Λίγγης Παναγιώτης και Άλλη ν. Διευθυντή Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας (2014) 2 ΑΑΔ 677

ECLI:CY:AD:2014:B723

(2014) 2 ΑΑΔ 677

[*677]30 Σεπτεμβρίου, 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 48/2011)

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΙΓΓΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 49/2011)

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΛΙΓΓΗΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητου.

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 48/2011 και 49/2011)

 

 

Ασφάλεια και Υγεία στην Εργασία ― Παράλειψη εργοδότη να διευθύνει την επιχείρησή του με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλιζόταν, καθ’ όσον ήταν ευλόγως εφικτό, ότι πρόσωπα που δεν εργοδοτούνταν από αυτόν, αλλά που μπορούσε να επηρεαστούν από τις δραστηριότητες της επιχείρησής του, δε θα εκτίθεντο σε κίνδυνο ― Άρθρο 13(5) περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμο του 1996, (Ν. 89(Ι)/1996), όπως έχει τροποποιηθεί ― Θανάσιμος τραυματισμός οδηγού φορτηγού μη εργοδοτουμένου της εφεσείουσας εταιρείας ― Κατά πόσο η συγκεκριμένη εργασία εκ της οποίας έχει προκληθεί ο κίνδυνος έχει διεξαχθεί από τον εργοδότη ως μέρος της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του ― Αποτελεί το κριτήριο για τη διαπίστωση της ευθύνης του συγκεκριμένου εργοδότη για [*678]διασφάλιση των απαιτήσεων του Άρθρου 13(5).

 

Ποινική Δικονομία ― Σύνταξη κατηγορητηρίων ― Άρθρο 39 (ι) του Κεφ. 155 ― Η σχετική πρόνοια έρχεται συχνά ως αρωγός, για τη διάσωση μιας, κατά τα άλλα, δίκαιης δίκης, εφόσον διαπιστωθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει παραπλανηθεί από λάθος που διαπιστώνεται ότι υπάρχει σε κατηγορητήριο.

 

Με τις εφέσεις οι εφεσείοντες, κατηγορούμενοι 3 και 4 στην πρωτόδικη ποινική διαδικασία, προσέβαλαν ως εσφαλμένη την καταδίκη τους σε αδικήματα αναφορικά με την ασφάλεια και υγεία στην εργασία. 

 

Τα επίδικα γεγονότα αφορούσαν σε εργατικό ατύχημα το οποίο επεσυνέβη στις 6.6.2007, και είχε ως αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του Χαράλαμπου Χαραλάμπους.

 

Στο κατηγορητήριο που καταχωρήθηκε ενώπιον του αρμοδίου Επαρχιακού Δικαστηρίου, περιλαμβάνονταν, πέραν των εφεσειόντων, δύο άλλοι κατηγορούμενοι. Η πρώτη κατηγορουμένη ήταν εταιρεία και ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν ο διευθυντής της, όπως, ακριβώς, και η περίπτωση των εφεσειόντων, οι οποίοι αντιμετώπισαν, αντίστοιχα, τις κατηγορίες 1 και 2 επί του κατηγορητηρίου.

 

Σύμφωνα με τη γενική περιγραφή στην έκθεση αδικήματος, οι σχετικές κατηγορίες αφορούσαν παράλειψη εργοδότη να διευθύνει την επιχείρησή του με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλιζόταν, καθ’ όσον ήταν ευλόγως εφικτό, ότι πρόσωπα που δεν εργοδοτούνταν από αυτόν, αλλά που μπορούσε να επηρεαστούν από τις δραστηριότητες της επιχείρησής του, δε θα εκτίθεντο σε κίνδυνο, κατά παράβαση του Άρθρου 13(5) περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμο του 1996, (Ν. 89(Ι)/1996), όπως έχει τροποποιηθεί. 

 

Κατά την ακρόαση, η οποία διεξήχθη, προσφέρθηκε μαρτυρία μόνο από την πλευρά της κατηγορούσας αρχής, οι δε μάρτυρές της δεν υποβλήθηκαν όλοι και εκ μέρους όλων των κατηγορουμένων σε αντεξέταση.

 

Όπως διαπιστώθηκε από τα εν λόγω γεγονότα, η εφεσείουσα, η οποία διατηρεί φάρμα πουλερικών, ασχολείται, συγχρόνως, με την εμπορία αυγών. Στις 6.6.2007, αυτή παρέλαβε μια μεγάλη ποσότητα των εν λόγω αγαθών, τα οποία παραδόθηκαν στα υποστατικά της στην Ξυλοτύμπου, με φορτηγό ψυγείο, που οδηγείτο από τον προαναφερθέντα Χαράλαμπο Χαραλάμπους.

[*679]Το πρόσωπο αυτό ήταν εργοδοτούμενος μιας τρίτης εταιρείας, η οποία δεν έχει οποιαδήποτε άλλη σχέση με την παρούσα υπόθεση. 

 

Τα αυγά ήταν στοιβαγμένα πάνω σε παλέτες, τοποθετημένες στο εσωτερικό μέρος του ψυγείου. Η εκφόρτωσή τους διενεργήθηκε με τη χρήση ανυψωτικού περονοφόρου μηχανήματος, το οποίο χειριζόταν εργοδοτούμενος της κατηγορουμένης 1 εταιρείας. 

 

Για να ήταν, όμως, αυτή κατορθωτή, εκφορτώθηκαν προηγουμένως, προσωρινά, τέσσερις παλέτες με εμπορεύματα, τα οποία δεν ανήκαν στην εφεσείουσα.

 

Όταν ολοκληρώθηκε η εργασία της εκφόρτωσης των αυγών, στην παρουσία, για όσο χρόνο αυτή διάρκεσε, του εφεσείοντος, διευθυντή της εφεσείουσας, άρχισε η επανατοποθέτηση πίσω στο ψυγείο των προαναφερθέντων τεσσάρων παλετών.

 

Όπως διαπιστώθηκε, μέσω του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης, το οποίο, σε κάποια στιγμή, και αφού είχαν τοποθετηθεί οι τρεις από τις τέσσερις παλέτες πίσω στο ψυγείο, ο οδηγός του φορτηγού κατέβηκε από το φορτηγό και μιλούσε στο κινητό του.  Κατά το χρόνο εκείνο, ο οδηγός του περονοφόρου οχήματος, επιχειρούσε κάποιο ελιγμό με την όπισθεν ταχύτητα, προκειμένου να τοποθετούσε και την τέταρτη παλέτα μέσα στο ψυγείο. Καθ’ ον χρόνο συνέβαινε αυτό, πρόσεξε τον οδηγό του φορτηγού, τον οποίο δεν είχε αντιληφθεί προηγουμένως να κατεβαίνει από αυτό, να βρίσκεται πεσμένος στο έδαφος, προφανώς, μετά από κτύπημα, το οποίο δέχτηκε από το μηχάνημα που ο ίδιος οδηγούσε, κατά τον εν λόγω ελιγμό.

 

Ο οδηγός του περονοφόρου οχήματος, ήταν εργοδοτούμενος της πρώην κατηγορουμένης 1 εταιρείας. Ο ίδιος δεν διώχθηκε για το εν λόγω ατύχημα, διώχθηκαν, όμως, η εταιρεία που τον εργοδοτούσε και ο διευθυντής της, κατηγορούμενοι 1 και 2, αντίστοιχα.

 

Κρίθηκε πρωτοδίκως πως, με δεδομένο ότι η εφεσείουσα ασχολείτο με την εμπορία αυγών, η εργασία για την παραλαβή τους στις εγκαταστάσεις της στην Ξυλοτύμπου, διά της εκφόρτωσής τους από το εμπορικό ψυγείο του μεταφορέα, έστω και αν αυτή είχε διεξαχθεί από κάποιον ανεξάρτητο εργολάβο, αποτελούσε, ουσιαστικά, αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω δραστηριότητάς της. 

 

Περαιτέρω, θεωρήθηκε, επίσης, πως δε θα μπορούσε να διαχωριστεί από αυτήν και να ιδωθεί ως ξεχωριστή δραστηριότητα το μέρος [*680]της εργασίας που αφορούσε στην επανατοποθέτηση μέσα στο ψυγείο των τεσσάρων παλετών με εμπορεύματα που δεν προορίζονταν για την εφεσείουσα και που είχαν προηγουμένως εκφορτωθεί, ώστε να καθίστατο δυνατή η εκφόρτωση των δικών της εμπορευμάτων.

 

Οι εφεσείοντες προέβαλαν με την έφεση τους κάτωθι λόγους και επιχειρηματολογία:

 

α)  Η εργασία εκφόρτωσης και φόρτωσης των παλετών από το/στο φορτηγό ψυγείο διεξαγόταν υπό την ευθύνη της πρώην κατηγορουμένης 1 εταιρείας, στην οποία η εφεσείουσα είχε αναθέσει, ως ανεξάρτητης εργολάβου, την προαναφερθείσα εργασία και η οποία είχε στην κατοχή και υπό τον έλεγχό της το εν λόγω περονοφόρο μηχάνημα.

 

β)  Η εφεσείουσα, από την πλευρά της, έπραξε ό,τι ήταν ευλόγως εφικτό να πράξει, ώστε να μην εκτίθετο οποιοδήποτε πρόσωπο σε κίνδυνο κατά τη διεξαγωγή της εν λόγω εργασίας. Επομένως, την ευθύνη για τη διεξαγωγή της με ασφάλεια είχε, πλέον, η πρώην κατηγορουμένη 1. 

 

γ)  Υπήρχε θέμα ελαττωματικότητας του κατηγορητηρίου και, ειδικά, σε σχέση με τις κατηγορίες 4 και 5, τις οποίες αυτοί αντιμετώπισαν πρωτοδίκως. Συγκεκριμένα, άλλο αδίκημα αναφερόταν στην έκθεση αδικήματος της κάθε κατηγορίας και άλλο στις λεπτομέρειες αδικήματος. 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το ερώτημα το οποίο τίθετο, πρωτίστως, προς απάντηση ήταν κατά πόσο, στην προκειμένη περίπτωση, η εκφόρτωση και η φόρτωση από το/στο φορτηγό ψυγείο των παλετών αποτελούσε ή όχι εργασία η οποία ενέπιπτε στις δραστηριότητες της εφεσείουσας.

 

2.  Το ίδιο ερώτημα, ανωτέρω, τέθηκε και πρωτοδίκως, η δε απάντηση, η οποία δόθηκε σ’ αυτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν καταφατική.

 

3.  Η πιο πάνω κρίση ήταν απόλυτη ορθή αφού αυτή υπαγορεύεται από τη λογική των πραγμάτων.

 

4.  Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της εφεσείουσας, η εργασία παραλαβής στα υποστατικά της εμπορευμάτων, τα οποία αυτή είχε προμηθευτεί στα πλαίσια της προαναφερθείσας επιχειρηματικής δρα[*681]στηριότητάς της, σαφώς, αποτελούσε μέρος της διεξαγωγής της δραστηριότητας αυτής.

 

5.  Η διασύνδεση των δύο, από απόψεως χρόνου αλλά και χώρου, είναι τέτοια, που δε χωρεί περί τούτου οποιαδήποτε αμφιβολία.  Και είτε η συγκεκριμένη εργασία διεξαγόταν με ίδια μέσα, ήτοι με μηχανήματα και προσωπικό της εφεσείουσας, είτε με εκμισθωμένα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η διαπίστωση, ανωτέρω, δε θα άλλαζε ποσώς.

 

6.  Όσο δε για το αν ο εφεσείων, κατά την παρουσία του στο χώρο που διεξαγόταν η εκφόρτωση, έδινε ή όχι οδηγίες στον οδηγό του περονοφόρου οχήματος, αυτό δεν είχε ιδιαίτερη σημασία.

 

7.  Βέβαια, η παρουσία του στη σκηνή, όπως και το αν θα μπορούσε, με βεβαιότητα, να λεχθεί ότι αυτός, όντως, έδινε οδηγίες στο προαναφερθέν πρόσωπο, θα αποτελούσε ενισχυτικό στοιχείο ότι η συγκεκριμένη εργασία ήταν μέρος της δραστηριότητας της εφεσείουσας. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, δεν εξέλιπαν τα στοιχεία που αποδείκνυαν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, την απαίτηση αυτή του Άρθρου 13(5).

 

8.  Στην παρούσα υπόθεση, η διαπίστωση, πρωτοδίκως, ότι η συγκεκριμένη εργασία εκφόρτωσης και φόρτωσης εμπορευμάτων στα υποστατικά της εφεσείουσας αποτελούσε μέρος της διεξαγωγής από αυτήν, ως εργοδότη, της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της, μετέθεσε το βάρος απόδειξης πάνω της.

 

9.  Για να το απέσειε, θα έπρεπε αυτή να είχε προσκομίσει μαρτυρία, με βάση την οποία να μπορούσε να διαπιστωθεί ότι η ίδια είχε πράξει ό,τι ήταν ευλόγως εφικτό, ώστε να μην εκτίθεντο σε κίνδυνο μη εργοδοτούμενά της πρόσωπα· με το βάρος απόδειξης τούτου να μπορεί να αποσειστεί στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όπως έχει προαναφερθεί.

 

10. Η εφεσείουσα διεξήγαγε την πιο πάνω επιχειρηματική δραστηριότητά της μέσω του διευθυντή της. Αυτός είναι ο εφεσείων, και δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τούτο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, ο οποίος ενεργούσε στα πλαίσια αυτά ως ο ιθύνων νους της εφεσείουσας εταιρείας.

 

11. Στην περίπτωση, όμως, όπως συνέβηκε εδώ, που η εν λόγω εργασία ανατέθηκε στην πρώην κατηγορουμένη 1, ως ανεξάρτητη εργολάβο, ο εφεσείων θα έπρεπε να είχε μεριμνήσει για τη συμπερί[*682]ληψη στη σχετική συμφωνία συγκεκριμένων όρων ως προς την πτυχή αυτή, που θα διασφάλιζαν το ίδιο αποτέλεσμα, στα πλαίσια της εν λόγω ανάθεσης.

 

12. Όπως διαπιστώθηκε, ήδη, δεν υπάρχει μαρτυρία για κάτι τέτοιο και η γενική εντύπωση, η οποία συνάγεται από την προηγηθείσα συζήτηση, είναι ότι οι εφεσείοντες αρκέστηκαν στη θέση ότι είχαν αναθέσει την εργασία στην πρώην κατηγορουμένη 1 εταιρεία.

 

13. Η παράλειψη, ανωτέρω, του εφεσείοντος τον καθιστά υπεύθυνο, δυνάμει του Άρθρου 53(6), αφού, εκ των πραγμάτων, πλέον, η μη εκπλήρωση από την εφεσείουσα της δικής της υποχρέωσης, με βάση το Άρθρο 13(5), οφείλεται στη δική του αμέλεια.

 

14. Όπως, ακριβώς, τίθεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της κατηγορίας 5, την οποία ο εφεσείων αντιμετώπισε, αυτός «διευκόλυνε από αμέλεια του το θανάσιμο τραυματισμό του Χαράλαμπου Χαραλάμπους», ο οποίος, όπως, ήδη, διαπιστώθηκε, συνέβηκε στα πλαίσια της διεξαγωγής από την εφεσείουσα των δραστηριοτήτων της.

 

15. Αναφορικά με το λόγο έφεσης αναφορικά με ισχυριζόμενη πολλαπλότητα κατηγορητηρίου δε διαπιστωνόταν πολλαπλότητα, αφού, στις λεπτομέρειες αδικήματος, δεν παρατίθεντο ισχυρισμοί, οι οποίοι να συνιστούσαν πέραν του ενός αδικήματος, που αποτελεί κριτήριο για τη διαπίστωση πολλαπλότητας.

 

16. Οι εφεσείοντες, κατά το στάδιο αμέσως πριν από την απάντηση στις κατηγορίες, δεν ήγειραν, όπως θα έπρεπε, οποιαδήποτε ένσταση αναφορικά με ελαττωματικότητα του κατηγορητηρίου, εάν, όντως, τους προβλημάτισε τότε η προαναφερθείσα ανακρίβεια στην έκθεση του κάθε αδικήματος.

 

17. Επομένως, αν και διαπιστωνόταν ότι υπήρξε ανακριβής περιγραφή των αδικημάτων στην έκθεση αδικήματος, εντούτοις, δεν προβλήθηκε, οποτεδήποτε, εκ μέρους των εφεσειόντων ότι αυτοί είχαν παραπλανηθεί από το συγκεκριμένο λάθος. 

 

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

R v Associated Octel Ltd [1996] 4 All ER 846 (H.L.),

 

Reg. v. British Steel Plc. (C.A.) [1995] 1 W.L.R. 1356,

[*683]Panteli v. Distr. Labour Officer F’sta (1985) 2 C.L.R. 205,

 

Karasamanis v. Police (1986) 2 C.L.R. 229,

 

Attorney-General of the Republic v. HjiConstanti (1969) 2 C.L.R. 5,

 

Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14,

 

Α.Σ. Κοιλιάρης Λτδ. ν. Επ. Λειτ. Εργασίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 194,

 

Ηλία κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 395.

 

Eφέσεις εναντίον Καταδίκης.

 

Εφέσεις από τους καταδικασθένετες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γεωργίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 2700/09), ημερομηνίας 17/1/11.

 

Α. Ποιητής, για τους Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.

 

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο και στις δύο εφέσεις.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με δύο ξεχωριστές μεταξύ τους ειδοποιήσεις, περιέχουσες, όμως, πανομοιότυπους, σχεδόν, λόγους έφεσης, οι εφεσείοντες, κατηγορούμενοι 3 και 4 στην πρωτόδικη ποινική διαδικασία, προσβάλλουν την καταδίκη τους ως εσφαλμένη.  Εγείρουν προς τούτο θέματα, τα οποία, κυρίως, αφορούν στην ουσία της υπόθεσης, αλλά άπτονται και της ποινικής δικονομίας.

 

Ως επακόλουθο εργατικού ατυχήματος, το οποίο συνέβηκε στις 6.6.2007, στην περιοχή Ξυλοτύμπου, και είχε ως αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του Χαράλαμπου Χαραλάμπους, καταχωρίστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας - Αμμοχώστου η ποινική υπόθεση αρ. 2700/2009. Στο κατηγορητήριο, περιλαμβάνονταν, πέραν των εφεσειόντων, δύο άλλοι κατηγορούμενοι. Η πρώτη κατηγορουμένη ήταν εταιρεία και ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν ο διευθυντής της, όπως, ακριβώς, και η περίπτωση των εφεσειόντων, οι οποίοι αντιμετώπισαν, αντίστοιχα, [*684]τις κατηγορίες 1 και 2 επί του κατηγορητηρίου. Συγκεκριμένα, οι τέσσερις κατηγορούμενοι αντιμετώπισαν μία πανομοιότυπη, σχεδόν, κατηγορία ο καθένας, πλην της κατηγορουμένης 1, η οποία αντιμετώπισε, επιπρόσθετα, την τρίτη κατηγορία, όπως φαίνεται στο κατηγορητήριο, βασισμένες όλες στον περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμο του 1996, (Ν. 89(Ι)/1996), όπως έχει τροποποιηθεί. Να σημειωθεί πως η προαναφερθείσα τρίτη κατηγορία βασιζόταν και σε πρόνοιες των περί Διαχείρισης Θεμάτων Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Κανονισμών του 2002, (Κ.Δ.Π. 173/2002).

 

Η τέταρτη κατηγορία, την οποία αντιμετώπισε η εφεσείουσα στην Ποινική Έφεση Αρ. 49/2011, κατηγορουμένη 3, (η εφεσείουσα), βασιζόταν στα Άρθρα 13(5), 53(1) και 54 του εν λόγω νόμου, ενώ η πέμπτη κατηγορία, την οποία αντιμετώπισε ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 48/2011, κατηγορούμενος 4, (ο εφεσείων), ως διευθυντής της εφεσείουσας, βασιζόταν, επιπλέον, στο Άρθρο 53(6). Σύμφωνα με τη γενική περιγραφή στην έκθεση αδικήματος, οι εν λόγω δύο κατηγορίες αφορούσαν παράλειψη εργοδότη να διευθύνει την επιχείρησή του με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλιζόταν, καθ’ όσον ήταν ευλόγως εφικτό, ότι πρόσωπα που δεν εργοδοτούνταν από αυτόν, αλλά που μπορούσε να επηρεαστούν από τις δραστηριότητες της επιχείρησής του, δε θα εκτίθεντο σε κίνδυνο, κατά παράβαση του Άρθρου 13(5). Παρεμπιπτόντως, όπως παρατηρείται σε άλλο σημείο της απόφασης, πιο ορθό θα ήταν η έκθεση αδικήματος να αναφερόταν σε παράλειψη του εργοδότη να διεξάγει τις δραστηριότητές του, η οποία παράλειψη, επίσης, εμπίπτει κάτω από το πιο πάνω άρθρο. Με βάση δε το Άρθρο 53(1), η εν λόγω παράλειψη από εργοδότη συνιστά ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο όπως το άρθρο αυτό ορίζει. Σε τι ακριβώς συνίστατο, στην προκειμένη περίπτωση, η παράλειψη των εφεσειόντων αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της κάθε κατηγορίας. Είναι δε σ’ αυτές τις λεπτομέρειες που ο κάθε εφεσείων, κατηγορηθείς, δήλωσε μη παραδοχή.

 

Κατά την ακρόαση, η οποία διεξήχθη, προσφέρθηκε μαρτυρία μόνο από την πλευρά της κατηγορούσας αρχής, οι δε μάρτυρές της δεν υποβλήθηκαν όλοι και εκ μέρους όλων των κατηγορουμένων σε αντεξέταση. Προφανώς, αυτοί κατέθεσαν επί γεγονότων τα οποία δεν επιδέχονταν αμφισβήτησης, ή αποτελούσαν κοινό τόπο. Εν πάση περιπτώσει, η υπεράσπιση, με την, ως άνω, στάση της, δεν τα αμφισβήτησε. Μόνο σε μια περίπτωση, απέδωσε σε συγκεκριμένο ισχυρισμό στη γραπτή κατάθεση του εφεσείοντος τη δική της ερμηνεία ως προς τη σημασία του. Αυτή, όμως, δεν έγινε [*685]αποδεκτή από το Δικαστήριο και, έτσι, η απόρριψή της αποτέλεσε τη βάση για συγκεκριμένο λόγο έφεσης. Δεν υπάρχει αμφισβήτηση όσον αφορά τα ευρήματα του Δικαστηρίου επί των υπολοίπων γεγονότων, οι δε λόγοι της έφεσης σε σχέση με τα θέματα ουσίας και, δη, ως προς την εφαρμογή των προαναφερθέντων άρθρων, βασίζονται σ’ αυτά.

 

Όπως διαπιστώνεται, λοιπόν, από τα εν λόγω γεγονότα, η εφεσείουσα, η οποία διατηρεί φάρμα πουλερικών, ασχολείται, συγχρόνως, με την εμπορία αυγών. Στις 6.6.2007, αυτή παρέλαβε μια μεγάλη ποσότητα των εν λόγω αγαθών, τα οποία παραδόθηκαν στα υποστατικά της στην Ξυλοτύμπου, με φορτηγό ψυγείο, που οδηγείτο από τον προαναφερθέντα Χαράλαμπο Χαραλάμπους.  Το πρόσωπο αυτό ήταν εργοδοτούμενος μιας τρίτης εταιρείας, η οποία δεν έχει οποιαδήποτε άλλη σχέση με την παρούσα υπόθεση.  Τα αυγά ήταν στοιβαγμένα πάνω σε παλέτες, τοποθετημένες στο εσωτερικό μέρος του ψυγείου. Η εκφόρτωσή τους διενεργήθηκε με τη χρήση ανυψωτικού περονοφόρου μηχανήματος, το οποίο χειριζόταν κάποιος Αντρέας Γιώργαλλος, εργοδοτούμενος της κατηγορουμένης 1 εταιρείας. Για να ήταν, όμως, αυτή κατορθωτή, εκφορτώθηκαν προηγουμένως, προσωρινά, τέσσερις παλέτες με εμπορεύματα, τα οποία δεν ανήκαν στην εφεσείουσα.

 

Όταν ολοκληρώθηκε η εργασία της εκφόρτωσης των αυγών, στην παρουσία, για όσο χρόνο αυτή διάρκεσε, του εφεσείοντος κ. Παναγιώτη Λίγγη, διευθυντή της εφεσείουσας, άρχισε η επανατοποθέτηση πίσω στο ψυγείο των προαναφερθέντων τεσσάρων παλετών. Στο στάδιο εκείνο, ο κ. Λίγγης αποχώρησε από τη σκηνή και η διεξαγωγή της συγκεκριμένης εργασίας συνέχισε υπό την καθοδήγηση του οδηγού του φορτηγού ψυγείου. Αυτός, να σημειωθεί, βρισκόταν εντός του ψυγείου και καθοδηγούσε τον οδηγό του περονοφόρου οχήματος και κατά την προηγηθείσα εργασία της εκφόρτωσης των παλετών. Όπως διαπιστώθηκε, όμως, μέσω του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης, το οποίο, προφανώς, κάλυπτε το χώρο εκείνο, σε κάποια στιγμή, και αφού είχαν τοποθετηθεί οι τρεις από τις τέσσερις παλέτες πίσω στο ψυγείο, το πρόσωπο αυτό κατέβηκε από το φορτηγό και μιλούσε στο κινητό του. Κατά το χρόνο εκείνο, ο κ. Γιώργαλλος, οδηγός του περονοφόρου οχήματος, επιχειρούσε κάποιο ελιγμό με την όπισθεν ταχύτητα, προκειμένου να τοποθετούσε και την τέταρτη παλέτα μέσα στο ψυγείο. Καθ’ ον χρόνο συνέβαινε αυτό, ο κ. Γιώργαλλος πρόσεξε τον οδηγό του φορτηγού, τον οποίο δεν είχε αντιληφθεί προηγουμένως να κατεβαίνει από αυτό, να βρίσκεται πεσμένος στο έδαφος, προφανώς, μετά από κτύπημα, το οποίο δέχτηκε από [*686]το μηχάνημα που ο ίδιος οδηγούσε, κατά τον εν λόγω ελιγμό.

 

Χωρίς αμφισβήτηση, έχουν γίνει, επίσης, αποδεκτά και τα ακόλουθα γεγονότα: Κατ’ αρχάς, ότι ο οδηγός του φορτηγού οχήματος, θύμα, όπως αναφέρθηκε, του ατυχήματος, ήταν εργοδοτούμενος κάποιας τρίτης εταιρείας, η οποία είχε διενεργήσει τη μεταφορά των αυγών στη φάρμα της εφεσείουσας. Ως εκ τούτου, καμιά εργοδοτική σχέση δεν είχε το πρόσωπο αυτό με τις κατηγορούμενες εταιρείες και, δη, με την εφεσείουσα. Όσον αφορά τον οδηγό του περονοφόρου οχήματος, αυτός ήταν εργοδοτούμενος της πρώην κατηγορουμένης 1 εταιρείας. Ο ίδιος δε διώχθηκε για το εν λόγω ατύχημα, διώχθηκαν, όμως, η εταιρεία που τον εργοδοτούσε και ο διευθυντής της, κατηγορούμενοι 1 και 2, αντίστοιχα.

 

Οι πρώτοι δύο κατηγορούμενοι, με το τέλος της υπόθεσης, απαλλάγηκαν των κατηγοριών 1 και 2, τις οποίες αυτοί αντιμετώπιζαν, και αθωώθηκαν. Δε συνέβηκε, όμως, το ίδιο και με την τρίτη κατηγορία, την οποία αντιμετώπιζε μόνη της η κατηγορουμένη 1. Σε σχέση με την κατηγορία αυτή, η εν λόγω κατηγορουμένη εταιρεία, με το πέρας της ακρόασης, κρίθηκε ένοχη ότι παρέλειψε, ως εργοδότης, να έχει στη διάθεσή της γραπτή εκτίμηση των υφιστάμενων κατά την εργασία κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία των εργοδοτουμένων της, κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του προαναφερθέντος Νόμου και των Κανονισμών.  Αντίθετα με την κατάληξη, ανωτέρω, σε σχέση με τους πρώτους δύο κατηγορουμένους, οι εφεσείοντες, κατηγορούμενοι 3 και 4, κρίθηκαν ένοχοι στις κατηγορίες 4 και 5, στη βάση των γεγονότων τα οποία εκτίθενται πιο πάνω και όσων άλλων περιστάσεων, οι οποίες, ως συνήγαγε το Δικαστήριο, προέκυπταν από αυτά· θα γίνει αναφορά στις εν λόγω περιστάσεις πιο κάτω.

 

Αποδεικνυομένων των γεγονότων, στη βάση των οποίων εξεταζόταν κατά πόσο είχαν διαπραχθεί τα περί ου ο λόγος αδικήματα, η ευπαίδευτη Δικαστής έκρινε, προφανώς, ότι δε δικαιολογείτο, επί τη βάσει αυτών, να ήταν, συγχρόνως, και οι δύο ομάδες κατηγορουμένων ένοχοι για τα ίδια αδικήματα. Ήταν, βέβαια, ορθή ως προς τούτο, όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια. Στα πλαίσια δε της έφεσης, δεν έχει τεθεί θέμα εξέτασης ενός τέτοιου ενδεχομένου, με δεδομένο ότι η αθωωτική απόφαση σε σχέση με τους κατηγορουμένους 1 και 2 δεν έχει εφεσιβληθεί, όπως δεν έχει εφεσιβληθεί και η καταδίκη της κατηγορουμένης 1 στην τρίτη κατηγορία, που αναφέρθηκε πιο πάνω. 

 

Οι εφεσείοντες, ως η πλευρά η οποία προσέβαλε, τελικώς, την [*687]πρωτόδικη απόφαση, με δύο από τους λόγους έφεσης, προβάλλουν, ουσιαστικά, τη θέση ότι η εργασία εκφόρτωσης και φόρτωσης των παλετών από το/στο φορτηγό ψυγείο διεξαγόταν υπό την ευθύνη της πρώην κατηγορουμένης 1 εταιρείας, στην οποία η εφεσείουσα είχε αναθέσει, ως ανεξάρτητης εργολάβου, την προαναφερθείσα εργασία και η οποία είχε στην κατοχή και υπό τον έλεγχό της το εν λόγω περονοφόρο μηχάνημα. Ως εκ τούτου, η εφεσείουσα, από την πλευρά της, έπραξε ό,τι ήταν ευλόγως εφικτό να πράξει, ώστε να μην εκτίθετο οποιοδήποτε πρόσωπο σε κίνδυνο κατά τη διεξαγωγή της εν λόγω εργασίας. Επομένως, την ευθύνη για τη διεξαγωγή της με ασφάλεια είχε, πλέον, η πρώην κατηγορουμένη 1. Κατά την αγόρευσή του, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας προσέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο λόγο αυτό, τον οποίο και ανέπτυξε, με αναφορά στα προαναφερθέντα γεγονότα.  

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της τέταρτης κατηγορίας, η εφεσείουσα, ενώ ήταν εργοδότης και ιδιοκτήτης φάρμας πουλερικών στην Ξυλοτύμπου, παρέλειψε να διασφαλίσει την ασφαλή διεξαγωγή της εκφόρτωσης και φόρτωσης εμπορευμάτων από/σε φορτηγό ψυγείο, με τη βοήθεια ανυψωτικού περονοφόρου οχήματος, με αποτέλεσμα μη εργοδοτούμενό της πρόσωπο, ο Χαράλαμπος Χαραλάμπους, να τραυματιστεί θανάσιμα.  Κατά την υπό κρίση πρωτόδικη απόφαση, το πιο πάνω αδίκημα διαπράχθηκε από την εφεσείουσα, κατά παράβαση του Άρθρου 13(5) του Ν. 89(Ι)/1996. Το άρθρο αυτό προβλέπει τα ακόλουθα:-

 

«(5) Κάθε εργοδότης πρέπει να διευθύνει την επιχείρησή του ή διεξάγει τις δραστηριότητες του με τέτοιο τρόπο και πρέπει να παρέχει τέτοιες πληροφορίες ώστε να διασφαλίζει, καθόσον είναι ευλόγως εφικτό ότι, πρόσωπα που δεν εργοδοτούνται από αυτόν, αλλά που μπορεί να επηρεαστούν από τις δραστηριότητες της επιχείρησης του δεν θα εκτίθενται σε κίνδυνο.»

 

Με δεδομένες τις λεπτομέρειες, ανωτέρω, του υπό αναφορά αδικήματος και τα διαπιστωθέντα ως πραγματικά γεγονότα, το ερώτημα το οποίο τίθεται, πρωτίστως, προς απάντηση είναι κατά πόσο, στην προκειμένη περίπτωση, η εκφόρτωση και η φόρτωση από το/στο φορτηγό ψυγείο των παλετών αποτελούσε ή όχι εργασία η οποία ενέπιπτε στις δραστηριότητες της εφεσείουσας.  Όπως αναφέρεται στην αγγλική υπόθεση R v Associated Octel Ltd [1996] 4 All ER 846 (H.L.), στη σελίδα 852:-

 

"Whether the activity which has caused the risk amounts to part of the conduct by the employer of his undertaking must in each case be a question of fact. The place where the activity takes place will in the normal case be very important; possibly decisive."

 

Στην περίπτωση εκείνη, η πιο πάνω διαπίστωση είχε γίνει σε σχέση με την εφαρμογή της παρόμοιας με το Άρθρο 13(5) αγγλικής πρόνοιας του Άρθρου 3(1)* της νομοθεσίας Health and Safety at Work etc Act 1974.

 

Το ίδιο ερώτημα, ανωτέρω, τέθηκε και πρωτοδίκως, η δε απάντηση, η οποία δόθηκε σ’ αυτό από την ευπαίδευτη Δικαστή, ήταν καταφατική. Κρίθηκε πως, με δεδομένο ότι η εφεσείουσα ασχολείτο με την εμπορία αυγών, η εργασία για την παραλαβή τους στις εγκαταστάσεις της στην Ξυλοτύμπου, διά της εκφόρτωσής τους από το εμπορικό ψυγείο του μεταφορέα, έστω και αν αυτή είχε διεξαχθεί από κάποιον ανεξάρτητο εργολάβο, αποτελούσε, ουσιαστικά, αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω δραστηριότητάς της. Περαιτέρω, θεωρήθηκε, επίσης, πως δε θα μπορούσε να διαχωριστεί από αυτήν και να ιδωθεί ως ξεχωριστή δραστηριότητα το μέρος της εργασίας που αφορούσε στην επανατοποθέτηση μέσα στο ψυγείο των τεσσάρων παλετών με εμπορεύματα που δεν προορίζονταν για την εφεσείουσα και που είχαν προηγουμένως εκφορτωθεί, ώστε να καθίστατο δυνατή η εκφόρτωση των δικών της εμπορευμάτων.

 

Η πιο πάνω κρίση μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους, αφού θεωρούμε ότι, ουσιαστικά, αυτή υπαγορεύεται από τη λογική των πραγμάτων. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της εφεσείουσας, η εργασία παραλαβής στα υποστατικά της εμπορευμάτων, τα οποία αυτή είχε προμηθευτεί στα πλαίσια της προαναφερθείσας επιχειρηματικής δραστηριότητάς της, σαφώς, αποτελούσε μέρος της διεξαγωγής της δραστηριότητας αυτής. Η διασύνδεση των δύο, από απόψεως χρόνου αλλά και χώρου, είναι τέτοια, που δε χωρεί περί τούτου οποιαδήποτε αμφιβολία. Και είτε η συγκεκριμένη εργασία διεξαγόταν με ίδια μέσα, ήτοι με μηχανήματα και προσωπικό της εφεσείουσας, είτε με εκμισθωμένα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η διαπίστωση, ανωτέρω, δε θα άλλαζε ποσώς.

 

Όσο δε για το αν ο κ. Λίγγης, κατά την παρουσία του στο χώ[*689]ρο που διεξαγόταν η εκφόρτωση, έδινε ή όχι οδηγίες στον οδηγό του περονοφόρου οχήματος, αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Βέβαια, η παρουσία του στη σκηνή, όπως και το αν θα μπορούσε, με βεβαιότητα, να λεχθεί ότι αυτός, όντως, έδινε οδηγίες στο προαναφερθέν πρόσωπο, θα αποτελούσε ενισχυτικό στοιχείο ότι η συγκεκριμένη εργασία ήταν μέρος της δραστηριότητας της εφεσείουσας. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, δεν εξέλιπαν τα στοιχεία που αποδείκνυαν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, την απαίτηση αυτή του Άρθρου 13(5). 

 

Κατ’ έφεση, αλλά και πρωτοδίκως, η πιο πάνω πτυχή της υπόθεσης, σε σχέση με το πρόσωπο το οποίο ασκούσε κατά το δεδομένο χρόνο, ως εργοδότης, την εν λόγω εργασία ως μέρος της δραστηριότητάς του, δεν τέθηκε κατ’ αυτόν το σαφή και άμεσο τρόπο εκ μέρους της εφεσείουσας. Για την ακρίβεια, με όλο το σέβας, αμφιβάλλουμε αν η εν λόγω πτυχή, ως ξεχωριστή απαίτηση του Άρθρου 13(5), που συμβαίνει, μάλιστα, να είναι και πολύ σημαντική, έγινε καθόλου αντιληπτή. Ό,τι σχετικό προτάθηκε απέβλεπε, μάλλον, στο να υποστηριχτεί η θέση ότι η εφεσείουσα, αναθέτοντας τη συγκεκριμένη εργασία στην πρώην κατηγορουμένη 1 εταιρεία, είχε, από την πλευρά της, πράξει ό,τι ήταν ευλόγως εφικτό, ώστε να μην εκτίθετο οποιοδήποτε πρόσωπο σε κίνδυνο. Είναι, ακριβώς, από αυτήν την άποψη, που η εφεσείουσα εισηγήθηκε, όπως γίνεται αντιληπτό, ότι αυτή είχε αναθέσει την εν λόγω εργασία σε εξειδικευμένη εταιρεία και, άρα, η ίδια δεν είχε οποιαδήποτε ποινική ευθύνη με βάση το Άρθρο 13(5).

 

Η προηγηθείσα εισήγηση, όμως, εκ μέρους των εφεσειόντων παραγνωρίζει, προφανώς, την πιο πάνω πτυχή και, ειδικά, ότι το Άρθρο 13(5) εναποθέτει στον εργοδότη αποκλειστική ευθύνη για τη διεξαγωγή της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην εκτίθενται σε κίνδυνο πρόσωπα τα οποία δεν εργοδοτούνται από αυτόν. Η περίπτωση, βέβαια, που προβλέπεται στο Άρθρο 13(5) αποτελεί μια έκφανση μόνο αυτού που συνιστά τον αντικειμενικό σκοπό και τη φιλοσοφία, θα λέγαμε, του Ν. 89(Ι)/1996, όσον αφορά το πλαίσιο της διαπίστωσης της εν λόγω ευθύνης, την οποία εξαγγέλλει με τις πρόνοιές του το Άρθρο 2Α αυτού. Ειδικά, στο εδάφιο (1), αναφέρεται ότι:-

 

«2Α - (1) Ο παρών Νόμος έχει ως αντικειμενικό σκοπό την εφαρμογή μέτρων για την προαγωγή της ασφάλειας και της υγείας των προσώπων στην εργασία καθώς και άλλων προσώπων που μπορεί να επηρεαστούν από τις δραστηριότητες στην εργασία.»

[*690]Ακολούθως, στο εδάφιο (7) του Άρθρου 3, ο εργοδότης αναγνωρίζεται ως μια συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων, στα οποία επιβάλλεται η ευθύνη που αναφέρεται πιο πάνω.

 

Περιορίζοντας, όμως, την περαιτέρω συζήτηση του επίδικου θέματος στα πλαίσια των προνοιών του Άρθρου 13(5), εκείνο που θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να διαπιστώνεται σε κάθε υπόθεση, όπως η παρούσα, είναι κατά πόσο η συγκεκριμένη εργασία εκ της οποίας έχει προκληθεί ο κίνδυνος έχει διεξαχθεί από τον εργοδότη ως μέρος της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Αυτό αποτελεί, ουσιαστικά, και το κριτήριο για τη διαπίστωση, συνακόλουθα, της ευθύνης του συγκεκριμένου εργοδότη για διασφάλιση των απαιτήσεων του Άρθρου 13(5). Από τη στιγμή δε που θα δοθεί θετική απάντηση ως προς τούτο, ο εργοδότης, με βάση τις πρόνοιες του ιδίου άρθρου, έχει στη διάθεσή του συγκεκριμένη υπεράσπιση, ότι, από την πλευρά του, έχει πράξει ό,τι ήταν ευλόγως εφικτό, ώστε να έχει διασφαλίσει ότι, στα πλαίσια της διεξαγωγής της συγκεκριμένης εργασίας, δε θα εκτίθεντο σε κίνδυνο μη εργοδοτούμενα από αυτόν πρόσωπα. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 54, ο εργοδότης φέρει το βάρος για θεμελίωση της πιο πάνω υπεράσπισης, στη βάση, όμως, του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όπως απαιτείται σε τέτοιες περιπτώσεις.

 

Η πιο πάνω υπεράσπιση αποτελεί, απλώς, επιβεβαίωση ότι η εν λόγω ευθύνη του εργοδότη δεν είναι απόλυτη και ότι αυτός μπορεί να απαλλαγεί από αυτήν, αν αποδείξει ότι έλαβε όλα τα ευλόγως εφικτά μέτρα για αποτροπή του κινδύνου. Η συμπερίληψή της, όμως, στο Νόμο δεν αναιρεί κατά το ελάχιστο τον, κατά τα άλλα, αποκλειστικό χαρακτήρα της ευθύνης του εργοδότη για λήψη τέτοιων μέτρων, όπως αυτή προκύπτει, σαφώς, από τη διατύπωση του Άρθρου 13(5), (βλ. Reg. v. British Steel Plc. (C.A.) [1995] 1 W.L.R. 1356). Επομένως, με δεδομένο ότι η εν λόγω ευθύνη τίθεται αποκλειστικά στον εργοδότη, δεν είναι επιτρεπτή η ανάθεσή της από αυτό σε άλλο πρόσωπο, όπως, για παράδειγμα, σε έναν ανεξάρτητο εργολάβο, οπότε θα καθίστατο η απόδοσή της σε έναν εκ των δύο θέμα διαπίστωσης της ύπαρξης ή μη εκ προστήσεως ευθύνης. Όπως εξηγείται στην υπόθεση R v Associated Octel Ltd, ανωτέρω, το δόγμα της εκ προστήσεως ευθύνης είναι αδιάφορο προς τις αυστηρές πρόνοιες της ανάλογης του Άρθρου 13(5) αγγλικής πρόνοιας, ανωτέρω. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και στην περίπτωση του Άρθρου 13(5). Η εκπλήρωση δε από τον εργοδότη της ευθύνης που του εναποθέτει το πιο πάνω άρθρο, λόγω της ανάθεσης από αυτόν της επί μέρους εργασίας σε ανεξάρτητο εργολάβο, ελέγχεται μέσα από τους όρους της σχετικής μεταξύ [*691]τους συμφωνίας. Αυτό είναι αναγκαίο, προκειμένου να διαπιστώνεται κατά πόσο είχε γίνει πρόνοια από τον εργοδότη, ώστε να λαμβάνονταν από τον εργολάβο ευλόγως εφικτά μέτρα, για να διασφαλιζόταν ότι δε θα εκτίθεντο σε κίνδυνο μη εργοδοτούμενα από τον εργοδότη πρόσωπα.

 

Στην παρούσα υπόθεση, η διαπίστωση, πρωτοδίκως, ότι η συγκεκριμένη εργασία εκφόρτωσης και φόρτωσης εμπορευμάτων στα υποστατικά της εφεσείουσας αποτελούσε μέρος της διεξαγωγής από αυτήν, ως εργοδότη, της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της, μετέθεσε το βάρος απόδειξης πάνω της. Για να το απέσειε, θα έπρεπε αυτή να είχε προσκομίσει μαρτυρία, με βάση την οποία να μπορούσε να διαπιστωθεί ότι η ίδια είχε πράξει ό,τι ήταν ευλόγως εφικτό, ώστε να μην εκτίθεντο σε κίνδυνο μη εργοδοτούμενά της πρόσωπα· με το βάρος απόδειξης τούτου να μπορεί να αποσειστεί στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όπως έχει προαναφερθεί.

 

Η εφεσείουσα, όμως, παρερμηνεύοντας, προφανώς, τις πρόνοιες του Άρθρου 13(5), όπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί, δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία, βρίσκοντας καταφύγιο για την υπεράσπισή της στη θέση ότι, για την εκτέλεση της εν λόγω εργασίας, είχε προσλάβει «ειδική εταιρεία», δηλαδή την πρώην κατηγορουμένη 1, προς την οποία «είχε αναθέσει τη διεξαγωγή» της.  Βέβαια, η θέση αυτή, όπως έχει και πάλιν διαπιστωθεί, επίσης, δεν είναι ορθή, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει μαρτυρία προερχόμενη από μέρους της εφεσείουσας, για τη λήψη από αυτήν οποιωνδήποτε μέτρων για αποτροπή κινδύνων κατά τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης εργασίας. 

 

Η εφεσείουσα διεξήγαγε την πιο πάνω επιχειρηματική δραστηριότητά της μέσω του διευθυντή της. Αυτός είναι ο εφεσείων, κ. Παναγιώτης Λίγγης, και δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τούτο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, ο οποίος ενεργούσε στα πλαίσια αυτά ως ο ιθύνων νους της εφεσείουσας εταιρείας. Ως ο διευθυντής, λοιπόν, θα αποφάσιζε για τα ευλόγως εφικτά μέτρα, που θα έπρεπε να είχαν ληφθεί από την εφεσείουσα, αν αυτή χρησιμοποιούσε τα δικά της μέσα για τη διεξαγωγή της εργασίας. Στην περίπτωση, όμως, όπως συνέβηκε εδώ, που η εν λόγω εργασία ανατέθηκε στην πρώην κατηγορουμένη 1, ως ανεξάρτητη εργολάβο, ο εφεσείων θα έπρεπε να είχε μεριμνήσει για τη συμπερίληψη στη σχετική συμφωνία συγκεκριμένων όρων ως προς την πτυχή αυτή, που θα διασφάλιζαν το ίδιο αποτέλεσμα, στα πλαίσια της εν λόγω ανάθεσης. Όπως διαπιστώθη[*692]κε, ήδη, δεν υπάρχει μαρτυρία για κάτι τέτοιο και η γενική εντύπωση, η οποία συνάγεται από την προηγηθείσα συζήτηση, είναι ότι οι εφεσείοντες αρκέστηκαν στη θέση ότι είχαν αναθέσει την εργασία στην πρώην κατηγορουμένη 1 εταιρεία. 

 

Η παράλειψη, ανωτέρω, του εφεσείοντος τον καθιστά υπεύθυνο, δυνάμει του Άρθρου 53(6), αφού, εκ των πραγμάτων, πλέον, η μη εκπλήρωση από την εφεσείουσα της δικής της υποχρέωσης, με βάση το Άρθρο 13(5), οφείλεται στη δική του αμέλεια. Όπως, ακριβώς, τίθεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της κατηγορίας 5, την οποία ο εφεσείων αντιμετώπισε, αυτός «διευκόλυνε από αμέλεια του το θανάσιμο τραυματισμό του Χαράλαμπου Χαραλάμπους», ο οποίος, όπως, ήδη, διαπιστώθηκε, συνέβηκε στα πλαίσια της διεξαγωγής από την εφεσείουσα των δραστηριοτήτων της.

 

Περαιτέρω, με έναν ξεχωριστό λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες εγείρουν θέμα ελαττωματικότητας του κατηγορητηρίου και, ειδικά, σε σχέση με τις κατηγορίες 4 και 5, τις οποίες αυτοί αντιμετώπισαν πρωτοδίκως. Συγκεκριμένα, εισηγούνται ότι άλλο αδίκημα αναφέρεται στην έκθεση αδικήματος της κάθε κατηγορίας και άλλο στις λεπτομέρειες αδικήματος που ακολουθούν. Το χαρακτήρισαν αυτό πολλαπλότητα, όμως, δεν είναι ορθοί ως προς τούτο.

 

Αυτό που συνέβηκε, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ότι, στην έκθεση αδικήματος της κάθε κατηγορίας, δίνεται η γενική περιγραφή του, χρησιμοποιώντας τους όρους του Άρθρου 13(5), ώστε αυτό να περιγράφεται ως αφορόν παράλειψη εργοδότη να διευθύνει την επιχείρησή του, με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται, καθ’ όσον είναι ευλόγως εφικτό, ότι μη εργοδοτούμενά του πρόσωπα, που μπορεί να επηρεαστούν από τις δραστηριότητες της επιχείρησής του, δεν εκτίθενται σε κίνδυνο. Ακολούθως, όμως, στις λεπτομέρειες αδικήματος αναφέρονται, επ’ ακριβώς, οι περιστάσεις οι οποίες συνιστούσαν το αδίκημα το οποίο αντιμετώπισε ο κάθε εφεσείων ξεχωριστά.

 

Με αυτά κατά νουν, παρατηρείται, κατ’ αρχάς, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δε διαπιστώνεται πολλαπλότητα, αφού, στις λεπτομέρειες αδικήματος, δεν παρατίθενται ισχυρισμοί, οι οποίοι να συνιστούν πέραν του ενός αδικήματος, που αποτελεί κριτήριο για τη διαπίστωση πολλαπλότητας, (βλ. Panteli v. Distr. Labour Officer F’sta (1985) 2 C.L.R. 205, σελίδα 209 και Karasamanis v. Police (1986) 2 C.L.R. 229). Υπάρχει, όμως, στην έκθεση αδικήματος ανακριβής περιγραφή αυτού, λόγω της χρήσης σ’ αυτήν της φράσης «διευθύνει την επιχείρηση», ενώ, στις λεπτο[*693]μέρειες αδικήματος, αναφέρεται ότι η παράλειψη της εφεσείουσας είχε σημειωθεί «κατά τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων της». Δε χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσο πρόκειται για δύο διαφορετικά αδικήματα. Σημειώνεται μόνο ότι ο όρος «επιχείρηση» ερμηνεύεται στο Άρθρο 2 του Νόμου να περιλαμβάνει και «δραστηριότητες». Αυτά αναφέρονται, για να εξηγηθεί, ίσως, πώς παρεισέφρησε η πιο πάνω ανακρίβεια στην περιγραφή των αδικημάτων που αντιμετώπισαν οι εφεσείοντες.

 

Όπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί, τα αδικήματα περιγράφονταν, με περισσή λεπτομέρεια, στις λεπτομέρειες αδικήματος της κάθε κατηγορίας, ώστε οι εφεσείοντες γνώριζαν, ευθύς εξ αρχής, τι τους απαγγέλθηκε ως κατηγορία και τι είχαν να αντιμετωπίσουν κατά τη δίκη, αφού, ο κάθε ένας, στην κατηγορία που τον αφορούσε, απάντησε με μη παραδοχή. Είναι σημαντικό, επίσης, να σημειωθεί ότι οι εφεσείοντες, κατά το στάδιο αμέσως πριν από την απάντηση στις κατηγορίες, δεν ήγειραν, όπως θα έπρεπε, οποιαδήποτε ένσταση αναφορικά με ελαττωματικότητα του κατηγορητηρίου, εάν, όντως, τους προβλημάτισε τότε η προαναφερθείσα ανακρίβεια στην έκθεση του κάθε αδικήματος. Εκείνο ήταν το στάδιο κατά το οποίο θα μπορούσαν να είχαν εγείρει ένα τέτοιο ζήτημα, σύμφωνα με το Άρθρο 66 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Κατά συνέπεια, ούτε και το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τέτοιο θέμα, σε οποιοδήποτε στάδιο, κατά την ενώπιόν του διεξαγόμενη τότε ποινική διαδικασία.

 

Βέβαια, ακόμα και αν οι εφεσείοντες είχαν εγείρει ένα τέτοιο θέμα, σύμφωνα με την επιφύλαξη του Άρθρου 39 του Κεφ. 155, «κανένα λάθος στην έκθεση του ποινικού αδικήματος ή των λεπτομερειών που απαιτούνται να αναφερθούν στο κατηγορητήριο δεν θεωρείται σε οποιοδήποτε στάδιο της υπόθεσης ως μη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του Νόμου αυτού εκτός αν, σύμφωνα με τη γνώμη του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος πράγματι παραπλανήθηκε λόγω του λάθους αυτού». Η πιο πάνω πρόνοια έρχεται συχνά ως αρωγός, για τη διάσωση μιας, κατά τα άλλα, δίκαιης δίκης, εφόσον διαπιστωθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει παραπλανηθεί από λάθος που διαπιστώνεται ότι υπάρχει σε κατηγορητήριο, (βλ. Attorney-General of the Republic v. HjiConstanti (1969) 2 C.L.R. 5, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14, σελίδα 22, Α.Σ. Κοιλιάρης Λτδ. ν. Επ. Λειτ. Εργασίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 194 και Ηλία κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 395).

 

Επομένως, αν και διαπιστώνεται ότι υπήρξε ανακριβής περιγραφή των αδικημάτων στην έκθεση αδικήματος, εντούτοις, δεν [*694]προβλήθηκε, οποτεδήποτε, εκ μέρους των εφεσειόντων ότι αυτοί είχαν παραπλανηθεί από το συγκεκριμένο λάθος. Η πραγματικότητα δε είναι ότι η υπόθεση εκδικάστηκε, με όλους τους παράγοντες της δίκης να είχαν πάντοτε κατά νουν ότι τα αδικήματα τα οποία αντιμετώπιζαν οι εφεσείοντες ήταν αυτά που αναφέρονταν στις λεπτομέρειες αδικήματος. Επομένως, δε διαπιστώνεται η δίκη η οποία διεξάχθηκε πρωτοδίκως να ήταν, κατά οποιοδήποτε τρόπο, επισφαλής και να είχαν επηρεαστεί αρνητικά και σε βάρος των εφεσειόντων τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης.

 

Ένα τελευταίο θέμα, το οποίο οι εφεσείοντες εγείρουν με ανάλογο λόγο έφεσης, είναι ότι το Δικαστήριο είχε βρει και τους δύο εφεσείοντες ενόχους και στις δύο κατηγορίες 4 και 5. Αυτό, βεβαίως, είναι λάθος. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, αντιμετώπιζαν, η εφεσείουσα μόνη της την τέταρτη κατηγορία και ο εφεσείων μόνος του την πέμπτη κατηγορία. Επομένως, σε καμιά περίπτωση, δε θα μπορούσε το Δικαστήριο να είχε καταλήξει όπως αναφέρεται πιο πάνω και, προφανώς, η πιο πάνω κατάληξη είναι προϊόν βεβιασμένης σκέψης, παρά οτιδήποτε άλλο.

 

Ως εκ των ανωτέρω, με την αποδοχή του τελευταίου λόγου έφεσης, η καταδίκη της εφεσείουσας στην πέμπτη κατηγορία ακυρώνεται, όπως ακυρώνεται και η καταδίκη του εφεσείοντος στην τέταρτη κατηγορία. Κατά τα λοιπά, η καταδικαστική απόφαση επικυρώνεται και οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο