την ορθότητα απόφασης Κακουργιοδικείου, με την οποία διατάχθηκε η κράτηση του μέχρι τη δίκη.

 

Είχε παραπεμφθεί σε απευθείας δίκη ενώπιον Μόνιμου Κακουργιοδικείου το oποίο θα συνεδρίαζε για τα αδικήματα της συνομωσίας προς διάπραξη φόνου και καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες, απόπειρας διάπραξης δύο φόνων και απόπειρας καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες.

[*257]Το Δικαστήριο κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος και αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, άσκησε τη διακριτική του εξουσία υπέρ του αιτήματος για κράτηση μέχρι τη δίκη.

 

Όπως επισημάνθηκε πρωτοδίκως, από την ημερομηνία έκδοσης ενταλμάτων σύλληψης του εφεσείοντα μέχρι την ημερομηνία σύλληψης του, μεσολάβησαν σχεδόν τέσσερα χρόνια και για το διάστημα αυτό δεν υπήρχε μαρτυρία για τις ακριβείς προσπάθειες εκτέλεσης των ενταλμάτων σύλληψης. Παρέμενε όμως δεδομένο ότι τα εντάλματα αυτά εκτελέστηκαν στις 17.3.2014 όταν ο κατηγορούμενος επέστρεψε στην Κύπρο.

 

Ωστόσο παρά την απουσία όπως επεσήμανε, μαρτυρίας από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής, ως προς τις προσπάθειες που έγιναν για εκτέλεση των αναφερόμενων ενταλμάτων, δεν ήταν εφικτό να εξαχθεί συμπέρασμα ότι όντως υπήρχαν τα εχέγγυα ότι εάν ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος αφηνόταν ελεύθερος υπό όρους, αυτός θα παρουσιαζόταν στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του. Πάντοτε, όπως υπέδειξε, σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα των κατηγοριών που αντιμετώπιζε.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκαν τα εξής:

 

Η απόφαση κράτησης ήταν λανθασμένη καθ’ ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνεκτίμησε τρία ουσιώδη στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και τα οποία συνιστούσαν εχέγγυα μη φυγοδικίας:

 

α)  το γεγονός ότι ενώ, τους τελευταίους έξι μήνες ο εφεσείων  ήταν στο εξωτερικό ζητούσε  από την αστυνομία να τον πληροφορήσει κατά πόσο εκκρεμούσαν εναντίον του εντάλματα σύλληψης,

 

β)  ότι καθ’ όλο αυτό το διάστημα έθετε τον εαυτό του στη διάθεση της αστυνομίας  και ότι,

 

γ)  ο εφεσείων επέστρεψε στην Κύπρο οικειοθελώς και παρεδόθη στην αστυνομία.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η κράτηση ενός υπόδικου μέχρι την δίκη, ή, η εξασφάλιση  της παρουσίας του με όρους, εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

2.  Η άσκηση δε της εξουσίας αυτής δεν αναθεωρείται με γνώμονα [*258]την ορθότητα της (πρωτόδικης) απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου.

 

3.  Αναθεωρείται όπου διαπιστώνεται ότι δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενείς παράγοντες είτε διότι παραγνωρίστηκαν παράγοντες και κριτήρια που καθιερώθηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα για την άσκηση της.

 

4.  Δεν ήταν όμως τέτοια η παρούσα περίπτωση, κατά την οποία η πρωτόδικος Δικαστής έδωσε επαρκείς και ικανοποιητικούς λόγους γιατί αποφάσισε να ασκήσει τη διακριτική της εξουσία υπέρ της κράτησης του εφεσείοντα.

 

5.  Οι λόγοι στους οποίους στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν καθόλα συμβατοί με το πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκείται δικαστικώς η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου σε τέτοιες περιπτώσεις και ενόψει τούτου δεν παρεχόταν περιθώριο επέμβασης του Εφετείου. Έστω και εάν, υποκειμενικά, τα μέλη του δυνατόν να αποφάσιζαν διαφορετικά.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Τουμάζου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93.

 

Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης .

 

Έφεση από τον Καθ’ ου η αίτηση εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 790/14), ημερομηνίας 21/3/14.

 

Α. Πελεκάνος, για Εφεσείοντα.

 

Χρ. Κυθραιώτου, για Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων παραπέμφθηκε σε απευθείας δίκη ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας το ποίο θα συνεδριάσει σήμερα 9.4.2014, για τα αδικήματα της συ[*259]νομωσίας προς διάπραξη φόνου και καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες, απόπειρας διάπραξης δύο φόνων και απόπειρας καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες.

 

Με την απαγγελία της απόφασης για παραπομπή, η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε την κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας. Αίτημα που προσέκρουσε σε ένσταση της Υπεράσπισης που υποστήριξε ότι το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κάθε άλλο παρά προδιέγραφε τέτοιο κίνδυνο. Αφενός γιατί απουσίαζε ένας από τους τρεις αντικειμενικούς παράγοντες – αυτός της πιθανότητας καταδίκης – στη βάση των οποίων σταθμίζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας και, αφετέρου, η εξ ιδίων πρωτοβουλία του εφεσείοντα να επιστρέψει στην Κύπρο και να παραδοθεί στην αστυνομία εξαλείφουν κάθε ελλοχεύοντα φόβο ότι θα φυγοδικήσει. Το Δικαστήριο όμως, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, απεφάσισε να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία υπέρ του αιτήματος, με το σκεπτικό ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης απουσίαζαν εκείνα τα εχέγγυα που εάν ο εφεσείοντας αφήνετο ελεύθερος υπό όρους θα εξασφαλιζόταν η παρουσία του στη δίκη.

 

Ο εφεσείων θεωρεί ότι η απόφαση κράτησης του είναι λανθασμένη και με την παρούσα έφεση επιδιώκει την ανατροπή της για έξι λόγους, του οποίους όμως κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης περιόρισε σε ένα:- Ότι το Δικαστήριο δεν συνεκτίμησε τρία ουσιώδη στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και τα οποία συνιστούσαν εχέγγυα μη φυγοδικίας. Το πρώτο, τους τελευταίους έξι μήνες ενώ ήταν στο εξωτερικό ζητούσε από την αστυνομία να τον πληροφορήσει κατά πόσο εκκρεμούσαν εναντίον του εντάλματα σύλληψης, το δεύτερο, ότι καθόλο αυτό το διάστημα έθετε τον εαυτό του στη διάθεση της αστυνομίας και, το τρίτο, ότι επέστρεψε στην Κύπρο οικειοθελώς και παρεδόθη στην αστυνομία.

 

Όπως γίνεται αντιληπτό από τα πιο πάνω, οτιδήποτε άλλο προώθησε η Υπεράσπιση πρωτοδίκως δεν προωθήθηκε και κατ’ έφεση. Επομένως, για τις ανάγκες της παρούσας είναι αρκετό να αναφέρουμε σε συντομία το ιστορικό της υπόθεσης ώστε να γίνει κατανοητή η θέση που προωθήθηκε ενώπιον μας και η οποία δεν ήταν ικανοποιητική για το πρωτόδικο Δικαστήριο ώστε να ασκήσει την πρώτη επιλογή που είχε και να αφήσει τον εφεσείοντα ελεύθερο υπό όρους. Έχει ως ακολούθως:-

 

Ο εφεσείων συνελήφθη από την αστυνομία στις 22.3.2010 και [*260]εναντίον του εκδόθηκε διάταγμα κράτησης για έξι (6) ημέρες, με σκοπό την διερεύνηση των επιδίκων αδικημάτων για τα οποία υπήρχαν υπόνοιες εμπλοκής του. Αφέθηκε όμως ελεύθερος, αλλά στις 21.4.2010 εξασφαλίστηκε εναντίον του μαρτυρία που τον ενέπλεκε και την επομένη, στις 22.4.2010, εκδόθηκε εναντίον του νέο ένταλμα σύλληψης, το οποίο δεν εκτελέστηκε καθότι ο εφεσείοντας είχε στο μεταξύ εγκαταλείψει την Κύπρο. Αυτός ήταν και ο λόγος που λίγες ημέρες μετά, στις 28.4.2010, εκδόθηκε εναντίον του Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) το οποίο ουδέποτε εκτελέστηκε. Τέσσερα όμως χρόνια μετά, στις 17.3.2014 ο εφεσείοντας επέστρεψε οικειοθελώς στην Κύπρο και παρεδόθη στην αστυνομία και έκτοτε τελεί υπό κράτηση. Και αυτό αφού προηγήθηκαν επιστολές του δικηγόρου του προς την αστυνομία ημερ. 24.10.13, 30.12.13 και 22.1.14 με τις οποίες ζητούσε να πληροφορηθεί κατά πόσο εκκρεμούσαν εναντίον του εντάλματα σύλληψης και εάν ναι για ποιο σκοπό, καθώς επίσης και επιστολή ημερ. 17.3.2014 με την οποία πληροφορούσε το Αρχηγείο Αστυνομίας για τη πτήση και ώρα άφιξης του στην Κύπρο.

 

Όπως και πρωτοδίκως έτσι και ενώπιον μας, η οικειοθελής επιστροφή του εφεσείοντα στην Κύπρο και η παράδοση του στην αστυνομία, αποτέλεσαν τη βάση για διατύπωση της θέσης ότι δεν υπήρχε κίνδυνος φυγοδικίας. Ή, όπως το έθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος του, η επιστροφή του στην Κύπρο για να «… δικαστεί και να αποφασίσει αρμόδιο Δικαστήριο κατά πόσο ενέχεται ή όχι σε αυτή την υπόθεση…», αποτελεί το πιο ασφαλές εχέγγυο ότι δεν θα φυγοδικήσει. Και αυτό σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι είναι παντρεμένος και προστάτης οικογένειας με τρία ανήλικα παιδιά ηλικίας 17, 14 και 2 χρονών. Αντίθετη όμως ήταν η κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο υιοθέτησε τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι το γεγονός και μόνο ότι ο εφεσείοντας ήταν καταζητούμενος για τέσσερα περίπου χρόνια αναιρούσε τα όποια εχέγγυα ότι δεν θα ξανά φυγοδικήσει.

 

Το πρωτόδικο λοιπόν Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία υπέρ της κράτησης του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη και συναφώς παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:-

 

«Η ερώτηση η οποία τίθεται είναι κατά πόσο αυτό το διάστημα των 4 σχεδόν ετών που έχει παρέλθει και για το οποίο όπως έχω αναφέρει δεν έχω μαρτυρία για τις ακριβείς προσπάθειες εκτέλεσης των ενταλμάτων σύλληψης, παραμένει όμως δεδομένο ότι τα εντάλματα αυτά εκτελέστηκαν μόλις [*261]στις 17.3.2014 όταν ο κατηγορούμενος επέστρεψε στην Κύπρο, μπορεί να άρει στο μυαλό του Δικαστηρίου την όποια αμφιβολία τυχόν έχει για την εμφάνιση του στο Δικαστήριο την ημέρα που θα παρουσιαστεί ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας.

 

Έχω υπόψη μου την Ποινική Έφεση αρ. 243/13 Χρίστος Τουμάζου ν. Δημοκρατίας ημερ. 6.2.2014, απόφαση την οποία έχει επίσης αναφέρει ο κύριος Πελεκάνος, στην οποία ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Γιασεμής, δίδοντας την απόφαση της πλειοψηφίας είχε ψέξει την απόφαση της Αστυνομίας να μην δώσουν μαρτυρία για τα διαβήματα που είχαν λάβει για να εκτελέσουν εντάλματα σύλληψης που εκκρεμούσαν εναντίον του κατηγορουμένου και έδωσαν ουσιαστικά οδηγίες όπως ο κατηγορούμενος παραμείνει ελεύθερος μέχρι να ξανά εξεταστεί το θέμα από το Κακουργιοδικείο αφού τεθούν ενώπιον του βεβαίως τα στοιχεία αυτά.

 

Θεωρώ όμως ότι παρ’ όλη την απουσία μαρτυρίας από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής, ως προς τις προσπάθειες που έγιναν για εκτέλεση των ενταλμάτων σύλληψης που εκκρεμούσαν εναντίον του κατηγορουμένου με δεδομένο και παραδεκτό το πλαίσιο των γεγονότων όπως έχουν αναφερθεί δηλαδή κατάθεση Χριστοδούλου στις 21.4.2010, έκδοση εντάλματος σύλληψης στις 22.4.2010 και ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στις 28.4.2010 τα οποία δεν έχουν εκτελεστεί μέχρι τις 17.3.2014, δεν μπορώ να συμπεράνω ότι όντως έχω εκείνα τα εχέγγυα ενώπιον μου ότι εάν αφεθεί ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος ελεύθερος υπό όρους, αυτός θα παρουσιαστεί στο Δικαστήριο και θα αντιμετωπίσει τη δίκη του. Πάντοτε σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα των κατηγοριών που αντιμετωπίζει.»

 

Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση και τις θέσεις που προωθήθηκαν ενώπιον μας εκατέρωθεν. Να επισημάνουμε κατ’ αρχάς ότι στην υπό εξέταση περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι οι τρεις αντικειμενικοί παράγοντες στη βάση των οποίων σταθμίζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας – σοβαρότητα του αδικήματος, πιθανότητα καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής καταδίκης – ικανοποιούνται.  Ό,τι προωθήθηκε είναι ότι η οικειοθελής επιστροφή του εφεσείοντα στην Κύπρο σε συνδυασμό με την οικογενειακή του κατάσταση συνιστούν εχέγγυα ότι δεν θα φυγοδικήσει. Παραγνωρίζει όμως η εισήγηση αυτή το ουσιώδες:- Ότι η κράτηση ενός υπόδικου μέχρι την δίκη, ή, η εξασφάλιση  της παρουσίας του με όρους, εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του (πρωτόδικου) Δικαστηρίου.  [*262]Η άσκηση δε της εξουσίας αυτής δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της (πρωτόδικης) απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου. Αναθεωρείται όπου διαπιστώνεται ότι δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενείς παράγοντες είτε διότι παραγνωρίστηκαν παράγοντες και κριτήρια που καθιερώθηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα για την άσκηση της. Δεν είναι όμως τέτοια η παρούσα περίπτωση, κατά την οποία η πρωτόδικος Δικαστής έδωσε επαρκείς και ικανοποιητικούς λόγους γιατί απεφάσισε να ασκήσει τη διακριτική της εξουσία υπέρ της κράτησης του εφεσείοντα.  Λόγοι καθόλα συμβατοί με το πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκείται δικαστικώς η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου σε τέτοιες περιπτώσεις και ενόψει τούτου δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου. Έστω και εάν, υποκειμενικά, τα μέλη του δυνατόν να αποφάσιζαν διαφορετικά.

 

Όσον δε αφορά την υπόθεση Τουμάζου (ανωτέρω) είναι νομίζουμε η κατάλληλη ευκαιρία να διευκρινίσουμε ότι η πλειοψηφία σ’ αυτή την υπόθεση  δεν καθιέρωσε υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για προσαγωγή μαρτυρίας για απόδειξη των προσπαθειών της αστυνομίας προς εκτέλεση του εντάλματος ή ότι ο εφεσείοντας ενώ εγνώριζε ότι εκκρεμούσε εναντίον του ένταλμα σύλληψης διέφευγε της σύλληψης, αλλά υποχρέωση παράθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου ικανοποιητικών στοιχείων «… ότι ο εφεσείων, γνωρίζοντας για το ενδεχόμενο ύπαρξης εντάλματος σύλληψης εναντίον του, προσπάθησε να αποφύγει τη σύλληψη». Αυτό απέβλεπε να τονίσει η πλειοψηφία στην Τουμάζου (ανωτέρω) και ορθώς η ευπαίδευτη Δικαστής της παρούσας υπόθεσης δεν απέρριψε το αίτημα για κράτηση του εφεσείοντα στην «… απουσία μαρτυρίας από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής ως προς τις προσπάθειες που έγιναν για εκτέλεση των ενταλμάτων σύλληψης που εκκρεμούσαν εναντίον του κατηγορούμενου…».

 

Για όλα τα πιο πάνω κρίνουμε ότι δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε την διακριτική του εξουσία για κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη και ενόψει τούτου η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο