Φιντανάκης Μιλτιάδης ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 695

ECLI:CY:AD:2014:B725

(2014) 2 ΑΑΔ 695

[*695]30 Σεπτεμβρίου, 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΦΙΝΤΑΝΑΚΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 98/2013)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια  ― Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Τροχαίο ατύχημα ― Θανάσιμος τραυματισμός μοτοσικλετιστή ― Κατά πλειοψηφία επικύρωση από το Εφετείο, πρωτόδικης καταδίκης με βάση το Άρθρο 210 Κεφ. 154 ― Μειοψηφούσα άποψη περί ακροσφαλούς καταδίκης και απόφανση περί επίδειξης στην προκειμένη, αμέλειας   δυνάμει του Άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972, ως τροποποιήθηκε, στη βάση του οποίου ο εφεσείων θα μπορούσε να είχε καταδικαστεί.

 

Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια ― Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Τροχαίο ατύχημα ― Κατά πόσον αποτελούσε  η παρούσα υπόθεση, περίπτωση κατά την οποία η κατηγορούσα αρχή είχε στη διάθεσή της μαρτυρία, η οποία, πιθανόν, να ήταν ευνοϊκή ή, κατά κάποιο τρόπο, χρήσιμη για τον κατηγορούμενο, πλην, όμως, παρέλειψε να την προσκομίσει στο Δικαστήριο, ή να την διαθέσει στον τελευταίο.

 

Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια ― Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Τροχαία ατυχήματα ― Αποτελεί επιτακτική υποχρέωση των δικαστηρίων για επιβολή αυστηρών ποινών, στις περιπτώσεις όπου το τροχαίο δυστύχημα που επιφέρει το θάνατο δεν οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία του κατηγορουμένου, αλλά σε εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας των άλλων [*696]προσώπων ή πεζών ή σε επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση ― Σε τέτοια περίπτωση, ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης και στέρησης της άδειας οδηγού.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση την καταδίκη του στην κατηγορία της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης η οποία δεν αναγόταν σε υπαίτια αμέλεια, με βάση το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ως επίσης και την επιβληθείσα σε αυτόν ποινή διετούς φυλάκισης.

 

Η υπόθεση αφορούσε τροχαίο δυστύχημα, το οποίο συνέβηκε στις 3.9.2011, γύρω στις 9.20 το βράδυ, στη συμβολή της λεωφόρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ με την οδό Χριστόδουλου Πολυδώρου, στη Χλώρακα της επαρχίας Πάφου.

 

Κατ’ εκείνο το χρόνο, ο εφεσείων, οδηγώντας ιδιωτικό αυτοκίνητο, τύπου σαλούν, κατά μήκος της προαναφερθείσας λεωφόρου, με ανατολική κατεύθυνση, προς Πάφο, επιχείρησε να εισέλθει σε πάροδο, η οποία βρισκόταν προς τα δεξιά, σε σχέση με την πορεία του. Ως αποτέλεσμα, ανέκοψε την πορεία μοτοσικλέτας μεγάλου κυβισμού, η οποία οδηγείτο στη λεωφόρο από την αντίθετη κατεύθυνση, προς δυσμάς. Η σύγκρουση των δύο οχημάτων συνέβηκε περί το μέσο της λωρίδας κυκλοφορίας στην οποία οδηγούσε ο μοτοσικλετιστής, θύμα του δυστυχήματος.

 

Ο μοτοσικλετιστής υπέκυψε στα τραύματά του, αμέσως μετά τη σύγκρουση. Το γεγονός τούτο αλλά και ο διαπιστωθείς τρόπος οδήγησης του εφεσείοντος, κατά το δεδομένο χρόνο, όπως αυτός εκτιμήθηκε από τον υπεύθυνο αστυνομικό εξεταστή, ήταν οι λόγοι, για τους οποίους ο εφεσείων κατηγορήθηκε, τελικώς, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Δεν ηγέρθη οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με την ερμηνεία και την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου αυτού στην προκειμένη περίπτωση.

 

Με την άρνηση της κατηγορίας διεξήχθη δίκη, κατά την οποία μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας ήταν ο ίδιος ο εφεσείων, ο οποίος κατέθεσε ενόρκως σε υπεράσπισή του. Προηγουμένως, κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες κατηγορίας, όλοι αστυνομικοί, οι οποίοι είχαν εμπλακεί στη διερεύνηση των συνθηκών του δυστυχήματος.

 

Με το πέρας της ακρόασης, ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος για το εν λόγω αδίκημα και του επιβλήθηκε, μεταξύ άλλων, διετής ποινή φυλάκισης.

[*697]Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος, ως μη συνάδουσα με την πραγματική μαρτυρία και, συνακόλουθα, ως μη δυνάμενη να τον οδηγήσει σε ευρήματα, τα οποία θα μπορούσε να αποδεχθεί, αποδίδοντάς τους και ανάλογη αποδεικτική αξία. Προβαίνοντας στην πιο πάνω διεργασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από τη σχετική νομολογία σε σχέση με το βάρος απόδειξης, ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, το οποίο η κατηγορούσα αρχή έπρεπε να αποσείσει, καθώς, επίσης, ως προς τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, τα οποία έπρεπε να ικανοποιηθούν από τα ευρήματά του σε σχέση με τα γεγονότα, προκειμένου να αποδεικνυόταν η κατηγορία που ο εφεσείων αντιμετώπιζε. 

 

Διαπιστώθηκε πως το δυστύχημα συνέβηκε, όταν ο εφεσείων, οδηγώντας κατά μήκος της λεωφόρου με κατεύθυνση προς Πάφο, σε κάποιο σημείο, επιχείρησε στροφή προς τα δεξιά, σε σχέση με την πορεία του αυτή, με σκοπό να εισέλθει στην προαναφερθείσα πάροδο. Από το σχεδιάγραμμα της σκηνής, σε κλίμακα 1:250, ήταν πρόδηλο ότι ο εφεσείων άρχισε να υλοποιεί το πιο πάνω εγχείρημά του σε σημείο όπου υπήρχε συνεχής άσπρη γραμμή κατά μήκος της μέσης του δρόμου, πριν από το σημείο όπου η γραμμή αυτή διακοπτόταν, ως ένδειξη ότι από εκείνο το σημείο μόνο επιτρεπόταν η στροφή προς τα δεξιά, και προς την πάροδο. Επομένως, ανάλογα, και η σύγκρουση των δύο οχημάτων συνέβηκε περί τα εννέα μέτρα πιο πίσω από το κεντρικό σημείο της διακεκομμένης γραμμής.

 

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, καταδεικνυόταν ότι ο εφεσείων εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, ακολουθώντας διαγώνια φορά και διαγράφοντας μια πορεία, η οποία, λογικά, εκτεινόταν ακόμα πιο πίσω από το σημείο της σύγκρουσης.

 

Με βάση τα πρωτόδικα ευρήματα κατά το βράδυ της 3.9.2011, που συνέβηκε το δυστύχημα, ο καιρός στη σκηνή ήταν αίθριος και ο δρόμος φωτιζόταν από οδικό φωτισμό και, δη, από λαμπτήρες υψηλής τάσης, καθώς, επίσης, από τα φώτα των προθηκών παρακείμενων καταστημάτων. Ως αποτέλεσμα και με δεδομένο ότι η λεωφόρος εκτείνεται ευθεία, η απόσταση, από την οποία θα μπορούσε να δει ένας οδηγός από τη θέση που βρέθηκε ο εφεσείων αμέσως πριν από τη σύγκρουση προς την κατεύθυνση του μοτοσικλετιστή, ήταν περί τα 200 μέτρα. Εντούτοις, όπως διαπιστώθηκε, ο εφεσείων δεν τον αντιλήφθηκε, παρά μόνο όταν ήταν, πλέον, αργά και, έτσι, επισυνέβη η σύγκρουση. 

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους και επιχειρηματολογία:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παραγνώρισε την εκδοχή [*698]την οποία πρόβαλε κατά τη δίκη ο εφεσείων, αναφορικά με τις κινήσεις του στο δρόμο κατά τον ουσιώδη χρόνο, εφόσον αυτός ήταν ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του δυστυχήματος και, επομένως, η εκδοχή του δεν ήταν δυνατό να αμφισβητηθεί. 

 

β)  Οι μάρτυρες αστυνομικοί δεν μπορούσε να ήταν αξιόπιστοι, αφού δεν είδαν πώς το δυστύχημα είχε συμβεί και μετέβησαν αργότερα στη σκηνή.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό Γιασεμή Δ. συμφωνούντος και του Παρπαρίνου Δ.:

 

1.  Οι αστυνομικοί εξεταστές μετέφεραν τα όσα βρήκαν επιτόπου στο σχεδιάγραμμα, που ετοίμασαν, της σκηνής. Το περιεχόμενο δε του σχεδιαγράμματος αυτού, δεν είχε, ουσιωδώς, αμφισβητηθεί.

 

2.  Ούτε και τα ίχνη της μοτοσικλέτας, σε σχέση με τα οποία διεξήχθη κάποια συζήτηση κατά τη δίκη, είχαν αμφισβητηθεί, παρά μόνο η πορεία, την οποία αυτή ακολούθησε, για να φτάσει στο σημείο της σύγκρουσης.

 

3.  Η εκδοχή του εφεσείοντος όπως διατυπώθηκε από τον ίδιο κατά την αντεξέτασή του, παραγνώριζε εντελώς την πραγματική μαρτυρία, η οποία καταμαρτυρούσε τον τρόπο που ο εφεσείων είχε κινηθεί μέσα στο δρόμο, στην προσπάθειά του να υλοποιήσει την πρόθεσή του να εισέλθει στην πάροδο, προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του.

 

4.  Aυτός, παρά τον ισχυρισμό του, ανωτέρω, ουδέποτε πρόλαβε να εισέλθει στην πάροδο, αφού, με τη σύγκρουση, το αυτοκίνητό του ακινητοποιήθηκε στη μέση της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας, ενώ, από τα όσα, επίσης, ισχυρίστηκε, ουδέποτε ακινητοποίησε πλήρως το αυτοκίνητο που οδηγούσε, όπως ανέφερε σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του.

 

5.  Εν κατακλείδι, η μαρτυρία του εφεσείοντος είναι ουσιωδώς αναξιόπιστη, με βάση το ίδιο το περιεχόμενό της και, γι’ αυτό, ορθώς, τελικά, η αλήθεια αναζητήθηκε στην πραγματική μαρτυρία.

 

6.  Aυτό που αβίαστα προέκυπτε από την πραγματική μαρτυρία ήταν ότι ο εφεσείων, οδηγώντας το αυτοκίνητό του, εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας αρκετά μέτρα πριν από την πάροδο, από σημείο που δεν ήταν επιτρεπτό, λόγω της συνεχούς άσπρης γραμμής.

[*699]7.      Για να φτάσει δε σε αυτή, ήταν αναμενόμενο ότι θα έπρεπε να προχωρήσει, όπως και έπραξε, οδηγώντας το αυτοκίνητό του με σπουδή, διαγράφοντας, συγχρόνως, διαγώνια πορεία, η οποία ανεκόπη, λόγω της σύγκρουσης με τη μοτοσικλέτα.

 

8.  Ο εφεσείων είδε το δίκυκλο, προφανώς, την τελευταία στιγμή, γι’ αυτό δεν έλαβε και οποιοδήποτε μέτρο αποφυγής της σύγκρουσης με αυτό. Σε τούτο συνηγορεί η παντελής απουσία ιχνών τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του στο οδόστρωμα.

 

9.  Τα πιο πάνω αποτελούσαν ουσιώδη ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με τα γεγονότα που είχαν λάβει χώρα κατά το δεδομένο χρόνο.

 

10. Περαιτέρω, όπως επίσης διαπίστωσε, ουσιαστικά, ο πρωτόδικος Δικαστής, ο εφεσείων, εάν ασκούσε τη δέουσα παρατηρητικότητα, όπως επέβαλλε η στιγμή - είχε 200 μέτρα πεδίο ορατότητας μπροστά του - θα μπορούσε να δει τη μοτοσικλέτα, η οποία κατευθυνόταν προς το μέρος του· ο ίδιος, όμως, είχε, ήδη, εισέλθει και οδηγούσε με διαγώνια φορά στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας.

 

11. Εν ολίγοις, κατά το χρόνο εκείνο, η μοτοσικλέτα βρισκόταν στη σκηνή και εντός του πεδίου ορατότητας του εφεσείοντος. Επομένως, αυτός μπορούσε και θα έπρεπε να την είχε δει, ανεξάρτητα από το αν ο οδηγός της δεν οδηγούσε με τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή, όπως απαιτείτο από αυτόν.

 

12. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς περί συγκεκριμένης συμπεριφοράς του μοτοσικλετιστή, το σημαντικό, όμως, είναι ότι δεν αποτελούσε η οποιαδήποτε τέτοια συμπεριφορά του μοτοσικλετιστή συστατικό στοιχείο του αδικήματος, για το οποίο κατηγορείτο ο εφεσείων.

 

13. Επομένως, δεν είχε υποχρέωση η κατηγορούσα αρχή να προσπαθήσει να συλλέξει και προσκομίσει στο Δικαστήριο μαρτυρία άλλη από αυτήν την οποία είχε στην κατοχή της και έκρινε ως αναγκαία προς το σκοπό απόδειξης της ενοχής του εφεσείοντος.

 

14. Αν δε η οδική συμπεριφορά του άλλου ενεχόμενου οδηγού ήταν τέτοια, που θα μπορούσε να επενεργήσει αθωωτικά για τον εφεσείοντα, εναπόκειτο σε αυτόν να την θέσει ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, με τον τρόπο και στη διάσταση που ο ίδιος θεωρούσε ότι εξυπηρετούσε καλύτερα τους σκοπούς της υπεράσπισής του· είτε για να καταδείξει, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι δεν ευσταθούσε εν όλω ή εν μέρει η εναντίον του κατηγορία, εί[*700]τε για να ρίξει σκιά αμφιβολίας ως προς την αποδιδόμενη σ’ αυτόν ποινική ευθύνη.

 

15. Επίσης, από τα γεγονότα, δε διαπιστωνόταν να υπήρξε πλημμελής διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία, ώστε να είχε επηρεαστεί, σε οποιοδήποτε βαθμό, η υπεράσπιση του εφεσείοντος.

 

16. Το δυστύχημα συνέβηκε ως αποτέλεσμα της δικής του αποκλειστικής οδικής συμπεριφοράς, εν γνώσει του, εκδηλωθείσας κατά πολύ εκτός του μέτρου που αναμενόταν από ένα συνετό οδηγό, υπό τις περιστάσεις, να ενεργήσει, η οποία μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αλόγιστη και απερίσκεπτη, εμπερικλείουσα σοβαρό κίνδυνο, ο οποίος εκδηλώθηκε, με τις γνωστές, πλέον, τραγικές συνέπειες για όλους τους εμπλεκομένους.

 

Β. Υπό Ναθαναήλ Δ.:

 

1.  Με την τροπή που πήραν τα πράγματα με τον θάνατο του μοτοσικλετιστή, και την απουσία άλλων αυτόπτων μαρτύρων, η κατάθεση του εφεσείοντος στην αστυνομία και ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, ήταν η μόνη προαναφερθείσα.

 

2.  Πέραν του γεγονότος ότι όντως ο εφεσείων, όπως δείχνει το επί κλίμακος σχεδιάγραμμα της αστυνομίας, διέσχισε διαγωνίως τη Λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ πριν τη μέση της λεωφόρου έναντι της παρόδου στο σημείο των διακεκομμένων γραμμών, κίνηση αναμφίβολα αμελής εκ μέρους του, τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης του καταγράφουν αυθαίρετα συμπεράσματα.

 

3.  Βασικό εύρημα ήταν ότι η ορατότητα επί της λεωφόρου ήταν 200 μέτρα με αποτέλεσμα να καταλογιστεί στον εφεσείοντα παράλειψη να αντιληφθεί εγκαίρως την εξ αντιθέτου κίνηση της μοτοσικλέτας, εφόσον ανέκοψε την πορεία της.

 

4.  Όμως το εύρημα αυτό ήταν ακροσφαλές διότι προέκυψε από την εκτεταμένη αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, όλοι αστυνομικοί μάρτυρες, ότι ουδεμία εξέταση έγινε ως προς την επακριβή οδική κίνηση του θύματος.

 

5.  Ενώ υπήρχε μαρτυρία ότι το θύμα είχε δανειστεί τη μοτοσικλέτα, αγωνιστικού τύπου, μεγάλου κυβισμού, και χωρίς να φέρει πινακίδες εγγραφής, από φίλο του ο οποίος σύμφωνα με την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία διέμενε στον αριθμό 150 επί της ιδίας [*701]λεωφόρου, δεν έγινε έλεγχος της διαμονής αυτής, ούτε πόσο μακριά ή κοντά ήταν από το σημείο σύγκρουσης.

 

6.  Και ενώ η μαρτυρία του φίλου ήταν ότι το θύμα είχε δανειστεί τη μοτοσικλέτα για να τη δοκιμάσει και να αγοράσει τσιγάρα δεν εξετάστηκε από πού πιθανώς το θύμα αγόρασε τσιγάρα, από παραπλήσιο ή μη περίπτερο, από κάπου επί της κυρίας λεωφόρου ή από κάποια πάροδο.

 

7.  Η σχετικότητα του ελέγχου αυτού ως προς τη διακρίβωση της εγγύτητας ή μη περιπτέρου φάνηκε από την αντεξέταση να ήταν η επακριβής κίνηση του θύματος και βεβαίως η πιθανή απόσταση που διήνυσε πριν τη σύγκρουση με δεδομένη και αποδεκτή από την υπεράσπιση της κίνησης του επί της Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’.

 

8.  Το συμπέρασμα και εύρημα της ορατότητας των 200 μέτρων δεν ήταν στέρεο, εφόσον αυτό θα ήταν ορθό μόνο αν υπήρχε στοιχείο που να έδειχνε τη διαδρομή του θύματος καθ’ όλη αυτή την απόσταση.

 

9.  Τα πιο πάνω έπρεπε να συνδυαστούν, επιτείνοντας το ανασφαλές των συμπερασμάτων, με τη θέση του εφεσείοντος που εξαρχής προβλήθηκε, ότι είχαν πέσει φώτα πάνω του από τα αριστερά και αμέσως άκουσε «το μπαμπ και το αυτοκίνητο μου ταρακουνήθηκε, πήγε προς τα πίσω».

 

10. Αναπτύχθηκε η θεωρία από την υπεράσπιση ότι πιθανόν η εξήγηση του γεγονότος ότι τα φώτα έπεσαν από πάνω προς τα κάτω, να ήταν η κίνηση της μοτοσικλέτας αμέσως πριν ή λίγο πριν τη σύγκρουση στον ένα τροχό εν είδη «σούζας». Το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση αυτή. Το συνδύασε όμως και πάλι με το καταλυτικό εύρημα ότι η ορατότητα του εφεσείοντος ήταν 200 μέτρα και συνεπώς όφειλε να εντοπίσει αυτή την κίνηση του θύματος ουσιαστικά από την αρχή.

 

11. Ακριβώς, όμως, η μη ύπαρξη σαφούς και θετικής μαρτυρίας περί κίνησης στον ένα τροχό έπρεπε να προβληματίσει το Δικαστήριο εφόσον η μόνη μαρτυρία που είχε ενώπιον του από τον ίδιο τον εφεσείοντα ως προς τα φώτα που είδε να πέφτουν «από πάνω προς τα κάτω» είχε, ως εξήγηση, την προαναφερθείσα κίνηση της.

 

12. Eλέγχεται μη λογική η κάθετη θέση του Δικαστηρίου ότι ακόμη και [*702]να ίσχυε αυτή η κίνηση στον ένα τροχό δεν είχε οποιαδήποτε επίπτωση διότι ο εφεσείων όφειλε να προσέξει το θύμα από απόσταση ουσιαστικά 200 μέτρων.

 

13. Προϋπόθεση που θα ίσχυε όμως αν πράγματι το θύμα είχε χρησιμοποιήσει ολόκληρη την λεωφόρο από το σημείο της ορατότητας των 200 μέρων, που όπως υποδείχθηκε προηγουμένως, αυτή ήταν εν τέλει μια εικασία ενόψει της αποτυχίας της αστυνομίας να ελέγξει οτιδήποτε σχετικό.

 

14. Ο εφεσείων εδώ δεν πρόβαλε την εκδοχή ότι τα φώτα είχαν πέσει επάνω του από πάνω προς τα κάτω μόνο στην αντεξέταση του, όπου είπε ότι  είδε «κάποια φώτα να προσγειώνονται από πάνω προς τα κάτω».

 

15. Είχε αυτή την εκδοχή από την αστυνομική του κατάθεση, ενώ με ειλικρίνεια ενώπιον του Δικαστηρίου ανέφερε ότι δεν άκουσε φρένα, ούτε είδε προηγουμένως την κίνηση της μοτοσικλέτας. Η διάψευση λοιπόν αυτής της εκδοχής δεν ήταν συνεπώς αυτομάτως δυνατή στην απουσία οποιασδήποτε αντίθετης μαρτυρίας με μόνη την ορατότητα των 200 μέτρων. Στην πραγματικότητα ο εφεσείων δεν πρόβαλε διαζευκτική εκδοχή. Ήταν η μόνη εκδοχή που υπήρχε πέραν βέβαια της όποιας πραγματικής μαρτυρίας.

 

16. Ήταν επίσης δεδομένο από τη μαρτυρία ότι η σύγκρουση ήταν βίαιη. Υπήρχε επομένως σαφής ένδειξη ότι η μοτοσικλέτα κινείτο με μεγάλη ταχύτητα, αλλά οι αστυνομικοί ερευνητές δεν έκαμαν οποιαδήποτε προς τούτο έρευνα εν μέρει και λόγω του γεγονότος ότι ο χιλιομετρητής της μοτοσικλέτας καταστράφηκε με τη σύγκρουση.

 

17. Πρόσθετα, ο φωτισμός της σκηνής ήταν ελλιπής, πιο αραιός, στην πορεία του θύματος, στοιχείο που ενδεχομένως να είχε επηρεάσει την όλη ορατότητα, έχοντας υπόψη ότι το δυστύχημα συνέβη το βράδυ της 3.9.2011.

 

18. Και τα δύο πιο πάνω ζητήματα πρέπει περαιτέρω να ιδωθούν και υπό το πρίσμα της ασάφειας που υπήρξε σχετικά με τα ίχνη τροχοπέδησης που κατά την αστυνομία άφησε η μοτοσικλέτα στην προσπάθεια του οδηγού της να φρενάρει.

 

19. Παρέμενε όμως γεγονός ότι στις φωτογραφίες που κατατέθηκαν δεν φαίνονταν καθόλου ίχνη τροχοπέδησης, εμφανή τουλάχιστον, που να ανήκαν στη μοτοσικλέτα.

[*703]20.    Όσα λέχθηκαν από τους αστυνομικούς μάρτυρες ήταν με αναφορά στα όσα διαπίστωσαν στη σκηνή, κατά τη θέση τους, ερχόμενα σε αντίθεση, ή, τουλάχιστον τιθέμενα σε αμφιβολία από την αυθεντική αποτύπωση της σκηνής μέσω των φωτογραφιών.

 

21. Τέλος υποδεικνυόταν και το εξής: στο θύμα ανιχνεύθηκε κοκαΐνη στο αίμα και κάνναβη στα ούρα.

 

22. Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετατόπισε την ευθύνη στον ίδιο τον εφεσείοντα, ενώ η απόδειξη ότι η επήρεια ναρκωτικών καθιστά προβληματική την οδήγηση και συνεπώς απαγορεύεται εκ της νομοθεσίας, ήταν δεδομένη αφού την αποδέχθηκε ο Μ.Κ.3.

 

23. Ήταν μόνο θέμα βαθμού και αυτό παρέμεινε κενό και δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει παρά προς όφελος του εφεσείοντος, διότι η οδική συμπεριφορά του δεν ήταν επικίνδυνη, αλόγιστη και απερίσκεπτη, με μόνη τη διαγώνια κίνηση του να εισέλθει στην πάροδο έχοντας υπόψη το ελλειμματικό της υπόλοιπης μαρτυρίας.

 

24. Υπάρχει ταυτολογία στη σκέψη του Δικαστηρίου. Ενώ το ζητούμενο με βάση το κατηγορητήριο ήταν κατά πόσο η οδική συμπεριφορά του εφεσείοντος εντασσόταν ή όχι στο Άρθρο 210 του Κεφ. 154, το Δικαστήριο θεωρώντας  ότι ο εφεσείων είχε ούτως ή άλλως επιδείξει αλόγιστη, επικίνδυνη και απερίσκεπτη συμπεριφορά, απέτυχε να προσδώσει οποιαδήποτε σημασία στην κατά την υπάρχουσα μαρτυρία παράλληλη οδική συμπεριφορά του θύματος και πώς αυτή ενδεχομένως συνέτεινε στη βίαιη σύγκρουση και το μοιραίο αποτέλεσμα.

 

25. Το σκεπτικό του ότι δεν αποδείχθηκε ότι το θύμα είχε συμβάλει στη σύγκρουση ήταν λανθασμένο. Υπήρχαν ικανά στοιχεία μαρτυρίας περί του αντιθέτου. Η σύγκρουση ήταν βίαιη και αυτό δεν θα μπορούσε να αποτελούσε γεγονός αν το θύμα δεν είχε αυξημένη ταχύτητα με δεδομένο ότι ο εφεσείων κινείτο με ελάχιστη ταχύτητα. Η βίαιη σύγκρουση μετατόπισε το όχημα του εφεσείοντος κατά 60 εκ., η δε μοτοσικλέτα απεκόπη στα δύο.

 

26. Ωσαύτως, παρέμεινε ασαφής και αδιευκρίνιστη η προηγηθείσα κίνηση του θύματος, το οποίο οδηγούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών.

 

27. Τα στοιχειοθετούμενα με αποδεκτή, σαφή μαρτυρία, άμεση ή περιστατική, γεγονότα, πρέπει να καταδεικνύουν οδήγηση τέτοια που να εμπίπτει στο Άρθρο 210. Εδώ, τα ευρήματα και συμπε[*704]ράσματα του Δικαστηρίου δεν είναι εύλογα, ούτε μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν κατηγορία βάση του Άρθρου 210 πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

28. Ο εφεσείων κάλλιστα μπορούσε να κριθεί ένοχος από το πρωτόδικο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου αρ. 86/1972, ως τροποποιήθηκε, έχοντας υπόψη ότι ο βαθμός αμέλειας για ένταξη οδικής συμπεριφοράς στο εν λόγω άρθρο δεν είναι μεγαλύτερος από την αμέλεια στις αστικές υποθέσεις.

 

Με την έφεση κατά της ποινής υποστηρίχθηκε ότι:

 

α)  Η επιβληθείσα ποινή της διετούς φυλάκισης ήταν έκδηλα υπερβολική, δεδομένων των περιστάσεων, κάτω από τις οποίες συνέβηκε το δυστύχημα.

 

β)  Ως τέτοιες ήταν οι περιστάσεις, τις οποίες ο εφεσείων είχε προβάλει με την εκδοχή του, και αφορούσαν στον τρόπο που αυτός είχε οδηγήσει το αυτοκίνητό του στο δρόμο κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Υπό Γιασεμή Δ. συμφωνούντος και του Παρπαρίνου Δ.:

 

1.  Αυτό που μέτρησε ιδιαίτερα στη σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την επιβολή της εν λόγω ποινής, ήταν η αλόγιστη και απερίσκεπτη, όπως διαπιστώθηκε, οδική συμπεριφορά του εφεσείοντος, όταν αυτός εισήλθε βεβιασμένα στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, από μη επιτρεπτό σημείο του δρόμου και κινήθηκε διαγώνια, για κάποια απόσταση, μέχρι να φτάσει έναντι της παρόδου, στην οποία είχε πρόθεση να προχωρήσει.

 

2.  Δημιούργησε, έτσι, εν γνώσει του, ένα σοβαρό κίνδυνο, ο οποίος, με την εκδήλωσή του, επέφερε το τραγικό αποτέλεσμα.

 

3.  Και στην περίπτωση αυτή, ο πρωτόδικος Δικαστής καθοδηγήθηκε από τη σχετική νομολογία και επιπλέον απέρριψε και το αίτημα για αναστολή της επιβληθείσας ποινής, επιλογή η οποία, επίσης, δικαιολογείτο, υπό τις πιο πάνω περιστάσεις.

 

4.  Ελήφθη υπόψη πρωτοδίκως κατά την επιμέτρηση της ποινής, το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντος, το νεαρό της ηλικίας του, [*705]και οι λοιπές προσωπικές του περιστάσεις. Είναι στη βάση όλων των πιο πάνω που του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο ετών.

 

5.  Αναγνωρίζεται, βέβαια, ότι επρόκειτο για σχετικά αυστηρή ποινή, εντούτοις, δε διαπιστωνόταν ότι υπήρχε υπερβολή, ώστε να δικαιολογείτο η μείωσή της, με δεδομένο, μάλιστα, ότι δε συνέτρεχαν οι συνθήκες του δυστυχήματος, τις οποίες εισηγήθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντος.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ανδρέου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 409,

 

Γεν. Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (Αρ. 1) (2002) 2 Α.Α.Δ. 473,

 

Ζυπιτής κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2003) 2 Α.Α.Δ. 220,

 

R v Lawrence [1981] 1 All ER 974,

 

R v Reid [1992] 3 All ER 673,

 

Knell ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51

 

Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 185,

 

Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143,

 

Georghiou v. The Police (1966) 2 C.L.R. 18,

 

Police v. Christophides a.ο. (1984) 2 C.L.R. 33,

 

Γεν. Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355,

 

Γεν. Εισαγγελέας  ν. Κουκκίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 191,

 

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

 

Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104,

 

Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211,

 

Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706,

[*706]Γεν. Εισαγγελέας ν. Σαζός (2001) 2 Α.Α.Δ. 18,

 

Rayas v. Police 19 C.L.R. 308,

 

Charalambous v. Police (1982) 2 C.L.R. 134,

 

Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409,

 

Γιωργαλλής ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 21,

 

Constantinou v. Katsouris (1975) 2 C.L.R. 1188.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του             Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Φυλακτού, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 11915/11), ημερομηνίας 14/5/13 και 20/5/13 αντίστοιχα.

 

Σ. Μάτσας, για τον Εφεσείοντα.

 

Ε. Μανώλη (κα), Δημόσιος Κατήγορος, μαζί με Ν. Νεοκλέους, για την Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείων παρών.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνεί και ο Παρπαρίνος, Δ., θα δοθεί από το Γιασεμή, Δ. Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από εμένα.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με έναν και μοναδικό λόγο έφεσης, υποστηριζόμενο, όμως, από λεπτομερή και, σε κάποιο βαθμό, επαναλαμβανόμενη αιτιολογία, ο εφεσείων προσβάλλει την καταδικαστική γι’ αυτόν πρωτόδικη απόφαση ως αντινομική, ακροσφαλή και νομικά εσφαλμένη. Στις διάφορες παραγράφους της αιτιολογίας, επισημαίνονται οι, κατ’ ισχυρισμό, αδυναμίες σε σχέση με συγκεκριμένα ευρήματα και διαπιστώσεις του εκδικάσαντος Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα.

 

Η υπόθεση αφορά τροχαίο δυστύχημα, το οποίο συνέβηκε στις 3.9.2011, γύρω στις 9.20 το βράδυ, στη συμβολή της λεωφόρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ με την οδό Χριστόδουλου Πολυ[*707]δώρου, στη Χλώρακα της επαρχίας Πάφου. Κατ’ εκείνο το χρόνο, ο εφεσείων, οδηγώντας ιδιωτικό αυτοκίνητο, τύπου σαλούν, κατά μήκος της προαναφερθείσας λεωφόρου, με ανατολική κατεύθυνση, προς Πάφο, επιχείρησε να εισέλθει σε πάροδο, η οποία βρισκόταν προς τα δεξιά, σε σχέση με την πορεία του. Ως αποτέλεσμα, ανέκοψε την πορεία μοτοσικλέτας μεγάλου κυβισμού, η οποία οδηγείτο στη λεωφόρο από την αντίθετη κατεύθυνση, προς δυσμάς. Η σύγκρουση των δύο οχημάτων συνέβηκε περί το μέσο της λωρίδας κυκλοφορίας στην οποία οδηγούσε ο μοτοσικλετιστής, θύμα του δυστυχήματος.

 

Πρόκειται για δυστύχημα του είδους που, δυστυχώς, συμβαίνουν συχνά, συνήθως σε κατοικημένες περιοχές, χωρίς τις πλείστες φορές να προκαλούνται ιδιαίτερες συνέπειες για τους ενεχόμενους οδηγούς. Στην παρούσα περίπτωση, η τραγική διαφορά από τα προαναφερθέντα δυστυχήματα είναι ότι, στο υπό αναφορά, δυστυχώς, ο μοτοσικλετιστής υπέκυψε στα τραύματά του, αμέσως μετά τη σύγκρουση. Το γεγονός τούτο αλλά και ο διαπιστωθείς τρόπος οδήγησης, κατά το δεδομένο χρόνο, του εφεσείοντος, όπως αυτός εκτιμήθηκε από τον υπεύθυνο αστυνομικό εξεταστή, είναι οι λόγοι, προφανώς, για τους οποίους ο εφεσείων κατηγορήθηκε, τελικώς, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Δεν ηγέρθη οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με την ερμηνεία και την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου αυτού στην προκειμένη περίπτωση.

 

Κατηγορηθείς, λοιπόν, ο εφεσείων ότι, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, σε σχέση με την οδήγηση αυτοκινήτου, η οποία δεν αναγόταν σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση, προκάλεσε το θάνατο του θύματος, απάντησε με μη παραδοχή. Διεξήχθη δίκη, κατά την οποία μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας ήταν ο ίδιος ο εφεσείων, ο οποίος κατέθεσε ενόρκως σε υπεράσπισή του. Προηγουμένως, κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες κατηγορίας, όλοι αστυνομικοί, οι οποίοι είχαν εμπλακεί στη διερεύνηση των συνθηκών του δυστυχήματος, ο καθένας από τη δική του εντεταλμένη θέση. Με το πέρας της ακρόασης, ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος για το εν λόγω αδίκημα και του επιβλήθηκε, μεταξύ άλλων, διετής ποινή φυλάκισης, την οποία έχει, επίσης, εφεσιβάλει.

 

Όπως συμβαίνει συνήθως, έτσι και στην παρούσα περίπτωση, δεν αμφισβητήθηκε πλείστη από την προσφερθείσα μαρτυρία· είτε επειδή αυτή ήταν ουδέτερης σημασίας για την υπεράσπιση, είτε διότι το περιεχόμενό της δεν επιδεχόταν αμφισβήτησης. Επομέ[*708]νως, από τα αναντίλεκτα γεγονότα, τα οποία προέκυπταν από τη μαρτυρία και τα οποία αποτέλεσαν μέρος των ευρημάτων του εκδικάσαντος την υπόθεση Δικαστηρίου, διαπιστώθηκε ότι, κατά το βράδυ της 3.9.2011, που συνέβηκε το δυστύχημα, ο καιρός στη σκηνή ήταν αίθριος και ο δρόμος φωτιζόταν από οδικό φωτισμό και, δη, από λαμπτήρες υψηλής τάσης, καθώς, επίσης, από τα φώτα των προθηκών παρακείμενων καταστημάτων. Ως αποτέλεσμα και με δεδομένο ότι η λεωφόρος εκτείνεται ευθεία, η απόσταση, από την οποία θα μπορούσε να δει ένας οδηγός από τη θέση που βρέθηκε ο εφεσείων αμέσως πριν από τη σύγκρουση προς την κατεύθυνση του μοτοσικλετιστή, ήταν περί τα 200 μέτρα. Εντούτοις, όπως διαπιστώθηκε, ο εφεσείων δεν τον αντιλήφθηκε, παρά μόνο όταν ήταν, πλέον, αργά και, έτσι, επισυνέβη η σύγκρουση.

 

Περαιτέρω, διαπιστώθηκε πως το δυστύχημα συνέβηκε, όπως έχει ήδη λεχθεί, όταν ο εφεσείων, οδηγώντας κατά μήκος της λεωφόρου με κατεύθυνση προς Πάφο, σε κάποιο σημείο, επιχείρησε στροφή προς τα δεξιά, σε σχέση με την πορεία του αυτή, με σκοπό να εισέλθει στην προαναφερθείσα πάροδο. Από το σχεδιάγραμμα της σκηνής, σε κλίμακα 1:250, ήταν πρόδηλο ότι ο εφεσείων άρχισε να υλοποιεί το πιο πάνω εγχείρημά του σε σημείο όπου υπήρχε συνεχής άσπρη γραμμή κατά μήκος της μέσης του δρόμου, πριν από το σημείο όπου η γραμμή αυτή διακοπτόταν, ως ένδειξη ότι από εκείνο το σημείο μόνο επιτρεπόταν η στροφή προς τα δεξιά, και προς την πάροδο. Επομένως, ανάλογα, και η σύγκρουση των δύο οχημάτων συνέβηκε περί τα εννέα μέτρα πιο πίσω από το κεντρικό σημείο της διακεκομμένης γραμμής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, καταδεικνυόταν ότι ο εφεσείων εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, ακολουθώντας διαγώνια φορά και διαγράφοντας μια πορεία, η οποία, λογικά, εκτεινόταν ακόμα πιο πίσω από το σημείο της σύγκρουσης. Προς συμπλήρωση της εικόνας στη σκηνή, αναφέρεται, επίσης, πως το σημείο αυτό είχε εντοπιστεί μερικά μέτρα πριν από την άκρα δεξιά ή δυτική πλευρά της παρόδου, σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντος πάντοτε.

 

Οι εξεταστές του δυστυχήματος, αστ. Μ. Κρεμμάς (Μ.Κ.2) και ο λοχίας Κ. Σάββα (Μ.Κ.3), εντόπισαν το ακριβές σημείο της σύγκρουσης από ίχνη που αυτή άφησε στην άσφαλτο. Λόγω, ακριβώς, της σύγκρουσης, το αυτοκίνητο, το οποίο είχε κτυπηθεί στην μπροστινή αριστερή γωνία του, μετακινήθηκε περί τα 60 εκατοστά πιο πίσω, διατηρώντας, όμως, τη διαγώνια φορά που είχε λάβει λόγω της πορείας που ακολουθούσε αμέσως προηγουμένως. Δίπλα, ακριβώς, προς τα αριστερά, βρέθηκε η μοτοσικλέτα που οδη[*709]γούσε το θύμα. Αυτή είχε κοπεί στα δύο από το σημείο που ο σκελετός της συνδεόταν με το σύστημα του μπροστινού τροχού. Από τα τελευταία αυτά στοιχεία, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η σύγκρουση πιθανόν να ήταν, σχετικά, βίαιη. Δεν υπάρχει, όμως, άλλη αντικειμενική μαρτυρία, από την οποία θα μπορούσε αυτό να διαπιστωθεί με μετρήσιμα στοιχεία, αφού δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί με επιστημονικό τρόπο η ταχύτητα, κατά το δεδομένο χρόνο, του κάθε οχήματος και, ειδικά, της μοτοσικλέτας.

 

Ένα τέτοιο στοιχείο θα ήταν, ασφαλώς, τα ίχνη τροχοπέδησης.  Το αυτοκίνητο, όμως, που οδηγούσε ο εφεσείων δεν άφησε οποιαδήποτε τέτοια ίχνη, ενώ η μοτοσικλέτα άφησε ίχνη περί τα επτά μέτρα, τα οποία οι εξεταστές απέδωσαν στον πισινό τροχό, καθώς και μια πιο μικρή παράλληλη γραμμή τέτοιων ιχνών, τα οποία απέδωσαν στον μπροστινό τροχό της. Από τα ίχνη αυτά ο λοχίας Σάββα, ως ειδικός εμπειρογνώμονας, συνήγαγε ότι η μοτοσικλέτα, κατά το χρόνο εκείνο, οδηγείτο κατά μήκος της λεωφόρου και ότι, μερικά μέτρα πριν από το σημείο της σύγκρουσης, πλαγιολίσθησε, γέρνοντας προς τα αριστερά, προτού προσκρούσει, την αμέσως επόμενη στιγμή, πάνω στο αυτοκίνητο του εφεσείοντος.  Απέδωσε δε τα εν λόγω ίχνη και την κίνηση αυτή σε ύστατη προσπάθεια του μοτοσικλετιστή να αποφύγει τη σύγκρουση με το αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε ο εφεσείων.

 

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του αστυνομικού εξεταστή, σε σχέση με την πορεία της μοτοσικλέτας, αποτέλεσαν σημείο τριβής κατά την αντεξέτασή του, στη διάρκεια της δίκης. Θεωρώντας αυτός ότι τα εν λόγω ίχνη στο οδόστρωμα καταδείκνυαν ότι η μοτοσικλέτα οδηγείτο επί της λεωφόρου και από την απέναντι κατεύθυνση, απέρριψε τη θέση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι αυτή εισήλθε στη λεωφόρο από κάποιο παρακείμενο σημείο στα αριστερά της, σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντος. Ας σημειωθεί πως ούτε και το Δικαστήριο δέχτηκε τη θέση αυτή, θεωρώντας την άποψη του εξεταστή ως τη μόνη ορθή. Άλλωστε, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, ουδέποτε ο εφεσείων πρόβαλε τέτοια θέση, όταν αυτός κατέθετε στο Δικαστήριο, η δε άποψή του σε σχέση με την οδική συμπεριφορά του μοτοσικλετιστή ήταν εντελώς διαφορετική.

 

Ο πρωτόδικος Δικαστής προέβηκε στα πιο πάνω ευρήματα, αφού προηγουμένως παρέθεσε σε έκταση τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων και αφού την αξιολόγησε, αποδεχόμενος ως αληθή τα γεγονότα τα οποία συνήγαγε από τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και, βεβαίως, όσα διαπίστωσε ως αναμφισβήτητα, ιδιαίτερα, με δεδομένο ότι η πιο πάνω πραγματική μαρτυρία δεν είχε [*710]αμφισβητηθεί. Απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος, ως μη συνάδουσα με την πραγματική μαρτυρία και, συνακόλουθα, ως μη δυνάμενη να τον οδηγήσει σε ευρήματα, τα οποία θα μπορούσε να αποδεχθεί, αποδίδοντάς τους και ανάλογη αποδεικτική αξία.  Προβαίνοντας στην πιο πάνω διεργασία, ο ευπαίδευτος Δικαστής, όπως διαπιστώνεται από την απόφασή του, καθοδηγήθηκε από τη σχετική νομολογία σε σχέση με το βάρος απόδειξης, ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, το οποίο η κατηγορούσα αρχή έπρεπε να αποσείσει, καθώς, επίσης, ως προς τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, τα οποία έπρεπε να ικανοποιηθούν από τα ευρήματά του σε σχέση με τα γεγονότα, προκειμένου να αποδεικνυόταν η κατηγορία που ο εφεσείων αντιμετώπιζε. Ως προς τούτο, αναφέρθηκε ιδιαίτερα στις υποθέσεις Ανδρέου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 409, Γεν. Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (Αρ. 1) (2002) 2 Α.Α.Δ. 473, Ζυπιτής κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2003) 2 Α.Α.Δ. 220, R v Lawrence [1981] 1 All ER 974 και R v Reid [1992] 3 All ER 673, από τις οποίες και άντλησε καθοδήγηση.

 

Οι αιτιάσεις που εξειδικεύονται στο λόγο έφεσης προσβάλλουν συγκεκριμένα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η κυριότερη, την οποία ανέπτυξε με ιδιαίτερη θέρμη ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, δε χειρίστηκε αυτός πρωτόδικα την υπόθεση για την υπεράσπιση, προβάλλει την εξής θέση: Ότι ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα παραγνώρισε την εκδοχή την οποία πρόβαλε κατά τη δίκη ο εφεσείων, αναφορικά με τις κινήσεις του στο δρόμο κατά τον ουσιώδη χρόνο, εφόσον αυτός ήταν ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του δυστυχήματος και, επομένως, η εκδοχή του δεν ήταν δυνατό να αμφισβητηθεί. Συγχρόνως, υπέδειξε, συναφώς, ότι οι μάρτυρες αστυνομικοί δεν μπορούσε να ήταν αξιόπιστοι, αφού δεν είδαν πώς το δυστύχημα είχε συμβεί· αυτοί μετέβησαν αργότερα στη σκηνή. Η τελευταία παρατήρηση του συνηγόρου είναι ορθή, όμως, οι αστυνομικοί εξεταστές μετέφεραν τα όσα βρήκαν επιτόπου στο σχεδιάγραμμα, που ετοίμασαν, της σκηνής. Το περιεχόμενο δε του σχεδιαγράμματος αυτού, τεκμήριο 12, δεν είχε, ουσιωδώς, αμφισβητηθεί. Ούτε και τα ίχνη της μοτοσικλέτας, σε σχέση με τα οποία διεξήχθη κάποια συζήτηση κατά τη δίκη, είχαν αμφισβητηθεί, παρά μόνο η πορεία, την οποία αυτή ακολούθησε, για να φτάσει στο σημείο της σύγκρουσης. Η πτυχή αυτή έχει, ήδη, εξεταστεί.

 

Η εν λόγω εκδοχή του εφεσείοντος διατυπώθηκε από τον ίδιο κατά την αντεξέτασή του. Συγκεκριμένα, ερωτηθείς, σχετικά, είχε πει σε κάποιο στάδιο τα εξής: «Όπως σας είπα όταν πλησίασα την πάροδο ελάττωνα την ταχύτητα του αυτοκινήτου μου και σταμά[*711]τησα. Είχα το trafication μου ανοικτό προς τα δεξιά και προχωρούσα πολύ σιγά με την πρώτη ταχύτητα και περίμενα να περάσουν τα οχήματα που ερχόντουσαν από την αντίθετη κατεύθυνση και μόλις καθάρισε ο δρόμος και βεβαιώθηκα ότι είναι άδειος μπήκα στην πάροδο.» Ενώ, σε ένα άλλο σημείο της αντεξέτασής του, προσδιορίζοντας το σημείο που είχε σταματήσει, είπε: «Η πάροδος ήταν ακριβώς δεξιά μου». Ουσιαστικά, ο εφεσείων επανέλαβε την εκδοχή που πρόβαλε, σε σχέση με την πιο πάνω πτυχή, στη γραπτή κατάθεσή του στην Αστυνομία, κατάθεση την οποία υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του.

 

Η πιο πάνω, όμως, θέση του εφεσείοντος, η οποία, προφανώς, θεωρείται από τον ευπαίδευτο συνήγορό του ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, παραγνωρίζει εντελώς την πραγματική μαρτυρία, η οποία καταμαρτυρεί τον τρόπο που ο εφεσείων είχε κινηθεί μέσα στο δρόμο, στην προσπάθειά του να υλοποιήσει την πρόθεσή του να εισέλθει στην πάροδο, προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του. Να σημειωθεί δε, συναφώς, ότι αυτός, παρά τον ισχυρισμό του, ανωτέρω, ουδέποτε πρόλαβε να εισέλθει στην πάροδο, αφού, με τη σύγκρουση, το αυτοκίνητό του ακινητοποιήθηκε στη μέση της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας, ενώ, από τα όσα, επίσης, ισχυρίστηκε, ουδέποτε ακινητοποίησε πλήρως το αυτοκίνητο που οδηγούσε, όπως ανέφερε σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του. Εν κατακλείδι, η μαρτυρία του εφεσείοντος είναι ουσιωδώς αναξιόπιστη, με βάση το ίδιο το περιεχόμενό της και, γι’ αυτό, ορθώς, τελικά, η αλήθεια αναζητήθηκε στην πραγματική μαρτυρία. 

 

Η πραγματική μαρτυρία, συνιστάμενη από αναμφισβήτητα στοιχεία απόδειξης, μεταφέρει κατά τρόπο αντικειμενικό, επιδεχόμενη, έτσι, και την ελάχιστη ερμηνεία, την εικόνα στη σκηνή, αποκαλυπτική της φάσης η οποία έχει εξελιχτεί και η οποία έχει καταλήξει στη σύγκρουση των ενεχομένων οχημάτων, εφόσον πρόκειται για τροχαίο δυστύχημα. Η ποιότητά της ως μαρτυρία είναι δυνατό να επισκιάσει κάθε άλλη μαρτυρία, η οποία είναι αντίθετη από αυτή, οδηγώντας, συγχρόνως, στη μη αποδοχή της, (βλ. Knell ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51 και την εκτενή νομολογία επί του ιδίου θέματος που αναφέρεται σ’ αυτή).

 

Αυτό είναι που συνέβηκε στην προκειμένη περίπτωση, καταρρίπτοντας, ουσιαστικά, την εκδοχή του εφεσείοντος ότι σταμάτησε ακριβώς απέναντι από την πάροδο και έλεγξε το δρόμο από την αντίθετη κατεύθυνση πριν προχωρήσει. Αντίθετα, αυτό που αβίαστα προέκυπτε από την πραγματική μαρτυρία είναι ότι ο εφεσείων, οδηγώντας το αυτοκίνητό του, εισήλθε στην αντίθετη λω[*712]ρίδα κυκλοφορίας αρκετά μέτρα πριν από την πάροδο, από σημείο που δεν ήταν επιτρεπτό, λόγω της συνεχούς άσπρης γραμμής. Για να φτάσει δε σε αυτή, ήταν αναμενόμενο ότι θα έπρεπε να προχωρήσει, όπως και έπραξε, οδηγώντας το αυτοκίνητό του με σπουδή, διαγράφοντας, συγχρόνως, διαγώνια πορεία, η οποία ανεκόπη, λόγω της σύγκρουσης με τη μοτοσικλέτα. Ο εφεσείων είδε το δίκυκλο, προφανώς, την τελευταία στιγμή, γι’ αυτό δεν έλαβε και οποιοδήποτε μέτρο αποφυγής της σύγκρουσης με αυτό. Σε τούτο συνηγορεί η παντελής απουσία ιχνών τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του στο οδόστρωμα.

 

Τα πιο πάνω αποτελούν ουσιώδη ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με τα γεγονότα που είχαν λάβει χώρα κατά το δεδομένο χρόνο. Περαιτέρω, όπως επίσης διαπίστωσε, ουσιαστικά, ο πρωτόδικος Δικαστής, ο εφεσείων, εάν ασκούσε τη δέουσα παρατηρητικότητα, όπως επέβαλλε η στιγμή - είχε 200 μέτρα πεδίο ορατότητας μπροστά του - θα μπορούσε να δει τη μοτοσικλέτα, η οποία κατευθυνόταν προς το μέρος του· ο ίδιος, όμως, είχε, ήδη, εισέλθει και οδηγούσε με διαγώνια φορά στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας. Εν ολίγοις, κατά το χρόνο εκείνο, η μοτοσικλέτα βρισκόταν στη σκηνή και εντός του πεδίου ορατότητας του εφεσείοντος. Επομένως, αυτός μπορούσε και θα έπρεπε να την είχε δει, ανεξάρτητα από το αν ο οδηγός της δεν οδηγούσε με τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή, όπως απαιτείτο από αυτόν.

 

Η τελευταία αναφορά εστιάζει σε κάποιες άλλες από τις αιτιάσεις, που, επίσης, υποστηρίζουν το λόγο έφεσης και αναφέρονται σε, δήθεν, συμπεριφορά του μοτοσικλετιστή, η οποία μπορεί να ήταν η αιτία για το δυστύχημα. Το ότι ο μοτοσικλετιστής είχε καταναλώσει σε κάποιο άγνωστο χρόνο πριν από το δυστύχημα ναρκωτικά αποτελεί, επίσης, αδιαμφισβήτητο γεγονός. Αναφέρεται στην έκθεση του Κρατικού Χημείου, που κατάθεσε στη δίκη, κατά την αντεξέτασή του, μάρτυρας κατηγορίας. Όσον αφορά, όμως, την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι, πολύ πιθανόν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο μοτοσικλετιστής να οδηγούσε στον πισινό τροχό, αυτή προήλθε από τον ισχυρισμό του εφεσείοντος στην κατάθεσή του ότι, αμέσως πριν από τη σύγκρουση, φώτα έπεσαν πάνω στο πρόσωπό του από πάνω προς τα κάτω.  Δεν υπήρξε, όμως, είτε στη μία, είτε στην άλλη περίπτωση, μαρτυρία, η οποία να καταδείκνυε ότι, κατά τον εν λόγω χρόνο, η κατανάλωση ναρκωτικών από το μοτοσικλετιστή συνέβαλε στο να συμβεί το δυστύχημα, ή ότι αυτός οδηγούσε τη μοτοσικλέτα στον πισινό τροχό. Ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε και τους δύο αυτούς ισχυρισμούς, ως εμπίπτοντες στη σφαίρα της εικασίας.

[*713]Το σημαντικό, όμως, είναι ότι δεν αποτελούσε η οποιαδήποτε τέτοια συμπεριφορά του μοτοσικλετιστή συστατικό στοιχείο του αδικήματος, για το οποίο κατηγορείτο ο εφεσείων. Επομένως, δεν είχε υποχρέωση η κατηγορούσα αρχή να προσπαθήσει να συλλέξει και προσκομίσει στο Δικαστήριο μαρτυρία άλλη από αυτήν την οποία είχε στην κατοχή της και έκρινε ως αναγκαία προς το σκοπό απόδειξης της ενοχής του εφεσείοντος, (βλ. Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 185, σελίδα 190). Αν δε η οδική συμπεριφορά του άλλου ενεχόμενου οδηγού ήταν τέτοια, που θα μπορούσε να επενεργήσει αθωωτικά για τον εφεσείοντα, εναπόκειτο σε αυτόν να την θέσει ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, με τον τρόπο και στη διάσταση που ο ίδιος θεωρούσε ότι εξυπηρετούσε καλύτερα τους σκοπούς της υπεράσπισής του· είτε για να καταδείξει, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι δεν ευσταθούσε εν όλω ή εν μέρει η εναντίον του κατηγορία, είτε για να ρίξει σκιά αμφιβολίας ως προς την αποδιδόμενη σ’ αυτόν ποινική ευθύνη.

 

Δεν αποτελεί η παρούσα υπόθεση περίπτωση κατά την οποία η κατηγορούσα αρχή είχε στη διάθεσή της μαρτυρία, η οποία, πιθανόν, να ήταν ευνοϊκή ή, κατά κάποιο τρόπο, χρήσιμη για τον εφεσείοντα, πλην, όμως, παρέλειψε να την προσκομίσει στο Δικαστήριο, ή να την διαθέσει στον εφεσείοντα, (βλ. Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, Georghiou v. The Police (1966) 2 C.L.R. 18 και Police v. Christophides a.ο. (1984) 2 C.L.R. 33).  Επίσης, από τα γεγονότα, δε διαπιστώνεται να υπήρξε πλημμελής διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία, ώστε να έχει επηρεαστεί, σε οποιοδήποτε βαθμό, η υπεράσπιση του εφεσείοντος.  Όπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί, το δυστύχημα συνέβηκε ως αποτέλεσμα της δικής του αποκλειστικής οδικής συμπεριφοράς, εν γνώσει του, εκδηλωθείσας κατά πολύ εκτός του μέτρου που αναμενόταν από ένα συνετό οδηγό, υπό τις περιστάσεις, να ενεργήσει, η οποία μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αλόγιστη και απερίσκεπτη, εμπερικλείουσα σοβαρό κίνδυνο, ο οποίος εκδηλώθηκε, με τις γνωστές, πλέον, τραγικές συνέπειες για όλους τους εμπλεκομένους.

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω εξέτασης των διαφόρων θεμάτων τα οποία ήγειρε ο εφεσείων, μέσω του συνηγόρου του, η έφεση σε σχέση με την καταδίκη του δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων έχει προσβάλει και την επιβληθείσα σ’ αυτόν ποινή της διετούς φυλάκισης, όχι, όμως, και τα άλλα τιμωρητικά μέτρα, τα οποία, επίσης, του επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ως βασική αιτιολογία, προβάλλεται η θέση ότι η πιο πάνω ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, δεδομένων των περι[*714]στάσεων, κάτω από τις οποίες συνέβηκε το δυστύχημα. Ως τέτοιες, όμως, αναφέρθηκαν οι περιστάσεις, τις οποίες ο εφεσείων είχε προβάλει με την εκδοχή του, και αφορούν στον τρόπο που αυτός είχε οδηγήσει το αυτοκίνητό του στο δρόμο κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η εκδοχή, όμως, αυτή δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο και η απόφασή του έχει επικυρωθεί στα πλαίσια της παρούσας έφεσης. Επομένως, η πιο πάνω αιτιολογία, η οποία, προφανώς, είναι και η πιο σοβαρή, δεν ευσταθεί.

 

Εκ του περισσού, όμως, έστω, να αναφερθεί ότι αυτό που μέτρησε ιδιαίτερα στη σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την επιβολή της εν λόγω ποινής, ήταν η αλόγιστη και απερίσκεπτη, όπως διαπιστώθηκε, οδική συμπεριφορά του εφεσείοντος, όταν αυτός εισήλθε βεβιασμένα στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, από μη επιτρεπτό σημείο του δρόμου και κινήθηκε διαγώνια, για κάποια απόσταση, μέχρι να φτάσει έναντι της παρόδου, στην οποία είχε πρόθεση να προχωρήσει. Δημιούργησε, έτσι, εν γνώσει του, ένα σοβαρό κίνδυνο, ο οποίος, με την εκδήλωσή του, επέφερε το τραγικό αποτέλεσμα που έχει προαναφερθεί. Και στην περίπτωση αυτή, ο πρωτόδικος Δικαστής καθοδηγήθηκε από τη σχετική νομολογία και, ιδιαίτερα, από την υπόθεση Γεν. Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355 και τη, σχετικά, πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, το οποίο την έχει υιοθετήσει, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κουκκίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 191.

 

Στις πιο πάνω δύο υποθέσεις, επισημαίνεται η επιτακτική υποχρέωση των δικαστηρίων για επιβολή αυστηρών ποινών, στις περιπτώσεις όπου το τροχαίο δυστύχημα που επιφέρει το θάνατο δεν οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία του κατηγορουμένου, αλλά σε εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας των άλλων προσώπων ή πεζών ή σε επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση. Σε τέτοια περίπτωση, όπως προστίθεται στην τελευταία πιο πάνω υπόθεση, ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης και στέρησης της άδειας οδηγού. Στη βάση αυτή, αφού δε συνέτρεχε κάποιος άλλος ιδιαίτερος λόγος, ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε και το αίτημα για αναστολή της επιβληθείσας ποινής, επιλογή η οποία, επίσης, δικαιολογείται, υπό τις πιο πάνω περιστάσεις.

 

Όπως διαπιστώνεται, τέλος, ο πρωτόδικος Δικαστής δεν παρέλειψε να λάβει, επίσης, υπόψη του, κατά την επιμέτρηση της ποινής, το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντος, το νεαρό της ηλικίας του, και τις λοιπές προσωπικές του περιστάσεις, όπως αυτές εκτίθεντο στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, η οποία σκοπίμως είχε τεθεί ενώπιόν του. Είναι στη βάση όλων των πιο πάνω που του επιβλή[*715]θηκε ποινή φυλάκισης δύο ετών. Αναγνωρίζεται, βέβαια, ότι πρόκειται για σχετικά αυστηρή ποινή, εντούτοις, δε διαπιστώνεται ότι υπάρχει υπερβολή, ώστε να δικαιολογείται η μείωσή της, με δεδομένο, μάλιστα, ότι δε συντρέχουν οι συνθήκες του δυστυχήματος, τις οποίες εισηγήθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντος.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Καταγράφω τη διαφορετική προσέγγιση μου στο θέμα έχοντας ως βάση το γενικότερο υπόβαθρο γεγονότων που αναφέρονται στην απόφαση της πλειοψηφίας. Όπου αναγκαίο θα επισημανθούν δεδομένα, ή, καλύτερα, η έλλειψη αυτών που υποστηλώνουν και τη δική μου απόφαση.

 

Επισημαίνεται αμέσως το πολύ σημαντικό στοιχείο στην υπόθεση αυτή ότι η μοναδική ζώσα μαρτυρία που ήταν εκ των πραγμάτων διαθέσιμη στο Δικαστήριο ήταν αυτή του ιδίου του εφεσείοντος. Με την τροπή που πήραν τα πράγματα με τον θάνατο του μοτοσυκλεττιστή, και την απουσία άλλων αυτόπτων μαρτύρων, η κατάθεση του εφεσείοντος στην αστυνομία και ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, ήταν η μόνη προαναφερθείσα. Έναντι αυτής υπήρχε η πραγματική μαρτυρία όπως αυτή αποτυπώθηκε στο σχεδιάγραμμα της σκηνής και στις φωτογραφίες που λήφθηκαν από τον αστυφύλακα 1142, Μ.Κ.1. Η θέση του εφεσείοντος ότι αφού είχε βεβαιωθεί ότι είχαν περάσει όλα τα οχήματα που χρησιμοποιούσαν από απέναντι το δρόμο, επιχείρησε τη στροφή προς τα δεξιά εντός της παρόδου οπότε και «έπεσαν φώτα πάνω μου από τα αριστερά και αμέσως άκουσα το μπαμ …..» και ότι τα φώτα αυτά έπεσαν «πάνω στο πρόσωπο μου από πάνω προς τα κάτω», απορρίφθηκε (όπως και όλη η μαρτυρία του), πρωτοδίκως ως «ψευδής, υστερόβουλη και αναξιόπιστη». Η όλη μαρτυρία του χαρακτηρίστηκε ως προσπάθεια αποφυγής των ευθυνών του και της αμέλειας που επέδειξε.

 

Ήταν όμως η μοναδική μαρτυρία και πέραν της εγγενούς δύναμης ή αδυναμίας της, σύγκριση της μπορούσε να γίνει μόνο με την πραγματική μαρτυρία. Πέραν του γεγονότος ότι όντως ο εφεσείων, όπως δείχνει το επί κλίμακος σχεδιάγραμμα της αστυνομίας, διέσχισε διαγωνίως τη Λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ πριν τη μέση της λεωφόρου έναντι της παρόδου στο σημείο των διακεκομμένων γραμμών, κίνηση αναμφίβολα αμελής εκ μέρους του, τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης του καταγράφουν αυθαίρετα συμπεράσματα. Βασικό εύρημα ήταν ότι η ορατότητα επί της λεωφόρου ήταν 200 μέτρα με αποτέλεσμα να κα[*716]ταλογιστεί στον εφεσείοντα παράλειψη να αντιληφθεί εγκαίρως την εξ αντιθέτου κίνηση της μοτοσυκλέττας, εφόσον ανέκοψε την πορεία της. Όμως το εύρημα αυτό είναι ακροσφαλές διότι προέκυψε από την εκτεταμένη αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, όλοι αστυνομικοί μάρτυρες, ότι ουδεμία εξέταση έγινε ως προς την επακριβή οδική κίνηση του θύματος. Ενώ υπήρχε μαρτυρία ότι το θύμα είχε δανειστεί τη μοτοσυκλέττα, αγωνιστικού τύπου, μεγάλου κυβισμού, και χωρίς να φέρει πινακίδες εγγραφής, από φίλο του ο οποίος σύμφωνα με την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία διέμενε στον αριθμό 150 επί της ιδίας λεωφόρου, δεν έγινε έλεγχος της διαμονής αυτής, ούτε πόσο μακριά ή κοντά ήταν από το σημείο σύγκρουσης, (σελ. 52 των πρακτικών). Και ενώ η μαρτυρία του φίλου ήταν ότι το θύμα είχε δανειστεί τη μοτοσυκλέττα για να τη δοκιμάσει και να αγοράσει τσιγάρα δεν εξετάστηκε από πού πιθανώς το θύμα αγόρασε τσιγάρα, από παραπλήσιο ή μη περίπτερο, από κάπου επί της κυρίας λεωφόρου ή από κάποια πάροδο. Η σχετικότητα του ελέγχου αυτού ως προς τη διακρίβωση της εγγύτητας ή μη περιπτέρου φάνηκε από την αντεξέταση να ήταν η επακριβής κίνηση του θύματος και βεβαίως η πιθανή απόσταση που διήνυσε πριν τη σύγκρουση με δεδομένη και αποδεκτή από την υπεράσπιση της κίνησης του επί της Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ. Το συμπέρασμα λοιπόν και εύρημα της ορατότητας των 200 μέτρων δεν είναι στέρεο, εφόσον αυτό θα ήταν ορθό μόνο αν υπήρχε στοιχείο που να έδειχνε τη διαδρομή του θύματος καθ’ όλη αυτή την απόσταση.

 

Τα πιο πάνω πρέπει να συνδυαστούν, επιτείνοντας το ανασφαλές των συμπερασμάτων, με τη θέση του εφεσείοντος που εξαρχής προβλήθηκε, ότι είχαν πέσει φώτα πάνω του από τα αριστερά και αμέσως άκουσε «το μπαμπ και το αυτοκίνητο μου ταρακουνήθηκε, πήγε προς τα πίσω». Αναπτύχθηκε η θεωρία από την υπεράσπιση ότι πιθανόν η εξήγηση του γεγονότος ότι τα φώτα έπεσαν από πάνω προς τα κάτω, να ήταν η κίνηση της μοτοσυκλέττας αμέσως πριν ή λίγο πριν τη σύγκρουση στον ένα τροχό εν είδη «σούζας». Το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση αυτή. Το συνδύασε όμως και πάλι με το καταλυτικό εύρημα ότι η ορατότητα του εφεσείοντος ήταν 200 μέτρα και συνεπώς όφειλε να εντοπίσει αυτή την κίνηση του θύματος ουσιαστικά από την αρχή. Είπε σχετικά:

 

«Επίσης ο κατηγορούμενος προσπάθησε και άφησε να νοηθεί εμμέσως και όχι άμεσα διότι ανέφερε ότι πιθανόν το θύμα ήταν στον ένα τροχό, αλλά αυτό ακόμα και να ίσχυε, πράγμα για το οποίο δεν υπάρχει σαφή και θετική μαρτυρία περί τούτου, ουδόλως διαδραματίζει οποιονδήποτε ρόλο διότι ο κατηγορούμενος όφειλε να δει το θύμα εν’ όψει της ορατότητας των 200 μέ[*717]τρων που είχε και του φωτισμού στην σκηνή του ατυχήματος, αλλά και εν’ όψει των αμελών αλόγιστων, επικίνδυνων και απερίσκεπτων πράξεων του κατηγορουμένου ως αυτές αναφέρθησαν και που για κανέναν λόγο δεν έδιναν το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να ανακόψει την πορεία του θύματος και το νήμα της ζωής του.»

 

Ακριβώς, όμως, η μη ύπαρξη σαφούς και θετικής μαρτυρίας περί κίνησης στον ένα τροχό έπρεπε να προβληματίσει το Δικαστήριο εφόσον η μόνη μαρτυρία που είχε ενώπιον του από τον ίδιο τον εφεσείοντα ως προς τα φώτα που είδε να πέφτουν «από πάνω προς τα κάτω» είχε, ως εξήγηση, την προαναφερθείσα κίνηση της μοτοσυκλέττας. Η κατάθεση αυτή του εφεσείοντα απερρίφθη χωρίς ιδιαίτερη σκέψη με μόνο το δεδομένο ότι ο εφεσείων κινήθηκε λανθασμένα διαγώνια στο δρόμο. Αλλά ελέγχεται μη λογική η κάθετη θέση του Δικαστηρίου ότι ακόμη και να ίσχυε αυτή η κίνηση στον ένα τροχό δεν είχε οποιαδήποτε επίπτωση διότι ο εφεσείων όφειλε να προσέξει το θύμα από απόσταση ουσιαστικά 200 μέτρων. Προϋπόθεση που θα ίσχυε όμως αν πράγματι το θύμα είχε χρησιμοποιήσει ολόκληρη την λεωφόρο από το σημείο της ορατότητας των 200 μέρων, που όπως υποδείχθηκε προηγουμένως, αυτή ήταν εν τέλει μια εικασία ενόψει της αποτυχίας της αστυνομίας να ελέγξει οτιδήποτε σχετικό.

 

Διαζευκτικές θέσεις ή εκδοχές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης όταν η εκδοχή αυτή αποκτά υπόσταση με βάση την αξιολόγηση και την αξιοπιστία των μαρτύρων, διαφορετικά το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει θεωρίες και πιθανότητες στην απουσία μαρτυρικού υλικού, (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104, Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211 και Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706). Ο εφεσείων εδώ δεν πρόβαλε την εκδοχή ότι τα φώτα είχαν πέσει επάνω του από πάνω προς τα κάτω μόνο στην αντεξέταση του, όπου είπε ότι είδε «κάποια φώτα να προσγειώνονται από πάνω προς τα κάτω» (σελ. 136 των πρακτικών). Είχε αυτή την εκδοχή από την αστυνομική του κατάθεση, ενώ με ειλικρίνεια ενώπιον του Δικαστηρίου ανέφερε ότι δεν άκουσε φρένα, ούτε είδε προηγουμένως την κίνηση της μοτοσυκλέττας. Η διάψευση λοιπόν αυτής της εκδοχής δεν ήταν συνεπώς αυτομάτως δυνατή στην απουσία οποιασδήποτε αντίθετης μαρτυρίας με μόνη την ορατότητα των 200 μέτρων.  Στην πραγματικότητα ο εφεσείων δεν πρόβαλε διαζευκτική εκδοχή. Ήταν η μόνη εκδοχή που υπήρχε πέραν βέβαια της όποιας πραγματικής μαρτυρίας.

[*718]Ήταν επίσης δεδομένο από τη μαρτυρία ότι η σύγκρουση ήταν βίαιη, το όχημα του εφεσέιοντος παρόλο που ήταν σταματημένο, ή, ελαφρώς εν κινήσει, μετατοπίστηκε λόγω της πτώσης της μοτοσυκλέττας επ’ αυτού, η οποία ήταν μεγάλου κυβισμού και η οποία με το κτύπημα κόπηκε στα δύο. Υπήρχε επομένως σαφής ένδειξη ότι η μοτοσυκλέττα κινείτο με μεγάλη ταχύτητα, αλλά οι αστυνομικοί ερευνητές δεν έκαμαν οποιαδήποτε προς τούτο έρευνα εν μέρει και λόγω του γεγονότος ότι ο χιλιομετρητής της μοτοσυκλέττας καταστράφηκε με τη σύγκρουση. Πρόσθετα, ο φωτισμός της σκηνής ήταν ελλιπής, πιο αραιός, στην πορεία του θύματος, στοιχείο που ενδεχομένως να είχε επηρεάσει την όλη ορατότητα, έχοντας υπόψη ότι το δυστύχημα συνέβη το βράδυ της 3.9.2011.

 

Και τα δύο πιο πάνω ζητήματα πρέπει περαιτέρω να ιδωθούν και υπό το πρίσμα της ασάφειας που υπήρξε σχετικά με τα ίχνη τροχοπέδησης που κατά την αστυνομία άφησε η μοτοσυκλέττα στην προσπάθεια του οδηγού της να φρενάρει. Κατά την αστυνομική μαρτυρία και την αποτύπωση της σκηνής επί του σχεδιαγράμματος, η μοτοσυκλέττα άφησε περί τα επτά μέτρα τροχοπέδησης. Εξηγήθηκε κατά τη μαρτυρία ότι παράλληλο ίχνος τροχοπέδησης ως προς το βασικό ίχνος τροχοπέδησης που ήταν σε ευθεία γραμμή οφειλόταν σε κλίση της μοτοσυκλέττας σε προσπάθεια ελιγμού αποφυγής της σύγκρουσης με ταυτόχρονη χρήση των φρένων. Το πρόβλημα με την όλη μαρτυρία περί ίχνων τροχοπέδησης και την αποτύπωση τους στο σχεδιάγραμμα είναι ότι δεν φαίνονται καθόλου επί των φωτογραφιών της σκηνής. Έγινε επίμονη αντεξέταση επ’ αυτού και γενικά περί των όσων αποτυπώνονταν στις φωτογραφίες. Η μαρτυρία του αστυνομικού-φωτογράφου ήταν ότι πολλά σημεία, κηλίδες κλπ., ήταν παλαιά, προϋπήρχαν δηλαδή του δυστυχήματος, ορισμένα ίχνη τροχοπέδησης επί του εδάφους δεν είχαν σχέση με τα ίχνη που άφησε η μοτοσυκλέττα και ότι τα ίχνη που καθόρισε ως αυτά της μοτοσυκλέττας ήταν πιο ευδιάκριτα επί του εδάφους, από άλλα, δεχόμενος, όμως, ότι και άλλα ίχνη άσχετα με το δυστύχημα ήταν και εκείνα ευδιάκριτα. Άλλα δε ίχνη επί της ασφάλτου προχωρούσαν και πέραν της σκηνής του δυστυχήματος μετά από το ακινητοποιηθέν όχημα του εφεσείοντος. Η βασική εξήγηση του μάρτυρα ήταν ότι τα ίχνη τροχοπέδησης της μοτοσυκλέττας φαίνονταν επί του εδάφους. 

 

Παραμένει όμως γεγονός ότι στις φωτογραφίες που κατατέθηκαν δεν φαίνονται καθόλου ίχνη τροχοπέδησης, εμφανή τουλάχιστον, που να ανήκαν στη μοτοσυκλέττα. Όσα λέχθηκαν από τους αστυνομικούς μάρτυρες ήταν με αναφορά στα όσα διαπίστωσαν [*719]στη σκηνή, κατά τη θέση τους, ερχόμενα σε αντίθεση, ή, τουλάχιστον τιθέμενα σε αμφιβολία από την αυθεντική αποτύπωση της σκηνής μέσω των φωτογραφιών. Η πορεία Β1-Β3 επί του σχεδιαγράμματος που αποτυπώθηκε στις φωτογραφίες 3,4 και 5, ιδιαιτέρως, στο Τεκμήριο 5, ως τα ίχνη τροχοπέδησης δεν πιστοποιείται, ενώ και η εξήγηση περί πλαγιολίσθησης της μοτοσυκλέττας ώστε να υπάρχει και παράλληλο ίχνος τροχοπέδησης περιπλέκει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.

 

Τέλος υποδεικνύεται και το εξής: στο θύμα ανιχνεύθηκε κοκαΐνη στο αίμα και κάνναβη στα ούρα. Αυτό αποτέλεσε γεγονός δυνάμει του κατατεθέντος Τεκμηρίου 18, έκθεση του Γενικού Χημείου του Κράτους. Έγινε δεκτό κατά τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 ότι απαγορεύεται η οδήγηση υπό την επήρεια φαρμάκων σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, επειδή επηρεάζεται η οδική συμπεριφορά, το δε θύμα όντως τελούσε υπό την επήρεια αυτή (σελ. 52 και 77 των πρακτικών). Ο Μ.Κ.3 δήλωσε περαιτέρω αντεξεταζόμενος ότι δεν γνώριζε σε ποιο βαθμό επηρεάζεται η οδήγηση, η οποία, όμως, όντως επηρεάζεται. Δεν γνώριζε επίσης να απαντήσει σε ποια χρονική στιγμή είχε γίνει από το θύμα χρήση κοκαΐνης, πριν από ημέρες, ή, εκείνη τη στιγμή του δυστυχήματος.

 

Το Δικαστήριο δεχόμενο ότι το θύμα είχε βρεθεί θετικό σε εξετάσεις για ναρκωτικές ουσίες, αποφάσισε ότι:

 

«ουδόλως μεταβάλλει την ευθύνη του κατηγορούμενου και σε καμιά περίπτωση δεν δίδει άλλοθι σ’ αυτόν ή δικαιολογία στο να προβαίνει στις πιο πάνω αλόγιστες, επικίνδυνες και απερίσκεπτες πράξεις, διότι υιοθέτηση τέτοιας θέσης θα οδηγούσε σε παράνομα και παράδοξα αποτελέσματα. Ούτως ή άλλως δεν έχει αποδειχθεί ότι η πιο πάνω κατανάλωση ναρκωτικών συνέβαλε στο να συμβεί το επίδικο ατύχημα, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη και το γεγονός ότι το θύμα με βάση και τα ίχνη τροχοπέδησης προσπάθησε να εφαρμόσει τα φρένα του αφήνοντας ίχνη μήκους 7 μέτρων ……»

 

Είναι πρόδηλο από το πιο πάνω απόσπασμα ότι το Δικαστήριο μετατόπισε την ευθύνη στον ίδιο τον εφεσείοντα, ενώ η απόδειξη ότι η επήρεια ναρκωτικών καθιστά προβληματική την οδήγηση και συνεπώς απαγορεύεται εκ της νομοθεσίας, ήταν δεδομένη αφού την αποδέχθηκε ο Μ.Κ.3. Ήταν μόνο θέμα βαθμού και αυτό παρέμεινε κενό και δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει παρά προς όφελος του εφεσείοντος, διότι η οδική συμπεριφορά του δεν ήταν επικίνδυνη, αλόγιστη και απερίσκεπτη, με μόνη τη διαγώνια [*720]κίνηση του να εισέλθει στην πάροδο έχοντας υπόψη το ελλειμματικό της υπόλοιπης μαρτυρίας. Υπάρχει ταυτολογία στη σκέψη του Δικαστηρίου. Ενώ το ζητούμενο με βάση το κατηγορητήριο ήταν κατά πόσο η οδική συμπεριφορά του εφεσείοντος εντασσόταν ή όχι στο Άρθρο 210 του Κεφ. 154, το Δικαστήριο θεωρώντας  ότι ο εφεσείων είχε ούτως ή άλλως επιδείξει αλόγιστη, επικίνδυνη και απερίσκεπτη συμπεριφορά, απέτυχε να προσδώσει οποιαδήποτε σημασία στην κατά την υπάρχουσα μαρτυρία παράλληλη οδική συμπεριφορά του θύματος και πώς αυτή ενδεχομένως συνέτεινε στη βίαιη σύγκρουση και το μοιραίο αποτέλεσμα. Το σκεπτικό του ότι δεν αποδείχθηκε ότι το θύμα είχε συμβάλει στη σύγκρουση είναι λανθασμένο. Υπήρχαν ικανά στοιχεία μαρτυρίας περί του αντιθέτου. Η σύγκρουση ήταν βίαιη και αυτό δεν θα μπορούσε να αποτελούσε γεγονός αν το θύμα δεν είχε αυξημένη ταχύτητα με δεδομένο ότι ο εφεσείων κινείτο με ελάχιστη ταχύτητα.  Η βίαιη σύγκρουση μετατόπισε το όχημα του εφεσείοντος κατά 60 εκ., η δε μοτοσυκλέττα απεκόπη στα δύο. Ωσαύτως, παρέμεινε ασαφής και αδιευκρίνιστη η προηγηθείσα κίνηση του θύματος, το οποίο οδηγούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών.

 

Η ορθή καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου από τη νομολογία ως προς την έννοια του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα,  Κεφ. 154, με αναφορά σε πλείστες όσες υποθέσεις (Ζυπίτης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 220, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 473, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σαζός (2001) 2 Α.Α.Δ. 18, R. v. Lawrence [1981] 1 All E.R. 974, κ.ά.), δεν βρήκε πρακτική εφαρμογή στα γεγονότα της υπόθεσης. Ο εφεσείων με τη διαγώνια κίνηση του επί της λεωφόρου δεν επέδειξε τέτοια αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά εν τη εννοία του άρθρου. Η απλή αμέλεια στην οδική συμπεριφορά δεν εξισούται με τις έννοιες της αλόγιστης, απερίσκεπτης και επικίνδυνης πράξης χωρίς ο οδηγός να έχει ταυτόχρονα γνώση ότι η οδήγηση του προκαλεί ενδεχόμενους κινδύνους σε τρίτους ή παρά τη γνώση αυτή προχωρεί διακινδυνεύοντας, ή, χωρίς να στρέψει την προσοχή του στην ύπαρξη τέτοιου κινδύνου, (R. v. Reid [1992] 3 All E.R. 673). Τα στοιχειοθετούμενα με αποδεκτή, σαφή μαρτυρία, άμεση ή περιστατική, γεγονότα, πρέπει να καταδεικνύουν οδήγηση τέτοια που να εμπίπτει στο Άρθρο 210. Εδώ, τα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου δεν είναι εύλογα, ούτε μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν κατηγορία βάση του Άρθρου 210 πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Ο εφεσείων κάλλιστα μπορούσε να κριθεί ένοχος από το πρωτόδικο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων [*721]Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου αρ. 86/1972, ως τροποποιήθηκε, έχοντας υπόψη ότι ο βαθμός αμέλειας για ένταξη οδικής συμπεριφοράς στο εν λόγω άρθρο δεν είναι μεγαλύτερος από την αμέλεια στις αστικές υποθέσεις, (Rayas v. Police 19 C.L.R. 308, Charalambous v. Police (1982) 2 C.L.R. 134 και Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409). Η παρούσα υπόθεση προσομοιάζει με τα γεγονότα της Γιωργαλλής ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 21, με τη διαφορά ότι το αποτέλεσμα της εδώ σύγκρουσης απέληξε στην απώλεια ζωής του μοτοσυκλεττιστή. Η εφεσείουσα επιχείρησε δεξιόστροφη κίνηση προς πάροδο ενώ όδευε με χαμηλή ταχύτητα επί της λεωφόρου. Ενώ κινείτο αργά προς την πάροδο επέπεσε με δύναμη επί του αυτοκινήτου της μοτοσυκλέττα μεγάλου κυβισμού, η οποία ερχόταν εξ αντιθέτου επί της λεωφόρου. Η σύγκρουση έγινε στη λωρίδα κυκλοφορίας της μοτοσυκλέττας. Ο καιρός ήταν αίθριος, η μέρα φωτεινή, η άσφαλτος ξηρή και η ορατότητα της εφεσείουσας προς την κατεύθυνση της μοτοσυκλέττας ήταν 150 μ. Η εφεσείουσα κατέθεσε ότι όταν πέρασε το όχημα που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση και ο δρόμος ήταν καθαρός, άρχισε τη στροφή με χαμηλή ταχύτητα για να εισέλθει στην πάροδο. Δεν είδε, όπως ομολόγησε, προηγουμένως  τη μοτοσυκλέττα. Ο οδηγός της μοτοσυκλέττας υπέστη σωματικές κακώσεις και μετεφέρθη στο νοσοκομείο, όταν κλήθηκε δε στο Δικαστήριο για κατάθεση δήλωσε ότι δεν θυμόταν τίποτε.

 

Η εφεσείουσα κατηγορήθηκε για αμελή οδήγηση σύμφωνα με το Άρθρο 8 του Νόμου αρ. 86/72, καταδικάστηκε και η ασκηθείσα έφεση απορρίφθηκε. Όπως διαπίστωσε το Εφετείο, η ενέργεια της εφεσείουσας να αποφράξει το δρόμο αναγόταν σε παράλειψη άσκησης φροντίδας και μέριμνας προς τον οδηγό της μοτοσυκλέτας. Η αμέλεια συνίστατο στην έλλειψη δέουσας προσοχής και παρατηρητικότητας που βαρύνει πάντοτε όλους τους οδηγούς κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις, (Constantinou v. Katsouris (1975) 2 C.L.R. 1188).

 

Και εδώ ο εφεσείων επέδειξε αμέλεια κατά παράβαση του Άρθρου 8 και δεν έπρεπε να κριθεί ένοχος κάτω από το Άρθρο 210 του Κεφ. 154.

 

Θα επέτρεπα λοιπόν την έφεση.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο