Νικολάου Νίκος ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 376

ECLI:CY:AD:2014:B344

(2014) 2 ΑΑΔ 376

[*376]22  Μαΐου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 23/2013)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Βιασμός ― Άρθρα 144 και 145 του Κεφ. 154 ― Εφεσείων μεταφέρει σε ερημική περιοχή Ρωσίδα τουρίστρια και προβαίνει σε βιασμό της ― Έφεση που στηρίχθηκε σε ζητήματα αξιοπιστίας και δίκαιης δίκης ― Επικύρωση καταδίκης ― Δεν παρεχόταν κανένα περιθώριο επέμβασης του Εφετείου ― Μαρτυρία  παραπονούμενης που συνοδευόταν από τέτοια δύναμη και αξιοπιστία που ουσιαστικά εκμηδένιζε το ενδεχόμενο να μη γίνει αποδεκτή.

 

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Δίκαιη δίκη ― Επεκτείνεται και στο στάδιο των ανακρίσεων ― Στην κατάλληλη περίπτωση, σοβαρές παραλείψεις των Ανακριτικών Αρχών δυνατόν να οδηγήσουν και σε απαλλαγή ενός κατηγορούμενου ― Θα πρέπει να θέτουν τον κατηγορούμενο σε μειονεκτική θέση έναντι της Κατηγορούσας Αρχής.

 

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Δίκαιη δίκη ― Βάρος απόδειξης ― Εναπόκειται στην υπεράσπιση ότι όντως ο κατηγορούμενος έχει τεθεί σε μειονεκτική θέση, λόγω παραλείψεων στο στάδιο της ανάκρισης ― Στη βάση του ισοζυγίου πιθανοτήτων.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία ― Ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του.

 

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού σε πέντε κατηγορίες για σεξουαλικής φύσεως αδικήματα [*377]σε βάρος 31χρονης ρωσίδας τουρίστριας και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές με υψηλότερες τις ποινές φυλάκισης των 8 ετών στις δύο κατηγορίες βιασμού των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154. Άλλες τρεις κατηγορίες αφορούσαν άσεμνη επίθεση (Άρθρο 151 Π.Κ.), απαγωγή (148 Π.Κ.) και επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης ( 243 Π.Κ.).

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που εκτέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, η παραπονούμενη είχε έλθει στην Κύπρο για διακοπές στις 17.8.2012 και θα αναχωρούσε στις 24.8.12.

 

Το βράδυ της 21.8.12 πήγε για ποτό σε μπαρ το οποίο βρίσκεται στην τουριστική περιοχή Λεμεσού κοντά στο ξενοδοχείο όπου διέμενε. Εκεί γνωρίστηκε με τον εφεσείοντα, ο οποίος την μετέφερε με τη μοτοσυκλέτα του σε άλλο μπαρ για να ψυχαγωγηθούν.

 

Γύρω στα μεσάνυκτα αποφάσισαν να φύγουν και, σύμφωνα με την παραπονούμενη, ο εφεσείοντας προθυμοποιήθηκε να τη μεταφέρει στο ξενοδοχείο της και αυτή δέχτηκε. Η παραπονούμενη ανέβηκε στη μοτοσυκλέτα του εφεσείοντα και αυτός τη μετέφερε σε ένα μικρό σπιτάκι που είχε ο αδελφός του σε ερημική περιοχή του χωριού Γεράσα. Εκεί, σύμφωνα με την παραπονούμενη, πέρασε εφιαλτικές στιγμές με αποκορύφωση να υποστεί δύο βιασμούς, ενώ σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσείοντα ό,τι έγινε ήταν με την συναίνεση της προς αμοιβαία ευχαρίστηση.

 

Από τις πρώτες ενέργειες της αστυνομίας ήταν η μεταφορά της παραπονούμενης στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού για ιατρικές εξετάσεις. Την εξέτασε ο γυναικολόγος (Μ.Κ.9) και στη συνέχεια ο ιατροδικαστής (Μ.Κ.13), τα αντικειμενικά ευρήματα των οποίων ουσιαστικά ήταν τα ίδια. Όπως διαπίστωσαν, έφερε πολλαπλές εκδορές και εκχυμώσεις. Παράλληλα, η αστυνομία την ίδια ημέρα προχώρησε σε σύλληψη του εφεσείοντα, ο οποίος έδωσε την δική του εκδοχή σε σχετική ανακριτική κατάθεση, την οποία υιοθέτησε και ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

 

Το Κακουργιοδικείο, αφού ανάλυσε λεπτομερώς την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, απεδέχθη ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και απέρριψε ως αναξιόπιστη αυτή του εφεσείοντα και των μαρτύρων που κατέθεσαν προς υπεράσπιση του. Ειδικά έκρινε ότι η παραπονούμενη είπε πλήρως την αλήθεια με κάθε λεπτομέρεια που θυμόταν, σε βαθμό που ήταν διατεθειμένο να δεχθεί τη μαρτυρία της και χωρίς ενίσχυση. Παρόλο που, όπως παρατήρησε, ουσιώδεις πτυχές της μαρτυρίας της ενισχύονταν από τη [*378]μαρτυρία της αδελφής της, του ρώσου στρατιωτικού ακόλουθου στους οποίους είχε τηλεφωνήσει την επίδικη ημερομηνία, του αστυνομικού που τη συνάντησε στις 8.30 π.μ. στο ξενοδοχείο της, καθώς επίσης και από την ιατρική μαρτυρία.

 

Κατέληξε περαιτέρω, ότι η  εκδοχή του εφεσείοντα, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να γίνει πιστευτή και προς τούτο, πέραν της αρνητικής εντύπωσης που σχημάτισαν τα τρία μέλη του Κακουργιοδικείου για την αξιοπιστία του, διατύπωσε σωρεία λόγων γι’ αυτή την κατάληξη.

 

Επιπρόσθετα, το Κακουργιοδικείο, δεν παρέλειψε να εξετάσει ισχυρισμούς της Υπεράσπισης, με τους οποίους καταλογίστηκαν παραλείψεις στους ανακριτές της υπόθεσης. Ανέφερε σχετικά ότι η αμφισβήτηση των αστυνομικών δεν ήταν παρά περιθωριακής σημασίας.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον της καταδίκης και στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:

 

α)  Η καταδίκη ήταν επακόλουθο παραβίασης του δικαιώματος του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη λόγω παραλείψεων των Ανακριτικών Αρχών, καθώς και λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο.

 

β)  Το Κακουργιοδικείο (1) παρέλειψε να εξετάσει την εκδοχή του Εφεσείοντα με αμερόληπτο τρόπο, (2) δεν έδωσε καμιά σημασία στις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε η παραπονούμενη, (3) δεν έλαβε υπόψη του τα παράπονα του εφεσείοντα και του απέδωσε παραδοχές στις οποίες δεν προέβη, (4) έκρινε αξιόπιστη την παραπονούμενη, παρά το γεγονός ότι το μαρτυρικό υλικό θα έπρεπε να το οδηγήσει σε αντίθετο εύρημα και (5) απέρριψε συλλήβδην και κατά τρόπο άδικο τη μαρτυρία των μαρτύρων Υπεράσπισης.

 

γ)  Γενικά, ο τρόπος με τον οποίο το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία, μετέδιδε βάσιμα την εντύπωση ότι μετέθεσε το βάρος απόδειξης από την Κατηγορούσα Αρχή, στην Υπεράσπιση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Όπως ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, καμιά από τις ισχυριζόμενες παραλείψεις δεν μπορούσαν να νοηθούν ως τέτοιες. Όλοι οι μάρτυρες αστυνομικοί άφησαν θετικότατη εικόνα αμεροληψίας και επάρκειας στα καθήκοντα τους. Καμιά σκιά δεν αφέθηκε στο τρόπο που ενήργησαν.

[*379]2.      Ήταν ορθή η θέση ότι το δικαίωμα για δίκαιη δίκη επεκτείνεται και στο στάδιο των ανακρίσεων και ότι στην κατάλληλη περίπτωση, σοβαρές παραλείψεις των Ανακριτικών Αρχών δυνατόν να οδηγήσουν και σε απαλλαγή ενός κατηγορούμενου.

 

3.  Στην προκείμενη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε περιθωριακής σημασίας τις καταλογιζόμενες στις Ανακριτικές Αρχές παραλείψεις, και διατύπωσε την άποψη ότι αυτές κατασκευάστηκαν από τον εφεσείοντα προκειμένου – ανεπιτυχώς βέβαια - να μειώσει την προσωπικότητα του θύματος του και να αυτοαναδειχθεί σε «Καλό Σαμαρείτη». Έκρινε συναφώς, ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί του «… δεν ήταν αληθινοί και γι’ αυτό κατέρρευσαν αλλά και δεν είχαν καταλυτική σημασία έτσι και αλλιώς, μπροστά στην ουσία των πραγμάτων που ήταν η κραυγαλέα εικόνα μιας κοπέλας που έπεισε για την κακοποίηση της».

 

4.  Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ορθώς το Κακουργιοδικείο χειρίστηκε το όλο ζήτημα και τόσο το σκεπτικό όσο και η κατάληξη του, δεν άφηναν περιθώριο επέμβασης του Εφετείου.

 

5.  Αναφορικά με τη πτυχή της αξιοπιστίας της παραπονούμενης, του εφεσείοντα και των μαρτύρων που κατέθεσαν εκατέρωθεν, το Κακουργιοδικείο εξέτασε με ιδιαίτερη προσοχή ό,τι τέθηκε ενώπιον του και έδωσε πλήρεις και πειστικότατους λόγους γιατί αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και απέρριψε ως αναξιόπιστη εκείνη του εφεσείοντα και των μαρτύρων του.

 

6.  Ειδικά η μαρτυρία της παραπονούμενης ορθά κρίθηκε, ότι συνοδευόταν από τέτοια δύναμη και απέπνεε τόση αξιοπιστία που ουσιαστικά εκμηδένιζε το ενδεχόμενο να μη γίνει αποδεκτή. Τη στιγμή μάλιστα που ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας της, ενισχύονταν από άλλη ανεξάρτητη και αξιόπιστη μαρτυρία. Όπως, το τηλεφώνημα στη Ρωσία που έγινε εν τω γίγνεσθαι του δράματος, τα εμφανή σημάδια στο σώμα της, οι παντόφλες και το εσώρουχο της που αφέθηκαν στο δάσος όπου προσπάθησε να κρυφτεί, καθώς επίσης και στην εν γένει κατάστασή της όπως περιγράφηκε από την αδελφή της, τον στρατιωτικό ακόλουθο της ρωσικής πρεσβείας και τον αστυνομικό που τη συνάντησε στις 8.30 π.μ. στο ξενοδοχείο της.

 

7.  Και όλα αυτά, σε αντίθεση με την άγαρμπη εκδοχή του εφεσείοντα η οποία αντικειμενικά συνοδευόταν με όλα εκείνα τα στοιχεία που την καθιστούσαν πλήρως αναξιόπιστη.

[*380]8.      Κάτω από αυτά τα δεδομένα, δεν παρεχόταν κανένα περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στον τρόπο που το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Panovits v. Cyprus Application (E.C.H.R) No. 4 268/04 ημερ. 11.13.08,

 

Κάππελος ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 241,

 

Sofri a.ο. v. Italy [2004] Crim. L. R. 846,

 

Monat v. DPP [2001] 2 Cr. App. R. 23,

 

Κ.Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294,

 

Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Αραμπίδη (Αρ. 1) (2013) 2 Α.Α.Δ. 713.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον Κατηγογρούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Ψαρά-Μιλτιάδου, Π.Ε.Δ., Ιωαννίδης, Π.Ε.Δ., Τσιβιτανίδου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 19770/12), ημερομηνίας 18/1/13 και 28/1/13 αντίστοιχα.

 

Ε. Ευσταθίου και Χρ. Χατζηλοΐζου, για Εφεσείοντα.

 

M. Aλεξάνδρου (κα), για Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού σε πέντε κατηγορίες για σεξουαλικής φύσεως αδικήματα σε βάρος της 31χρονης ρωσίδας τουρίστριας Κ. Nikolaeva (στο εξής η Παραπονούμενη) και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές. Με πιο υψηλές τις δύο ποινές φυλάκισης των 8 ετών στις δύο κατηγορίες βιασμού των άρ. 144 και [*381]145 του Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.), ενώ οι άλλες τρεις αφορούσαν άσεμνη επίθεση (άρ. 151 Π.Κ.), απαγωγή (άρ. 148 Π.Κ.) και επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης (άρ. 243 Π.Κ.).

 

Ο Εφεσείων παραπονείται ότι η καταδίκη του ήταν επακόλουθο παραβίασης του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη λόγω παραλείψεων των Ανακριτικών Αρχών, καθώς και λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο. Σχετικά διατυπώνει εννέα παράπονα (Λόγους Έφεσης), τα οποία θα εξετάσουμε αφού πρώτα σκιαγραφήσουμε τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση και αναφερθούμε στις διιστάμενες εκδοχές των δύο πρωταγωνιστών της, καθώς επίσης και στην αξιολόγηση στην οποία προέβη το Κακουργιοδικείο και στα συνακόλουθα με αυτή ευρήματα.

 

Η Παραπονούμενη ήλθε στην Κύπρο για διακοπές στις 17.8.2012 και θα αναχωρούσε στις 24.8.12. 

 

Το βράδυ της 21.8.12 πήγε για ποτό στο μπαρ Trippers, το οποίο βρίσκεται στην τουριστική περιοχή Λεμεσού κοντά στο ξενοδοχείο Golden Arches όπου διέμενε. Εκεί γνωρίστηκε με τον Εφεσείοντα, ο οποίος την πήρε με τη μοτοσυκλέτα του στο μπαρ Teepee για διασκέδαση.

 

Γύρω στα μεσάνυκτα αποφάσισαν να φύγουν και, σύμφωνα με την Παραπονούμενη, ο Εφεσείοντας προθυμοποιήθηκε να τη μεταφέρει στο ξενοδοχείο της και αυτή δέχτηκε. Σύμφωνα όμως με τον Εφεσείοντα, η Παραπονούμενη ήθελε «να πάνε βόλτα» και μάλιστα του ζήτησε να πάνε στη θάλασσα να κάνουν σεξ. Το βέβαιο όμως είναι ότι η Παραπονούμενη ανέβηκε στη μοτοσυκλέτα του Εφεσείοντα και αυτός τη μετέφερε σε ένα μικρό σπιτάκι που είχε ο αδελφός του σε ερημική περιοχή του χωριού Γεράσα. Εκεί, σύμφωνα με την Παραπονούμενη, πέρασε εφιαλτικές στιγμές με αποκορύφωση να υποστεί δύο βιασμούς, ενώ σύμφωνα με την εκδοχή του Εφεσείοντα ό,τι έγινε ήταν με την συναίνεση της προς αμοιβαία ευχαρίστηση. Θάταν όμως χρήσιμο να παραθέσουμε τις δύο εκδοχές με κάποιες λεπτομέρειες, εφόσον αυτές είναι άμεσα συνυφασμένες με τη θέση του Εφεσείοντα ότι οι Ανακριτικές αρχές δεν εξέτασαν με επιμέλεια την εκδοχή του με αποτέλεσμα να μην τύχει δίκαιης δίκης. Πρώτα η εκδοχή της Παραπονούμενης που έχει ως ακολούθως:-

 

Όταν έφτασαν έξω από το σπιτάκι, ο Εφεσείοντας την τράβηξε βίαια από το χέρι και την κάθισε σε κάποιο παγκάκι που βρι[*382]σκόταν εκεί και άρχισε να τη φιλά. Μάταια του ζήτησε (στα αγγλικά) να σταματήσει και όταν άρχισε να φωνάζει, να καλεί σε βοήθεια και να τον σπρώχνει, ο Εφεσείοντας θύμωσε και άρχισε να την κτυπά με γροθιές στο κεφάλι, ενώ παράλληλα κατάφερε να της βγάλει το παντελόνι και το εσώρουχο της.

 

Παρά το φόβο της προσπάθησε να βρει τρόπο να του ξεφύγει και του ζήτησε να την αφήσει να πάει στο αποχωρητήριο και μετά θα τον άφηνε να κάνει ό,τι θέλει. Αυτός δέχτηκε και της έδειξε μια μικρή τουαλέτα έξω από την αποθήκη, όπου την άφησε μόνη της για 1-2 λεπτά. Τα εκμεταλλεύτηκε και έτρεξε στο δάσος, αλλά ο Εφεσείοντας την αναζήτησε με ένα φανάρι και όταν την βρήκε την άρπαξε από τα μαλλιά, της έδωσε μερικές γροθιές στο κεφάλι και την έσυρε μέσα στην αποθήκη όπου την έριξε σε ένα στρώμα που υπήρχε εκεί. Ακολούθως, φωνάζοντας «Ι will kill you», έβγαλε το παντελόνι και το εσώρουχο του και πρόταξε το εν στύση πέος του, το οποίο (η Παραπονούμενη) άρχισε, όπως είπε χαρακτηριστικά, «να του το παίζει με το χέρι για να μην τη βιάσει», όπως και έγινε. Όταν όμως ο Εφεσείοντας έφτασε σε σημείο εκσπερμάτωσης, την άρπαξε από τα μαλλιά και εκσπερμάτωσε μέσα στο στόμα της και αυτή το έφτυσε έξω από την πόρτα της αποθήκης.

 

Μετά την εκσπερμάτωση ο Εφεσείοντας ηρέμησε, και αυτή βρήκε την ευκαιρία να βγει έξω από την αποθήκη, όπου ήταν τα παπούτσια, το παντελόνι και το εσώρουχο της, τα οποία άρπαξε και έτρεξε και πάλιν στο δάσος. Εκεί, και ενώ ο Εφεσείοντας την αναζητούσε, τηλεφώνησε – στις 3.24 π.μ. όπως είδε στο κινητό της – στον άνδρα της αδελφής της στη Ρωσία και υπό καθεστώς μεγάλης ταραχής του εξήγησε σε ποιά κατάσταση βρισκόταν και του ζήτησε να ενημερώσει τη ρωσική πρεσβεία. Την εντόπισε όμως ο Εφεσείοντας και της άρπαξε το κινητό και άρχισε να φωνάζει της αδελφής της και ακολούθως άρχισε να τη κτυπά δυνατά. Μίλησε και αυτή με την αδελφή της και της ζήτησε να μην τον απειλούν γιατί θα την σκοτώσει. Ακολούθως ο Εφεσείοντας την άρπαξε από τα μαλλιά και την έσυρε ξανά στην αποθήκη όπου, αφού γυμνώθηκε, την έριξε στο στρώμα και αδιαφορώντας για τις κραυγές και τα κλάματα της τη βίασε από τον κόλπο. Μετά, αφού εκσπερμάτωσε στο πρόσωπο της και της έδωσε χαρτί να σκουπιστεί, φόρεσε το εσώρουχο του και έφτιαξε καφέ. Και ενώ έπινε και αυτή καφέ κλαίγοντας, ο Εφεσείοντας την έσπρωξε μπρούμυτα στο στρώμα και, παρά τις παρακλήσεις της, τη βίασε για δεύτερη φορά από τον κόλπο.

 

Με την ολοκλήρωση και του δεύτερου βιασμού - σύμφωνα πά[*383]ντα με την εκδοχή της Παραπονούμενης – η ώρα πήγε 6.30 π.μ. και τότε ο Εφεσείοντας, ήρεμος πια, της είπε να φορέσει τα ρούχα της για να φύγουν. Φόρεσε μόνο το σχισμένο παντελόνι της καθότι τα παπούτσια και το εσώρουχο της τα είχε χάσει στο δάσος όπου τα βρήκε η αστυνομία αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας σε επιτόπια εξέταση.

 

Χωρίς εσώρουχο και παπούτσια μεταφέρθηκε από τον Εφεσείοντα στο ξενοδοχείο και όταν την άφησε εκεί, έτρεξε στο δωμάτιο της και τότε αντιλήφθηκε ότι την καλούσαν στο κινητό από τη ρωσική πρεσβεία. Απάντησε, αλλά ήταν σε κατάσταση υστερίας και δεν μπορούσε να τους εξηγήσει τι είχε γίνει. Σχετική επί του προκειμένου ήταν η μαρτυρία του Valeriy Kuritsyn (M.K.11), βοηθού στρατιωτικού ακόλουθου της ρωσικής πρεσβείας, ο οποίος κατέθεσε ότι στις 3.50 π.μ. του τηλεφώνησε από τη Ρωσία η Julia Nikolaeva (Μ.Κ.8), αδελφή της Παραπονουμένης, η οποία του ζήτησε να εντοπίσει και να βοηθήσει την αδελφή της. Έκτοτε, ανάφερε, τηλεφωνούσε κάθε 10 λεπτά στο κινητό της Παραπονούμενης, αλλά αυτή του απάντησε κλαίγοντας και ταραγμένη στις 6.30 π.μ. και την συμβούλευσε να ζητήσει από την υποδοχή του ξενοδοχείου να ειδοποιήσει την Αστυνομία. Όπως και έγινε, με αποτέλεσμα στις 8.30 π.μ. να την επισκεφθούν αστυνομικοί του Σταθμού Γερμασόγειας προς τους οποίους, κλαίγοντας, εξήγησε τα καθέκαστα.

 

Οι αστυνομικοί μετέφεραν την Παραπονούμενη στα γραφεία του ΤΑΕ Λεμεσού, όπου συγκροτήθηκε ομάδα με επικεφαλής τον αστυνομικό ανακριτή Σωκράτους (Μ.Κ.10) για διερεύνηση της καταγγελίας της ότι βιάσθηκε από άγνωστο άνδρα τον οποίο γνώρισε σε νυκτερινό κέντρο το προηγούμενο βράδυ.

 

Από τις πρώτες ενέργειες της αστυνομίας ήταν η μεταφορά της Παραπονούμενης στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού για ιατρικές εξετάσεις. Την εξέτασε ο γυναικολόγος Καυκαλιάς (Μ.Κ.9) και στη συνέχεια ο ιατροδικαστής Χαραλάμπους (Μ.Κ.13), τα αντικειμενικά ευρήματα των οποίων ουσιαστικά ήταν τα ίδια. Όπως διαπίστωσαν, έφερε πολλαπλές εκδορές και εκχυμώσεις (α) στη θωρακική και κοιλιακή χώρα, (β) σε αμφότερους τους μηρούς και κνήμες, (γ) στη δεξιά και αριστερή γλουτιαία χώρα, (δ) στο δεξιό βραχίονα και αντιβραχίονα, (ε) στο πέλμα του δεξιού ποδιού, (στ) στο πρόσωπο και κεφάλι, (ζ) στην αυχενική χώρα και (η) στον αριστερό μαστό. Παράλληλα, η ομάδα, αξιοποίησε ό,τι στοιχεία συνέλεξε στο μεταξύ και την ίδια ημέρα προχώρησε σε σύλληψη του Εφεσείοντα, ο οποίος έδωσε την δική του εκδοχή σε σχετική [*384]ανακριτική κατάθεση, την οποία υιοθέτησε και ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Την παραθέτουμε:-

 

Ενώ βρισκόταν στη μπυραρία Tripper πρόσεξε την Παραπονούμενη να κάθεται στο μπαρ και να του χαμογελά. Ήταν εκεί με ένα «φαλακρό» και όταν αυτός έφυγε, η Παραπονούμενη τον πλησίασε και του είπε «θέλω να χορέψω, θέλω μουσική» και αυτός την πήρε στο μπαρ «Teepee» και όταν έφτασαν εκεί, η Παραπονούμενη ενθουσιάστηκε γιατί η μουσική ήταν ζωντανή. Έλεγε όμως ασυναρτησίες και τότε σιγουρεύτηκε ότι ήταν μεθυσμένη.  Παρολ’ αυτά ήπιε ακόμη δύο ποτά Pina Colada, ενώ δεν σταμάτησε να χοροπηδά. Στη συνέχεια, όταν βγήκαν έξω από το μπαρ για να φύγουν, η Παραπονούμενη τον αγκάλιασε και του ζήτησε να πάνε στη θάλασσα να κάνουν σεξ. Αυτός δεν συμφώνησε και προσφέρθηκε να την πάρει στο ξενοδοχείο της, αλλά αυτή ήθελε να πάνε βόλτα. Έκαναν κάποιες βόλτες με τη μοτοσυκλέτα στην πόλη και μετά την πήρε στο σπιτάκι που έχει ο αδελφός του έξω από τη Γεράσα. Όταν έφτασαν εκεί, η Παραπονούμενη ζήτησε κρασί και της έβαλε ένα ποτήρι. Ο ίδιος ήπιε λεμονάδα και ενώ του μιλούσε για τη ζωή της, τηλεφώνησε στην αδελφή της στη Ρωσία και μίλησε και αυτός μαζί της, όπως μίλησε και με τον άνδρα της αδελφής της. Δεν μπόρεσε όμως να συνεννοηθεί μαζί τους και συνεχίζοντας την εκδοχή του, ισχυρίστηκε τα ακόλουθα:-

 

Μετά το τηλεφώνημα στη Ρωσία, άρχισαν σιγά-σιγά να φιλιούνται και αυτή του έκανε πεοθηλασμό. Μετά μπήκαν στο μικρό δωμάτιο και έκαναν σεξ και η Παραπονούμενη δέκτηκε να της εκσπερματώσει στο στόμα, αλλά μετά από λίγο στάθηκε στην πόρτα και έφτυσε στο σκαλί. Ακολούθως άναψαν τσιγάρο και η Παραπονούμενη αφού ήπιε και άλλο κρασί βγήκε έξω στο χωράφι να ουρήσει. Αργούσε όμως να επιστρέψει και την αναζήτησε με ένα λουξ. Την βρήκε πεσμένη μέσα στους «βάτους» και όταν πήγε κοντά της άρχισε να του λέει ότι φοβάται τους λύκους και τα ψάρια.  Τη ρώτησε γιατί πήγε εκεί, αλλά δεν θυμόταν να του πει και αφού τον αγκάλιασε τον ευχαρίστησε που την έσωσε γιατί θα την έτρωγαν οι λύκοι. Τελικά, αφού την τράβηξε, την έβγαλε από τους βάτους και όταν την μετέφερε στο σπιτάκι τη βοήθησε να πλυθεί.  Ακολούθως ήπιαν καφέ και γύρω στις 6.30 π.μ. έφυγαν για το ξενοδοχείο της. Όσον δε αφορά το εσώρουχο της, δεν είχε ιδέα πώς βρέθηκε εκεί που το βρήκε η αστυνομία. Την παντόφλα, όμως, την είδε στο σημείο που βρήκε την Παραπονούμενη πεσμένη, την οποία σε καμιά περίπτωση δεν απήγαγε, βίασε ή κτύπησε. Ότι έκαναν, κατέληξε, το έκαναν γιατί το ήθελαν και οι δύο.

[*385]Επιπρόσθετα των πιο πάνω, ανάφερε ότι ενώ ήταν υπό κράτηση ζήτησε να δώσει συμπληρωματική κατάθεση για να εξηγήσει κάποια πράγματα. Δηλαδή, ότι μετά που έκαναν σεξ, η Παραπονούμενη κρύωνε και της έδωσε ένα σακάκι που ήταν στο σπιτάκι, το οποίο φόρεσε παρόλο που είχε «πάνω χόρτα, ξύλα και αγκάθια από το χωράφι». Όπως ήθελε να δείξει και το μπουκάλι από το οποίο πρόσφερε κρασί στην Παραπονούμενη και, περαιτέρω, να αναφέρει ότι η παραπονούμενη έπλυνε τις πληγές και τα μαλλιά της με ουίσκι.

 

Το Κακουργιοδικείο, αφού ανάλυσε λεπτομερώς την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, απεδέχθη ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Κατηγορίας και απέρριψε ως αναξιόπιστη αυτή του Εφεσείοντα και των μαρτύρων που κατέθεσαν προς υπεράσπιση του. Ειδικά έκρινε ότι:-

 

1. Η Παραπονούμενη είπε πλήρως την αλήθεια με κάθε λεπτομέρεια που θυμόταν, σε βαθμό που ήταν διατεθειμένο να δεχθεί τη μαρτυρία της και χωρίς ενίσχυση. Παρόλο που, όπως παρατήρησε, ουσιώδεις πτυχές της μαρτυρίας της ενισχύονταν από τη μαρτυρία της αδελφής της, του ρώσου στρατιωτικού ακόλουθου, του αστυνομικού που τη συνάντησε στις 8.30 π.μ. στο ξενοδοχείο της, καθώς επίσης και από την ιατρική μαρτυρία.

 

2. Η εκδοχή του Εφεσείοντα σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να γίνει πιστευτή και προς τούτο, πέραν της αρνητικής εντύπωσης που σχημάτισαν τα τρία μέλη του Κακουργιοδικείου για την αξιοπιστία του, διατύπωσε σωρεία λόγων γι’ αυτή την κατάληξη. Επιπρόσθετα, το Κακουργιοδικείο, δεν παρέλειψε να εξετάσει ισχυρισμούς της Υπεράσπισης, με τους οποίους καταλογίστηκαν στους ανακριτές της υπόθεσης παραλείψεις.  Αναφέρει σχετικά το Κακουργιοδικείο:-

 

«Έχουμε την εντύπωση ότι η αμφισβήτηση των αστυνομικών δεν ήταν παρά περιθωριακής σημασίας, όχι για την νομιμότητα αυτών που έγιναν και παραλήφθησαν αλλά γι’ αυτά που δεν έγιναν. Εξ όσων έχουμε αντιληφθεί, η υπεράσπιση κακίζει την αστυνομία για κάποιες παραλείψεις οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν ως κάτωθι:

 

• Παράλειψη να στείλουν αμέσως τον κατηγορούμενο σε γιατρό και ιατροδικαστική εξέταση και φωτογράφηση την ίδια ημέρα που ο ίδιος αυτόβουλα παρουσιάσθηκε στην αστυνομία στις 22.8.2012. Αντ’ αυτού εξετάστηκε από ια[*386]τροδικαστή και φωτογραφήθηκε την επομένη.

 

• Παράλειψη να προσέξουν και να παραλάβουν ως Τεκμήρια διάφορα αντικείμενα τα οποία θα ενίσχυαν την εκδοχή του κατηγορούμενου, αν εγένετο σ’ αυτά εξέταση DNA. Ως τέτοια αντικείμενα στην σκηνή υποδείχθησαν κυρίως το μπουκάλι κρασί, τα φλιτζάνια του καφέ, το στρώμα (που φαίνεται διπλωμένο στις φωτογραφίες), η ξαπλώστρα που είναι έξω του υποστατικού (όπου σύμφωνα με την υπεράσπιση έγιναν «τα προκαταρκτικά»), η δεύτερη παντόφλα και άλλα σημεία. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να περιληφθεί και η κατά την υπεράσπιση κακόπιστη μη λήψη συμπληρωματικής κατάθεσης από τον κατηγορούμενο όταν αυτός το ζήτησε στις 28.8.2012 και η μη καταχώρηση αυτού του αιτήματος σε ημερολόγιο ενεργείας.

 

• Για τα προηγηθέντα της Γεράσας, η θέση της υπεράσπισης ήταν ότι υπήρξε παράλειψη διερεύνησης του ισχυρισμού για τον άγνωστο άντρα με τον οποίο η Π. συνομιλούσε πριν να μιλήσει με τον κατηγορούμενο. Επίσης υπήρξε η θέση ότι ήταν παράλειψη της αστυνομίας να ελέγξει τα κλειστά κυκλώματα και να ψάξει άλλους θαμώνες στα δύο επίδικα κέντρα - bars για να υποστηρίξουν την εκδοχή του κατηγορούμενου για το ότι η Π. ήταν μεθυσμένη, ότι παράπαιε, ότι έπεσε στο δάπεδο και ότι αγκάλιαζε τον κατηγορούμενο.

 

Στα πλαίσια αυτής της εισήγησης έγινε και η υπόδειξη του κ. Χ"Λοΐζου στους Μ.Κ. αστυνομικούς ότι έπρεπε να παραλάβουν και το jubox για να εξετασθεί για DNA της Π.

 

Έχουμε μελετήσει τις πιο πάνω εισηγήσεις αυτοδύναμα αλλά και σε συσχετισμό με το όλο ανακριτικό έργο στο οποίο έλαβαν μέρος με τον α ή β τρόπο οι πιο πάνω αστυνομικοί ή για τις ενέργειες τους κατά την διερεύνηση. Πραγματικά όσο και αν προσπαθήσαμε να είμαστε ανοικτοί στις πιο πάνω εισηγήσεις δεν βρίσκουμε να έχουν καμιά απολύτως βάση. Καμιά από τις ούτω καλούμενες παραλείψεις δεν μπορούν να νοηθούν ως τέτοιες.

 

Όλοι οι μάρτυρες αστυνομικοί και ειδικά οι Μ.Κ. 10, 3 ,6 και 7 μας άφησαν θετικότατη εικόνα αμεροληψίας και επάρκειας στα καθήκοντα τους. Καμιά σκιά δεν αφέθηκε στο τρόπο που ενήργησαν και αντίθετα με την εισήγηση θεωρούμε ότι έπραξαν ότι ήταν αναγκαίο.»

[*387]Και σε άλλο σημείο, σχολιάζοντας περαιτέρω τις αποδιδόμενες στους ανακριτές παραλείψεις, παρατηρεί:-

 

«Υπήρξε κύριος πυλώνας σκέψης της υπεράσπισης ότι η αστυνομία δεν έκανε καλά την δουλειά της ως προς την ανάγκη ενίσχυσης της εκδοχής της υπεράσπισης επισημαίνοντας παραλείψεις ενεργειών κάποιες από τις οποίες αναφέραμε πιο πάνω.

 

Ο κατηγορούμενος είναι η γνώμη μας, κατασκεύασε - σε δύο βάσεις -διάφορες μικρές λεπτομέρειες για να πετύχει δύο στόχους όπως ήδη επισημάναμε δηλαδή:

 

(α)  την μείωση της Π. ως ατόμου,

 

(β)  την ανάδειξη του ιδίου «ως καλού Σαμαρείτη».

 

Όλες αυτές οι λεπτομέρειες - ως η δεύτερη παντόφλα, το σακάκι κ.ά. -μπήκαν στο σκηνικό των δρωμένων για να δώσουν χρωματισμό στους δύο στόχους του κατηγορούμενου. Όμως δεν ήταν αληθινοί και γι’ αυτό κατέρρευσαν αλλά και δεν είχαν και καταλυτική σημασία έτσι και αλλιώς, μπροστά στην ουσία των πραγμάτων που ήταν η κραυγαλέα εικόνα μιας κοπέλας που έπεισε για την κακοποίηση της. Στα πλαίσια της ιδίας λογικής μας αναφέρθη ότι δεν υπήρξε βιασμός διότι δεν ήταν λογικό ο βιαστής να συστηθεί αφενός στο θύμα του και αφετέρου να το οδηγήσει πίσω στο ξενοδοχείο.

 

Στα ίδια στεγανά κατακρίθηκαν και οι ενέργειες της Π. ως μη λογικές.

 

Ως απάντηση σ’ αυτές τις αναφορές της υπεράσπισης - αν θα έπρεπε το θέμα να κριθεί ως θέμα λογικής ή μη λογικής ενέργειας - έχουμε να παραθέσουμε τα λόγια του Πική Π. στην υπόθεση Μossa (Mussa) Mohammed Mustafa v. Κακουρή κ.ά. (2002) 1(A) Α.Α.Δ. 165.

 

«Και το απίθανο μπορεί να είναι αληθινό. Κριτής το Δικαστήριο».

 

Θα προσθέταμε επίσης ότι το Δικαστήριο δεν είναι κριτής in abstracto και θεωρητικά. Η ζωντανή πραγματικότητα έχει πολλές εκφάνσεις και δεν θα ήταν σοφό το Δικαστήριο να τις αποκλείσει εγκεφαλικά. Είναι θέμα αξιοπιστίας και όπως είπαμε ήδη η Π. κρίνεται θετικά.

[*388]Βέβαια όπως επισημάναμε ήδη μη λογική κρίναμε την εκδοχή του κατηγορούμενου και εξηγήσαμε πως η Π. με έξυπνους χειρισμούς κατάφερε να γλυτώσει τα χειρότερα.

 

Μας ετέθη επίσης από τον κ. Χ"Λοϊζου η «παρατυπία» που παρατηρήθηκε με την διακοπή της κατάθεσης της για κάποιες ώρες ώστε να γίνει ιατροδικαστική εξέταση. Αυτή η παρατυπία χωρίς συγκεκριμενοποίηση ετέθη ως βλαπτική για την υπεράσπιση. Δεν βρίσκουμε ότι κάτι τέτοιο έχει βάση, αντίθετα, αν ήταν βλαπτική ήταν μόνο για την Π. αφού εν δυνάμει κάτι τέτοιο μπορεί να επηρεάζει τον ειρμό της σκέψης ενός ατόμου που οδηγείται σε κατάθεση σχεδόν αμέσως μετά την διάπραξη του αδικήματος κάτω από το βάρος των περιστάσεων που έχει βιώσει.»

 

Το Κακουργιοδικείο λοιπόν αντιμετώπισε τις παραλείψεις που καταλόγισε η Υπεράσπιση στις Ανακριτικές Αρχές ως περιθωριακής σημασίας, αλλά ο Εφεσείων διατείνεται ότι λόγω των παραλείψεων αυτών δεν δόθηκε στο Δικαστήριο συνολική εικόνα των γεγονότων που περιέβαλλαν την υπόθεση ώστε, το Δικαστήριο, να κρίνει με ασφάλεια ποια από τις δύο διιστάμενες εκδοχές ήταν αληθής και αξιόπιστη, με επακόλουθο να παραβιαστεί το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη (Λόγοι Έφεσης 1 και 3). Σε ότι δε αφορά τους υπόλοιπους λόγους, με αυτούς, ουσιαστικά, διατυπώνονται παράπονα για την αξιολόγηση της μαρτυρίας και καταλογίζεται στο Κακουργιοδικείο ότι (α) παρέλειψε να εξετάσει την εκδοχή του Εφεσείοντα με αμερόληπτο τρόπο (Λόγοι Έφεσης 2 και 4), (β) δεν έδωσε καμιά σημασία στις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε η Παραπονούμενη (5ος Λόγος), (γ) δεν έλαβε υπόψη του τα παράπονα του Εφεσείοντα και του απέδωσε παραδοχές που δεν προέβη (6ος Λόγος), (δ) έκρινε αξιόπιστη την Παραπονούμενη, παρά το γεγονός ότι το μαρτυρικό υλικό θα έπρεπε να το οδηγήσει σε αντίθετο εύρημα (7ος Λόγος), (ε) απέρριψε συλλήβδην και κατά τρόπο άδικο τη μαρτυρία των μαρτύρων Υπεράσπισης (8ος Λόγος) και (στ) γενικά, ο τρόπος με τον οποίο αξιολόγησε τη μαρτυρία μεταδίδει βάσιμα την εντύπωση ότι μετέθεσε το βάρος απόδειξης από την Κατηγορία στην Υπεράσπιση (9ος Λόγος).

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσείοντα ανέπτυξαν τους Λόγους Έφεσης σε περίγραμμα αγόρευσης, αλλά και δια ζώσης.   Το ίδιο έπραξε και η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης, η οποία βεβαίως υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Αναλυτικά:-

[*389]Είναι θέση του Εφεσείοντα ότι οι παραλείψεις των Ανακριτικών Αρχών ήταν ουσιώδους σημασίας για την Υπεράσπιση του, καθότι εάν δεν εμφιλοχωρούσαν θα επιβεβαίωναν ουσιώδεις πτυχές της εκδοχής του. Οι Ανακριτικές όμως Αρχές, επεδίωξαν να θεμελιώσουν την καταγγελία της Παραπονούμενης και όχι να παρουσιάσουν – ως είχαν καθήκον – στο Δικαστήριο το σύνολο των γεγονότων. Με επακόλουθο, ουσιώδεις πτυχές της εκδοχής του να μην εξεταστούν και να παραβιαστεί το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη. Η δικαιότητα (fairness) ή όχι της δίκης, εισηγήθηκαν οι συνήγοροι, κρίνεται από το στάδιο που προηγείται της δίκης και σοβαρές παραλείψεις των Ανακριτικών Αρχών οδηγούν σε απαλλαγή ενός κατηγορούμενου ως μέτρο ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αυτό θα έπρεπε να γίνει και στην περίπτωση του Εφεσείοντα. Παρέπεμψαν σχετικά στην υπόθεση του ΕΔΑΔ Panovits v. Cyprus Application No. 4 268/04 ημερ. 11.13.08, στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, και στην Κάππελος ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 241.

 

Οι Ανακριτικές Αρχές, αντέτεινε η Εφεσίβλητη, έχουν καθήκον να διερευνούν και να συλλέγουν τα απαραίτητα για τη διερευνώμενη υπόθεση τεκμήρια. Εναπόκειται όμως σ’ αυτές να κρίνουν εάν ένα τεκμήριο είναι ή όχι αναγκαίο και εάν η υπόθεση οδηγηθεί στο Δικαστήριο, τότε θα κριθεί αντικειμενικά κατά πόσο έχουν εκτελέσει ή όχι το υπό αναφορά καθήκον τους.

 

Εξετάσαμε με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις επί του υπό συζήτηση θέματος. Δεν διαφωνούμε ότι το δικαίωμα για δίκαιη δίκη επεκτείνεται και στο στάδιο των ανακρίσεων (Panovits ανωτέρω) και ότι στην κατάλληλη περίπτωση σοβαρές παραλείψεις των Ανακριτικών Αρχών δυνατόν να οδηγήσουν και σε απαλλαγή ενός κατηγορούμενου (Κάππελος, ανωτέρω). Όμως, για να οδηγηθούν τα πράγματα σε τέτοια εξέλιξη, οι παραλείψεις πρέπει να θέτουν τον κατηγορούμενο σε μειονεκτική θέση έναντι της Κατηγορούσας Αρχής (Sofri a.ο. v. Italy [2004] Crim. L.R. 846) και, το βάρος απόδειξης, ότι όντως ο κατηγορούμενος έχει τεθεί σε μειονεκτική θέση, το φέρει η Υπεράσπιση και αποσείεται στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (Monat v. DPP [2001] 2 Cr. App.R.23). Στην προκείμενη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε τις καταλογιζόμενες στις Ανακριτικές Αρχές παραλείψεις ως περιθωριακής σημασίας και διατύπωσε την άποψη ότι αυτές κατασκευάστηκαν από τον Εφεσείοντα προκειμένου – ανεπιτυχώς βέβαια - να μειώσει την προσωπικότητα του θύματος του και να αυτοαναδειχθεί  σε «Καλό Σαμαρείτη». Έκρινε συναφώς, ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί του «… δεν ήταν αληθινοί και γι’ αυτό [*390]κατέρρευσαν αλλά και δεν είχαν καταλυτική σημασία έτσι και αλλιώς, μπροστά στην ουσία των πραγμάτων που ήταν η κραυγαλέα εικόνα μιας κοπέλας που έπεισε για την κακοποίηση της». Είναι νομίζουμε προφανές ότι το Κακουργιοδικείο, αφενός, δεν πείσθηκε ότι οι ισχυρισθείσες παραλείψεις – οι οποίες εκτίθενται στο απόσπασμα της απόφασης του που παραθέτουμε πιο πάνω - έθεσαν τον Εφεσείοντα σε μειονεκτική θέση εφόσον τις έκρινε περιθωριακής σημασίας και, αφετέρου, τις απέρριψε ως αναξιόπιστες για να έχουν εν πάση περιπτώσει οποιαδήποτε επίδραση στην απόφαση του. Θεωρούμε ότι, ούτως εχόντων των πραγμάτων, ορθώς το Κακουργιοδικείο χειρίστηκε το όλο ζήτημα και τόσο το σκεπτικό όσο και η κατάληξη του δεν αφήνουν περιθώριο επέμβασης του Εφετείου. Οι σχετικοί επομένως Λόγοι Έφεσης – οι υπ’ αρ. 1 και 3 – δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Η άλλη πτυχή της έφεσης (Λόγοι Έφεσης 2 και 4-9) - όπως ήδη έχουμε επισημάνει - αφορά την κρίση του Κακουργιοδικείου επί της αξιοπιστίας της Παραπονούμενης, του Εφεσείοντα και των μαρτύρων που κατέθεσαν εκατέρωθεν. Αναφορικά με την πτυχή αυτή, το Κακουργιοδικείο εξέτασε με ιδιαίτερη προσοχή ό,τι τέθηκε ενώπιον του και έδωσε πλήρεις και πειστικότατους λόγους γιατί αποδέχθη ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και απέρριψε ως αναξιόπιστη αυτή του Εφεσείοντα και των μαρτύρων του. Ειδικά η μαρτυρία της Παραπονούμενης κρίθηκε, ορθά κατά την άποψή μας, ότι συνοδευόταν από τέτοια δύναμη και απέπνεε τέτοια αξιοπιστία που ουσιαστικά εκμηδένιζε το ενδεχόμενο να μη γίνει αποδεκτή ως αξιόπιστη. Τη στιγμή μάλιστα που ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας της ενισχύονταν από άλλη ανεξάρτητη και αξιόπιστη μαρτυρία. Όπως, το τηλεφώνημα στη Ρωσία που έγινε εν τω γίγνεσθαι του δράματος, τα εμφανή σημάδια στο σώμα της, τις παντόφλες και το εσώρουχο της που αφέθηκαν στο δάσος όπου προσπάθησε να κρυφτεί, καθώς επίσης και στην εν γένει κατάστασή της όπως περιγράφηκε από την αδελφή της, τον στρατιωτικό ακόλουθο της ρωσικής πρεσβείας και τον αστυνομικό που τη συνάντησε στις 8.30 π.μ. στο ξενοδοχείο της.  Και όλα αυτά, σε αντίθεση με την άγαρμπη εκδοχή του Εφεσείοντα η οποία αντικειμενικά συνοδεύεται με όλα εκείνα τα στοιχεία που την καθιστούσαν πλήρως αναξιόπιστη. Κάτω από αυτά τα δεδομένα θεωρούμε ότι δεν παρέχεται κανένα περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στον τρόπο που το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και στα συνακόλουθα με αυτή ευρήματα. Τοσούτω μάλλον όταν κατά πάγια νομολογία το ζήτημα της αξιολόγησης και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της [*391]μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του (βλ. Κ.Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294, Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αραμπίδη (Aρ. 1) (2013) 2 Α.Α.Δ. 713).

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω καταλήγουμε πως η παρούσα περίπτωση δεν προσφέρεται για επέμβαση στην αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβη το Κακουργιοδικείο και οι σχετικοί με το ζήτημα Λόγοι Έφεσης απορρίπτονται.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση κατά της καταδίκης κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται. Σ’ ότι δε αφορά την έφεση κατά της ποινής, θεωρούμε ότι έχει εγκαταλειφθεί εφόσον δεν προωθήθηκε και ως εκ τούτου δεν θα ασχοληθούμε με αυτό το ζήτημα.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο