Mihaylov Sergey Yankov ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 837

ECLI:CY:AD:2014:B896

(2014) 2 ΑΑΔ 837

[*837]26 Νοεμβρίου, 2014

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

SERGEY YANKOV MIHAYLOV,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 210/2013)

 

 

Ποινή ― Κλεπταποδοχή ― Έφεση εναντίον ποινής φυλάκισης δύο ετών, επιβληθείσας κατόπιν παραδοχής σε κατηγορία κλεπταποδοχής ηλεκτρονικού υπολογιστή αξίας €539,93 – Εφεσείων διέπραξε το αδίκημα ενώ ήταν δραπέτης από φυλάκιση που του είχε επιβληθεί, για αδικήματα παρόμοιας φύσεως ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει και απόρριψη εισήγησης περί υπερβολικότητας.

 

Ποινή ― Έκδηλη υπερβολή ― Μπορεί να τεκμηριωθεί, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, όταν διαπιστώνεται πασιφανής έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του αδικήματος και της ποινής που επιβάλλεται και/ή όταν διαπιστώνεται ουσιώδης απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθέτησε η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Η υπερβολή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα, όπως υποδηλώνει ο όρος «έκδηλη».

 

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, στο αδίκημα της κλεπταποδοχής κατά παράβαση του Άρθρου 306(α) του Ποινικού Κώδικα, για το οποίο και του επιβλήθηκε ποινή άμεσης φυλάκισης δύο ετών. Αντικείμενο της κλεπταποδοχής ήταν ηλεκτρονικός υπολογιστής αξίας €539,93.

 

Με έφεση που καταχώρισε προέβαλε κατά κύριο λόγο ότι η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν υπερβολική. 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Όταν επιβλήθηκε ποινή στον εφεσείοντα βαρυνόταν με μια προη[*838]γούμενη καταδίκη, ημερομηνίας 18.4.2011, η οποία αφορούσε διαρρήξεις τριών καταστημάτων και κλοπής από αυτά, διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός και τρεις περιπτώσεις κλοπής.

 

2.  Του επιβλήθηκαν διάφορες συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης με μεγαλύτερη την ποινή των 18 μηνών. Είναι επίσης γεγονός ότι ενώ εξέτιε την ποινή φυλάκισης που του επεβλήθη, ως άνω, δραπέτευσε και ενώ ήταν δραπέτης, λίγους μόνο μήνες μετά, διέπραξε το αδίκημα για το οποίο του επεβλήθη η ποινή στην οποία αφορούσε η έφεση.

 

3.  Εν προκειμένω ο εφεσείων, όχι μόνο έδειξε να μη σοφρωνίζεται, αλλά επανήλθε σε παράνομη συμπεριφορά της ίδιας φύσης και μάλιστα υπό ακραίες περιστάσεις, ήτοι έχοντας δραπετεύσει και παραμένοντας εκτός νόμου για μήνες.

 

4.  Η σοβαρότητα αυτού του αδικήματος αντικατοπτρίζεται στην ποινή που ο νόμος προνοεί, 5 χρόνια φυλάκιση. Δεν θα ήταν υπερβολή να επαναληφθούν τα όσα ευστόχως αναφέρθηκαν σε αγγλική υπόθεση, ότι ενδεχομένως η κλοπή να μην ήταν τόσο διαδεδομένη, αν δεν υπήρχε η κλεπταποδοχή.

 

5.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ηγέρθη ζήτημα σφάλματος αρχής, αλλά υπερβολικής ποινής. Συνεπώς ρόλος του Εφετείου δεν ήταν να εκφράσει τη δική του, υποκειμενική, άποψη για την ποινή, αλλά μόνο να διαπιστώσει τυχόν έκδηλη υπερβολή.

 

6.  Με βάση τις πάγια νομολογημένες αρχές, η ποινή που επεβλήθη στον εφεσείοντα δεν ήταν υπερβολική, έτσι ώστε να επιβαλλόταν ή να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.

 

7.  Ούτε η άμεση παραδοχή του, ούτε οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, ούτε οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, αξιολογούμενες είτε από μόνες τους είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους, συνιστούσαν παράγοντες που δικαιολογούσαν κάτι τέτοιο.  Ήταν αρκετό να υπομνηστεί το γεγονός ότι ο εφεσείων διέπραξε το αδίκημα ενώ ήταν δραπέτης από φυλάκιση που του είχε επιβληθεί για αδικήματα παρόμοιας φύσεως.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525.

[*839]Έφεση εναντίον Ποινής.

 

Έφεση από τον καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του             Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Λυκούργου, Ε. Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 18529/12), ημερομηνίας 29/10/13.

 

Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.

 

Θ. Παπανικολάου, Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείων παρών.

 

Παρούσα και η Μπ. Μέσσιου (κα), μεταφραστής από τα Ελληνικά στα Βουλγάρικα και αντιστρόφως.

 

Ex tempore

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: H απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κατόπιν δικής του παραδοχής βρέθηκε ένοχος στο αδίκημα της κλεπταποδοχής κατά παράβαση του Άρθρου 306(α) του Ποινικού Κώδικα, για το οποίο και του επεβλήθη ποινή άμεσης φυλάκισης δύο ετών. Αντικείμενο της κλεπταποδοχής ήταν ηλεκτρικός υπολογιστής αξίας €539,93.

 

Ο εφεσείων με έφεση που κατεχώρισε τότε ο ίδιος, παραπονείται ότι η ποινή που του επιβλήθηκε είναι υπερβολική.

 

Αγορεύοντας ενώπιον μας στα πλαίσια του λόγου έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, περιορίστηκε στα περιστατικά που περιβάλλουν το αδίκημα. Παρά ταύτα θα έχουμε υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα εφόσον ενώπιον μας υπάρχει η έκθεση του Γραφείου Ευημερίας που ετοιμάστηκε πρωτόδικα για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής. Ο συνήγορος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη χαμηλή, όπως το έθεσε, αξία του ηλεκτρονικού υπολογιστή και τόνισε το γεγονός ότι ο υπολογιστής ανευρέθηκε και επιστράφηκε στον ιδιοκτήτη με αποτέλεσμα ο τελευταίος, να μην υποστεί απώλεια. Περιπλέον υπέδειξε ότι αρχικά το κατηγορητήριο καταλόγιζε στον εφεσείοντα το αδίκημα της διάρρηξης. Σε κάποιο στάδιο η αρχική εκείνη κατηγορία ανεστάλη και ως δεύτερη κατηγορία προσετέθη η κατηγορία στην οποία ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή. Είναι η θέση του κ. Σαουρή ότι αν η κατηγορία της κλεπταποδοχής αποτελούσε εξ αρχής αντικείμε[*840]νο του κατηγορητηρίου, ο κατηγορούμενος, ο οποίος εξέτιε ποινή φυλάκισης για άλλα αδικήματα, θα παραδεχόταν από τότε, οπότε ενδεχομένως το Δικαστήριο να ελάμβανε υπόψη το γεγονός εκείνο και η ποινή φυλάκισης που θα του επέβαλλε για την παρούσα υπόθεση θα μπορούσε να ήταν συντρέχουσα. Αυτά όμως δεν έχουν εγερθεί με λόγο έφεσης, ούτε, εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσαν να έχουν σημασία υπό τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης όπως θα εξηγηθούν κατωτέρω.

 

Από δικής του πλευράς, ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της Δημοκρατίας έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι ο εφεσείων εβαρύνετο με πρόσφατη καταδίκη για παρόμοιας φύσεως σοβαρά αδικήματα, αλλά ιδιαιτέρως και στο γεγονός ότι το αδίκημα της κλεπταποδοχής το διέπραξε ενόσω ήταν για μήνες δραπέτης από τη φυλάκιση που του είχε επιβληθεί στην προηγούμενη εκείνη υπόθεση.

 

Όντως ο εφεσείων, όταν του επιβλήθηκε ποινή στις 29.10.2013, εβαρύνετο με μια προηγούμενη καταδίκη, ημερομηνίας 18.4.2011, η οποία αφορούσε διαρρήξεις τριών καταστημάτων και κλοπής από αυτά, διάρρηξη κατοικίας εν καιρώ νυκτός και τρεις περιπτώσεις κλοπής. Του επιβλήθηκαν διάφορες συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης με μεγαλύτερη την ποινή των 18 μηνών. Είναι επίσης γεγονός ότι ενώ εξέτιε την ποινή φυλάκισης που του επεβλήθη, ως άνω, δραπέτευσε και ενώ ήταν δραπέτης, λίγους μόνο μήνες μετά, διέπραξε το αδίκημα για το οποίο του επεβλήθη η ποινή για την οποία παραπονείται τώρα.

 

Σε σχέση με τα ζητήματα αυτά, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα μας κάλεσε να λάβουμε υπόψη ότι ο εφεσείων τιμωρήθηκε τόσο για τα προηγούμενα, παρόμοιας φύσεως αδικήματα, όσο και για τη δραπέτευση.

 

Τέτοια ζητήματα όμως, ασφαλώς δεν εγείρονται για να τιμωρηθεί ξανά ένας κατηγορούμενος. Η σημασία τους έγκειται στο ότι η προηγούμενη διαγωγή υποδηλώνει ή, εν πάση περιπτώσει, είναι ενδεικτική της στάσης του ατόμου έναντι της νομιμότητας.  Εν προκειμένω ο εφεσείων, όχι μόνο έδειξε να μη σοφρωνίζεται, αλλά επανήλθε σε παράνομη συμπεριφορά της ίδιας φύσης και μάλιστα υπό ακραίες περιστάσεις, ήτοι έχοντας δραπετεύσει και παραμένοντας εκτός νόμου για μήνες.

 

Κατά τ’ άλλα, πιστεύουμε ότι κοινοτυπούμε με το να επαναλαμβάνουμε τη σοβαρότητα των αδικημάτων όπως το αδίκημα για το οποίο επεβλήθη ποινή στον εφεσείοντα. Η σοβαρότητα αυ[*841]τού του αδικήματος αντικατοπτρίζεται στην ποινή που ο νόμος προνοεί, 5 χρόνια φυλάκιση. Δεν θα ήταν υπερβολή να επαναλάβουμε τα όσα ευστόχως αναφέρθηκαν σε αγγλική υπόθεση, ότι ενδεχομένως η κλοπή να μην ήταν τόσο διαδεδομένη, αν δεν υπήρχε η κλεπταποδοχή.

 

Ο καθορισμός της ποινής είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Περιθώριο επέμβασης του Εφετείου σε επιβληθείσα ποινή υπάρχει όταν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή αποτελεί προϊόν σφάλματος αρχής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν εγείρεται ζήτημα σφάλματος αρχής, αλλά υπερβολικής ποινής. Συνεπώς ρόλος του Εφετείου τώρα δεν είναι να εκφράσει τη δική του, υποκειμενική, άποψη για την ποινή, αλλά μόνο να διαπιστώσει τυχόν έκδηλη υπερβολή. Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, όταν διαπιστώνεται πασιφανής έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του αδικήματος και της ποινής που επιβάλλεται και/ή όταν διαπιστώνεται ουσιώδης απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθέτησε η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525). Όπως δε υποδείχθηκε στην υπόθεση Γεωργίου η υπερβολή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα, όπως υποδηλώνει ο όρος «έκδηλη».

 

Έχοντας κατά νου τις παραπάνω αρχές, κρίνουμε ότι η ποινή που επεβλήθη στον εφεσείοντα δεν είναι υπερβολική, έτσι ώστε να επιβάλλεται ή να δικαιολογείται η δική μας επέμβαση. Ούτε η άμεση παραδοχή του, ούτε οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, ούτε οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, αξιολογούμενες είτε από μόνες τους είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους, συνιστούν παράγοντες που δικαιολογούν κάτι τέτοιο. Είναι πιστεύουμε αρκετό να υπενθυμίσουμε το γεγονός ότι ο εφεσείων διέπραξε το αδίκημα ενώ ήταν δραπέτης από φυλάκιση που του είχε επιβληθεί για αδικήματα παρομοίας φύσεως.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο