Mihalta Albu και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 764

ECLI:CY:AD:2014:B776

(2014) 2 ΑΑΔ 764

[*764]14 Οκτωβρίου, 2014

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 19/12)

 

ALBU MIHALTA,

 

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 20/2012)

 

CONSTANTINΕ PADURARU,

 

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 21/2012)

 

ΙΟΝUT DIACONU,

 

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

 

[*765](Ποινική Έφεση Αρ. 22/2012)

 

VALENTINE PADURARU,

 

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 19/2012, 20/2012, 21/2012, 22/2012)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Βιασμός ― Απαγωγή και Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος ― Επικύρωση καταδίκης ― Απόρριψη λόγων έφεσης που άπτονταν ευρημάτων αξιοπιστίας και ύπαρξη ιατροδικαστικών εκθέσεων που απέκλειαν την εκδοχή της συναίνεσης.

 

Ποινή ― Βιασμός ― Απαγωγή και Συνομωσία προς διάπραξης κακουργήματος ― Πρωτοδίκως επιβλήθηκαν στους εφεσείοντες ποινές δέκα και δεκατριών χρόνων φυλάκισης για το βιασμό και τριών χρόνων για απαγωγή και συνομωσία ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση ― Υπόμνηση Εφετείου ότι ο βιασμός αποτελεί τη χείριστη μορφή εξευτελισμού και κακοποίησης που μπορεί να υποστεί ένας άνθρωπος ― Επιτάσσει την αυστηρή τιμωρία του παραβάτη.

 

Ποινική Δικονομία ― Εξουσίες Εφετείου ― Άρθρο 145 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 ― Το Εφετείο δύναται να ακυρώσει μια καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιονδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί με βάση τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί και έγινε αποδεκτή, όπως επίσης και να επιβάλει ανάλογη ποινή.

 

Ποινική Δικονομία ― Παρατυπίες ― Άρθρο 153 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155 ― Δεν επηρεάζουν το κύρος μιας δικαστικής διαδικασίας, και προστατεύουν από, χωρίς έρεισμα, αθωώσεις, κατά το στάδιο της έφεσης ― Ανατρέπεται στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι, έχει με οποιονδήποτε τρόπο, πληγεί το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη ή επηρεάστηκαν τα δικαιώματα του.

 

Ποινή ― Εφετείο ― Η έφεση κατά της ποινής δεν διανοίγει πεδίο για επανακαθορισμό της από το Εφετείο ― Η ευθύνη καθορισμού της ποι[*766]νής βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το δε Εφετείο στοχεύει στη διαπίστωση της ορθότητας της ποινής, βάσει των αρχών καθορισμού της. 

 

Ποινή ― Υπερβολικότητα ― Επιβάλλεται η επέμβαση του Εφετείου στις περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπιστώνεται εσφαλμένη καθοδήγηση αναφορικά με τα γεγονότα, τη σημασία τους και όταν μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, προκύπτει ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και απαιτείται η αποκατάσταση της αναλογικότητας.

 

Η επίσκεψη των παραπονουμένων γυναικών από το Βιετνάμ, στο σπίτι όπου διέμενε ο εφεσείων στην έφεση 19/202, οδήγησε στη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων που επέφεραν την καταχώρηση κατηγορητηρίου εναντίον όλων των εφεσειόντων ενώπιον Κακουργιοδικείου.

 

Υπήρχαν 11 κατηγορίες που αφορούσαν στο αδίκημα του βιασμού, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, οι οποίες αφορούσαν: τον εφεσείοντα στην έφεση 19/2012 (κατηγορίες 7, 10 και 13), τον εφεσείοντα στην 22/2012 (κατηγορίες 6, 8,11 και 14), τον εφεσείοντα στην 20/2012 (κατηγορίες 9, 12 και 15) και τον εφεσείοντα στην 21/2012 (κατηγορία 5).

 

Στο κατηγορητήριο υπήρχαν επίσης τέσσερις κατηγορίες που αφορούσαν στα αδικήματα της συνωμοσίας, κατά παράβαση των Άρθρων 371 και 29 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 1 και 2), και της απαγωγής κατά παράβαση των Άρθρων 148 και 29 του Ποινικού Κώδικα, (κατηγορίες 3 και 4), οι οποίες ήταν κοινές για όλους. 

 

Υπήρχε ακόμα και η 16η κατηγορία εναντίον του του εφεσείοντα στην έφεση 22/2012 για πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα.

 

Όπως επισημαίνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, η θέση της κατηγορούσας αρχής ήταν ότι, οι δύο παραπονούμενες που ήταν αδελφές, επισκέφθηκαν, στις 18 Ιουνίου 2010 το σπίτι του εφεσείοντα στην έφεση 19/2012, με σκοπό να αναζητήσουν δωμάτιο προς ενοικίαση. Με την είσοδο τους οι κατηγορούμενοι, όπως προβλήθηκε, τις παγίδευσαν σε δύο ξεχωριστά δωμάτια, όπου τις βίασαν.

 

Η γραμμή υπεράσπισης όλων των εμπλεκομένων, πλην του εφεσείοντα στην έφεση 20/2012, ήταν ότι, η σεξουαλική επαφή με τις δύο πιο πάνω παραπονούμενες, έγινε με τη δική τους συγκατάθεση. Ο τελευταίος πρόβαλε την υπεράσπιση ότι ο ίδιος δεν ήλθε ποτέ σε σεξουαλική επαφή με τις παραπονούμενες.

[*767]Το Κακουργιοδικείο αποδεχόμενο τη μαρτυρία των δύο παραπονουμένων κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα: 

 

Με βάση την αποδοχή της μαρτυρίας των παραπονουμένων το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η κατηγορούσα αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι: 

 

«1. Ο κατηγορούμενος 1 βίασε σε πρώτο στάδιο την Quyen (κατηγορία 7) και σε δεύτερο μαζί με τον κατηγορούμενο 2 τόσο την παραπονούμενη Quyen όσο και την παραπονούμενη Bien (κατηγορίες 10 και 13).

 

2.  Ο κατηγορούμενος 2 βίασε σε πρώτο στάδιο την Bien (κατηγορία 6) και σε δεύτερο μαζί με τον κατηγορούμενο 1 τόσο την Bien όσο και τη Queyn (κατηγορίες 8 και 11) και ως εκ τούτου η κατηγορία 14 τέθηκε εκ περισσού.

 

3.  Ο κατηγορούμενος 3 βίασε την Bien (15η κατηγορία) ενώ δεν βίασε την Queyn (12η κατηγορία).

 

4.  Ο κατηγορούμενος 4 βίασε την Queyn (5η κατηγορία).»

 

Με βάση την πιο πάνω κατάληξη το Κακουργιοδικείο αποφάσισε ότι: 

 

«1. Οι κατηγορούμενοι 1, 2 και 4 κρίθηκαν ένοχοι στις κατηγορίες 1 και 2, ενώ ο κατηγορούμενος 3 σ’ αυτές αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.

 

2.  Όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι στην 3η κατηγορία.

 

3.  Οι κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 κρίθηκαν ένοχοι στην κατηγορία 4, ενώ σ’ αυτήν ο κατηγορούμενος 4 αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.

 

4.  Ο κατηγορούμενος 4 ένοχος στην 5η κατηγορία.

 

5.  Ο κατηγορούμενος 1 ένοχος στις κατηγορίες 7, 10 και 13, ο κατηγορούμενος 2 κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 6, 8, 11 και 15 και ο κατηγορούμενος 3 κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 9 και 12.

 

6.  Ο κατηγορούμενος 2 ένοχος στην κατηγορία 16.»

 

Μετά τις αγορεύσεις των συνηγόρων για μετριασμό της ποινής το Κακουργιοδικείο επέβαλε τις πιο κάτω ποινές:

 

«1. Στους κατηγορούμενους 1, 2 και 4 ποινή φυλακίσεως 3 χρόνων σε [*768]κάθε μια από τις κατηγορίες της συνωμοσίας (κατηγορίες 1 και 2).  Και σ’ όλους τους κατηγορούμενους ποινή φυλακίσεως 3 χρόνων στην κατηγορία της απαγωγής της Quyen (3η κατηγορία), ενώ στην κατηγορία της απαγωγής της Bien (4η κατηγορία)  την ίδια ποινή στους κατηγορούμενους 1, 2 και 3.

 

2.  στον κατηγορούμενο 4 στην κατηγορία που αφορά το βιασμό της Quyen (5η κατηγορία) ποινή φυλάκισης 10 χρόνων.

 

3.  Στον κατηγορούμενο 1 σε κάθε μια από τις κατηγορίες 7, 10 και 13 ποινή φυλακίσεως 13 χρόνων και την ίδια ποινή στον κατηγορούμενο 2 σε κάθε από τις κατηγορίες 6, 8, 11 και 15, ενώ στον κατηγορούμενο 3 ποινή φυλάκισης 10 χρόνων σε κάθε μια από τις κατηγορίες 9 και 12.

 

4.  Τέλος, στον κατηγορούμενο 2 επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως 4 χρόνων στην 16η κατηγορία.

 

Οι πιο πάνω ποινές συνέτρεχαν και άρχιζαν από 1η.12.2011.»

 

Καταχωρήθηκαν 4 διαφορετικές εφέσεις από τους ισάριθμους τότε κατηγορούμενους, με τις οποίες αμφισβητήθηκαν τόσο οι καταδίκες όσο και οι επιβληθείσες ποινές.

 

Ο εφεσείων στην ποινική έφεση 19/2012, πρώην κατηγορούμενος 1, συμπεριέλαβε στο εφετήριο 10 διαφορετικούς λόγους, οι πλείστοι εκ των οποίων αφορούσαν σε ζητήματα αξιοπιστίας των παραπονουμένων θυμάτων.

 

Επικρίθηκε ακόμα ως επισφαλής η ενισχυτική μαρτυρία επί της οποίας στηρίχθηκε το Κακουργιοδικείο. Tέλος ο εφεσείων αμφισβήτησε την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα υπερβολική.

 

Με την έφεση 20/2012 ο εφεσείων, πρώην κατηγορούμενος 3, αμφισβήτησε κατά κύριο λόγο, ως αντινομική την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο εν λόγω εφεσείων βίασε την Bien και δεν βίασε την Quyen. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι, το Κακουργιοδικείο τον βρήκε ένοχο στις κατηγορίες 9 και 12, ενώ οι κατηγορίες που τον αφορούσαν ήταν οι 11 και 15. (1ος λόγος έφεσης).

 

Προσβλήθηκαν ακόμα ευρήματα αξιοπιστίας.

 

Με την έφεση 21/2012 ο εφεσείων, πρώην κατηγορούμενος 4, ουσιαστικώς αμφισβήτησε την αξιολόγηση της μαρτυρίας των παρα[*769]πονουμένων, προβάλλοντας ακόμα ότι το Δικαστήριο κατήργησε το τεκμήριο της αθωότητας και μετέθεσε το βάρος απόδειξης στους ώμους του εφεσείοντα, ότι υπήρξε λανθασμένη αξιολόγηση και καθοδήγηση του Δικαστηρίου και ότι οι υπάρχουσες αντιφάσεις θα έπρεπε να οδηγήσουν σε αθώωση του. Τέλος αμφισβήτησε την επιβληθείσα ποινή ως υπερβολική. 

 

Με την έφεση αρ. 22/2012 ο πρώην κατηγορούμενος 2, αμφισβήτησε την επιβληθείσα ποινή θεωρώντας την υπερβολική.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Όπως έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ευθύνη για την αξιολόγηση της προσαχθείσας, πρωτοδίκως, μαρτυρίας ανήκει επί του προκειμένου, στο Κακουργιοδικείο.

 

2.  Σε υποθέσεις βιασμού, όπως η υπό εξέταση, είναι σύνηθες να προβάλλονται δύο εκδοχές. Όπως επισημαίνεται και στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, η επίσκεψη των παραπονουμένων στο σπίτι του του εφεσείοντα στην έφεση 19/2012, δεν αμφισβητήθηκε. Η σεξουαλική επαφή με τις παραπονούμενες, δεν αμφισβητήθηκε, εκτός στην έφεση 20/2012.

 

3.  Το κρίσιμο, για το Κακουργιοδικείο, ερώτημα ήταν αν η πιο πάνω επαφή έγινε με τη συγκατάθεση των παραπονουμένων ή όχι.

 

4.  Το άλλο κομβικό σημείο ήταν ο τρόπος αναχώρησης των δύο παραπονουμένων από το σπίτι του εφεσείοντα στην έφεση 19/2012.  Οι ίδιες ισχυρίστηκαν ότι διέφυγαν από μια πόρτα στη βεράντα, η μία γυμνή και η άλλη με ρούχα που βρήκε στη σκηνή. Η εκδοχή που προβλήθηκε από πλευράς υπεράσπισης, ήταν ότι έφυγαν από την κύρια είσοδο, ντυμένες, χωρίς κανένα παράπονο.

 

5.  Το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε ότι στη μαρτυρία των δυο παραπονουμένων υπήρχαν αντιφάσεις. Δεν θα έπρεπε να διαφεύγει και το γεγονός ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας εδράζεται στην ανθρώπινη εμπειρία, και αυτή δεν εξετάζεται μικροσκοπικά.

 

6.  Όπως ορθώς, σημειώνεται μεταξύ άλλων στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, η ελεύθερη βούληση έπρεπε να αποκλειστεί, παρόλη την επίμονη αντεξέταση που έτυχαν οι παραπονούμενες, γιατί η εκδοχή αυτή δεν ήταν συμβατή με τα ευρήματα των ιατροδικαστικών εκθέσεων, που κατατέθηκαν με τη σύμφωνη γνώμη της [*770]Υπεράσπισης, για την αλήθεια του περιεχομένου τους.

 

7.  Οι κακώσεις που αναφέρονταν στα ευρήματα των ιατροδικαστικών εκθέσεων ότι υπέστησαν οι παραπονούμενες, αποκλείστηκαν, ιατροδικαστικώς, ότι μπορούσαν να προέλθουν με οικειοθελή σεξουαλική επαφή, ή από χάδια. Το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου συνάδει απολύτως με τη μαρτυρία αυτή, αποκλείοντας, ορθώς, την εκδοχή της υπεράσπισης περί συναινέσεως.

 

8.  Υπήρξε παράπονο απ’ όλους τους εφεσείοντες για τις υπάρχουσες αντιφάσεις στη μαρτυρία των δυο παραπονουμένων. Το Κακουργιοδικείο τις εντόπισε τις κατέγραψε και έδωσε τη δική του θεώρηση ως προς αυτές, και ειδικώς ως προς τι γινόταν στο δωμάτιο που τελικώς βρέθηκαν οι παραπονούμενες με τους εφεσείοντες.

 

9.  Δέχτηκε το Κακουργιοδικείο ότι ήταν αποτέλεσμα της ψυχολογικής ένστασης που βίωναν οι παραπονούμενες. Τούτο συνήδε και με τη μαρτυρία του ιατροδικαστή ότι αυτές είχαν, πέραν των κακώσεων στα γεννητικά τους όργανα και τον πρωκτό, κακοποιηθεί.

 

10. Το Κακουργιοδικείο εξήγησε επαρκώς τον τρόπο ενέργειας των δύο παραπονουμένων μετά την έξοδό τους από το σπίτι. Η Quyen συνάντησε τον φίλο της, του αποκαλύπτει τι συνέβη και επισκέπτεται τον αστυνομικό σταθμό.

 

11. Η Bien, όπως επισημαίνεται στην απόφαση, ούσα παρανόμως στην Κύπρο, διανυκτερεύει σε διάφορα σπίτια και απευθύνεται στην αστυνομία μετά από τρεις ημέρες, μετά από παρότρυνση του ΜΚ5. Η δομή αυτή πραγμάτων δεν είχε οτιδήποτε το εμφανώς παράδοξο, έχοντας ως δεδομένο την αποδοχή της εκδοχής της Bien, που βρισκόταν παρανόμως εδώ και την ανησυχία που τη διακατείχε για το γεγονός αυτό.

 

12. Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε την Quyen ως μάρτυρα αληθείας, και δέχθηκε την εκδοχή της. Συνεπώς, δεν ήταν ορθό ότι δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε την εκδοχή του του εφεσείοντα στην έφεση 21/2012.

 

13. Το Δικαστήριο, όπως έκαμε και το Κακουργιοδικείο επί του προκειμένου, έχει καθήκον να εξετάσει την υπόθεση, και ιδιαιτέρως την προσαχθείσα μαρτυρία, στο σύνολό της και όχι αποσπασματικά. Το τι είχε επισυμβεί στο δωμάτιο που βρισκόταν ήδη η Quyen μετά που εισήλθε και η Bien, χαρακτηρίζεται από μια συνεχή ροή γεγονότων στα οποία εμπλέκονταν αριθμός προσώπων.

[*771]14.    Δεν ήταν μια μεμονωμένη πράξη βιασμού που, ενδεχομένως, θα είχε κάθε μικρή λεπτομέρεια τη δική της διάσταση. Συνακόλουθα δεν έπασχε η αξιολόγηση που έγινε από το Κακουργιοδικείο αναφορικά με τη μαρτυρία των δυο παραπονουμένων.

 

15. Η επισήμανση που γινόταν με τον πρώτο λόγο στην έφεση 20/2012  και αναφερόταν σε λανθασμένη κατάληξη του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την ενοχή του του εφεσείοντα στην έφεση 20/2012 στην κατηγορία του βιασμού της Quyen, ήταν ορθή.

 

16. Στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, διαπιστωνόταν ένα καθαρά τυπογραφικό λάθος. Στην τελευταία σελίδα της απόφασης όπου διατυπώνεται η ενοχή του του εφεσείοντα στην έφεση 20/2012, γίνεται το λάθος με την αναγραφή «ο κατηγορούμενος 3 κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 9 και 12».

 

17. Οι πιο πάνω κατηγορίες (9 και 12) αφορούν στην περίπτωση της Quyen για την οποία υπάρχει εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι δεν είχε βιαστεί από τον τελευταίο.

 

18. Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται για απόφανση από το εφετείο είναι κατά πόσο το αποδειχθέν λάθος, στη βάση όλων των δεδομένων, είναι τέτοιας έκτασης που να καθιστά την καταδίκη ακροσφαλή, ως η σχετική εισήγηση.

 

19. Καθίστατο έκδηλο ότι όταν πρόκειται για ένα καθαρά τυπογραφικό ολίσθημα, ένα λάθος που μπορεί να θεραπευθεί με την απλή  διόρθωση της απόφασης χωρίς να επηρεάζει κατ’ ουσία την ορθότητα της καταδίκης, ούτε κατ’ επέκταση της έφεσης τότε δεν υπάρχει θέμα προς συζήτηση.

 

20. Σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου Γ του Άρθρου 145 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, το Εφετείο δύναται να ακυρώσει μια καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιονδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί με βάση τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί και έγινε αποδεκτή, όπως επίσης και να επιβάλει ανάλογη ποινή.

 

21. Κατ’ αντιστοιχία, διαδικαστικής φύσεως παρατυπίες, με βάση το Άρθρο 153 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155, δεν επηρεάζουν το κύρος μιας δικαστικής διαδικασίας, και προστατεύουν από, χωρίς έρεισμα, αθωώσεις, κατά το στάδιο της έφεσης.

 

22. Δεδομένου ότι δεν προέκυπτε οιοσδήποτε επηρεασμός των δικαιω[*772]μάτων του εν λόγω εφεσείοντα, η καταδίκη του εφεσείοντα στην έφεση 20/2012 αναφορικά με τις κατηγορίες 9 και 12 παραμερίστηκε από το Εφετείο και κατ’ επέκταση και η σχετικώς επιβληθείσα ποινή.

 

23. Ο εφεσείοντας στην 20/2012 κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία του βιασμού, όπως αυτή περιγράφηκε στην κατηγορία 15, δεδομένου ότι το Εφετείο μπορεί να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα, από αποδεδειγμένα ενώπιον του γεγονότα. Η επιβληθείσα από το Εφετείο ποινή αναφέρεται στα αποφασισθέντα επί της ποινής.

 

Οι εφέσεις 19/2012 και 21/2012 αναφορικά με την καταδίκη απορρίφθηκαν. Η έφεση 20/2012 έγινε μερικώς αποδεκτή, ως ανωτέρω.

 

Αναφορικά με την έφεση επί της ποινής:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο εφεσείων στην 20/2012 δεν είχε καταχωρήσει έφεση αναφορικά με το ύψος της επιβληθείσας ποινής.

 

2.  Παρόλο που επιβλήθηκαν ποινές για το αδίκημα της συνομωσίας τρία χρόνια, και ιδίας έκτασης ποινή για το αδίκημα της απαγωγής των δύο παραπονουμένων στους εφεσείοντες στις εφέσεις 19/2012 και 22/2012, για το αδίκημα του βιασμού τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 13 χρόνων. Στους δε υπόλοιπους εφεσείοντες η ποινή ήταν μικρότερη, 10 χρόνια.

 

3.  Όπως επισημαίνεται και στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, για το κακούργημα του βιασμού, η προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της ισόβιας φυλάκισης (Άρθρο 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154).

 

4.  Αποτελεί τη χείριστη μορφή εξευτελισμού και κακοποίησης που μπορεί να υποστεί ένας άνθρωπος. Επιτάσσει την αυστηρή τιμωρία του παραβάτη.

 

5.  Στην υπό εξέταση περίπτωση, συγκεκριμένο απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου αντικατόπτριζε το εύρος της εγκληματικής συμπεριφοράς των εφεσειόντων.

 

6.  Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του τις προσωπικές συνθήκες των εφεσειόντων, την έκταση της εγκληματικής συμπεριφοράς των και προέβη σε μια διαφοροποίηση μεταξύ των εφεσειόντων, ως [*773]προς το εύρος της συμμετοχής εκάστου στο υπό εξέταση αδίκημα, που αιτιολογείται, λαμβάνοντας υπόψη τη διαφοροποιημένη στάση του Diaconu έναντι της συμπεριφοράς των εφεσειόντων Mihalta και Valentine.

 

7.  Αναφορικά με τον εφεσείοντα Constantine στην έφεση 20/2012 και με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης, όπως περατέθηκαν πιο πάνω, επιβλήθηκε σε αυτόν από το Εφετείο ποινή της φυλάκισης 10 χρόνων για το βιασμό, της Bien που αφορούσε στη 15η κατηγορία.

 

Οι εφέσεις 19/2012, 21/2012 και 22/2012, ως προς την έκταση της επιβληθείσας ποινής απορρίφθηκαν.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Λ.Κ. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 547,

 

Βrierley v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 476,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Σενέκκη κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ. 285,

 

Vedat v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 787,

 

Ayvazian v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 224

 

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

 

Εφέσεις από τους καταδικασθέντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ., Παναγιώτου, Α.Ε.Δ., Σταύρου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8567/10), ημερομηνίας 10/1/12.

 

Κ. Πιερούδη, (κα), για τον Εφεσείοντα στην 19/2012.

 

Αλ. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα στις 20/2012 και 22/2012.

 

Μ. Κιτρομηλίδης, για τον Εφεσείοντα στην 21/2012.

 

Μ. Χαραλάμπους, (κα), για την Εφεσίβλητη σε όλες τις εφέσεις.

 

Εφεσείοντες παρόντες.

 

Cur. adv. vult.

[*774]ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Tην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η επίσκεψη των αδελφών Quyen και Bien Phung Thi από το Βιετνάμ, στο σπίτι της οδού Σκύρου 20Α, στη Λακατάμεια που διέμενε ο Albu Mihalta, ήταν η αιτία για την καταχώρηση κατηγορητηρίου εναντίον του πιο πάνω, και των Valentine Paduraru, Constantine Paduraru και Ionut Diaconu. 

 

Στο κατηγορητήριο υπήρχαν τέσσερις κατηγορίες που αφορούσαν τα αδικήματα της συνωμοσίας, κατά παράβαση των Άρθρων 371 και 29 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 1 και 2), και της απαγωγής κατά παράβαση των Άρθρων 148 και 29 του Ποινικού Κώδικα, (κατηγορίες 3 και 4), οι οποίες ήταν  κοινές για όλους.

 

Υπήρχαν 11 κατηγορίες που αφορούσαν το αδίκημα του βιασμού, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, οι οποίες αφορούσαν: τον Μihaita (κατηγορίες 7, 10 και 13), τον Valentin (κατηγορίες 6, 8,11 και 14), τον Constantine (κατηγορίες 9, 12 και 15) και τον Diaconu (κατηγορία 5).

 

Υπήρχε και η 16η κατηγορία εναντίον του Valentin για πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα.

 

Όπως επισημαίνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, η θέση της κατηγορούσας αρχής ήταν ότι, οι δύο αδελφές επισκέφθηκαν, στις 18 Ιουνίου 2010 το σπίτι της οδού Σκύρου 20Α, με σκοπό να αναζητήσουν δωμάτιο προς ενοικίαση. Με την είσοδο τους οι κατηγορούμενοι, όπως προβλήθηκε, τις παγίδευσαν σε δύο ξεχωριστά δωμάτια, όπου τις βίασαν. Στις λεπτομέρειες θα αναφερθούμε στη συνέχεια, όπου αυτό είναι αναγκαίο.

 

Ήταν, όπως περαιτέρω επισημαίνεται, η γραμμή υπεράσπισης όλων των εμπλεκομένων, πλην του Constantine, ότι, η σεξουαλική επαφή με τις δύο πιο πάνω παραπονούμενες, έγινε με τη δική τους συγκατάθεση. Ο τελευταίος πρόβαλε την υπεράσπιση ότι ο ίδιος δεν ήλθε ποτέ σε σεξουαλική επαφή με τις παραπονούμενες.

 

Το Κακουργιοδικείο αποδεχόμενο τη μαρτυρία των δύο παραπονουμένων κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα τα οποία σημειώνουμε:

 

«Κατά τον ουσιώδη χρόνο η ΜΚ7 (Bien) έψαχνε να βρει δω[*775]μάτιο για ενοικίαση και όταν μέσα στο Μάιο του 2010 γνώρισε τον κατηγορούμενο 1 αυτός της είπε ότι μένει σε σπίτι που υπήρχε άδειο δωμάτιο και μπορούσε να το ενοικιάσει. Έκτοτε για το θέμα αυτό της τηλεφώνησε μερικές φορές για να πάει στο σπίτι του για να δει το δωμάτιο. Αυτό τελικά διευθετήθηκε μέσω τηλεφώνου για το απόγευμα της 18.6.10, με τη διαφορά όμως ότι όταν η ΜΚ7 πληροφόρησε τον κατηγορούμενο 1 ότι θα πήγαινε στο σπίτι του για να δουν το δωμάτιο με την αδελφή της ο κατηγορούμενος 1 έσπευσε να τηλεφωνήσει στους κατηγορούμενους 2 και 4 να έλθουν και αυτοί για σεξ με δύο κοπέλες. Πράγματι σε λίγη ώρα οι κατηγορούμενοι 2 και 4 πήγαν στο σπίτι του και περιμένοντας τις δύο κοπέλες κάθισαν σε καναπέ του καθιστικού και έπιναν μπύρες. Σε λίγο έφθασαν εκεί και οι παραπονούμενες και με το πρόσχημα ότι θα έδειχναν στην ΜΚ4 το δωμάτιο που προοριζόταν για ενοικίαση από την αδελφή της, οι κατηγορούμενοι 1 και 4 την οδήγησαν στο διάδρομο που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια και όταν έφθασαν στο βάθος του διαδρόμου ο κατηγορούμενος 1 που προπορευόταν την άρπαξε και την τράβηξε μέσα στο δωμάτιο όπου τη βίασε ο κατηγορούμενος 4 υπό τις συνθήκες που περιέγραψε η ΜΚ4.  Παράλληλα ο κατηγορούμενος 2 κατάφερε να παρασύρει την ΜΚ7 σε δεύτερο δωμάτιο όπου αφού τη κτύπησε τη βίασε υπό τις συνθήκες που περιέγραψε η ΜΚ7. Στη συνέχεια και αφού ο κατηγορούμενος 4 έφυγε, τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως ακριβώς τα περιέγραψε η ΜΚ4 και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε.»

 

Με βάση την αποδοχή της μαρτυρίας των παραπονουμένων το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η κατηγορούσα αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι:

 

«1. Ο κατηγορούμενος 1 βίασε σε πρώτο στάδιο την Quyen (κατηγορία 7) και σε δεύτερο μαζί με τον κατηγορούμενο 2 τόσο την Quyen όσο και τη Bien (κατηγορίες 10 και 13).

 

2. Ο κατηγορούμενος 2 βίασε σε πρώτο στάδιο την Bien (κατηγορία 6) και σε δεύτερο μαζί με τον κατηγορούμενο 1 τόσο την Bien όσο και τη Queyn (κατηγορίες 8 και 11) και ως εκ τούτου η κατηγορία 14 τέθηκε εκ περισσού.

 

3. Ο κατηγορούμενος 3 βίασε την Bien (15η κατηγορία) ενώ δεν βίασε την Queyn (12η κατηγορία).

 

4. Ο κατηγορούμενος 4 βίασε την Queyn (5η κατηγορία).»

[*776]Με βάση την πιο πάνω κατάληξη το Κακουργιοδικείο αποφάσισε ότι:

 

«1. Οι κατηγορούμενοι 1, 2 και 4 κρίνονται ένοχοι στις κατηγορίες 1 και 2, ενώ ο κατηγορούμενος 3 σ’ αυτές αθωώνεται και απαλλάσσεται.

 

2. Όλοι οι κατηγορούμενοι κρίνονται ένοχοι στην 3η κατηγορία.

 

3. Οι κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 κρίνονται ένοχοι στην κατηγορία 4, ενώ σ’ αυτήν ο κατηγορούμενος 4 αθωώνεται και απαλλάσσεται.

 

4. Ο κατηγορούμενος 4 κρίνεται ένοχος στην 5η κατηγορία.

 

5. Ο κατηγορούμενος 1 κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 7, 10 και 13, ο κατηγορούμενος 2 κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 6, 8, 11 και 15 και ο κατηγορούμενος 3 κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 9 και 12.

 

6. Ο κατηγορούμενος 2 κρίνεται ένοχος στην κατηγορία 16.»

 

Μετά τις αγορεύσεις των συνηγόρων για μετριασμό της ποινής το Κακουργιοδικείο επέβαλε τις πιο κάτω ποινές:

 

«1. Στους κατηγορούμενους 1, 2 και 4 ποινή φυλακίσεως 3 χρόνων σε κάθε μια από τις κατηγορίες της συνωμοσίας (κατηγορίες 1 και 2). Και σ’ όλους τους κατηγορούμενους ποινή φυλακίσεως 3 χρόνων στην κατηγορία της απαγωγής της Quyen (3η κατηγορία), ενώ στην κατηγορία της απαγωγής της Bien (4η κατηγορία) επιβάλλουμε την ίδια ποινή στους κατηγορούμενους 1, 2 και 3.

 

2. στον κατηγορούμενο 4 στην κατηγορία που αφορά το βιασμό της Quyen (5η κατηγορία) ποινή φυλάκισης 10 χρόνων.

 

3. Στον κατηγορούμενο 1 σε κάθε μια από τις κατηγορίες 7, 10 και 13 ποινή φυλακίσεως 13 χρόνων και την ίδια ποινή επιβάλλουμε στον κατηγορούμενο 2 σε κάθε από τις κατηγορίες 6, 8, 11 και 15, ενώ στον κατηγορούμενο 3 επιβάλλουμε ποινή φυλάκισης 10 χρόνων σε κάθε μια από τις κατηγορίες 9 και 12.

 

4. Τέλος, επιβάλλουμε στον κατηγορούμενο 2 ποινή φυλακί[*777]σεως 4 χρόνων στην 16η κατηγορία.

 

Οι πιο πάνω ποινές να συντρέχουν και θα αρχίζουν από 1η.12.2011.»

 

Καταχωρήθηκαν 4 διαφορετικές εφέσεις από τους ισάριθμους τότε κατηγορούμενους. 

 

Ο εφεσείων στην ποινική έφεση 19/2012 Albu Mihalta, πρώην κατηγορούμενος 1, συμπεριέλαβε στο εφετήριο 10 διαφορετικούς λόγους. Ο 1ος και ο 9ος λόγοι έφεσης έχουν σχέση με την αξιοπιστία της Bien. Ο λόγος έφεσης 5 αμφισβητεί το εύρημα του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία της Quyen. Με τους λόγους έφεσης 3, 4, 6 και 7 αμφισβητείται το εύρημα αξιοπιστίας αναφορικά με αμφότερες τις παραπονούμενες, για διάφορα επιμέρους γεγονότα που έλαβαν χώρα τη συγκεκριμένη ημέρα και απετέλεσαν τη βάση για την καταδίκη του εφεσείοντα.

 

Οι λόγοι έφεσης 2 και 8 αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου να μην αποδεχτεί την προβληθείσα, από τον εφεσείοντα, εκδοχή, αναφορικά με τα όσα έλαβαν χώρα τη συγκεκριμένη ημέρα και αφετέρου των γεγονότων που προηγήθηκαν της 18ης Ιουνίου 2010. 

 

Με το λόγο έφεσης 10 κρίνεται ως επισφαλής η ενισχυτική μαρτυρία επί της οποίας στηρίχθηκε το Κακουργιοδικείο. Tέλος ο εφεσείων θεωρεί την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα υπερβολική.

 

Με την έφεση 20/2012 ο Constantine Paduraru, πρώην κατηγορούμενος 3, αμφισβητεί και θεωρεί ως αντινομική την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο εν λόγω εφεσείων βίασε την Bien και δεν βίασε την Quyen. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι, το Κακουργιοδικείο τον βρήκε ένοχο στις κατηγορίες 9 και 12, ενώ οι κατηγορίες που τον αφορούσαν ήταν οι 11 και 15.(1ος λόγος έφεσης).

 

Στη συνέχεια, αμφισβητήθηκε το εύρημα αξιοπιστίας αναφορικά με τον ισχυρισμό της Bien για τον, κατ’ ισχυρισμό, διαδοχικό βιασμό που υπέστη (2ος λόγος έφεσης).

 

Με τον 3ο λόγο έφεσης προβλήθηκε η παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης καθότι, κατά το στάδιο της έφεσης, δεν υπήρχε διαθέσιμος  ο φάκελος της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

Με την έφεση 21/2012 ο εφεσείων Ionut Diaconu, πρώην κατη[*778]γορούμενος 4, ουσιαστικώς αμφισβήτησε την αξιολόγηση της μαρτυρίας των παραπονουμένων, λόγοι έφεσης 1 και 4. Περαιτέρω, αμφισβητείται η αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας καθότι, όπως προβλήθηκε, έδωσαν διαφορετικές θέσεις και εκδοχές έτσι ώστε δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ενισχυτική μαρτυρία.

 

Με τον 3ο λόγο έφεσης προβλήθηκε ότι το Δικαστήριο κατήργησε το τεκμήριο της αθωότητας και μετέθεσε το βάρος απόδειξης στους ώμους του εφεσείοντα. Με το λόγο έφεσης 5 υπήρξε, κατ’ ισχυρισμό, λάθος αξιολόγηση και καθοδήγηση του Δικαστηρίου.  Με τον λόγο έφεσης 6 ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι οι υπάρχουσες αντιφάσεις θα έπρεπε να οδηγήσουν σε αθώωση του. Τέλος θεωρεί την επιβληθείσα ποινή υπερβολική. 

 

Με την έφεση αρ. 22/2012 ο Valentin Paduraru, πρώην κατηγορούμενος 2, αμφισβητεί την επιβληθείσα ποινή θεωρώντας την ως υπερβολική.

 

Θα αντικρίσουμε τα θέματα που εγείρονται στις εφέσεις 19/2012, 20/2012 και 21/2012 σωρευτικά, στο βαθμό που αποτελούν κοινό έδαφος.

 

Εφτά από τους δέκα λόγους έφεσης, που προωθήθηκαν στην έφεση αρ. 19/2012, ένας λόγος στην έφεση αρ. 20/2012 και τρεις λόγοι από την έφεση αρ. 21/2012, αμφισβητούν την αξιοπιστία των παραπονουμένων Quyen και Bien.

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ευθύνη για την αξιολόγηση της προσαχθείσας, πρωτοδίκως, μαρτυρίας ανήκει επί του προκειμένου, στο Κακουργιοδικείο.

 

Εκεί, όπου διεξάγεται η δίκη, όπου προσφέρεται η δυνατότητα παρακολούθησης των μαρτύρων, των αντιδράσεων τους, της όλης σκηνικής τους παρουσίας, εκεί υπάρχει και η ευθύνη εξαγωγής πρωτογενών συμπερασμάτων ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Η κατάληξη του Κακουργιοδικείου είναι που ελέγχεται, δικαστικώς από το εφετείο, πάντοτε σε συνάρτηση με τα γεγονότα και την όλη μαρτυρία που έλαβε υπόψη του, για την όποια κατάληξη.

 

Όποτε προβάλλονται ενώπιον του Δικαστηρίου, δύο εκδοχές, ως προς τα γεγονότα, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να καταλήξει σε συμπέρασμα αποδοχής της μιας εκ των δύο εκδοχών.  [*779]Τούτο το συμπέρασμα είναι που ελέγχεται.

 

Σε υποθέσεις βιασμού, όπως η υπό εξέταση, είναι σύνηθες να προβάλλονται δύο εκδοχές. Όπως επισημαίνεται και στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, η επίσκεψη των παραπονουμένων στο σπίτι του Mihalta, δεν αμφισβητήθηκε.

 

Η σεξουαλική επαφή με τις παραπονούμενες, δεν αμφισβητήθηκε, εκτός από τον Constantine, που θα μας απασχολήσει η περίπτωσή του αργότερα.

 

Το κρίσιμο, για το Κακουργιοδικείο, ερώτημα ήταν αν η πιο πάνω επαφή έγινε με τη συγκατάθεση των παραπονουμένων ή όχι.

 

Το άλλο κομβικό σημείο ήταν ο τρόπος αναχώρησης των δύο παραπονουμένων από το σπίτι του Mihalta. Οι ίδιες ισχυρίστηκαν ότι διέφυγαν από μια πόρτα στη βεράντα, η μία γυμνή και η άλλη με ρούχα που βρήκε στη σκηνή. Η εκδοχή που προβλήθηκε από πλευράς υπεράσπισης, ήταν ότι έφυγαν από την κύρια είσοδο, ντυμένες, χωρίς κανένα παράπονο.

 

Το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε ότι στη μαρτυρία των δυο παραπονουμένων υπήρχαν αντιφάσεις. Ως γενική αρχή η νομολογία δέχεται, και τούτο εδράζεται στην κοινή λογική και εμπειρία, ότι οι υπάρχουσες αντιφάσεις και ασυνέπειες στη μαρτυρία δυο μαρτύρων ενισχύουν την αξιοπιστία τους (βλ. Λ.Κ. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 547). Ταυτοχρόνως επισημαίνεται ότι είναι αντιφάσεις, επί ουσιαστικών θεμάτων, που τείνουν να καταδείξουν αναλήθεια και όχι αντιφάσεις επί επουσιωδών λεπτομερειών.

 

Παραλλήλως, δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας εδράζεται στην ανθρώπινη εμπειρία, και δεν εξετάζεται μικροσκοπικά (βλ. Βrierley v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 476.)

 

Στο πλαίσιο της έφεσης 19/2012 υποβλήθηκε ότι η Bien ήταν εντελώς αντιφατική ως προς το αν ξύπνησε ή λιποθύμησε μετά τον πρώτο βιασμό. Το Κακουργιοδικείο έδωσε επαρκείς εξηγήσεις γιατί αποδέχτηκε την εκδοχή της.

 

Δόθηκε από τους εφεσείοντες έμφαση στη δυνατότητα που είχαν οι παραπονούμενες να διαφύγουν. Το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχτηκε μόνο την εκδοχή της διαφυγής από τη μπαλκονόπορτα, αλλά, θεώρησε την εκδοχή αυτή ως αληθινή, στηριζόμενο [*780]στο γεγονός ότι η γείτονας (ΜΚ9) είχε ακούσει θόρυβο, σαν μετακίνηση επίπλων, κοίταξε και είδε τη μπαλκονόπορτα, του γειτονικού σπιτιού του (Mihalta), ανοικτή. Αυτή η ίδια μπαλκονόπορτα παρουσιάζεται και στις φωτογραφίες που κατατέθηκαν και αναγνώρισε και η Quyen. Το σορτσάκι και η φανέλα που κατ’ ισχυρισμό, η Quyen άρπαξε από το δωμάτιο φεύγοντας για να καλύψει τη γύμνια της, ενισχύθηκε από τη μαρτυρία του φίλου της (ΜΚ6) τον οποίο συνάντησε η Quyen, μισή ώρα μετά την αναχώρησή της από το σπίτι του Mihalta. Αυτά τα ίδια ρούχα φορούσε η Queyn όταν επισκέφθηκε, στη συνέχεια, τον αστυνομικό σταθμό. Αυτά τα ρούχα αναγνώρισε και ο Mihalta ότι του ανήκαν. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα Diaconu, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον ισχυρισμό των παραπονουμένων ότι αποκλείστηκε η είσοδος του δωματίου με έπιπλο, τραπέζι, για να καταδείξει την ανυπαρξία εμποδίου ν’ αποχωρήσουν. Αφήνουμε που ήταν η θέση του Diaconu, ότι αποχώρησε αμέσως μετά την επαφή που είχε με την Queyn, συνεπώς δεν μπορούσε να γνωρίζει πως εξελίχθησαν τα γεγονότα. Tο δε Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε ότι ακούστηκε θόρυβος ως να μετακινούντο έπιπλα, όπως το περιέγραψε τρίτο άτομο ή γείτονας (ΜΚ9). Επίσης, η «πόρτα διαφυγής» δε θα μπορούσε να τύχει συζήτησης από τον εφεσείοντα, αφού αποτελεί αποδεκτό απ’ όλους γεγονός ότι είχε φύγει από το σπίτι προηγουμένως.

 

Τα πιο πάνω καταδεικνύουν την ορθότητα της δικαστικής κρίσης επί του προκειμένου. 

 

Η μη αποδοχή της εκδοχής του Mihalta ως προς τα γεγονότα, ήταν άλλο παράπονο που υποβλήθηκε με την έφεση 19/2012.  Αρχικώς πρέπει να σημειώσουμε ότι, όντως δεν γίνεται αναφορά από το Κακουργιοδικείο στον ισχυρισμό ότι το σπίτι είχε ενοικιαστεί από την εταιρεία που εργαζόταν ο Mihalta, συνεπώς δεν ήταν δυνατό να προσφέρει προς ενοικίαση δωμάτιο, όπως υποστήριξε η ευπαίδευτη συνήγορος του. Το θέμα αυτό είναι κατά τη γνώμη μας άσχετο και δεν θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε συνέπεια στην υπόθεση, όταν το κρίσιμο είναι αν οι παραπονούμενες βρισκόμενες στο εν λόγω σπίτι ήλθαν σε σεξουαλική επαφή, που αποδεδειγμένα έγινε, με τη θέληση τους ή όχι.

 

Όπως ορθώς, κατά τη γνώμη μας, σημειώνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, η ελεύθερη βούληση έπρεπε να αποκλειστεί, παρόλη την επίμονη αντεξέταση που έτυχαν οι παραπονούμενες, γιατί η εκδοχή αυτή δεν ήταν συμβατή με τα ευρήματα των ιατροδικαστικών εκθέσεων, που κατατέθηκαν με τη σύμφωνη [*781]γνώμη της Υπεράσπισης, για την αλήθεια του περιεχομένου τους.  Αναφορικά με τη Quyen διαπιστώθηκαν «πρόσφατες αιμορραγικές ρήξεις του βλεννογόνου και του δέρματος του πρωκτού (β) ελαφρά αιμορραγική έκκριση στον κόλπο και θλαστικές εκχυμώσεις σε διάφορα σημεία του σώματος, στο μαστό, στην έσω επιφάνεια του κάτω και μέσου τριτομηριαίου του αριστερού μηρού στο άνω και κάτω χείλος και στην αριστερή παρειά».

 

Στην περίπτωση της Bien διαπιστώθηκαν: «(α) θλαστική εκχύμωση 6Χ4 εκ. στην εμπρόσθια χώρα μέσου τριτομορίου δεξιού αντιβραχίονα, (β) θλαστική εκχύμωση 6Χ2.5 εκ στη δεξιά γλουτιαία χώρα». Όπως σημειώνεται δεν εξετάστηκε γυναικολογικώς, λόγω περιόδου.

 

Τα πιο πάνω αναφερόμενα συμπτώματα αποκλείστηκαν, ιατροδικαστικώς, ότι μπορούσαν να προέλθουν με οικειοθελή σεξουαλική επαφή, ή από χάδια. Το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου συνάδει απολύτως με τη μαρτυρία αυτή, αποκλείοντας, ορθώς, την εκδοχή της υπεράσπισης περί συναινέσεως.

 

Υπήρξε παράπονο απ’ όλους τους εφεσείοντες για τις υπάρχουσες αντιφάσεις στη μαρτυρία των δυο παραπονουμένων. Το Κακουργιοδικείο τις εντόπισε τις κατέγραψε και έδωσε τη δική του θεώρηση ως προς αυτές, και ειδικώς ως προς τι γινόταν στο δωμάτιο που τελικώς βρέθηκαν οι παραπονούμενες με τους εφεσείοντες. Δέχτηκε το Κακουργιοδικείο ότι ήταν αποτέλεσμα της ψυχολογικής ένστασης που βίωναν οι παραπονούμενες. Τούτο συνάδει και με τη μαρτυρία του ιατροδικαστή ότι αυτές είχαν, πέραν των κακώσεων στα γεννητικά τους όργανα και τον πρωκτό, κακοποιηθεί.

 

Ο φίλος της Quyen, είπε ότι αυτή έκλαιγε και έτρεμε, όταν τη συνάντησε μισή ώρα μετά που έφυγε από το σπίτι του Mihalta. Αυτό σημειώθηκε από το Κακουργιοδικείο, με την παρατήρηση ότι η μαρτυρία αυτή συνέβαλε στην επί του προκειμένου κατάληξη του.

 

Αφήνουμε που ο Paduranu παραδέχτηκε ότι κτύπησε την Bien.  Συνεπώς, δεν βρίσκουμε έρεισμα στο παράπονο αυτό.

 

Με τον τελευταίο λόγο στην έφεση 19/2012 χαρακτηρίζεται ως επισφαλής η ενισχυτική μαρτυρία που δέχτηκε το Κακουργιοδικείο ότι υπήρχε, βασιζόμενο στη μαρτυρία του φίλου της Quyen (ΜΚ6).

 

Η αξία και η επίδραση της ενισχυτικής μαρτυρίας σε υποθέ[*782]σεις όπως την παρούσα, αναλύθηκε με επάρκεια στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε.

 

Όπως, ορθώς, επισημαίνεται πρωτοδίκως, μια γυναίκα που υφίσταται βιασμό, και κατορθώνει να διαφύγει, όπως περιγράφηκε, είναι φυσιολογικό και αναμενόμενο να απευθυνθεί στον πιο κοντινό της άνθρωπο, που στην προκείμενη, ήταν ο φίλος και σύντροφος της (ΜΚ6). Σ’ αυτόν αποκάλυψε τι συνέβη και ζήτησε βοήθεια. Δεν συμφωνούμε με την κα. Πιερούδη ότι ήταν ανασφαλές να στηριχθεί το Κακουργιοδικείο σ’ αυτή τη μαρτυρία. Αντιθέτως, ορθώς ενήργησε το Δικαστήριο, ιδιαιτέρως όταν η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα έμεινε ακλόνητη.

 

Έγινε λόγος για την ανυπαρξία οποιασδήποτε επαφής των δύο αδελφών, μετά την αναχώρησή τους από το σπίτι του Mihalta. Η δήθεν, απουσία συνεννόησης, θα έπρεπε να ήταν η αιτία να μη γίνουν πιστευτές, είπε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Diaconu.

 

Το Κακουργιοδικείο εξηγεί επαρκώς τον τρόπο ενέργειας των δύο παραπονουμένων μετά την έξοδό τους από το σπίτι. Η Quyen συναντά τον φίλο της, του αποκαλύπτει τι συνέβη και επισκέπτεται τον αστυνομικό σταθμό. Η Bien, όπως επισημαίνεται στην απόφαση, ούσα παρανόμως στην Κύπρο, διανυκτερεύει σε διάφορα σπίτια και απευθύνεται στην αστυνομία μετά από τρεις ημέρες, μετά από παρότρυνση του ΜΚ5. Η δομή αυτή πραγμάτων δεν έχει οτιδήποτε το εμφανώς παράδοξο, έχοντας ως δεδομένο την αποδοχή της εκδοχής της Bien, που βρισκόταν παρανόμως εδώ και την ανησυχία που τη διακατείχε για το γεγονός αυτό.

 

Καταλήγοντας ο κ. Κιτρομιλίδης υποστήριξε ότι το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε εύρημα ενοχής του Diaconu χωρίς να αξιολογήσει την εκδοχή του πελάτη του.

 

H πιο πάνω εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ο Diaconu υποστήριξε ενόρκως ότι, κατευθύνθηκε σ’ ένα υπνοδωμάτιο με την Quyen, αφού την επέλεξε ο ίδιος, της έδωσε €50, έκαμαν έρωτα, πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε, ντύθηκε και έφυγε. Η εκδοχή της Quyen ήταν εντελώς διαφορετική μιλώντας για βίαιο σύρσιμο της στο δωμάτιο, όπου υπέστη, όπως υποστήριξε, βιασμό από τον Diaconu, αρχικώς στο δωμάτιο και αργότερα στο μπάνιο.

 

Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε την Quyen ως μάρτυρα αληθείας, και δέχθηκε την εκδοχή της. Συνεπώς, δεν είναι ορθό ότι δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε την εκδοχή του Diaconu.

[*783]Υποβλήθηκε παράπονο στο πλαίσιο της έφεσης 20/2012, ότι η κρίση ως προς την αξιοπιστία της Bien ήταν εσφαλμένη. Δόθηκε έμφαση, από τον ευπαίδευτο συνήγορο, στη φράση που είπε η Bien ότι, τη βίαζαν εκείνη και την αδελφή της τρία άτομα, περιλαμβανομένου του Constantin, ενώ η Quyen είπε ότι ο τελευταίος δεν την είχε βιάσει.

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Υπάρχει διάσταση όπως περιγράφτηκε, πλην, όμως, δεν είναι κατανοητό να απομονώνεται μια φράση περιγραφής ενός συνεχόμενου συμβάντος για να εξαχθούν συμπεράσματα.

 

Το Δικαστήριο, όπως έκαμε και το Κακουργιοδικείο επί του προκειμένου, έχει καθήκον να εξετάσει την υπόθεση, και ιδιαιτέρως την προσαχθείσα μαρτυρία, στο σύνολό της και όχι αποσπασματικά. Το τι είχε επισυμβεί στο δωμάτιο που βρισκόταν ήδη η Quyen μετά που εισήλθε και η Bien, χαρακτηρίζεται από μια συνεχή ροή γεγονότων στα οποία εμπλέκοντο αριθμός προσώπων. Δεν ήταν μια μεμονωμένη πράξη βιασμού που, ενδεχομένως,  θα είχε κάθε μικρή λεπτομέρεια τη δική της διάσταση. Συνακόλουθα δεν βρίσκουμε ότι πάσχει η αξιολόγηση που έγινε από το Κακουργιοδικείο αναφορικά με τη μαρτυρία των δυο παραπονουμένων. 

 

Η επισήμανση που γίνεται με τον πρώτο λόγο στην έφεση 20/2012 και επικεντρώνεται σε λανθασμένη κατάληξη του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την ενοχή του Constantine στην κατηγορία του βιασμού της Quyen, είναι ορθή.

 

Όπως σημειώσαμε πιο πάνω,

 

(α)  Ο Constantin αντιμετώπιζε τις κατηγορίες με αριθμό 9 και 12 και αφορούσαν το βιασμό της Quyen και την κατηγορία με αριθμό 15 που αφορούσε το βιασμό της Bien.

 

(β)  Το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι η κατηγορούσα αρχή απέδειξε ότι: «ο Κατηγορούμενος 3 βίασε την Bien (15η κατηγορία), ενώ δεν βίασε την Quyen (12η κατηγορία), και βρέθηκε, ως εκ τούτου, «και ο Κατηγορούμενος 3 κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 9 και 12».

 

Mελετώντας την απόφαση του Κακουργιοδικείου, διαπιστώνουμε ότι έγινε ένα καθαρά τυπογραφικό λάθος.

 

Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του και συγκεκριμένα στη [*784]σελίδα 76, κατέληξε αποδεχόμενο τη μαρτυρία που είχε προσαχθεί ότι, ο Constantin «βίασε τη δεύτερη παραπονούμενη Bien”.

 

Στο στάδιο της στάθμισης του βαθμού απόδειξης της υπόθεσης κατέληξε ότι, «ο κατηγορούμενος 3 βίασε την Bien (15η κατηγορία) ενώ δεν βίασε την Quyen (12η κατηγορία).»

 

Στην τελευταία σελίδα της απόφασης όπου διατυπώνεται η ενοχή του Constantin, γίνεται το λάθος με την αναγραφή «ο κατηγορούμενος 3 κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 9 και 12».

 

Οι πιο πάνω κατηγορίες (9 και 12) αφορούν την περίπτωση της Quyen για την οποία υπάρχει εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι δεν είχε βιαστεί από τον Constantin.

 

Τούτη η σοβαρή παρατυπία θα πρέπει, υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, να οδηγήσει στην αποδοχή της έφεσης και την αθώωση του συγκεκριμένου εφεσείοντα.

 

Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται για απόφανση από το εφετείο είναι κατά πόσο το αποδειχθέν λάθος, στη βάση όλων των δεδομένων, είναι τέτοιας έκτασης που να καθιστά την καταδίκη ακροσφαλή.

 

Καθίσταται συναφώς έκδηλο ότι όταν πρόκειται για ένα καθαρά τυπογραφικό ολίσθημα, ένα λάθος που μπορεί να θεραπευθεί με την απλή  διόρθωση της απόφασης χωρίς να επηρεάζει κατ’ ουσία την ορθότητα της καταδίκης, ούτε κατ’ επέκταση της έφεσης τότε δεν υπάρχει θέμα προς συζήτηση. Σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου Γ του Άρθρου 145 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, το Εφετείο δύναται να ακυρώσει μια καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιονδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί με βάση τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί και έγινε αποδεκτή, όπως επίσης και να επιβάλει ανάλογη ποινή.

 

Κατ’ αντιστοιχία, διαδικαστικής φύσεως παρατυπίες, με βάση το Άρθρο 153 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155, δεν επηρεάζουν το κύρος μιας δικαστικής διαδικασίας, και προστατεύουν από, χωρίς έρεισμα, αθωώσεις, κατά το στάδιο της έφεσης.

 

Τούτο βεβαίως, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, δεν είναι απόλυτο και ανατρέπεται στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι, έχει με οποιονδήποτε τρόπο, πληγεί το δικαίωμα του εφεσεί[*785]οντα για δίκαιη δίκη ή επηρεάστηκαν τα δικαιώματα του. Επίσης η επιφύλαξη της παραγράφου (β) του Άρθρου 145 του Κεφ.155, επιβάλλει τη διαπίστωση κατά πόσο το λάθος που έχει διαπιστωθεί οδηγεί σε πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης.

 

Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Αντιθέτως τόσο κατά το στάδιο της δίκης όσο και κατά το στάδιο της έφεσης, ο εφεσείων Constantin, αμφισβήτησε την ορθότητα των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου, που αφορούσε την αξιολόγηση των δυο παραπονουμένων.

 

Συνακόλουθα, η καταδίκη του εφεσείοντα Constantin αναφορικά με τις κατηγορίες 9 και 12 παραμερίζεται και κατ’ επέκταση και η επιβληθείσα ποινή, για τις πιο πάνω κατηγορίες. Βρίσκουμε, όμως, τον εν λόγω εφεσείοντα ένοχο στην κατηγορία του βιασμού, όπως αυτή περιγράφεται στην κατηγορία 15, λαμβάνοντας υπόψη ότι το εφετείο μπορεί να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα, από αποδεδειγμένα ενώπιον του γεγονότα. Θα επιβάλουμε στον εφεσείοντα ποινή στο τέλος της υπόθεσης, αφού ασχοληθούμε και με τα δεδομένα που αναφύονται ενόψει των εφέσεων κατά της ποινής που επίσης απασχόλησαν το εφετείο.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω, οι εφέσεις 19/2012 και 21/2012 αναφορικά με την καταδίκη απορρίπτονται. Η έφεση 20/2012 γίνεται μερικώς αποδεκτή, ως ανωτέρω. 

 

ΠΟΙΝΗ:

 

Ο εφεσείων Constantin δεν είχε καταχωρήσει έφεση αναφορικά με το ύψος της επιβληθείσας ποινής, έτσι δεν θα μας απασχολήσει το θέμα περαιτέρω.

 

Παρόλο που επιβλήθηκαν ποινές για το αδίκημα της συνομωσίας τρία χρόνια, και ιδίας έκτασης ποινή για το αδίκημα της απαγωγής των δύο παραπονουμένων, στους Mihalta και Valentine, για το αδίκημα του βιασμού τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 13 χρόνων. Στους δε Constantin και Diaconu η ποινή ήταν μικρότερη, 10 χρόνια.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Mihalta δεν προσδιόρισε με ακρίβεια για ποια από τις επιβληθείσες ποινές παραπονείται ο εφεσείων, αλλά θεωρούμε ότι επικεντρώθηκε η προσοχή της, στη μεγαλύτερη σε έκταση, αυτή του βιασμού. Η κα. Πιερούδη υποστήριξε ότι η ποινή είναι υπερβολική, λαμβάνοντας υπόψη άλλες αποφάσεις με παρόμοια περιστατικά και ανάλογες προσω[*786]πικές συνθήκες με αυτές του εφεσείοντα.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα Valentine, είχε επισημάνει μια διάσταση στο χρόνο κράτησης, που αναγράφεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου. Η συνήγορος της Δημοκρατίας αποδέχτηκε ότι δεν είχε υπολογιστεί ο χρόνος κράτησης από το στάδιο της παραπομπής στο Κακουργιοδικείο, ήτοι 8 Νοεμβρίου 2010 μέχρι 16 Φεβρουαρίου 2011. Ως προς την ουσία του θέματος ο κ. Σαουρής ανέφερε ότι ο εφεσείων απολογείται ζητώντας μια πιο επιεική αντιμετώπιση, λαμβάνοντας υπόψη και το μεγάλο χρονικό διάστημα που ήταν υπό περιορισμό.

 

Αναφορικά με τον εφεσείοντα Diaconu, ο ευπαίδευτος συνήγορος του υποστήριξε ότι, λόγω της μειωμένης συμμετοχής του στα υπό εξέταση αδικήματα δικαιούται σε ευνοϊκότερη μεταχείριση και μείωση της ποινής του.

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί η έφεση κατά της ποινής δεν διανοίγει πεδίο για επανακαθορισμό της από το εφετείο. Η ευθύνη καθορισμού της ποινής βαρύνει το πρωτόδικο δικαστήριο, το δε εφετείο στοχεύει στη διαπίστωση της ορθότητας της ποινής, βάσει των αρχών καθορισμού της. (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Σενέκκη κ.ά. (2012) 2 A.A. 285).

 

Επιβάλλεται η επέμβαση του εφετείου στις περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπιστωθεί εσφαλμένη καθοδήγηση αναφορικά με τα γεγονότα, τη σημασία τους και κατά πόσο μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, διαπιστωθεί ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και να απαιτείται η αποκατάσταση της αναλογικότητας. (Βλ. Vedat v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 787 και Ayvazian v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Όπως επισημαίνεται και στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, για το κακούργημα του βιασμού, η προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της ισόβιας φυλάκισης (Άρθρο 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154).

 

Ο βιασμός αποτελεί τη χείριστη μορφή εξευτελισμού και κακοποίησης που μπορεί να υποστεί ένας άνθρωπος. Το σώμα εκάστου αποτελεί, μέρος του είναι του, και δικαιούται να το χρησιμοποιεί όπως ο ίδιος επιθυμεί. Η επέμβαση στο αναφαίρετο αυτό δικαίωμα, ιδιαιτέρως, όταν επέρχεται με την άσκηση βίας, επιτάσσει την αυστηρή τιμωρία του παραβάτη.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, το πιο κάτω απόσπασμα από [*787]την απόφαση του Κακουργιοδικείου αντικατοπτρίζει το εύρος της εγκληματικής συμπεριφοράς των εφεσειόντων:

 

«Τα περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης είναι τέτοια που έκδηλα κατά την άποψη μας την κατατάσσουν σε μια από τις χειρότερες μορφές βιασμού, με όλα τα στοιχεία απέχθειας και βδελυγμίας που κάποιος μπορεί να αισθανθεί για όσα οι κατηγορούμενοι διέπραξαν σε βάρος των δύο ανυπεράσπιστων γυναικών τις οποίες κακοποίησαν σεξουαλικά και εξευτέλισαν στον υπέρτατο βαθμό. Με πρωταγωνιστή τον κατηγορούμενο 1, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την επίσκεψη των δύο αδελφών στο σπίτι του έσπευσε να καλέσει τους φίλους του – τους κατηγορούμενος 2 και 4 – να έλθουν και αυτοί στο σπίτι του για να εκτονωθούν σεξουαλικά ανεξάρτητα από το κόστος, ψυχολογικό και σωματικό, που θα προκαλούσαν στα θύματα τους.  Την πρόσκληση αυτή οι κατηγορούμενοι 2 και 4 όχι μόνο δεν αρνήθηκαν, αλλά αμέσως αποδέχτηκαν και δεν άργησαν να σχεδιάσουν και τον τρόπο με τον οποίο θα υλοποιούσαν την σεξουαλική κακοποίηση των δύο γυναικών. Προς τούτο με το πρόσχημα να τους δείξουν δήθεν τα διαθέσιμα προς ενοικίαση δωμάτια τις εγκλώβισαν σε πρώτο στάδιο σε διαφορετικά δωμάτια, όπου ο μεν κατηγορούμενος 4 βίασε την Quyen ο δε κατηγορούμενος 2 επιδεικνύοντας πρωτοφανή αγριότητα την Bien. Στη συνέχεια αφού έφυγε ο κατηγορούμενος 4, οι κατηγορούμενοι 1 και 2 επιδόθηκαν σε ένα πρωτοφανή εξευτελισμό των δύο αδελφών, τις οποίες βίασαν ταυτόχρονα και διαδοχικά και με τρόπο που μόνο αρρωστημένα μυαλά θα μπορούσαν να φαντασθούν. Δεν τέλειωσε όμως εδώ το μαρτύριο των δύο αδελφών. Αφού στο μεταξύ έφτασε στο σπίτι και ο κατηγορούμενος 3 και αφού κι αυτός εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία να εκτονωθεί σε βάρος της Bien, ανάγκασαν τις δύο αδελφές να τους «προσφέρουν» και λεσβιακό έρωτα για ολοκλήρωση της αρρωστημένης σεξουαλικής φαντασίωσης τους κάτω από συνθήκες ομηρίας, ομηρία που έληξε με τη δραπέτευση των δύο γυναικών οι οποίες μόλις τους δόθηκε η ευκαιρία το έβαλαν στα πόδια έντρομες και ολόγυμνες. Όλ’ αυτά τα στοιχεία συνιστούν κατά την άποψή μας σκηνικό που κατατάσσει την υπόθεση στις χειρότερες του είδους της, επισήμανση που προδιαγράφει τόσο το είδος όσο και το ύψος της ποινής που αναμένει τους κατηγορούμενους. Με μια μόνο διαφορά. Αφορά το ρόλο που έκαστος διαδραμάτισε στην απαγωγή και βιασμό και όπως έχει σημειωθεί, πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισε ο κατηγορούμενος 1, ενώ ο κατηγορούμενος 2 όπως επισημάνθηκε και στην απόφαση μας ήταν ιδιαίτερα άγριος. Τα στοιχεία αυτά δι[*788]καιολογούν διαφοροποίηση της ποινής σε σχέση με αυτούς, χωρίς βέβαια να μειώνεται ουσιωδώς και ο ρόλος των κατηγορουμένων 3 και 4.»

 

Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του τις προσωπικές συνθήκες των εφεσειόντων, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στην οικογενειακή κατάσταση εκάστου, το λευκό ποινικό τους μητρώο, και τις άλλες ιδιαιτερότητες εκάστου, έτσι ώστε να θεωρούμε το παράπονο των εφεσειόντων ατεκμηρίωτο. Το εφετείο θα μπορούσε να επιτρέψει μια έφεση όταν η ποινή είναι υπερβολική, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα γεγονότα της υπόθεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη την έκταση της εγκληματικής συμπεριφοράς των εφεσειόντων και προέβη σε μια διαφοροποίηση μεταξύ των εφεσειόντων, ως προς το εύρος της συμμετοχής εκάστου στο υπό εξέταση αδίκημα, που αιτιολογείται, λαμβάνοντας υπόψη τη διαφοροποιημένη στάση του Diaconu έναντι της συμπεριφοράς των εφεσειόντων Mihalta και Valentine.

 

Mε γνώμονα τα πιο πάνω, θεωρούμε ότι οι εφέσεις 19/2012, 21/2012 και 22/2012, ως προς την έκταση της επιβληθείσας ποινής είναι ατεκμηρίωτες, και ως εκ τούτου απορρίπτονται.

 

Αναφορικά με τον εφεσείοντα Constantine και με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης, όπως περιγράφονται πιο πάνω, επιβάλλουμε σ’ αυτόν, την ποινή της φυλάκισης των 10 χρόνων για το βιασμό, της Bien που αφορά τη 15η κατηγορία.

 

Οι εφέσεις 19/2012 και 21/2012 αναφορικά με την καταδίκη απορρίπτονται. Η έφεση 20/2012 γίνεται μερικώς αποδεκτή, ως ανωτέρω. Οι εφέσεις 19/2012, 21/2012 και 22/2012, ως προς την έκταση της επιβληθείσας ποινής απορρίπτονται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο