Lion Auto Parts Limited ν. Γεώργιου Γεωργίου (2014) 2 ΑΑΔ 429

ECLI:CY:AD:2014:B422

(2014) 2 ΑΑΔ 429

[*429]24 Ιουνίου, 2014 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

LION AUTO PARTS LIMITED,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

 

Εφεσίβλητου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 207/2012)

 

 

Αναδρομικότητα νόμων ― Κατά πόσον θα έπρεπε να αποδοθεί αναδρομικότητα στις πρόνοιες του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Απόφασης Πιστωτών Νόμου 60(Ι)/2008.

 

Αναδρομικότητα νόμων ― Εφαρμοστέες αρχές ― Ένας νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ εκτός και αν ρητά προβλέπεται στις διατάξεις του ή αφορά μόνο σε θέματα διαδικασίας ― Είναι δεδομένο το τεκμήριο ότι ο νομοθέτης δεν έχει πρόθεση να επιφέρει άδικα αποτελέσματα και επομένως αυτό το τεκμήριο οδηγεί στην αποφυγή πρόσδοσης αναδρομικότητας.

 

Ερμηνεία νόμων ― Αναδρομικότητα ― Ο βασικός κανόνας ερμηνείας είναι ότι δεν θα αποδοθεί αναδρομική ισχύς σε νομοθέτημα έτσι ώστε να επηρεάσει υφιστάμενο δικαίωμα ή ευθύνη, ούτε και ένα νομοθέτημα θα πρέπει να ερμηνεύεται να έχει περισσότερη αναδρομικότητα από ό,τι το ίδιο το λεκτικό του, το καθιστά αναγκαίο. 

 

Αναδρομικότητα νόμων ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Ένα νομοθέτημα δεν θεωρείται ως έχον αναδρομική ισχύ επειδή ορισμένα δεδομένα έχουν αναγωγή σε χρόνο πριν από τη θέσπιση του.

 

Ερμηνεία νόμων ― Τροποποίηση νόμου ― Εφόσον αφορά σε ποινική διάταξη, η τροποποίηση ερμηνεύεται περιοριστικά.

 

Στις 6.6.2012 καταχωρήθηκε ιδιωτική ποινική δίωξη ενώπιον  Επαρχιακού Δικαστηρίου. Αντικείμενο της ήταν η απαγγελία επτά κατηγοριών εναντίον του εφεσίβλητου ως κατηγορούμενου, επί τω [*430]ότι παρέλειψε να καταβάλει προς τους εφεσείοντες τις εξ αποφάσεως δόσεις που αφορούσαν στις ανά δίμηνο περιόδους που ακολούθησαν την έκδοση εκ συμφώνου διατάγματος ημερ. 10.5.2007, με το οποίο ο κατηγορούμενος απεδέχθη την εξόφληση του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους του σε αγωγή πλέον έξοδα και τόκους, με μηνιαίες δόσεις.

 

Το κατηγορητήριο αφορούσε σε μη πληρωθείσες δόσεις που ενέπιπταν σε χρονική περίοδο μετά τη θέσπιση του Νόμου στις 18.7.2008. Κατά την εμφάνιση στο πρωτόδικο Δικαστήριο, τέθηκε αυτεπαγγέλτως ζήτημα κατά πόσο το Δικαστήριο μπορούσε να προχωρήσει στη διαπίστωση ποινικής ευθύνης όταν το διάταγμα μηνιαίων δόσεων εκδόθηκε στις 10.5.2007 με την πρώτη δόση να άρχεται την 1.7.2007. Ουσιαστικά τέθηκε θέμα αναδρομικότητας της εφαρμογής των νομοθετικών διατάξεων. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Νόμος δεν είχε αναδρομική ισχύ και δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής ούτε σε διατάγματα που εκδόθηκαν πριν από τη δημοσίευση του, αλλά ούτε και σε διατάγματα μεταγενέστερα αυτού έστω και εάν τα δεδομένα προϋπήρχαν, όταν το βασικό διάταγμα είχε εκδοθεί πριν από τη θέσπιση του.

 

Ως εκ τούτου απέρριψε την υπόθεση και απάλλαξε τον κατηγορούμενο.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Εφόσον όλες οι κατηγορίες αφορούσαν δόσεις που προέκυψαν μετά το 2008, δεν τίθετο θέμα αναδρομικότητας της ισχύος του Νόμου.

 

β)  Εκείνο που είχε σημασία ήταν η πράξη του κατηγορούμενου να μην καταβάλει τις δόσεις του μεταγενέστερα της εφαρμογής του Νόμου και αυτό ήταν που δημιουργούσε το αδίκημα και όχι αυτή καθ’ αυτή η έκδοση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων που προηγήθηκε.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό Ναθαναήλ, Δ. συμφωνούντος και του Παρπαρίνου, Δ.:

 

1.  Το γενικό τεκμήριο που υφίσταται είναι εναντίον της αναδρομικότητας νόμου εκτός εάν ρητώς ο νομοθέτης καθορίσει διαφορετικά.

 

2.  Ουσιαστικής σημασίας για την πρόσδoση ή μη, αναδρομικής ισχύος σε νόμο, έχει το ίδιο το λεκτικό αυτού και η ερμηνεία που θα πρέπει να αποδοθεί είτε στο νόμο εξ ολοκλήρου, είτε σε συγκεκριμένες πρόνοιες αυτού.

[*431]3.      Οι πρόνοιες του νόμου 60(Ι)/2008 δημιούργησαν για πρώτη φορά  ένα νέο ποινικό αδίκημα που συντελείται εφόσον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης παραλείπει να καταβάλει στον πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία.

 

4.  Το ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα του Άρθρου 3(1)(γ) του Νόμου 60(Ι)/2008 δεν υφίστατο στα νομοθετικά κείμενα της Δημοκρατίας κατά την ημερομηνία που η εφεσίβλητη ως εξ αποφάσεως οφειλέτης συμφώνησε στις 19.10.2007 να αποπληρώσει το χρέος της με μηνιαίες δόσεις.

 

5.  Δίνοντας στο Άρθρο 3(1)(γ) τη γραμματική έννοια που πρωτίστως επιβάλλουν οι κανόνες ερμηνείας, παρατηρείται ότι η παράλειψη καταβολής δόσεως δεν έχει αναφορά μόνο στο γεγονός ότι «είχε διαταχθεί η πληρωμή αυτή από το Δικαστήριο», αλλά συναρτάται και με το χρονικό σημείο του διατάγματος καταβολής δόσης, δηλαδή, «κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής».

 

6.  Ο παρελθόντας χρόνος που χρησιμοποιείται δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι αφορά δεδομένα που προϋπήρχαν του Νόμου εφόσον δεν υπάρχει ρητή πρόνοια για αναδρομική ισχύ, αλλά για διατάγματα που είχαν διαταχθεί από το Δικαστήριο ως αποτέλεσμα έκδοσης διατάγματος πληρωμής των δόσεων μεταγενέστερα της ισχύος του.

 

7.  Όταν η εφεσίβλητη είχε αποδεχθεί την καταβολή του εξ αποφάσεως χρέους της με μηνιαίες δόσεις, δεν υφίστατο νομοθετική πρόνοια που να καθιστούσε επιπρόσθετα την παράλειψη πληρωμής δόσεως, ως ποινικό αδίκημα.

 

8.  Σχετικό είναι και το Άρθρο 7 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, ως προς το πότε τίθεται σε ισχύ νομοθεσία.

 

Β. Υπό Γιασεμή Δ.:

 

1.  Το Άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου 60(Ι)/2008  όπως διαπιστώνεται από τις πρόνοιές του, αυτό, στην ευθεία εφαρμογή του, δεν ποινικοποιεί οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη η οποία συνέβηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου, στις 18.7.2008.

 

2.  Με τη χρήση, όμως, της φράσης σε αυτό «είχε διαταχθεί», εννοώντας την έκδοση εναντίον του οφειλέτη του διατάγματος πληρωμής, μπορεί, εύλογα, και ως θέμα ερμηνείας πάντοτε, να θεωρηθεί [*432]ότι επιτρέπει, ώστε, στην κατάλληλη περίπτωση, να μπορεί να ληφθεί υπόψη ως συστατικό στοιχείο του συγκεκριμένου αδικήματος και διάταγμα πληρωμής το οποίο είχε εκδοθεί πριν από την πιο πάνω ημερομηνία και συνέχισε και μετά από αυτή να βρίσκεται σε ισχύ. Ο λόγος είναι ότι η πιο πάνω φράση, ως έχει, στην πραγματικότητα, παραπέμπει σε παρελθόντα χρόνο με δεδομένη την ημερομηνία,  έναρξης της ισχύος του Νόμου.

 

3.  Επομένως, η πρωτόδικη θέση ότι, στα πλαίσια της εφαρμογής του Άρθρου 3(1)(γ), δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη διάταγμα πληρωμής δόσεων το οποίο είχε εκδοθεί πριν από τις 18.7.2008, ήταν λανθασμένη.

 

4.  Στο κυπριακό δίκαιο, ο συνταγματικός νομοθέτης, με την πρόνοια του Άρθρου 12.1, τάσσεται ευθέως κατά της πρόσδοσης αναδρομικής ισχύος σε τέτοια νομοθετική πρόνοια, όπως αυτή που αναφέρεται πιο πάνω. Επομένως, το θέμα της αναδρομικότητας περιορίζεται στην ερμηνεία της υπό αναφορά νομοθετικής πρόνοιας.

 

5.  Προς επιβεβαίωση της προηγηθείσας διαπίστωσης σε σχέση με την ευθεία εφαρμογή του Άρθρου 3(1)(γ), αυτό, με την εναρκτήρια φράση «παραλείψει να καταβάλει», σαφώς παραπέμπει σε μέλλοντα χρόνο, δεδομένης της έναρξης της ισχύος του Νόμου στις 18.7.2008. Αναφέρεται δε στη μη πληρωμή, από τον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη, δόσης κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα, η οποία «είχε διαταχθεί» στα πλαίσια έκδοσης διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις.

 

6.  Η τελευταία πιο πάνω φράση παραπέμπει και σε διάταγμα πληρωμής, το οποίο δυνατό να προϋπήρχε του Νόμου, ως συστατικό στοιχείο του ποινικού αδικήματος, το οποίο, όμως, συντελείται λόγω της μελλοντικής παράλειψης πληρωμής.

 

7.  Κατά την εξέταση ειδικά του θέματος αυτού, τίθεται ευθέως το ερώτημα κατά πόσο η πιο πάνω ρύθμιση προσδίδει αναδρομικότητα στο Άρθρο 3(1)(γ). Η απάντηση, η οποία δίδεται από τη σχετική νομολογία, είναι αρνητική.

 

8.  Έστω και αν η ύπαρξη του προϋπάρχοντος διατάγματος αποτελεί αναγκαίο συστατικό στοιχείο, το εν λόγω αδίκημα συντελείται μόνο εφόσον σημειώνεται παραβίαση των όρων του, με την παράλειψη εμπρόθεσμης πληρωμής των δόσεων, μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου. Είναι δε η παραβίαση αυτή η οποία αποτελεί την ουσία του πράγματος.

[*433]9.      Ένα τελευταίο θέμα, αφορούσε στο κατά πόσο ήταν δυνατό οι πρόνοιες του Άρθρου 3(1(γ) να καταργούν κεκτημένα δικαιώματα του εφεσίβλητου.

 

10. Δεν ηγέρθη τέτοιο θέμα με την πρωτόδικη απόφαση και, επομένως, δεν υπήρχε και ανάλογος λόγος έφεσης. Ο εφεσίβλητος, έστω και τη μοναδική φορά που εμφανίστηκε στο δικαστήριο, στις 24.9.2012, δεν ήγειρε οποιοδήποτε θέμα σε σχέση με την πτυχή αυτή. 

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Σάντης ν. Interfund Investments Ltd (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1670,

 

Δημοκρατία ν. Χατζηϊωάννου (1994) 3 Α.Α.Δ. 401,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γιάγκου (1999) 2 Α.Α.Δ. 254,

 

Χριστοδούλου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 1,

 

Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 387,

 

Waddington v. Miah [1974] 2 All E.R. 377 (H.L),

 

Yew Bon Tew ν. Kenderaan Bas Mara [1982] 3 All E.R. 833 (P.C.),

 

Secretary of State v. Tunnicliffe [1991] 2 All E.R. 712,

 

Customs and Excise Comrs v. Thorn [1975] 3 All E.R. 881,

 

Santis a.ο. v. Republic (1983) 3 C.L.R. 419,

 

Tingiridou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1181,

 

Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419.

 

Έφεση εναντίον Ποινής.

 

Έφεση από τoν Κατήγορο-Παραπονούμενο. εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Μουγής, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 11036/12), ημερομηνίας 15/10/12.

 

Α. Ποιητής, για τους Εφεσείοντες.

[*434]Καμιά εμφάνιση για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνεί και ο Παρπαρίνος, Δ. θα δοθεί από εμένα. Διϊστάμενη απόφαση θα εκδώσει ο Γιασεμής, Δ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Εγείρεται ως μοναδικό θέμα προς συζήτηση στην έφεση, η τυχόν απόδοση αναδρομικότητας στις πρόνοιες του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής  Απόφασης Πιστωτών Νόμου αρ. 60(Ι)/2008, (εφεξής «ο Νόμος»).

 

Στις 6.6.2012 καταχωρήθηκε ιδιωτική ποινική δίωξη με αριθμό 11036/2010 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.  Αντικείμενο της ήταν η απαγγελία επτά κατηγοριών εναντίον του κατηγορούμενου Γεωργίου Γεωργίου επί το ότι παρέλειψε να καταβάλει προς τους εφεσείοντες Lion Auto Parts Ltd, τις εξ αποφάσεως δόσεις που αφορούσαν τις ανά δίμηνο περιόδους που ακολούθησαν την έκδοση εκ συμφώνου διατάγματος ημερ. 10.5.2007, με το οποίο ο κατηγορούμενος απεδέχθη την εξόφληση του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους του στην αγωγή υπ’ αρ. 2278/04, ύψους Λ.Κ. 3.814,34 ή €6.517,18 πλέον έξοδα και τόκους, με μηνιαίες δόσεις ύψους Λ.Κ. 75,00 ή €128,14 από 1.7.2007.

 

Το κατηγορητήριο αφορούσε σε μη πληρωθείσες δόσεις που ενέπιπταν σε χρονική περίοδο μετά τη θέσπιση του Νόμου στις 18.7.2008. Κατά την εμφάνιση στο πρωτόδικο Δικαστήριο, τέθηκε αυτεπαγγέλτως ζήτημα κατά πόσο το Δικαστήριο μπορούσε να προχωρήσει στη διαπίστωση ποινικής ευθύνης όταν το διάταγμα μηνιαίων δόσεων εκδόθηκε στις 10.5.2007 με την πρώτη δόση να άρχεται την 1.7.2007. Ουσιαστικά τέθηκε θέμα αναδρομικότητας της εφαρμογής των νομοθετικών διατάξεων. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Νόμος δεν είχε αναδρομική ισχύ και δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής ούτε σε διατάγματα που εκδόθηκαν πριν τη δημοσίευση του, αλλά ούτε και σε διατάγματα μεταγενέστερα αυτού έστω και εάν τα δεδομένα προϋπήρχαν, όταν το βασικό  διάταγμα είχε εκδοθεί πριν τη θέσπιση του. Ο Νόμος είναι ποινικής υφής και επομένως πρέπει να ερμηνεύεται ανάλογα και δεν είναι δυνατό να γίνεται από τον κατήγορο-παραπονούμενο επιλογή ως προς το πόσες δόσεις θα αποτελούν αντικείμενο κατηγορητηρίου ώστε να στοχεύει μόνο στην είσπραξη τους και όχι στην τιμωρία του παρανομούντος που είναι ο πρωταρχικός σκοπός του [*435]Νόμου. Ως εκ τούτου απέρριψε την υπόθεση και απάλλαξε τον κατηγορούμενο.

 

Ασκήθηκε έφεση. Η βασική θέση του δικηγόρου των εφεσειόντων είναι ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε να απαλλάξει τον κατηγορούμενο. Όλα τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών στοιχειοθετούνταν: (i) υπήρχε δικαστικό χρέος, (ii) υπήρχε εξ αποφάσεως οφειλέτης, (iii) υπήρχε διάταγμα πληρωμής του εξ αποφάσεως ποσού με δόσεις και (iv) υπήρχαν καθυστερημένες δόσεις. Εφόσον όλες οι κατηγορίες αφορούσαν δόσεις που προέκυψαν μετά το 2008, δεν τίθετο θέμα αναδρομικότητας της ισχύος του Νόμου δεδομένου ότι οι εφεσείοντες δεν ζητούσαν την καταδίκη του κατηγορούμενου αναδρομικά για οποιοδήποτε αδίκημα που αυτός διέπραξε πριν τη θέσπιση του Νόμου. Όλα τα αδικήματα προέκυψαν εκ των υστέρων. Εκείνο που έχει σημασία είναι η πράξη του κατηγορούμενου να μην καταβάλει τις δόσεις του μεταγενέστερα της εφαρμογής του Νόμου και αυτό είναι που δημιουργεί το αδίκημα και όχι αυτή καθ’ αυτή η έκδοση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων που προηγήθηκε.

 

Είναι γνωστό και νομολογιακά καθιερωμένο ότι ένας νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ εκτός και αν ρητά προβλέπεται στις διατάξεις του ίδιου του νόμου ή αφορά μόνο σε θέματα διαδικασίας.  Το γενικό τεκμήριο που υφίσταται είναι εναντίον της αναδρομικότητας νόμου εκτός εάν ρητώς ο νομοθέτης καθορίσει διαφορετικά, (δέστε Halsbury´s Laws of England 4η Έκδ. Τόμος 44 παρ. 921 και 922, Σάντης ν. Interfund Investments Ltd (2012) 1(Β) A.A.Δ. 1670 και Δημοκρατία ν. Χατζηϊωάννου (1994) 3 Α.Α.Δ. 401).

 

Ουσιαστικής σημασίας για την πρόσδοση ή μη αναδρομικής ισχύος σε νόμο έχει το ίδιο το λεκτικό αυτού και η ερμηνεία που θα πρέπει να αποδοθεί είτε στο νόμο εξ ολοκλήρου, είτε σε συγκεκριμένες πρόνοιες αυτού. Η επίμαχη εδώ διάταξη έχει ως εξής:

 

«3.(1) Οποιοσδήποτε εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους:

 

        ……………………………………………………………

 

(γ)   παραλείψει να καταβάλει προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης κατά την  ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής εκ δικα[*436]στικής αποφάσεως χρέους με δόσεις, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία•

 

       είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο Άρθρο 4.»

 

Είναι πρόδηλο ότι οι πιο πάνω πρόνοιες δημιούργησαν για πρώτη φορά μετά τη θέσπιση και εφαρμογή του Νόμου αυτού, ένα νέο ποινικό αδίκημα που συντελείται εφόσον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης παραλείπει να καταβάλει στον πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία. Το ιδιώνυμο αυτό ποινικό αδίκημα δεν υφίστατο στα νομοθετικά κείμενα της Δημοκρατίας κατά την ημερομηνία που ο εφεσίβλητος ως εξ αποφάσεως οφειλέτης συμφώνησε στις 10.5.2007 να αποπληρώσει το χρέος του με μηνιαίες δόσεις.

 

Δίνοντας στο εν λόγω Άρθρο 3(1)(γ) τη γραμματική έννοια που πρωτίστως επιβάλλουν οι κανόνες ερμηνείας, παρατηρείται ότι η παράλειψη καταβολής δόσεως δεν έχει αναφορά μόνο στο γεγονός ότι «είχε διαταχθεί η πληρωμή αυτή από το Δικαστήριο», αλλά συναρτάται και με το χρονικό σημείο του διατάγματος καταβολής δόσης, δηλαδή, «κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής».  Ο παρελθόντας χρόνος που χρησιμοποιείται δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι αφορά δεδομένα που προϋπήρχαν του Νόμου εφόσον δεν υπάρχει ρητή πρόνοια για αναδρομική ισχύ, αλλά για διατάγματα που είχαν διαταχθεί από το Δικαστήριο ως αποτέλεσμα έκδοσης διατάγματος πληρωμής των δόσεων μεταγενέστερα της ισχύος του.

 

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Maxwell on Interpretation of Statutes 11η έκδ. σελ. 204 κ.ε., είναι δεδομένο το τεκμήριο ότι ο νομοθέτης δεν έχει πρόθεση να επιφέρει άδικα αποτελέσματα και επομένως αυτό το τεκμήριο οδηγεί στην αποφυγή πρόσδοσης αναδρομικότητας σε νομοθέτημα. Όπως αναγράφεται στη σελ. 204:

 

«Nova constitutio futuris forman imponere debet, non praeteritis. They are construed as operating only in cases or on facts which come into existence after the statutes were passed unless a retrospective effect be clearly intended. It is a fundamental rule of English law that no statute shall be construed to have retrospective operation unless such a construction appears very clearly in the terms of the Act, or arises by necessary and distinct implication.»

 

[*437]Μετέπειτα, ο βασικός κανόνας ερμηνείας είναι ότι δεν θα αποδοθεί αναδρομική ισχύς σε νομοθέτημα έτσι ώστε να επηρεάσει υφιστάμενο δικαίωμα ή ευθύνη, ούτε και ένα νομοθέτημα θα πρέπει να ερμηνεύεται να έχει περισσότερη αναδρομικότητα από ό,τι το ίδιο το λεκτικό του το καθιστά αναγκαίο. Όπως αναφέρεται στο πιο πάνω σύγγραμμα, σελ. 206:

 

«It is chiefly where the enactment would prejudicially affect vested rights, or the legality of past transactions, or impair contracts, that the rule in question prevails. Every statute, it has been said, which takes away or impairs vested rights acquired under existing laws, or creates a new obligation, or imposes a new duty, or attaches a new disability in respect of transactions or considerations already past, must be presumed, out of respect to the legislature, to be intended not to have a retrospective operation.»

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γιάγκου (1999) 2 Α.Α.Δ. 254, κρίθηκε ότι ο Νόμος αρ. 54(Ι)/98, που δημοσιεύθηκε στις 2.7.1998 μεταγενέστερα της καταχώρησης στο Κακουργιοδικείο της υπόθεσης εναντίον του εφεσίβλητου στις 17.7.1997, κατάργησε ένα βασικό δικαίωμα και πλεονέκτημα που κατηγορούμενος ενώπιον Κακουργιοδικείου είχε, αυτό της μη δυνατότητας έφεσης εναντίον αθωωτικής απόφασης ή της ποινής που επιβαλλόταν. Το Εφετείο αποφάσισε ότι η καταχώρηση έφεσης από τον Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της επιβληθείσας ποινής έγινε χωρίς νομικό δικαίωμα και απορρίφθηκε με αναφορά και στις διατάξεις του Άρθρου 10(2)(γ) και (ε) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, ότι αλλαγές στη νομοθεσία δεν πρέπει να επηρεάζουν δικαιώματα, προνόμια, υποχρεώσεις ή ευθύνες.

 

Ούτε και ένα νομοθέτημα θεωρείται ως έχον αναδρομική ισχύ επειδή ορισμένα δεδομένα έχουν αναγωγή σε χρόνο πριν τη θέσπιση του. Αναφέρεται και πάλι στη σελ. 211 του πιο πάνω συγγράμματος ότι:

 

«Nor is a statue retrospective, in the sense  under consideration, because a part of the requisites for its action is drawn from a time antecedent to its passing.»

 

Στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 1, η τροποποίηση νόμου που κατήργησε εκ των υστέρων αδίκημα που ήταν αντικείμενο του κατηγορητηρίου, δεν αλλοίωσε την προηγηθείσα ποινική ευθύνη για τη διάπραξη του αδικήματος, εφόσον η ευθύνη δεν έπαυσε να υφίστατο λόγω της μετα[*438]γενέστερης κατάργησης του ποινικού νομοθετήματος, εκτός και αν ρητά διατυπώνετο περί του αντιθέτου πρόθεση.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση ακριβώς τα γεγονότα δεν είναι βοηθητικά ως προς την απόδοση αναδρομικότητας. Όταν ο εφεσίβλητος είχε αποδεχθεί την καταβολή του εξ αποφάσεως χρέους του με μηνιαίες δόσεις, δεν υφίστατο νομοθετική πρόνοια που να καθιστούσε επιπρόσθετα την παράλειψη πληρωμής δόσεως, ως ποινικό αδίκημα. Και αυτή είναι επακριβώς η πρόνοια του Άρθρου 3(1)(γ) που καθιστά τον οφειλέτη «ένοχο ποινικού αδικήματος» με αποτέλεσμα να επισύρεται η προνοούμενη από το Άρθρο 4 του Νόμου, ποινή. Όπως αποφασίστηκε στην Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 387, εφόσον η τροποποίηση αφορά σε ποινική διάταξη, αυτή ερμηνεύεται περιοριστικά. Πρόκειτο εκεί για την τροποποίηση που επέφερε στον Ποινικό Κώδικα, Κεφ. 154, η εισαγωγή του Άρθρου 305Α. Κρίθηκε ότι η «έκδοση» επιταγής, αφορούσε μόνο την εξαρχής έκδοση επιταγής και όχι τη μεταχρονολογημένη επιταγή.

 

Έχοντας λοιπόν υπόψη όλα τα ανωτέρω, αλλά και το Άρθρο 7 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, ως προς το πότε τίθεται σε ισχύ νομοθεσία, η έφεση απορρίπτεται.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμος του 2008, (Ν. 60(Ι)/2008), από της έναρξης της ισχύος του στις 18.7.2008, έχει δημιουργήσει μια νέα τάξη πραγμάτων στον τομέα της προώθησης της είσπραξης εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους. Υπό το γενικό υπότιτλο «Αδικήματα καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτών», το Άρθρο 3 ποινικοποιεί, μεταξύ άλλων, την παράλειψη πληρωμής περιοδικών δόσεων, κατά παράβαση δικαστικού διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους. Για την ακρίβεια, με τις πρόνοιές του στο εδάφιο (1)(γ), το εν λόγω άρθρο έχει δημιουργήσει συγκεκριμένο αδίκημα με όρους, ως εξής:-

 

«3.(1) Οποιοσδήποτε εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους:

 

....................................................................................................

 

(γ) παραλείψει να καταβάλει προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους [*439]με δόσεις, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία·

 

είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο Άρθρο 4.»

 

Περαιτέρω, με βάση το Άρθρο 4(2) του εν λόγω Νόμου, ο καταδικασθείς, για το πιο πάνω αδίκημα, οφειλέτης υπόκειται, σε περίπτωση πρώτης καταδίκης, σε χρηματική ποινή μέχρι €5.000,00 και, σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, σε κατώτατο όριο ποινής €1.000,00, εκτός αν οι περιστάσεις δικαιολογούν τη μη επιβολή ποινής ή την επιβολή μικρότερης ποινής.

 

Προηγουμένως και μέχρι τη θέσπιση του προαναφερθέντος Νόμου, η πιο δραστική πρόνοια στο συγκεκριμένο τομέα περιλαμβανόταν στο Άρθρο 91 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, όπως έχει τροποποιηθεί, η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ. Με αυτή, παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως του εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, να διατάξει την είσπραξη των δόσεων που έχουν καταστεί πληρωτέες ως χρηματική ποινή, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους IV του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Οι μετέπειτα νομοθετικές ρυθμίσεις, που έγιναν με το Ν. 60(Ι)/2008 και αναφέρονται πιο πάνω, πασιφανώς, αποτελούν μια, ακόμα, πιο δυναμική προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος της είσπραξης εξ αποφάσεως οφειλομένων χρεών. Αναπόφευκτα, όμως, η επιτυχία της θα εξαρτάται, πάντοτε, από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που θα επικρατούν στη χώρα, σε κάθε δεδομένη χρονική περίοδο. 

 

Οι εφεσείοντες, εκμεταλλευόμενοι τις πρόνοιες, ανωτέρω, του Άρθρου 3(1)(γ) του Ν. 60(Ι)/2008, καταχώρισαν, στις 6.6.2012, εναντίον του κατηγορουμένου, εφεσίβλητου στην έφεση αυτή, ιδιωτική ποινική υπόθεση. Με επτά όμοιες μεταξύ τους κατηγορίες, τον κατηγορούν ότι παρέλειψε να καταβάλει σ’ αυτούς, ως εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτές, δεκαεννέα, συνολικά, μηνιαίες δόσεις. Αυτές καλύπτουν την περίοδο από 1.10.2010 έως 1.4.2012 και έχουν καταστεί πληρωτέες με βάση τους όρους συγκεκριμένου διατάγματος πληρωμής.

 

Τα γεγονότα που είναι σχετικά με την κάθε μια από τις εν λόγω κατηγορίες αναφέρονται ξεχωριστά στις αντίστοιχες λεπτομέρειες αδικήματος. Σε όλες, όμως, είναι κοινός ο ισχυρισμός ότι το διάταγμα πληρωμής, δυνάμει του οποίου φέρεται να έχουν προκύψει οι προαναφερθείσες δόσεις, εκδόθηκε από το δικαστήριο στις 10.5.2007, στα πλαίσια προηγούμενης δικαστικής απόφασής [*440]του. Με βάση δε το διάταγμα αυτό, η πρώτη δόση ήταν πληρωτέα την 1.7.2007 και οι επόμενες την πρώτη μέρα κάθε επόμενου μηνός, μέχρι την εξόφληση του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους.

 

Στις 24.9.2012, η υπόθεση ήταν ορισμένη για απάντηση, όμως, ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν παρών, δεν κλήθηκε να απαντήσει στις κατηγορίες. Από το στάδιο δε εκείνο και μετά, η υπόθεση ακολούθησε άλλη πορεία. Συγκεκριμένα, ο ευπαίδευτος δικαστής εντόπισε μια ιδιαιτερότητα στο κατηγορητήριο, την οποία ανέδειξε, στη συνέχεια, σε μείζον προδικαστικό θέμα. Αυτή αφορά στο γεγονός ότι το εν λόγω διάταγμα μηνιαίων δόσεων είχε εκδοθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Ν. 60(1)/2008, επί των συγκεκριμένων προνοιών του οποίου βασίζονται τα αδικήματα.  Θεωρώντας ότι, έτσι, προέκυπτε το ερώτημα, όπως το έθεσε: «αν ο εν λόγω νόμος τυγχάνει αναδρομικής ισχύος και καλύπτει και περιπτώσεις μηνιαίων δόσεων όπου το διάταγμα εκδόθηκε πριν να τεθεί σε ισχύ ο πιο πάνω νόμος», κάλεσε το συνήγορο των εφεσειόντων να αγορεύσει επ’ αυτού. Κατά την ημερομηνία που η υπόθεση είχε οριστεί για τον πιο πάνω σκοπό, ο συνήγορος των εφεσειόντων τοποθετήθηκε, εισηγούμενος ότι η καθ’ αυτό πράξη, η οποία δημιουργεί το αδίκημα, εννοώντας ως τέτοια τις σχετικές παραλείψεις του κατηγορουμένου για πληρωμή των προαναφερθεισών δόσεων, συνέβηκε μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 60(Ι)/2008.

 

Κατά το στάδιο εκείνο, ο κατηγορούμενος δεν ήταν, πλέον, παρών στο δικαστήριο, ούτε εκπροσωπείτο. Η ίδια κατάσταση υφίσταται και ενώπιον του Εφετείου. Εμφάνιση υπάρχει μόνο εκ μέρους των εφεσειόντων, από το συνήγορο ο οποίος τους είχε εκπροσωπήσει και στο Επαρχιακό Δικαστήριο και υπέβαλε, για λογαριασμό τους, την παρούσα έφεση.

 

Το πιο πάνω ερώτημα ήταν και το μοναδικό το οποίο απασχόλησε το δικαστήριο. Το εξέτασε από την άποψη της αναδρομικότητας, την οποία διείδε, των προνοιών του Άρθρου 3(1)(γ), έτσι όπως ακριβώς το έθεσε· με αναφορά, απλώς, στο λεκτικό που χρησιμοποιείται για τη διατύπωσή του. Δε συνέδεσε το θέμα της αναδρομικότητας με το γεγονός το οποίο επισημαίνει στην απόφασή του, ότι, με τις πρόνοιές του, το εν λόγω άρθρο, ουσιαστικά, δημιουργεί ποινικό αδίκημα. Με τέτοια αντιμετώπιση δε, το εν λόγω ερώτημα θα ετίθετο στην ορθή του βάση. 

 

Εν πάση περιπτώσει, μετά από προβληματισμό, όπως αυτός αναπτύσσεται στην απόφασή του, και στη βάση, πάντοτε, των πιο πάνω ισχυρισμών στο κατηγορητήριο, το δικαστήριο κατέληξε [*441]ότι, επειδή ο συγκεκριμένος Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ, αφού δεν περιέχει και οποιαδήποτε ρητή πρόνοια προς τούτο, η υπόθεση δεν μπορούσε να προχωρήσει περαιτέρω. Ως εκ τούτου, προέβη στην απόρριψή της από το στάδιο εκείνο, απαλλάσσοντας, συγχρόνως, τον κατηγορούμενο από όλες τις κατηγορίες τις οποίες αυτός αντιμετώπιζε. 

 

Με το μοναδικό λόγο έφεσης που αναφέρεται στη σχετική ειδοποίηση, ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγείται ότι δεν τίθεται θέμα, στην προκειμένη περίπτωση, εξέτασης κατά πόσο ο συγκεκριμένος Νόμος έχει ή όχι αναδρομική ισχύ, αφού τα αδικήματα τα οποία περιλήφθηκαν στο κατηγορητήριο, στην πραγματικότητα, διαπράχθηκαν μετά που αυτός ετέθη σε ισχύ. Την πιο πάνω θέση ανέπτυξε και κατά την ακρόαση της έφεσης, μέσω του διαγράμματός του και με συγκεκριμένες επισημάνσεις κατά την προφορική αγόρευσή του. Πρόκειται για τη θέση που είχε προβάλει και πρωτοδίκως, η οποία, όμως, δεν έγινε αποδεκτή.

 

Το θέμα το οποίο τίθεται, πλέον, προς εξέταση, όπως αυτό έχει διασαφηνιστεί πιο πάνω, αφορά στο θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου να τυγχάνει προστασίας, με βάση το νόμο· με ιδιαίτερη αναφορά, στην προκειμένη περίπτωση, στο δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το Άρθρο 12.1 του Συντάγματος. Αυτό προβλέπει ότι:-

 

«1. Ουδείς κηρύσσεται ένοχος οιουδήποτε αδικήματος λόγω πράξεως ή παραλείψεως μη συνιστώσης αδίκημα συμφώνως τω νόμω τω ισχύοντι κατά τον χρόνον της τελέσεως αυτής ...»

 

Παρόμοια πρόνοια υπάρχει στο Άρθρο 7.1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία έχει επικυρωθεί από τον ομώνυμο Νόμο 39/1962. Όπως δε προκύπτει από την υπόθεση Waddington v. Miah [1974] 2 All E.R. 377 (H.L), το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το κοινοδίκαιο. Όσον αφορά το αντίστοιχο δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.1 του Συντάγματος, λόγω της καθολικότητάς του, το Άρθρο 35 του Συντάγματος επιβάλλει, μεταξύ άλλων, στη Δικαστική Εξουσία ρητή υποχρέωση για διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του.

 

Επανερχόμενος στο Άρθρο 3(1)(γ), όπως διαπιστώνεται από τις πρόνοιές του, αυτό, στην ευθεία εφαρμογή του, δεν ποινικοποιεί οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη η οποία συνέβηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου, στις 18.7.2008. Με τη [*442]χρήση, όμως, της φράσης σε αυτό «είχε διαταχθεί», εννοώντας την έκδοση εναντίον του οφειλέτη του διατάγματος πληρωμής, μπορεί, εύλογα, και ως θέμα ερμηνείας πάντοτε, να θεωρηθεί ότι επιτρέπει, ώστε, στην κατάλληλη περίπτωση, να μπορεί να ληφθεί υπόψη ως συστατικό στοιχείο του συγκεκριμένου αδικήματος και διάταγμα πληρωμής το οποίο είχε εκδοθεί πριν από την πιο πάνω ημερομηνία και συνέχισε και μετά από αυτή να βρίσκεται σε ισχύ. Ο λόγος είναι ότι η πιο πάνω φράση, ως έχει, στην πραγματικότητα, παραπέμπει σε παρελθόντα χρόνο με δεδομένη την ημερομηνία, ανωτέρω, έναρξης της ισχύος του Νόμου. Επομένως, με όλο το δέοντα σεβασμό προς τον ευπαίδευτο δικαστή, η άποψή του ότι, στα πλαίσια της εφαρμογής του Άρθρου 3(1)(γ), δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη διάταγμα πληρωμής δόσεων το οποίο είχε εκδοθεί πριν από τις 18.7.2008 θεωρώ ότι είναι λανθασμένη. 

 

Η πιο πάνω διαπίστωση, όμως, δεν οδηγεί οπωσδήποτε στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω άρθρο έχει αναδρομική ισχύ. Όπως αναφέρεται από το Στυλιανίδη, Π., στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χ"Ιωάννου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 401, στη σελίδα 429:-

 

«Αναδρομικός θεωρείται ο νόμος ο οποίος αφαιρεί ή μειώνει οποιοδήποτε κεκτημένο δικαίωμα που αποκτήθηκε με βάση τους παρόντες νόμους, ή δημιουργεί νέα υποχρέωση, ή επιβάλλει νέο καθήκον, ή συνάπτει νέα ανικανότητα αναφορικά με συναλλαγές ή παροχές του παρελθόντος. Νόμος δεν ονομάζεται αναδρομικός γιατί μέρος των προϋποθέσεων για την ενέργειά του προέρχεται χρονικά πριν τη θέσπισή του - (βλ. Craies on Statute Law (1971), 7η έκδοση, σελ. 387).»

 

Η ίδια διατύπωση απαντάται και στην απόφαση του Λόρδου Brightman, στην υπόθεση Yew Bon Tew ν. Kenderaan Bas Mara [1982] 3 All E.R. 833 (P.C.), στη σελίδα 836.

 

Μια ποινική πρόνοια θεωρείται ότι επενεργεί αναδρομικά, εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτή εξουσιοδοτεί την απόδοση σε πρόσωπο ποινικής ευθύνης για πράξη ή παράλειψή του, η οποία δε συνιστούσε ποινικό αδίκημα κατά το χρόνο της τέλεσής της, (βλ. Waddington v. Miah, ανωτέρω). Στο κυπριακό δίκαιο, ο συνταγματικός νομοθέτης, με την προεκτεθείσα πρόνοια του Άρθρου 12.1, τάσσεται ευθέως κατά της πρόσδοσης αναδρομικής ισχύος σε τέτοια νομοθετική πρόνοια, όπως αυτή που αναφέρεται πιο πάνω. Επομένως, το θέμα της αναδρομικότητας περιορίζεται στην ερμηνεία της υπό αναφορά νομοθετικής πρόνοιας.

[*443]Προς επιβεβαίωση της προηγηθείσας διαπίστωσης σε σχέση με την ευθεία εφαρμογή του Άρθρου 3(1)(γ), αυτό, με την εναρκτήρια φράση «παραλείψει να καταβάλει», σαφώς παραπέμπει σε μέλλοντα χρόνο, δεδομένης της έναρξης της ισχύος του Νόμου στις 18.7.2008. Αναφέρεται δε στη μη πληρωμή, από τον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη, δόσης κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα, η οποία «είχε διαταχθεί» στα πλαίσια έκδοσης διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις.  Όπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί, η τελευταία πιο πάνω φράση παραπέμπει και σε διάταγμα πληρωμής, το οποίο δυνατό να προϋπήρχε του Νόμου, ως συστατικό στοιχείο του ποινικού αδικήματος, το οποίο, όμως, συντελείται λόγω της μελλοντικής παράλειψης πληρωμής.

 

Κατά την εξέταση ειδικά του θέματος αυτού, τίθεται ευθέως το ερώτημα κατά πόσο η πιο πάνω ρύθμιση προσδίδει αναδρομικότητα στο Άρθρο 3(1)(γ). Η απάντηση, η οποία δίδεται από τη σχετική νομολογία, είναι αρνητική. Όπως αναφέρεται, συναφώς, από το Staughton L.J., στην υπόθεση Secretary of State v. Tunnicliffe [1991] 2 All E.R. 712, στη σελίδα 723:-

 

"It is well established that the presumption against retrospective legislation does not necessarily apply to an enactment merely because ‘a part of the requisites for its action is drawn from time antecedent to its passing’ (see R v Inhabitants of St Mary, Whitechapel (1848) 12 QB 120 at 127, 116 ER 811 at 814 per Lord Denman CJ)."

 

Προχωρώντας δε περαιτέρω, ο Δικαστής Staughton υιοθετεί ανάλογο απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Morris στην Customs and Excise Comrs v. Thorn [1975] 3 All E.R. 881, στη σελίδα 890, όπου υπήρξε παρόμοια αντιμετώπιση, σε σχέση, όμως, με φορολογική ρύθμιση. 

 

Ίδια είναι η αντιμετώπιση του θέματος και από την κυπριακή νομολογία. Πέραν από την υπόθεση Δημοκρατία ν. Χ"Ιωάννου κ.ά., ανωτέρω, το σχετικό απόσπασμα από την οποία παρατίθεται πιο πάνω, το θέμα απασχόλησε και σε προηγούμενη νομολογία.  Ενδεικτικά, αναφέρονται οι υποθέσεις Santis a.ο. v. Republic (1983) 3 C.L.R. 419 και Tingiridou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1181, στη σελίδα 1187. Στην πρώτη από τις δύο, ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, διαπιστώνει, στη σελίδα 423, ότι:-

 

"It is imperative to keep in perspective that a statute is not retrospective in character merely because the rights accruing [*444]thereunder are determinable by reference to passed events.  Events of the past and experience gained in times gone is the underlying theme of most statutes."

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η συμπερίληψη στις λεπτομέρειες κάθε αδικήματος γεγονότος το οποίο προϋπήρχε της έναρξης της ισχύος του Ν. 60(Ι)/2008, δηλαδή του διατάγματος πληρωμής μηνιαίων δόσεων, το οποίο είχε εκδοθεί στις 10.5.2007, δεν προσδίδει, ασφαλώς, αναδρομικότητα στο Νόμο και, ειδικά, στις πρόνοιές του, ανωτέρω, επί των οποίων τα αδικήματα έχουν βασιστεί. Ωστόσο, έστω και αν η ύπαρξη του προϋπάρχοντος διατάγματος αποτελεί αναγκαίο συστατικό στοιχείο, το εν λόγω αδίκημα συντελείται μόνο εφόσον σημειώνεται παραβίαση των όρων του, με την παράλειψη εμπρόθεσμης πληρωμής των δόσεων, μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου. Είναι δε η παραβίαση αυτή η οποία αποτελεί την ουσία του πράγματος. Στην παρούσα περίπτωση, τέτοια παράλειψη πληρωμής μηνιαίων δόσεων έχει, κατ’ ισχυρισμό, σημειωθεί, κατ’ επανάληψη, μεταξύ των ημερομηνιών 1.10.2010 και 1.4.2012, συμπεριλαμβανομένων, οι οποίες χρονικά τοποθετούνται μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 60(Ι)/2008 στις 18.7.2008.

 

Ένα τελευταίο θέμα, το οποίο με έχει προβληματίσει, αφορά στο κατά πόσο είναι δυνατό οι πρόνοιες του Άρθρου 3(1(γ) να καταργούν κεκτημένα δικαιώματα του εφεσίβλητου. Το πρώτο που θα πρέπει να αναφερθεί σε σχέση με αυτό είναι ότι δεν ηγέρθη τέτοιο θέμα με την πρωτόδικη απόφαση και, επομένως, δεν υπάρχει και ανάλογος λόγος έφεσης. Έπειτα, τα κεκτημένα δικαιώματα είναι ατομικά δικαιώματα του κάθε ανθρώπου, (βλ. Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419, σελίδα 428), ο οποίος, έχοντας πλήρη γνώση αυτών και ενεργώντας με την ελεύθερη βούλησή του, μπορεί ακόμα και να παραιτηθεί από τη διεκδίκησή τους. Είναι, όμως, επίσης, πιθανόν το πρόσωπο αυτό να επιμένει στην προς όφελός του αναγνώρισή τους. Στην προκειμένη περίπτωση, κανένα από τα δύο δεν έχει συμβεί, για τον απλούστατο λόγο ότι ο εφεσίβλητος, έστω και τη μοναδική φορά που εμφανίστηκε στο δικαστήριο, στις 24.9.2012, δεν ήγειρε οποιοδήποτε θέμα σε σχέση με την πτυχή αυτή.

 

Εν πάση περιπτώσει, ως εκ των ανωτέρω, θεωρώ ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη και, άρα, η έφεση θα έπρεπε να επιτύχει.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο