Μιχαήλ Χρίστος ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 329

ECLI:CY:AD:2014:B327

(2014) 2 ΑΑΔ 329

[*329]16 Μαΐου, 2014

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 130/2013)

 

 

Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Κεφ. 154 ― Οδηγός υπό την επήρεια αλκοόλης ― Επιβλήθηκε πρωτοδίκως ποινή φυλάκισης δυόμισυ χρόνων ― Παρά τη μη διαπίστωση υπερβολικότητας, μειώθηκε από το Εφετείο σε είκοσι μήνες λόγω διαπίστωσης πρωτόδικου σφάλματος αρχής ― Στην επιβολή της ποινής λήφθησαν υπόψη γεγονότα πέρα από τα παραδεκτά.

 

Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης ― Αναπόφευκτη η άμεση εκτέλεση της ποινής.

 

Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Πότε ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης.

 

Τροχαία αδικήματα ― Οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης ― Εμπεριέχει έντονο το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια των άλλων.

 

Ποινή ― Θανατηφόρα δυστυχήματα ― Έχουν ολέθριες προεκτάσεις που επηρεάζουν τόσο την επιλογή του είδους της ποινής, όσο και το ύψος της.

 

Ποινή ― Εφετείο ― Δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής.

 

Ποινή ― Eπάρκεια της τιμωρίας ― Kρίνεται υπό το φως του συνόλου των [*330]γεγονότων που άπτονται της ποινής ― Στην περίπτωση υπερβολικής ή ανεπαρκούς ποινής, εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της.

 

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Παραδοχή ― Βαρύνουσας σημασίας όταν λαμβάνει χώρα από τα αρχικά στάδια της διάπραξης ενός αδικήματος και, ιδιαίτερα, όταν η απόδειξη της κατηγορίας είναι δύσκολη και προβληματική.

 

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Παραδοχή ― Πότε υπάρχει μετουσίωση της έμπρακτης μεταμέλειας κατηγορουμένου.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση το ύψος ποινής φυλάκισης δυόμισι χρόνων που του επιβλήθηκε σε κατηγορία για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Πρωτοδίκως, αντιμετώπιζε πέραν της ως άνω κατηγορίας και κατηγορίες οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλης, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 5 και 11 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου, Ν.174/86 και του Άρθρου 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν. 86/72 και οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς πρόσδεση με ζώνη ασφαλείας, κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του πιο πάνω Νόμου, 174/86.

 

Παραδέχτηκε από τα αρχικά στάδια τη δεύτερη κατηγορία. Σε σχέση με τις δυο άλλες, αρνήθηκε ενοχή ενώ ύστερα από ακροαματική διαδικασία, αθωώθηκε από την τρίτη κατηγορία. Αναφορικά με την πρώτη, κλήθηκε σε απολογία και ακολούθησε η παροχή ένορκης μαρτυρίας εκ μέρους του. Στο τελικό στάδιο, αμέσως πριν από τις τελικές αγορεύσεις, ζήτησε άδεια για αλλαγή απάντησης και παραδέχθηκε ενοχή και στην πρώτη κατηγορία. Καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε ποινή φυλάκισης 2½ ετών για την πρόκληση θανάτου γυναίκας ηλικίας 77 ετών και σε συντρέχουσα ποινή φυλάκισης 2 μηνών σε σχέση με την κατηγορία της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλης. Επιπρόσθετα του αποστερήθηκε το δικαίωμα κατοχής ή απόκτησης άδειας οδήγησης για περίοδο 24 μηνών, αρχομένης από την ημέρα της αποφυλάκισής του και του επιβλήθηκαν 8 βαθμοί ποινής.

 

Με την έφεση εφεσιβλήθηκε η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 2½ ετών στην πρώτη κατηγορία. Προσβλήθηκε τόσο η ορθότητα της όσο και η μη αναστολή εκτέλεσης της. Προσβλήθηκε επίσης, η μη αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης των δύο μηνών στη δεύτερη κατηγορία.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

[*331]α)     Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εξαγωγή συμπερασμάτων, θεμελιώνοντας την απόφασή του σε γεγονότα τα οποία δεν αποδείχθηκαν ενώπιον του.

 

β)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα σε μετριαστικούς της ποινής παράγοντες, ήτοι την παραδοχή, τη μεταμέλεια, το νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντα και τη συγγενική σχέση του με το θύμα.

 

γ)  Η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και δυσανάλογη του ατυχήματος.

 

δ)  Αποτελούσε νομικό σφάλμα η παραγνώριση από το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγόντων, οι οποίοι δικαιολογούσαν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε κάθε σχετικό παράγοντα μετριασμού, προσδίδοντας την ανάλογη βαρύτητα, και παραθέτοντας, προς επίρρωση, νομολογιακή κάλυψη.

 

2.  Ως προς το στοιχείο της παραδοχής και μεταμέλειας – που καλύπτει ο δεύτερος λόγος έφεσης – αφού σημείωσε ότι ο εφεσείοντας αμφισβήτησε την κατηγορία της πρόκλησης θανάτου μέχρι το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, απέδωσε στην παραδοχή περιορισμένη σημασία. Δεν εντοπιζόταν οποιοδήποτε λάθος αρχής στην προσέγγιση αυτή.

 

3.  Το νεαρό της ηλικίας επίσης αντικρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στα καθιερωμένα νομολογιακά πλαίσια.

 

4.  Με αναφορά, όμως, σε νομολογία καθοδηγήθηκε ορθά, τονίζοντας ότι η εμπλοκή νεαρών προσώπων σε πολλές περιπτώσεις πρόκλησης σοβαρών οδικών ατυχημάτων δεν αφήνει περιθώρια επίκλησης, ως ελαφρυντικού παράγοντα, του νεαρού της ηλικίας.

 

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη και τον παράγοντα της προβληθείσας συγγενικής σχέσης του εφεσείοντα με το θύμα, παρά το γεγονός ότι δεν τεκμηριώθηκε με επάρκεια.

 

6.  Με βάση τα ως άνω, δε θα υπήρχαν περιθώρια επιτυχίας ούτε και του πέμπτου λόγου έφεσης, με τον οποίο γινόταν επίκληση έκδηλα υπερβολικής ποινής. Εντοπιζόταν, όμως, σφάλμα αρχής όσον [*332]αφορούσε στην εισήγηση του πρώτου λόγου έφεσης.

 

7.  Με βάση, τα παραδεκτά γεγονότα, όπως αυτά κατατέθηκαν για σκοπούς επιβολής ποινής, ο εφεσείοντας τελούσε κατά τον επίδικο χρόνο υπό την επήρεια αλκοόλης. Υπό αυτές τις συνθήκες, η οδήγηση οχήματος ενείχε πλέον καθαρό και σοβαρό κίνδυνο για τον κάθε πολίτη που βρισκόταν στην πορεία του εφεσείοντα κατά το συγκεκριμένο χρόνο.

 

8.  Το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εστιαζόταν στο γεγονός ότι όπως διάχυτα εντοπιζόταν σε διάφορα μέρη της απόφασής του επί της ποινής έλαβε υπόψη του, για σκοπούς επιβολής ποινής, δεδομένα πέραν των όσων κατατέθηκαν από την εφεσίβλητη και τα οποία η πλευρά του εφεσείοντα απεδέχθη.

 

9.  Τα παραδεκτά και μόνο γεγονότα είχε υποχρέωση να λάβει υπόψη του το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής. Τα όσα παρατέθηκαν σε προηγούμενο στάδιο ενώπιόν του ως μέρος της μαρτυρίας που δόθηκε στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, δεν αποτελούσαν πλέον μέρος της βάσης των γεγονότων, των σχετικών με την επιβολή ποινής.

 

10. Η απαράδεκτη αυτή συμπερίληψη γεγονότων μεταξύ των οποίων και η παραδοχή του Εφεσείοντα ότι η ικανότητά του για ασφαλή οδήγηση είχε ελαττωθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών – αποτέλεσε μέρος του σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στοιχείο ανάπτυξης της πρωτόδικης δικαστικής κρίσης κατά την πορεία επιβολής ποινής φυλάκισης  δυόμισι ετών.

 

11. Στην υπό κρίση περίπτωση, η επέμβασή του Εφετείου ήταν επιβεβλημένη. Η πρωτόδικη ποινή φυλάκισης των δυόμισι ετών στην επίδικη κατηγορία ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε με ποινή φυλάκισης 20 μηνών.

 

12. Δεν υπήρχαν περιθώρια επιτυχίας του λόγου έφεσης ότι εσφαλμένα εκρίθη πως η περίπτωση δεν ήταν κατάλληλη για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.

 

13. Η εγγενής σοβαρότητα των αδικημάτων και οι τραγικές συνέπειες που προέκυψαν, καθώς και η ανάγκη για αποτροπή, καθιστούσαν αναπόφευκτη την άμεση εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής.

 

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς.

[*333]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355,

 

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

 

R. v. Guilfoyle 57 Cr. App. R. 549,

 

Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109,

 

Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 562,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 191,

 

Σάββα ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 115,

 

Σάββα ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 242.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής .

 

Έφεση από τον Κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Πετάση, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8674/12), ημερομηνίας 20/6/13.

 

Ρ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Χαραλάμπους (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

 

Ο Εφεσείων παρών.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος.

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, ηλικίας 26 ετών, αντιμετώπιζε πρωτόδικα τις ακόλουθες κατηγορίες:

 

(1) Πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

(2) Οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλης, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 5 και 11 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου, [*334]Ν.174/86 και του Άρθρου 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν. 86/72 και

 

(3) Οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς πρόσδεση με ζώνη ασφαλείας, κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του πιο πάνω Νόμου, 174/86.

 

Παραδέχτηκε από τα αρχικά στάδια τη δεύτερη κατηγορία. Σε σχέση με τις δυο άλλες αρνήθηκε ενοχή. Τελικά, και μετά από ακροαματική διαδικασία, αθωώθηκε από την τρίτη κατηγορία.  Αναφορικά με την πρώτη, κλήθηκε σε απολογία και ακολούθησε η παροχή ένορκης μαρτυρίας εκ μέρους του. Στο τελικό αυτό στάδιο, αμέσως πριν τις τελικές αγορεύσεις, ζήτησε άδεια για αλλαγή απάντησης και παραδέχθηκε ενοχή και στην πρώτη κατηγορία.  Καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε ποινή φυλάκισης 2½ ετών για την πρόκληση θανάτου της Εύας Τσεριώτου ηλικίας 77 ετών και σε συντρέχουσα ποινή φυλάκισης 2 μηνών σε σχέση με την κατηγορία της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλης. Επιπρόσθετα του αποστερήθηκε το δικαίωμα κατοχής ή απόκτησης άδειας οδήγησης για περίοδο 24 μηνών, αρχομένης από την ημέρα της αποφυλάκισής του και του επιβλήθηκαν 8 βαθμοί ποινής.

 

Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, στην έκταση που αυτά είναι ουσιαστικά, συνοψίστηκαν στο αρχικό στάδιο της πρωτόδικης απόφασης, στη βάση γραπτής παράθεσης τους από την Κατηγορούσα Αρχή, ως ακολούθως:

 

Στις 3/7/2011 και περί ώρα 04:30 ο Εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΕΧΝ 313 στην οδό Θησέως στην παλαιά Λευκωσία με κατεύθυνση από την Αρχιεπισκοπή προς την οδό Νικηφόρου Φωκά και έχοντας ως συνοδηγό φιλικό του πρόσωπο.  Φθάνοντας στη διασταύρωση των οδών Θησέως-Οθέλλου και Κλεάρχου κτύπησε σε πεζούλι από μπετόν αριστερά της πορείας του και στη συνέχεια, αφού εκτράπηκε προς τα δεξιά, το αυτοκίνητο ευθυγραμμίστηκε συνεχίζοντας την πορεία του με μπλοκαρισμένους τροχούς, με αποτέλεσμα να παρασύρει το θύμα, το οποίο διασταύρωνε την οδό Κλεάρχου περπατώντας από την οδό Οθέλλου από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του οχήματος. Το εν λόγω όχημα συνέχισε να κινείται και προσέκρουσε βίαια σε τοίχο οικίας, όπου και ακινητοποιήθηκε. Από το κτύπημα το θύμα εκτινάχθηκε προς τα δεξιά και έπεσε στην άσφαλτο. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου πιστοποιήθηκε ο θάνατος του.

[*335]Το δυστύχημα έγινε κατά τη διάρκεια της νύκτας. Σύμφωνα με την πορεία του Εφεσείοντα δεν υπήρχε οδικός φωτισμός, υπήρχε όμως ηλεκτρικός πάσσαλος με λαμπτήρα υψηλής ισχύος έξω από την οικία αρ. 59 της οδού Κλεάρχου, ο οποίος παρείχε ικανοποιητικό φωτισμό ως προς την παρουσία του θύματος. Ο καιρός ήταν αίθριος, η άσφαλτος στεγνή και καθαρή και ο δρόμος σύμφωνα με την πορεία του εφεσείοντα ήταν επίπεδος και μονής κατευθύνσεως. Είναι δρόμος στενός χωρίς πεζοδρόμια, με οικίες αριστερά και δεξιά και καλύπτεται από όριο ταχύτητας 50 χ.α.ω.  Κατά το χρόνο του δυστυχήματος ήταν σε χρήση τα χαμηλά φώτα του ενεχόμενου οχήματος. Στη χαμηλή αυτή στάση μια ανθρώπινη φιγούρα ήταν ευδιάκριτη από 30-35 μέτρα. Το θύμα φορούσε μαύρο φουστάνι και μαύρη φανέλα.

 

Από τον Εφεσείοντα λήφθηκε αίμα και διαπιστώθηκε, μετά από επιστημονική ανάλυση, ότι κατά το χρόνο του δυστυχήματος είχε στο αίμα του 125mg αντί 50mg, που ήταν το εκ του Nόμου επιτρεπτό όριο. Στις 6/3/12 ο Eφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς και απάντησε «δεν παραδέχομαι καμιά κατηγορία».

 

Εφεσιβάλλεται η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 2½ ετών στην πρώτη κατηγορία. Προσβάλλεται τόσο η ορθότητα της όσο και η μη αναστολή εκτέλεσης της. Προσβάλλεται, επίσης, η μη αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης των δύο μηνών στη δεύτερη κατηγορία.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης κινείται γύρω από την προσέγγιση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο προέβηκε σε εξαγωγή συμπερασμάτων, θεμελιώνοντας την απόφασή του σε γεγονότα τα οποία δεν αποδείχθηκαν ενώπιον του. Οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 4 καταλογίζουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα σε μετριαστικούς της ποινής παράγοντες, ήτοι την παραδοχή, τη μεταμέλεια, το νεαρό της ηλικίας του Εφεσείοντα και την συγγενική σχέση του με το θύμα. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και δυσανάλογη του ατυχήματος. Ο έκτος λόγος έφεσης αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο νομικό σφάλμα και παραγνώριση παραγόντων, οι οποίοι δικαιολογούσαν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης. 

 

Λόγω της συνάφειάς τους, θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 2 – 4, προτού ενδιατρίψουμε σε όσα καλύπτουν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης.

[*336]Η παράθεση των βασικών αρχών που διέπουν την εξουσία επέμβασης του Εφετείου και του νομολογιακού πλαισίου επιβολής ποινής σε υποθέσεις αυτής της μορφής, θα συντείνει στην ευκολότερη κατάληξη στην υπό κρίση έφεση.

 

Το είδος και η έκταση της ποινής είναι πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355). Η επάρκεια της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Στην περίπτωση, δε, εντοπισμού υπερβολικής ή ανεπαρκούς ποινής, εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525). 

 

Κατευθυντήριες οδηγίες αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις πρόκλησης θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210, όπως η παρούσα, δόθηκαν στην αγγλική απόφαση R. v. Guilfoyle 57 Cr. App. R. 549, η οποία υιοθετήθηκε από την κυπριακή Νομολογία. Η επιβολή ποινής φυλάκισης ενδείκνυται στις περιπτώσεις εκείνες που η αμέλεια του κατηγορουμένου εμπεριέχει και το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο. Συνεπώς, η εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας άλλων προσώπων αντιμετωπίζεται κατά κανόνα με ποινή στερητική της ελευθερίας. Το λευκό ποινικό μητρώο αποτελεί παράγοντα που μπορεί, σε οριακές και μόνο περιπτώσεις, να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην επιβολή ή όχι ποινής φυλάκισης. Έτσι, όταν κύριο χαρακτηριστικό της αμέλειας του κατηγορουμένου είναι στιγμιαία αβλεψία ή απροσεξία, ο συνδυασμός με το λευκό ποινικό μητρώο οδηγεί σε αποφυγή επιβολής ποινής φυλάκισης. (Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 562 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 191).

 

Το νεαρό της ηλικίας ενός κατηγορουμένου λαμβάνεται, γενικά, υπόψη ως ελαφρυντικός παράγοντας. Όπως όμως έχει νομολογηθεί (Παντέλα (ανωτέρω, σελ. 569)) σε αδικήματα αυτής της μορφής το νεαρό της ηλικίας δεν μπορεί να επενεργήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας ενόψει της δραματικής αύξησης των θανατηφόρων δυστυχημάτων στον τόπο μας, της εμπλοκής σε πολλές περιπτώσεις νεαρών προσώπων και, της συνακόλουθης, ανάγκης να συνετιστούν τα άτομα νεαρής ηλικίας μέσω της επιβολής αυστηρών ποινών.

 

Πέραν των πιο πάνω συνιστά πάγια γραμμή της Νομολογίας ότι η οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών εμπεριέ[*337]χει έντονο το στοιχείο της αδιαφορίας στην ασφάλεια άλλων προσώπων (Σάββα ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 115, Σάββα ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 242, Παντέλας (ανωτέρω)). 

 

Τέλος, έχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί από τη νομολογία ότι τα θανατηφόρα δυστυχήματα έχουν πάρει διαστάσεις κοινωνικής μάστιγας στη χώρα μας, γεγονός που καθιστά το στοιχείο της αποτροπής εντονότερο στην επιλογή της ποινής. Τα Δικαστήρια δεν μπορούν να αδιαφορήσουν μπροστά στο καταστροφικό αυτό φαινόμενο. Το καθήκον τους για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου επιβάλλει την καθήλωση, μέσω της τιμωρίας, της παράνομης συμπεριφοράς (Σάββα (ανωτέρω), Κωνσταντίνου (ανωτέρω)).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη μακροσκελή απόφασή του επί της ποινής, εξέτασε κάθε σχετικό παράγοντα μετριασμού, προσδίδοντας την ανάλογη βαρύτητα, και παραθέτοντας, προς επίρρωση, νομολογιακή κάλυψη.

 

Συγκεκριμένα, ως προς το στοιχείο της παραδοχής και μεταμέλειας – που καλύπτει ο δεύτερος λόγος έφεσης – αφού σημείωσε ότι ο Εφεσείοντας αμφισβήτησε την κατηγορία της πρόκλησης θανάτου μέχρι το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, απέδωσε στην παραδοχή περιορισμένη σημασία. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε λάθος αρχής στην προσέγγιση αυτή. Η παραδοχή, ως έκφραση μεταμέλειας, έχει βαρύνουσα σημασία ως ελαφρυντικός παράγοντας, όταν και εφόσον λαμβάνει χώρα από τα αρχικά στάδια της διάπραξης ενός αδικήματος και, ιδιαίτερα, όταν η απόδειξη της κατηγορίας είναι δύσκολη και προβληματική. Τότε είναι που μετουσιώνεται σε έμπρακτη μεταμέλεια και προβάλλει ως συναίσθηση των φοβερών προεκτάσεων της έκνομης συμπεριφοράς κατηγορουμένου. Είναι η απόλυτη αυτή επίγνωση που την καθιστά ουσιαστικό μετριαστικό της ποινής παράγοντα. Ο Εφεσείων αρνήθηκε πεισματικά, αρχικά όταν κατηγορήθηκε γραπτώς από την Αστυνομία, και μετέπειτα καθ’ όλη την ακροαματική διαδικασία, την εναντίον του κατηγορία. Παραδέχθηκε στο τελικό και μόνο στάδιο, και αφού προηγουμένως έδωσε ένορκη κατάθεση στο Δικαστήριο. Υπό το φως, λοιπόν, των γεγονότων που καλύπτουν την υπόθεση, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε στο στοιχείο της παραδοχής περιορισμένη και μόνο σημασία.

 

Το νεαρό της ηλικίας – τρίτος λόγος έφεσης – επίσης αντικρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στα καθιερωμένα νομολογιακά πλαίσια. Αναγνώρισε ότι, γενικά, λαμβάνεται υπόψη ως ελαφρυντικός παράγοντας. Με αναφορά, όμως, στην υπόθεση [*338]Παντέλα (ανωτέρω) καθοδηγήθηκε ορθά, τονίζοντας ότι η εμπλοκή νεαρών προσώπων σε πολλές περιπτώσεις πρόκλησης σοβαρών οδικών ατυχημάτων δεν αφήνει περιθώρια επίκλησης, ως ελαφρυντικού παράγοντα, του νεαρού της ηλικίας.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η πλευρά του Εφεσείοντα προσβάλλει, ως λανθασμένη, την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη συνεκτίμηση, ως ελαφρυντικού παράγοντα, της προβληθείσας συγγένειας του Εφεσείοντα με το θύμα. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους ούτε αυτή η εισήγηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη αυτό τον παράγοντα, παρά το γεγονός ότι δεν τεκμηριώθηκε με επάρκεια η σύνδεση Εφεσείοντα και θύματος, ούτε και η πρόκληση οποιουδήποτε ψυχολογικού επηρεασμού του Εφεσείοντα. Σημείωσε, και ορθά, ότι ο μετριαστικός αυτός παράγοντας τέθηκε για πρώτη φορά κατά την αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα για μετριασμό της ποινής, ο δε Εφεσείοντας σε κανένα σημείο της μαρτυρίας του αναφέρθηκε σε αυτό το γεγονός, ούτε ήταν σε θέση να τοποθετηθεί για την ύπαρξη συγγενικής σχέσης με το θύμα.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, και έχοντας κατά νου προηγούμενη σχετική νομολογία όπου επιβολή ποινής φυλάκισης, ανάλογης έκτασης, επικυρώθηκε (Σάββα (ανωτέρω) και Παντέλα (ανωτέρω)), δεν θα υπήρχαν περιθώρια επιτυχίας ούτε και του πέμπτου λόγου έφεσης, με τον οποίο γίνεται επίκληση έκδηλα υπερβολικής ποινής. Εντοπίζουμε, όμως, σφάλμα αρχής, για τους λόγους που θα εξηγήσουμε αμέσως μετά, και οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από τα όσα καλύπτει ο πρώτος λόγος έφεσης.

 

Εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εξαγωγή συμπερασμάτων, και θεμελίωσε την απόφασή του επί της ποινής, σε γεγονότα τα οποία δεν αποδείχτηκαν ενώπιόν του. Αυτή η προσέγγιση συνιστά και την ουσία του πρώτου λόγου έφεσης.

 

Δεν αμφισβητείται, βεβαίως, η συνδρομή των συστατικών στοιχείων που αποτέλεσαν τη βάση καταδίκης του Εφεσείοντα, κατ’ ακολουθία της ίδιας της παραδοχής του. Με βάση, δε, τα παραδεκτά γεγονότα, όπως αυτά κατατέθηκαν για σκοπούς επιβολής ποινής, ο Εφεσείοντας τελούσε κατά τον επίδικο χρόνο υπό την επήρεια αλκοόλης. Υπό αυτές τις συνθήκες, η οδήγηση οχήματος ενείχε πλέον καθαρό και σοβαρό κίνδυνο για τον κάθε πολίτη που βρισκόταν στην πορεία του Εφεσείοντα κατά το συγκεκριμένο χρόνο.

[*339]Το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εστιάζεται στο γεγονός ότι όπως διάχυτα εντοπίζεται σε διάφορα μέρη της απόφασής του επί της ποινής έλαβε υπόψη του, για σκοπούς επιβολής ποινής, δεδομένα πέραν των όσων κατατέθηκαν από την Εφεσίβητη και τα οποία η πλευρά του Εφεσείοντα απεδέχθη. Συγκεκριμένα, στηρίχθηκε και σε στοιχεία τα οποία αναδύονται μέσα από την ανακριτική κατάθεση του Εφεσείοντα, που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας που προηγήθηκε, και προτού ο Εφεσείοντας προχωρήσει σε αλλαγή απάντησης και παραδοχή στην πρώτη κατηγορία. Τα στοιχεία αυτά δεν συνιστούσαν όμως μέρος της βάσης των γεγονότων, τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως παραδεκτά από τις δύο πλευρές για σκοπούς επιβολής ποινής. Αυτά τα παραδεκτά και μόνο γεγονότα είχε υποχρέωση να λάβει υπόψη του το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής. Τα όσα παρατέθηκαν σε προηγούμενο στάδιο ενώπιόν του ως μέρος της μαρτυρίας που δόθηκε στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, δεν αποτελούσαν πλέον μέρος της βάσης των γεγονότων, των σχετικών με την επιβολή ποινής. Η απαράδεκτη αυτή συμπερίληψη γεγονότων μεταξύ των οποίων και η παραδοχή του Εφεσείοντα ότι η ικανότητά του για ασφαλή οδήγηση είχε ελαττωθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών – αποτέλεσε μέρος του σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στοιχείο ανάπτυξης της πρωτόδικης δικαστικής κρίσης κατά την πορεία επιβολής ποινής φυλάκισης έκτασης 2½ ετών.

 

Το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι το ποινικό μέτρο καθορίζεται πρώτιστα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη Νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης.  Όπου, δε, εντοπίζεται σφάλμα αρχής, ενεργοποιείται και η εξουσία του Εφετείου να επέμβει. Στην υπό κρίση περίπτωση, και για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει, η επέμβασή μας είναι επιβεβλημένη. Η πρωτόδικη ποινή φυλάκισης των 2½ ετών στην πρώτη κατηγορία ανατρέπεται και αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 20 μηνών.

 

Παραμένει ως τελευταίο θέμα προς εξέταση το ζήτημα που καλύπτει ο έκτος λόγος έφεσης, ότι, δηλαδή, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως η περίπτωση του Εφεσείοντα δεν ήταν κατάλληλη για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.

 

Ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης δεν έχει περιθώρια επιτυχίας.  [*340]Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο ορθά από τις νομικές αρχές και τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς αναστολής επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, αποφάσισε την άμεση εκτέλεσή της, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στην κοινωνική μάστιγα των τροχαίων ατυχημάτων. Έχει επισημανθεί επανειλημμένα από τα Δικαστήρια ότι τα θανατηφόρα ατυχήματα και οι ολέθριες προεκτάσεις τους επηρεάζουν τόσο την επιλογή του είδους της ποινής, όσο και το ύψος της (Παντέλα (ανωτέρω), σελίδες 569-570). Τα Δικαστήρια δεν μπορούν να αδιαφορούν μπροστά στο φαινόμενο αυτό. Η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης περιέχει, όπως ορθά εντόπισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, έντονο το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια προσώπων που τυχόν χρησιμοποιούν το δρόμο. Η εγγενής σοβαρότητα των αδικημάτων και οι τραγικές συνέπειες που προέκυψαν, καθώς και η ανάγκη για αποτροπή, καθιστούσαν αναπόφευκτη την άμεση εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής (Κουκκίδη (ανωτέρω)).

 

Συνεπώς, υπό το σύνολο των δεδομένων της υπόθεσης, η επιλογή του πρωτόδικου Δικαστηρίου για επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης ήταν απόλυτα δικαιολογημένη και δεν εντοπίζονται περιθώρια επέμβασής μας στη διακριτική ευχέρειά του.

 

Στη βάση της επιτυχίας του πρώτου λόγου έφεσης και μόνο, η Έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη ποινή φυλάκισης των 2½ ετών στην πρώτη κατηγορία μειώνεται σε ποινή φυλάκισης 20 μηνών.

 

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο