Ιωάννου Μάριος ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 615

ECLI:CY:AD:2014:B585

(2014) 2 ΑΑΔ 615

[*615]29 Ιουλίου, 2014

 

[EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

MAΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 52/2011)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε ορθά το Άρθρο 210 του Π.Κ. στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης για να καθορίσει ποιες πράξεις ή παραλείψεις του εφεσείοντα συνιστούσαν αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη ― Επέμβαση Εφετείου.

 

Απόδειξη ― Βάρος απόδειξης σε ποινικές υποθέσεις ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος απόδειξης της ενοχής του εφεσείοντος.

 

Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 ― Το άρθρο δεν καθορίζει κριτήρια ως προς το τι αποτελεί αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη και αφήνεται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει το νομοθέτημα με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης ― Σε σχέση με επικίνδυνη οδήγηση, απαιτείται τουλάχιστο απόδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους  εκ μέρους του οδηγού ― Διαφορά σε σχέση με τη μη επίδειξη δέουσας επιμέλειας και φροντίδας.

 

Μαρτυρία ― Περιστατική μαρτυρία ― Δεν πρέπει να συγχέεται με τις περιστάσεις της υπόθεσης ― Αν προκύπτει, από τη σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας, βεβαιότητα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, τότε διαγιγνώσκεται και η ενοχή του κατηγορουμένου.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αν η μαρτυρία στην ολότητα της, δικαιολογεί μόνο συμπεράσματα υποψίας ή απλής πιθανολόγησης το Δικαστήριο θα πρέπει να απαλλάξει τον κατηγορούμενο. 

 

[*616]Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το Εφετείο, έχει δικαίωμα και καθήκον, να επέμβει οσάκις έχει τη γνώμη, ότι διαπιστώσεις ως προς την αξιοπιστία, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτές από το πρωτόδικο Δικαστήριο ακόμη και εκεί που το Δικαστήριο εντυπωσιάστηκε από τη συμπεριφορά  ενός μάρτυρα.

 

Επανεκδίκαση ― Διατάσσεται όταν το επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το Εφετείο.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία βρέθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 111/89.

 

Το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε ως συνέπεια θανατηφόρου τροχαίου δυστυχήματος, το οποίο συνέβη τις πρωινές ώρες της 9.9.2006 στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού-Πάφου, παρά τη Γεροσκήπου. Πρόκειται για δρόμο τετραπλής κατευθύνσεως, ο οποίος διαχωρίζεται με κτιστή νησίδα. Λεωφορείο που οδηγούσε ο εφεσείων, με κατεύθυνση προς Πάφο, στην αριστερή λωρίδα του δρόμου και με ταχύτητα 80 χλ.α.ω., παρεξέκλινε της πορείας του και επέπεσε επί του σταθμευμένου οχήματος που βρισκόταν εντός της λωρίδας έκτακτης ανάγκης, μήκους 3 μέτρων, με αναμμένα τα φώτα του, χωρίς όμως να έχει προειδοποιητικά τρίγωνα στάθμευσης. Ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης, το σταθμευμένο όχημα σπρώχθηκε αριστερότερα και χτύπησε στο προστατευτικό κιγκλίδωμα του δρόμου. Από το δυστύχημα τραυματίστηκε θανάσιμα γυναίκα επιβάτης στο αυτοκίνητο, ενώ τραυματίστηκαν ακόμα τρεις επιβαίνοντες σε αυτό.

 

Το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία που προσήγαγε η Κατηγορούσα Αρχή στο σύνολο της, καθώς και τη μαρτυρία δύο μαρτύρων υπεράσπισης, του αστυνομικού ΜΥ2 και του ΜΥ3 πυροσβέστη ενώ θεώρησε τον εφεσείοντα εντελώς αναξιόπιστο και απέρριψε τη μαρτυρία του, όπως έπραξε και με τη μαρτυρία των ΜΥ1, ΜΥ4 και ΜΥ5.

 

Η εκδοχή του εφεσείοντα για την ύπαρξη του άσπρου αυτοκινήτου που του ανέκοψε την πορεία και οι ισχυρισμοί που πρόβαλε  προς υπεράσπιση του, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο, το οποίο τον έκρινε αναξιόπιστο.

[*617]Κατέληξε ότι η γενεσιουργός και αποκλειστική αιτία πρόκλησης του δυστυχήματος και του επακολουθήσαντος θανάτου του θύματος ήταν η επικίνδυνη και αλόγιστη ενέργεια και συμπεριφορά του κατηγορούμενου.

 

Επεσήμανε επί τούτου, ότι στη βάση των ευρημάτων του η ενέργεια και παράλειψη λήψης των ενδεδειγμένων και εύλογων υπό τας περιστάσεις μέτρων του κατηγορουμένου για να διέλθει με ασφάλεια από το σημείο που ήταν σταθμευμένο το άλλο όχημα, δεν ενέπιπτε στον ορισμό της απερίσκεπτης πράξης. Και τούτο διότι δεν συνέτρεχαν και δεν είχαν αποδειχθεί ενώπιον του τα απαιτούμενα στοιχεία που επιβάλλεται να συντρέχουν σύμφωνα με την νομολογία που παρέθεσε.

 

Παρά την κατάληξη του προχώρησε σε περαιτέρω εξέταση της εκδοχής του εφεσείοντος για να επιβεβαιώσει το εύρημα του περί ενοχής, χαρακτηρίζοντας την ενέργεια του άκρως επικίνδυνη και αλόγιστη συμπεριφορά. 

 

Η έφεση στηρίχθηκε σε πολλούς λόγους με προεξάρχοντα το εσφαλμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει μαρτυρία και ή αποδεκτή μαρτυρία, η οποία έπρεπε να κριθεί αποδεκτή και να εκτιμηθεί και αξιολογηθεί αναλόγως από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το Δικαστήριο οδηγήθηκε σε συμπεράσματα που δεν δικαιολογούνταν από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και αντιστρατεύονταν βασικούς κανόνες του δικαίου της απόδειξης. Απέκλεισε πλημμελώς τη μαρτυρία του ΜΥ1, του οποίου η εκδοχή δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση, ούτε του υποβλήθηκε ότι είχε οποιοδήποτε συμφέρον, σχέση ή άλλη σύνδεση με τον εφεσείοντος, τον οποίο δεν γνώριζε προηγουμένως.

 

2.  Η εξήγηση που έδωσε ο ΜΥ1 ήταν καθόλα λογική και πειστική.

 

3.  Οι λόγοι αποκλεισμού της μαρτυρίας του από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν επουσιώδεις και δεν έπρεπε να τους αποδοθεί η σημασία που τους αποδόθηκε. Όπως απέκλεισε πλημμελώς μαρτυρία που χαρακτήρισε ως αξιόπιστη και μάλιστα που δόθηκε χωρίς αντεξέταση (ΜΥ2 και ΜΥ3).

 

4.  Αντί να προχωρήσει όπως επιβαλλόταν, να την αξιολογήσει και να [*618]την εντάξει στο σύνολο των ενώπιον του γεγονότων, την απέρριψε στη βάση της λανθασμένης αντίληψης ότι η δήλωση του ΜΥ1 δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως εξ ακοής μαρτυρία πρώτου βαθμού.

 

5.  Σύγχυση φαίνεται να επικρατούσε ως προς την νομική διάσταση του ζητήματος στο νου του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

6.  Με τον τρόπο που ενήργησε το Δικαστήριο ανέστρεψε το αποδεικτικό βάρος. Προχώρησε σε ασκήσεις επί χάρτου κατά τρόπο που αναπόφευκτα εκθεμελίωνε τα ευρήματα του, τα οποία ήταν προφανώς λανθασμένα.

 

7.  Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο όφειλε, σε περίπτωση που έκρινε ότι η μαρτυρία ήταν εξ ακοής πέραν του πρώτου βαθμού, δυνάμει πλέον του Άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, όπως τροποποιήθηκε, να αξιολογήσει τη βαρύτητα που θα προσέδιδε σε αυτήν, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστατικών από τις οποίες μπορούσε εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας.

 

8.  Στην προσπάθεια του, θα έπρεπε να λάβει υπόψη τα κριτήρια που θέτει το εδ. 2 του Άρθρου 27 και ακολούθως να καταλήξει στην αξιολόγηση της βαρύτητας που θα της προσέδιδε, πριν προχωρήσει σε διάγνωση ενοχής ή αθωότητας.

 

9.  Η μετά την καταδίκη επανεξέταση και απόρριψη του ισχυρισμού περί της ύπαρξης ενός άσπρου αυτοκινήτου, προφανώς ενίσχυε την πεποίθηση ότι τα γεγονότα εύλογα μπορούσαν να δημιουργήσουν αμφιβολίες στο μυαλό του Δικαστηρίου, γι’ αυτό και ακριβώς το λόγο το Δικαστήριο επανήλθε να εξετάσει την εκδοχή του εφεσείοντος.

 

10. Σε τελευταία ανάλυση, η παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι η εκδοχή που προώθησε ο εφεσείων δεν υποστηρίχθηκε από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία και ότι σε αυτή του τη θέση «παρέμεινε απελπιστικά μόνος», δεν εύρισκε έρεισμα στο ενώπιον του μαρτυρικό υλικό όπως το έκανε αποδεκτό.

 

11. Το πρωτόδικο Δικαστήριο περιέπεσε σε νομικό σφάλμα: αντέστρεψε το βάρος απόδειξης της ενοχής του εφεσείοντος που παραμένει κατά πάντα ουσιώδη χρόνο στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής, το οποίο μετέφερε σε βάρος απόδειξης της αθωότητας.

[*619]12.    Το Δικαστήριο καλείτο να ερμηνεύσει το άρθρο 210 του Π.Κ. στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης για να καθορίσει ποιες πράξεις ή παραλείψεις του εφεσείοντα συνιστούσαν αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη.

 

13. Στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης και των τελικών του ευρημάτων, λανθασμένα κατέταξε την παράλειψη του εφεσείοντα «να έχει συνεχώς στραμμένη την προσοχή του στο δρόμο ώστε να αντιληφθεί εγκαίρως το σταθμευμένο όχημα» ως μια άκρως επικίνδυνη και αλόγιστη συμπεριφορά.

 

14. Το αδίκημα της επικίνδυνης οδήγησης δεν είναι απόλυτο. Απαιτείται η ύπαρξη λανθασμένης ενέργειας, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν εξομοιώνεται με την οδήγηση χωρίς την δέουσα επιμέλεια και φροντίδα, χωρίς να παραβλέπεται ότι η διαφορά μεταξύ των δύο αφορά στο βαθμό του σφάλματος σε συνάρτηση με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά ή κατάσταση πραγμάτων.

 

15. Το Εφετείο έχει υποχρέωση να επέμβει και να ανατρέψει κατ’ έφεση την καταδίκη αν κρίνει ότι η απόφαση πρέπει να παραμερισθεί για το λόγο ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης ενισχύουν τη θέση ότι μια τέτοια καταδίκη είναι ανασφαλής.

 

16. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 210, ήταν ακροσφαλής και υπόκειτο σε ακύρωση.

 

17. Λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστατικών της υπόθεσης, τα οποία οδήγησαν στην ακύρωση της καταδίκης και το ότι παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από την διάπραξη του αδικήματος,  δεν ήταν κατάλληλη περίπτωση για τέτοια διαταγή.

 

18. Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, δεν εξετάστηκαν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης.

 

Η έφεση επιτράπηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236,

 

Παπαδοπούλου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 173,

 

Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 376, ECLI:CY:AD:2014:B344,

[*620]Αντωνίου ν. Γεστάμη & Σία Λτδ κ.ά. (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1070,

 

Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102,

 

Koutras v. The Republic (1976) 2 C.L.R. 13,

 

Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233,

 

Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115,

 

Fournaris ν. The Republic (1978) 2 C.L.R. 20,

 

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326,

 

Εκδοτική Εταιρεία Kosmos v. The Police (1984) 2 C.L.R. 121,

 

Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ηροδότου (2011) 2 Α.Α.Δ. 79

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

 

Έφεση από τον Κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του             Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Κατσικίδης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 4755/08), ημερομηνίας 2/2/11.

 

Xλ. Ττοφαρίδου (κα) για Λ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

 

Δ. Παπαστεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση, ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία βρέθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, για πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο [*621]111/89, με το οποίο προβλέπεται ότι:

 

«210. Όποιος, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι τεσσάρων χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσιες λίρες.»

 

Το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε ως συνέπεια θανατηφόρου τροχαίου δυστυχήματος, το οποίο συνέβη τις πρωινές ώρες της 9.9.2006 στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού-Πάφου, παρά τη Γεροσκήπου. Πρόκειται για δρόμο τετραπλής κατευθύνσεως, δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση, που μεταξύ τους διαχωρίζονται με κτιστή νησίδα. Λεωφορείο με αρ. εγγραφής ΤΕΝΑ 618, που οδηγούσε ο εφεσείων, με κατεύθυνση προς Πάφο, στην αριστερή λωρίδα του δρόμου και με ταχύτητα 80 χλ.α.ω., παρεξέκλινε της πορείας του και επέπεσε επί του σταθμευμένου οχήματος υπ’ αρ. εγγραφής ΥJ 588, που βρισκόταν εντός της λωρίδας έκτακτης ανάγκης, μήκους 3 μέτρων, με αναμμένα τα φώτα του, χωρίς όμως να έχει προειδοποιητικά τρίγωνα στάθμευσης. Ως αποτέλεσμα της βιαιότατης, όπως την χαρακτηρίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύγκρουσης, το σταθμευμένο όχημα σπρώχθηκε αριστερότερα και χτύπησε στο προστατευτικό κιγκλίδωμα του δρόμου. Από το δυστύχημα τραυματίστηκε θανάσιμα η Dinka Ilieva Sivova, επιβάτης στο αυτοκίνητο, ενώ τραυματίστηκαν ακόμα τρεις επιβαίνοντες σε αυτό.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή, όπως προκύπτει από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και από τα πρακτικά στα οποία ανατρέξαμε, εισηγήθηκε κατά την δικάσιμο ότι η απώλεια ελέγχου του λεωφορείου οφειλόταν στην έλλειψη δέουσας προσοχής του εφεσείοντος, ο οποίος, ενώ οδηγούσε το όχημα του επί πολύ ανοιχτής στροφής και με ορατότητα 400 μέτρων περίπου, απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος του και επέπεσε επί του σταθμευμένου οχήματος. Πριν τη σύγκρουση, όπως ήταν και το εύρημα του Δικαστηρίου, δεν χρησιμοποίησε καθόλου τα φρένα του οχήματος του, ούτε και έκανε οποιαδήποτε κίνηση αποφυγής της σύγκρουσης ή αποτρεπτικό ελιγμό. Η Κατηγορούσα Αρχή κατά το στάδιο των αγορεύσεων, επικεντρώθηκε στην απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντος και διαζευκτικά, ότι ακόμη και αν γινόταν πιστευτή η εκδοχή του, η ενέργεια και η επιλογή του να ενεργήσει όπως ενήργησε, χωρίς άλλη αποτρεπτική ενέργεια συνιστούσε αλόγιστη και επικίνδυνη συμπεριφορά, στην έννοια του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα.

[*622]Ήταν η εκδοχή του εφεσείοντος, η οποία προβλήθηκε σε όλα τα στάδια αμέσως μετά τη σύγκρουση, στη σκηνή του δυστυχήματος τόσο στην παρουσία των εξεταστών, αστυνομικών οργάνων, όσο και πολλών παρευρισκομένων προσώπων, στην κατάθεση του στην Αστυνομία και κατά την ακροαματική διαδικασία, ότι ενώ πλησίαζε επί ανοιχτής στροφής και σε μικρή απόσταση πριν το σταθμευμένο αυτοκίνητο, άγνωστο αυτοκίνητο μάρκας Mercedes χρώματος άσπρου, κινούμενο στη λανθασμένη κατεύθυνση προς Λεμεσό, και στη λωρίδα που κινείτο το λεωφορείο, του απέκοψε την πορεία του. Στην προσπάθεια του να αποφύγει τη σύγκρουση με το εξ αντιθέτου επερχόμενο όχημα, συγκρούστηκε στο πίσω μέρος του σταθμευμένου οχήματος. Η απόσταση που χώριζε τα δύο οχήματα, ήταν τόσο μικρή που δεν του παρείχετο η δυνατότητα αποτροπής της σύγκρουσης.

 

Το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία που προσήγαγε η Κατηγορούσα Αρχή στο σύνολο της, καθώς και τη μαρτυρία δύο μαρτύρων υπεράσπισης, των ΜΥ2 Αστ. 3199 Γ. Αντωνίου και ΜΥ3 Αρχιλοχία-πυροσβέστη Μιχαήλ Μιχαήλ, ενώ θεώρησε τον εφεσείοντα εντελώς αναξιόπιστο και απέρριψε τη μαρτυρία του, όπως έπραξε και με τη μαρτυρία των ΜΥ1 Ανδρέα Κωνσταντίνου, ΜΥ4 Γιώργου Αδαμίδη και ΜΥ5 Χρίστου Χατζηχριστοδούλου.

 

Η εκδοχή του εφεσείοντα για την ύπαρξη του άσπρου Mercedes που του ανέκοψε την πορεία και οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο εφεσείων προς υπεράσπιση του, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο, το οποίο τον έκρινε ως αναξιόπιστο, για να καταλήξει ότι:

 

«…πριν και κατά τη σύγκρουση δεν ήλαυνε αυτοκίνητο μάρκας Mercedes χρώματος άσπρου ή οποιοδήποτε άλλο όχημα και συνακόλουθα τόσο η αριστερή όσο και η δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας προς Πάφο ήταν ελεύθερη και τίποτα δεν υπήρχε που να εμπόδιζε την ακώλυτη διέλευση του λεωφορείου του κατηγορούμενου με ασφάλεια από το σημείο που είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητο YJ 588 o Μ.Κ.6, ήτοις το σημείο με το γράμμα Χ με μπλε μελάνι επί του Τ.5.»

 

Η άμεση εκδοχή του εφεσείοντα τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω της κατάθεσης του ΜΚ2 Αστ. 1788 Χρίστου Λιασίδη της Τροχαίας Πάφου, εξεταστή της σκηνής του δυστυχήματος.  Ενώ για την ύπαρξη του άσπρου αυτοκινήτου που θεάθηκε να κινείται στην αντίθετη πορεία από τον εφεσείοντα, κατέθεσε ο ΜΥ1 [*623]Ανδρέα Κωνσταντίνου, του οποίου η μαρτυρία απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη. Κατέθεσε ο ΜΥ1 ότι ενώ έκανε βόλτα με το σκύλο του σε ύψωμα, είδε ξαφνικά να κινείται εντός της λωρίδας με κατεύθυνση προς Πάφο, ένα άσπρο αυτοκίνητο του οποίου δεν θυμόταν τη μάρκα, προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς Λεμεσό.

 

Πέραν από τη μαρτυρία των προσώπων αυτών, υπήρχε εξ ακοής μαρτυρία, όπως δόθηκε από τους ΜΥ2 και ΜΥ3, ότι στη σκηνή του δυστυχήματος, κάποιο πρόσωπο ονόματι Δημήτρης Χριστοδούλου, τους ανέφερε ότι είχε δει ένα άσπρο αυτοκίνητο να οδηγείται στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας απέναντι από το λεωφορείο του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο στην αναφορά του εξεταστή της υπόθεσης ΜΚ3 Αναστάση, ότι ο εν λόγω Χριστοδούλου αναίρεσε αργότερα την κατάθεση του, αναφορικά με τα όσα είπε στη σκηνή του δυστυχήματος για την ύπαρξη του άσπρου αυτοκινήτου, απέκλεισε τη μαρτυρία των ΜΥ2 και ΜΥ3, σημειώνοντας ότι το στοιχείο αυτό επέδρασε δραστικά και εξάλειψε από τη σκέψη του τον όποιο προβληματισμό είχε, κατά πόσο θα μπορούσε να αποδεχθεί τη δήλωση του εν λόγω προσώπου, όπως μεταφέρθηκε από τους πιο πάνω μάρτυρες, «έστω και αν αυτή ήταν εξ ακοής μαρτυρία διαμέσου των όσων ανέφεραν οι ΜΚ2, ΜΥ2 και ΜΥ3, όπως ήταν η εισήγηση της υπεράσπισης». Αντιθέτως, αποδέχθηκε ως αξιόπιστους τους ΜΚ4, ΜΚ5 και ΜΚ6, επιβάτες του σταθμευμένου οχήματος, με αποδοχή της επιμέρους θέσης τους, ότι την ώρα της σύγκρουσης δεν είδαν να κινείται εξ αντιθέτου άλλο αυτοκίνητο. Θέση την οποία η υπεράσπιση με την αντεξέταση, προσπάθησε να κλονίσει εν όψει του ότι, το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν οι μάρτυρες ήταν σταθμευμένο μπροστά από πινακίδα μεγάλων διαστάσεων και δεν είχαν ορατότητα.

 

Το Δικαστήριο αφού προχώρησε σε ανάλυση της μαρτυρίας και παρέθεσε σχετική νομολογία, κατέληξε σε εύρημα ενοχής του εφεσείοντα, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, κρίνοντας ότι:

 

«Ο κατηγορούμενος οδηγώντας με ταχύτητα 80 χ.α.ω. χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε κίνδυνο ή εμπόδιο στο να διέλθει ελεύθερα από το σημείο του αυτοκινητοδρόμου που ήταν σταθμευμένο το YJ 588 και προφανώς επειδή δεν είχε την προσοχή του συνεχώς στραμμένη στον δρόμο για λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα, οδήγησε η και επέτρεψε να οδηγηθεί το λεωφορείο του αριστερότερα  με επακόλουθο να εξέλθει της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας του αυτοκινητόδρομου και να προκαλέσει βίαιη σύγκρουση της [*624]αριστερής μπροστινής του πλευράς με τη δεξιά πισινή γωνία του εν λόγω διπλοκάμπινου στο σημείο Χ του Τ.5.»

………………………………………………………………………………………………..........................…..

 

«Συνακόλουθα κρίνω ότι η γενεσιουργός και αποκλειστική αιτία πρόκλησης του δυστυχήματος και του επακολουθήσαντος θανάτου του θύματος ήταν η επικίνδυνη και αλόγιστη ενέργεια και συμπεριφορά του κατηγορούμενου. Στο σημείο αυτό επισημαίνω ότι επί τη βάσει των ευρημάτων μου, κρίνω πως η ενέργεια και παράλειψη λήψης των ενδεδειγμένων και εύλογων υπό τας περιστάσεις μέτρων του κατηγορουμένου για να διέλθει με ασφάλεια από το σημείο που ήταν σταθμευμένο το YJ 588, δεν εμπίπτει στον ορισμό της απερίσκεπτης πράξης. Τούτο διότι δεν συντρέχουν και δεν έχουν αποδειχθεί ενώπιον μου τα απαιτούμενα στοιχεία που επιβάλλεται να συντρέχουν σύμφωνα με την νομολογία που παραθέτω πιο πάνω.»

 

Παρά την κατάληξη του προχώρησε σε περαιτέρω εξέταση της εκδοχής του εφεσείοντος για να επιβεβαιώσει το εύρημα του περί ενοχής:

 

«Έχοντας καταλήξει επί τη βάσει των ευρημάτων μου ως ανωτέρω κρίνω ότι πρέπει να παραθέσω και την κρίση του Δικαστηρίου αν αποδεχόμουν ως ορθή την εκδοχή του κατηγορουμένου, που όπως πιο πάνω αναφέρω την έχω απορρίψει, σε σχέση με την ύπαρξη του άσπρου Mercedes που κατ’ ισχυρισμό εκινείτο στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού - Πάφου αντίθετα με τον κατηγορούμενο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, ως η πορεία του. Ακόμη λοιπόν και αν δεχόμουν τον ισχυρισμό αυτό και πάλι θα κατέληγα στο ίδιο συμπέρασμα σε σχέση με τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου κατά τον επίδικο χρόνο. Οδηγός ο οποίος αποκαλεί τον εαυτό του έμπειρο και ενεργεί όπως ενήργησε κατ’ ισχυρισμό ο κατηγορούμενος, ήτοι ενώ είχε δει και αντιληφθεί τον κίνδυνο από το επερχόμενο αυτοκίνητο από απέναντι του από αρκετή απόσταση, σε συνδυασμό με το πλάτος της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας στην οποία εκινείτο το οποίο με βάση τα ευρήματα μου ήταν εντελώς ελεύθερο, τόσο από το YJ 588 όσο και από το κατ’ ισχυρισμό άσπρο Mercedes, δεν συνέτρεχε κανένας απολύτως λόγος να οδηγήσει το λεωφορείο του αριστερότερα με επακόλουθο την σύγκρουση. Ακόμη το ότι είχε αντιληφθεί, πάντοτε με βάση τους ισχυρισμούς του, κίνδυνο σύγκρουσης, αντί να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ήτοι να ελαττώσει την ταχύτητα του λεωφορείου του χρησιμοποιώντας επαρκώς τα φρένα του αντί [*625]ελαφρά όποια ερμηνεία και αν μπορεί να αποδοθεί στη λέξη αυτή, συνέχισε να το οδηγεί σχεδόν με την ίδια ταχύτητα επιχειρώντας να διέλθει δια μέσου των δύο οχημάτων. Αυτή του η ενέργεια δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί μια άκρως επικίνδυνη και αλόγιστη συμπεριφορά. Ακόμα και στην περίπτωση που αποδεχόμουν ότι ο κατηγορούμενος αντελήφθη πως το άσπρο Mercedes κατευθυνόταν προς Λεμεσό αντί προς Πάφο, σε απόσταση μόλις 35 - 40 μ. από κοντά του ενώ το είχε δει προηγούμενα όπως ο ίδιος ισχυρίζεται από μεγάλη απόσταση, δείχνει το στοιχείο αυτό πως δεν είχε απόλυτα στραμμένη τη προσοχή του στο δρόμο έτσι ώστε να αντιληφθεί πιο έγκαιρα την πορεία του εν λόγω οχήματος αδιαφορώντας παντελώς και παραγνωρίζοντας τον κίνδυνο της σύγκρουσης με το σταθμευμένο διπλοκάμπινο. Όπως δε αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) θεωρώ ότι και στην παρούσα υπόθεση είναι αδιανόητο και μη ρεαλιστικό υπό τας συνθήκας που επικρατούσαν και το οπτικό πεδίο που απολάμβανε ο κατηγορούμενος, το ενδεχόμενο λάθους όσον αφορά την αντίληψη του κατηγορούμενου για την κατεύθυνση που ακολουθούσε, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του, άσπρο Mercedes. …………………………………………………………………………………………………….. «Επίσης κι αν ακόμη δεν είχε τόσο περιθώριο για να διέλθει, η συμπεριφορά του ενώ είχε αντιληφθεί τον κίνδυνο με το να αποδεχθεί να τον αναλάβει και πάλιν θα κρινόταν σαν μία άκρως επικίνδυνη και αλόγιστη συμπεριφορά. »

 

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης με επτά λόγους έφεσης, με τους οποίους επιζητεί την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Ο 1ος, 2ος, 5ος και 6ος λόγοι έφεσης διαπλέκονται μεταξύ τους και αναφέρονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων και την απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντος όσον αφορά τις συνθήκες του δυστυχήματος αλλά και λανθασμένη εκτίμηση και αξιολόγηση της ανεξάρτητης μαρτυρίας η οποία αποκλείστηκε ως εξ ακοής (ΜΥ1, ΜΥ2, ΜΥ3, ΜΚ3) με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε ακροσφαλή και λανθασμένα ευρήματα.

 

Κατά πρώτον, θα εξετάσουμε το ζήτημα που άπτεται της εσφαλμένης κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει μαρτυρία και ή αποδεκτή μαρτυρία, η οποία έπρεπε να κριθεί αποδεκτή και να εκτιμηθεί και αξιολογηθεί αναλόγως από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ενώ, εισηγείται η συνήγορος του εφεσείοντος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τους ΜΥ2 και ΜΥ3 ως αξιόπιστους, των οποίων η μαρτυρία παρέμεινε αναντίλεκτη, και την αποδέχθηκε στο σύνολο της, στη συνέχεια την απέρ[*626]ριψε με λανθασμένη αιτιολογία:

 

«Ο Λοχίας 1289, Χαράλαμπος Αναστάση, Μ.Κ.3, μου έκανε επίσης καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Κατέθεσε με σαφή και αντικειμενικό τρόπο, σε βαθμό πού η μαρτυρία του και ειδικότερα το περιεχόμενο του Τ.10, θα μπορούσε να εκληφθεί προς όφελος του κατηγορούμενου. Όμως με την αναφορά του ότι ο μάρτυρας στην σκηνή, Δημήτρης Χριστοδούλου, το απόγευμα της ημέρας του δυστυχήματος αναίρεσε μέσα από την κατάθεση που του έλαβε τα όσα έλεγε στην σκηνή του δυστυχήματος, εξάλειψαν και από την σκέψη μου τον όποιο προβληματισμό είχα για το κατά πόσο θα μπορούσα να αποδεκτώ την δήλωση του εν λόγω προσώπου, έστω και αν αυτή ήταν εξ ακοής μαρτυρία, δια μέσου των όσων ανέφεραν οι Μ.Κ.2, Μ.Υ.2, και Μ.Υ.3. Επισημαίνω δε ότι το Τ.10 και το περιεχόμενο του επικαλέστηκε η ίδια η υπεράσπιση η οποία και το κατέθεσε σαν τεκμήριο. ….. Συνεπώς η εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης για να λάβω υπόψη μου την δήλωση του Δημήτρη Χριστοδούλου στην σκηνή, σαν εξ ακοής πρώτου βαθμού μαρτυρία, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.»

 

Η μαρτυρία του ΜΥ1 επίσης απορρίφθηκε από το Δικαστήριο το οποίο αιτιολόγησε την κατάληξη του ως εξής: 

 

«Ο Μ.Υ.1 έδωσε μαρτυρία με απώτερο σκοπό να καταθέσει στο Δικαστήριο τι κατ’ ισχυρισμό είδε ο ίδιος την ημέρα του επίδικου δυστυχήματος και περί ώρα 06.00 π.μ. ενώ βρισκόταν σε ύψωμα αριστερά του αυτοκινητοδρόμου Πάφου - Λεμεσού σε απόσταση περί τα δύο χιλιόμετρα από την σκηνή του δυστυχήματος. Από την μαρτυρία του επισημαίνω ότι στην κατάθεση του Τ.11, το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε σαν μέρος της κυρίως εξέτασης του αναφέρει, έξι γραμμές πριν το τέλος, τα εξής:

 

« Αναγνωρίζω ότι ήταν λάθος μου που δεν ήρθα το Σάββατο 9/9/2006 να αναφέρω το περιστατικό ή τουλάχιστον όταν έμαθα για το δυστύχημα, αλλά σήμερα αποφάσισα.»

 

Η θέση αυτή του Μ.Υ.1 ενέχει μια σοβαρότατη αντίφαση με το τι αναφέρει προηγουμένως στην κατάθεση του σε σχέση για το πότε έμαθε για το δυστύχημα και για το πώς αποφάσισε να μεταβεί στην αστυνομία για να δώσει κατάθεση. Όπως λοιπόν αναφέρει στην τέταρτη γραμμή από την αρχή της κατάθεσης του Τ.11:

 

«Σήμερα 16/9/2006 αποφάσισα να έλθω στο Τμήμα Τροχαί[*627]ας Πάφου για να αναφέρω κάτι που είδα το Σάββατο 9/9/2006 η ώρα 06.00 το πρωί περίπου. Συγκεκριμένα πήρα την απόφαση μου γιατί δυο με τρείς μέρες μετά τις 9/9/2006 διάβασα σε μια εφημερίδα ότι εκείνη την ημέρα έγινε τροχαίο δυστύχημα στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού - Πάφου και το περιστατικό που είδα ίσως να βοηθούσε στην εξέταση του δυστυχήματος.»

 

Συνακόλουθα πώς είναι δυνατόν να αναγνωρίζει ότι ήταν λάθος του που δεν μετέβη την ίδια ημέρα για να δώσει κατάθεση αφού έμαθε για το δυστύχημα δύο με τρείς μέρες μετά. Αυτό κρίνω ότι καθιστά την μαρτυρία του έκθετη σε τέτοιο βαθμό που δεν την αποδέχομαι σαν αξιόπιστη. Αυτό που προσπάθησε εξ υπαρχής ο Μ.Υ.1 ήταν να βοηθήσει τον κατηγορούμενο να ενισχύσει την εκδοχή του για την ύπαρξη του άσπρου mercedes στην λωρίδα δεξιά του λεωφορείου του με κατεύθυνση προς Λεμεσό.

 

Όμως ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη μου, κι αν ακόμη αποδεχόμουν την μαρτυρία του Μ.Υ.1 σαν αξιόπιστη, αυτή δεν είναι άμεση και ούτε ο ίδιος είδε οτιδήποτε σε σχέση με τα γεγονότα του επιδίκου δυστυχήματος. Το μόνο το οποίο μπορεί να έχει την όποια σχέση, όχι με το δυστύχημα και για το πώς αυτό επεσυνέβη, είναι ο ισχυρισμός του ότι είδε σε απόσταση 500-600 μέτρων από το σημείο που βρισκόταν, ένα άσπρο αυτοκίνητο μικρό να κινείται στην λανθασμένη λωρίδα κυκλοφορίας, ήτοι αντί να έχει πορεία προς Πάφο εκινείτο προς Λεμεσό. Αυτό βεβαίως όπως και ανωτέρω αναφέρω για να ενισχύσει τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου και όχι για να διαφωτίσει το Δικαστήριο για το πώς έγινε η σύγκρουση. Πρόκειται περί περιστατικής μαρτυρίας η οποία για να μπορούσε να οδηγήσει σε οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα θα έπρεπε τούτο να ήταν το μοναδικό και αναπόδραστο που θα μπορούσε να εξαχθεί εκ ταύτης. Τούτο κρίνω ότι δεν ισχύει στην περίπτωση του ισχυρισμού αυτού του Μ.Υ.1 διότι έστω κι αν δεχτώ την ύπαρξη του εν λόγω αυτοκινήτου στον αυτοκινητόδρομο όπως το περιέγραψε και στο σημείο που ανέφερε ο Μ.Υ.1, το Δικαστήριο μπορεί να οδηγηθεί σε αρκετά σενάρια για το από ποίο σημείο είχε αρχίσει να οδηγείται με αντίθετη πορεία ως η ορθή, χωρίς κατ’ ανάγκη και αναπόδραστα να είχε διέλθει προηγουμένως από το σημείο που ήταν σταθμευμένο το YJ 588 την στιγμή που διερχόταν από το ίδιο σημείο και το λεωφορείο του κατηγορούμενου.»

 

Το ερώτημα που εγείρεται, είναι κατά πόσο στην κατ’ έφεση δικαιοδοσία του το Ανώτατο Δικαστήριο, ενδείκνυται να ανατρέψει [*628]ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσε ενώπιον του. 

 

Υπάρχει ευρεία νομολογία, ότι η αρμοδιότητα για αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει τους μάρτυρες που καταθέτουν ενώπιον του. Επέμβαση από το Εφετείο χωρεί μόνο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236, Παπαδοπούλου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 173 και Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 376, ECLI:CY:AD:2014:B344).

 

Τέτοια επέμβαση χωρεί όταν τα ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία (Αντωνίου ν. Γεστάμη & Σία Λτδ κ.ά. (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1070) ή όταν τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αν σε τελευταία ανάλυση, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. 

 

Έχουμε εξετάσει με μεγάλη προσοχή τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο και τον τρόπο με τον  οποίο την ανέλυσε και την αξιολόγησε. Η μαρτυρία σε κάθε υπόθεση κρίνεται στην ολότητα της και δεν αξιολογείται απλώς και μόνο από μερικά στοιχεία και κατ’ απομόνωση. Το Δικαστήριο, με τον τρόπο που ενήργησε, όπως προκύπτει από την απόφαση του, οδηγήθηκε σε συμπεράσματα που δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και αντιστρατεύονται βασικούς κανόνες του δικαίου της απόδειξης: απέκλεισε πλημμελώς τη μαρτυρία του ΜΥ1, του οποίου η εκδοχή δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση, ούτε του υποβλήθηκε ότι είχε οποιοδήποτε συμφέρον, σχέση ή άλλη σύνδεση με τον εφεσείοντος, τον οποίο δεν γνώριζε προηγουμένως. Η εξήγηση που έδωσε ο ΜΥ1 ήταν καθόλα λογική και πειστική: το Δικαστήριο είχε ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία ότι η Αστυνομία στην προσπάθεια της να εντοπίσει αυτόπτες μάρτυρες προχώρησε με δημοσίευση σε εφημερίδες με έκκληση να δοθούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο γνώριζε κάτι για το δυστύχημα. Οι λόγοι αποκλεισμού της μαρτυρίας του από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν επουσιώδεις και δεν έπρεπε να τους αποδοθεί η σημασία που τους αποδόθηκε. Όπως απέκλεισε πλημμελώς μαρτυρία που χαρακτήρισε ως αξιόπιστη και μάλιστα που δόθηκε χωρίς αντεξέταση (ΜΥ2 και ΜΥ3).

[*629]Αντί να προχωρήσει όπως επιβαλλόταν, να την αξιολογήσει και να την εντάξει στο σύνολο των ενώπιον του γεγονότων, την απέρριψε στη βάση της λανθασμένης αντίληψης ότι η δήλωση του Χριστοδούλου δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως εξ ακοής μαρτυρία πρώτου βαθμού.

 

Σύγχυση φαίνεται να επικρατούσε ως προς την νομική διάσταση του ζητήματος στο νου του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Περιστατική μαρτυρία, ο ορισμός και η ανάλυση που της δόθηκε διαχρονικά από τη νομολογία, είναι η μαρτυρία εκείνη η οποία διαφέρει της άμεσης, η οποία αφ’ εαυτής τείνει να αποδείξει το έγκλημα όπως η μαρτυρία αυτοπτών μαρτύρων (Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102). Η περιστατική μαρτυρία δεν πρέπει να συγχέεται με τις περιστάσεις της υπόθεσης. Δίδεται και προσφέρεται, κατά κύριο λόγο από την Κατηγορούσα Αρχή, ώστε να αποδειχθούν γεγονότα τα οποία συνιστούν την υπόθεση και πρέπει να αποδεικνύονται όπως και κάθε άλλο πρωτογενές γεγονός. Αν προκύπτει, από τη σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας, βεβαιότητα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, τότε διαγιγνώσκεται και η ενοχή του κατηγορουμένου (Παφίτης κ.ά. (ανωτέρω)).  Με τον τρόπο που ενήργησε το Δικαστήριο ανέστρεψε το αποδεικτικό βάρος το οποίο σε κάθε περίπτωση παρέμεινε στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής και το μετέφερε στον εφεσείοντα, για να ελέγξει την αλήθεια της εκδοχής του. Προχώρησε σε ασκήσεις επί χάρτου κατά τρόπο που αναπόφευκτα εκθεμελιώνει τα ευρήματα του, τα οποία κρίνουμε ως προφανώς λανθασμένα. 

 

Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο όφειλε, σε περίπτωση που έκρινε ότι η μαρτυρία ήταν εξ ακοής πέραν του πρώτου βαθμού, δυνάμει πλέον του Άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, ΚΕΦ.9, όπως τροποποιήθηκε, να αξιολογήσει τη βαρύτητα που θα προσέδιδε σε αυτήν, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστατικών από τις οποίες μπορούσε εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας. Στην προσπάθεια του, θα έπρεπε να λάβει υπόψη τα κριτήρια που θέτει το εδ. 2 του Άρθρου 27 και ακολούθως να καταλήξει στην αξιολόγηση της βαρύτητας που θα της προσέδιδε, πριν προχωρήσει σε διάγνωση ενοχής ή αθωότητας.

 

Η μετά την καταδίκη επανεξέταση και απόρριψη του ισχυρισμού περί της ύπαρξης του άσπρου αυτοκινήτου, προφανώς ενισχύει την πεποίθηση ότι τα γεγονότα εύλογα μπορούσαν να δημιουργήσουν αμφιβολίες στο μυαλό του Δικαστηρίου, γι’ αυτό και ακριβώς το λόγο το Δικαστήριο επανέρχεται να εξετάσει την εκ[*630]δοχή του εφεσείοντος. Σε τελευταία ανάλυση, η παρατήρηση του δικαστηρίου ότι η εκδοχή που προώθησε ο εφεσείων δεν υποστηρίχθηκε από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία και ότι σε αυτή του τη θέση «παρέμεινε απελπιστικά μόνος», δεν βρίσκει έρεισμα στο ενώπιον του μαρτυρικό υλικό όπως το έκανε αποδεκτό. Είναι η λανθασμένη προσέγγιση του Δικαστηρίου και η εσφαλμένη ερμηνεία της νομολογίας που απογύμνωσε τον κατηγορούμενο από οποιαδήποτε υποστήριξη της εκδοχής του.

 

Είναι ορθό, όπως προκύπτει από τη νομολογία, ότι απαλλαγή του κατηγορουμένου θα δικαιολογείτο μόνο αν το Διακστήριο κατέληγε να δεχθεί ως αληθοφανή την εκδοχή του ή έστω αν υπάρχουν υποβόσκουσες αμφιβολίες ότι τα γεγονότα είχαν όπως τα ισχυρίστηκε ο εφεσείων. Αν η μαρτυρία στην ολότητα της, δικαιολογεί μόνο συμπεράσματα υποψίας ή απλής πιθανολόγησης το Δικαστήριο θα πρέπει να απαλλάξει τον κατηγορούμενο (Koutras v. The Republic (1976) 2 C.L.R. 13). Σε τελευταία ανάλυση φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο περιέπεσε σε νομικό σφάλμα: αντέστρεψε το βάρος απόδειξης της ενοχής του εφεσείοντος το οποίο παραμένει κατά πάντα ουσιώδη χρόνο στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής, το οποίο μετέφερε σε βάρος απόδειξης της αθωότητας.

 

Το Δικαστήριο καλείτο να ερμηνεύσει το Άρθρο 210 του Π.Κ. στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης για να καθορίσει ποιες πράξεις ή παραλείψεις του εφεσείοντα συνιστούσαν αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη (Άρθρο 210 του Π.Κ.). Στην Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233:

 

 «Τα άρθρο δεν καθορίζει κριτήρια ως προς το τι αποτελεί αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη και αφήνεται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει το νομοθέτημα με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Σε σχέση με επικίνδυνη οδήγηση, σύμφωνα με τη νομολογία, απαιτείται τουλάχιστο απόδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους (fault) εκ μέρους του οδηγού.»

 

Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης και των τελικών του ευρημάτων, λανθασμένα κατέταξε την παράλειψη του εφεσείοντα «να έχει συνεχώς στραμμένη την προσοχή του στο δρόμο ώστε να αντιληφθεί εγκαίρως το σταθμευμένο όχημα» ως μια άκρως επικίνδυνη και αλόγιστη συμπεριφορά. Το αδίκημα της επικίνδυνης οδήγησης δεν είναι απόλυτο. Απαιτείται η ύπαρξη λανθασμένης ενέργειας, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν εξομοιώνεται με την οδήγηση χω[*631]ρίς την δέουσα επιμέλεια και φροντίδα, χωρίς να παραβλέπουμε ότι η διαφορά μεταξύ των δύο αφορά στο βαθμό του σφάλματος σε συνάρτηση με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά ή κατάσταση πραγμάτων όπως τονίστηκε από την Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115, 124, στο πιο κάτω απόσπασμα:

 

«Περαιτέρω δεν δικαιολογείται η κατάταξη μιας πράξης ή συμπεριφοράς ως εκ προοιμίου συνιστώσας το ένα κατ’ αποκλεισμό του άλλου. Στη μια περίπτωση αναζητούμε αν το επίπεδο της προσοχής και φροντίδας που επιδείχθηκε υπολείπεται εκείνου που αναμένεται από το μέσο συνετό οδηγό. Στην άλλη, αν η ορισμένη πράξη ή συμπεριφορά είναι επικίνδυνη. Στην R. v. Gosney η οδηγός κατηύθυνε το αυτοκίνητο της στο λανθασμένο ρεύμα κυκλοφορίας και το ερώτημα ήταν αν αυτή η εξ αντικειμένου επικίνδυνη ενέργεια μπορούσε να εξουδετερωθεί ως παράγων, από μαρτυρία που θα έδειχνε πως δεν έφταιε γι’ αυτό. Η θέση που ήθελε να προωθήσει ήταν πως παραπλανήθηκε από τη διαμόρφωση του δρόμου και την έλλειψη κατάλληλων οδικών σημάτων. Αποφασίστηκε πως ήταν λανθασμένος ο αποκλεισμός αυτής της μαρτυρίας. Το αδίκημα δεν ήταν απόλυτο και η απόδειξη μιας επικίνδυνης κατάστασης δεν αρκεί. Χρειάζεται και απόδειξη πως την προκάλεσε κάποιο σφάλμα, όπως και στην περίπτωση της οδήγησης χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα και είναι από αυτή την άποψη, όπως εξηγείται, που δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ εκείνου του αδικήματος και της επικίνδυνης οδήγησης.»

 

Το Εφετείο έχει υποχρέωση να επέμβει και να ανατρέψει κατ΄ έφεση την καταδίκη αν κρίνει ότι η απόφαση πρέπει να παραμερισθεί για το λόγο ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης ενισχύουν τη θέση ότι μια τέτοια καταδίκη είναι ανασφαλής (Koutras ν. The Republic (ανωτέρω), Fournaris ν. The Republic (1978) 2 C.L.R. 20, 23 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326). Η Fournaris ακολούθησε ακριβώς την αυτή προσέγγιση, κρίνοντας ότι το Εφετείο, έχει δικαίωμα και καθήκον, να επέμβει οσάκις έχει τη γνώμη, ότι διαπιστώσεις ως προς την αξιοπιστία, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτές από το πρωτόδικο Δικαστήριο ακόμη και εκεί που το Δικαστήριο εντυπωσιάστηκε από τη συμπεριφορά  ενός μάρτυρα.

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 210, για όλους τους λόγους που επεξηγήσαμε ανωτέρω, κρίνεται ως ακροσφαλής και υπόκειται σε ακύρωση.

[*632]Εξετάσαμε το κατά πόσο θα μπορούσε να εφαρμοστεί το εδάφιο (γ) του Άρθρου 145 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155: καταδίκη του εφεσείοντα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως εδώ για αμελή οδήγηση. Όμως λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστατικών της υπόθεσης, τα οποία οδήγησαν στην ακύρωση της καταδίκης και ότι παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από την διάπραξη του αδικήματος, υπενθυμίζουμε ότι το δυστύχημα συνέβη στις 9.9.2006 και ότι τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση εγείρεται θέμα καθυστέρησης (4ος λόγος έφεσης), δεν θεωρούμε κατάλληλη την υπόθεση για τέτοια διαταγή. Διαταγή επανεκδίκασης εκδίδεται όταν το επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης. Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το Εφετείο για το σκοπό αυτό έχουν διατυπωθεί σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Εκδοτική Εταιρεία Kosmos v. The Police (1984) 2 C.L.R. 121, Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97, 108-109, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, 149-150 και πιο πρόσφατα Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, απόφαση Πλήρους Ολομέλειας). Ως τέτοιοι παράγοντες ενδεικτικά ορίζονται: (α) η σοβαρότητα του αδικήματος, (β) το κατά πόσο το αδίκημα διαπράττεται με συχνότητα, (γ) το περίπλοκο της υπόθεσης, (δ) ο χρόνος που διέρρευσε από τη διάπραξη του αδικήματος και (ε) η δύναμη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ηροδότου (2011) 2 Α.Α.Δ. 79). 

 

Με το ίδιο σκεπτικό δεν διατάσσουμε επανεκδίκαση της υπόθεσης.

 

Οι 1ος, 2ος και 3ος λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν. 

 

Εν όψει της κατάληξης μας κρίνουμε αχρείαστο να εξετάσουμε τους λοιπούς λόγους έφεσης.

 

Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

Η έφεση επιτρέπεται.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο