Χασσάν Ντάνυς και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 742

ECLI:CY:AD:2014:B768

(2014) 2 ΑΑΔ 742

[*742]10 Οκτωβρίου, 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 196/2013)

 

ΝΤΑΝΥΣ ΧΑΣΣΑΝ,

 

Εφεσείων,

 

ν

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 197/2013)

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 196/2013 και 197/13)

 

 

Ποινή ― Ληστείες, συνωμοσία προς διάπραξη του κακουργήματος της ληστείας, επιθέσεις με πρόκληση είτε βαριάς είτε πραγματικής σωματικής βλάβης, κλοπές και διαρρήξεις ― Επιβλήθηκαν πρωτοδίκως, ποινές έξι χρόνων φυλάκισης σε πέντε κατηγορίες ληστειών και πέντε χρόνων φυλάκισης σε άλλες πέντε κατηγορίες ληστειών ― Χαρακτηρίστηκαν από το Εφετείο αυστηρές και μειώθηκαν στα τεσσερισήμισι και τέσσερα χρόνια φυλάκισης ― Απόφανση Εφετείου ότι αφίσταντο του μέτρου ― Έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας των αδικημάτων και της ποινής.

 

Ποινή ― Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος ― Ποινικό Δίκαιο ― Παρατήρηση Εφετείου ότι δεν ενδείκνυται η επιβολή ποι[*743]νής και στις κατηγορίες της συνωμοσίας αφού τα γεγονότα που τις τεκμηριώνουν απορροφούνται στα γεγονότα των διαπραχθέντων, στη συνέχεια, αδικημάτων.

 

Ποινικός Κώδικας ― Αδικήματα εναντίον της περιουσίας ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Σημασία παραδοχής ― Σε προσχεδιασμένα εγκλήματα όπου ο σκοπός είναι η παράνομη απόσπαση οικονομικού οφέλους χωρίς σεβασμό στην προσωπικότητα και ακεραιότητα των θυμάτων, μόνο η παραδοχή και απολογία αποτελούν σοβαρό παράγοντα που λαμβάνεται ευνοϊκά υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής ― Οι υπόλοιποι παράγοντες είναι πράγματι περιθωριακοί.

 

Ποινή ― Επιμέτρηση ποινής ― Αποτελεί κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει όταν υπάρχει σαφής τεκμηρίωση ότι ο καθορισμός της ποινής ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν αυτή είναι έκδηλα υπερβολική.

 

Οι εφεσείοντες 27 και 21 χρόνων, παραδέχτηκαν ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Πάφου σωρεία κατηγοριών που αφορούσαν:

 

   1. Συνωμοσία προς διάπραξη του κακουργήματος της ληστείας κατά παράβαση των Άρθρων 371 και 20 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ),

 

   2. Ληστείες κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283 και 20 του ΠΚ,

 

   3. Επιθέσεις με πρόκληση είτε βαριάς είτε πραγματικής σωματικής βλάβης κατά παράβαση των Άρθρων 343, 231 και 20 του ΠΚ και

 

   4. Κλοπές και διαρρήξεις κατά παράβαση των Άρθρων 255, 266, 291, 292 και 362 του ΠΚ.

 

Οι εφεσείοντες διέπραξαν κατά συρροή ληστείες με τη χρήση βίας σε βάρος τουριστών και των δύο φύλων, οι οποίοι αντί φιλοξενίας δέχτηκαν από τους εφεσείοντες επιθέσεις, τραυματισμούς, αναστάτωση και ταλαιπωρία και αρπαγή προσωπικών τους αντικειμένων όπως οι τσάντες τους με τα περιεχόμενα τους.

 

Πέραν από την πιο πάνω κοινή εγκληματική δραστηριότητα, οι εφεσείοντες ομολόγησαν την εμπλοκή τους και σε άλλες ληστείες, κλοπές και διαρρήξεις.

 

Η έκνομη δραστηριότητα των εφεσειόντων χαρακτηρίστηκε από το Κακουργιοδικείο, μάστιγα για τον τουρισμό της πόλης της Πάφου όπου διαπράχθηκαν και με αναφορά στη σοβαρότητα που αντανα[*744]κλάται από το ανώτατο όριο ποινής, το οποίο στην περίπτωση της ληστείας όταν ο δράστης δεν ενεργεί από μόνος του είναι η φυλάκιση δια βίου, έκρινε πως η αρμόζουσα ποινή ήταν η φυλάκιση.

 

Σχετική καθοδήγηση άντλησε από τη σχετική επί του θέματος νομολογία, όπου τονίστηκε ότι σε προσχεδιασμένα εγκλήματα όπου ο σκοπός είναι η παράνομη απόσπαση οικονομικού οφέλους χωρίς σεβασμό στην προσωπικότητα και ακεραιότητα των θυμάτων, μόνο η παραδοχή και απολογία, αποτελούν σοβαρό παράγοντα που λαμβάνεται ευνοϊκά υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής.

 

Παραταύτα στον καθορισμό του ύψους της ποινής, το Κακουργιοδικείο, προσμέτρησε ως ελαφρυντικούς παράγοντες και το λευκό ποινικό μητρώο των εφεσειόντων, το νεαρό της ηλικίας τους, τη συνεργασία τους με την αστυνομία και τις δύσκολες προσωπικές τους περιστάσεις.

 

Στους εφεσείοντες επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης από ένα μέχρι και έξι χρόνια. Μεταξύ άλλων, τους επιβλήθηκαν ποινές έξι χρόνων φυλάκισης σε πέντε κατηγορίες ληστειών και πέντε χρόνων φυλάκισης σε άλλες πέντε κατηγορίες ληστειών.

 

Η έφεση στηρίχθηκε κατά κυρίως στους εξής λόγους:

 

α)  Το Κακουργιοδικείο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων, ενώ δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες και στις τραγικές προσωπικές περιστάσεις εκάστου των εφεσειόντων.

 

β)  Αν το Κακουργιοδικείο προσέδιδε τη δέουσα βαρύτητα στους παράγοντες αυτούς τότε, αφενός, δεν θα επέβαλλε στους εφεσείοντες ποινή φυλάκισης πέραν των τριών ετών και, αφετέρου, θα υιοθετούσε την εισήγηση τους για αναστολή της ποινής.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στην παρούσα περίπτωση δεν υποστηρίχτηκε ότι το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής. Υποστηρίχτηκε το υπερβολικό της ποινής, στοιχείο που σύμφωνα με τη Νομολογία πρέπει να είναι έκδηλο σε βαθμό που να βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα. Είτε με αναφορά σε πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας και της ποινής, είτε σε ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία ή/και σε συνδυασμό και των δύο παραγόντων.

[*745]2.      To ότι η έκνομη δραστηριότητα των εφεσειόντων αποτιμήθηκε από το Κακουργιοδικείο στο σωστό, από απόψεως σοβαρότητας, πλαίσιο ήταν δεδομένο. Όπως σωστή ήταν και η αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής οι εφεσείοντες δικαιούνταν σε έκπτωση λόγω των ελαφρυντικών παραγόντων – λευκό ποινικό μητρώο, συνεργασία τους με την αστυνομία και παραδοχή – που συνέτρεχαν στην περίπτωση τους.

 

3.  Κυρίως λόγω της συνεργασίας τους με την αστυνομία που είχε ως αποτέλεσμα την εξιχνίαση πολλών αδικημάτων, χωρίς να παραβλέπονταν και οι προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις.

 

4.  Όμως τελικά οι ποινές των έξι χρόνων φυλάκισης που επιβλήθηκαν σε πέντε κατηγορίες που αφορούσαν ληστείες – κατηγορίες 4, 12, 19 και 23 – και πέντε χρόνων φυλάκισης σε άλλες πέντε κατηγορίες που αφορούσαν επίσης ληστείες – κατηγορίες 2, 10, 14, 17 και 25 – ήταν ιδιαιτέρως αυστηρές.

 

5.  Σε βαθμό που αφίσταντο του μέτρου και ανέδυαν έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας των αδικημάτων που διέπραξαν οι εφεσείοντες και της ποινής, λαμβανομένης υπόψη της έμπρακτης βαρύτητας που θα έπρεπε να δοθεί στους μετριαστικούς παράγοντες και στις προσωπικές τους συνθήκες.

 

6.  Παρουσιαζόταν επιβεβλημένη η παρέμβαση του Εφετείου για αποκατάσταση της αντιστοιχίας.

 

7.  Η ποινή της φυλάκισης των έξι χρόνων που επιβλήθηκε σε καθεμιά από τις κατηγορίες 4, 12, 19 και 23 μειώθηκε ανάλογα στα 4½ χρόνια φυλάκισης, ενώ η ποινή των πέντε χρόνων φυλάκισης στις κατηγορίες 2, 10, 14, 17 και 25 μειώθηκε στα 4 χρόνια φυλάκισης.

 

8.  Δεδομένου ότι οι ποινές συνέτρεχαν δεν εξυπηρετούσε η παρέμβαση στις υπόλοιπες ποινές.

 

9.  Σε ότι αφορούσε στην εισήγηση για αναστολή των ποινών, ήταν αυτονόητο ότι λόγω ύψους, τέτοια εισήγηση δεν μπορούσε καν να εξεταστεί.

 

Οι εφέσεις επιτράπηκαν με την έκδοση διαταγής για μείωση των επιβληθεισών ποινών ως ανωτέρω αναφέρεται.

[*746]Παρατήρηση Εφετείου:

 

     «Όπου κατηγορούμενοι κρίνονται ένοχοι σε κατηγορίες συνωμοσίας προς διάπραξη αδικήματος και σε αντίστοιχες κατηγορίες ότι διέπραξαν τα αδικήματα που αναφέρονται στις κατηγορίες της συνωμοσίας, δεν ενδείκνυται η επιβολή ποινής και στις κατηγορίες της συνωμοσίας αφού τα γεγονότα που τις τεκμηριώνουν απορροφούνται (περιλαμβάνονται) στα γεγονότα που τεκμηριώνουν τα διαπραχθέντα, στη συνέχεια, αδικήματα».

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Abed v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 128,

 

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 83,

 

Πόρα κ.ά. ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 452,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 304,

 

Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132,

 

Παπέττα ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 236,

 

Sofrone κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 102,

 

Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 19.

 

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

 

Εφέσεις από τους καταδικασθέντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Σωκράτους, Π.Ε.Δ., Μάρκου, Α.Ε.Δ., Δρουσιώτης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8951/13), ημερομηνίας 18/10/13.

 

Θ. Γαλάζη (κα), για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 196/12.

 

Κ. Θεοχαρίδου (κα), για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 197/12.

 

Α. Χατζηκύρου, για Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου [*747]θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες – ο 27χρονος Ντάνυ Χασσάν και ο 21χρονος Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου – παραδέχτηκαν ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Πάφου σωρεία κατηγοριών και τους επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης από ένα μέχρι και έξι χρόνια. Πρόκειται για κατηγορίες που αφορούν:-

 

1. Συνωμοσία προς διάπραξη του κακουργήματος της ληστείας κατά παράβαση των Άρθρων 371 και 20 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ),

 

2. Ληστείες κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283 και 20 του ΠΚ,

 

3. Επιθέσεις με πρόκληση είτε βαριάς είτε πραγματικής σωματικής βλάβης κατά παράβαση των Άρθρων 343, 231 και 20 του ΠΚ και

 

4. Κλοπές και διαρρήξεις κατά παράβαση των Άρθρων 255, 266, 291, 292 και 362 του ΠΚ.

 

Με τις υπό κρίση εφέσεις οι εφεσείοντες προσβάλλουν τις ποινές που τους επιβλήθηκαν ως υπερβολικές, προβάλλοντας ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες που συνέτρεχαν στην περίπτωση τους και στις προσωπικές τους περιστάσεις. Πρώτα όμως σύνοψη των αδιαμφισβήτητων γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση.

 

Στις πέντε το πρωί της 24.6.2013, ενώ η αγγλίδα τουρίστρια Κ. Fraser περπατούσε στην οδό Μ. Παπαστυλιανού, στην Πάφο, δέχτηκε επίθεση από δύο άνδρες οι οποίοι, αφού την έσπρωξαν και την έριξαν στο έδαφος, της απόσπασαν τη τσάντα που κρατούσε και ακολούθως διέφυγαν με το αυτοκίνητό τους. Η τσάντα ήταν αξίας €230 και περιείχε το ποσό των €100 και άλλα προσωπικά αντικείμενα, όπως κινητό τηλέφωνο και φωτογραφική μηχανή, συνολικής αξίας €1.170.

 

Η αγγλίδα κατάγγειλε τη ληστεία στην Αστυνομία, η οποία αφού αξιολόγησε διάφορα στοιχεία προχώρησε, στις 26.6.2013, στη σύλληψη των εφεσειόντων. Ακολούθησε η ανάκρισή τους κατά την οποία παραδέχτηκαν τη διάπραξη της ληστείας και μάλιστα ο πρώτος εφεσείοντας υπέδειξε και το μέρος όπου βρισκόταν [*748]η τσάντα και το κινητό τηλέφωνο της παραπονούμενης. Επιπροσθέτως, ομολόγησαν ακόμη δύο ληστείες που διέπραξαν μαζί στις 21.4 και 23.6.13. Η πρώτη είχε ως θύμα την αγγλίδα τουρίστρια J. Baxter, από την οποία απόσπασαν τη τσάντα που περιείχε το ποσό των €40 και αντικείμενα αξίας €540 αφού πρώτα την κτύπησαν με τα χέρια και τα πόδια τους προξενώντας της πραγματική σωματική βλάβη. Και, η δεύτερη, είχε ως θύμα τον άγγλο τουρίστα Α. Moody, από τον οποίο απόσπασαν το χρηματικό πoσό των €150 και ένα κινητό τηλέφωνο αξίας €600 αφού πρώτα τον κτύπησαν με τα πόδια και τα χέρια και του προκάλεσαν βαριά σωματική βλάβη.

 

Για την προαναφερθείσα κοινή εγκληματική δράση διατυπώθηκαν εναντίον των εφεσειόντων τρεις κατηγορίες για συνωμοσία (κατηγορίες 1, 11 και 18), τρεις κατηγορίες για τις τρεις ληστείες (κατηγορίες 2, 12 και 19), δύο κατηγορίες για πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης στην J. Baχter και στον Α. Μοοdy (κατηγορίες 13 και 21) και μία κατηγορία για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης στον Α. Moody, λόγω του ότι, εκτός από τις εκδορές στο πρόσωπο, του προκάλεσαν και κάταγμα στο πόδι (κατηγορία 20).

 

Πέραν από την πιο πάνω κοινή εγκληματική δραστηριότητα, οι εφεσείοντες ομολόγησαν την εμπλοκή τους και σε άλλες ληστείες και κλοπές. Συγκεκριμένα:

 

Ο εφεσείοντας Ντάνυ Χασσάν ομολόγησε την εμπλοκή του σε τέσσερις υποθέσεις συνωμοσίας (κατηγορίες 16, 22, 38 και 40), πέντε ληστείες (κατηγορίες 10, 14, 17, 23 και 25), τέσσερις κλοπές (κατηγορίες 15, 39, 41 και 43) και μια επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης (κατηγορία 24). Ομολόγησε συναφώς ότι μεταξύ 4.5 και 25.5.2013, σε διάφορες τουριστικές περιοχές της Πάφου, επιτέθηκε εναντίον τεσσάρων τουριστριών από τις οποίες απέσπασε με τη χρήση βίας τις τσάντες τους, αποκομίζοντας ως λεία το συνολικό ποσό των €60 και προσωπικά τους αντικείμενα συνολικής αξίας €1.520, ενώ σε πέμπτη περίπτωση επιτέθηκε σε άγγλο τουρίστα από τον οποίο απέσπασε επίσης με τη βία το ποσό των €40 αφού του προκάλεσε και πραγματική σωματική βλάβη. Σ’ ότι δε αφορά τις κλοπές ομολόγησε ότι σε άγνωστη ημερομηνία μέσα στο 2012 έκλεψε από δύο υποστατικά της Πάφου 1 ανεμιστήρα αξίας €50 και 4 καρέκλες και 1 τραπέζι συνολικής αξίας €800, ενώ σε δύο άλλες περιπτώσεις παραβίασε κλειδωμένο μπιλιάρδο και ψυγείο αποκομίζοντας στην πρώτη περίπτωση €10 σε κέρματα και ποτά απροσδιόριστης αξίας.

[*749]Ο εφεσείοντας Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου ομολόγησε ότι μέσα στο Μάρτη και Ιούνιο του 2013 διέρρηξε και εισήλθε σε πέντε κατοικίες – τρεις στο Μούτταλο, μία στην Τάλα και μία στη Χλώρακα – με σκοπό τη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής (κατηγορίες 3, 58, 60, 62 και 64) και στις τρεις απ’ αυτές έκλεψε το συνολικό ποσό των €450 (κατηγορίες 59, 61 και 63). Μάλιστα στη μία περίπτωση, όταν διέρρηξε και εισήλθε στην οικία της Ελένης Μιχαήλ Χ"Χρίστου που βρίσκεται στο Μούτταλο, βρέθηκε αντιμέτωπος με την ένοικο της κατοικίας και για υλοποίηση του σκοπού του δεν δίστασε να πάρει ένα μαχαίρι που βρισκόταν εκεί και με την απειλή του μαχαιριού την ανάγκασε να του υποδείξει το πορτοφόλι της, το οποίο και πήρε αποκομίζοντας το ποσό των €130 που περιείχε.

 

Η πιο πάνω έκνομη δραστηριότητα των εφεσειόντων χαρακτηρίστηκε από το Κακουργιοδικείο μάστιγα για τον τουρισμό της πόλης της Πάφου και με αναφορά στη σοβαρότητα που αντανακλάται από το ανώτατο όριο ποινής, το οποίο στην περίπτωση της ληστείας όταν ο δράστης δεν ενεργεί από μόνος του είναι η φυλάκιση δια βίου, έκρινε πως η αρμόζουσα ποινή ήταν η φυλάκιση. Σχετική καθοδήγηση άντλησε από την πλούσια νομολογία επί του θέματος και κυρίως από την υπόθεση Abed v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 128 όπου τονίστηκε ότι σε προσχεδιασμένα εγκλήματα «… όπου ο σκοπός είναι η παράνομη απόσπαση οικονομικού οφέλους χωρίς σεβασμό στην προσωπικότητα και ακεραιότητα των θυμάτων μόνο η παραδοχή και απολογία αποτελούν σοβαρό παράγοντα που λαμβάνεται ευνοϊκά υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής. Οι. υπόλοιποι παράγοντες είναι πράγματι περιθωριακοί».». Παρολ’ αυτά στον καθορισμό του ύψους της ποινής, το Κακουργιοδικείο,  προσμέτρησε ως ελαφρυντικούς παράγοντες και το λευκό ποινικό τους μητρώο, το νεαρό της ηλικίας τους, τη συνεργασία τους με την αστυνομία και τις δύσκολες προσωπικές τους περιστάσεις. Αναφέρθηκε συναφώς ότι αμφότεροι οι εφεσείοντες προέρχονται από διαλυμένες οικογένειες χαμηλής οικονομικής κατάστασης, οι γονείς τους χώρισαν όταν αυτοί ήταν ακόμη παιδιά ηλικίας 7 και 10 ετών αντίστοιχα και με δεδομένο τα δύσκολα και τραυματικά παιδικά τους χρόνια διέκοψαν τη φοίτηση τους από την Α΄ τάξη του Γυμνασίου και από τη Β΄  τάξη της Τεχνικής Σχολής ο δεύτερος. Και αυτό για να δουλέψουν και να συνεισφέρουν στα βάρη της οικογένειάς τους και έκτοτε αμφότεροι εργάστηκαν σε διάφορα επαγγέλματα, ενώ τα τελευταία χρόνια ο μεν πρώτος εργάζεται σταθερά σε ιδιωτική εταιρεία απολύμανσης και ο δεύτερος ως μαραγκός.

[*750]Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων δεν διαφωνούν ότι τα αδικήματα που διέπραξαν οι πελάτες τους είναι όντως σοβαρά. Ούτε διαφωνούν ότι στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο αναφέρει ότι για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής συνεκτίμησε τόσο τους ελαφρυντικούς παράγοντες όσο και τις προσωπικές συνθήκες των εφεσειόντων. Η διαφωνία τους συνίσταται στο ότι το Κακουργιοδικείο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων, ενώ δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες και στις τραγικές προσωπικές περιστάσεις εκάστου των εφεσειόντων. Αν, εισηγήθηκαν, το Κακουργιοδικείο προσέδιδε τη δέουσα βαρύτητα στους παράγοντες αυτούς τότε, αφενός, δεν θα επέβαλλε στους εφεσείοντες ποινή φυλάκισης πέραν των τριών ετών και, αφετέρου, θα υιοθετούσε την εισήγηση τους για αναστολή της ποινής. Αυτή, ήταν η πεμπτουσία των εισηγήσεων τους για αναθεώρηση της ποινής και προς τούτο επικαλέστηκαν κυρίως τις υποθέσεις Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 83, Πόρα κ.ά. ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 452, Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 304, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, Παπέττας ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 236, Sofrone κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 102. Υποθέσεις που ήταν σε γνώση και του συνηγόρου της Δημοκρατίας, ο οποίος επεσήμανε κατ’ αρχάς ότι οι συνήγοροι των εφεσειόντων δεν υποστήριξαν ότι κατά την επιβολή της ποινής το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής και με αναφορά στις αρχές που καθιερώθηκαν από τη Νομολογία για το ζήτημα, εισηγήθηκε ότι ναι μεν οι επιβληθείσες ποινές μπορεί να χαρακτηριστούν αυστηρές αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να κριθούν υπερβολικές.

 

Εξετάσαμε με προσοχή ό,τι τέθηκε ενώπιον μας. Να υπενθυμίσουμε κατ’ αρχάς ότι κατά πάγια νομολογία η επιμέτρηση της ποινής αποτελεί κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει όχι όταν η ποινή θα μπορούσε να ήταν ενδεχομένως κατά την κρίση του διαφορετική, αλλά όταν υπάρχει σαφής τεκμηρίωση ότι ο καθορισμός της ποινής ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν αυτή είναι έκδηλα υπερβολική (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 19). Στην παρούσα περίπτωση δεν υποστηρίχτηκε ότι το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής. Υποστηρίχτηκε το υπερβολικό της ποινής, στοιχείο που σύμφωνα με τη Νομολογία πρέπει να είναι έκδηλο σε βαθμό που να βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα. Είτε με αναφορά σε πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας και της ποινής, είτε σε ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που [*751]οριοθετεί η νομολογία ή/και σε συνδυασμό και των δύο παραγόντων (βλ. Χαραλάμπους, ανωτέρω).

 

To ότι η έκνομη δραστηριότητα των εφεσειόντων αποτιμήθηκε από το Κακουργιοδικείο στο σωστό, από απόψεως σοβαρότητας, πλαίσιο είναι δεδομένο. Ιδίως σ’ ότι αφορά τις κατά συρροή ληστείες που διέπραξαν με τη χρήση βίας σε βάρος τουριστών και των δύο φύλων, οι οποίοι αντί φιλοξενίας δέχτηκαν επιθέσεις, τραυματισμούς, αναστάτωση και ταλαιπωρία. Όπως σωστή ήταν και η αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής οι εφεσείοντες δικαιούνταν σε έκπτωση λόγω των ελαφρυντικών παραγόντων – λευκό ποινικό μητρώο, συνεργασία τους με την αστυνομία και παραδοχή – που συνέτρεχαν στην περίπτωση τους. Κυρίως λόγω της συνεργασίας τους με την αστυνομία που είχε ως αποτέλεσμα την εξιχνίαση πολλών αδικημάτων, τα οποία χωρίς την ομολογία τους πιθανότατα να παρέμεναν ανεξιχνίαστα ως και της παραδοχής και απολογίας που κατά πάγια νομολογία αποτελούν σοβαρούς παράγοντες  που λαμβάνονται ευνοϊκά υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Abed, ανωτέρω). Xωρίς αυτό να σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμη και όταν επιβάλλεται να επιβληθεί ποινή με αποτρεπτικό χαρακτήρα όπως ήταν και η περίπτωση των εφεσειόντων, δεν λαμβάνονται υπόψη και οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου . Νοουμένου βεβαίως ότι η εξατομίκευση δεν οδηγεί σε εξουδετέρωση του στοιχείου της αποτροπής.

 

Το Κακουργιοδικείο λοιπόν αποτίμησε μέσα στο ορθό πλαίσιο τη σοβαρότητα της έκνομης δραστηριότητας των εφεσειόντων και την συνακόλουθη ανάγκη για επιβολή αυστηρής ποινής με αποτρεπτικό χαρακτήρα και ορθώς αναφέρει στην απόφαση του ότι για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής οι εφεσείοντες δικαιούνταν σε έκπτωση λόγω των μετριαστικών παραγόντων που συνέτρεχαν στην περίπτωση τους, χωρίς να παραβλέπονται και οι προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις. Όμως θεωρούμε ότι τελικά οι ποινές των έξι χρόνων φυλάκισης που επιβλήθηκαν σε πέντε κατηγορίες που αφορούσαν ληστείες – κατηγορίες 4, 12, 19 και 23 – και πέντε χρόνων φυλάκισης σε άλλες πέντε κατηγορίες που αφορούσαν επίσης ληστείες – κατηγορίες 2, 10, 14, 17 και 25 – είναι ιδιαιτέρως αυστηρές. Σε βαθμό που αφίστανται του μέτρου και αναδύουν έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας των αδικημάτων που διέπραξαν οι εφεσείοντες και της ποινής, λαμβανομένης υπόψη της έμπρακτης βαρύτητας που θα έπρεπε να δοθεί στους μετριαστικούς παράγοντες και στις προσωπικές τους συνθήκες. Ενόψει τούτου θεωρούμε ότι επιβάλλεται η παρέμβαση [*752]του Εφετείου για αποκατάσταση της αντιστοιχίας και κατά συνέπεια η ποινή της φυλάκισης των έξι χρόνων που επιβλήθηκε σε καθεμιά από τις κατηγορίες 4, 12, 19 και 23 μειώνεται ανάλογα στα 4½ χρόνια φυλάκισης, ενώ η ποινή των πέντε χρόνων φυλάκισης στις κατηγορίες 2, 10, 14, 17 και 25 μειώνεται στα 4 χρόνια φυλάκισης. Σ’ ότι δε αφορά τις υπόλοιπες ποινές δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε χρήσιμο σκοπό να παρέμβουμε αφού οι ποινές θα συντρέχουν. Ωστόσο δεν θα’ ταν χωρίς σημασία να παρατηρήσουμε ότι όπου κατηγορούμενοι κρίνονται ένοχοι σε κατηγορίες συνωμοσίας προς διάπραξη αδικήματος και σε αντίστοιχες κατηγορίες ότι διέπραξαν τα αδικήματα που αναφέρονται στις κατηγορίες της συνωμοσίας, δεν ενδείκνυται η επιβολή ποινής και στις κατηγορίες της συνωμοσίας αφού τα γεγονότα που τις τεκμηριώνουν απορροφούνται(περιλαμβάνονται) στα γεγονότα που τεκμηριώνουν τα διαπραχθέντα, στη συνέχεια, αδικήματα. Τέλος, σ’ ότι αφορά την εισήγηση για αναστολή των ποινών, είναι νομίζουμε αυτονόητο ότι λόγω ύψους τέτοια εισήγηση δεν μπορεί να εξεταστεί καν.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι εφέσεις επιτρέπονται. Η πρωτόδικη απόφαση καθ’ όσον αφορά τις ποινές που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στις κατηγορίες 4, 12, 19 και 13 μειώνονται στα 4 χρόνια και 6 μήνες φυλάκιση, όπως μειώνονται και οι ποινές στις κατηγορίες 2, 19, 14, 17 και 25 στα τέσσερα χρόνια φυλάκισης.

 

Οι εφέσεις επιτρέπονται με την έκδοση διαταγής για μείωση των επιβληθεισών ποινών ως ανωτέρω αναφέρεται.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο