Αντρέου Μιχάλης ν. Δήμου Λάρνακας (2014) 2 ΑΑΔ 263

ECLI:CY:AD:2014:B272

(2014) 2 ΑΑΔ 263

[*263]16 Απριλίου, 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΝΤΡΕΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,

 

Εφεσίβλητου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 68/2011)

 

 

Πλανοδιοπώληση ― Πλανοδιοπώληση αγαθών εντός των Δημοτικών Ορίων του Δήμου Λάρνακας χωρίς την έγγραφη άδεια του τελευταίου κατά παράβαση των Άρθρων 2, 83, 84(κ), 87(1γ)(2), 111, 127 και 140 των  περί Δήμων Νόμου 1985 ως έχει τροποποιηθεί.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η ανάλυση των στοιχείων που οδηγούν στην αξιολόγηση της φιλαλήθειας ενός μάρτυρα ― Τα δυο επάλληλα επίπεδα. 

 

Μαρτυρία ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Η συμπεριφορά του μάρτυρα στο εδώλιο είναι κριτήριο με βάση το οποίο μπορεί να διαγνωσθεί η αξιοπιστία του.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή ήταν όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από την προσαχθείσα μαρτυρία που έγινε δεκτή ως αξιόπιστη.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αντιφάσεις ― Παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση ― Πρέπει να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν διάθεση του να ψευσθεί.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση, την καταδίκη του σε τέσσερα αδικήματα αναφορικά με πλανοδιοπώληση αγαθών σε διαφορετικές ημερομηνίες, εντός των Δημοτικών Ορίων του Δήμου Λάρ[*264]νακας χωρίς την έγγραφη άδεια του τελευταίου, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 83, 84(κ), 87(1γ)(2), 111, 127 και 140 των  περί Δήμων Νόμου 1985 όπως έχει τροποποιηθεί.

 

Εξώδικο πρόστιμο εξεδόθη για κάθε ένα από πιο πάνω αδικήματα, το οποίο μετά την πάροδο της προβλεπόμενης υπό του νόμου προθεσμίας και μη πληρωμής του αυξήθηκε από €85,43 σε €128,15.

 

Ο εφεσείων, χειρίστηκε την υπόθεση του αυτοπροσώπως, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση. Η εκδοχή που προώθησε με την υπεράσπιση του ήταν ότι, κατά το χρόνο που κατηγορείτο, έδιδε παιχνίδια, που εισήγαγε από το εξωτερικό μαζί με άλλες εισαγωγές του, στον «κόσμο» και σε παιδιά χωρίς να παίρνει χρήματα διότι αυτά είχαν κάποια ελαττώματα.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσε εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής ένας μάρτυρας, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο εκτελούσε καθήκοντα επιθεωρητή και ελέγχου αγορών εντός του Δήμου Λάρνακας. Ο εφεσείων προέβη σε ανώμοτη δήλωση και κάλεσε για υπεράσπιση του ένα μάρτυρα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που ανέφερε στην απόφαση του, αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 ενώ απέρριψε αυτή του Μ.Υ.1. Επίσης απέρριψε την εκδοχή που προέβαλε ο εφεσείων με την ανώμοτη δήλωση του.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α) Το εύρημα ενοχής ήταν λανθασμένο καθ’ ότι η μαρτυρία του μάρτυρα κατηγορίας δεν απέδειξε ότι ο εφεσείων πωλούσε αγαθά.

 

β) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του μάρτυρα υπεράσπισης και εσφαλμένα επέβαλε πρόστιμο χωρίς να ζητήσει να πληροφορηθεί για την οικονομική κατάσταση του εφεσείοντα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Είναι πάγια θέση της νομολογίας ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Από τα όσα υποδείχθηκαν από τον εφεσείοντα ως μεμπτά, δεν προέκυπτε ότι υπήρχαν ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία του Μ.Κ.1 ώστε να χρειαζόταν παρέμβαση του Εφετείου.

[*265]2.      Η μαρτυρία του Μ.Κ.1, απλή ως ήταν, αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο μεταξύ άλλων, κατέγραψε, χαρακτηριστικά ότι δεν διέκρινε ούτε και διαφάνηκε από τα λεγόμενα του μάρτυρα ότι διακατεχόταν από οποιανδήποτε προκατάληψη εναντίον του κατηγορουμένου ούτε και εκδικητικότητα.

 

3.  Προέκυπτε, ότι ο μάρτυρας Μ.Κ.1 δεν αντεξετάστηκε ούτε και αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα επί άλλου θέματος που ηγέρθη κατ’ έφεση, με αποτέλεσμα η ως άνω μαρτυρία του να παραμείνει αναμφισβήτητη και ακλόνητη.

 

4.  Η μαρτυρία του Μ.Κ.1 σφαιρικά ιδωμένη ήταν καθ’ όλα εύλογη και πειστική, δεν παρουσίαζε κενά ούτε αντιφάσεις, ούτε οδηγούσε στα όσα εισηγήθηκε ο εφεσείων.

 

5.  Αναφορικά με τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, όλα όσα ανέφερε ο Μ.Υ.1 εξετάστηκαν και ορθά απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην απόφαση του και αφορούσαν τόσο στην ουσία της μαρτυρίας του αλλά και την συμπεριφορά του κατά το χρόνο που κατέθετε.

 

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.1, κινήθηκε ακριβώς μέσα στις νομολογημένες παραμέτρους. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 και τα σχετικά συμπεράσματα αξιοπιστίας του ήταν καθ’ όλα εύλογα και επιτρεπτά.

 

7.  Ακόμη και αν η μαρτυρία του Μ.Υ.1 γινόταν αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δηλαδή, σε δυο τρεις φορές έδωσε δωρεάν κτυπημένα παιχνίδια, αυτό δεν οδηγούσε αυτόματα στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων στις συγκεκριμένες τέσσερεις περιπτώσεις, αντικείμενο των τεσσάρων κατηγοριών, δεν προέβη στα όσα ο Μ.Κ.1 του καταλόγισε.

 

8.  Παρ’ όλο που ο εφεσείων κατά την αγόρευση του δεν προώθησε τον λόγο έφεσης ότι «η μαρτυρία του μάρτυρα κατηγορίας δεν απέδειξε ότι πωλούσε αγαθά» εντούτοις, ο λόγος ήταν εντελώς αβάσιμος.

 

9.  Με βάση τα πρωτόδικα ευρήματα, η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε στηριζόμενη σε αξιόπιστη και πειστική μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος διέθετε προς πώληση διάφορα εμπορεύματα στις συγκεκριμένες ημερομηνίες και ώρες του Κατηγορητηρίου.

 

10. Αβάσιμος ήταν και ο λόγος έφεσης που στρεφόταν κατά της ποι[*266]νής με την αιτίαση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε το πρόστιμο χωρίς ζητήσει να πληροφορηθεί για την οικονομική κατάσταση του εφεσείοντα. Ο εφεσείων δεν αξιοποίησε την ευκαιρία που του έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να εκθέσει οιονδήποτε μετριαστικό λόγο επιθυμούσε πριν από την επιβολή ποινής, συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής του κατάστασης.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 326,

 

Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,

 

Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1056,

 

Sayed v. Πλοίου Μ/V Mary John κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 601,

 

Χαραλάμπους ν. Αβραάμ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1441,

 

GE Mavromatis Ltd. v. Πιερίδη (1996) 1 Α.Α.Δ. 724,

 

Μούζουρας ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1988) 2 Α.Α.Δ. 26.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

 

Έφεση από τον Κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Φιλίππου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 9938/10), ημερομηνίας 4/4/11.

 

Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.

 

Παν. Χατζηχριστοφή, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων/κατηγορούμενος, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, βρέθηκε ένοχος διάπραξης τεσσάρων αδικημάτων πλανοδιοπώλησης αγαθών εντός των Δημοτικών [*267]Ορίων του Δήμου Λάρνακας χωρίς την έγγραφη άδεια του τελευταίου κατά παράβαση των Άρθρων 2, 83, 84(κ), 87(1γ)(2), 111, 127 και 140 των περί Δήμων Νόμου 1985 όπως έχει τροποποιηθεί και Άρθρων 3, 2-6, 12 και 13 των περί Εξώδικου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμου το 1987. Οι ημερομηνίες διάπραξης των αδικημάτων είναι 20/6/09, 27/6/09, 16/8/09 και 22/12/09.

 

Εξώδικο πρόστιμο εξεδόθη για κάθε ένα από πιο πάνω αδικήματα, το οποίο μετά την πάροδο της προβλεπόμενης υπό του νόμου προθεσμίας και μη πληρωμής του αυξήθηκε από €85,43 σε €128,15.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσε εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής ένας μάρτυρας, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο εκτελούσε καθήκοντα επιθεωρητή και ελέγχου αγορών εντός του Δήμου Λάρνακας. Ο εφεσείων προέβη σε ανώμοτη δήλωση και κάλεσε για υπεράσπιση του ένα μάρτυρα.

 

Να σημειωθεί ότι ο εφεσείων, όπως δικαιούται, χειρίστηκε αυτοπροσώπως την υπεράσπιση του πρωτόδικα όπως και την έφεση του ενώπιον μας.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο για τους λόγους που αναφέρει στην απόφαση του, αποδέχτηκε ως αξιόπιστη την μαρτυρία του Μ.Κ.1 ενώ απέρριψε αυτή του Μ.Υ.1. Επίσης απέρριψε την εκδοχή που πρόβαλε ο εφεσείων με την ανώμοτη δήλωση του.

 

Η εκδοχή που προώθησε με την υπεράσπιση του ο εφεσείων είναι, ότι κατά το χρόνο που κατηγορείται έδιδε παιχνίδια, που εισήγαγε από το εξωτερικό μαζί με άλλες εισαγωγές του, στον «κόσμο» και παιδιά χωρίς να παίρνει χρήματα διότι αυτά είχαν κάποια ελαττώματα.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του προέβη στ’ ακόλουθα ευρήματα:

 

«Μετά την πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου καταλήγω ότι η Κατηγορούσα Αρχή με αξιόπιστη και πειστική μαρτυρία έχει αποδείξει ότι: (α) Ο κατηγορούμενος διέθετε προς πώληση διάφορα εμπορεύματα τις συγκεκριμένες ημερομηνίες και ώρες των κατηγοριών, (β) οι χώροι που βρισκόταν όταν προέβαινε σε πλανοδιοπώληση βρίσκονται εντός των δημοτικών ορίων, (γ) αρμόδια αρχή για τον έλεγχο της πλανοδιοπώλησης είναι ο Δήμος Λάρνακας και (δ) ο Δήμος Λάρνακας δεν είχε εκδώσει οποιανδήποτε άδεια [*268]προς αυτόν τον σκοπό στο όνομα του κατηγορούμενου κατά τον επίδικο χρόνο.»

 

Οι λόγοι έφεσης του εφεσείοντα έχουν ως ακολούθως:

 

«Το εύρημα ενοχής είναι λανθασμένο καθ’ ότι η μαρτυρία του μάρτυρα κατηγορίας δεν απέδειξε ότι πωλούσα αγαθά. Επίσης εσφαλμένα δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του μάρτυρα υπεράσπισης. Και εσφαλμένα επέβαλε το πρόστιμο χωρίς να ζητήσει να πληροφορηθεί για την οικονομική μου κατάσταση».

 

Ενώπιον μας η αγόρευση του κινήθηκε προς δυο κατευθύνσεις.

 

(α) Την κατά τη εισήγηση του εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 και της καθολικής αποδοχής της παρά τα εμφανή κενά και αντιφάσεις και

 

(β) την επίσης κατά τη γνώμη του μεροληπτική και χωρίς ουσιαστική αιτιολόγηση απορριψη της μαρτυρίας του Μ.Υ.1.

 

Στήριξε το πρώτο μέρος της εισήγησης του σε τρία σημεία της μαρτυρία του Μ.Κ.1 που κατά την εισήγηση του αφορούσαν κτυπητές αντιφάσεις. Ενώ το δεύτερο μέρος προσπάθησε να το προωθήσει στη βάση της ειλικρίνειας της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 και συμπεράσματα που εξάγονται από αυτή όπως και το λανθασμένο της εκτίμησης του Δικαστηρίου της συμπεριφοράς του Μ.Υ.1 κατά το χρόνο που κατέθετε ενώπιον του.

 

Επίσης ήταν η εισήγηση του ότι από την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Κ.1 δεν φαίνεται η πρόθεση του πώλησης των παιχνιδιών λαμβάνοντας μεταξύ άλλων υπόψη ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι επί των παιχνιδιών υπήρχαν τιμές.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου στη δική του αγόρευση εισηγήθηκε ότι τα όσα ανέφερε ο εφεσείων για την αξιοπιστία του Μ.Κ.1, δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη διότι δεν καλύπτονται από τους λόγους έφεσης. Επίσης ήταν η θέση του ότι για απόδειξη των κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο εφεσείων ήταν αρκετή η παρουσίαση – όπως και έγινε – μαρτυρίας προσφοράς αγαθών για πώληση και όχι μαρτυρίας πώλησης αγαθών. Τέλος όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του Μ.Κ.1 υποστήριξε τα όσα αναφέρει ο πρωτόδικος Δικαστής στην απόφαση του.

 

Παρ’ όλο όσα ανέπτυξε ενώπιον μας ο εφεσείων, δεν καλύπτο[*269]νται όλα από τους λόγους έφεσης, εντούτοις λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτός παρουσιάζει την έφεση μόνος χωρίς την βοήθεια δικηγόρου και ότι στερείται της σχετικής νομικής κατάρτισης, αποφασίσαμε να εξετάσουμε όλους τους ισχυρισμούς του.

 

Εξετάσαμε με κάθε προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας όπως και την ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου που ξεκάθαρα φαίνεται ότι είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων.

 

Όπως έχει λεχθεί (βλ. Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 326, 366):

 

«Είναι πάγια θέση της νομολογίας ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή ήταν όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει. (Βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 75, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220, Γερμανός ν. Δημοκρατίας και Πελοπίδας ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφέσεις 218/11, 227/11 ημερ. 19/7/13).

 

Αναφορικά με τις αντιφάσεις παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν την διάθεση του να ψευσθεί. Πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και περιεχομένου που να μολύνουν την μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το δικαστήριο. (βλ. Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, Ανθία ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 558, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390).»

 

Εξετάσαμε πολύ προσεκτικά τα όσα υποδεικνύονται από τον εφεσείοντα ως μεμπτά αλλά δεν συμφωνούμε μαζί του ότι υπάρχουν ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία του Μ.Κ.1 ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση μας. Ειδικότερα πρόβαλε ο εφεσείων ότι στην κυρίως εξέταση του ο Μ.Κ.1 ισχυρίστηκε ότι τον είδε να πωλεί διάφορα παιχνίδια 50 φορές ενώ στην αντεξέταση του, μετά που του υποβλήθηκε ότι ψεύδεται, ανέφερε ότι αυτό συνέβη μόνο μια [*270]φορά. Μας παρέπεμψε σχετικά στις σελ. 5 και 8 των πρακτικών.

 

Ανατρέξαμε στα πρακτικά και η διαπίστωση μας είναι ότι τα πράγματα δεν είναι όπως εισηγείται ο εφεσείων.

 

Τα σχετικά αποσπάσματα στις σελ. 5 και 8 των πρακτικών έχουν ως ακολούθως:

 

σελ. 5

 

«Ε. Κύριε μάρτυρα μας είπατε ότι γνωρίζετε τον κατηγορούμενο εδώ και δύο χρόνια;

 

Α. Ναι.

 

Ε. Πόσες φορές τον έχετε δει αυτά τα δύο χρόνια να πωλεί, πλανοδιοπωλεί προϊόντα;

 

Α. Πολλές.

 

Ε. Μπορείτε να μας πείτε ένας αριθμό για να έχω μία εικόνα;

 

Α. 50.

 

Ε. Τον έχετε προειδοποιήσει;

 

Α. Μάλιστα.

 

Ε. Και πώς αντιδρά συνήθως;

 

Α. Κάμε τη δουλεία σου ή όταν του πω θα σου εκδώσω εξώδικο, κάμε τη δουλεία σου με ευγενικό τρόπο. Και πολλές φορές επειδή κάποιος θέλει να βγάλει λεφτά στις 50 φορές έγραψα τον 5 φορές.»

 

σελ. 8

 

«Ε. Κύριε μάρτυρα είπετε ότι με καταγγείλατε γιατί πλανοδιοπωλούσα έτσι;

 

Α. Μάλιστα.

 

Ε. Εσείς με είδετε, έστω σε ένα να πωλήσω και να εισπράξω λεφτά;

[*271]Α. Μάλιστα.

 

Ε. Έχετε αυτόν που λέτε ότι αγόρασε πουλλόουμου;

 

Δικαστήριο: Τι εννοείτε κύριε μάρτυρα;

 

Ε. Οποιοδήποτε αντικείμενο.

 

Α. Εγώ είδα.

 

Ε. Εγώ σας λέω ψεύδεστε. Κύριε σας είπα ότι ψεύδεστε. Δεν είδετε κανέναν.

 

Α. Μπροστά μου την ώρα που τον κατάγγελνα πούλησε νεροπίστολο και ένα αυτοκινητάκι που είχε κάτω και είπα του κάμε τη δουλειά σου και μετά.»

 

Τα άνω αποσπάσματα καταδεικνύουν από μόνα τους το ανυπόστατο της εισήγησης του εφεσείοντα. Εκείνο που ο Μ.Κ.1 απάντησε στη σχετική ερώτηση κατά την αντεξέταση του είναι ότι όντως είδε τον εφεσείοντα να προβαίνει σε πώληση χωρίς ν’ αναιρείται η θέση του ότι τον είδε να πωλεί και να πλανοδιοπωλεί 50 φορές που ανέφερε στην κυρίως εξέταση του.

 

Το δεύτερο σημείο αφορούσε μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 ότι στις 50 φορές που είδε τον εφεσείοντα να πλανοδιοπωλεί τον κατήγγειλε μόνο 5 φορές και αυτό, όπως γίνεται κατανοητό η απάντηση προκειμένου να του δώσει την ευκαιρία «να βγάλει λεφτά». Το συγκεκριμένο μέρος της μαρτυρίας έχει ως ακολούθως:

 

«Ε. Και πώς αντιδρά συνήθως;

 

Α. Κάμε τη δουλεία σου ή όταν του πω θα σου εκδώσω εξώδικο, κάμε τη δουλεία σου με ευγενικό τρόπο. Και πολλές φορές επειδή κάποιος θέλει να βγάλει λεφτά στις 50 φορές έγραψα τον 5 φορές.»

 

Ο εφεσείων επιχειρηματολογώντας διερωτήθηκε πως ο Μ.Κ.1 κάνοντας τη δουλειά του τον κατάγγειλε μόνο 5 φορές και πώς γνωρίζει ο Μ.Κ.1 ότι κάποιος θέλει να βγάλει λεφτά και του χαρίζεται και πότε τον καταγγέλλει. Κατέληξε δε, ότι η δήλωση αυτή του Μ.Κ.1 είναι παραδοχή εκ μέρους του, ότι στις 5 φορές που τον είδε χάριζε και άρα δεν ήθελε να βγάλει λεφτά και γι’ αυτό τον κατήγγειλε.

[*272]Η όλη εισήγηση και σκεπτικό του εφεσείοντα είναι λανθασμένο. Η μαρτυρία του Μ.Κ.1, απλή ως είναι, εισηγείτο ότι γνώριζε τον εφεσείοντα για δυο χρόνια, τον είδε να πωλεί-πλανοδιοπωλεί προϊόντα 50 φορές, τον προειδοποίησε ότι θα τον κατήγγειλε και αυτός αντιδρούσε με ευγενικό τρόπο καλώντας τον Μ.Κ.1 να κάνει τη δουλειά του. Η καταγγελία του εφεσείοντα μόνο 5 φορές από τις 50 που τον είδε να παρανομεί αποσκοπούσε όπως εξάγεται από τη μαρτυρία του Μ.Κ.1, διάθεσης στον εφεσείοντα ευκαιρίας να κερδίσει λεφτά. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Κ.1, επί τούτου αναφέρει:

 

«Δεν διέκρινα ούτε και διαφάνηκε από τα λεγόμενα του μάρτυρα ότι διακατεχόταν από οποιανδήποτε προκατάληψη εναντίον του κατηγορουμένου ούτε και εκδικητικότητα μάλιστα σε παρα πολλές φορές αρκείτο σε προειδοποίηση του κατηγορουμένου χωρίς να τον καταγγείλει».

 

Το τρίτο σημείο με το οποίο ο εφεσείων σκοπούσε να πλήξει την αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 αφορά τη μαρτυρία του τελευταίου ότι ο εφεσείων «ερχόταν με την μοτόρα του, πάρκαρε και εξέθετε τα παιχνίδια του δια πώληση» για να εισηγηθεί πως ο Μ.Κ.1 δεν τον είδε πού είχε τα παιχνίδια και τα μετέφερε. Διασύνδεσε περαιτέρω αυτό με τον ισχυρισμό του Μ.Υ.1 ότι ο εφεσείων μετέφερε τα παιχνίδια που δώριζε σε μαθητική τσάντα και συνεπώς ο αριθμός τους θα ήταν πολύ μικρός για να είναι κερδοφόρος προκειμένου να ισχυρισθεί ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.1 έχει αντιφάσεις και είναι αναξιόπιστη ενώ αυτή του Μ.Υ.1 είναι αξιόπιστη.

 

Εξετάσαμε με προσοχή τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 και διαπιστώνουμε ότι ο μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε ούτε και αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα επί του θέματος που εγείρει τώρα με αποτέλεσμα η ως άνω μαρτυρία του να παραμείνει αναμφισβήτητη και ακλόνητη. Εξάλλου είναι παραδεκτό από τον ίδιο ότι χρησιμοποιούσε για τη διακίνηση του μοτοσυκλέττα και σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 μετέφερε παιχνίδια σε μια «πασκέττα» μεγέθους μαθητικής τσάντας. Συνεπώς ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί στην απόφαση του ότι δεν έχει σημασία ο τρόπος που μετέφερε τα εμπορεύματα του ο εφεσείων στο δεδομένο σημείο της πλανοδιοπώλησης όπως ούτε και ο αριθμός τους αλλά «το γεγονός ότι αυτά τα προόριζε προς πώληση και εδήλωνε αυτή την πρόθεση του».

 

Κρίνουμε ότι και αυτή η εισήγηση του εφεσείοντα δεν μπορεί να επιτύχει προς την κατεύθυνση που εισηγήθηκε και απορρίπτε[*273]ται. Η μαρτυρία του Μ.Κ.1 σφαιρικά ιδωμένη δεν παρουσιάζει κενά ούτε αντιφάσεις ούτε οδηγεί στα όσα εισηγήθηκε ο εφεσείων.  Η μαρτυρία του Μ.Κ.1 κρίνεται καθ’ όλα εύλογη και πειστική.

 

Σχετικά με την απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 από το πρωτόδικο Δικαστήριο εισηγήθηκε ότι αυτή ήταν μεροληπτική καθ’ ότι αυτός ήταν ξεκάθαρος στις απαντήσεις του, δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις και δεν απέφυγε ν’ απαντήσει εκεί όπου γνώριζε. Πρόσθεσε επίσης ότι οι λόγοι που δόθηκαν από το Δικαστήριο γι’ απόρριψη της μαρτυρίας του δεν είναι βάσιμοι και δεν ευσταθούν.

 

Δεν συμφωνούμε με τον εφεσείοντα. Διεξήλθαμε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 στην ολότητα της και εξετάσαμε τους λόγους που δόθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο για την απόρριψη της.  Όπως είναι θεμελιωμένο τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι αλληλένδετα με τη συνολική εκτίμηση της μαρτυρίας και των προεκτάσεων της και συναρτάται με την αντικειμενική όψη των πραγμάτων  (βλ. Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1056, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220). Όλα αυτά που ανέφερε ο Μ.Υ.1 εξετάστηκαν και ορθά απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην απόφαση του και αφορούν τόσο την ουσία της μαρτυρίας του αλλά και την συμπεριφορά του κατά το χρόνο που κατέθετε. Όπως ανέφερε ο Αρτεμίδης Δ. όπως ήταν τότε, στη Sayed v. Πλοίου Μ/V Mary John κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 601, η ανάλυση των στοιχείων που οδηγούν στην αξιολόγηση της φιλαλήθειας ενός μάρτυρα έχει δυο επάλληλα επίπεδα. Το πρώτο αφορά στο περιεχόμενο της ίδιας της μαρτυρίας. Τα αναφερόμενα δηλαδή σ’ αυτήν υποβάλλονται στο βάσανο της εύλογα αναμενόμενης ανθρώπινης λειτουργίας, και βεβαίως συγκρίνονται και με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό στην υπόθεση. Το άλλο ανάγεται στην έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει από το σύνολο της προσωπικότητας αυτού που εξιστορεί κάτι, αν λέγει την αλήθεια. Στην Χαραλάμπους ν. Αβραάμ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1441, λέχθηκε ότι η συμπεριφορά του μάρτυρα στο εδώλιο είναι κριτήριο με βάση το οποίο μπορεί να διαγνωσθεί η αξιοπιστία του. Επίσης στην GE Mavromatis Ltd v. Πιερίδη (1996) 1 Α.Α.Δ. 724, λέχθηκε ότι οι δικαστές λόγω της τριβής και εξειδίκευσης τους σ’ αυτό το χώρο, διαθέτουν την ικανότητα, ανθρώπινη βεβαίως, να κρίνουν πότε παρουσιάζεται ενώπιον τους η αλήθεια.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.1, κινήθηκε ακριβώς μέσα σ’ αυτές τις παραμέτρους. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 και τα σχετικά συμπερά[*274]σματα αξιοπιστίας του ήταν καθ’ όλα εύλογα και επιτρεπτά. Θα προσθέταμε στα πιο πάνω και τ’ ακόλουθο: Ακόμη και αν η μαρτυρία του Μ.Υ.1 γινόταν αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δηλαδή, σε δυο τρεις φορές ο εφεσείων έδωσε δωρεάν κτυπημένα παιχνίδια αυτό δεν οδηγεί αυτόματα στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων στις συγκεκριμένες τέσσερεις (4) περιπτώσεις, αντικείμενο των τεσσάρων κατηγοριών, δεν προέβη στα όσα ο Μ.Κ.1 του καταλόγισε. Ο Μ.Υ.1 ρωτήθηκε συγκεκριμένα κατά την αντεξέταση του αν θυμόταν που ήταν κατά τις τέσσερις ημερομηνίες που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και δήλωσε ξεκάθαρα ότι δεν γνώριζε. Χαρακτηριστική είναι η τελευταία του απάντηση.  «Δεν ξέρω και ούτε ξέρω τις ημερομηνίες». Τα παράπονα του εφεσείοντα κατά συνέπεια απορρίπτονται.

 

Παρ’ όλο που ο εφεσείων κατά την ενώπιον μας αγόρευση δεν προώθησε τον λόγο έφεσης ότι «η μαρτυρία του μάρτυρα κατηγορίας δεν απέδειξε ότι πωλούσα αγαθα» εντούτοις εξετάζοντας το λόγο αυτό διαπιστώνουμε ότι είναι εντελώς αβάσιμος και συνεπώς απορρίπτεται. Ήδη αναφέραμε στην απόφαση μας τα ευρήματα του Δικαστηρίου όπου ξεκάθαρα αναφέρει ότι με βάση την αξιόπιστη και πειστική μαρτυρία η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε ότι ο κατηγορούμενος διέθετε προς πώληση διάφορα εμπορεύματα στις συγκεκριμένες ημερομηνίες και ώρες του Κατηγορητηρίου. Αυτό δε το εύρημα, μάλιστα με τ’ άλλα, ήταν αρκετό για απόδειξη των κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο εφεσείων με βάση των όσων αναφέρονται στη Μούζουρας ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1988) 2 Α.Α.Δ. σελ. 26, επί της οποίας στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η απόδειξη ύπαρξης τιμής επί του προσφερόμενου εμπορεύματος προς πώληση δεν είναι αναγκαία.  Αρκετό είναι ν’ αποδειχθεί η πώληση ή προσφορά προς πώληση σε οδό εμπορεύματος μεταφερομένων από οδό σε οδό ή με ζώο ή με μηχανοκίνητο όχημα ή με τα πόδια, χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής εντός των ορίων της οποίας γίνεται η πλανοδιοπώληση.

 

Επίσης αβάσιμος είναι και ο λόγος έφεσης που στρέφεται κατά της ποινής με την αιτίαση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε το πρόστιμο χωρίς ζητήσει να πληροφορηθεί για την οικονομική κατάσταση του εφεσείοντα.

 

Από το πρακτικό της διαδικασίας φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την εκφώνηση της καταδικαστικής απόφασης του, έδωσε αρχικά το λόγο στην Κατηγορούσα Αρχή και αμέσως μετά στον εφεσείοντα. Ο τελευταίος αρκέστηκε να πει ότι είναι σεβαστή η απόφαση, ότι προτίθεται να την εφεσιβάλει και ότι περιμένει την [*275]ποινή. Ενώ δηλαδή του δόθηκε η ευκαιρία από το πρωτόδικο Δικαστήρο να εκθέσει οιονδήποτε μετριαστικό λόγο επιθυμούσε πριν την επιβολή ποινής, συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής του κατάστασης, αυτός πήρε τη στάση που εκδηλώθηκε με τα πιο πάνω λόγια του. Το παράπονο του κρίνεται αβάσιμο.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο