Κουρέας Νικόλας ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 896

ECLI:CY:AD:2014:B943

(2014) 2 ΑΑΔ 896

[*896]9 Δεκεμβρίου, 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΟΥΡΕΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 116/14)

 

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Άρνηση μάρτυρα ― Παραμερισμός καταδίκης ― Η άρνηση μάρτυρα να μην αποκαλύψει τη θέση από την οποία παρακολουθούσε τον εφεσείοντα, έπληττε ανεπανόρθωτα τη δυνατότητα αντεξέτασης του στο πλέον σημαντικό σημείο της μαρτυρίας του ― Επέμβαση Εφετείου και απόφανση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η εν λόγω άρνηση δεν έπληττε την αξιοπιστία του μάρτυρα, αφού ουσιαστικά η άρνηση να απαντήσει αναιρούσε το βάθρο σύνδεσης του εφεσείοντα με τα ναρκωτικά που ήταν ο πυρήνας της μαρτυρίας του.

 

Δικαστική διαδικασία ― Χρόνος εκδίκασης ― Παρατηρήσεις Εφετείου αναφορικά με την απλότητα υπόθεσης, η οποία βρισκόταν σε υπέρμετρη αναντιστοιχία με το χρόνο που χρειάστηκε για εκδίκαση της.

 

Δικαστική διαδικασία ― Αντεξέταση ― Παρατηρήσεις Εφετείου αναφορικά με την κατάχρηση του δικαστικού χρόνου για σκοπούς αντεξέτασης.

 

Δικαστική απόφαση ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με την έκταση πρωτόδικης απόφασης αποτελούμενης εκ εβδομήντα σελίδων παρά το ότι η μαρτυρία ήταν απλή και περιορισμένα αμφισβητούμενα θέματα.

 

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία στις κατηγορίες της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια 271.8009 γρ. ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β (κάνναβης), κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων [*897]Ουσιών Νόμου (Ν.29/77 όπως τροποποιήθηκε) και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 18 μηνών με 3ετή αναστολή.

 

Η καταδίκη βασίστηκε στη μαρτυρία των μελών της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ) (ΜΚ1 και ΜΚ2), την οποία το Δικαστήριο αποδέχτηκε στο σύνολό της ως αξιόπιστη και ανάλογα ήταν και τα ευρήματά του.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους;

 

α)  Ήταν εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας των ΜΚ 1 και 2. Η αξιοπιστία του ΜΚ1 είχε κλονιστεί επειδή απέκρυψε από το Δικαστήριο σημαντικά γεγονότα προφασιζόμενος - παρότι εξεταστής της υπόθεσης - ότι δεν θυμόταν.

 

β)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε αίτημα για επιτόπια επίσκεψη του χώρου στάθμευσης.

 

γ)  Επενέβαινε εσφαλμένα, στη διαδικασία κατά την αντεξέταση μαρτύρων κατηγορίας

 

δ)  Εσφαλμένα απέρριψε στο σύνολο της την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα και δεν τον ευνόησε με το ευεργέτημα της αμφιβολίας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ως σημαντικά γεγονότα αναφέρθηκαν, αφενός, η αδυναμία μάρτυρα να εξηγήσει γιατί παρήλθαν 7½ μήνες για να κατηγορηθεί ο εφεσείοντας τη στιγμή που τα αδικήματα που του καταλογίστηκαν θεωρήθηκαν αυτόφωρα και, αφετέρου, ότι απέφυγε να απαντήσει σε ερωτήσεις που σχετίζονταν με τις πληροφορίες που είχε δώσει στους αστυνομικούς που κατέθεσαν στη διαδικασία προσωποκράτηση του εφεσείοντα, προφασιζόμενος πως δεν θυμόταν.

 

2.  Εξετάστηκαν με την πρέπουσα προσοχή τα όσα επικαλέστηκε ο  συνήγορος του εφεσείοντα ως πλήττοντα την αξιοπιστία των δύο ΜΚ και προέκυπτε αρχικά ότι αυτά που καταλόγισε στο ΜΚ1 δεν ήταν όντως σημαντικά, ή ότι θα μπορούσαν να είχαν επιπτώσεις στην εν τέλει κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ενοχή του εφεσείοντα.

 

3.  Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε επειδή κρίθηκε αξιόπιστη η μαρτυρία του ΜΚ2 και ειδικά [*898]το σημείο της μαρτυρίας του ότι είδε τον εφεσείοντα να παίρνει από το αυτοκίνητό του τη συσκευασία με τα ναρκωτικά και να την τοποθετεί στο έδαφος κάτω από την πόρτα του οδηγού του αυτοκινήτου του.

 

4.  Αυτή ήταν η πεμπτουσία της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής και οι ενέργειες του ΜΚ1, ως εξεταστή της υπόθεσης, ουδέν πρόσθεσαν ή αφαίρεσαν στο κρίσιμο αυτό σημείο. Έπετο ότι τα παράπονα του εφεσείοντα σε σχέση με την αξιοπιστία του ΜΚ1, η οποία εξάλλου δεν αμφισβητήθηκε πρωτοδίκως, δεν ευσταθούσαν.

 

5.  Σ’ ότι αφορούσε την αξιοπιστία του ΜΚ2, δεν παρεχόταν δυνατότητα αποδοχής του πρώτου σκέλους του παραπόνου του εφεσείοντα εφόσον επουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία ενός μάρτυρα δεν καθιστούν εκ προοιμίου αναξιόπιστη τη μαρτυρία του.

 

6.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική εισήγηση της Υπεράσπισης, στη βάση ότι «η κάποια σύγχυση» του μάρτυρα επί του θέματος δικαιολογείτο λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από την (κατ’ ισχυρισμό) διάπραξη των αδικημάτων και της μαρτυρίας του μάρτυρα ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

7.  Εξάλλου όπως προέκυπτε από την πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι ο μάρτυρας έδωσε εξηγήσεις αναφορικά με την «αντίφασή του».

 

8.  Παρέμενε προς εξέταση το δεύτερο σκέλος του παραπόνου του εφεσείοντα, στο οποίο στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για καταδίκη και συγκεκριμένα το σημείο της μαρτυρίας ότι τον είδε να παίρνει τη συσκευασία με τα ναρκωτικά και να την τοποθετεί στο έδαφος, ακριβώς κάτω από την πόρτα του οδηγού.

 

9.  Αυτό προϋπέθετε ότι ο μάρτυρας είχε οπτική επαφή με τον εφεσείοντα και ενόψει τούτου η Υπεράσπιση είχε κάθε δικαίωμα να διερευνήσει τη θέση του αυτοκινήτου μέσα στο οποίο βρισκόταν ο μάρτυρας με τη συνάδελφό του.

 

10. Όμως ο μάρτυρας, αρνήθηκε να αποκαλύψει τη θέση του όπως προέκυπτε από συγκεκριμένο μέρος των πρακτικών όπου δήλωσε μεταξύ άλλων αυτολεξεί, «Δεν μπορώ να σας αποκαλύψω το που και πως βρισκόμουν.»

 

11. Παρά τα πιο πάνω, που ουσιαστικά συνιστούσαν άρνηση του [*899]μάρτυρα να απαντήσει στην πιο κρίσιμη ερώτηση που του τέθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο δεν κάλεσε το μάρτυρα να απαντήσει - όπως είχε εξουσία δυνάμει του Άρθρου 58(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ.155 - αλλά θεώρησε ότι η άρνησή του δεν είχε ούτε επιπτώσεις στην αξιοπιστία του.

 

12. Επεσήμανε δε σχετικά το πρωτόδικο Δικαστήριο πως δεν αμφισβητήθηκε ούτε και υποβλήθηκε στο ΜΚ2, κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του, ότι δεν ευρίσκετο σε θέση να έχει οπτική επαφή με το τι συνέβαινε στο χώρο που στάθμευσε ο κατηγορούμενος το αυτοκίνητο που οδηγούσε και τον πέριξ αυτού κατά τη διάρκεια που εξελίσσονταν τα επίδικα γεγονότα.

 

13. Η πιο πάνω προσέγγιση ήταν εσφαλμένη. Η υποβολή στην οποία αναφέρθηκε θα είχε (ανάλογα) νόημα αν ο μάρτυρας είχε αποκαλύψει τη θέση που βρισκόταν με τη συνάδελφο του.

 

14. Η άρνησή του όμως να την αποκαλύψει, έπληττε ανεπανόρθωτα τη δυνατότητα αντεξέτασης του στο πλέον σημαντικό σημείο της μαρτυρίας του και λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η άρνηση του δεν έπληττε την αξιοπιστία του, αφού ουσιαστικά η άρνηση αυτή αναιρούσε το βάθρο σύνδεσης του εφεσείοντα με τα ναρκωτικά που ήταν ο πυρήνας της μαρτυρίας του. Ο σχετικός λόγος έφεσης ευσταθούσε.

 

Η έφεση επιτράπηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κ.Κ. ν. Γενικός Εισαγγελέας (2008) 2 Α.Α.Δ. 294,

 

Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Αραμπίδη (Αρ. 1) (2013) 2 Α.Α.Δ 713,

 

Στυλιανίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ 581.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

 

Έφεση από τον Κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του             Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κατσικίδης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 20095/10), ημερομηνίας 14/6/13.

 

Ντ. Σαβεριάδης, για Εφεσείοντα.

[*900]Ελ. Κληρίδου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία στις κατηγορίες της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια 271.8009 γρ. ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β (κάνναβης), κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (Ν.29/77 όπως τροποποιήθηκε) και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 18 μηνών με 3ετή αναστολή.

 

Η καταδίκη βασίστηκε στη μαρτυρία των μελών της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ) Μ. Αρτεμίου και Χ. Στυλιανού (ΜΚ1 και ΜΚ2), την οποία το Δικαστήριο αποδέχτηκε στο σύνολό της ως αξιόπιστη και ανάλογα ήταν και τα ευρήματά του. Παραθέτουμε τα ουσιώδη.

 

Το απόγευμα της 18.6.05 μέλη της ΥΚΑΝ, μεταξύ των οποίων και οι ΜΚ1 και 2, έθεσαν υπό παρακολούθηση το χώρο στάθμευσης του εστιατορίου McDonalds στην τουριστική περιοχή Γερμασόγειας, στη Λεμεσό, στη βάση πληροφοριών ότι στο μέρος γινόταν διακίνηση ναρκωτικών.

 

Γύρω στις 15:25 ο ΜΚ2, ο οποίος βρισκόταν με συνάδελφο του σε ακινητοποιημένο υπηρεσιακό αυτοκίνητο, αντιλήφθηκε να εισέρχεται στο χώρο στάθμευσης το αυτοκίνητο ΚΑΥ 040 με οδηγό τον εφεσείοντα και να σταθμεύει σε απόσταση 10–15 μέτρα από το αυτοκίνητο μέσα στο οποίο βρισκόταν αυτός και η συνάδελφος του.

 

Ο εφεσείων στάθμευσε το αυτοκίνητό του δίπλα από τα μεγάλα σκυβαλοδοχεία του εστιατορίου και αμέσως μετά τον πλησίασε νεαρό πρόσωπο που έμοιαζε με αλλοδαπό ο οποίος, αφού συνομίλησε μαζί του μερικά λεπτά, απομακρύνθηκε προς το εστιατόριο.

 

Με την απομάκρυνση του (άγνωστου) νεαρού, ο εφεσείων βγήκε από το αυτοκίνητό του και – όπως κατά λέξη καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση - «… αφού πήρε κάτι από το χαλάκι του οδηγού που έμοιαζε με νάιλον, το τοποθέτησε κάτω από το εν λόγω αυ[*901]τοκίνητο στο έδαφος, ακριβώς κάτω από την πόρτα του οδηγού (Τεκμήριο 5(α)). Οπτική επαφή με τον κατηγορούμενο και το μέρος που λάμβαναν χώρα τα γεγονότα είχε τόσο ο ΜΚ2 όσο και η συνάδελφος του που βρίσκετο μαζί του μέσα στο ίδιο αυτοκίνητο. Βλέποντας την κίνηση του κατηγορούμενου την οποία θεώρησε ύποπτη, ο ΜΚ2 κατέβηκε από το αυτοκίνητο του μαζί με τη συνάδελφο του, κατευθύνθηκαν προς το σημείο που βρισκόταν ο κατηγορούμενος και επιδεικνύοντας του τις αστυνομικές τους ταυτότητες τον πληροφόρησαν ότι είναι αστυνομικοί. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης ο ΜΚ2 είχε συνεχή επαφή και άμεση επικοινωνία μέσω ασυρμάτου με όλους τους συναδέλφους του αστυνομικούς που συμμετείχαν στην επιχείρηση συμπεριλαμβανομένου και του ΜΚ1. Ακολούθως ο ΜΚ2 και αφού πλησίασε τον κατηγορούμενο που βρίσκετο δίπλα από το αυτοκίνητο που οδηγούσε τον ρώτησε τι τοποθέτησε κάτω από το αυτοκίνητο του.  Στη συνέχεια ο ΜΚ2 φορώντας γάντια πήρε το συγκεκριμένο αντικείμενο (Τεκμήριο 5(α)) και τότε διαπίστωσε ότι επρόκειτο περί ενός νάιλον σακουλιού συσκευασίας χαρτιών υγείας μάρκας «Fay». Ακολούθως το έσκισε σε κάποιο σημείο και είδε ότι μέσα σε αυτό υπήρχαν 10 διαφανή νάιλον σακουλάκια άχρωμων τότε [Τεκμήρια 6(α), 8(α), 10(a), 12(a), 14(a), 16(a), 18(a), 20(a), 22(a) και 24(a)] που περιείχαν ποσότητες ξηρής φυτικής ύλης. Αμέσως επέστησε την προσοχή στο νόμο στο κατηγορούμενο για το ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5(a) επρόκειτο περί κάνναβης που η κατοχή και η χρήση απαγορεύεται οπόταν αυτός δεν απάντησε τίποτα. Ο ΜΚ2 επανατοποθέτησε το Τεκμήριο 5(a) στο σημείο που είδε τον κατηγορούμενο να το τοποθετεί αρχικά και ακολούθως τον συνέλαβε για αυτόφωρο αδίκημα και αφού του επέστησε ξανά την προσοχή του στο νόμο, αυτός απάντησε «Εντάξει». Αμέσως ενημέρωσε μέσω ασυρμάτου τους συναδέλφους του ότι έγινε σύλληψη ύποπτου ατόμου και στην συνέχεια διαπίστωσε ότι ο συλληφθείς μέσω ελέγχου των στοιχείων του, ήταν ο κατηγορούμενος στην παρούσα υπόθεση. Στο μέρος έφθασαν συνάδελφοι του ΜΚ2 μεταξύ των οποίων και ο ΜΚ1…» ο οποίος διορίστηκε εξεταστής της υπόθεσης.

 

Ήταν επίσης (αδιαμφισβήτητο) εύρημα του Δικαστηρίου ότι τα 10 πλαστικά σακουλάκια περιείχαν κάνναβη από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη, ενώ στις συσκευασίες των ναρκωτικών δεν εντοπίστηκαν δακτυλικά αποτυπώματα και γενετικό υλικό του εφεσείοντα.

 

Ο εφεσείων θεωρεί τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου λανθασμένα για οκτώ λόγους – τρεις άλλοι λόγοι έφεσης, οι υπ’ αρ. 6, 10 και 11, αποσύρθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτη[*902]ση της έφεσης – από τους οποίους οι τέσσερις έχουν στο στόχαστρό τους την αξιολόγηση της μαρτυρίας των ΜΚ 1 και 2 την οποία θεωρεί λανθασμένη (Λόγοι Έφεσεις 1, 2, 3 και 8), ενώ με τους υπόλοιπους τέσσερις παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) απέρριψε αίτημα για επιτόπια επίσκεψη του χώρου στάθμευσης (Λόγος Έφεσης 4), (β) επενέβαινε στη διαδικασία κατά την αντεξέταση των ΜΚ (Λόγος Έφεσης 5), (γ) απέρριψε στο σύνολο της την ανόμωτη δήλωση του εφεσείοντα (Λόγος Έφεσης 7) και (δ) εσφαλμένα δεν τον ευνόησε με το ευεργέτημα της αμφιβολίας (Λόγος Έφεσης 9).

 

Αναφορικά με το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας των ΜΚ1 και 2 και της εν τέλει αποδοχής της, προωθήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα βασικά δύο θέσεις.

 

Η πρώτη ότι ναι μεν η μαρτυρία του ΜΚ1 δεν ήταν ουσιώδης για τεκμηρίωση των κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο εφεσείοντας, αλλά η αξιοπιστία του μάρτυρα αυτού είχε κλονιστεί επειδή απέκρυψε από το Δικαστήριο σημαντικά γεγονότα προφασιζόμενος – παρότι εξεταστής της υπόθεσης – ότι δεν θυμόταν. Ως σημαντικά γεγονότα αναφέρθηκαν, αφενός, η αδυναμία του μάρτυρα να εξηγήσει γιατί παρήλθαν 7½ μήνες για να κατηγορηθεί ο εφεσείοντας τη στιγμή που τα αδικήματα που του καταλογίστηκαν θεωρήθηκαν αυτόφωρα και, αφετέρου, απέφυγε να απαντήσει σε ερωτήσεις που σχετίζονταν με τις πληροφορίες που είχε δώσει στους αστυνομικούς που κατέθεσαν στη διαδικασία προσωποκράτησης (ΜΥ2 και ΜΥ3) του εφεσείοντα, προφασιζόμενος πως δεν θυμόταν και,

 

Η δεύτερη, που αφορά το ΜΚ2, ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως πρόκειται για μάρτυρα αληθείας είναι εντελώς λανθασμένο επειδή, πρώτο, ο εν λόγω μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι όταν πλησίασε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα και του υπέδειξε την αστυνομική του ταυτότητα, την ίδια ώρα είδε στο έδαφος, κάτω από την πόρτα του οδηγού, «… μία νάιλον συσκευασία χαρτιών υγείας μέσα στην οποία υπήρχαν νάιλον διαφανή σακουλάκια που περιείχαν κάνναβη», γεγονός που διαψεύσθηκε από το ΜΚ1 ο οποίος ανέφερε πως το περιεχόμενό τους δεν ήταν ορατό και, ο δεύτερος, επειδή αντεξεταζόμενος αρνήθηκε να αποκαλύψει τη θέση που βρισκόταν μαζί με τη συνάδελφο του ώστε να ελεγχθεί ο ισχυρισμός του ότι όντως είχε οπτική επαφή με τον εφεσείοντα και ότι όντως τον είδε να παίρνει από το αυτοκίνητο τη συσκευασία με τα ναρκωτικά και να την τοποθετεί στο έδαφος κάτω από την πόρτα του οδηγού. Παρέπεμψε σχετικά στη σελ. 55 των πρακτικών προκειμένου να τεκμηριώσει εισήγηση ότι, λαν[*903]θασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η άρνηση του μάρτυρα να αποκαλύψει τη θέση του δεν κλόνιζε με οποιοδήποτε τρόπο την αξιοπιστία του εφόσον δεν του υποβλήθηκε ότι δεν είχε οπτική επαφή με το τι συνέβαινε στο χώρο που στάθμευσε ο εφεσείοντας το αυτοκίνητό του.

 

Με τη σειρά της η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης, υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, μας υπενθύμισε ότι κατά πάγια νομολογία η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η εξαγωγή συμπερασμάτων αποτελούν ευθύνη και καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει σ’ αυτό τον τομέα μόνο όταν τα ευρήματα του καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχτεί ως αξιόπιστη.  Παρέπεμψε συναφώς στη σχετική επί του θέματος πλούσια νομολογία, για να υποβάλει ότι η παρούσα δεν είναι κατάλληλη περίπτωση για επέμβαση του Εφετείου.

 

Εξετάσαμε με την πρέπουσα προσοχή τα όσα επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ως πλήττοντα την αξιοπιστία των δύο ΜΚ και κρίνουμε, κατ’ αρχάς, πως δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι αυτά που καταλόγισε στο ΜΚ1 είναι όντως σημαντικά, ή ότι θα μπορούσαν να είχαν επιπτώσεις στην εν τέλει κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ενοχή του εφεσείοντα. Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε επειδή κρίθηκε αξιόπιστη η μαρτυρία του ΜΚ2 και ειδικά το σημείο της μαρτυρίας του ότι είδε τον εφεσείοντα να παίρνει από το αυτοκίνητό του τη συσκευασία με τα ναρκωτικά και να την τοποθετεί στο έδαφος κάτω από την πόρτα του οδηγού του αυτοκινήτου του. Αυτή ήταν η πεμπτουσία της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής και οι ενέργειες του ΜΚ1, ως εξεταστή της υπόθεσης, ουδέν πρόσθεσαν ή αφαίρεσαν στο κρίσιμο αυτό σημείο. Έπεται ότι τα παράπονα του εφεσείοντα σε σχέση με την αξιοπιστία του ΜΚ1, η οποία εξάλλου δεν αμφισβητήθηκε πρωτοδίκως, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Σ’ ότι αφορά την αξιοπιστία του ΜΚ2 να υπενθυμίσουμε πως κατά πάγια νομολογία το ζήτημα της αξιολόγησης και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείου επεμβαίνει στον τομέα αυτό μόνο όταν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή τα ίδια τα ευρήματά του (βλ. Κ.Κ. ν. Γενικός Εισαγγελέας (2008) 2 Α.Α.Δ. [*904]294, Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 A.A. 113, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αραμπίδη (Αρ. 1) (2013) 2 Α.Α.Δ. 713 και Στυλιανίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 581).

 

Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές κρίνουμε πως δεν παρέχεται δυνατότητα αποδοχής του πρώτου σκέλους του παραπόνου του εφεσείοντα εφόσον επουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία ενός μάρτυρα δεν καθιστούν εκ προοιμίου αναξιόπιστη τη μαρτυρία του. Αυτό θεωρούμε ότι συνέβη στην παρούσα περίπτωση, όπου ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική εισήγηση της Υπεράσπισης στη βάση ότι «η κάποια σύγχυση» του μάρτυρα επί του θέματος δικαιολογείται λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από την (κατ’ ισχυρισμό) διάπραξη των αδικημάτων και της μαρτυρίας του μάρτυρα ενώπιον του Δικαστηρίου. Εξάλλου όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι ο μάρτυρας έδωσε εξηγήσεις αναφορικά με την «αντίφασή του» αφού – κατά την αντεξέταση – ανάφερε ότι το περιεχόμενο των σακουλιών το αντιλήφθηκε αφού άνοιξε τα σακούλια και όχι ενώ βρίσκονταν στο έδαφος.

 

Παρέμεινε προς εξέταση το δεύτερο σκέλος του παραπόνου του εφεσείοντα, το οποίο ο ευπαίδευτος συνήγορός του θεωρεί το πιο σημαντικό αφού σ’ αυτό στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για καταδίκη. Πράγματι, όπως ήδη έχουμε σημειώσει, η καταδίκη του εφεσείοντα βασίστηκε στο σημείο της μαρτυρίας του μάρτυρα ότι τον είδε να παίρνει τη συσκευασία με τα ναρκωτικά και να την τοποθετεί στο έδαφος, ακριβώς κάτω από την πόρτα του οδηγού. Αυτό βεβαίως, ως θέμα απλής λογικής, προϋπέθετε ότι ο μάρτυρας είχε οπτική επαφή με τον εφεσείοντα και ενόψει τούτου η Υπεράσπιση είχε κάθε δικαίωμα να διερευνήσει τη θέση του αυτοκινήτου μέσα στο οποίο βρισκόταν ο μάρτυρας με τη συνάδελφό του. Όμως ο μάρτυρας, για λόγους που αδυνατούμε να κατανοήσουμε, αρνήθηκε να αποκαλύψει τη θέση του και σχετικά παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό μέρος από τα πρακτικά.

 

«Ε:         Στην κατάθεση σας, αποσύρω. Δηλαδή λέτε ότι εσείς σε αυτό το περιστατικό ήσασταν περίπου 10-15 μέτρα μακριά μαζί με την κοπέλα. Το λέει στην κατάθεση του, κάπου στη μέση της κατάθεσης του. Δηλαδή ήσασταν κρυμμένος; Και εάν ναι, πού;

Α:   Δεν μπορώ να σας αποκαλύψω.

Ε:   Η κοπέλα που σας συνόδευε;

Α:   Ήταν μαζί μου.

Ε:   Και εκείνη κρυμμένη;

Α:   Σας απάντησα.

Ε:   Δεν μπορείτε να μας αποκαλύψετε το πού ή εάν ήσασταν κρυμμένοι;

Α:   Δεν μπορώ να αποκαλύψω το πού και πως βρισκόμουν.

Ε:   Κρατούσετε ασύρματο;

Α:   Ναι.

Ε:   Και με αυτό τον ασύρματο είχατε άμεση επικοινωνία με όλους τους άλλους συναδέλφους που ήταν εκεί;

Α:   Μάλιστα.

Ε:   Στην κατάθεση σας λέτε ο άγνωστος νεαρός έφυγε περπατητός έτσι;

Α:   Μάλιστα.

Ε:   Προς τα πού έφυγε;

Α:   Προς τον παραλιακό δρόμο.

Ε:   Και λέτε ότι μόλις έφυγε ο άγνωστος ο κατηγορούμενος άνοιξε την πόρτα και έπιασε κάτι έτσι;»

 

Παρά τα πιο πάνω, που ουσιαστικά συνιστούσαν άρνηση του μάρτυρα να απαντήσει στην πιο κρίσιμη ερώτηση που του τέθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο δεν κάλεσε το μάρτυρα να απαντήσει – όπως είχε εξουσία δυνάμει του Άρθρου 58(1)(β)* του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ.155 - αλλά θεώρησε ότι η άρνησή του δεν είχε ούτε επιπτώσεις στην αξιοπιστία του. Ή, όπως το έθεσε το ίδιο, το γεγονός ότι ο μάρτυρας «… δεν αποκάλυψε το μέρος που ήταν κρυμμένος μαζί με τη συνάδελφο του αστυφύλακα κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, δεν αποδέχομαι να κλονίζει με οποιοδήποτε τρόπο την αξιοπιστία του.  Επισημαίνω δε πως δεν αμφισβητήθηκε ούτε και υποβλήθηκε στο ΜΚ2, κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του, ότι δεν ευρίσκετο σε θέση να έχει οπτική επαφή με το τι συνέβαινε στο χώρο που στάθμευσε ο κατηγορούμενος το αυ[*906]τοκίνητο που οδηγούσε και τον πέριξ αυτού κατά τη διάρκεια που εξελίσσοντο τα επίδικα γεγονότα, που εν προκειμένω ενδιαφέρει». Διαφωνούμε πλήρως με τον τρόπο που προσέγγισε το όλο ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η υποβολή στην οποία αναφέρεται θα είχε (ανάλογα) νόημα αν ο μάρτυρας είχε αποκαλύψει τη θέση που βρισκόταν με τη συνάδελφο του. Η άρνησή του όμως να την αποκαλύψει έπληττε ανεπανόρθωτα τη δυνατότητα αντεξέτασης του στο πλέον σημαντικό σημείο της μαρτυρίας του και λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η άρνηση του να αποκαλύψει τη θέση του δεν έπληττε την αξιοπιστία του, αφού ουσιαστικά η άρνηση να απαντήσει αναιρούσε το βάθρο σύνδεσης του εφεσείοντα με τα ναρκωτικά που ήταν ο πυρήνας της μαρτυρίας του.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι ο σχετικός λόγος έφεσης ευσταθεί, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης χωρίς να απαιτείται η εξέταση και των υπολοίπων λόγων έφεσης.

 

Παρά την κατάληξη μας δεν θα ήταν αχρείαστες τρεις σύντομες παρατηρήσεις. Η πρώτη αφορά την απλότητα της υπόθεσης, η οποία βρίσκεται σε υπέρμετρη αναντιστοιχία με το χρόνο που χρειάστηκε για εκδίκαση της υπόθεσης. Η ακροαματική διαδικασία άρχισε στις 13.9.12 και αποπερατώθηκε στις 26.2.13 σε δώδεκα συνεδριάσεις, που μόνο σε πολύπλοκες υποθέσεις με πολύπλοκα επίδικα θέματα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί τόσος χρόνος. Η δεύτερη αφορά την κατάχρηση του δικαστικού χρόνου για σκοπούς αντεξέτασης, αφού η αντεξέταση του ΜΚ1 επεκτάθηκε αχρείαστα σε δύο ολόκληρες δικασίμους και αυτή του ΜΚ2 σε άλλες τρεις. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επικροτούμε τις πάμπολλες παρεμβάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο στάδιο της αντεξέτασης των ΜΚ και οι οποίες αποτελούν το υπόβαθρο του Λόγου Έφεσης 5, που λόγω της επιτυχούς έκβασης της έφεσης δεν θα εξετάσουμε. Και, η τρίτη, παρόλο που η μαρτυρία βασικά ήταν απλή και παρόλο που το μόνο αμφισβητούμενο επίδικο θέμα ήταν κατά πόσο ο ΜΚ2 είδε τον εφεσείοντα να παίρνει από το χαλάκι του οδηγού του αυτοκινήτου που οδηγούσε μία συσκευασία και να την τοποθετεί κάτω από την πόρτα του οδηγού στο έδαφος, εντούτοις η πρωτόδικη απόφαση καταλαμβάνει 70 ολόκληρες πυκνογραφημένες σελίδες.

 

Η έφεση γίνεται αποδεκτή και η πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση παραμερίζεται.

 

Η έφεση επιτρέπεται.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο