Αριστοδήμου Θεόδωρος και Άλλη ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 667

ECLI:CY:AD:2014:B710

(2014) 2 ΑΑΔ 667

[*667]25 Σεπτεμβρίου, 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 196/2014)

(Σχ. με 197/2014)

 

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 197/2014)

(Σχ. με 196/2014)

 

ΣΩΤΗΡΟΥΛΑ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 196/2014 και 197/2014)

 

 

Ποινική Δικονομία ― Διάταγμα προσωποκράτησης ― Κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης ότι δεν χρειαζόταν να θεμελιωθεί η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων με οποιαδήποτε ουσιαστική μαρτυρία ότι έγινε όντως προσπάθεια επηρεασμού μαρτύρων στην πράξη.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν με τις εφέσεις το διάταγμα προσωποκράτησης τους, το οποίο εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Η αστυνομία στη βάση των στοιχείων που συνέλεξε ύστερα από σχετική καταγγελία, αιτήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο διατάγ[*668]ματα προσωποκράτησης τεσσάρων ατόμων μεταξύ των οποίων και των δύο εφεσειόντων προς διερεύνηση του ενδεχόμενου διάπραξης αριθμού αδικημάτων που σχετίζονταν με συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, πλαστογραφία και άλλα αδικήματα. Είχε δε προηγηθεί η έκδοση ενταλμάτων σύλληψης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία που δόθηκε από τον λοχία που παρουσίασε την υπόθεση στο Δικαστήριο στη βάση και των όσων ο ίδιος ανέφερε ή δέχθηκε μέσα από την αντεξέταση, εξετάζοντας τη συνδρομή των παραγόντων που η νομολογία έχει καθορίσει αναφορικά με έκδοση διαταγμάτων αυτής της φύσεως.

 

Στη βάση παρατεθείσας νομολογιακής καθοδήγησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι συνέδραμαν όλοι οι παράγοντες και  κριτήρια που έπρεπε να ικανοποιηθούν.

 

Απέρριψε ταυτόχρονα την επιχειρηματολογία του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι δεν συνέτρεχαν οι παράγοντες της σύνδεσης του εφεσείοντος και του επηρεασμού μαρτύρων και το ότι δεν συνέτρεχε η τελευταία προϋπόθεση  όσον αφορούσε και την εφεσείουσα.

 

H έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους και επιχειρηματολογία:     

 

Λόγος έφεσης αναφορικά με την εισήγηση ότι δεν υπήρχε σύνδεση του εφεσείοντος με τα υπό διερεύνηση αδικήματα:

 

α)  Δεν προέκυπτε με μόνη την ιδιότητα του ως προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της Aristo Developers Ltd. και συνεπώς δεν  υπήρχε νόμιμο έδαφος για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης. 

 

β)  Περαιτέρω, δεν υπήρχε μαρτυρία για το είδος της εταιρείας, ιδιωτικής ή δημόσιας, ενώ ο εφεσείων δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να υπογράφει οποιαδήποτε αίτηση για πολεοδομικές άδειες.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η νομολογία έχει κατά επανάληψη αναδείξει ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για απόδειξη οποιουδήποτε στοιχείου ή να αναμένεται αξιολόγηση μαρτυρικού υλικού σε βάθος ως να ήταν η κανονική δίκη.

 

2.  Οι υπόνοιες πρέπει βεβαίως να διασυνδέουν ευλόγως τον ύποπτο με τα αδικήματα, το δε εύλογο της υπόνοιας, όπως καθορίζει η νο[*669]μολογία, είναι το κριτήριο για την έκδοση του διατάγματος.

 

3.  Ο μάρτυρας λοχίας ανέφερε στη μαρτυρία του ότι υπήρχε ανακριτικό έργο να τελεστεί, παραλήφθηκαν φάκελοι της εταιρείας από το Κτηματολόγιο προς μελέτη και  που  αναφέρεται στη μαρτυρία του ότι επρόκειτο για 179 φακέλους που αφορούσαν τις διαδικασίες διαχωρισμού οικοπέδων που έδειχναν γνώση της εταιρείας των νόμιμων διαδικασιών.

 

4.  Οι όποιες παράνομες πράξεις που διαπιστώθηκαν εντός των φακέλων, λογικό ήταν να έχουν αναφορά στην ίδια την εταιρεία και κατ’ επέκταση στο διοικητικό συμβούλιο, τον διευθύνοντα σύμβουλο και τη γραμματέα αυτής, ως τα πρόσωπα που θα είχαν ωφέλεια από τις όποιες παρανομίες που επέκτειναν την οικοπεδοποιήσιμη περιοχή.

 

5.  Άρα το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας ήταν ορθό.

 

6.  Όσον αφορούσε στο ανακριτικό έργο, η νομολογία και πάλι έχει υποδείξει ότι το τέταρτο κριτήριο αφορά γενικά στην ανάγκη της κράτησης για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων στο πλαίσιο της οποίας ως επί μέρους στοιχείο έχει σημασία ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων ή η επέμβαση σε τεκμήρια.

 

7.  Δεν εξαντλείται όμως το θέμα σ’ αυτά. Καλύπτει και την εξέταση διαφόρων άλλων στοιχείων όπως το άνοιγμα λογαριασμών εφόσον ένα από τα αδικήματα τα οποία διερευνούνταν ήταν η νομιμοποίηση εσόδων ώστε οι μάρτυρες που ενδεχομένως να επηρεαστούν να προέρχονται είτε από την ίδια την εταιρεία και το προσωπικό της είτε από τους τραπεζικούς λογαριασμούς ή τους εμπλεκόμενους φορείς ή λειτουργούς τραπεζικού ιδρύματος.

 

8.  Ο δε εφεσείων είχε διατελέσει μέχρι πρόσφατα πρόεδρος διοικητικού συμβουλίου μεγάλου τραπεζικού οργανισμού που καθορίσθηκε στη συνέχεια να είναι η Τράπεζα Κύπρου και, επομένως, ενδεχομένως να δημιουργήθηκαν σχέσεις και διασυνδέσεις που θα επέτρεπαν παρέμβαση του εφεσείοντος σε τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας και ενδεχομένως άλλων προσώπων έστω και αν αυτοί οι λογαριασμοί είναι σε ηλεκτρονική μορφή.

 

9.  Εύλογη λοιπόν ήταν και η σχετική πρόσθετη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

[*670]10.    Όπως ορθά υπέδειξε το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να θεμελιωθεί η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων με οποιαδήποτε ουσιαστική μαρτυρία ότι έγινε δηλαδή όντως προσπάθεια επηρεασμού μαρτύρων στην πράξη.

 

Λόγος έφεσης αναφορικά με το ζήτημα της δημοσιότητας που έλαβαν τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ουδόλως τα όποια δημοσιεύματα βλέπουν το φως της δημοσιότητας αφορούν ή επηρεάζουν τη δικαστική κρίση, η οποία παραμένει αντικειμενική, μακριά και υπεράνω της δημοσιότητας που δίνεται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Έχουν γίνει κατ’ επανάληψη υποδείξεις και μάλιστα έντονες στο θέμα αυτό.

 

2.  Οτιδήποτε άλλο αναφέρεται στον τύπο είναι εντελώς αχρείαστο και σίγουρα δεν περιποιεί τιμή στο όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.

 

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 334,

 

Stamataris v. Police (1983) 2 C.L.R. 107,

 

Σιμιλλίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 160,

 

Τσαγγαρίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 396,

 

Mahapini v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 330,

 

Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1764.

 

Εφέσεις εναντίον Διαταγής Κράτησης.

 

Εφέσεις από τους υπόπτους εναντίον της απόφασης του             Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Βλάμης, Ε.Δ.), (Αίτηση Προφυλάκισης), ημερομηνίας 20/9/14.

 

Γ. Παπαϊωάννου με Κ. Δαμιανό, για τους Εφεσείοντες.

[*671]Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

 

Ex tempore

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου  θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ενώπιον του Εφετείου έχουν αχθεί δύο εφέσεις που αφορούν το διάταγμα προσωποκράτησης των δύο εφεσειόντων, του Θεόδωρο Αριστοδήμου και της Σωτηρούλας Αριστοδήμου, στη βάση καταγγελίας που είχε γίνει αρχικά την 1.7.2014 στην αστυνομία από τον Δημοτικό Γραμματέα του Δήμου Πάφου αναφορικά με εκδοθείσα πολεοδομική άδεια για διαχωρισμό διαφόρων τεμαχίων της εταιρείας Aristo Developers Ltd, στην οποία ο εφεσείων είναι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος και η εφεσείουσα διοικητική σύμβουλος και γραμματέας.

 

Η αστυνομία στη βάση των στοχείων που συνέλεξε μετά την καταγγελία αιτήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο διατάγματα προσωποκράτησης τεσσάρων ατόμων μεταξύ των οποίων και των δύο εφεσειόντων προς διερεύνηση του ενδεχόμενου διάπραξης αριθμού αδικημάτων που σχετίζονται με συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, συνωμοσία για καταδολίευση, κατάχρηση εξουσίας, εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις, έκδοση ψευδών πιστοποιητικών από δημόσιο λειτουργό, δόλο και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό και απόσπαση περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις. Είχε προηγηθεί η έκδοση ενταλμάτων σύλληψης και η υπόθεση οδηγήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για σκοπούς έκδοσης  διατάγματος προσωποκράτησης. Κατά τη νενομισμένη διαδικασία έδωσε μαρτυρία ο λοχίας 2990 Ζ. Γεωργίου και μετά την αντεξέταση του το Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού άκουσε και τις σχετικές αγορεύσεις του συνηγόρου τους, εξέδωσε διάταγμα 8ήμερης κράτησης εναντίον και των δύο εφεσειόντων για τους λόγους που καταγράφονται διεξοδικά στο σκεπτικό του. Αυτή την απόφαση έχουν εφεσιβάλει και οι δύο εφεσείοντες ως λανθασμένη για τους λόγους που ακολουθούν.

 

Το Εφετείο, όπως έχει αναφερθεί και στην απόφαση Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 334, καθηκόντως όρισε τις εφέσεις το συντομότερο δυνατό για ακρόαση και προτού εκπνεύσει το διάταγμα προσωποκράτησης έχοντας υπόψη ότι και τα [*672]πρακτικά, εφόσον υπήρχε στενοτυπίστρια στη διαδικασία ήσαν έτοιμα, τέθηκαν δε ενώπιον του Εφετείου χθες ώστε να συμπληρωθεί ο δικαστικός φάκελος.

 

Το όλο ιστορικό της υπόθεσης αναφέρεται με λεπτομέρεια στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Μεταφέρονται εδώ τα απαραίτητα δεδομένα που συνθέτουν το υπόβαθρο της αίτησης προσωποκράτησης:

 

«Μέσα από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου προκύπτει ότι την 01.07.14 έγινε καταγγελία στην Αστυνομία από το Δημοτικό Γραμματέα του Δήμου Πάφου ότι ενώ κατά το έτος 2010 εκδόθηκε Πολεοδομική Άδεια για διαχωρισμό διαφόρων τεμαχίων της εταιρείας ARISTO DEVELOPERS LTD (στο εξής καλείται η ‘εταιρεία’) κατόπιν σχετικής αίτησης της η οποία εγκρίθηκε για το διαχωρισμό 177 οικοπέδων στην περιοχή Σκαλί, ενορία Αγίου Θεοδώρου στην Πάφο σε μεταγενέστερο στάδιο της έκδοσης της εν λόγω άδειας φέρεται να προστέθηκαν παράτυπα, αντικανονικά και παράνομα σε φακέλους της πολεοδομικής άδειας διαχωρισμού  νέα σχέδια και να ακυρώθηκαν τα εγκεκριμένα.

 

……………………………………………………………………

 

Επιπλέον, μαρτυρία που η αστυνομία εξασφάλισε ………………... και δεν αμφισβητήθηκε υποδεικνύει ότι το μετέπειτα σχέδιο κλίμακας 1:2000 που τοποθετήθηκε στο φάκελο της πολεοδομικής άδειας χωρίς να ακολουθηθεί η δέουσα και προβλεπόμενη διαδικασία, ………………….. περιέχει διόρθωση στη διαφορά μέτρησης μεταξύ του αρχικού σχεδίου και των όρων της αίτησης κατά τέτοιο τρόπο έτσι ώστε η αιτήτρια εταιρεία να επωφεληθεί 3 τ.μ. ανά 10 μέτρια μήκος οδικού διχτύου, όφελος της εταιρείας με εύλογα πιθανό διαχειριστή τον δεύτερο ύποπτο ως εκ της θέσεως του και παράλληλα εις βάρος του δημοσίου.»

 

Η ουσία λοιπόν αφορούσε το διαχωρισμό 177 οικοπέδων στην περιοχή Σκαλί στην ενορία Αγίου Θεοδώρου στην Πάφου με αρχικά νόμιμες διαδικασίες και μετέπειτα, όπως παρουσιάζεται η μαρτυρία, να είχαν προστεθεί παράτυπα, αντικανονικά και παράνομα στους φακέλους της πολεοδομικής άδειας νέα σχέδια ώστε το όλο εμβαδόν που επηρεαζόταν από την άδεια να είχε επεκταθεί με ανάλογες βεβαίως συνέπειες. Η εφεσείουσα ήταν το πρόσωπο που υπέβαλε και υπέγραψε την αρχική αίτηση και σχέδια εκ μέρους της εταιρείας.

[*673]Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία που δόθηκε από τον λοχία Γεωργίου στη βάση και των όσων ο ίδιος ανέφερε ή δέχθηκε μέσα από την αντεξέταση, εξετάζοντας τη συνδρομή των παραγόντων που η νομολογία έχει καθορίσει αναφορικά με έκδοση διαταγμάτων αυτής της φύσεως. Έγινε αναφορά πρωτοδίκως σε αριθμό αυθεντιών όπως είναι η Stamataris v. Police (1983) 2 C.L.R. 107, Σιμιλλίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 160, Τσαγγαρίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 396 κ.ά. στις οποίες μπορεί να προστεθεί πέραν της Στυλιανού στην οποία έγινε προηγουμένως αναφορά και η απόφαση Mahapini v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 330. Στην τελευταία αυτή υπόθεση επιβεβαιώθηκαν οι αρχές για την έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης που είναι οι εξής: Πρώτο, να υπάρχει μαρτυρία που να αποκαλύπτει ότι διαπράχθηκε αδίκημα, δεύτερο, η μαρτυρία πρέπει να δημιουργεί εύλογη υπόνοια  ότι ο ύποπτος εμπλέκεται στο αδίκημα, τρίτο, οι αστυνομικές ανακρίσεις θα πρέπει να βρίσκονται σε εξέλιξη και, τέταρτο, η κράτηση πρέπει να είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων. 

 

Στη βάση της πιο πάνω νομολογιακής καθοδήγησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι συνέδραμαν όλοι οι παράγοντες και  κριτήρια που έπρεπε να ικανοποιηθούν. Απέρριψε ταυτόχρονα την επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι δεν συνέτρεχαν οι παράγοντες της σύνδεσης του εφεσείοντος Θεόδωρου Αριστοδήμου και του επηρεασμού μαρτύρων και το ότι δεν συνέτρεχε η τελευταία προϋπόθεση του επηρεασμού μαρτύρων όσον αφορά την εφεσείουσα. Αυτή η απόφαση είναι που βάλλεται με τις εφέσεις που έχουν καταχωρηθεί για τους λόγους που καταγράφονται στα εφετήρια, όπως αναπτύχθηκαν περαιτέρω από τον ευπαίδευτο συνήγορο και αντικρούσθηκαν από τον ευπαίδευτο κατήγορο, εκπρόσωπο της Γενικής Εισαγγελίας.

 

Η βασική θέση του κ. Παπαϊωάννου είναι ότι δεν υπάρχει σύνδεση του εφεσείοντος Αριστοδήμου με τα υπό διερεύνηση αδικήματα με μόνη την ιδιότητα του ως προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της Aristo Developers Ltd. Δεν υπήρχε συνεπώς νόμιμο έδαφος για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης. Περαιτέρω, δεν υπήρχε μαρτυρία για το είδος της εταιρείας, ιδιωτικής ή δημόσιας, ενώ ο εφεσείων δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να υπογράφει οποιαδήποτε αίτηση για πολεοδομικές άδειες.

 

Πρέπει να λεχθεί και να τονισθεί στο σημείο αυτό, όπως υπέδειξε και ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας, ότι η νομολογία επί του θέματος είναι πολύ σαφής. Αφορά την υπόνοια και μόνο σε [*674]αυτό το στάδιο της σύνδεσης του υπόπτου με τα υπό εξέταση αδικήματα με δεδομένο ότι είναι αποδεκτό ότι τα αδικήματα φαίνεται να έχουν διαπραχθεί. Η νομολογία έχει κατά επανάληψη αναδείξει ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για απόδειξη οποιουδήποτε στοιχείου ή να αναμένεται αξιολόγηση μαρτυρικού υλικού σε βάθος ως να ήταν η κανονική δίκη. Περί απλών υπονοιών ο λόγος όπως υποδείχθηκε στη Σιμιλλίδης ν. Αστυνομίας – πιο πάνω –. Οι υπόνοιες πρέπει βεβαίως να διασυνδέουν ευλόγως τον ύποπτο με τα αδικήματα, το δε εύλογο της υπόνοιας, όπως καθορίζει η νομολογία, είναι το κριτήριο για την έκδοση του διατάγματος.

 

Ο λοχίας Γεωργίου ανέφερε στη μαρτυρία του ότι υπήρχε ανακριτικό έργο να τελεστεί, παραλήφθηκαν φάκελοι της εταιρείας από το Κτηματολόγιο προς μελέτη και  που αναφέρεται στη μαρτυρία του λοχία Γεωργίου στη σελ. 42 των πρακτικών ότι πρόκειται για 179 φακέλους που αφορούσαν τις διαδικασίες διαχωρισμού οικοπέδων που έδειχναν γνώση της εταιρείας των νόμιμων διαδικασιών. Οι όποιες παράνομες πράξεις που διαπιστώθηκαν εντός των φακέλων, λογικό είναι να έχουν αναφορά στην ίδια την εταιρεία και κατ’ επέκταση στο διοικητικό συμβούλιο, τον διευθύνοντα σύμβουλο και τη γραμματέα αυτής, ως τα πρόσωπα που θα είχαν ωφέλεια από τις όποιες παρανομίες που επέκτειναν την οικοπεδοποιήσιμη περιοχή. Άρα το συμπέρασμα του Δικαστηρίου στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας ότι η διασύνδεση αυτή οδηγούσε σε εύλογη υπόνοια δεν μπορεί να είναι επιλήψιμο και επικροτείται. 

 

Όσον αφορά το ανακριτικό έργο, η νομολογία και πάλι έχει υποδείξει ότι το τέταρτο κριτήριο αφορά γενικά την ανάγκη της κράτησης για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων στο πλαίσιο της οποίας ως επί μέρους στοιχείο έχει σημασία ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων ή η επέμβαση σε τεκμήρια. Δεν εξαντλείται όμως το θέμα σ’ αυτά. Καλύπτει και την εξέταση διαφόρων άλλων στοιχείων όπως το άνοιγμα λογαριασμών εφόσον ένα από τα αδικήματα τα οποία διερευνώνται εδώ είναι η νομιμοποίηση εσόδων ώστε οι μάρτυρες που ενδεχομένως να επηρεαστούν να προέρχονται είτε από την ίδια την εταιρεία και το προσωπικό της είτε από τους τραπεζικούς λογαριασμούς ή τους εμπλεκόμενους φορείς ή λειτουργούς τραπεζικού ιδρύματος. Υπήρχε στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης και το εξής στοιχείο που ανέδειξε η μαρτυρία και μνημονεύθηκε στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πέραν της ιδιότητας του εφεσείοντος ως προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνοντος συμβούλου. Ο εφεσείων διετέλεσε μέχρι πρόσφατα πρόεδρος διοικητικού συμβουλίου μεγάλου τραπεζικού οργανισμού που καθορίσθηκε στη συνέχεια να είναι η Τράπεζα Κύπρου και, επο[*675]μένως, ενδεχομένως να δημιουργήθηκαν σχέσεις και διασυνδέσεις που θα επέτρεπαν παρέμβαση του εφεσείοντος σε τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας και ενδεχομένως άλλων προσώπων έστω και αν αυτοί οι λογαριασμοί είναι σε ηλεκτρονική μορφή. Εύλογη λοιπόν ήταν και η πρόσθετη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι λόγω των σχέσεων του, πιθανόν να υπήρχε επέμβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας και των εφεσειόντων, όπως αντιστοίχως εύλογη ήταν και η θέση του, για τον επηρεασμό, ενδεχομένως, υπαλλήλων της εταιρείας.

 

Επομένως και εδώ η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το κριτήριο αυτό είναι επίσης εύλογη και δεν μπορεί να ανατραπεί κατ’ έφεση. Όπως ορθά υπέδειξε το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να θεμελιωθεί η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων με οποιαδήποτε ουσιαστική μαρτυρία ότι έγινε δηλαδή όντως προσπάθεια επηρεασμού μαρτύρων στην πράξη.

 

Το επόμενο θέμα το οποίο έθιξε ο κ. Παπαϊωάννου είναι το ζήτημα της δημοσιότητας. Το Εφετείο δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει με αυτό το ζήτημα διότι όντως ο τρόπος και η όποια δημοσιότητα δίδεται από τις εφημερίδες ή γενικά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε σχέση με ποινικές υποθέσεις ή υπό διερεύνηση ενδεχόμενων αξιόποινων πράξεων αφορούν αποκλειστικά και μόνο τις ίδιες τις εφημερίδες και την αναμενόμενη από αυτές τήρηση των κανόνων δεοντολογίας στο πλαίσιο μιας νόμιμης και υπεύθυνης δημοσιογραφίας. Ουδόλως όμως τα όποια δημοσιεύματα βλέπουν το φως της δημοσιότητας αφορούν ή επηρεάζουν τη δικαστική κρίση, η οποία παραμένει αντικειμενική, μακριά και υπεράνω της δημοσιότητας που δίνεται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Έχουν γίνει κατ’ επανάληψη υποδείξεις και μάλιστα έντονες στο θέμα αυτό. Παραπομπή στο όλο θέμα μπορεί να γίνει στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1764, όπου έγινε αναφορά και στην προηγούμενη νομολογία.

 

Η ιδιαίτερη εισήγηση του κ. Παπαϊωάννου είναι ότι από πολύ ενωρίς είδαν το φως της δημοσιότητας δημοσιεύματα ότι επίκεινται έρευνες και συλλήψεις με ιδιαίτερη στόχευση τον εφεσείοντα και άρα είτε ο ίδιος είτε η εφεσείουσα σύζυγος του, θα μπορούσαν να επηρέαζαν μάρτυρες ή να επενέβαιναν σε φακέλους ή οτιδήποτε άλλο ήταν λογικό να προσπαθήσουν να πράξουν από τότε. Επομένως δεν αναμενόταν να υπάρχει επηρεασμός μαρτύρων μετά το ένταλμα σύλληψης εναντίον τους. Θα πρέπει όμως να λεχθεί ότι ο λοχίας 2990 Γεωργίου στη σελ. 39 [*676]των πρακτικών, αναφέρθηκε στο θέμα αυτό, αντεξεταζόμενος, ότι η αστυνομία διερεύνησε την υπόθεση με τη δέουσα σοβαρότητα, και, υπευθυνότητα, όπως αναμένεται βεβαίως, μετά την καταγγελία που έγινε από τον Δημοτικό Γραμματέα του Δήμου Πάφου. Ενήργησε στην πράξη αφού διέρρευσε ένα ικανό και λογικό χρονικό διάστημα κατά το οποίο περισυνέλεξε τη μαρτυρία εκείνη που η ίδια θεώρησε αναγκαία ώστε να παρουσιάσει στο Δικαστήριο τις εύλογες υπόνοιες που είχε για την ανάμειξη των εφεσειόντων στα υπό διερεύνηση αδικήματα. Δεν ήταν με αυθορμητισμό και σπουδή που ενήργησε η αστυνομία μετά την καταγγελία απλώς και μόνο για να συλληφθούν οι εφεσείοντες και οι άλλοι ύποπτοι.

 

Παρουσιάστηκε συγκεκριμένο πλαίσιο γεγονότων με μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία μαρτυρία έτυχε της δέουσας εξέτασης από το Δικαστήριο προτού εκδώσει την υπό έφεση απόφαση. Το Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα στην ορθή του διάσταση. Μετά την αποσαφήνιση των δεδομένων και την παρουσίαση επίσημα πλέον της υπόθεσης στο Δικαστήριο, με ευθεία υπόνοια για ανάμειξη των εφεσειόντων, υπήρχε κάθε κίνητρο για επηρεασμό του ανακριτικού έργου, το οποίο σχετιζόταν με τη συλλογή και περαιτέρω εγγράφων που θα εξετάζονταν από αρμόδια πρόσωπα με τεχνικές γνώσεις. Ο κ. Παπαϊωάννου δεν είχε στοιχεία να δώσει ότι ήταν συγκεκριμένα η αστυνομία ή η Νομική Υπηρεσία που ευθύνονταν για τη διαρροή και τη δημοσίευση στον τύπο των όποιων πληροφοριών. Αναμφίβολα τέτοιες ενέργειες είναι επιλήψιμες και θα πρέπει να αποφεύγονται πάση θυσία. Οι ανακρίσεις θα πρέπει να διεξάγονται με πάσα μυστικότητα και σοβαρότητα. Μόνο η μαρτυρία η οποία παρουσιάζεται στο Δικαστήριο έχει εν τέλει σημασία και η μόνη αυθεντική πηγή γεγονότων και μαρτυρίας είναι αυτή που προέρχεται ενόρκως και κατατίθεται ενώπιον Δικαστηρίου από τους αστυνομικούς μάρτυρες όταν ζητείται διάταγμα προσωποκράτησης και τα όσα βεβαίως το Δικαστήριο καταγράφει στη δική του απόφαση. Οτιδήποτε άλλο αναφέρεται στον τύπο είναι εντελώς αχρείαστο και σίγουρα δεν περιποιεί τιμή στο όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.

 

Δεν υπάρχει έδαφος για ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο