Λοϊζίδης Ανδρέας και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλων (2014) 2 ΑΑΔ 965

ECLI:CY:AD:2014:D981

(2014) 2 ΑΑΔ 965

[*965]19 Δεκεμβρίου, 2014

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ,

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 145/2013)

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΙΖΪΔΗΣ,

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 154/2013)

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

 

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 155/2013)

 

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ,

 

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

[*966](Ποινική Έφεση Αρ. 156/2013)

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

 

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 157/2013)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ,

 

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΙΖΪΔΗ,

 

Εφεσίβλητου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 158/2013)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ,

 

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

 

Εφεσίβλητου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 159/2013)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ,

 

Eφεσείων,

[*967]ν.

 

ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ,

 

Εφεσίβλητου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 160/2013)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ,

 

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΑΝΔΡΕΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

 

Εφεσίβλητου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 161/2013)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ,

 

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

 

Εφεσίβλητου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 162/2013)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ,

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΜΑΡΚΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

Εφεσίβλητου.

 

 

[*968](Ποινική Έφεση Αρ. 163/2013)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ,

 

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΪΖΙΔΗ,

 

Εφεσίβλητου.

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 145/2013, 154/2013 - 163/2013),

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Ανθρωποκτονία και Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ― Άρθρα 205 και 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, Διευθυντής και Υποδιευθυντής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και Διοικητής της Ειδικής Μονάδας Αντιμετώπισης Καταστροφών κατηγορούνται ενώπιον Κακουργιοδικείου με βάση τα Άρθρα 205 και 210 του Κεφ.154 αναφορικά με τα τραγικά γεγονότα της 11ης Ιουλίου έκρηξης στη Ναυτική Βάση στο Μαρί ― Απορριπτική έκβαση στην Ολομέλεια του Εφετείου, έφεσης Γενικού Εισαγγελέα εναντίον της αθωωτικής απόφασης για τον Υπουργό Εξωτερικών ― Απόφανση με διαφορετικά σκεπτικά ότι η έφεση δεν καλυπτόταν από το Άρθρο 137(1)(α) του Κεφ.155 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ― Επικύρωση κατά πλειοψηφία της καταδίκης του ΥΠΑΜ με βάση τα Άρθρα 205 και 210 του Κεφ. 154 και της καταδίκης του Υποδιευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και του Διοικητή της ΕΜΑΚ με βάση το Άρθρο 210 ― Κατά πόσον ο  Υπουργός Άμυνας είχε τη φύλαξη του φορτίου με τα εμπορευματοκιβώτια που περιείχαν την πυρίτιδα η οποία τελικά εξερράγη και προκάλεσε τον όλεθρο και το θάνατο 13 ατόμων στις 11.7.2011 ― Κατά πόσον ο Υποδιευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και ο Διοικητής της ΕΜΑΚ είχαν καθήκον επιμέλειας και ενέργειας και ποια η ποινική τους ευθύνη ― Αθωωτική απόφαση για τον Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε αναχωρήσει με άδεια στο εξωτερικό.

 

Ποινικός Κώδικας ― Ανθρωποκτονία ― Άρθρα 205 και 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Εκρίθη πρωτοδίκως ότι ο εφεσείων, Υπουργός Άμυνας κατά το χρόνο της έκρηξης στη Ναυτική Βάση του Μαρί είχε το νόμιμο καθήκον ενεργείας επί τω ότι το Υπουργείο Άμυνας και ο ίδιος προσωπικά, είχαν τον έλεγχο του φορτίου [*969]με τα εκρηκτικά και είχε την εξουσία να ελέγξει τον τρόπο αποθήκευσης και να επέμβει μετά τη γνωστοποίηση σε αυτόν του ζητήματος των κινδύνων από την παρατεταμένη φύλαξη στο ύπαιθρο των εμπορευματοκιβωτίων ― Ο κίνδυνος αυτός ήταν άμεσος και προβλεπτός και είχε ευθύνη να τον αποτρέψει ― Η θέση του Κακουργιοδικείου, περί ειδικής σχέσης του εφεσείοντα με το φορτίο και ύπαρξης καθήκοντος ενέργειας, επικυρώθηκε από την πλειοψηφία του Εφετείου ― Το κριτήριο της υπαίτιας αμέλειας παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος με βάση το Άρθρο 205 του Ποινικού κώδικα.

 

Ποινική Δικονομία ― Έφεση Γενικού Εισαγγελέα εναντίον αθωωτικής απόφασης ― Κατά πόσον εφαρμόζονταν οι πρόνοιες του Άρθρου 137(1)(α)(iii) του Κεφ. 155, επί του οποίου η Δημοκρατία στήριξε την έφεση της εναντίον της αθωωτικής απόφασης του Υπουργού Εξωτερικών για τα γεγονότα της έκρηξης στο Μαρί ― Δεδομένου ότι προνοεί για πλημμελή εφαρμογή του νόμου επί των πραγματικών γεγονότων, εκρίθη ότι λανθασμένα έγινε επίκληση του στην προκειμένη.

 

Ποινική Δικονομία ― Έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας εναντίον αθωωτικής απόφασης ― Άρθρο 137(1)(α) Κεφ.155 ― Εισάγει τη δυνατότητα έφεσης επί θεμάτων που ουσιαστικά ενέχουν νομικό σημείο ώστε η διαπίστωση γεγονότος στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή θέματος σχετικού προς αυτή να αποκλείεται ― Η εμβέλεια και η εφαρμογή του ― Ιστορική αναδρομή ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Ο όρος «νομικό σημείο» δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου επί των γεγονότων, εκτός αν, αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο.

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Πρωτογενή και δευτερογενή ευρήματα ή και συμπεράσματα ― «Ο όρος συμπεράσματα» υποδηλοί κατά κανόνα δευτερογενή ευρήματα, δηλαδή ευρήματα τα οποία συνάγονται ως θέμα λογικής και κοινής αντίληψης από τα πρωτογενή ευρήματα του Δικαστηρίου ― Η εξαγωγή συμπερασμάτων προϋποθέτει την ύπαρξη ευρημάτων για τα πρωτογενή γεγονότα ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Ποινικό Δίκαιο ― Ποινική ευθύνη ― Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πράξεως ή παραλείψεως και αποτελέσματος ― Απόρριψη λόγων έφεσης αναφορικά με απουσία τεκμηρίωσης του αδικήματος της ανθρωποκτονίας με βάση εισήγηση ότι μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς από την έκρηξη στη Ναυτική Βάση του Μαρί, η έλευση των ανδρών της πυροσβεστικής και η συνεννόηση που υπήρξε επιτόπου μεταξύ του Διοικητή του Ναυτικού και του Λοχία της Πυροσβεστικής, που ανέλαβαν την ευθύνη χειρισμού, παρέμβαινε και διέκοπτε [*970]την αλυσίδα ευθύνης του εφεσείοντα Υπουργού άμυνας.

 

Ποινικός Κώδικας ― Ανθρωποκτονία ― Άρθρο 205 του Κεφ. 154 ― Στις περιπτώσεις εφαρμογής αυτού του άρθρου για να στοιχειοθετηθεί αμέλεια και συνεπώς ευθύνη θα πρέπει ο έχων καθήκον, να λάβει κάθε εύλογη ενέργεια προς αποτροπή του επαπειλούμενου κακού ― Ο βαθμός αμελείας εξετάζεται με το αντικειμενικό κριτήριο τι θα έπραττε ο μέσος λογικός άνθρωπος υπό τας περιστάσεις για να αποτρέψει το κακό ή κατά πόσο η απλή παράλειψη να διενεργηθεί το ευλόγως αναμενόμενο, συνιστά σοβαρή απόκλιση από το καθήκον επιμέλειας ― Στοιχειοθετημένης της παράβασης αυτής της υποχρέωσης, εξετάζεται, κατά πόσο η παράβαση της προκάλεσε το θάνατο του θύματος ― Εάν και πάλι η απάντηση είναι καταφατική, το επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσο η τεκμηριωθείσα παράβαση καθήκοντος ή υποχρέωσης θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως βαριά αμέλεια.

 

Ποινικός Κώδικας ― Ανθρωποκτονία ― Άρθρο 205 του Κεφ. 154 ―  Για να στοιχειοθετηθεί η αμέλεια του Άρθρου 205 θα πρέπει αυτή να είναι βαριά, χρησιμοποιείται επί τούτου ο νομικός όρος «υπαίτια αμέλεια» ο οποίος προσομοιάζει με αλόγιστη και απερίσκεπτη συμπεριφορά ― Το αδίκημα στοιχειοθετείται όπου ο κατηγορούμενος όφειλε στο θύμα καθήκον να μην είναι αμελής έναντί του, το οποίο παρέβηκε με αποτέλεσμα να προκαλέσει το θάνατο του και  η παράβαση να είναι μεγίστου βαθμού μεγέθους (gross negligence) που να δικαιολογεί ποινική καταδίκη.

 

Ποινικό Δίκαιο ― Υπαίτια Αμέλεια ― Ο Νόμος δεν καθορίζει τι συνιστά «υπαίτια αμέλεια», αφήνοντας στο Δικαστήριο την ευθύνη να την καθορίσει στη βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης ― Δεν χωρεί όμως αμφιβολία ότι η έννοια του όρου «υπαίτια αμέλεια» παραπέμπει σε βαριά αμέλεια.

 

Ποινικό Δίκαιο ― Ποινική Αμέλεια ― Άρθρα 205 και 210 του Κεφ. 154 ― Η ποινική, αμέλεια, που απαιτείται για την απόδειξη ευθύνης με βάση Άρθρο 210 είναι μικρότερου βαθμού από την υπαίτιο αμέλεια που απαιτείται για απόδειξη της ευθύνης για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας αλλά μεγαλύτερου βαθμού από την αμέλεια που απαιτείται για να ευσταθήσει ευθύνη για το αδίκημα της οδήγησης χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα, αμέλεια που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την αστική αμέλεια ― Το Άρθρο 205 απαιτεί τον υψηλότερο βαθμό αμελείας η οποία συνίσταται σε υπαίτια.

 

Ποινικό δίκαιο ― Ποινική ευθύνη ― Αιτιώδης συνάφεια ― Για να στοιχειοθετηθεί ποινική ευθύνη, συναρτώμενη με την αιτιώδη συνάφεια, [*971]αρκεί να στοιχειοθετηθεί η προβλεπτή ή γενική φύση του κινδύνου και όχι οι ακριβείς συνέπειες συμπεριφοράς ενός κατηγορούμενου.

 

Ποινικός Κώδικας ― Άρθρο 210 Κεφ.154 ― Το άρθρο δεν καθορίζει κριτήρια ως προς το τι αποτελεί αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη και αφήνεται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει το νομοθέτημα με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης ― Όταν ένας είναι ενήμερος μιας κατάστασης πραγμάτων, η οποία, αν αφεθεί να συνεχιστεί, εγκυμονεί κινδύνους για την ασφάλεια τρίτων, και αδιαφορήσει προς τούτο, καταδεικνύεται η αλόγιστη συμπεριφορά ― Η ύπαρξη γνώσης συνεπάγεται και ευθύνη υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να παραγνωρίζονται εμφανείς ή ορατοί κίνδυνοι, ιδιαιτέρως, όταν ένα πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να ενεργήσει αποτρεπτικά ή να λάβει μέτρα για εξουδετέρωση του κινδύνου.

 

Ποινικό Δίκαιο ― Αιτιώδης συνάφεια ― Παρεμβαίνοντα γεγονότα ―  Φονική έκρηξη Μαρί ― Κατά πόσον η μεσολάβηση μετά την έκρηξη, των ενεργειών του Διοικητή Ναυτικού και του υπεύθυνου κατά ιεραρχία Λοχία της Πυροσβεστικής έπρεπε να κριθούν ως παρεμβαίνοντα γεγονότα ώστε πλέον η αιτία θανάτου να μην ήτο δίκαιο να αποδοθεί στον υποδιευθυντή της Πυροσβεστικής και τον Διοικητική της ΕΜΑΚ ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης ότι οι ενέργειες των κατηγορουμένων θα έπρεπε να αποτελούν ενεργό και ουσιαστική αιτία θανάτου, ανεξαρτήτως εάν είναι η μόνη αιτία θανάτου.

 

Ποινικός Κώδικας ― Άρθρο 210 ― Φονική έκρηξη στο Μαρί ― Επέμβαση Εφετείου και παραμερισμός κατά πλειοψηφία, της πρωτόδικης κρίσης με την οποία ο Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ο οποίος πήρε άδεια από την εργασία του πριν από το συμβάν της έκρηξης και απουσίαζε στο εξωτερικό κατά το χρόνο αυτής, εκρίθη ένοχος με βάση το Άρθρο 210 επί τω ότι είχε καθήκον ενέργειας ― Απόφανση Εφετείου ότι ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση με βάση την οποία, με τα όσα γνώριζε ο εφεσείων μέχρι τις 7.7.2011, είχε αντίληψη έστω και δυνατότητας πρόκλησης θανάτου και ότι, παρά την ανάθεση της υπόθεσης στον Υποδιευθυντή της Πυροσβεστικής, όφειλε να είχε δώσει τις προαναφερόμενες, ad hoc οδηγίες, παρά την ύπαρξη, πάγιων οδηγιών, επί του θέματος.

 

Ποινικός Κώδικας ― Ανθρωποκτονία ― Φονική έκρηξη στο Μαρί ―  Έφεση Γενικού Εισαγγελέα με την οποία αμφισβητήθηκε η ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου να κρίνει μη ένοχους στις κατηγορίες του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα τον Υποδιευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και τον Διοικητή της ΕΜΑΚ οι οποίοι ωστόσο καταδικάστηκαν με βάση το Άρθρο 210 ― Απορριπτική κατάληξη και απόφανση Εφετείου ότι η παράλειψη τους να δώσουν οδηγίες [*972]για τήρηση ασφαλείας από το φονικό φορτίο, δεν μπορούσε να αποσυνδεθεί από το γεγονός ότι και οι ίδιοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια πρωτόγνωρη κατάσταση, την οποία κλήθηκαν να διαχειριστούν την υστάτη, και στο τέλος ενήργησαν απεγνωσμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορούσε να τους αποδοθεί αδιαφορία μέχρι τέλους.

 

Ποινή ― Aνθρωποκτονία και πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ― Άρθρα 205 και 210 Ποινικού Κώδικα ― Επικύρωση συντρεχουσών ποινών πενταετούς φυλάκισης που επιβλήθηκαν σε δεκατρείς κατηγορίες στη βάση του Άρθρου 205 στον Υπουργό Άμυνας κατά τον ουσιώδη χρόνο των γεγονότων της έκρηξης στη Ναυτική Βάση του Μαρί και δύο χρόνων φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον υποδιευθυντή της Πυροσβεστικής και στον Διοικητή της ΕΜΑΚ, κατά τον ουσιώδη χρόνο της έκρηξης, οι οποίοι κρίθηκαν ένοχοι σε δεκατρείς κατηγορίες με βάση το Άρθρο 210 ― Απόρριψη εφέσεων περί έκδηλα υπερβολικής ποινής και αντίστοιχη απορριπτική κατάληξη στην έφεση του Γενικού Εισαγγελέα περί έκδηλης ανεπάρκειας ― Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, η οποία εστιάστηκε κατά κύριο λόγο στην αρχή της ισότητας και στην άνιση μεταχείριση των Εφεσειόντων, ενόψει του γεγονότος ότι δεν ήταν όλοι οι υπαίτιοι ενώπιον της δικαιοσύνης, χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο υποδειγματική ― Η καθολική δυσλειτουργία του συστήματος και οι αναπόφευκτες επιπτώσεις στις επιβληθείσες ποινές.

 

Ποινή ― Ίση μεταχείριση παραβατών ― Τα μέσα, τα οποία παρέχονται στο Δικαστήριο, προς αντιμετώπιση της άνισης μεταχείρισης των παραβατών από τις διωκτικές αρχές, είναι περιορισμένα ― Η θεώρηση του παράγοντα αυτού, ως μετριαστικού της ποινής εκείνων που διώκονται, δεν επιφέρει την εξίσωση ― Μετριάζει, τα αισθήματα αδικίας που προκαλεί και συντηρεί το αίσθημα δικαιοσύνης μεταξύ του κοινού ― Η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να μείνει ουδέτερη μπροστά στη χρήση διάφορου μέτρου στη μεταχείριση των παραβατών.

 

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Η ορθή ποινή είναι το απαύγασμα μιας εξαιρετικά λεπτής διεργασίας εξισορρόπησης πολλών αντίθετων παραγόντων, ώστε η ποινή που τελικά θα επιβληθεί να είναι γενικά προς το συμφέρον της κοινωνίας, ιδιαίτερα όταν τα αδικήματα είναι σοβαρά. 

 

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Ποινικά αδικήματα εναντίον του προσώπου ― Εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα η επιβολή ποινής όπου υπάρχει απώλεια ζωής ― Καμιά ποινή δεν είναι ποτέ ικανοποιητική για την απώλεια ανθρώπινης ζωής.

 

Ποινή ― Έκδηλη υπερβολή ― Εφαρμοστέες αρχές ― Ρόλος του Εφε[*973]τείου δεν είναι να εκφράσει τη δική του υποκειμενική άποψη για την ποινή, αλλά μόνο να διαπιστώσει τυχόν έκδηλη υπερβολή.

 

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Δίκαιη δίκη ― Δημοσιότητα και κριτική ― Δεν απαγορεύεται υπό την αίρεση ότι είναι δίκαιη, αποκλειομένων των προπηλακισμών και της δημιουργίας προκατάληψης ― Δίκη μέσω του τύπου, αντιστρατεύεται το δικαίωμα και υπονομεύει το θεμέλιο απονομής της δικαιοσύνης ― Δεν νοείται κατάργηση ή μη διεξαγωγή της δίκης λόγω δυσμενών δημοσιευμάτων ― Τα δυσμενή δημοσιεύματα είναι δυνατό να έχουν επίδραση στη δίκαιη δίκη ανάλογα με τη συγκεκριμένη επίδραση τους.

 

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Αξιοπιστία ― Το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, και να απορρίψει άλλο, νοουμένου ότι θα καταδειχθεί καλός λόγος επί του προκειμένου ― Η κατηγορούσα αρχή έχει τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει στο Δικαστήριο ποιο μάρτυρα θεωρεί ότι είναι αξιόπιστος και ποιο μέρος της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι όλοι οι μάρτυρες ήταν μάρτυρες της.

 

Τα πραγματικά γεγονότα των ως άνω εφέσεων, αφορούσαν σε έκρηξη που επεσυνέβη στις 5.48 π.μ. της 11ης Ιουλίου 2011, στη ναυτική βάση Ευάγγελος Φλωράκης στο Μαρί και που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της ζωής δεκατριών ανθρώπων και τον τραυματισμό άλλων.

 

Τον Φεβρουάριο του 2009 το πλοίο Morchegork μετέφερε 98  εμπορευματοκιβώτια με στρατιωτικό υλικό από το Ιράν στην Συρία. Επειδή υπήρχαν περιορισμοί του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τη μεταφορά τέτοιου υλικού, το φορτίο του πλοίου κατασχέθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία ύστερα από σχετικό ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Τον Μάρτιο του 2009, τα 98 εμπορευματοκιβώτια, τα περισσότερα από τα οποία περιείχαν εκρηκτική ύλη (πυρίτιδα), τοποθετήθηκαν κατόπιν λήψης σχετικών αποφάσεων, σε στοιβάδα σε υπαίθριο χώρο στη Ναυτική Βάση Ευάγγελος Φλωράκης στο Μαρί. Τα εμπορευματοκιβώτια παρέμειναν εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες για 27 μήνες, μέχρι που εξερράγησαν στις 11 Ιουλίου 2011. Ως αποτέλεσμα της έκρηξης φονεύθηκαν 13 πρόσωπα, τραυματίστηκαν άλλα και προκλήθηκαν τεράστιες ζημιές σε περιουσίες, ιδιαίτερα στον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό Ζυγίου.

 

Στο ιστορικό των επίδικων τραγικών γεγονότων όπως αυτό διαλαμβάνεται αναλυτικά και κατά χρονονολογική ακολουθία στην εκδοθείσα απόφαση, γίνεται αναφορά σε σειρά συσκέψεων οι οποί[*974]ες έλαβαν χώρα από την ημερομηνία εναπόθεσης του φορτίου στο εν λόγω χώρο και στις οποίες συμμετείχαν ή είχαν ανάμιξη το Υπουργείο Άμυνας, η Εθνική Φρουρά, το Υπουργείο Εξωτερικών και άλλες ανεξάρτητες υπηρεσίες.

 

Οι δε θέσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας αναφορικά με την πολιτική διάσταση του ζητήματος γνωστοποιήθηκαν στις συσκέψεις, δια μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών.

 

Παρά τη συνεχή διαβούλευση, τη συλλογή σχετικών πληροφοριών αναφορικά με την επικινδυνότητα του φορτίου, οι εν λόγω συσκέψεις οι οποίες είχαν αντικείμενο τη λήψη αποφάσεων αναφορικά με την τύχη του φορτίου, δεν είχαν οποιαδήποτε κατάληξη.

 

Μερικές μόνο ημέρες πριν από το τραγικό συμβάν της 11ης Ιουλίου, άλλη μία σύσκεψη  έλαβε χώρα στο Υπουργείο Άμυνας στις 5 Ιουλίου 2011 ύστερα από τη διαπίστωση ότι ένα εμπορευματοκιβώτιο με εκρηκτικά είχε φουσκώσει και υπήρξε εσωτερική έκρηξη σε αυτό.

 

Στη σύσκεψη του ΥΠΑΜ στην παρουσία του Αρχηγού του ΓΕΕΦ του ΓΔ του ΥΠΑΜ και άλλων υπηρεσιακών στην οποία τονίστηκε μεταξύ άλλων ότι η πυρίτιδα ήταν, πλέον, επικίνδυνη καθότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν σε ποια κατάσταση βρισκόταν το υπόλοιπο περιεχόμενο του εμπορευματοκιβωτίου.

 

Κατά την εν λόγω σύσκεψη ύστερα από εισήγηση του Γ.Δ. του Υπουργείου, αποφασίστηκε όπως συσταθεί επιτροπή, η οποία, αφού επιθεωρήσει τα εμπορευματοκιβώτια, να εισηγηθεί ποια μέτρα θα πρέπει να ληφθούν και να ετοιμαστεί έκθεση η οποία θα ετύγχανε της εγκρίσεως του 2ου κατηγορούμενου.

 

Ο Γ.Δ. ενημέρωσε τηλεφωνικώς τις διάφορες υπηρεσίες που έπρεπε να λάβουν μέρος και μεταξύ άλλων τηλεφώνησε στον Διοικητή της Πυροσβεστικής Ανδρέα Νικολάου, κατηγορούμενο 4. Ο τελευταίος έδωσε οδηγίες στον Αναπληρωτή Διευθυντή της Πυροσβεστικής, Χαράλαμπο Χαραλάμπους (κατηγορούμενο 5) να παραστεί στην επιτόπια εξέταση που θα πραγματοποιείτο την επομένη 6 Ιουλίου 2011.

 

Η Επιτροπή, αποτελούμενη από τους Σ/χη Γ. Γεωργιάδη, Σ/χη Λάμπρου διευθυντή της ΔΥΠ, Αστυνόμο Χ.Χαραλάμπους Υποδιευθυντή της Πυροσβεστικής (5ος κατηγορούμενος), Ανώτερο Υπαστυνόμο Ανδρέα Λοϊζίδη, διοικητή της Ειδικής Μονάδας Αντιμετώπισης Καταστροφών (εν τοις εφεξής «ΕΜΑΚ») (6ος κατηγορούμενος) και άλλους υπηρεσιακούς παράγοντες επισκέφθηκαν τη Ν.Β.Ε.Φ.

[*975]Διαπιστώθηκε ότι στην πάνω στοιβάδα ένα γωνιακό εμπορευματοκιβώτιο ήταν διογκωμένο και, κατά τι, απομακρυσμένο από τα άλλα τα οποία εφάπτονταν μεταξύ τους. Οι πόρτες του εμπορευματοκιβωτίου ήταν μισάνοικτες και αντιλήφθηκαν σημεία καύσης της πυρίτιδας. Στη συνέχεια, ακολούθησε σύσκεψη στο γραφείο που τους διέθεσε ο Διοικητής της Ναυτικής Βάσης, έγιναν διάφορες συζητήσεις και κατέληξαν σε εισηγήσεις, που ο Σ/χης Γεωργιάδης συμπεριέλαβε σε σχετικό υπόμνημα. Όπως ήταν το εύρημα του Κακουργιοδικείου, στην εν λόγω σύσκεψη, ήταν κοινή η διαπίστωση όλων ότι έγινε αυτανάφλεξη και έκρηξη λόγω της δημιουργίας όγκου αερίων. Ο Σ/χης Γεωργιάδης ήταν σε εγρήγορση και πανικό και όλοι συμφώνησαν ότι η κατάσταση ήταν πάρα πολύ κρίσιμη.

 

Από την ενημέρωση που έγινε, ως το εύρημα του Κακουργιοδικείου, οι 5ος και 6ος κατηγορούμενοι είχαν αντίληψη, κατά την πιο πάνω ημερομηνία, πως υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος ζωής.

 

Ο 4ος κατηγορούμενος παρότι δεν είχε επισκεφθεί επιτόπου τα εμπορευματοκιβώτια και δεν έλαβε μέρος στη σύσκεψη που ακολούθησε έτυχε ενημέρωσης από τον κατηγορούμενο 5. Η ενημέρωση έγινε την επομένη 7 Ιουλίου 2011 στην πρωινή τακτική σύσκεψη στη διεύθυνση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και ήταν πλήρης αναφορικά με το τι είχαν αντιμετωπίσει οι λαμβάνοντες μέρος στην επιτόπια εξέταση και τις συζητήσεις που έγιναν για αντιμετώπιση της κατάστασης όπως επίσης και των μέτρων που είχαν αποφασιστεί. Ο εν λόγω 4ος κατηγορούμενος γνώριζε σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα, ότι επρόκειτο για εμπορευματοκιβώτια με πυρίτιδα τοποθετημένα σε στοιβάδα, γνώριζε ότι στο ένα εμπορευματοκιβώτιο υπήρχε ανάφλεξη και πυρκαγιά, ότι προκλήθηκαν αέρια και πίεση και ότι το εμπορευματοκιβώτιο διογκώθηκε δημιουργήθηκε σχισμή και ότι άνοιξαν οι πόρτες με την εκτόνωση των αερίων και ότι το εμπορευματοκιβώτιο μετακινήθηκε από τη θέση του. Γνώριζε ότι στο εμπορευματοκιβώτιο υπήρχε καμένη πυρίτιδα και καμένο ξύλο. Παράλληλα, ήξερε ότι επρόκειτο περί τεραστίου όγκου πυρίτιδας σε ένα στρατόπεδο, ήτοι στη Ναυτική Βάση. Ο 4ος κατηγορούμενος αναχώρησε την επόμενη μέρα, δηλαδή 7 Ιουλίου 2011 για το εξωτερικό. Απετέλεσε εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι οι 4, 5 και 6 κατηγορούμενοι γνώριζαν και είχαν αντίληψη του κινδύνου θανάτου. Σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα, αυτό έγινε υπό τις δεδομένες σοβαρότατες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.

 

Η σχετική έκθεση Γεωργιάδη η οποία ετοιμάστηκε, ανέφερε ότι, επί του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου υπήρξε αυτανάφλεξη υλικών και δημιουργήθηκε έκρηξη, με αποτέλεσμα τα αέρια που εκτονώθηκαν, τόσο στο εμπρόσθιο όσο και στο οπίσθιο μέρος να προκα[*976]λέσουν βίαιη παραβίαση των θυρών του εμπορευματοκιβωτίου. Δεν καταστράφηκε από τη φωτιά και την έκρηξη το σύνολο του φορτίου.

 

Οι δε θερμοκρασίες που αναπτύσσονταν εντός των εμπορευματοκιβωτίων είναι απαγορευτικές για φύλαξη πυρίτιδων, οι αποθηκευμένες πυρίτιδες αποδεδειγμένα είχαν αλλοιωθεί και αποσταθεροποιηθεί και η έκρηξη ήταν αρκετά ισχυρή διότι το εμπορευματοκιβώτιο βάρους 10.5 τόνων μετακινήθηκε, περίπου 30cm, από την αρχική του θέση σε δύο κατευθύνσεις. 

 

Η εν λόγω Επιτροπή ομόφωνα αποφάσισε να εισηγηθεί, μεταξύ άλλων, τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων.

 

Η σχετική έκθεση στάληκε στο γραφείο του Αρχηγού του ΓΕΕΦ, ο οποίος παρόλο που, είχε μεταβεί επιτόπου και επιθεωρήσει τα εμπορευματοκιβώτια δεν διαβίβασε ποτέ, πριν από την έκρηξη, την έκθεση προς το 2ον κατηγορούμενο.

 

Ο 2ος κατηγορούμενος είχε ζητήσει την προηγούμενη μέρα από τον Ταξίαρχο Θεοφάνους, ο οποίος ήταν Διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πολιτικής Σχεδίασης Εκτάκτων Αναγκών, να παρίσταται στην επιθεώρηση του φορτίου με σκοπό να τον ενημερώσει. Ο εν λόγω Θεοφάνους επιστρέφοντας από την επιτόπια εξέταση, έχοντας μαζί του και φωτογραφίες, έγινε δεκτός από τον ΥΠΑΜ. Ο τελευταίος ενημερώθηκε για τις εισηγήσεις που έγιναν για κατάβρεξη των εμπορευματοκιβωτίων και ιδιαιτέρως για το γεγονός ότι έγινε εισήγηση για μετακίνηση του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου. 

 

Μεταξύ της περιόδου 6-8 Ιουλίου 2011 έγινε διερεύνηση κατά πόσο θα μπορούσαν να τοποθετηθούν καταιονητήρες που θα χρησιμοποιούνταν για σκοπούς κατάβρεξης των εμπορευματοκιβωτίων, πλην, όμως, δεν έγινε τίποτε επί τούτου. Ούτε η Έκθεση Ενεργείας Γεωργιάδη έφθασε στα χέρια του 2ου κατηγορούμενου.

 

Οι 4ος, 5ος και 6ος κατηγορούμενοι σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα, δεν ετοίμασαν ούτε έδωσαν οδηγίες για να ετοιμαστεί οποιοδήποτε σχέδιο για τον τρόπο ενεργείας των μελών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, έχοντας σχέση εγγύτητας και καθήκον προς τους «εργοδοτούμενους» τους πυροσβέστες. Ιδιαιτέρως αφού γνώριζαν ότι σε περίπτωση πυρκαγιάς θα καλούντο οι άνδρες της ΕΜΑΚ να ανταποκριθούν.

 

Όπως επισημάνθηκε μεταξύ άλλων στην απόφαση του Κακουργιοδικείου και στο μακρύ ιστορικό των πραγματικών γεγονότων, ο τρόπος [*977]εναπόθεσης του φορτίου, παραβίαζε τη σχετική οδηγία του ΓΕΕΦ σύμφωνα με την οποία τα πυρομαχικά πρέπει μεταξύ άλλων  να φυλάσσονται σε αποθήκες που απέχουν μεταξύ τους 60-70 μέτρα και που παρέχουν προστασία από υπερβολική θερμοκρασία ή υγρασία και συνθήκες καλού αερισμού ο δε μέγιστος χρόνος αποθήκευσης υλικών σε εμπορευματοκιβώτια δεν πρέπει να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα των 90 ημερών, και τούτο κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

 

Ο Εφεσείων Κώστας Παπακώστας, κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν Υπουργός Άμυνας και είχε τη γενική εποπτεία της Εθνικής Φρουράς. Του αποδόθηκε γνώση για τον κίνδυνο έκρηξης ένεκα της παρατεταμένης τοποθέτησης των εμπορευματοκιβωτίων σε υπαίθριο χώρο και της έκθεσής τους σε απαγορευτικές συνθήκες. Βρέθηκε ένοχος δυνάμει του Άρθρου 205 του Κεφ. 154, για το ότι ενώ είχε καθήκον να λάβει μέτρα προς αποτροπή της έκρηξης και διαφύλαξη της ασφάλειας των παρευρισκομένων στη Ναυτική Βάση, παρέλειψε να λάβει τα αναγκαία μέτρα με αποτέλεσμα την έκρηξη και τον θάνατο 13 προσώπων που βρίσκονταν τη δεδομένη στιγμή στη Βάση.

 

Ύστερα από την ακροαματική διαδικασία που είχε διεξαχθεί, το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον Εφεσίβλητο (Μ. Κυπριανού) Υπουργό Εξωτερικών κατά τον ουσιώδη χρόνο, από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Ο 3ος κατηγορούμενος (Σ. Αργυρού) επίσης αθωώθηκε και απαλλάχτηκε από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

 

Ο Εφεσείων Χαραλάμπους ήταν κατά τον ίδιο ουσιώδη χρόνο ο Αναπληρωτής Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, ο Εφεσείων Νικολάου ο Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, ενώ ο Εφεσείων Λοϊζίδης ήταν Διοικητής της ΕΜΑΚ. Απαλλάχτηκαν από τις κατηγορίες που είχαν ως βάση την ανθρωποκτονία του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα και κρίθηκαν ένοχοι με βάση το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα καθότι όπως εκρίθη ενώ είχαν καθήκον φύλαξης των παρευρισκομένων στη Ναυτική Βάση σε περίπτωση κλήσης της Πυροσβεστικής και της ΕΜΑΚ αντίστοιχα και ενώ γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι υπήρχε κίνδυνος έκρηξης των 98 εμπορευματοκιβωτίων, παρέλειψαν να ενημερώσουν τα μέλη της Πυροσβεστικής και της ΕΜΑΚ για τον κίνδυνο έκρηξης και περαιτέρω παρέλειψαν υπό τις περιστάσεις, να δώσουν οδηγίες για απομάκρυνση όλων των προσώπων από το χώρο των εμπορευματοκιβωτίων, με αποτέλεσμα τον θάνατο από την έκρηξη, τόσο πυροσβεστών, όσο και άλλων παρευρισκομένων στη Βάση.

 

Κατηγορήθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας οι:  [*978]1. Μάρκος Κυπριανού, πρώην Υπουργός Εξωτερικών, 2. Κώστας Παπακώστας, πρώην Υπουργός Άμυνας, 3. Σάββας Αργυρού πρώην Yπαρχηγός της Εθνικής Φρουράς, 4. Ανδρέας Νικολάου Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, 5. Χαράλαμπος Χαραλάμπους Αναπληρωτής Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και 6.  Ανδρέας Λοϊζίδης, Διευθυντής της ΕΜΑΚ.

 

Όλοι οι κατηγορούμενοι αντιμετώπισαν σειρά κατηγοριών εδραζομένων στη διαζευκτική νομική βάση της ανθρωποκτονίας του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα (Κεφ.154) και της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης με βάση το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα. Υπήρχαν κατηγορίες για κάθε ένα από τους αποβιώσαντες.

 

Ο 3ος κατηγορούμενος (Σ. Αργυρού) επίσης αθωώθηκε και απαλλάχτηκε από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. 

 

Τα αποφασισθέντα εκ του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρατίθενται στις περιλήψεις των αποφάσεων που εκδόθηκαν, δεδομένου ότι τηρείται η ίδια δομή και για σκοπούς της παρούσας περίληψης.

 

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στο 2ον κατηγορούμενο (Κ. Παπακώστα) ποινή φυλάκισης 5 χρόνων, αναφορικά με το αδίκημα της ανθρωποκτονίας και καμιά ποινή για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου με βάση το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα. Στον 4ον κατηγορούμενο (Α. Νικολάου), στον 5ο κατηγορούμενο (Χ. Χαραλάμπους) και στον 6ο κατηγορούμενο (Α. Λοϊζίδη) επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 χρόνων αναφορικά με το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου με βάση το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα. Κατόπιν τούτου, καταχωρήθηκαν 11 συνολικά εφέσεις.

 

Α. Έφεση 145/2013 με την οποία ο εφεσείων Ανδρέας Λοϊζίδης  αμφισβήτησε την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης και το ύψος της επιβληθείσας ποινής.

 

Β. Έφεση 154/2013 με την οποία ο εφεσείων Ανδρέας Νικολάου αμφισβήτησε την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης και το ύψος της επιβληθείσας ποινής.

 

Γ. Έφεση 155/2013 με την οποία ο εφεσείων Κώστας Παπακώστας αμφισβήτησε την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης και το ύψος της επιβληθείσας ποινής.

 

Δ. Έφεση 156/2013 με την οποία ο Χαράλαμπος Χαραλάμπους [*979]αμφισβήτησε την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης και το ύψος της επιβληθείσας ποινής.

 

Ε. Έφεση 157/2013 με την οποία αμφισβητήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα το ύψος της επιβληθείσας ποινής στον Α. Λοϊζίδη.

 

Στ. Έφεση 158/2013 από το Γενικό Εισαγγελέα με την οποία αμφισβητήθηκε το ύψος της επιβληθείσας ποινής στον Χ. Χαραλάμπους.

 

Ζ. Έφεση 159/2013 από το Γενικό Εισαγγελέα με την οποία αμφισβητήθηκε το ύψος της επιβληθείσας ποινής στον Κ. Παπακώστα.

 

Η. Έφεση 160/2013 από το Γενικό Εισαγγελέα με την οποία αμφισβητήθηκε το ύψος της επιβληθείσας ποινής στον Α. Νικολάου.

 

Θ. Έφεση 161/2013 με την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου να αθωώσει τον Χ. Χαραλάμπους για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας με βάση το Άρθρο 205 του Ποινικού Κώδικα.

 

Ι. Έφεση 162/2013 με την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου να αθωώσει τον Μάρκο Κυπριανού για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου με βάση το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα.  

 

Κ. Έφεση 163/2013 με την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου να αθωώσει τον Ανδρέα Λοϊζίδη από το αδίκημα της ανθρωποκτονίας με βάση το 205.

 

Όλες οι εφέσεις, λόγω της σχέσης και της συνάφειας που παρουσίαζαν, εκδικάστηκαν ταυτοχρόνως.

 

Ποινική Έφεση 162/2013 – Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου    Κυπριανού.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Λόγος έφεσης:

 

Το Κακουργιοδικείο, κατά την υπαγωγή των γεγονότων στο νόμο έσφαλε, οδηγούμενο στην αθώωση του εφεσίβλητου για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.

[*980]Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό: Παμπαλλή Δ., συμφωνούντων και των Ερωτοκρίτου, Δ., Πασχαλίδη, Δ., Παναγή, Δ., Μιχαηλίδου, Δ. και Σταματίου, Δ.:

 

1.  Αναπόδραστα, το πρώτο θέμα που θα έπρεπε απασχολήσει ήταν, κατά πόσο, ο εφεσείων έχει κατορθώσει να υπερπηδήσει το νομικό εμπόδιο που καθιερώνεται με το Άρθρο 137 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155, ιδωμένο από τη σκοπιά του μοναδικού λόγου έφεσης, ότι «Ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων».

 

2.  Ο εφεσείων ενώ, δηλώνει ότι αποδέχεται τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου επί των γεγονότων και αυτό που αμφισβητεί είναι τα εξαχθέντα στη βάση των εν λόγω γεγονότων συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου, στην ουσία κατά τρόπο συγκεκαλυμμένο, αμφισβητεί τα ευρήματα επί των γεγονότων, θέτοντας συναφώς την έφεσή του εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137 του Κεφ.155.

 

3.  Συναφώς, το ζητούμενο σ’ αυτή την προκαταρκτική εξέταση της έφεσης ήταν εάν τα συγκεκριμένα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, όπως αυτά έχουν εξαχθεί ύστερα από τη σχετική αξιολόγηση που έγινε από το Κακουργιοδικείο, έχουν τύχει της σωστής υπαγωγής στο νόμο ή όχι. 

 

4.  Τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ως προς τα γεγονότα είναι δεδομένα και ανεπηρέαστα από την υπό κρίση έφεση. 

 

5.  Το θέμα της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(α) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155, είναι δικαιοδοτικό καθότι το δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης είναι περιορισμένο. 

 

6.  Το θέμα της εμβέλειας και εφαρμογής του Άρθρου 137(1)(α) Κεφ.155 είχε συζητηθεί και αποφασιστεί προσφάτως από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 94.

 

7.  Σε ότι αφορούσε στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο είχε κατ’ αρχάς, διαπιστώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του εφεσίβλητου στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της τότε κυβέρνησης.

 

8.  Σε κάθε συνάντηση με διάφορους αξιωματούχους άλλων εμπλε[*981]κομένων υπηρεσιών, ο εφεσίβλητος έκαμνε σαφή αναφορά στο σημαντικό ρόλο και την πολιτική σημασία που είχε, το θέμα του συγκεκριμένου φορτίου, στην εξωτερική πολιτική του κράτους, ιδιαιτέρως με τις αραβικές χώρες, όπως επί του προκειμένου, τη Συρία και το Ιράν.

 

9.  Εξηγούσε σε όλους τους εμπλεκόμενους ότι δεν δικαιολογείτο οποιαδήποτε αλλαγή στον τρόπο χειρισμού του φορτίου, εφόσον οι πολιτικοί λόγοι που οδήγησαν στην κράτηση και φύλαξη του φορτίου τον Αύγουστο του 2009 εξακολουθούσαν να υπάρχουν.

 

10. Η εμπλοκή του εφεσίβλητου, όμως, στην αποτροπή λήψης απόφασης για προώθηση πιθανής λύσης εκποίησης του φορτίου τον Ιούλιο και ιδιαίτερα τον Αύγουστο του 2009 και ειδικότερα η αδιαφορία που επέδειξε, παρόλο που είχε γίνει δέκτης παραπόνων και ανησυχιών από το Υπουργείο Άμυνας, την περίοδο μεταξύ Οκτωβρίου 2009 και Φεβρουαρίου 2011, ως προς την έκθεση του φορτίου πυρίτιδας και εκρηκτικών στο ύπαιθρο, οδήγησε το Κακουργιοδικείο να καταλήξει στο εύρημα ότι ο εφεσίβλητος επέδειξε πλήρη αδράνεια.

 

11. Πρωταγωνιστικός ήταν επίσης ο ρόλος του εφεσίβλητου στο να οδηγήσει τη σύσκεψη της 7ης Φεβρουαρίου 2011 στο Υπουργείο Άμυνας, που ο ίδιος συγκάλεσε, να πάρει απόφαση για τη λήψη και αποστολή δειγμάτων του φορτίου της πυρίτιδας για ανάλυση, γνωρίζοντας για πιθανή έκρηξη και έχοντας, όπως είναι το εύρημα του Κακουργιοδικείου, γνώση κινδύνου. 

 

12. Μια άλλη πτυχή στην οποία το Κακουργιοδικείο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση αναφορικά με το ρόλο που διαδραμάτισε ο εφεσίβλητος σ’ αυτή τη διαδικασία είναι η καταλυτική του παρέμβαση έτσι ώστε να αποτραπεί η έλευση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών την περίοδο Μαρτίου-Απριλίου 2011 έχοντας και πάλι όπως ήταν το εύρημα του Κακουργιοδικείου, επίγνωση του κινδύνου έκρηξης.

 

13. Τα πιο πάνω σε συνδυασμό με την παντελή αδράνεια και την απουσία εκδήλωσης οποιουδήποτε ενδιαφέροντος για την παραπέρα πορεία των πραγμάτων, που τελικώς οδήγησε στα ολέθρια αποτελέσματα της 11ης Ιουλίου 2011, οδήγησαν το Κακουργιοδικείο στο τελικό συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος δεν διαχειριζόταν την τύχη του συγκεκριμένου φορτίου, ούτε μπορούσε να πάρει απόφαση για τα περαιτέρω και ως εκ τούτου, κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε την αναγκαία σύνδεση με το [*982]φορτίο, ώστε να έχει εγγύτητα προς τα θύματα.

 

14. Με καθοδήγηση από τη νομολογία, παρατηρείτο συναφώς ότι τίθετο προς κρίση αυτό τούτο «το συμπέρασμα» του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τη διαχείριση της τύχης του φορτίου και την απουσία εκδήλωσης ενέργειας από μέρους του εφεσίβλητου προς αποτροπή του μοιραίου αποτελέσματος και της υπαγωγής του συγκεκριμένου συμπεράσματος στο Νόμο, δηλαδή στις πρόνοιες του Άρθρου 210 του Κεφ.154, που ήταν η παράλειψη του εφεσίβλητου να ενεργήσει, έτσι ώστε να αποφευχθεί το συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

 

15. Παρομοίως, αποτελούσε συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου, πως, όσο και αν ήταν αξιοκατάκριτη η επιδειχθείσα από τον εφεσίβλητο αδιαφορία, η ευθύνη του παρέμεινε στο πλαίσιο της πολιτικής υφής, μη επεκτεινόμενη και σε ποινική ευθύνη.

 

16. Η μαρτυρία, επί του προκειμένου, ήταν δεδομένη και δεν αναφυόταν ζήτημα αξιοπιστίας. Περί συμπεράσματος ή εκτιμήσεως είναι ο λόγος και όχι περί πρωτογενών ευρημάτων επί γεγονότων.  Ως θέμα νόμου, με την έννοια του Άρθρου 137, Κεφ.155, η εξαγωγή συμπερασμάτων πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της αποτίμησης του συνόλου των πρωτογενών γεγονότων που είναι, εξ αντικειμένου, βαρύνοντα για την κατάληξη του Κακουργιοδικείου επί του συγκεκριμένου θέματος. 

 

17. Μια άλλη πτυχή που επίσης θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αυτής της εξέτασης είναι το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι, επειδή ο εφεσίβλητος δεν είχε με οποιονδήποτε τρόπο εμπλοκή στα γεγονότα που προηγήθηκαν, και συγκεκριμένα, στο περιστατικό της αλλοίωσης του ενός εμπορευματοκιβωτίου που έγινε στις 4 Ιουλίου 2011, των συσκέψεων και της επιθεώρησης που έγινε στις 5 και 6 Ιουλίου, δεν υπάρχει εμπλοκή του στο υπό εξέταση αδίκημα. 

 

18. Και εδώ πρόκειται περί εφαρμογής των γεγονότων της υπόθεσης στο συγκεκριμένο νόμο, συνεπώς εντός της εμβέλειας του Άρθρου 137 του Κεφ.155.

 

19. Με γνώμονα τα πιο πάνω ήταν απορριπτέα η θέση του εφεσίβλητου ότι η παρούσα έφεση βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(α)(iii) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

 

Β. Υπό Ναθαναήλ, Δ., συμφωνούντων και των Νικολάτου, Π.,  [*983]Παρπαρίνου, Δ., Λιάτσου, Δ., και Γιασεμή, Δ.:

 

1.  Στην υπό εξέταση έφεση η Δημοκρατία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο προς ανατροπή της αθωωτικής απόφασης στο Άρθρο 137(1)(α)(iii), περιορίζοντας ακόμη περισσότερη την εξέταση της εφαρμογής του Άρθρου 137. Θεωρεί, δηλαδή, ότι το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε πλημμελώς το νόμο επί των πραγματικών γεγονότων.

 

2.  Η υποπαράγραφος αυτή του Άρθρου 137, η οποία είναι και η διαυγέστερη σε διατύπωση, παρέχει δικαίωμα έφεσης στο Γενικό Εισαγγελέα όταν σχετικές πρόνοιες του Νόμου τυγχάνουν εσφαλμένης εφαρμογής στα γεγονότα. Νόμος εν προκειμένω είναι το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, στο οποίο περιορίζεται η έφεση και τα γεγονότα δεν μπορεί να είναι άλλα από αυτά στα οποία κατέληξε το Κακουργιοδικείο μετά από πλήρη ανάλυση της ενώπιον του μαρτυρίας και πλήρη αξιολόγηση των ενώπιον του μαρτύρων, με ειδική βέβαια αναφορά στη μαρτυρία του εφεσίβλητου Μάρκου Κυπριανού.

 

3.  Όταν η υποπαράγραφος (iii) προνοεί για πλημμελή εφαρμογή του Νόμου επί των «πραγματικών γεγονότων», στη λέξη «πραγματικά» δεν θα μπορούσε να αποδοθεί άλλη έννοια από το ότι αυτά είναι τα καταληκτικά ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με γεγονότα επί των οποίων θα εφαρμοστεί στη συνέχεια, ο Νόμος.

 

4.  Πραγματικά γεγονότα, επομένως, είναι στην ουσία τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου σε αντιπαραβολή, για παράδειγμα, με τα γεγονότα τα οποία προέβαλλε η κάθε πλευρά υπό τύπο μαρτυρίας προς υποστήριξη των θέσεων εκάστης καλώντας το Κακουργιοδικείο να τα υιοθετήσει. Από όλη την πληθώρα των γεγονότων που είχε ενώπιον του το Κακουργιοδικείο, αυτό κατέληξε στα «πραγματικά γεγονότα», δηλαδή, τα ευρήματα του.

 

5.  Το κατηγορητήριο που απευθύνθηκε στον εφεσίβλητο 1, Μάρκο Κυπριανού, του καταλόγισε επί του Άρθρου 210 (εφόσον το Άρθρο 205 δεν ήταν πλέον υπό κρίση), ότι προκάλεσε το θάνατο λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης των 13 ατόμων με τις αναφερθείσες λεπτομέρειες, με μόνη διαφορά επί έκαστης ανάλογης κατηγορίας, το όνομα του αποθανόντος.

 

6.  Το Κακουργιοδικείο, προβαίνει στα ακόλουθα ουσιώδη ευρήματα με αναφορά στο προαναφερθέν κατηγορητήριο: Ότι ο εφεσίβλητος 1, ως Υπουργός Εξωτερικών, δεν είχε τον έλεγχο του φορτίου, [*984]ότι  δεν διαχειριζόταν το κρίσιμο φορτίο, δηλαδή, τα 98 εμπορευματοκιβώτια και ότι δεν ήταν το Υπουργείο Εξωτερικών, του οποίου προΐστατο ο εφεσίβλητος 1, που παρέλαβε προς φύλαξη το φορτίο και συνεπώς δεν είχε εξουσία να διατάξει τη λήψη μέτρων σε σχέση με τον τρόπο φύλαξης.

 

7.  Αυτά τα καταλυτικά ευρήματα  αναφορικά με τις ενέργειες του εφεσίβλητου 1 έρχονταν σε ευθεία σύγκρουση με τα όσα του καταλογίζονταν ως πραγματικά δεδομένα στο κατηγορητήριο. Οι λεπτομέρειες των αδικημάτων που αφορούν το Άρθρο 210, ρητώς αναφέρονται στη διαχείριση των θεμάτων των 98 εμπορευματοκιβωτίων και ότι ο εφεσίβλητος 1 παρέλειψε να λάβει μέτρα προς αποτροπή της έκρηξης. 

 

8.  Η θέση της Δημοκρατίας κατά την ζώσα επιχειρηματολογία της, αλλά και ιδιαιτέρως όπως προκύπτει από τη γραπτή της αγόρευση ημερ. 7.5.2014, είναι ότι το Κακουργιοδικείο «κατά την υπαγωγή των γεγονότων στο Νόμο, αλλά και κατά τη θεώρηση της μαρτυρίας, υπέπεσε σε νομικά σφάλματα ….».

 

9.  Πρόσθετα, λέγει ότι «Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος είχε εξουσία επί του φορτίου και επομένως εξουσία να δώσει οδηγίες για τη λήψη μέτρων προς αποτροπή του ενδεχόμενου έκρηξης, προκύπτει μέσα από τα ίδια τα γεγονότα».

 

10. Καθίστατο επομένως πρόδηλο ότι είναι την αξιολόγηση της μαρτυρίας που η Δημοκρατία αμφισβητεί στην ουσία.

 

11. Στη συνέχεια, η Δημοκρατία παραπέμπει στη μαρτυρία και τα έγγραφα κυρίως επί των συσκέψεων για να εισηγηθεί αντινομικά προς τη θέση της ότι υπάρχει λανθασμένη υπαγωγή των γεγονότων στο Νόμο, ότι ο εφεσίβλητος 1 είχε εξουσία επί του φορτίου και ήταν στην ουσία διαχειριστής αυτού. Αναφέρεται στην αγόρευση ότι ακριβώς αποδόθηκε στον εφεσίβλητο 1 ο ρόλος του διαχειριστή του φορτίου διότι έτσι είχαν τα πράγματα.

 

12. Όμως το Κακουργιοδικείο δεν κατέληξε σε τέτοιο εύρημα. Το εύρημα του ήταν ακριβώς το αντίθετο. Και όταν η Δημοκρατία εισηγείται ότι λανθασμένα καταγράφονται τα τρία θέματα από το Κακουργιοδικείο ως προς την εξουσία και αρμοδιότητα του εφεσίβλητου 1 επί του φορτίου, με αποτέλεσμα ότι «το συμπέρασμα ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί ότι ο Υπουργός Εξωτερικών είχε αρμοδιότητα να δώσει οδηγίες σε σχέση με τη φύλαξη του φορτίου, αντικρούεται με όλη την αποδεκτή μαρτυρία», είναι [*985]ακριβώς τη μαρτυρία που αμφισβητεί.

 

13. Διότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας μετατράπηκε σε εύρημα με το οποίο φανερά η εφεσείουσα Δημοκρατία διαφωνεί, πλην όμως δεν δικαιούται να το αμφισβητήσει.

 

14. Tο Άρθρο 137(1)(α)(iii), προνοεί για πλημμελή εφαρμογή του νόμου επί των πραγματικών γεγονότων. Eπομένως η νομική θεώρηση και επικάλυψη έπεται της διαπίστωσης των όποιων ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των πραγματικών γεγονότων. Είναι δεδομένο εδώ ότι το Κακουργιοδικείο προέβη σε αριθμό ευρημάτων που έχουν ανωτέρω καταγραφεί. 

 

15. Είναι οι λεπτομέρειες των κατηγοριών που δεν έχουν γίνει δεκτές από το Κακουργιοδικείο.

 

16. Δεν τίθετο καν ζήτημα εφαρμογής της υποπαραγράφου (iii) στην υπό κρίση περίπτωση διότι δεν είναι οι έννοιες του αλόγιστου, του απερίσκεπτου ή του επικίνδυνου της πράξης ή συμπεριφοράς που τίθενται εν αμφιβολία σ’ ό,τι αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή τους από Κακουργιοδικείο. Δεν υπάρχει ζήτημα ότι ο Νόμος υπό την έννοια του Άρθρου 210, «εφαρμόστηκε πλημμελώς». Απλώς το πραγματικό υπόβαθρο των γεγονότων δεν εντάσσει καθόλου την περίπτωση στην εξέταση της εφαρμογής του Άρθρου 210.

 

17. Η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ως εφεσείουσας, δεν συνήδε με τη διαχρονική και σταθερή νομολογία επί του Άρθρου 137.

 

18. Η έφεση της Δημοκρατίας εναντίον του εφεσίβλητου Μάρκου Κυπριανού δεν καλυπτόταν από την πρόνοια του Άρθρου 137(1)(α)(iii) του περί  Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155.

 

Γ. Υπό Χριστοδούλου Δ.:

 

1.  H ασκηθείσα έφεση είναι εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(α)(iii) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 αλλά, δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία με το σκεπτικό των Δικαστών που οδηγήθηκαν στην ίδια κατάληξη για λόγους – κυρίως – που άπτονται της βεβαιότητας του Δικαίου.

 

2.  Αποτελεί θεμελιακή αρχή του Κοινού Δικαίου ότι μόνο για λόγους κεφαλαιώδους σημασίας επιτρέπεται απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο, οι οποίοι στην παρούσα περίπτωση απουσιάζουν και ουδείς των διαδίκων εισηγήθηκε κάτι τέτοιο.

[*986]3.      Με αυτό ως δεδομένο, θα πρέπει να διευκρινιστεί πως δεν γίνεται απόκλιση από τη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 94 (απόφαση Πλήρους Ολομέλειας) σ’ ότι αφορά στην ερμηνεία του όρου «νομικό σημείο», όπως θα μπορούσε ενδεχομένως κάποιος να υποθέσει λόγω της σε βάθος εξέτασης των παραμέτρων άσκησης από το Γενικό Εισαγγελέα του δικαιώματος έφεσης που του παρέχει το Άρθρο 137(1)(α) του Κεφ. 155.

 

4.  Και αυτό, καθότι στην παρούσα περίπτωση το μόνο που εγείρεται είναι ο προσδιορισμός του όρου «γεγονότα» και, στη συνέχεια, αν ο Νόμος – το Άρθρο 210 ΠΚ – εφαρμόστηκε πλημμελώς σ’ αυτά τα γεγονότα. Όπως εξάλλου είναι και η έφεση που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας δυνάμει του Άρθρου 137(1)(α)(iii).

 

5.  Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σοφρωνίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151 τονίστηκε το αυτονόητο, ότι δηλαδή:

 

     «Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Ο όρος ‘γεγονότα’ (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α) προς τον όρο ‘μαρτυρία’ (evidence), υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το Δικαστήριο ως υπαρκτά».

 

6.  Το ερώτημα που εγείρεται στο πλαίσιο της παρούσας – όπως εξάλλου και σε κάθε ποινική υπόθεση – είναι τι θα μπορούσε να αποτελέσει εύρημα του Κακουργιοδικείου.

 

7.  Η απάντηση, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη παρά: γεγονότα είναι τα όποια ευρήματα είναι σχετικά με τις λεπτομέρειες του ποινικού αδικήματος που καταλογίστηκε στον εφεσίβλητο.

 

8.  Συναφώς του καταλογίστηκε ότι «… ενώ ως Υπουργός Εξωτερικών διαχειριζόταν τα θέματα των 98 εμπορευματοκιβωτίων που είχαν κατασχεθεί από το M/V MONCHEGORSK και είχαν εναποτεθεί στη Ναυτική Βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» στο Μαρί της Επαρχίας Λάρνακας από το Μάρτη του 2009 και γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει για τον κίνδυνο έκρηξης τους ένεκα της υπαίθριας τοποθέτησης και έκθεσης τους σε απαγορευτικές συνθήκες, παρέλειψε να λάβει μέτρα προς αποτροπή της έκρηξης τους με αποτέλεσμα στις 11.7.11 την έκρηξη αυτών και το θάνατο του…».

 

9.  Ποια ήταν επί του προκειμένου τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου; Ήταν ότι, ως Υπουργός Εξωτερικών (α) δεν είχε τον έλεγχο του φορτίου, (β) δεν διαχειριζόταν τα θέματα των 98 εμπορευμα[*987]τοκιβωτίων και (γ) δεν είχε εποπτεία σε υπηρεσία που παρέλαβε το φορτίο προς φύλαξη.

 

10. Αυτά, ήταν τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου και το μόνο ερώτημα που εγείρεται υπ’ αυτά τα δεδομένα είναι κατά πόσο ο Νόμος – το Άρθρο 210 ΠΚ – εφαρμόστηκε πλημμελώς επί αυτών των ευρημάτων. Η απάντηση είναι αρνητική αφού τα προαναφερθέντα ευρήματα, ως πραγματικά γεγονότα, εκθεμελιώνουν το βάθρο της κατηγορίας και η έφεση δεν είναι τίποτε άλλο παρά συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και του παραμερισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας που, βεβαίως, βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου.

 

11. Αυτό εξάλλου προέκυπτε, εμμέσως πλην σαφώς, και από τη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του εφεσείοντα.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Ποινική Έφεση 155/2013 – Κώστας Παπακώστας ν. Δημοκρατίας.

 

Ο εφεσείων ως Υπουργός άμυνας κατά τον ουσιώδη χρόνο, (κατηγορούμενος 2) είχε κριθεί ένοχος, ως το κατηγορητήριο για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 στις κατηγορίες 14-26 και επίσης κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα στις κατηγορίες 118-130.

 

Αμφισβήτησε την ορθότητα της καταδίκης του με 13 συνολικά λόγους έφεσης.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Λόγος έφεσης Αρ.1:

 

Δίκαιη δίκη - Έχει παραβιαστεί το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που είχε ως αποτέλεσμα, να παραβιαστεί το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη, καθιστώντας την, άδικη και καταπιεστική. 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό: Παμπαλλή Δ. συμφωνούντων και των Ερωτοκρίτου Δ., [*988]Πασχαλίδη Δ., Παναγή Δ., Παρπαρίνου Δ., Μιχαηλίδου Δ., Χριστοδούλου Δ., Λιάτσου Δ., Σταματίου Δ. και Γιασεμή Δ:

 

1.  Με την τεθείσα αιτιολογία, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι, υπήρξε εκτεταμένη δυσμενής αρθρογραφία, τόσο του έντυπου όσο και του ηλεκτρονικού τύπου, που τον καθιστούσε, εκ προοιμίου, υπαίτιο του θανάτου των αποβιωσάντων. Υπήρξαν, όπως προβλήθηκε επιπλέον, δηλώσεις προσώπων που κατείχαν υψηλά κρατικά αξιώματα έτσι ώστε να καταστεί κοινή πεποίθηση η ενοχή του εφεσείοντα. Υπήρξε διορισμός ερευνητικής επιτροπής με την οποία παρουσιάζεται, ως υπαίτιος, και συνεχίστηκε ο προπηλακισμός και η δημιουργία προκατάληψης τόσο κατά την έναρξη της διαδικασίας όσο και κατά τη διάρκεια της.

 

2.  Το θέμα αυτό είχε απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο, ανέφερε ότι, παρόλο που δεν τέθηκε πρωτοδίκως από το συνήγορο θέμα δίκαιης δίκης, και, επανατονίστηκε η ασφαλιστική δικλείδα, που παρέχει το δικαϊκό μας σύστημα εκδίκασης των υποθέσεων και οδηγεί σε μη επηρεασμό των κριτών της υπόθεσης από τη δημοσιότητα, ασχολήθηκε με το θέμα και ιδιαιτέρως με το πόρισμα της μονομελούς ερευνητικής επιτροπής που συστάθηκε για να εξετάσει το θέμα της έκρηξης στο Μαρί.

 

3.  Επίσης, σ’ άλλο σημείο το Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν υπήρξαν εκδηλώσεις εχθρικής διάθεσης ή άλλης ανάρμοστης συμπεριφοράς ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

4.  Προέκυπτε ότι το παράπονο του εφεσείοντα επί του προκειμένου δεν είχε έρεισμα. Βεβαίως, θα πρέπει να τονιστεί ότι, ο προπηλακισμός και η δημιουργία προκατάληψης εναντίον ενός κατηγορουμένου, επηρεάζει το συνταγματικό του δικαίωμα για ανεπηρέαστη δίκη, καθότι αρμόδιο για την εξέταση της ποινικής του ευθύνης είναι μόνο το Δικαστήριο.

 

5.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν εντοπιζόταν οποιοδήποτε σφάλμα.

 

Δέκατος λόγος έφεσης:

Υποβόσκουσα καχυποψία πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το Κακουργιοδικείο προβληματίστηκε, για το ρόλο του Σ/χη Γ. Γεωργιάδη σ’ όλη αυτή την υπόθεση και ιδιαιτέρως στον τρόπο με [*989]τον οποίο θα έπρεπε να αντικριστεί η μαρτυρία του. Δοθέντος ότι ο εν λόγω μάρτυρας ήταν αρχικώς κατηγορούμενος και στη συνέχεια μάρτυρας κατηγορίας, αλλά, περισσότερο εκ του γεγονότος ότι, σ’ όλες τις φάσεις, από τον έλεγχο του φορτίου πριν την παραλαβή του από το Υπουργείο Άμυνας, την τοποθέτηση του στη Ναυτική Βάση, την εμπλοκή του στην εξέταση του εμπορευματοκιβωτίου που είχε εκραγεί, στη σύσκεψη της 5ης Ιουλίου 2011 και την επιτόπια εξέταση της 6ης Ιουλίου 2011, χαρακτηρίστηκε από το Κακουργιοδικείο, ο ρόλος του, ως suis generis και η μαρτυρία του αρχικώς ως «μολυσμένη».

 

2.  Στη συνέχεια, όμως, το Κακουργιοδικείο καθοδηγούμενο ορθώς από τη νομική αρχή που επιβεβαιώθηκε από τη νομολογία, ως προς την αντιμετώπιση της μαρτυρίας του συνεργού ή προσώπου που έχει συμφέρον σε μια υπόθεση, αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία. Αυτή εντοπίστηκε σε άλλη μαρτυρία και σε έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. 

 

3.  Το Κακουργιοδικείο δεν είχε αποδεχθεί τη μαρτυρία, στην οποία έκαμε αναφορά ο συνήγορος του εφεσείοντα, κρίνοντας την όχι μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο της όλης υπόθεσης. 

 

4.  Περαιτέρω, ο εφεσείων είχε παραπονεθεί ότι η κατηγορούσα αρχή παρέλειψε να συμπεριλάβει στο υλικό που παραδόθηκε στην υπεράσπιση το πόρισμα της ερευνητικής επιτροπής Πολυβίου και συγκεκριμενοποίησε το παράπονο ο εφεσείων, στο γεγονός ότι υπήρχε μαρτυρία του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας ενώπιον της επιτροπής ότι ο Σ/χης Γ. Γεωργιάδης, ο Αρχηγός ΓΕΕΦ και οι άλλοι στρατιωτικοί, τον διαβεβαίωναν ότι δεν υπήρχε κίνδυνος έκρηξης της πυρίτιδας καθότι αυτή καίγεται και δεν εκρήγνυται.

 

5.  Ορθώς το Κακουργιοδικείο επισήμανε στην απόφαση του ότι, ναι μεν το πόρισμα της ερευνητικής επιτροπής Πολυβίου δεν είχε δοθεί στην υπεράσπιση, πλην όμως το περιεχόμενο του ήταν γνωστό καθότι υπεβλήθησαν ερωτήσεις τόσο από την κατηγορούσα αρχή όσο και από την υπεράσπιση προς διάφορους μάρτυρες αναφορικά με τα λεχθέντα στην εν λόγω επιτροπή.

Λόγοι έφεσης 2, 3, 4, 5 και 6:

 

Ευθύνη για το φορτίο - Τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ότι, το φορτίο παρελήφθη από το Υπουργείο Άμυνας και τέθηκε υπό τη φύλαξη του, με την προσωπική εμπλοκή του εφεσείοντα, ήταν λανθασμένο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

[*990]1.      Το εύρημα αυτό του Κακουργιοδικείου, ως απολύτως συναφές, με τη βεβαίωση που υπέγραψε ο Σ/χης Γ. Γεωργιάδης προς τον υπάλληλο του Τελωνείου στις 13 Φεβρουαρίου 2009, όταν παρελήφθησαν τα εμπορευματοκιβώτια με το συγκεκριμένο φορτίο τους, από το λιμάνι Λεμεσού. Το σχετικό έντυπο κατατέθηκε υπογραμμένο από τον πιο πάνω αξιωματικό με τη σχετική Βεβαίωση στην οποία αναφερόταν ότι παρελήφθη από τον Υπουργό Άμυνας για φύλαξη. Προς τούτο το Κακουργιοδικείο κάνει αναφορά σε συγκεκριμένο παραδεκτό γεγονός. Toύτου δοθέντος, το σχετικό εύρημα του Κακουργιοδικείου επί του προκειμένου, είναι ορθό.

 

2.  Στην ιδία γραμμή προβλήθηκε και η θέση ότι το συγκεκριμένο φορτίο, με την πυρίτιδα και τα εκρηκτικά, είχε ενταχθεί στο υλικό της Εθνικής Φρουράς. Η πλευρά του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι δεν είχαν τηρηθεί οι πάγιες οδηγίες φύλαξης πυρομαχικών, καταδεικνύει το βάσιμο της θέσης του.

 

3.  Η όλη μαρτυρία που είχε προσαχθεί, και έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο, οδηγούσε σε ένα και μόνο συμπέρασμα ότι η εναπόθεση του φορτίου στη Ναυτική Βάση, έγινε αρχικώς, για προσωρινό χρονικό διάστημα και είχαν δοθεί οδηγίες στον αξιωματικό Ποχάνη, να καταρτίσει σχέδιο προστασίας του φορτίου από εξωγενείς παράγοντες.

 

4.  Ήταν, προς αυτή την κατεύθυνση και η μαρτυρία που τέθηκε, και έγινε αποδεκτή ότι ο τρόπος στοιβάγματος των 98 εμπορευματοκιβωτίων, που όπως αποδεκτό είχαν τοποθετηθεί το ένα δίπλα στο άλλο με τις πόρτες προς την εσωτερική πλευρά, ώστε να αποκλειστεί η δυνατότητα επέμβασης στο φορτίο από τρίτα πρόσωπα.

 

5.  Ήταν παράλληλα η μαρτυρία, που έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο, ότι κανένα μέλος της Ναυτικής Βάσης περιλαμβανομένου του διοικητή της Βάσης ή ακόμη και του Διοικητή του Ναυτικού, στον οποίο υπαγόταν η Βάση, δεν είχαν τη δυνατότητα πρόσβασης ή τη δυνατότητα ελέγχου οποιουδήποτε μέρους του φορτίου.

 

6.  Οι μόνοι που είχαν διατάξει επέμβαση στο περιεχόμενο του φορτίου, με στόχο τη διαπίστωση του περιεχομένου του, ήταν ο ΠτΔ, ο ΥΠΑΜ με στόχο τη διερεύνηση του περιεχομένου τους και ο ΥΠΕΞ για τη λήψη δειγμάτων με σκοπό τη χημική ανάλυση της πυρίτιδας.

 

7.  Αποτελεί εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο συγκεκριμένος τρόπος εναπόθεσης του φορτίου, ήταν αποτέλεσμα της απόφασης του [*991]τότε Αρχηγού ΓΕΕΦ Στρατηγού Μπισμπίκα και υλοποιήθηκε από το Σ/χη Γ. Γεωργιάδη.

 

8.  Υπήρξε, όμως, καταλυτική μαρτυρία από όλους τους εμπλεκόμενους αξιωματικούς. Είναι, χωρίς αντίθετη μαρτυρία, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι ουδείς εκ των αξιωματικών ή οπλιτών της Ναυτικής Βάσης είχαν με οποιονδήποτε τρόπο πρόσβαση στο συγκεκριμένο φορτίο. Υπήρξε, ταυτοχρόνως, αναντίλεκτη μαρτυρία, ότι, τον Ιούλιο του 2009, ο εφεσείων ζήτησε να εξεταστεί από το ΓΕΕΦ το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης του φορτίου ή μέρους αυτού για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς. Από τις 30 Ιουλίου 2009, η Εθνική Φρουρά κατέστησε σαφές ότι δεν ενδιαφερόταν για το συγκεκριμένο υλικό και ούτε της ήταν χρήσιμο. 

 

9.  Η εμπλοκή του Σ/χη Γ. Γεωργιάδη στην όλη πορεία της υπόθεσης αυτής χαρακτηρίστηκε από το Κακουργιοδικείο ως suis generis.  Ρόλος, ο οποίος, δεν είχε άμεση σχέση, παρά μόνο στο αρχικό στάδιο, με την ιδιότητα του ως διευθυντή της ΔΥΠ.

 

10. Με τον ίδιο τρόπο αντικρίστηκε και ο 6ος λόγος έφεσης ο οποίος, στηρίχθηκε, σε εισήγηση για συγκεκριμένες παραβάσεις παγίων διαταγών ως προς τη φύλαξη πυρίτιδας και εκρηκτικών από τους τότε Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς Στρατηγό Μπισμπίκα και άλλους αξιωματικούς, επαγόμενη σε νομική ευθύνη. Η παραβίαση τέτοιων παγίων οδηγιών από αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς, από μόνη της, δεν απαλλάσσει τον εφεσείοντα από ενδεχομένως δική του ευθύνη. 

 

Λόγος έφεσης ως προς το λόγο πρόκλησης θανάτου λόγω παράλειψης συντήρησης από Εθνική Φρουρά:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο συνήγορος του εφεσείοντα, εισηγήθηκε μεταξύ άλλων ότι η ευθύνη τοποθέτησης και συντήρησης του συγκεκριμένου φορτίου δεν ήταν στις αρμοδιότητες του εφεσείοντα, και το εύρημα του Δικαστηρίου για υποχρέωση του εφεσείοντα να μεριμνήσει για την εφαρμογή των παγίων οδηγιών της Εθνικής Φρουράς για τέτοια φύλαξη, ήταν λανθασμένο. Σύμφωνα με τη θέση του, ο εφεσείων, ως Υπουργός Άμυνας είχε μόνο την πολιτική ευθύνη. Η δε ευθύνη τήρησης των παγίων οδηγιών ανήκε στους στρατιωτικούς.

 

2.  Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ο εφεσείων, είχε το νόμιμο καθήκον ενεργείας ένεκα του ότι το Υπουργείο Άμυ[*992]νας και ο ίδιος προσωπικά είχε τον έλεγχο του φορτίου. Θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείων είχε την εξουσία να ελέγξει τον τρόπο αποθήκευσης και να επέμβει μετά που του γνωστοποιήθηκε το ζήτημα των κινδύνων από την παρατεταμένη φύλαξη στο ύπαιθρο της στοιβάδας των εμπορευματοκιβωτίων, ιδιαιτέρως, όταν από την πρώτη στιγμή, ήτοι από την επιθεώρηση που έγινε από το Γ. Γεωργιάδη και τον κατάλογο των αντικειμένων που κατασχέθηκαν και του γνωστοποιήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2009, γνώριζε για το περιεχόμενο τους.

 

3.  Αυτή η θέση του Κακουργιοδικείου, περί ειδικής σχέσης του εφεσείοντα με το φορτίο, έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας,  ήταν ορθή. Υπήρξε σωρεία μαρτυρίας, η οποία έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο, και δεν αμφισβητήθηκε ουσιαστικώς από την υπεράσπιση ότι ο εφεσείων είχε άμεση εμπλοκή στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης, είτε για τη διάθεση του φορτίου είτε για την καταστροφή του από το Μάιο του 2009. 

 

4.  Η προσπάθεια συνεχίστηκε τον Ιούλιο του 2009 όταν, το φορτίο αυτό δεν ήταν χρήσιμο για την Εθνική Φρουρά. Ήταν καθοριστική η μαρτυρία που αποδέχτηκε το Κακουργιοδικείο ότι κανένας στρατιωτικός δεν είχε πρόσβαση στο φορτίο.

 

5.  Όλες οι προσπάθειες που ακολούθησαν την περίοδο από το Μάιο του 2009 μέχρι τις αρχές του 2011, από το Υπουργείο που ο εφεσείων προΐστατο, προς το Υπουργείο Εξωτερικών, είχαν ως επίκεντρο την επικινδυνότητα διατήρησης του φορτίου στη ΝΒΕΦ και ορθώς το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι ήταν υπό τη φύλαξη του εφεσείοντα. 

 

6.  Ακόμη και οι αντιδράσεις του εφεσείοντα προς τον ΥΠΕΞ, στη σύσκεψη 7 Φεβρουαρίου 2011, προς αυτή την κατεύθυνση κατέτειναν.

 

7.  Το σημαντικότερο, όμως, στοιχείο που, είναι το γεγονός ότι με τη διαπιστωθείσα έκρηξη, σε ένα από τα εμπορευματοκιβώτια, που έγινε στις 4 Ιουλίου 2011, συγκλήθηκε, από τον εφεσείοντα ευρεία σύσκεψη όλων των εμπλεκομένων στρατιωτικών και επιτελών του ΥΠΑΜ, υπό την ηγεσία του ιδίου για την αντιμετώπιση του θέματος.

 

8.  Στη συγκεκριμένη μέρα δεν πάρθηκε απόφαση για την απομάκρυνση του προβληματικού εμπορευματοκιβωτίου, αντίθετα διατάχθηκε η πραγματοποίηση επιτόπιου εξετάσεως και ανελήφθη η [*993]υποχρέωση γνωστοποίησης των αποτελεσμάτων στον εφεσείοντα, για να πράξει αναλόγως.

 

9.  Το Κακουργιοδικείο επισημαίνει την αδράνεια που παρουσιάστηκε και τη συνεπαγόμενη αδιαφορία ως προς την τύχη του φορτίου, παρόλο που, ο εφεσείων, είχε ενημερωθεί από τον Ταξίαρχο Θεοφάνους στις 6 Ιουλίου 2011 όχι μόνο για την προκληθείσα έκρηξη, αλλά και των εισηγήσεων της Επιτροπής, που μεταξύ άλλων περιλάμβανε και τη μετακίνηση του εμπορευματοκιβωτίου.

 

10. Συναφώς, η διαπιστωθείσα παραβίαση των παγίων οδηγιών φύλαξης δεν απαλλάσσει τον εφεσείοντα από την ευθύνη που είχε, όπως διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, να δώσει οδηγίες για τη μετακίνηση του εμπορευματοκιβωτίου, στο οποίο, εκδηλώθηκε πυρκαγιά στις πρωινές ώρες της 11ης Ιουλίου 2011.

 

11. Η πυρκαγιά που ξέσπασε παρέμεινε ανεξέλεγκτη, οδήγησε στη δημιουργία μεγάλης θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα την επέκταση της στα υπόλοιπα εμπορευματοκιβώτια και την επακολουθήσασα έκρηξη.

 

Λόγοι έφεσης αρ. 8 και 9:

 

Ανάληψη ευθύνης χειρισμού στις 5 Ιουλίου 2011 - Υφισταμένων των παγίων οδηγιών για φύλαξη εκρηκτικών, το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι o εφεσείων ανέλαβε το χειρισμό του θέματος του φορτίου στις 5 Ιουλίου 2011, ήταν εσφαλμένο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η μόνο εμπλοκή του εφεσείοντα ήταν, σύμφωνα με το συνήγορο του η άμεση σύγκληση σύσκεψης μόλις περιήλθε σε γνώση του η ύπαρξη διογκωμένου εμπορευματοκιβωτίου, η σύσταση επιτροπής εμπειρογνωμόνων η οποία θα κατέληγε σε εισηγήσεις τις οποίες ο ίδιος θα προωθούσε προς τον ΠτΔ, με στόχο, την εντολή καταστροφής του συγκεκριμένου φορτίου. Τα διαμειφθέντα στη σύσκεψη περιλαμβάνονται σε πρακτικό του Αντ/χη Γεωργίου, το οποίο, κατέληξε, δεν λήφθηκε υπόψη από το Κακουργιοδικείο.

 

2.  Το συγκεκριμένο πρακτικό το Κακουργιοδικείο θεώρησε ύποπτο, ως εκ του ότι συντάχθηκε μετά την έκρηξη της 11ης Ιουλίου, και την καταστροφή που ακολούθησε. Όμως δεν ήταν, ο μόνος λόγος για τον οποίο ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι έδωσε τέτοια εντολή δεν έγινε πιστευτός, αλλά υπήρχε σωρεία μαρ[*994]τυρίας ως προς το τι είχε, επ’ ακριβώς, διαμειφθεί και δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης σ’ αυτή την κατάληξη του Κακουργιοδικείου.

 

3.  Το Κακουργιοδικείο έδωσε επαρκείς λόγους γιατί προτίμησε τη μαρτυρία του ταξίαρχου Θεοφάνους ως προς τα διαμειφθέντα και την ενημέρωση που έτυχε ο εφεσείων στις 6 Ιουλίου 2011.

 

Ενδέκατος Λόγος έφεσης - Πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το παράπονο του εφεσείοντα εδραζόταν μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι η κατηγορούσα αρχή δεν προσδιόρισε ποια μέτρα έπρεπε να είχε λάβει ο εφεσείων. Η δε μη συμπερίληψη του Άρθρου 225 στο κατηγορητήριο, συνέχισε, οδήγησε σε παραβίαση των δικαιωμάτων του για δίκαιη δίκη αφού, χωρίς να γνωρίζει δεν ήταν σε θέση να προβάλει επαρκώς την υπεράσπιση του.

 

2.  Το Κακουργιοδικείο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ο εφεσείων «είχε πρωτογενή και άμεση ευθύνη να μεριμνήσει για την ασφάλεια του φορτίου».

 

3.  Με δεδομένο ότι το φορτίο ήταν επικίνδυνο, το Κακουργιοδικείο προχώρησε στην εξέταση των προνοιών του Άρθρου 225 του Ποινικού Κώδικα το οποίο, όντως, δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο.

 

4.  Δεν διαπιστωνόταν οποιοσδήποτε κίνδυνος για τον κατηγορούμενο 2 γιατί η υπεράσπιση του κάλυψε στην πραγματικότητα την περίπτωση στην οποία αναφέρεται το Άρθρο 255.

 

5.  Η εν λόγω προσέγγιση ήταν ορθή. Με κανένα τρόπο δεν είχε επηρεαστεί η υπεράσπιση του, καθότι ο ίδιος προώθησε από την αρχή, ως το τέλος της παρούσας διαδικασίας, την απουσία, εκ μέρους του, οποιουδήποτε ελέγχου αναφορικά με το φορτίο. 

 

Δωδέκατος Λόγος έφεσης:

 

Λανθασμένη υπαγωγή στο Νόμο - Λανθασμένα εφαρμόστηκαν οι αρχές που διέπουν την ποινική ευθύνη του εφεσείοντα, τόσο αναφορικά με το αδίκημα του Άρθρου 205 όσο και για το αδίκημα του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, στην απουσία, αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πράξεως ή παραλείψεως και αποτελέσματος.

[*995]Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Τελούσε υπό εξέταση στην προκειμένη με βάση το Άρθρο 205 του Ποινικού κώδικα εάν είχε σημειωθεί παράνομη παράλειψη που συνιστά «υπαίτια αμέλεια παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος».

 

2.  Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε σε έκταση με την υποχρέωση των προσώπων που είναι υπεύθυνα για επικίνδυνα πράγματα, όπως καθορίστηκε στο Άρθρο 225 του Ποινικού Κώδικα.

 

3.  Στις περιπτώσεις εφαρμογής αυτού του άρθρου για να στοιχειοθετηθεί αμέλεια και συνεπώς ευθύνη θα πρέπει ο έχων καθήκον να λάβει κάθε εύλογη ενέργεια προς αποτροπή του επαπειλούμενου κακού. Ο βαθμός αμελείας εξετάζεται με το αντικειμενικό κριτήριο τι θα έπραττε ο μέσος λογικός άνθρωπος υπό τας περιστάσεις για να αποτρέψει το κακό ή κατά πόσο η απλή παράλειψη να διενεργηθεί το ευλόγως αναμενόμενο, συνιστά σοβαρή απόκλιση από το καθήκον επιμέλειας. 

 

4.  Το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας του Άρθρου 205 εξετάστηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση R v. Adomako [1994] 3 All E.R. 79(HL), στην οποία έκανε αναφορά το Κακουργιοδικείο.

 

5.  Εξετάζεται συναφώς κατά πόσο ο εφεσείων είχε καθήκον έναντι των προσώπων που έχασαν τη ζωή τους. Η έννοια του καθήκοντος μέσα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου άρθρου πρέπει, όπως σημείωσε το Κακουργιοδικείο να εξεταστεί με ευρύτητα και όχι ιδιαιτέρως με την ύπαρξη συγκεκριμένου θεσμοθετημένου καθήκοντος ή υποχρέωσης που να προκύπτει από νόμο ή κανονισμό αλλά σε συνάρτηση με τη δυνατότητα πρόβλεψης ότι αν δεν ληφθούν τα αναγκαία μέτρα, τότε υπάρχει ορατός κίνδυνος σοβαρού τραυματισμού ή θανάτου. Αναφύεται κατά συνέπεια το θέμα του προβλέψιμου κάποιου συμβάντος, σε σχέση με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, και το καθήκον που είχαν να προβλέψουν το ενδεχόμενο συμβάν. Για να στοιχειοθετηθεί η αμέλεια του Άρθρου 205 θα πρέπει αυτή να είναι βαριά, χρησιμοποιείται επί τούτου ο νομικός όρος «υπαίτια αμέλεια» ο οποίος προσομοιάζει με αλόγιστη και απερίσκεπτη συμπεριφορά.

 

6.  Προς τούτο, το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του και  στην υπόθεση Μαυρομμάτης και ουσιαστικώς θέτει αντιπαραβάλλοντας την ποινική ευθύνη που προκύπτει με βάση τα Άρθρα 210 και 205 ότι ο απαιτούμενος βαθμός αμέλειας και για το Άρθρο 210 είναι πάντα ψηλός. Ψηλότερος, από το επίπεδο της [*996]αστικής αμέλειας, ενώ για το Άρθρο 205 απαιτείται «υπαίτιος αμέλεια» που ουσιαστικώς ισοδυναμεί προς το στοιχείο της «αλόγιστης πράξης».

 

7.  Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε συγκεκριμένη ευθύνη και εξουσίες για το φορτίο. Κατά πρώτον έχοντας αυτόν τον έλεγχο εν τη εννοία του Άρθρου 225 τελούσε σε σχέση εγγύτητας με τα πρόσωπα που ήταν ευλόγως προβλεπτό να υποστούν βλάβη από το συγκεκριμένο κίνδυνο.

 

8.  Το Κακουργιοδικείο εξηγεί γιατί κατέληξε σ’ αυτό το συμπέρασμα, ότι ο εφεσείων είχε γνώση του περιεχομένου του φορτίου από τις 16 Φεβρουαρίου 2009, όταν τοποθετήθηκε σε χώρο της Εθνικής Φρουράς επί της οποίας είχε την εποπτεία. Είχε την εξουσία να ελέγξει τον τρόπο αποθήκευσης και να παρέμβει όταν του γνωστοποιήθηκε η ύπαρξη κινδύνου. Είχε πλήρη γνώση της επικινδυνότητας του φορτίου από τις επιστολές που έστελλε το Υπουργείο, του οποίου προΐστατο, από τον Μάιο του 2009, τον Ιούλιο του 2009 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2011.

 

9.  Στις 7 Φεβρουαρίου 2011 πληροφορείται από τον Αντι/χη Γ. Γεωργιάδη ότι υπάρχει κίνδυνος έκρηξης από την άφεση των εμπορευματοκιβωτίων στη συγκεκριμένη θέση στο ύπαιθρο, και δεν λαμβάνει κανένα μέτρο.

 

10. Ιδιαιτέρως, ενώ είχε υπόψη του τα πιο πάνω, δεν έλαβε κανένα μέτρο παρόλο που ενημερώθηκε για τη διόγκωση ενός εμπορευματοκιβωτίου στις 4 Ιουλίου 2011. Στο σημείο εκείνο ανέλαβε την ευθύνη χειρισμού του θέματος και την ευθύνη λήψης απόφασης για τον περαιτέρω χειρισμό του με την ενδεχόμενη απομάκρυνση του εμπορευματοκιβωτίου με την πλήρη γνώση της έκρηξης που του έγινε στις 6 Ιουλίου 2011.

 

11. Το Κακουργιοδικείο επισημαίνει την ύπαρξη ειδικής σχέσης με το φορτίο εδραζόμενο στο γεγονός ότι ο εφεσείων ως Υπουργός δεν ήταν εργοδοτούμενος από την κυβέρνηση. O διορισμός του αντιθέτως προϋπόθετε την ανάληψη και εκτέλεση καθηκόντων περιλαμβανομένης της γενικής εποπτείας της Εθνικής Φρουράς. Σ’ αυτό το πλαίσιο εξετάστηκε το καθήκον ενεργείας το οποίο είχε.

 

12. Είχε καθήκον ενεργείας, επισημαίνει το Κακουργιοδικείο, και ως εργοδότης εν τη ευρεία εννοία όχι μόνο για το προσωπικό της Εθνικής Φρουράς αλλά και του προσωπικού υπό την εργοδότηση της Δημοκρατίας όπως ήταν τα μέλη της Πυροσβεστικής οι οποί[*997]οι θα προσέτρεχαν για να αντιμετωπίσουν ένα κίνδυνο το οποίο ο εφεσείων γνώριζε. Ο κίνδυνος αυτός ήταν άμεσος και προβλεπτός και είχε ευθύνη να τον αποτρέψει. 

 

13. Ανέλαβε προσωπικά ευθύνη από τη στιγμή που έλαβε γνώση του κινδύνου έκρηξης και ως Υπουργός Άμυνας, έχων την εποπτεία της Εθνικής Φρουράς, όφειλε να τον αποτρέψει.

 

14. Η ευθύνη που ανέλαβε για χειρισμό του κινδύνου με τη σύγκληση σύσκεψης για συζήτηση του προβλήματος και τη λήψη απόφασης επί των εισηγήσεων που θα υποβάλλοντο, υποδηλοί, όπως ορθώς επισημαίνει το Κακουργιοδικείο, ανάληψη ευθύνης που τεκμηριώνει τη θεμελίωση του καθήκοντος ενέργειας.

 

15. Με γνώμονα τα πιο πάνω, η Κατηγορούσα Αρχή είχε, όπως ορθώς διαπιστώνει το Κακουργιοδικείο, θεμελιώσει καθήκον ενεργείας, από πλευράς του εφεσίβλητου.

 

16. Το άλλο θέμα που θα απασχολούσε ήταν κατά πόσο με βάση τη μαρτυρία που είχε κατατεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου, θα μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα κατά πόσο ο εφεσείων είχε παραλείψει να λάβει μέτρα τα οποία θα απέτρεπαν την έκρηξη. Αποδόθηκαν με σαφήνεια μέσα από τη μαρτυρία, οι συγκεκριμένες παραλείψεις του εφεσείοντα μετά το συμβάν της 4ης Ιουλίου 2011.

 

17. Αποδίδεται παράλειψη να δώσει οδηγίες για μετακίνηση του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου και για κατάβρεξη των εμπορευματοκιβωτίων, όπως ήταν οι εισηγήσεις της ομάδας, τις οποίες ο ίδιος, τελικώς, ενώ διέταξε να του δοθούν εντός της ίδιας ημέρας, ήτοι την 5η Ιουλίου 2011 μέχρι την 11η Ιουλίου 2011, δεν τις αναζήτησε.

 

18. Με βάση τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ο εφεσείων έχοντας αντίληψη του κινδύνου, όπως αναλύθηκε πιο πάνω, έχοντας τον έλεγχο του φορτίου καθώς και την αρμοδιότητα να δώσει οδηγίες ή διαταγές για το χειρισμό του, παρέλειψε να λάβει μέτρα για άρση του κινδύνου. Και τούτο, όπως επισημαίνεται, δεν περιοριζόταν στην καταστροφή του φορτίου που θα απαιτούσε την απόφαση του ΠτΔ ή του Υπουργικού Συμβουλίου.

 

19. Ενώ υιοθέτησε την πολιτική απόφαση για διατήρηση του φορτίου στην Κύπρο, τούτο αφέθηκε για απροσδιόριστο χρόνο τοποθετημένο κατά παράβαση των παγίων διαταγών ή των στοιχειωδών μέτρων ασφαλείας.

[*998]20.    Ιδιαιτέρως μετά τη γνωστοποίηση του άμεσου κινδύνου έκρηξης, δεν ενήργησε ως όφειλε για άρση του κινδύνου.

 

21. Συνακόλουθα, το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων παρέβη το καθήκον επιμέλειας που είχε, για να άρει τον κίνδυνο έκρηξης, είναι ορθό.

 

22. Το τρίτο θέμα ήταν η αιτιώδης συνάφεια που υπήρχε μεταξύ της  προκληθείσας έκρηξης στις 11 Ιουλίου 2011 με το πρόβλημα που παρουσιάστηκε στις 4 Ιουλίου 2011. Έχει γίνει αποδεκτό ως ορθό, το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι η προκληθείσα πυρκαγιά τις πρωϊνές ώρες της 11ης Ιουλίου 2011 ξεκίνησε από το ίδιο διογκωμένο εμπορευματοκιβώτιο στο οποίο προκλήθηκε έκρηξη στις 4 Ιουλίου 2011. 

 

23. Η απομάκρυνση του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να διαφοροποιηθεί ποσώς η πάγια αντίληψη περί διατήρησης του φορτίου στην Κύπρο. Για να στοιχειοθετηθεί ποινική ευθύνη, συναρτώμενη με την αιτιώδη συνάφεια, αρκεί να στοιχειοθετηθεί η προβλεπτή ή γενική φύση του κινδύνου και όχι οι ακριβείς συνέπειες συμπεριφοράς ενός κατηγορούμενου. 

 

24. Η αντίληψη κινδύνου για πυρκαγιά η οποία θα επεκτεινόταν και στα άλλα εμπορευματοκιβώτια, ήταν ευλόγως προβλεπτή και ο εφεσείων είχε την αντίληψη αυτή από τις συζητήσεις και τα λεχθέντα στη σύσκεψη στις 5 Ιουλίου 2011. Πόσο μάλλον μετά που πληροφορήθηκε περί του συγκεκριμένου θέματος από τον Ταξίαρχο Θεοφάνους στις 6 Ιουλίου 2011.

 

25. Ένα άλλο θέμα στο οποίο παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντα για να εισηγηθεί την απουσία τεκμηρίωσης του αδικήματος της ανθρωποκτονίας ήταν το γεγονός ότι μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς η έλευση των ανδρών της πυροσβεστικής και η συνεννόηση που υπήρξε επιτόπου μεταξύ του Διοικητή του Ναυτικού Ιωαννίδη και του Λοχία της Πυροσβεστικής Παπαδόπουλου, που ανέλαβαν την ευθύνη χειρισμού, παρεμβαίνει και διακόπτει την αλυσίδα ευθύνης του εφεσείοντα. 

 

26. Η εισήγηση αυτή δεν ήταν ορθή. Το θέμα εδώ και η κατηγορία την οποία αντιμετώπισε ο εφεσείων, ήταν ότι παρέλειψε να λάβει μέτρα προς αποτροπή της έκρηξης.

 

27. Η έκρηξη προήλθε από το λανθασμένο τρόπο με τον οποίο είχε τοποθετηθεί το φορτίο, ιδιαιτέρως ο τρόπος στοιβάγματός του, [*999]η άφεσή του σε υπαίθριο χώρο για σχεδόν τρία χρόνια, περίοδο η οποία προκάλεσε την αλλοίωση του σταθεροποιητή της πυρίτιδας και ιδιαιτέρως την παράλειψη του εφεσείοντα να διατάξει τη μετακίνηση του συγκεκριμένου διογκωθέντος εμπορευματοκιβωτίου, στο οποίο είχε προκληθεί έκρηξη στις 4 Ιουλίου 2011.

 

28. Ήταν ορθή η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι, ο κίνδυνος θανάτου ήταν, μετά τα γεγονότα της 4ης με 6ης Ιουλίου 2011, αδιαμφισβήτητα ορατός.

 

29. Επίσης ορθή ήταν η κατάληξη ότι ενώ είχε τον έλεγχο και την ευθύνη ενός επικίνδυνου φορτίου με σαφείς προειδοποιήσεις περί της κορύφωσης του κινδύνου και ενώ ο ίδιος είχε ζητήσει την παράδοση της έκθεσης της Επιτροπής ημερ. 6 Ιουλίου 2011, η οποία ποτέ δεν έφθασε, ο ίδιος, όπως αναφέρει το Κακουργιοδικείο, έκλεισε τα μάτια στον κίνδυνο ελπίζοντας ότι δεν θα πραγματωνόταν.

 

30. Βαρύνουσα σημασία στην απόφαση του Κακουργιοδικείου είχε η πλήρης απραξία που υπέδειξε ο εφεσείων αφήνοντας το συγκεκριμένο φορτίο στην τύχη του.

 

Δέκατος τρίτος Λόγος έφεσης:

 

Παράβαση της αρχής της ισότητας - Η απουσία από το Κατηγορητήριο στρατιωτικών, όπως τον τότε Αρχηγό ΓΕΕΦ, και άλλων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Παραθέτοντας συγκεκριμένα γεγονότα, το Κακουργιοδικείο είχε επισημάνει ότι όσα λέχθηκαν για το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται τα γεγονότα της υπόθεσης δεν έγινε με σκοπό την απόδοση ποινικών ευθυνών σε πρόσωπα που δεν είναι κατηγορούμενοι.

 

2.  Συνεπώς δεν υπήρχαν περιθώρια επέμβασης με αποτέλεσμα και αυτός ο λόγος έφεσης να απορριφθεί.

 

Β. Υπό: Νικολάτου, Π., συμφωνούντος και του Ναθαναήλ, Δ.:

 

1.  Το πρώτο ζήτημα που θα απασχολούσε ήταν το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ο εφεσείων είχε, ως Υπουργός Άμυνας, τη φύλαξη του συγκεκριμένου φορτίου, δηλαδή των εμπορευματοκιβωτίων που περιείχαν την πυρίτιδα η οποία τελικά εξερράγη και [*1000]προκάλεσε τον όλεθρο και το θάνατο 13 ατόμων στις 11.7.2011.

 

2.  Από τις παραγράφους της πρωτόδικης απόφασης, στις οποίες παραπέμπει το πρωτόδικο δικαστήριο για να υποστηρίξει το εύρημα ότι, σύμφωνα με την ενώπιον του μαρτυρία, ήταν προφανές ότι τη φύλαξη του φορτίου χειριζόταν το Υπουργείο Άμυνας και μάλιστα με προσωπική εμπλοκή του Υπουργού, δεν φαίνεται να συνάγεται οποιοδήποτε τέτοιο συμπέρασμα. Κατά συνέπεια το προαναφερόμενο εύρημα του Κακουργιοδικείου δεν φαίνεται να υποστηρίζεται από μαρτυρία. 

 

3.  Στους περί Εθνικής Φρουράς Νόμους του 2011-2014 (Ν 19(Ι)/2011, όπως τροποποιήθηκε), στο Άρθρο 8 αναγράφονται οι εξουσίες του Υπουργού Άμυνας και στα Άρθρα 10 και 11 αναγράφονται οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Αρχηγού της Ε.Φ..    Σύμφωνα με το Άρθρο 8(1) ο Υπουργός Άμυνας έχει τη γενική εποπτεία της Ε.Φ. και εκδίδει προς αυτήν οδηγίες αναφορικά με την εκτέλεση αρμοδιοτήτων που είναι αναγκαίες για την άμυνα και το γενικό συμφέρον της Δημοκρατίας και εγκρίνει την οργανωτική δομή της Δύναμης. 

 

4.  Στο Άρθρο 8(3) αναγράφεται ότι ο Υπουργός ασκεί τις αρμοδιότητες του συνήθως μέσω του Αρχηγού και του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου του.

 

5.  Στο Άρθρο 11(1) του Νόμου αναγράφεται ότι ο Αρχηγός έχει τη διοίκηση, διεύθυνση και επίβλεψη της Δύναμης και είναι υπόλογος στον Υπουργό για την οργάνωση, εκπαίδευση, ετοιμότητα, πειθαρχία, τάξη και ασφάλεια στη Δύναμη και την εκτέλεση των οποιονδήποτε οδηγιών και κατευθύνσεων του δίνονται από τον Υπουργό, «καθώς και για κάθε υλικό που διατίθεται στη Δύναμη».

 

6.  Στην πρωτόδικη απόφαση αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι ήταν κοινώς παραδεκτό ότι το Υπουργείο Άμυνας παρέλαβε το φορτίο για φύλαξη, και ότι το θέμα του φορτίου το χειριζόταν το Υπουργείο Άμυνας.

 

7.  Όμως από τα όσα αναγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, δεν φαίνεται να είναι το Υπουργείο Άμυνας που παρέλαβε το φορτίο για φύλαξη, ούτε και φαίνεται να υπήρχε οποιαδήποτε προσωπική εμπλοκή του Υπουργού στο θέμα, αλλά φαίνεται ότι τη φύλαξη του φορτίου ανέλαβε η Ε.Φ. χωρίς όμως το φορτίο να ενσωματώνεται οργανωτικά στην Ε.Φ.

[*1001]8.    Από τα Άρθρα 8 και 11 του Ν 19(Ι)/2011 δεν φαίνεται ότι είναι ο Υπουργός Άμυνας που έχει την ευθύνη για τη φύλαξη υλικού στην Εθνική Φρουρά, αλλά ούτε και τη διοίκηση, διεύθυνση και επίβλεψη της Δύναμης. 

 

9.  Επομένως οι λόγοι έφεσης 2 και 3, τουλάχιστον, ευσταθούσαν.   Βάσιμος εκρίθη και ο συμπληρωματικός λόγος έφεσης 13, αναφορικά με το πρωτόδικο εύρημα ότι οι στρατιωτικοί είχαν τη φύλαξη του φορτίου, αλλά ότι για τη φύλαξη ευθύνεται ο εφεσείων Υπουργός Άμυνας.

 

10. Εντοπιζόταν αριθμός λαθών του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την υπαγωγή των γεγονότων της υπόθεσης στις σχετικές νομικές αρχές και για τη θεμελίωση του αδικήματος του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, για το οποίο, τελικά, καταδικάστηκε ο εφεσείων.

 

11. Το Άρθρο 225 του Ποινικού Κώδικα δεν περιλαμβανόταν στο κατηγορητήριο και δεν θα έπρεπε να είχε απασχολήσει το πρωτόδικο δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει το Άρθρο 225 δημιουργεί ευθύνη για τον έχοντα τη φύλαξη και τον έλεγχο επικίνδυνου αντικειμένου ενώ στην προκείμενη περίπτωση δεν προκύπτει από τη μαρτυρία ότι ο εφεσείων είχε τη φύλαξη και τον έλεγχο του επικίνδυνου φορτίου.

 

12. Η γενική εποπτεία της Ε.Φ., την οποία όντως είχε ο εφεσείων, ως Υπουργός Άμυνας, σύμφωνα με το προαναφερόμενο Άρθρο 8, δεν μπορεί, να καταλήγει, ουσιαστικά σε, εκ προστήσεως, ποινική ευθύνη, του Υπουργού για τις πράξεις ή παραλείψεις των υφισταμένων του, όπως συνάγεται, ότι θεώρησε το Κακουργιοδικείο πως ισχύει.

 

13. Ήταν λανθασμένη και η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εφαρμόσει τις αρχές της υπόθεσης Smith v. Ministry of Defence και στο ποινικό δίκαιο.

 

14. Το ίδιο λάθος, δηλαδή εφαρμογή των αρχών του αστικού δικαίου και στο ποινικό δίκαιο εντοπίζεται και στην πρωτόδικη αναφορά στο αδίκημα της δημόσιας οχληρίας, και οι οποίες εφαρμόστηκαν και στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων δυνάμει των Άρθρων 205 και 210 του Ποινικού Κώδικα.

 

15. Tο πρωτόδικο δικαστήριο φαίνεται να εκλαμβάνει τη μη, «αποτελεσματική», τήρηση των οδηγιών του εφεσείοντα, ως παράλειψη εκτέλεσης του καθήκοντος του. 

[*1002]16.  Tο πρωτόδικο δικαστήριο διέπραξε δύο λάθη. Πρώτον ως προς τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι έδωσε τέτοιες οδηγίες τον οποίο απέρριψε, εμμέσως και χωρίς αιτιολογία, και δεύτερον ως προς το κριτήριο της αμέλειας του εφεσείοντα το οποίο δεν έθεσε όπως θα έπρεπε, δηλαδή κατά πόσον αυτός έπραξε ως, εύλογα, όφειλε, αλλά το έθεσε στη βάση του επιπέδου της αυστηρής ευθύνης (strict liability), δηλαδή ως προς το κατά πόσον ο εφεσείων ήταν όντως «αποτελεσματικός» στην αποσόβηση του κινδύνου.

 

17. Ως προς το ζήτημα της εκούσιας ανάληψης ευθύνης (assumption of liability), στην οποία το πρωτόδικο δικαστήριο επίσης βασίστηκε για να βρει τον εφεσείοντα ένοχο, προέκυπτε ότι ο εφεσείων έδειξε πολλές φορές ότι ανησυχούσε για τους κινδύνους από την παρατεταμένη παραμονή των στοιβαγμένων εμπορευματοκιβωτίων στο ύπαιθρο αλλά και για την ανάφλεξη του ενός εμπορευματοκιβωτίου στις 4.7.2011. Συγκάλεσε και συσκέψεις για το θέμα αυτό.

 

18. Όμως η νομική του ευθύνη θα πρέπει να κριθεί στη βάση συγκεκριμένης πρόνοιας του ποινικού δικαίου, η οποία δημιουργεί  ποινικό αδίκημα, το οποίο θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε, σύμφωνα με την αρχή nullum crimen nulla poena sine lege.

 

19. Στην πραγματικότητα, το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα, θεώρησε τον Υπουργό Άμυνας ως «εργοδότη» των στρατιωτικών αλλά και των πυροσβεστών θυμάτων και του απέδωσε, εκ προστήσεως, ποινική ευθύνη για τις πράξεις άλλων και, μάλιστα, κρίνοντάς τον με κριτήριο αυστηρής ευθύνης (strict liability) και με γνώμονα όχι το τι έπραξε ή τι παρέλειψε να πράξει αλλά το τι εφαρμόστηκε, από τις οδηγίες του, στην πραγματικότητα.

 

20. Τον καταδίκασε, ουσιαστικά, όχι για τις παραλείψεις του, αλλά επειδή, παρά τον κίνδυνο, «δεν ελήφθη ποτέ κανένα μέτρο», δηλαδή εκ του αποτελέσματος.

 

21. Το ερώτημα που τίθετο προς απάντηση ήταν το κατά πόσον η συμπεριφορά του κατηγορούμενου ήταν τόσο μεμπτή, υπό το σύνολο των  περιστάσεων, ώστε να συνιστά ποινική πράξη ή παράλειψη (R. v. Adomako [1995] 1 A.C. 171).

 

22. Όσον αφορά το αδίκημα του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, για να υπάρξει καταδίκη θα πρέπει να αποδειχθεί αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη η οποία επιφέρει τον θάνατο. Η υπο[*1003]κειμενική υπόσταση του αδικήματος ικανοποιείται αν αποδειχθεί η απερισκεψία ή η αλόγιστη ή η επικίνδυνη πράξη (Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233).

 

23. Υπό τις περιστάσεις, δεν αποδείχθηκε η ενοχή του εφεσείοντα, ούτε δυνάμει του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, ούτε ακόμα και δυνάμει του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα. 

 

24. Η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα στην Ποινική Έφεση 159/13 θα απορριπτόταν δε, ως άνευ αντικειμένου

 

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίφθηκε.

 

Έφεση κατά της ποινής.

 

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος για παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 14-26) καθώς επίσης και για παραβίαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 118-130), του επεβλήθηκε όμως ποινή για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας (Άρθρο 205), ενώ για τα αδικήματα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης (Άρθρο 210) δεν του επεβλήθη οποιαδήποτε ποινή. Για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας του επεβλήθησαν ποινές άμεσης συντρέχουσας φυλάκισης πέντε ετών σε κάθε κατηγορία.

 

Παράλληλα με την έφεση του εφεσείοντα εναντίον της ποινής καταχωρήθηκε και έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα, η Έφεση με αρ. 159/2013, στα πλαίσια της οποίας ο τελευταίος διατύπωσε τη θέση ότι οι επιβληθείσες στον εφεσείοντα ποινές ήταν ανεπαρκείς.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε η κάτωθι κυρίως επιχειρηματολογία:

 

α)  Η ποινή ήταν υπερβολική αλλά και λανθασμένη λόγω σφάλματος αρχής (wrong in principle).

 

β)  Ο εφεσείων είναι πρόσωπο με αξιόλογη συνεισφορά του στα κοινά και στο μακρύ ιστορικό της προσωπικότητάς του.

 

γ)  Αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας, ως αποτέλεσμα των οποίων, αφού εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας από τα πολύ αρχικά στάδια της παρούσας υπόθεσης, έκτοτε εξακολουθεί να νοσηλεύεται.

 

δ)  Η επιβληθείσα πενταετής ποινή φυλάκισης αποτελεί απάνθρωπη μεταχείριση.

[*1004]Αποφασίστηκε ότι:

 

Υπό: Παμπαλλή Δ. συμφωνούντων και των Ερωτοκρίτου Δ., Πασχαλίδη Δ., Παναγή Δ., Παρπαρίνου Δ., Μιχαηλίδου Δ., Χριστοδούλου Δ., Λιάτσου Δ., Σταματίου Δ. και Γιασεμή Δ.:

 

1.  Την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα με αρ. 159/2013 πραγματεύεται ο Δικαστής Ερωτοκρίτου σε ξεχωριστή απόφασή του με την οποία εκφράστηκε συμφωνία.

 

2.  Δεν είναι απαραίτητο να επαναληφθεί η σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο εκρίθη ένοχος ο εφεσείων, ιδιαιτέρως έχοντας υπόψη ότι η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή είναι η δια βίου φυλάκιση.

 

3.  Από αυτό και μόνο αντικατοπτρίζεται η σοβαρότητα την οποία η πολιτεία ήθελε να προσδώσει στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας του συγκεκριμένου άρθρου.

 

4.  Ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Περιθώριο επέμβασης του Εφετείου σε επιβληθείσα ποινή υπάρχει όταν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή αποτελεί προϊόν σφάλματος αρχής.

 

5.  Ρόλος του Εφετείου δεν είναι να εκφράσει τη δική του υποκειμενική άποψη για την ποινή, αλλά μόνο να διαπιστώσει τυχόν έκδηλη υπερβολή.

 

6.  Όπως δε έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί, έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί όταν διαπιστώνεται πασιφανής έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του αδικήματος και της ποινής που επιβάλλεται και/ή όταν διαπιστώνεται ουσιώδης απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθέτησε η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

7.  Η υπερβολή, όπως υποδεικνύεται από τη νομολογία, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα όπως ο όρος «έκδηλη» υποδηλώνει.

 

8.  Με βάση τις  πιο πάνω αρχές, η ποινή που επεβλήθη στον εφεσείοντα, κρινόμενη υπό το φως των προσωπικών του περιστάσεων, αλλά και των συνθηκών κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα, ουδόλως συνιστούσε εκδήλως υπερβολική ποινή, έτσι ώστε να παρεχόταν περιθώριο επέμβασης.

 

9.  Αναφορικά με τη θέση του εφεσείοντα ότι η ποινή είναι προϊόν [*1005]σφάλματος αρχής, κάτι τέτοιο ουδόλως  τεκμηριώθηκε από τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου.

 

Η έφεση κατά της ποινής απορρίφθηκε.

 

Ποινικές Εφέσεις 154/2013 Ανδρέας Νικολάου ν. Δημοκρατίας, 156/2013 Χαράλαμπος Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, 145/2013 Ανδρέας Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας.

 

Λόγος έφεσης:

 

Οι εφεσείοντες δεν είχαν, κάτω υπό τας περιστάσεις της εξεταζόμενης υπόθεσης, καθήκον ενεργείας, όπως λανθασμένα, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι είχαν. 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό Παμπαλλή, Δ., συμφωνούντων και των Πασχαλίδη Δ. και Μιχαηλίδου Δ..

 

Β. Ως προς τον εφεσείοντα Ανδρέα Νικολάου στην έφεση 154/2013, με την απόφαση υπό Παμπαλλή, Δ., συμφώνησαν επίσης και οι Πασχαλίδης, Δ., Παρπαρίνος, Δ., Μιχαηλίδου Δ., και Γιασεμής Δ..

 

Γ. Ως προς τον εφεσείοντα Χαράλαμπο Χαραλάμπους στην έφεση 156/2013, με την απόφαση υπό Παμπαλλή, Δ., συμφώνησαν επίσης και οι Ερωτοκρίτου, Δ., Πασχαλίδης, Δ., Παναγή, Δ., Παρπαρίνος, Δ., Μιχαηλίδου, Δ., Χριστοδούλου, Δ., Λιάτσος, Δ., Σταματίου, Δ., και Γιασεμής, Δ..

 

Δ. Ως προς τον εφεσείοντα Ανδρέα Λοϊζίδη στην έφεση 145/2013 με την απόφαση υπό Παμπαλλή Δ. συμφώνησαν επίσης οι Πασχαλίδης, Δ., Παρπαρίνος, Δ., Μιχαηλίδου, Δ., Χριστοδούλου, Δ. και Γιασεμής, Δ..

 

1.  Τα γεγονότα που περιβάλλουν τις πιο πάνω τρεις εφέσεις, εκτίθενται στην αρχή της απόφασης και υιοθετήθηκαν.

 

2.  Το δε πραγματικό πλαίσιο μέσα από το οποίο εξετάστηκε η ποινική ευθύνη των εφεσειόντων, ήτοι Α. Νικολάου, εφεσείων στην ποινική έφεση 154/2013 (4ος κατηγορούμενος), Χ. Χαραλάμπους, εφεσείων στην ποινική έφεση 156/2013 (5ος κατηγορούμενος) και Α. Λοϊζίδης, εφεσείων στην ποινική έφεση 145/2013 (6ος κατηγο[*1006]ρούμενος), ήταν ενιαίο και η κατάληξη του Κακουργιοδικείου, επίσης έχει κοινή βάση, έτσι και οι τρεις εφέσεις εξετάστηκαν συγκεντρωτικά αλλά, και εξειδικευμένα, σε θέματα που ηγέρθησαν και δεν είναι κοινά.

 

3.  Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε ότι οι κατηγορούμενοι 4, 5 και 6 παρέβησαν το καθήκον επιμέλειας που είχαν, ιδιαιτέρως, μετά που είχαν γνώση για την ύπαρξη ενός τεραστίου κινδύνου και γνώριζαν ότι σε περίπτωση πυρκαγιάς οι άνδρες της Πυροσβεστικής και ειδικά τα μέλη της ΕΜΑΚ θα καλούντο για να ανταποκριθούν. Αποφάσισε ότι οι κατηγορούμενοι 4, 5 και 6 είχαν υποχρέωση να ενημερώσουν όλους τους υφιστάμενους πυροσβέστες και ειδικά τα μέλη της ΕΜΑΚ για τον κίνδυνο που θα είχαν να αντιμετωπίσουν αν καλούντο σε περίπτωση πυρκαγιάς στα εμπορευματοκιβώτια, αναφερόμενοι ειδικώς στην ανάγκη τήρησης κανόνων ασφαλείας μπροστά στα διλήμματα που θα είχαν να αντιμετωπίσουν.

 

4.  Ο 4ος κατηγορούμενος, όπως αποφάσισε το Κακουργιοδικείο, δεν έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες, ότι, όταν υπάρχει επεισόδιο στο οποίο ενυπάρχουν εκρηκτικές ύλες, οι άνδρες της Πυροσβεστικής πρέπει να τηρούν αποστάσεις ασφαλείας και να μην ασχολούνται με την κατάσβεση και τούτο γιατί, το πρώτο μέλημα είναι η ασφάλεια των πυροσβεστών.

 

5.  Αναφορικά με τον 5ον και 6ον κατηγορούμενο το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι, αυτοί δεν είχαν μόνο γνώση της επικινδυνότητας του φορτίου, ένεκα της επιθεώρησης, που έλαβαν μέρος, αλλά, και της σαφούς ενημέρωσης και γνώσης της υφιστάμενης κατάστασης όπως αυτή εξελισσόταν στις 11 Ιουλίου 2011. Γνώριζαν ότι ο τεράστιος όγκος πυρίτιδας, που είχαν τις προηγούμενες μέρες επιθεωρήσει, καιγόταν και ότι γίνονταν και εκρήξεις.

 

6.  Γνώριζαν ότι στη σκηνή βρίσκονταν οι στρατιωτικοί και οι πυροσβέστες και ειδικότερα ότι ο λοχίας Παπαδόπουλος θα προσπαθούσε να ενεργήσει κατάβρεξη των εμπορευματοκιβωτίων και δεν έδωσαν οδηγίες για την τήρηση των κανόνων ασφαλείας.

 

7.  Αν το έπρατταν τούτο, που ήταν ευχερές να γίνει έχοντας υπόψη ότι ήταν η μόνη, υπό τις περιστάσεις επιλογή, δεν θα επερχόταν το μοιραίο. Υπήρχε αντίληψη κινδύνου έκρηξης και εν γένει κινδύνου θανάτου και από τους τρεις κατηγορούμενους.

 

8.  Αυτή η παράλειψη προειδοποίησης των πυροσβεστών ήταν η αιτία να θεωρηθούν οι κατηγορούμενοι 4, 5 και 6 ένοχοι αμέλειας όχι εν [*1007]τη εννοία του άρθρου 205, αλλά ένοχοι αμέλειας εν τη εννοία του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα.

 

9.  To Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα έτυχε ερμηνείας στην υπόθεση Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233, όπου μεταξύ άλλων ελέχθη ότι «για να κριθεί τώρα κάποιος ένοχος πρέπει η πρόκληση θανάτου να οφειλόταν σε αλόγιστη (rash), απερίσκεπτη (reckless) ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά. Το άρθρο δεν καθορίζει κριτήρια ως προς το τι αποτελεί αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη και αφήνεται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει το νομοθέτημα με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης».

 

10. Προκύπτει από το περιεχόμενο και το λόγο της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Ζυπιτής ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 220 ότι, όταν ένας είναι ενήμερος μιας κατάστασης πραγμάτων, η οποία, αν αφεθεί να συνεχιστεί, εγκυμονεί κινδύνους για την ασφάλεια τρίτων, και αδιαφορήσει προς τούτο, καταδεικνύεται η αλόγιστη συμπεριφορά. 

 

11. Περαιτέρω, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η ύπαρξη γνώσης συνεπάγεται και ευθύνη υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να παραγνωρίζονται εμφανείς ή ορατοί κίνδυνοι, ιδιαιτέρως, όταν ένα πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να ενεργήσει αποτρεπτικά ή να λάβει μέτρα για εξουδετέρωση του κινδύνου.

 

12. Η ερμηνεία και η κρίση των εννοιών «αλόγιστο» ή «απερίσκεπτο» μιας συμπεριφοράς αντικρίζονται με βάση την κοινή λογική.

 

13. Ταυτοχρόνως, συμπεραίνεται ότι η νομική ευθύνη σε σχέση με το αδίκημα του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, δεν ενυπάρχει μόνο στο πρόσωπο που βρίσκεται κοντά στο συμβάν που προκαλεί θάνατο, αλλά και στα πρόσωπα που δύνανται να θεωρηθούν ως συνεργοί, ιδιαιτέρως λόγω θέσης, αρμοδιότητας ή καθήκοντος.

 

14. Έχοντας ως νομική αρχή ότι η ευθύνη κατάληξης ως προς τα πρωτογενή ευρήματα αξιοπιστίας ανήκουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο και λαμβάνοντας υπόψη ότι τα συγκεκριμένα ευρήματα συνάδουν με την ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία, το παράπονο των εφεσειόντων ως προς το θέμα της γνώσης κινδύνου έκρηξης, από τους 5ον και 6ον κατηγορούμενους δεν ευσταθεί.

 

15. Κατά την επιστροφή του 5ου κατηγορούμενου στη Λευκωσία, και συγκεκριμένα την επόμενη ημέρα, 7 Ιουλίου 2011, ο τελευταίος ενημέρωσε τον Διοικητή της Πυροσβεστικής, 4ον κατηγορούμενο, για [*1008]το τι είχε παρατηρηθεί κατά την αυτοψία και αποφασίστηκε στη σύσκεψη που ακολούθησε ως προς τα αναγκαία μέτρα που έπρεπε να ληφθούν και τα οποία θα προωθούντο προς το 2ον κατηγορούμενο.

 

16. Υπήρξε εισήγηση από τον  συνήγορο του 4ου κατηγορούμενου ότι, το εύρημα του Κακουργιοδικείου, περί πλήρους γνώσεως του πελάτη του για έκρηξη, δεν είναι ορθό, λαμβανομένου υπόψη ότι ο 5ος κατηγορούμενος είχε αναφέρει στο Κακουργιοδικείο ότι δεν μίλησε στη σύσκεψη με τον 4ον κατηγορούμενο για έκρηξη, παρά μόνο για πυρίτιδα, που όπως τον είχε διαβεβαιώσει ο Γεωργιάδης καίγεται και δεν εκρήγνυται.

 

17. Το Κακουργιοδικείο έδωσε επί τούτου ικανοποιητική εξήγηση γιατί κατέληξε στο συγκεκριμένο εύρημα και δεν υπήρχε λόγος επέμβασης. Οι πειστικοί λόγοι που οδήγησαν το Κακουργιοδικείο σ’ αυτό το εύρημα, έχουν άμεση σχέση με τη μαρτυρία που έδωσε ο Σ/χης Γεωργιάδης, σε συνδυασμό και με την ανάλυση που έγινε στο υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό. Αναφορά σε έκταση στο θέμα έγινε στην έφεση 155/2013.

 

18. Ήταν εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι, μέχρι την ημέρα αναχώρησης του 4ου κατηγορούμενου από την Κύπρο, που έγινε στις 8 Ιουλίου 2011, δεν είχαν ενημερωθεί τα μέλη του πυροσβεστικού σώματος ή τα μέλη της ΕΜΑΚ, για το θέμα του φορτίου που βρισκόταν στη ΝΒΕΦ. Παράλληλα, δεν δόθηκαν οδηγίες για εκπόνηση σχεδίου δράσης, σε περίπτωση επανάληψης πυρκαγιάς στο συγκεκριμένο χώρο, ούτε ο ίδιος ο 4ος κατηγορούμενος ετοίμασε σχέδιο δράσης επί του προκειμένου.

 

19. Το Κακουργιοδικείο δέχτηκε ότι υπάρχει η ευθύνη διαχείρισης μιας πυρκαγιάς ή ενός επεισοδίου από τον αξιωματικό επιτόπου, πλην, όμως, η συνεννόηση και η ενημέρωση ανώτερου αξιωματικού για τα επιτόπου ευρήματα ήταν και σύνηθες και επιβαλλόμενο, ιδιαιτέρως σε μια, όπως χαρακτηρίστηκε, η παρούσα μοναδική, υπόθεση.

 

20. Αποτέλεσε εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ποτέ δεν ξαναπαρουσιάστηκε περίπτωση αντιμετώπισης περιστατικού εκρήξεως πυρκαγιάς σε πυρομαχικά και δει σε τόση μεγάλη έκταση και δεν χωρούσε λόγος επέμβασης.

 

21. Αναφορικά με το παράπονο που εκδηλώθηκε ότι η όποια επέμβαση στο ρόλο του εν ενεργεία αξιωματικού, θα ήταν αντίθετη με το Άρθρο 51(3) του περί Αστυνομίας Νόμου, ήταν επίσης αβάσιμη.

[*1009]22.  Το Κακουργιοδικείο θεώρησε και ορθώς, ότι ο επιτόπου αξιωματικός διαχειρίζεται την ενώπιον του κρίση αναλόγως των δυνατοτήτων που προσφέρονται με τα μέσα που έχει στην κατοχή του, ασχολείται δηλαδή με το διαχειριστικό μέρος.

 

23. Δεν μπορεί, όμως, να αποκλειστεί η παροχή βοήθειας με πληροφόρηση από ανώτερο κλιμάκιο ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης του περιστατικού, όταν ιδιαιτέρως το ανώτερο αυτό κλιμάκιο ή αξιωματικός είχαν γνώση του περιεχομένου, όπως στην προκείμενη περίπτωση, των εμπορευματοκιβωτίων και της πιθανότητας έκρηξης, λαμβανομένης, ιδιαιτέρως, υπόψη της γνώσης που οι 5ος και 6ος κατηγορούμενος είχαν, λίγες μέρες πριν από την 11 Ιουλίου 2011.

 

Λόγος έφεσης:

 

Δεν υπήρχε σχέση εγγύτητας και ούτε καθήκον των κατηγορουμένων προς τους πυροσβέστες. Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ως προς την έννοια του «εργοδότη με το καθήκον επιμέλειας έναντι των εργαζομένων».

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το Κακουργιοδικείο έκαμε αναφορά στην υπόθεση White a.ο. v. Chief Constable of South Yorkshire Police a.ο. [1998] 3 W.L.R. 1509 (HL) óόπου αποφασίστηκε ότι το καθήκον επιμέλειας, που είχε ο Αρχηγός της Αστυνομίας έναντι των μελών της Δύναμης, ήταν ανάλογο με το καθήκον εργοδότη, με έμφαση στο καθήκον να μεριμνά για την ασφάλεια των αστυνομικών και να λαμβάνει τα ευλόγως αναγκαία μέτρα για την ασφάλεια τους.

 

2.  Δεν ήταν ορθή η εισήγηση των συνηγόρων ότι η αντιστοιχία με την υπό εξέταση υπόθεση ήταν εσφαλμένη. Υπήρχε, και βάσιμα αποδόθηκε καθήκον επιμέλειας στους 4, 5 και 6 κατηγορούμενους, εχόντων όχι μόνο καθήκον έναντι των πυροσβεστών εργοδοτουμένων αλλά και όσων λογικά αναμένετο να ευρίσκονταν στη ναυτική βάση και όσων άλλων ευρίσκονταν σε σχέση εγγύτητας.

 

3.  Το καθήκον που είχε ο 4ος κατηγορούμενος λόγω εγγύτητας προς τους πυροσβέστες εδράζεται στο γεγονός ότι, από τη στιγμή που του είχε γνωστοποιηθεί στις 5 Ιουλίου 2011, η ύπαρξη του διογκωθέντος εμπορευματοκιβωτίου με πυρίτιδα, ενός εκ των 98 εμπορευματοκιβωτίων που ήταν τοποθετημένα στη ΝΒΕΦ, και κατέστη πλήρως ενήμερος στις 7 Ιουλίου 2011 ότι υπήρξε έκρηξη, όφειλε να προβεί σε έκδοση οδηγιών, ως προς τα μέτρα ασφαλείας, ήτοι την τήρηση [*1010]αποστάσεως ασφαλείας και αποφυγή προσπάθειας κατάσβεσης. Κάτι που έπραξε, όπως επισημαίνει το Κακουργιοδικείο, μετά την έκρηξη και συγκεκριμένα στις 17 Ιουλίου 2011.

 

4.  Η αποτυχία του να πράξει αυτό συνιστούσε σφάλμα δυνάμενο αφ’ εαυτού να στοιχειοθετήσει επικίνδυνη πράξη. Εφαρμόζονται εδώ κατ’ αναλογία τα όσα λέχθηκαν στην R. v. Gosney [1971] 55 Cr. App. R. 502 που υιοθετήθηκε στη Σάββα ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115, 124, αναφορικά με την έννοια του σφάλματος που αρκεί για την στοιχειοθέτηση της επικίνδυνης οδήγησης.

 

5.  Το σφάλμα δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επικίνδυνης κατάστασης. Είναι αρκετό αν, βλέποντάς το λογικά, αποτελεί μια αιτία.

 

6.  Ο 5ος κατηγορούμενος, ανέλαβε ως Αναπληρωτής Διευθυντής της Πυροσβεστικής, τη διοίκηση του σώματος, από την αναχώρηση του Διευθυντή για το εξωτερικό στις 8 Ιουλίου 2011. Δεν εξέδωσε καμιά οδηγία αναφορικά με τον τρόπο αντιμετώπισης πιθανού επεισοδίου πυρκαγιάς με εκρηκτικά. Ούτε έδωσε οδηγίες για την ετοιμασία σχεδίου δράσης. 

 

7.  Ούτε ο 6ος κατηγορούμενος ενήργησε με οποιοδήποτε τρόπο για να ενημερώσει τους άνδρες της ΕΜΑΚ, ενώ όπως δέχτηκε το Κακουργιοδικείο, είχε αναφέρει σ’ άλλο αξιωματικό της ΕΜΑΚ, μετά την αυτοψία στη ΝΒΕΦ, ότι, αν εκραγούν (τα εμπορευματοκιβώτια) «θα μας βρουν στη Λάρνακα». Συναφώς η αντίληψη κινδύνου έχει, όπως ορθώς αποφασίστηκε, πρωτοδίκως αποδειχτεί.

 

8.  Υπήρξε πλήρης απραξία, και ακολουθούν τα γεγονότα της 11ης Ιουλίου, 2011. Ο 5ος και 6ος κατηγορούμενος πληροφορήθηκαν και έσπευσαν στη σκηνή. Η ποινική ευθύνη ενυπάρχει όταν υφίσταται καθήκον ενεργείας. 

 

9.  Το θέμα της εύλογης προβλεψιμότητας αναφύεται ως το επόμενο ζήτημα επί του οποίου εδράζεται το καθήκον επιμέλειας. Τούτο κρίνεται κατά τρόπο αντικειμενικό, και κατά πόσο ήταν δίκαιο και εύλογο υπό τις περιστάσεις να αναληφθεί ενέργεια αποτροπής του κινδύνου θανάτου. Το ζήτημα της εγγύτητας επίσης χρήζει εξέτασης.

 

10. Η πιθανότητα να κληθούν οι άνδρες της ΕΜΑΚ για να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενο νέο επεισόδιο στη ΝΒΕΦ ήταν βέβαιο, καθότι [*1011]η βάση βρισκόταν στη ζώνη δράσης του συγκεκριμένου σταθμού. 

 

11. Παράλληλα ήταν έκδηλα προβλεπτό ότι σε περίπτωση νέου επεισοδίου πυρκαγιάς θα επηρεάζονταν και οι στρατιώτες της Βάσης.  Επομένως ορθώς το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο εύρημα ότι οι 4ος, 5ος και 6ος κατηγορούμενοι είχαν καθήκον να εκδώσουν οδηγίες για αντιμετώπιση αναλόγου επεισοδίου, πράγμα που παρέλειψαν να κάνουν.

 

12. Ήταν λογικό και εύλογο να το πράξουν; Αυτό το ερώτημα απαντήθηκε από το Κακουργιοδικείο σε συνδυασμό με την παράλειψη των 5ου και 6ου κατηγορουμένων να δώσουν οδηγίες στο λοχία Παπαδόπουλο να απομακρυνθεί με τους υπόλοιπους πυροσβέστες από τη σκηνή σε απόσταση ασφαλείας.

 

13. Ήταν ορθή προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ότι ούτε οι πρόνοιες του σχεδίου ERGO αλλά ούτε το Άρθρο 51(3) του περί Αστυνομίας Νόμου, αποκλείουν την επέμβαση ανώτερου αξιωματικού, όταν γνωρίζει, όπως στην προκείμενη περίπτωση την επικινδυνότητα του συγκεκριμένου φορτίου, με πυρίτιδα, την προηγηθείσα, λίγες ημέρες προηγουμένως, έκρηξη που οφείλετο στην παρατεταμένη άφεση του τεράστιου φορτίου πυρίτιδας στο ύπαιθρο και την αλλοίωση, αποσταθεροποίηση και αποσύνθεση της πυρίτιδας που προκάλεσε τη δημιουργία αερίων και αυτανάφλεξη.

 

14. Επίσης γνώριζαν την μοναδικότητα της περίπτωσης αφού ποτέ προηγουμένως η πυροσβεστική δεν κλήθηκε να αντιμετωπίσει τέτοιο περιστατικό.

 

15. Ειδικώς επί τούτου υπήρξε εισήγηση ότι ελλείπει το στοιχείο της ευθύνης του 6ου κατηγορούμενου ενόψει του γεγονότος ότι ο Λοχίας Παπαδόπουλος ενήργησε σύμφωνα με τις πρόνοιες του ERGO και αποδείχθηκε, ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ήταν λανθασμένη.

 

16. Εδώ ενυπάρχει η αναγκαιότητα προβολής του δικαίου και του ευλόγου καθήκοντος που είχαν επωμισθεί οι κατηγορούμενοι 5 και 6 επί του προκειμένου, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες συνθήκες της περίπτωσης. Η Πυροσβεστική αποτελεί ένα σημαντικό μέρος των δυνάμεων ασφαλείας του κράτους. Ως οργανωμένο σύνολο ενεργεί με επικρατούσα πειθαρχία.

 

17. Κλήθηκε ο λοχίας Παπαδόπουλος ως ο κατ’ εξοχήν πειθαρχημέ[*1012]νος και έμπειρος πυροσβέστης να ηγηθεί μιας αποστολής πυρόσβεσης. Δεν ήταν δίκαιο και εύλογο να προειδοποιηθεί για την επικινδυνότητα του τεράστιου φορτίου πυρίτιδας με την προϊστορία της έκρηξης κατ’ αρχήν, με βάση μια γενική οδηγία, περί απομάκρυνσης; Εδώ έγκειται και η ευθύνη του 4ου κατηγορούμενου.

 

18. Οι 5ος και 6ος κατηγορούμενοι δεν ήταν δίκαιο και εύλογο να εκδώσουν, ο μεν 5ος ως Αναπληρωτής Διευθυντής μια ανάλογη οδηγία μεταξύ 8-11 Ιουλίου, ή ο δε 6ος κατηγορούμενος ως Διοικητής της ΕΜΑΚ;

 

19. Στη συνέχεια συνειδητοποιούν ότι το κλιμάκιο με δυο βυτιοφόρα και άλλο βυτιοφόρο του στρατού βρίσκονται στη Βάση και τα εμπορευματοκιβώτια καίγονται, γίνονται εκρήξεις, ήταν δίκαιο και εύλογο να δώσουν προφορικές οδηγίες στον Λοχία Παπαδόπουλο να απομακρυνθεί ο ίδιος, τα πληρώματα και όλοι οι άλλοι από τη σκηνή, σε απόσταση ασφαλείας. Ο 6ος κατηγορούμενος δεν αντέδρασε, ο δε 5ος άκουσε τον Λοχία Παπαδόπουλο να λέει ότι θα επιχειρήσει κατάσβεση. Ούτε τότε αντέδρασε και να αποτρέψει αυτή την ενέργεια του Λοχία Παπαδόπουλου να προχωρήσει στην προσπάθεια κατάσβεσης.

 

20. Τα συμπεράσματα αυτά του Κακουργιοδικείου είναι ορθά και δεν υπήρχε περιθώριο διαφοροποίησης. Η παράλειψη του 5ου και 6ου κατηγορούμενου επί του προκειμένου είναι έκδηλη. 

 

21. Η άφεση του φορτίου χωρίς οποιοδήποτε έλεγχο και συντήρηση για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ήταν η βάση ευθύνης του 2ου κατηγορούμενου. Η έκρηξη στις 4 Ιουλίου 2011 δεν ήταν παρά μόνο η τελευταία προειδοποίηση που αγνοήθηκε παντελώς από όλους.

 

24. Ορθώς το Κακουργιοδικείο, δεν το θεώρησε, ως σχετική εισήγηση της έφεσης, ως άλλο συμβάν, την εκδηλωθείσα πυρκαγιά της 11ης Ιουλίου 2011, αφού, εν πάση περιπτώσει, υπήρχε μαρτυρία ότι η πυρκαγιά εκδηλώθηκε αρχικώς στο διογκωθέν εμπορευματοκιβώτιο και στη συνέχεια επεκτάθηκε στα υπόλοιπα. Τα δυο επιστημονικώς συνδέονται. Η αλλοίωση της πυρίτιδας, η αποσύνθεση της, η αυτανάφλεξη.

 

Λόγος έφεσης:

 

Ποινικό Δίκαιο – Αιτιώδης συνάφεια - Παρεμβαίνοντα γεγονότα.

Η μεσολάβηση των ενεργειών των Ιωαννίδη ως Διοικητή του [*1013]Ναυτικού και Λοχία Παπαδόπουλου, θα έπρεπε να κριθούν ως παρεμβαίνοντα γεγονότα ώστε πλέον η αιτία θανάτου να μην ήτο δίκαιο να αποδοθεί στον 6ον κατηγορούμενο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ορθώς αποφασίστηκε πρωτοδίκως, ότι οι ενέργειες των κατηγορουμένων θα έπρεπε να αποτελούν ενεργό και ουσιαστική αιτία θανάτου, ανεξαρτήτως εάν είναι η μόνη αιτία θανάτου.

 

2.  Παράλληλα, ορθώς κρίθηκε ότι οι Ιωαννίδης και λοχίας Παπαδόπουλος ενήργησαν και αξιολόγησαν την κατάσταση υπό το φως της αγωνίας και των διλημμάτων της προστασίας του σημαντικού φορτίου που εναποτέθηκε στη ΝΒΕΦ δίπλα από το βασικό ηλεκτροπαραγωγό σταθμό της Κύπρου.

 

3.  Το ερώτημα που έθεσε το Κακουργιοδικείο και απάντησε θετικά, ότι, ανεξαρτήτως των ενεργειών των θυμάτων, οι παραλείψεις των κατηγορουμένων έμειναν  ενεργές και ουσιαστικές αιτίες θανάτου, είναι ορθό.

 

4.  Αν ο 4ος κατηγορούμενος μετά που έλαβε γνώση του κινδύνου θανάτου που εγκυμονούσε το συγκεκριμένο φορτίο εξέδιδε τις κατάλληλες οδηγίες για απομάκρυνση αντί πυρόσβεση, οι πυροσβέστες θα απέφευγαν να προσεγγίσουν και θα διατασσόταν η εκκένωση του στρατοπέδου, θα διακόπτετο η πορεία προς το μοιραίο.

 

5.  Το ίδιο θα συνέβαινε αν οι 5ος και 6ος κατηγορούμενοι όντως γνώστες της προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων, και έχοντες ενεργή επικοινωνία με το λοχία Παπαδόπουλο, κατά την προσπάθεια πυρόσβεσης, έδιδαν οδηγίες απομάκρυνσης, ο θάνατος θα αποφεύγετο.

 

Η πιο πάνω απόφαση αποτελεί απόφαση πλειοψηφίας μόνο σε ότι αφορά τον εφεσείοντα στην έφεση 156/2013.

 

Εφέσεις κατά της ποινής.

 

Με τις εφέσεις υποστηρίχθηκε ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν ήταν εσφαλμένες καθότι ήταν έκδηλα υπερβολικές ή προϊόν εφαρμογής εσφαλμένης αρχής.

 

Αποφασίστηκε ότι:

[*1014]1.    Σε σχέση με τον εφεσείοντα Νικολάου και ενόψει της αθώωσής του από την πλειοψηφία, το θέμα καθίστατο ακαδημαϊκό, και δε θα απασχολούσε.

 

2.  Έχει ήδη γίνει αναφορά στο πλαίσιο συζήτησης της ποινικής έφεσης 155/2013 αναφορικά με τις αρχές οι οποίες διέπουν, επί του προκειμένου, τον τρόπο άσκησης της εφετειακής εξουσίας για διαφοροποίηση των επιβληθεισών ποινών.

 

3.  Υιοθετήθηκε επίσης το σκεπτικό της απόφασης του Δικαστή Ερωτοκρίτου στο πλαίσιο των ποινικών εφέσεων 157/2013, 158/2013 και 159/2013.

 

4.  Δεν διαπιστωνόταν να υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα αρχής και ούτε υπήρχε οποιοδήποτε περιθώριο παρέμβασής στη βάση ότι οι ποινές ήταν έκδηλα υπερβολικές.

 

5.  Αντιθέτως, το Κακουργιοδικείο, στάθμισε κάθε σχετικό με την επιμέτρηση της ποινής παράγοντα και πρόσδωσε σ’ αυτό τη δέουσα βαρύτητα.

 

6.  Ο εφεσείων Λοϊζίδης προσθέτως εισηγείται ότι, εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο δεν άσκησε τη διακριτική του εξουσία υπέρ της αναστολής της ποινής.

 

7.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για αναστολή της επιβληθείσας ποινής.

 

Οι εφέσεις 156/2013 και 145/2013 απορρίφθησαν.

 

Ποινικές Εφέσεις 154/2013 και 160/2013.

 

Ο εφεσείων Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας κατά τον ουσιώδη χρόνο, καταδικάστηκε σε 13 κατηγορίες, τις κατηγορίες 144-156, για πρόκληση θανάτου των 13 θυμάτων, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα. Του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης 2 ετών. Με την έφεση του αμφισβητεί την ορθότητα τόσο της καταδίκης, όσο και της ποινής.

 

Με την έφεση 160/2013 ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβήτησε την επάρκεια της επιβληθείσας ποινής.

 

Η έφεση 154/2013 στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:

[*1015]α)   Ήταν νομικά εσφαλμένη η απόφαση του Κακουργιοδικείου να κρίνει τον εφεσείοντα ένοχο του αδικήματος του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα. Η καταδίκη του εφεσείοντα δεν στηρίχθηκε στην προσαχθείσα μαρτυρία.

 

β)  Ήταν εσφαλμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα περί ύπαρξης καθήκοντος ενέργειας εκ μέρους του εφεσείοντα.

 

γ)  Ήταν αυθαίρετη και εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

δ)  Έγινε εσφαλμένη εξομοίωση της ευθύνης των κατηγορουμένων 4, 5 και 6, σε αντίθεση με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και τις νομικές αρχές που ισχύουν.

 

ε)  Ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράλειψης που αποδιδόταν στον εφεσείοντα και του θανάτου των 13 θυμάτων. Υπήρξε διακοπή της αιτιώδους συνάφειας λόγω παρείσφρησης άλλου ουσιώδους συμβάντος (novus actus interveniens).

 

στ) Ήταν εσφαλμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο 4ος κατηγορούμενος-εφεσείων είχε αντίληψη κινδύνου θανάτου στις 6.7.2011 ή και στις 7.7.2011.

 

ζ)  Ήταν εσφαλμένη ενέργεια του πρωτόδικου δικαστηρίου να τροποποιήσει μονομερώς το κατηγορητήριο, δυνάμει του Άρθρου 85(1) της Ποινικής Δικονομίας, χωρίς να δώσει προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης στον εφεσείοντα.

 

η)  Υπήρξε εσφαλμένη επιβολή ποινής καθότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν διαφοροποίησε το βαθμό ποινικής ευθύνης και τον ρόλο του εφεσείοντα, από τους άλλους συγκατηγορούμενους του. Αυτό κατέληξε σε αδικαιολόγητη ανισότητα. 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Υπό Νικολάτου Π., συμφωνούντων και των Ερωτοκρίτου Δ., Ναθαναήλ Δ., Παναγή Δ., Χριστοδούλου Δ., Λιάτσου Δ., και Σταματίου Δ.:

 

1.  Τα σχετικά γεγονότα, σε λεπτομέρεια, φαίνονται στην απόφαση του Παμπαλλή, Δ. και τα οποία υιοθετούνται εκτός όπου έρχονται σε αντίθεση με την παρούσα απόφαση.

 

2.  Εν πρώτοις θα έπρεπε να επισημανθεί ότι ο εφεσείων-4ος κατηγο[*1016]ρούμενος, στις 7.7.2011 πήρε άδεια από την εργασία του ως Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και στις 8.7.2011 μετέβη στο εξωτερικό, επανερχόμενος στην Κύπρο μετά τα τραγικά γεγονότα της 11.7.2011.

 

3.  Όμως, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι αυτός είχε καθήκον ενέργειας, ότι παρέβη το καθήκον του μη δίνοντας τις απαραίτητες οδηγίες στους υφισταμένους του, μέχρι τις 7.7.2011 και ότι παρόλα τα όσα συνέβησαν από 8.7.2011 μέχρι 11.7.2011 υπήρχε η απαραίτητη αιτιώδης συνάφεια, μεταξύ των παραλείψεων του εφεσείοντα και της πρόκλησης θανάτου στα 13 θύματα.

 

4.  Ο εφεσείων είχε ενημερωθεί για την επιτόπια εξέταση που έγινε στις 6.7.2011. Δεν είχε επισκεφθεί ο ίδιος, επί τόπου, τα εμπορευματοκιβώτια και δεν έλαβε μέρος στη σύσκεψη που ακολούθησε στις 6.7.2011, έτυχε όμως ενημέρωσης από τον κατηγορούμενο 5.

 

5.  Όπως παρατηρεί το Κακουργιοδικείο ο εφεσείων-κατηγορούμενος 4 δέχθηκε ότι γνώριζε πως επρόκειτο για εμπορευματοκιβώτια με πυρίτιδα, τοποθετημένα σε στοιβάδα. Γνώριζε, ακόμα, ότι στο ένα εμπορευματοκιβώτιο υπήρξε ανάφλεξη και πυρκαγιά, στις 4.7.2011, ότι προκλήθηκαν αέρια και πίεση, ότι το εμπορευματοκιβώτιο διογκώθηκε, ότι δημιουργήθηκε σχισμή, άνοιξαν οι πόρτες με εκτόνωση αερίων και ότι το εμπορευματοκιβώτιο μετακινήθηκε από τη θέση του.

 

6.  Γνώριζε επίσης ότι έξω από το εμπορευματοκιβώτιο υπήρχε καμένη πυρίτιδα και καμένο ξύλο. Με αυτά τα στοιχεία υπόψιν, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο εφεσείων, ως Αρχηγός της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Κύπρου, είχε όλα τα δεδομένα ενώπιον του για να αντιληφθεί ότι υπήρχε κίνδυνος ζωής, εφόσον επρόκειτο για τεράστιο όγκο πυρίτιδων εντός ενός στρατοπέδου και μάλιστα εντός της Ναυτικής Βάσης της χώρας.

 

7.  Εφόσον ο εφεσείων είχε τέτοιαν αντίληψη, ο κίνδυνος ήταν έκδηλος, κανένας δεν μπορούσε να γνωρίζει πότε θα ελάμβανε χώραν ένα νέο επεισόδιο, άρα είχε αντίληψη της αμεσότητας ενός πραγματικού κινδύνου ζωής.

 

8.  Παρά ταύτα, ο 4ος κατηγορούμενος-εφεσείων, ο οποίος, υπό τις περιστάσεις, είχε καθήκον να ενημερώσει τα Μέλη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, δεν τα ενημέρωσε, δεν ετοίμασε ούτε έδωσε οδηγίες για ετοιμασία σχεδίου για τον τρόπο ενέργειας των Μελών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας σε περίπτωση που θα καλούνταν να ανταπο[*1017]κριθούν σε επεισόδιο πυρκαγιάς στα εμπορευματοκιβώτια.

 

9.  Η συνήθης πρακτική που, εν πάση περιπτώσει, ίσχυε, αναφορικά με την πυροπροστασία στρατοπέδων, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία, σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο. Το ζήτημα κρίνεται υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, ανέφερε.

 

10. Και υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και σύμφωνα με τη μαρτυρία των Μ.Κ. Τράγκολα και Ιατρόπουλου, για τον συγκεκριμένο κίνδυνο, δεν θα έπρεπε να αποκλείεται και η ενημέρωση του προσωπικού με ad hoc οδηγίες.

 

11. Το γεγονός ότι, μετά την καταστροφή της 11.7.2011, ο εφεσείων έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες, το Κακουργιοδικείο φαίνεται να το καταλόγισε εις βάρος του.

 

12. Το Κακουργιοδικείο προβαίνει σε εκτενή ανάλυση των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των Άρθρων 205 και 210.

 

13. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της ανθρωποκτονίας εκ παραλείψεως του Άρθρου 205(2) και της αλόγιστης πράξης κλπ. του Άρθρου 210 είναι ότι η πρώτη περίπτωση ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια ενώ η συμπεριφορά που καθίσταται αξιόποινη, με βάση το Άρθρο 210, δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια. Είναι, ουσιαστικά, ελαφρύτερου βαθμού από την υπαίτια αμέλεια.

  

14. Η αμέλεια του Άρθρου 205 συνίσταται σε υπαίτια αμέλεια. Το Άρθρο 210 συντελείται με αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια και βέβαια που δεν περιλαμβάνει πρόθεση πρόκλησης θανάτου. Ο Ποινικός Κώδικας επομένως αναγνωρίζει βαθμούς υπαιτιότητας, κλιμακωτά, όπως και το κοινοδίκαιο.

 

15. Στην Αγγλία, καθοριστική, επί του θέματος, είναι η απόφαση R. v. Adomako [1994] 3 All E.R. 79, HL. 

 

16. Με βάση τα πιο πάνω προέκυπτε ότι παρά την απουσία του εφεσείοντα-κατηγορούμενου 4 από τη σκηνή των γεγονότων που οδήγησαν στην τραγωδία της 11.7.2011 το πρωτόδικο δικαστήριο δεν φαίνεται να διαφοροποιεί τη θέση και την ευθύνη του από τους κατηγορούμενους 5 και 6, οι οποίοι ήταν παρόντες.

 

17. Καταλογίζει και στους τρεις, χωρίς διάκριση, νομική και ηθική ευθύνη να ενημερώσουν τους υφιστάμενους τους, πυροσβέστες, και [*1018]ειδικά τα μέλη της ΕΜΑΚ, για τον κίνδυνο που θα είχαν να αντιμετωπίσουν, εάν εκαλούντο να παράσχουν τις υπηρεσίες τους, σε περίπτωση πυρκαγιάς στα εμπορευματοκιβώτια και να τους εφιστήσουν την προσοχή τους στην ανάγκη να τηρηθούν οι κανόνες ασφαλείας μπροστά στα φανερά διλήμματα που θα είχαν να αντιμετωπίσουν. Όφειλαν να είχαν δώσει, ως πάγια οδηγία, κατά την κρίση του, εκείνη που έδωσε ο εφεσείων μετά την καταστροφή.

 

18. Αναφορικά με την αιτιώδη συνάφεια δεν γίνεται και πάλι οποιαδήποτε διαφοροποίηση μεταξύ του κατηγορούμενου 4-εφεσείοντα και των κατηγορούμενων 5 και 6.

 

19. Θα έπρεπε να είχε γίνει διαφοροποίηση της θέσης του εφεσείοντα-κατηγορούμενου 4 από τους υπόλοιπους κατηγορούμενους 5 και 6, εξαιτίας του γεγονότος ότι, ο εφεσείων, από τις 7.7.2011 δεν είχε οποιαδήποτε ενημέρωση ή εμπλοκή στα γεγονότα που οδήγησαν στο θάνατο.

 

20. Μέχρι τις 5.7.2011 που δέχθηκε το τηλεφώνημα του Γ.Δ. ΥΠΑΜ, κ. Μαλεκκίδη, ο κατηγορούμενος 4 δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τα εμπορευματοκιβώτια.

 

21. Η ανάμιξη του περιορίζετο στο αίτημα Μαλεκκίδη, όπως παρευρεθεί κάποιος εκ μέρους της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας στην επιτόπια εξέταση που θα γινόταν την επόμενη μέρα στο Μαρί σε σχέση με τη διόγκωση ενός εμπορευματοκιβωτίου. Λόγω της επικείμενης προγραμματισμένης άδειας του στο εξωτερικό, ζήτησε από το Βοηθό του, κατηγορούμενο 5, να αναλάβει εκείνος την υπόθεση και να παρευρεθεί στη σύσκεψη.

 

22. Βέβαια, την επομένη, 6.7.2011, ο εφεσείων, κατηγορούμενος 4, στα πλαίσια της τακτικής πρωϊνής σύσκεψης των ανώτερων στελεχών της Πυροσβεστικής, είχε ενημέρωση από τον κατηγορούμενο 5 ότι σε ένα εμπορευματοκιβώτιο υπήρξε ανάφλεξη, διόγκωση, αέρια και πυρκαγιά.

 

23. Από εκείνη την ενημέρωση και μόνο, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο εφεσείων θα έπρεπε, από τότε, να είχε δώσει προειδοποιητικές οδηγίες στους υφισταμένους του, τα Μέλη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και της ΕΜΑΚ, τι θα έπρεπε να πράξουν, σε περίπτωση που γινόταν έκρηξη όπως έγινε στις 11.7.2011 και αυτοί καλούνταν να κατασβέσουν τη φωτιά.

 

24. Και τούτο παρά την ύπαρξη πάγιων οδηγιών πυρασφάλειας των [*1019]στρατοπέδων και κατ’ επέκταση και της Ναυτικής Βάσης, που κάλυπταν αυτό το ενδεχόμενο.

 

25. Δεν ήταν ορθή αυτή η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου και δεν μπορούσε να υπάρξει κατάληξη στο συμπέρασμα που οδηγήθηκε το Κακουργιοδικείο ότι, με τα όσα γνώριζε ο εφεσείων μέχρι τις 7.7.2011, είχε αντίληψη έστω και δυνατότητας πρόκλησης θανάτου και ότι, παρά την ανάθεση της υπόθεσης στον κατηγορούμενο 5, ο οποίος ήταν Υποδιευθυντής της Πυροσβεστικής, όφειλε να είχε δώσει τις προαναφερόμενες, ad hoc οδηγίες, παρά την ύπαρξη, μάλιστα, πάγιων οδηγιών, επί του θέματος.

 

26. Οι μάρτυρες κατηγορίας Τράγκολας και Ιατρόπουλος ανέφεραν ότι κάτι τέτοιο δεν αποκλείετο, όχι ότι ήταν απαραίτητο.

 

27. Περαιτέρω, ο εφεσείων, θεωρήθηκε ως «εργοδότης» των πυροσβεστών αλλά και των στρατιωτικών που έχασαν τη ζωή τους, ενώ δεν βρισκόταν καν επί τόπου στις 11.7.2011 αλλά ήταν με άδεια στο εξωτερικό. Δεν ήταν ορθή ούτε αυτή η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ότι δημιουργήθηκε τέτοιο καθήκον το οποίο παρέβηκε.

 

Η Ποινική Έφεση 154/13, ως προς την καταδίκη επιτράπηκε. Ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από όλες τις κατηγορίες.

 

Ενόψει της κατάληξης παρήλκε η εξέταση των υπολοίπων θεμάτων.

 

Υπό τις περιστάσεις, η Ποινική Έφεση 154/13 εναντίον της ποινής και η αντίστοιχη έφεση του Γενικού Εισαγγελέα στην Ποινική Έφεση 160/13 κατέστησαν άνευ αντικειμένου και απορρίφθηκαν.

 

Ποινικές Εφέσεις 156/2013, 158/2013 και 161/2013.

 

Με την έφεση υπ’ αρ. 156/13 ο εφεσείων, Αναπληρωτής Διευθυντής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας κατά τον ουσιώδη χρόνο, προσέβαλε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με την καταδίκη του, με 7 λόγους έφεσης και την ορθότητα της ποινής με 1 λόγο έφεσης. Ως προς την ποινή προέβαλε ότι αυτή, υπό τις περιστάσεις, ήταν καταφανώς και εκδήλως υπερβολική αλλά και λανθασμένη.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με την έφεση υπ’ αρ. 158/13 αμφισβήτησε την ποινή των 2 ετών φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο ως έκδηλα ανεπαρκή, ενώ με την έφεση 161/2013 αμφισβήτησε να τον αθωώσει για το αδίκημα της ανθρω[*1020]ποκτονίας με βάση το Άρθρο 205 του Ποινικού Κώδικα

 

Η έφεση 156/2013 στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Η δίκη δεν ήταν δίκαιη. Επηρεάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη εξαιτίας εκτεταμένης δυσμενούς αρθρογραφίας στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, η οποία καθιστούσε, εκ προοιμίου, τον εφεσείοντα, υπαίτιο του θανάτου των 13 θυμάτων.

 

β)  Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ο εφεσείων είχε αντίληψη άμεσου κινδύνου έκρηξης και θανάτου, ήταν εσφαλμένο διότι ο Συνταγματάρχης Γεώργιος Γεωργιάδης, όχι μόνο προς τον εφεσείοντα αλλά και σε άλλους, δεν αποδεχόταν την ύπαρξη κινδύνου έκρηξης και γενικά ήταν καθησυχαστικός ακόμα και όταν προέκυψε το ζήτημα της διόγκωσης του εμπορευματοκιβωτίου.

 

γ)  Λανθασμένο ήταν και το πρωτόδικο εύρημα, αναφορικά με την ύπαρξη καθήκοντος ενέργειας εκ μέρους του εφεσείοντος.

 

δ)  Η πρωτόδικη απόφαση ήταν λανθασμένη αναφορικά και με την επίρριψη ευθύνης εις τον εφεσείοντα για την παράλειψη του να δώσει οδηγίες για την εκκένωση του χώρου της Ναυτικής Βάσης, στις 11.7.2011, όταν πληροφορήθηκε την έναρξη της πυρκαγιάς και ενώ ο ίδιος βρισκόταν ακόμη καθοδόν προς τη Ναυτική Βάση για να αναλάβει τη διαχείριση του επεισοδίου. 

 

ε)  Η απόδοση ευθύνης στον εφεσείοντα οφείλεται εις πλάνη περί το νόμο, εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

στ) Το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια που συνέδεε τις παραλείψεις του εφεσείοντα με την έκρηξη και τα αποτελέσματα της, ήταν εσφαλμένο ως επίσης και το πρωτόδικο εύρημα ότι την όλη ευθύνη δεν την είχαν οι στρατιωτικοί, από τις 12.10.2009.   

 

ζ)  Ήταν εσφαλμένη και η απαγόρευση, εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου, της παρουσίασης της μαρτυρίας του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής Πολυβίου. 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Υπό: Νικολάτου, Π., συμφωνούντος και του Ναθαναήλ, Δ.:

 

1.  Υιοθετήθηκαν τα γεγονότα όπως εμφαίνονται στην απόφαση υπό [*1021]Παμπαλλή, Δ. εκτός όπου έρχονται σε αντίθεση με την παρούσα απόφαση.

 

2.  Ο εφεσείων-κατηγορούμενος 5 κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο και καταδικάστηκε για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα στις κατηγορίες 157-169 και στις κατηγορίες 170-182 και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης 2 ετών.

 

3.  Το πρωί της 6ης Ιουλίου 2011 ομάδα, η οποία συστάθηκε με τη συμμετοχή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, στην οποία μετείχε ο εφεσείων και ο 6ος κατηγορούμενος που ήταν ο Βοηθός Διευθυντής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και ο Διοικητής της ΕΜΑΚ, αντίστοιχα, μετέβησαν στη Ναυτική Βάση όπου ενημερώθηκαν για το ιστορικό και το περιεχόμενο του φορτίου και πραγματοποίησαν επιτόπια επιθεώρηση. Εκεί διαπιστώθηκε ότι η διόγκωση του ενός εμπορευματοκιβωτίου οφειλόταν σε έκρηξη εντός του.

 

4.  Στις 11.7.2011 έγιναν αντιληπτές σπίθες φωτιάς από το χώρο των εμπορευματοκιβωτίων και αμέσως μετά τη διαπίστωση της φωτιάς ενημερώθηκε η Πυροσβεστική Υπηρεσία. Δύο πυροσβεστικά οχήματα με έξι μέλη της ΕΜΑΚ έφθασαν στη Ναυτική Βάση.

 

5.  Ενημερώθηκε η ηγεσία της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, δηλαδή ο εφεσείων ως Αναπληρωτής Διευθυντής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας (ο Διευθυντής-κατηγορούμενος 4 αναχώρησε στο εξωτερικό στις 8.7.2011 με άδεια) και ο 6ος κατηγορούμενος ως Διοικητής της ΕΜΑΚ, οι οποίοι και επικοινώνησαν τηλεφωνικώς με τον Λοχία Παπαδόπουλο όταν ο τελευταίος έφθασε στη Ναυτική Βάση.

 

6.  Στις 5.48 της 11.7.2011 έγινε η μεγάλη έκρηξη στο χώρο των εμπορευματοκιβωτίων με συνέπεια το θάνατο 13 ανθρώπων, τον τραυματισμό άλλων 68 και την πρόκληση μεγάλων καταστροφών.

 

7.  Καταλογίστηκε στον εφεσείοντα (και τον κατηγορούμενο 6) ότι από τις 6.7.2011, που είχαν ενεργό συμμετοχή στο όλο θέμα, παρέλειψαν να ενημερώσουν τα μέλη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας επίσημα και δη της ΕΜΑΚ, για τον όγκο και το περιεχόμενο του φορτίου, την επικινδυνότητα του και τον ορατό κίνδυνο έκρηξης, παρόλο που γνώριζαν ότι, σε περίπτωση κλήσης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για ανταπόκριση στη Ναυτική Βάση στο Μαρί, η ΕΜΑΚ Κοφίνου θα αναλάμβανε δράση.

[*1022]8.    Επιπρόσθετα, όταν στις 11.7.2011 ενημερώθηκαν για τη φωτιά στο φορτίο με τις πυρίτιδες και ότι στη σκηνή μετέβαιναν μέλη της Υπηρεσίας /τους, κανείς από τους δύο (εφεσείων και κατηγορούμενος 6) δεν έδωσαν, έγκαιρα, οδηγίες για την απομάκρυνση όλων των προσώπων που βρίσκονταν κοντά στο χώρο των εμπορευματοκιβωτίων.

 

9.  Με την έφεση του ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα καταδικάστηκε στις  προαναφερόμενες κατηγορίες, με βάση το Άρθρο 210 και ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν υπερβολική.

 

10. Το Κακουργιοδικείο, μεταξύ άλλων διαπιστώνει ότι αυτοί, στις 6.7.2011, είχαν ιδίαν γνώση των περιστάσεων. Αναφορικά με την παράλειψη, το Κακουργιοδικείο ορθά αναφέρει ότι αυτή είναι ποινικά κολάσιμη όταν υπάρχει καθήκον ενέργειας.

 

11. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της ανθρωποκτονίας εκ παραλείψεως του Άρθρου 205(2) και της αλόγιστης πράξης κλπ. του Άρθρου 210 είναι ότι η πρώτη περίπτωση ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια ενώ η συμπεριφορά που καθίσταται αξιόποινη, με βάση το Άρθρο 210, δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια. Είναι, ουσιαστικά, ελαφρύτερου βαθμού από την υπαίτια αμέλεια.

 

12. Προκύπτει από τη νομολογία ότι στην Κύπρο, υπάρχει διαφοροποίηση στην υποκειμενική υπόσταση των δύο αδικημάτων. Όταν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ο κίνδυνος θανάτου ήταν μια δυνατότητα τότε η περίπτωση εμπίπτει στην αλόγιστη πράξη του Άρθρου 210, όταν όμως ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ο κίνδυνος αποτελούσε πραγματική δυνατότητα τότε η περίπτωση εμπίπτει στην έννοια της υπαίτιας αμέλειας του Άρθρου 205.

 

13. Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδίδει στον εφεσείοντα αντίληψη κινδύνου θανάτου από τις 6.7.2011, όταν πραγματοποιήθηκε η επιτόπια έρευνα στα εμπορευματοκιβώτια. Υπό τις περιστάσεις, λέγει το Κακουργιοδικείο, δεν μπορεί παρά οι κατηγορούμενοι 5 και 6 να είχαν αντίληψη πως υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος ζωής.

 

14. Δεν ήταν ορθή η πιο πάνω κρίση. Στις 6.7.2011 δεν μπορούσε να καταλογιστεί αντίληψη άμεσου κινδύνου θανάτου στον εφεσείοντα (και στον κατηγορούμενο 6). Υπήρχε ένας, εν δυνάμει, κίνδυνος αλλά δεν ήταν άμεσος κίνδυνος θανάτου.

 

15. Ούτε και ήταν ορθό ότι αναμένετο ότι ο εφεσείων όφειλε να είχε [*1023]δώσει οδηγίες και σχέδιο δράσης στους πυροσβέστες στις 6.7.2011 ή αργότερα για να καλύψει την περίπτωση που καλούντο για κατάσβεση πυρκαγιάς, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, όταν η πυρκαγιά θα συνοδεύετο και από εκρήξεις πυρίτιδας.

 

16. Τέτοιο ενδεχόμενο καλύπτετο από τις πάγιες οδηγίες πυρασφάλειας που ίσχυαν στη Ναυτική Βάση (Πάγια Διαταγή 6-12/2007 (τεκμήριο 59) και την Αστυνομική Διάταξη Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Αύξων αρ. 1, τεκμήριο 143.7).

 

17. Ο άμεσος κίνδυνος θανάτου δημιουργήθηκε και ήταν αντιληπτός για όσους βρίσκονταν εκεί, τις πρωϊνές ώρες της 11.7.2011, δηλαδή από τη στιγμή που άρχισαν οι εκρήξεις, γύρω στις 4 το πρωί.  Ο εφεσείων ως Αναπληρωτής Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, που ασκούσε χρέη Διευθυντή λόγω της απουσίας στο εξωτερικό, με άδεια, του Διευθυντή, κατηγορούμενου 4, κλήθηκε να παρουσιαστεί στη σκηνή του επεισοδίου, πλην όμως τη στιγμή της φονικής έκρηξης αυτός δεν είχε φθάσει στη Ναυτική Βάση αλλά ακόμη βρισκόταν καθοδόν, στην περιοχή Ζυγίου.

 

18. Η ερμηνεία του Άρθρου 51(3) του περί Αστυνομίας Νόμου, η οποία δόθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν είναι ορθή. Η προαναφερόμενη πρόνοια προνοεί ότι, σε περίπτωση επεισοδίου κατάσβεσης πυρκαγιάς, την ευθύνη έχει το επί τόπου, αρχαιότερο  μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.

 

19. Το επί τόπου αρχαιότερο μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, στις 11.7.2011 όταν επεσυνέβη η φονική έκρηξη, ήταν ο αποβιώσας Λοχίας Πυροσβεστικής Παπαδόπουλος, ο οποίος μάλιστα είχε διατάξει τα δύο οχήματα της Πυροσβεστικής να προσεγγίσουν τα φλεγόμενα εμπορευματοκιβώτια και να επιχειρήσουν κατάσβεση της πυρκαγιάς.

 

20. Υπό τις περιστάσεις δεν μπορούσε να επιρρίπτεται ευθύνη στον εφεσείοντα, ο οποίος δεν βρισκόταν στη σκηνή του επεισοδίου κατά τη φονική έκρηξη, όταν μάλιστα το επί τόπου αρχαιότερο μέλος που ανέλαβε να χειριστεί την κατάσταση, έδωσε οδηγίες που ήταν εσφαλμένες.

 

21. Δεν μπορεί να αναμένεται από ένα αξιωματικό ή τον διευθυντή της Πυροσβεστικής να δίνει οδηγίες από τηλεφώνου και εκ του μακρόθεν, κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 51(3) του σχετικού νόμου. Το Άρθρο 51(3) ίσχυε, στην προκείμενη περίπτωση, διότι οι πυροσβέστες κλήθηκαν για κατάσβεση πυρκαγιάς, έστω [*1024]και αν, στη συνέχεια, έγιναν οι φονικές εκρήξεις. 

 

22. Δεν μπορούσε, να ευσταθούσε καταδίκη του εφεσείοντα η οποία βασίζεται σε παράλειψη του να πράξει κάτι που είναι αντίθετο με το Νόμο.

 

23. Τόσο η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον της ποινής όσο και η έφεση του εφεσείοντα εναντίον της ποινής καθίστανται άνευ αντικειμένου.

 

Ποινικές Εφέσεις  145/2013, 157/2013 και 163/2013.

 

Ο εφεσείων-κατηγορούμενος 6, Ανδρέας Λοϊζίδης, κρίθηκε ένοχος, από το Κακουργιοδικείο, στις κατηγορίες 183-195 και στις κατηγορίες 196-208 για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 ετών. Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα τόσο της καταδίκης, όσο και της ποινής του, με την έφεση του 145/13 και ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβήτησε την ορθότητα της ποινής, με την έφεση του 157/13. Με την έφεση δε 163/2013 αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου να αθωώσει τον Ανδρέα Λοϊζίδη από το αδίκημα της ανθρωποκτονίας με βάση το 205.

 

Με την έφεση του ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι λανθασμένα καταδικάστηκε στις 26 προαναφερόμενες κατηγορίες, με βάση το Άρθρο 210. Προέβαλε ακόμη, ότι το Κακουργιοδικείο άκουσε μαρτυρία από εξωγενείς παράγοντες. Εισηγήθηκε επίσης αναφορικά με την επιβληθείσα ποινή ότι ήταν υπερβολική και ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποφάσισε την αναστολή της.

 

Αποφασίστηκε υπό: Νικολάτου, Π., συμφωνούντος και του Ναθαναήλ, Δ.:

 

1.  Τα σχετικά γεγονότα φαίνονται στην απόφαση του Παμπαλλή, Δ., και τα οποία υιοθετήθηκαν εκτός όπου τελούσαν σε αντίθεση με την παρούσα απόφαση.

 

2.  Οι κατηγορίες εναντίον του εφεσείοντα ήταν ότι, ενώ ως Διοικητής της ΕΜΑΚ, είχε καθήκον διαφύλαξης της ασφάλειας του προσωπικού και των παρευρισκομένων στη Ναυτική Βάση και πλησίον αυτής, σε περίπτωση κλήσης της ΕΜΑΚ για ανταπόκριση στη Ναυτική Βάση και ενώ γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει για τον κίνδυνο έκρηξης των 98 εμπορευματοκιβωτίων, παρά[*1025]λειψε μεταξύ της 6ης και της 11ης Ιουλίου 2011 να ενεργήσει ώστε να είναι ενήμερα τα μέλη της ΕΜΑΚ για τον κίνδυνο έκρηξης των εμπορευματοκιβωτίων, με αποτέλεσμα την έκρηξη και το θάνατο 13 προσώπων.

 

3.  Επιπρόσθετα στον εφεσείοντα (όπως και στον 5ο κατηγορούμενο) αποδιδόταν ότι, υπό τις περιστάσεις, παρέλειψε να δώσει οδηγίες για να απομακρυνθούν όλα τα πρόσωπα από το χώρο των εμπορευματοκιβωτίων σε απόσταση ασφάλειας από αυτά, με αποτέλεσμα την έκρηξη και το θάνατο των 13 προσώπων.

 

4.  Καταλογίστηκε στον εφεσείοντα (και τον κατηγορούμενο 5) ότι από τις 6.7.2011, που είχαν ενεργό συμμετοχή στο όλο θέμα, παρέλειψαν να ενημερώσουν τα μέλη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας επίσημα και δη της ΕΜΑΚ, για τον όγκο και το περιεχόμενο του φορτίου, την επικινδυνότητα του και τον ορατό κίνδυνο έκρηξης, παρόλο που γνώριζαν ότι, σε περίπτωση κλήσης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για ανταπόκριση στη Ναυτική Βάση στο Μαρί, η ΕΜΑΚ Κοφίνου θα αναλάμβανε δράση.

 

5.  Επιπρόσθετα, όταν στις 11.7.2011 ενημερώθηκαν για τη φωτιά στο φορτίο με τις πυρίτιδες και ότι στη σκηνή μετέβαιναν μέλη της Υπηρεσίας τους, κανείς από τους δύο (εφεσείων και κατηγορούμενος 5) δεν έδωσαν, έγκαιρα, οδηγίες για την απομάκρυνση όλων των προσώπων που βρίσκονταν κοντά στο χώρο των εμπορευματοκιβωτίων.

 

6.  Το Κακουργιοδικείο, στους κατηγορούμενους 5 και 6 και διαπιστώνει ότι αυτοί, στις 6.7.2011, είχαν ιδίαν γνώση των περιστάσεων. Είχαν σχηματίσει την αντίληψη πως έγινε έκρηξη στο ένα εμπορευματοκιβώτιο. Ισχυρίστηκαν ότι οι ανησυχίες τους αυτές διασκεδάστηκαν και ακόμη εξαφανίστηκαν μετά από τις διαβεβαιώσεις, περί του αντιθέτου, του Συνταγματάρχη Γεώργιου Γεωργιάδη.

 

7.  Αυτή τους η εκδοχή απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο, το οποίο συμπέρανε ότι οι δύο κατηγορούμενοι είχαν αντίληψη πως υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος ζωής. Το Κακουργιοδικείο συμπεραίνει ότι ο κίνδυνος ήταν έκδηλος. Κανένας δεν μπορούσε να γνωρίζει πότε θα ελάμβανε χώρα ένα νέο επεισόδιο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αντίληψη του κινδύνου δεν περιλάμβανε την αντίληψη άμεσου κινδύνου. Επομένως ο εφεσείων και οι κατηγορούμενοι 4 και 5 «είχαν αντίληψη της αμεσότητας ενός πραγματικού κινδύνου ζωής».

[*1026]8.    Το καίριο ερώτημα που τίθετο αναφορικά με την καταδίκη του εφεσείοντα είναι αν αυτός ορθά ή λανθασμένα καταδικάστηκε για τις προαναφερόμενες κατηγορίες με βάση το Άρθρο 210. 

 

9.  Ο δεύτερος λόγος έφεσης ο οποίος αφορούσε στην εισήγηση αναφορικά με μαρτυρία από εξωγενείς παράγοντες, δεν ήταν βάσιμος.  Δεν υπάρχει, οπουδήποτε στην απόφαση, κάτι που να δείχνει ότι το Κακουργιοδικείο επηρεάστηκε από εξωγενείς παράγοντες.

 

10. Επομένως τελούσε υπό εξέταση μόνο ο πρώτος λόγος έφεσης. Το Κακουργιοδικείο κάνει αναφορά στο Άρθρο 51(3) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν 73(Ι)/2004) στο οποίο διαλαμβάνεται ότι αποκλειστική ευθύνη και έλεγχο σε σχέση με επιχείρηση για κατάσβεση πυρκαγιάς, έχει το ιεραρχικά αρχαιότερο, παρόν, μέλος της υπηρεσίας.

 

11. Ερμήνευσε την προαναφερόμενη πρόνοια, αναφορικά με «επιχειρήσεις για την κατάσβεση της πυρκαγιάς», ως πρόνοια που εφαρμόζεται σε επιχειρησιακές πράξεις διαχείρισης πυρκαγιάς, από πρακτικής απόψεως. Δηλαδή, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, η πρόνοια αφορά σε τέτοιες καταστάσεις όπου, το επί τόπου ιεραρχικά αρχαιότερο μέλος, διευθύνει μια περίπτωση κατάσβεσης πυρκαγιάς.

 

12. «Εν προκειμένω, η κατάσβεση ήταν απαγορευμένη ως θανάσιμα επικίνδυνη». Θεώρησε επομένως, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ο εφεσείων και ο κατηγορούμενος 5, (ο οποίος αναπληρούσε τον Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας (κατηγορούμενο 4), και επομένως ήταν ιεραρχικά ανώτερος του εφεσείοντα-κατηγορούμενου 6), δεν μπορούσαν να ισχυρίζονται ότι δεν είχαν καθήκον να δώσουν οδηγίες να μην επιχειρηθεί κατάσβεση, επειδή η απαγορευμένη επιχείρηση κατάσβεσης ενέπιπτε στην αποκλειστική αρμοδιότητα άλλου, προφανώς του αποβιώσαντος Λοχία Παπαδόπουλου, ο οποίος ήταν ο επί τόπου υπεύθυνος.

 

13. Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, η πρόνοια του Άρθρου 51(3) θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως, της, εκ του Συντάγματος, υποχρέωσης διασφάλισης της ανθρώπινης ζωής ως του ύψιστου αγαθού. Αν το Άρθρο 51(3) ερμηνευόταν, όπως εισηγήθηκαν ο εφεσείων και ο κατηγορούμενος 5, αυτό θα σήμαινε ότι οι κατηγορούμενοι 5 και 6 δεν όφειλαν να σώσουν τις ζωές των πυροσβεστών και των συνανθρώπων τους, επειδή τους απαγορευόταν από το Άρθρο 51(3), «και ότι αντί της ανθρώπινης ζωής όφειλαν να σεβαστούν την αρμοδιότητα του Παπαδόπουλου».

[*1027]14.  Στη συνέχεια, το Κακουργιοδικείο, διατυπώνει τη θέση ότι «εάν στοιχειοθετείται καθήκον επιμέλειας τούτο δεν εξουδετερώνεται λόγω του Άρθρου 51(3)». «Το καθήκον που είχαν οι κατηγορούμενοι 5 και 6 ήταν να βεβαιωθούν ότι ο Παπαδόπουλος είχε τηρήσει τους κανόνες και τις αποστάσεις ασφαλείας και αν διαπίστωναν ότι δεν έπραξε τούτο, να του δώσουν εκείνοι οδηγίες και να διατάξουν την εφαρμογή των κανόνων ασφαλείας, γνωρίζοντας ότι ήταν η μόνη επιλογή. Δεν το έπραξαν».

 

15. Το Κακουργιοδικείο αναφορικά με το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας εντόπισε σοβαρή παράλειψη εκ μέρους του εφεσείοντα και των κατηγορουμένων 4 και 5, καθότι αυτοί άφησαν τον Λοχία Παπαδόπουλο αντιμέτωπο με τα προαναφερόμενα σοβαρά διλήμματα, χωρίς να τον καθοδηγήσουν.

 

16. Η παράλειψη τους να δώσουν συγκεκριμένες οδηγίες, παρέμεινε ενεργός και ουσιαστική αιτία της πρόκλησης του θανάτου των θυμάτων. Η παράλειψη του εφεσείοντα και των κατηγορουμένων 4 και 5 ήταν ακόμη σοβαρότερη σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο  επειδή αυτοί ήταν οι εργοδότες των πυροσβεστών και η παράλειψη τους συνίστατο στο ότι, παρόλο ότι δεν ήταν εκείνοι που δημιούργησαν τον κίνδυνο, μπορούσαν και όφειλαν να είχαν δώσει τις, ευλόγως απαιτούμενες προειδοποιήσεις και οδηγίες προς αποσόβηση του κινδύνου, αλλά δεν το έπραξαν.

 

17. Και τούτο παρά το ότι ήταν ευλόγως προβλεπτό, για τον εφεσείοντα, ότι σε περίπτωση πυρκαγιάς στα εμπορευματοκιβώτια οι πυροσβέστες θα βρίσκονταν ενώπιον κρίσης και διλημμάτων.

 

18. Ο εφεσείων γνώριζε επίσης ότι οι πυροσβέστες που θα ανταποκρίνονταν σε ενδεχόμενο επεισόδιο δεν θα είχαν υπόψιν τους ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, αλλά ο επικεφαλής τους θα ήταν αναγκασμένος, χωρίς μάλιστα οποιαδήποτε εκ των προτέρων ενημέρωση, να λάβει αποφάσεις επιτόπου, υπό τις αγωνιώδεις συνθήκες ενός πρωτοφανούς επεισοδίου.

 

19. Εξετάζοντας τα Άρθρα 205 και 210 του Ποινικού Κώδικα, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αμέλεια που επέδειξε ο εφεσείων εμπίπτει στην έννοια της βαρείας αμέλειας.

 

20. Η αμέλεια του ήταν τέτοιου βαθμού ώστε το πραγματικό θέμα προς συζήτηση να ήταν, το κατά πόσον, αυτή εντάσσεται στις περιπτώσεις του Άρθρου 210 ή στις περιπτώσεις του Άρθρου 205.   Με βάση το σύνολο της σχετικής μαρτυρίας, το Κακουργιοδικείο, [*1028]κατέληξε ότι, σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο 2, ο εφεσείων και οι κατηγορούμενοι 4 και 5 είχαν αντίληψη ενός πραγματικού κινδύνου θανάτου αλλά δεν είχαν ευθύνη για τη φύλαξη του φορτίου.

 

21. Επίσης δεν είχαν μακρά εμπλοκή με το πρόβλημα ούτε και προηγούμενη ενημέρωση. Η δική τους ευθύνη δεν ήταν πρωτογενής, υπό την έννοια ότι διατηρούσαν οι ίδιοι την επικίνδυνη κατάσταση. Η ευθύνη τους έγκειτο στο ότι παρέλειψαν να χειριστούν, ως όφειλαν, την επικίνδυνη κατάσταση.

 

22. Το Κακουργιοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι έδωσε συμβουλή, αλλά όχι οδηγία, στο Λοχία Παπαδόπουλο να μείνουν οι πυροσβέστες μακριά από τα εμπορευματοκιβώτια, μέχρι να φθάσει ο ίδιος ο εφεσείων, στο σημείο της έκρηξης «γιατί το  μπαρούτι δεν έχει εμπιστοσύνη». Ο εφεσείων είχε προβάλει τον προαναφερόμενο ισχυρισμό, ο οποίος κρίθηκε ως αναξιόπιστος.

 

23. Περαιτέρω το Κακουργιοδικείο εξετάζει τη νομική πτυχή των Άρθρων 205(2) και 210 του Ποινικού Κώδικα. Η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του Άρθρου 210 συνίσταται στην πράξη πρόκλησης θανάτου άλλου προσώπου και η υποκειμενική υπόστασή του σε αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνης συμπεριφορά.

 

24. Αναφορικά με την παράλειψη, το Κακουργιοδικείο ορθά αναφέρει ότι αυτή είναι ποινικά κολάσιμη όταν υπάρχει καθήκον ενέργειας.

 

25. Στην Κύπρο, υπάρχει διαφοροποίηση στην υποκειμενική υπόσταση των δύο αδικημάτων. Όταν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ο κίνδυνος θανάτου ήταν μια δυνατότητα τότε η περίπτωση εμπίπτει στην αλόγιστη πράξη του Άρθρου 210, όταν όμως ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ο κίνδυνος αποτελούσε πραγματική δυνατότητα τότε η περίπτωση εμπίπτει στην έννοια της υπαίτιας αμέλειας του Άρθρου 205.

 

26. Στην προκείμενη περίπτωση έχουμε τον εφεσείοντα, Διευθυντή της ΕΜΑΚ, και υφιστάμενο του κατηγορούμενου 5, Αναπληρωτή Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, να βρίσκεται στην Πύλη της Ναυτικής Βάσης, στη σκηνή του επεισοδίου, κατά τα λεπτά που προηγήθηκαν της δραματικής έκρηξης, στα εμπορευματοκιβώτια με την πυρίτιδα, στη Ναυτική Βάση. Ο εφεσείων, κατευθυνόταν προς τα εμπορευματοκιβώτια όταν έγινε η έκρηξη, και τραυματίστηκε από αυτήν.

[*1029]27.  Έχουμε επίσης παρόντες τον αποβιώσαντα πλοίαρχο Ιωαννίδη, που ήταν ο Διοικητής του Ναυτικού και τον αποβιώσαντα Λοχία Παπαδόπουλο, ο οποίος ήταν ο, επί τόπου, αρχαιότερος και ως εκ τούτου υπεύθυνος των πυροσβεστών που κλήθηκαν και έτρεξαν στη σκηνή με σκοπό την κατάσβεση της πυρκαγιάς που είχε προκληθεί στα εμπορευματοκιβώτια.

 

28. Ο Ιωαννίδης έδωσε οδηγίες σε κάποιους στρατιωτικούς να αποχωρήσουν, αλλά δεν έδωσε οδηγίες αποχώρησης σε όλους. Ο Λοχίας Παπαδόπουλος έδωσε οδηγίες στα πυροσβεστικά οχήματα να πλησιάσουν τα εμπορευματοκιβώτια και να προσπαθήσουν να κατασβέσουν τη φωτιά. Ο εφεσείων δεν ακύρωσε τις οδηγίες του Παπαδόπουλου ή έδωσε άλλες οδηγίες ή σχέδιο δράσης στους πυροσβέστες. Υπήρχαν, όμως, οι πάγιες οδηγίες πυρασφάλειας που ίσχυαν στη Ναυτική Βάση, οι οποίες όμως δεν ακολουθήθηκαν.

 

29. Ο εφεσείων δεν μπορούσε να θεωρηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο ως εργοδότης των στρατιωτικών που έχασαν τη ζωή τους. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το προαναφερόμενο Άρθρο 51(3) είναι το, επί τόπου, αρχαιότερο μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας που έχει την ευθύνη να δίνει διαταγές σε περιπτώσεις που η Πυροσβεστική Υπηρεσία καλείται για να κατασβέσει πυρκαγιά.

 

30. Στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε πυρκαγιά και στη συνέχεια έκρηξη, αλλά οι πυροσβέστες κλήθηκαν για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, επομένως ίσχυε το Άρθρο 51(3). 

  

31. Η απόφαση White a.o. v. Chief Constable of South Yorkshire Police [1998] 3 W.L.R., 1509, HL θέτει την αστική ευθύνη, στον Αρχηγό της Αστυνομίας, ως εργοδότη των αστυνομικών, για την ασφάλεια των υφισταμένων του. Ο εφεσείων δεν ήταν ο Αρχηγός ή ο Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.

 

32. Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν μπορούσε να θεωρηθεί ούτε και ως ο εργοδότης των πυροσβεστών που κλήθηκαν στη σκηνή για να παράσχουν τις υπηρεσίες τους και επομένως δεν μπορούσε να έχει ευθύνη και καθήκον επιμέλειας και φροντίδας έναντι αυτών.

 

33. Δεν ήταν ούτε και το, επί τόπου, αρχαιότερο μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, εφόσον μόλις είχε φθάσει στη Βάση και κατευθυνόταν προς τη σκηνή. Επομένως δεν είχε καθήκον και ευθύνη να δώσει διαταγές ή οδηγίες και ή να ακυρώσει τις προηγούμενες οδηγίες που είχε ήδη δώσει ο Λοχίας Παπαδόπουλος, στη σκηνή [*1030]της πυρκαγιάς-έκρηξης, στην αγωνία της στιγμής.

 

34. Υπό τις περιστάσεις, ο εφεσείων δεν είχε καθήκον ενέργειας και επομένως δεν μπορούσε να αποδίδεται σ’ αυτόν παράλειψη εκτέλεσης του καθήκοντος του και επομένως ούτε και ποινική ευθύνη για τις συνέπειες τέτοιας παράλειψης.

 

35. Υπό τις περιστάσεις, η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα στην Ποινική Έφεση 157/13 θα απορριπτόταν ως άνευ αντικειμένου, όπως και η Ποινική Έφεση 163/13.

 

Ποινική Έφεση 145/2013.

 

Αποφασίστηκε υπό Παναγή, Δ., συμφωνούντων και των Ερωτοκρίτου Δ., Α. Λιάτσου Δ., Σταματίου Δ.:

 

1.  Υπήρχε συμφωνία με την κατάληξη της απόφασης που εκφωνήθηκε από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Νικολάτο, Π., στην Ποινική Έφεση 145/2013.

 

2.  Δεν υπήρχε όμως συμφωνία με το σύνολο του σκεπτικού της απόφασης που εδόθη από τον Νικολάτο, Π., συμφωνούντος και του Ναθαναήλ, Δ., που αφορούσε στους λόγους αποδοχής της έφεσης του Λοϊζίδη και αθώωσης του. 

 

3.  Υιοθετήθηκε μόνο η κατάληξη ότι ο εφεσείων Λοϊζίδης δεν βαρύνεται με το καθήκον προϊσταμένου καθότι δεν ήταν ο Αρχηγός ή ο Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.

 

4.  Κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι η ευθύνη τόσο του Λοϊζίδη όσο και των εφεσειόντων Νικολάου και Χαραλάμπους, δεν ήταν πρωτογενής υπό την έννοια ότι δημιούργησαν ή διατήρησαν την επικινδυνότητα αλλά έγκειτο στο ότι παρέλειψαν να χειριστούν ως όφειλαν την επικίνδυνη κατάσταση από τη στιγμή που έλαβαν γνώση μερικές μέρες πριν την έκρηξη.

 

5.  Η υπόθεση Winter v. The Crown [2010] EWCA Crim. 1474, διακρίνεται στη βάση των περιστατικών της από την παρούσα, αφού εδώ ο εφεσείων Λοϊζίδης, σε αντίθεση με τους εκεί κατηγορούμενους, δεν ήταν υπεύθυνος για τα αντικείμενα, εν προκειμένω τα εμπορευματοκιβώτια, που δημιούργησαν τον κίνδυνο, γεγονός που στην υπόθεση εκείνη αποτέλεσε τη βάση για την απόδοση καθήκοντος επιμέλειας έναντι των πυροσβεστών κατά την εκδήλωση του κινδύνου και την άφιξη τους στη σκηνή.

[*1031]6.    Σε ό, τι αφορούσε τη θεώρηση του Λοϊζίδη ως «εργοδότη», παρατηρείτο ότι στην απόφαση του για την ποινή, το Κακουργιοδικείο συμφωνεί με την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα Λοϊζίδη ότι αυτός σε όλα τα στάδια της εμπλοκής του βρισκόταν υπό τη καθοδήγηση και την ευθύνη των ανωτέρων του οι οποίοι δεν του έδωσαν οποιαδήποτε διαταγή ή οδηγία.

 

7.  Σημείωσε ωστόσο το Κακουργιοδικείο, ότι ο ίδιος είχε την άμεση ευθύνη των ανδρών της ΕΜΑΚ και έχοντας σαφή αντίληψη του κινδύνου θανάτου και διατηρώντας ιδιαίτερες σχέσεις εγγύτητας μαζί τους, είχε αυτοτελή υποχρέωση να μην τελέσει τις παραλείψεις για τις οποίες βρέθηκε ένοχος, ανεξάρτητα από τη στάση των προϊσταμένων του.

 

8.  Η θέση δεν ήταν ορθή. Η Πυροσβεστική Υπηρεσία είναι υπηρεσία πειθαρχημένη με ιεραρχία, βαθμούς και επίπεδα ευθύνης. 

 

9.  Στην προκείμενη περίπτωση, υπεύθυνος ιεραρχικά για τον χειρισμό της επικίνδυνης κατάστασης ήταν ο εφεσείων Χαραλάμπους. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο εφεσείων Λοίζίδης είχε το καθήκον επιμέλειας έναντι των πυροσβεστών ή των στρατιωτικών που του αποδίδει το Κακουργιοδικείο.

 

10. Τούτου δοθέντος, δεν είχε και καθήκον ενέργειας ούτως ώστε και να του αποδίδεται παράλειψη εκτέλεσης καθήκοντος και συνακόλουθη ποινική ευθύνη.

 

Η έφεση 145/2013 απορρίφθηκε.

 

Ποινικές Εφέσεις 163/13 και 161/2013.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβήτησε με την έφεση την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου να αθωώσει τους εφεσίβλητους στις κατηγορίες του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα.

 

Προέβαλε μεταξύ άλλων ότι το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο στα πραγματικά γεγονότα σ’ ότι αφορά την παράλειψη των εφεσιβλήτων να δώσουν οδηγίες για τήρηση απόστασης ασφαλείας από το φονικό φορτίο - την ημέρα της έκρηξης – την οποία εσφαλμένα ενέταξε στα πλαίσια του Άρθρου 210 και όχι του Άρθρου 205 του ΠΚ.

 

Αποφασίστηκε υπό: Χριστοδούλου, Δ., συμφωνούντων και των Ερωτοκρίτου, Δ., Παμπαλλή, Δ., Πασχαλίδη, Δ., Παναγή, Δ., Παρ[*1032]παρίνου, Δ., Μιχαηλίδου, Δ., Λιάτσου, Δ., Σταματίου, Δ. και Γιασεμή, Δ.. Διευκρινίστηκε, ότι οι Νικολάτος, Π. και Ναθαναήλ, Δ. ναι μεν συμφωνούν με την απόρριψη των εφέσεων, αλλά θεωρούν ότι ως αποτέλεσμα της απόφασής τους να αθωώσουν τους εφεσίβλητους στην κατηγορία του Άρθρου 210 ΠΚ, η παρούσα έπαυσε να έχει αντικείμενο:

 

1.  Το ότι κατά την ημέρα της φονικής έκρηξης, στις 11.7.2011, οι εφεσίβλητοι δεν έδωσαν οδηγίες να τηρηθούν οι αποστάσεις ασφαλείας από το φονικό φορτίο αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός.  Όμως το Κακουργιοδικείο έκρινε πως αυτή καθεαυτή η παράλειψη, λαμβανομένης υπόψη και της περιορισμένης εμπλοκής τους στο πρόβλημα, δεν ήταν επαρκής για αναβάθμιση της αμέλειας τους στην υπαίτια αμέλεια του Άρθρου 205 και, εν πάση περιπτώσει, θα αρκούσαν εύλογες αμφιβολίες για το βαθμό της υπαιτιότητας τους ώστε να ενταχθούν στα πλαίσια του Άρθρου 210.

 

2.  Η εμπλοκή των εφεσιβλήτων στο πρόβλημα, το ιστορικό του οποίου παραπέμπει στο Μάρτιο του 2009, περιγράφεται λεπτομερώς στην πρωτόδικη απόφαση καθώς επίσης και στις προηγούμενες αποφάσεις που απαγγέλθηκαν.

 

3.  Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσίβλητος Χαραλάμπους ήταν αναπληρωτής διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και ο εφεσίβλητος Λοϊζίδης Διοικητής της ΕΜΑΚ, η οποία παράλληλα με την κύρια αποστολή της λειτουργεί και πυροσβεστικό σταθμό στην Κοφίνου που έχει στον τομέα ευθύνης του και τη Ναυτική Βάση στο Μαρί.

 

4.  Τα μέλη της επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν και οι εφεσίβλητοι, επισκέφθηκαν τη Ναυτική Βάση στις 6.7.11 και αφού έτυχαν ενημέρωσης από το Συνταγματάρχη Γεωργιάδη και επιθεώρησαν το φορτίο, κατέληξαν σε ομόφωνη διαπίστωση πως η κατάσταση ήταν πάρα πολύ κρίσιμη και θα έπρεπε να απομακρυνθεί αμέσως το διογκωμένο εμπορευματοκιβώτιο από τη στοιβάδα καθότι υπήρχε ενδεχόμενο να υπάρξει νέο επεισόδιο έκρηξης εντός αυτού και στη συνέχεια να τοποθετηθεί σύστημα συνεχούς κατάβρεξης των υπολοίπων εμπορευματοκιβωτίων με θαλασσινό νερό για να μειωθούν οι θερμοκρασίες εντός αυτού.

 

5.  Πρόκειται για αποφάσεις οι οποίες δεν υλοποιήθηκαν ποτέ και σ’ ότι αφορά τους εφεσίβλητους, αυτοί, όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, είχαν αντιληφθεί τον κίνδυνο και είχαν αντίλη[*1033]ψη της αμεσότητας ενός πραγματικού κινδύνου ζωής. Παρόλα αυτά παρέλειψαν να ενημερώσουν σχετικά οποτεδήποτε οποιοδήποτε από τα μέλη της ΕΜΑΚ, παράλειψη που αποτέλεσε και το λόγο καταδίκης τους δυνάμει του Άρθρου 210 ΠΚ.

 

6.  Η παρούσα έφεση επικεντρώθηκε μόνο στην παράλειψη τους να δώσουν οδηγίες για τήρηση της απόστασης ασφαλείας από το επίδικο φορτίο την ημέρα της φονικής έκρηξης, δηλαδή το πρωί της 11.7.11.

 

7.  Στη βάση των πιο πάνω (αδιαμφισβήτητων) γεγονότων, το Κακουργιοδικείο, αφού προέβηκε σε εκτενή ανάλυση των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των Άρθρων 205 και 210 ΠΚ, κατέληξε – και ορθώς – πως «ως ζήτημα πολιτικής του δικαίου και δίκαιης διαβάθμισης της ευθύνης (fair labelling) μόνο σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις πρόκλησης θανάτου από αμέλεια μπορεί να αποδοθεί ο βαρύς χαρακτηρισμός της ανθρωποκτονίας».

 

8.  Στη βάση της αντίληψης αυτής, και με αναφορά σε νομολογία κατέληξε ότι η ποινική ευθύνη των εφεσιβλήτων εντάσσεται στα πλαίσια του Άρθρου 210 και όχι του Άρθρου 205 ΠΚ. 

 

9.  Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση οι εφεσείοντες σε αντίθεση όμως με τον κατηγορούμενο 2 δεν είχαν ευθύνη για τη φύλαξη του φορτίου, δεν είχαν μακρά εμπλοκή με το πρόβλημα, δεν είχαν προηγούμενη ενημέρωση.

 

10. Η δική τους ευθύνη δεν ήταν πρωτογενής, υπό την έννοια ότι διατηρούσαν οι ίδιοι την επικίνδυνη κατάσταση, αλλά έγκειτο στο ότι παρέλειψαν να χειριστούν, ως όφειλαν, την επικίνδυνη κατάσταση. Ειδικότερα οι εφεσείοντες 5 και 6, στο τέλος ενήργησαν απεγνωσμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να τους αποδοθεί αδιαφορία μέχρι τέλους.

 

11. Ήταν θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι ναι μεν το Κακουργιοδικείο ορθά κατέληξε ότι βασικό κριτήριο για τον καθορισμό του βαθμού αμέλειας είναι κατά πόσο ο κίνδυνος θανάτου κατά τον επίδικο χρόνο αποτελούσε απλώς μια δυνατότητα ή πραγματική πιθανότητα, αλλά στη βάση των ευρημάτων του δεν εφάρμοσε το κριτήριο αυτό.

 

12. Ήδη επισημάνθηκε στις δοθείσες αποφάσεις ότι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της ανθρωποκτονίας εκ παραλείψεως του Άρθρου 205(2) και της αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης συμπεριφοράς του Άρθρου 210 ΠΚ είναι ότι για τεκμηρίωση του αδική[*1034]ματος του Άρθρου 205(2) απαιτείται υπαίτια αμέλεια, ενώ για τεκμηρίωση του αδικήματος του Άρθρου 210 δεν απαιτείται υπαίτια αμέλεια.

 

13. Ο Νόμος δεν καθορίζει τι συνιστά «υπαίτια αμέλεια», αφήνοντας στο Δικαστήριο την ευθύνη να την καθορίσει στη βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης. Δεν χωρεί όμως αμφιβολία ότι η έννοια του όρου «υπαίτια αμέλεια» παραπέμπει σε βαριά αμέλεια.

 

14. Kρίθηκε συναφώς και ορθώς ότι το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια στοιχειοθετείται όπου (α) ο κατηγορούμενος όφειλε στο θύμα καθήκον να μην είναι αμελής έναντί του (β) το οποίο (καθήκον) παρέβηκε (γ) με αποτέλεσμα να προκαλέσει το θάνατο του και (δ) η παράβαση να είναι μεγίστου βαθμού μεγέθους (gross negligence) που να δικαιολογεί ποινική καταδίκη.

 

15. Προκύπτει επομένως ότι μόνο σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις πρόκλησης θανάτου από αμέλεια μπορεί να αποδοθεί ο βαρύς χαρακτηρισμός της ανθρωποκτονίας και δεν ήταν τέτοια η υπό κρίση περίπτωση.

 

16. Παρά τον χαρακτηρισμό της όποιας αντίληψης είχαν οι εφεσίβλητοι για τον κίνδυνο, τον οποίο δεν δημιούργησαν οι ίδιοι, η αποδιδόμενη με τις υπό κρίση εφέσεις βαριά αμέλεια παραβλέπει ότι η παράλειψη τους να δώσουν οδηγίες για τήρηση ασφαλείας από το φονικό φορτίο δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το γεγονός ότι και οι ίδιοι εκείνο το μοιραίο πρωινό βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια πρωτόγνωρη κατάσταση, την οποία κλήθηκαν να διαχειριστούν την υστάτη, και όπως ορθά σημειώνει το Κακουργιοδικείο «… στο τέλος ενήργησαν απεγνωσμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να τους αποδοθεί αδιαφορία μέχρι τέλους».

 

Οι εφέσεις 163/13 και 161/2013 απορρίφθηκαν ως αβάσιμες.

 

Ποινικές Εφέσεις 157/2013, 158/2013 και 159/2013.

 

Με τις πιο πάνω εφέσεις ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αμφισβήτησε τις επιβληθείσες ποινές στους εφεσίβλητους ως  έκδηλα ανεπαρκείς.

 

Ο εφεσίβλητος στην Ποινική Έφεση Αρ. 159/13, Κώστας Παπακώστα (Κατηγορούμενος 2), βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο σε 13 κατηγορίες για ανθρωποκτονία, κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του επιβλήθηκαν [*1035]συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε χρόνων στην κάθε μια.

 

Οι εφεσίβλητοι στις άλλες τρεις εφέσεις, Ανδρέας Νικολάου (κατηγορούμενος 4), Χαράλαμπος Χαραλάμπους (κατηγορούμενος 5) και Ανδρέας Λοϊζίδης (κατηγορούμενος 6), βρέθηκαν ένοχοι σε 13 κατηγορίες για πρόκληση θανάτου, δυνάμει του Άρθρου 210 και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο χρόνων στην κάθε μια από τις 13 κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, με διαταγή όπως οι ποινές συντρέχουν.

 

Η καταδίκη των πιο πάνω επιβεβαιώθηκε κατά πλειοψηφία από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Ο εφεσίβλητος Ανδρέας Νικολάου, κρίθηκε με ξεχωριστή έφεση, ότι δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη και ως εκ τούτου η έφεση της Δημοκρατίας με αρ. 160/13 κατά της ποινής κατέστη άνευ αντικειμένου και απορρίφθηκε. 

 

Σύμφωνα με τους λόγους έφεσης, οι επιβληθείσες ποινές είναι έκδηλα ανεπαρκείς, καθότι το Κακουργιοδικείο:-

 

α)  Αποτίμησε εσφαλμένα τη σοβαρότητα της παράλειψης των Εφεσιβλήτων, των συνεπειών που αυτή είχε, καθώς και του βαθμού ευθύνης.

 

β)  Απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις τους.

 

γ)  Αξιολόγησε εσφαλμένα τους επιβαρυντικούς παράγοντες.

 

δ)  Δεν απέδωσε αποτρεπτικό χαρακτήρα στις ποινές.

 

ε)  Απέδωσε εσφαλμένα υπέρμετρη βαρύτητα στο μετριαστικό παράγοντα της μη δίωξης άλλων προσώπων.

 

ζ)  Παραγνώρισε τις αρχές της νομολογίας ως προς την οριοθέτηση των ποινών σε ανάλογα αδικήματα.

 

Ως προς τους Εφεσίβλητους Χαραλάμπους και Λοϊζίδη, πέραν των πιο πάνω, προβλήθηκαν δύο πρόσθετοι λόγοι, ότι:-

 

α)  Εσφαλμένα προσέγγισε τη σταδιοδρομία τους ως παράγοντα μετριαστικού της ποινής, και

 

β)  Παραγνώρισε χωρίς λόγο το ρόλο τους για τα γεγονότα της 11ης Ιουλίου.

[*1036]Αποφασίστηκε υπό: Ερωτοκρίτου, Δ., συμφωνούντων και των  Παμπαλλή, Δ., Πασχαλίδη, Δ., Παναγή, Δ.,  Παρπαρίνου, Δ., Μιχαηλίδου, Δ., Χριστοδούλου, Δ., Λιάτσου, Δ., Σταματίου, Δ. και Γιασεμή, Δ.:

 

1.  Εξετάστηκαν προσεκτικά οι λόγοι έφεσης για την ανεπάρκεια των ποινών, αλλά δεν ήταν ορθές οι εισηγήσεις που έγιναν για τον Εφεσείοντα.

 

2.  Οι εισηγήσεις προς υποστήριξη της έφεσης παραγνώριζαν τη φιλοσοφία της όλης προσέγγισης του Κακουργιοδικείου, η οποία εστιάστηκε κατά κύριο λόγο στην αρχή της ισότητας και στην άνιση μεταχείριση των Εφεσειόντων, ενόψει του γεγονότος ότι δεν ήταν όλοι οι υπαίτιοι ενώπιον της δικαιοσύνης.

 

3.  Το Κακουργιοδικείο επανέλαβε σε πολλά σημεία της απόφασης του ότι η απουσία των υπολοίπων συντελεστών της τραγωδίας στο Μαρί, εύλογα δημιούργησε στους Εφεσίβλητους αισθήματα αδικίας, τα οποία το Κακουργιοδικείο προσπάθησε όσο ήταν δυνατό να μετριάσει.

 

4.  Στην απόφασή του έκαμε εκτενή αναφορά στο ότι δεν κατηγορήθηκαν και άλλα πρόσωπα που εμπλέκονταν. Εύλογα διαπίστωσε «μια καθολική, απαράδεχτη και εξοργιστική δυσλειτουργία του πολιτικού και διοικητικού συστήματος».

 

5.  Το Κακουργιοδικείο προβληματίστηκε έντονα για τη μη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας εναντίον των Γεωργιάδη και Τσαλικίδη, καθώς και τη μη συμπερίληψη των Μπισμπίκα, Σοφιανίδη και άλλων προσώπων ανάμεσα στους συντελεστές της τραγωδίας. 

 

6.  Ο τρόπος που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το θέμα ήταν υποδειγματικός ως προς την ανάγκη διασφάλισης των δικαιωμάτων των Εφεσιβλήτων για ίση μεταχείριση, σύμφωνα με τα Άρθρα 28 και 35 του Συντάγματος.

 

7.  Ουδείς διαφωνεί ότι αν δεν υπήρχε:- (α) ο παράγοντας της άνισης μεταχείρισης, (β) ο σχετικά μικρός ρόλος του Εφεσίβλητου 5 και 6, (γ) οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου 2 και (δ) όλοι οι άλλοι μετριαστικοί παράγοντες που καταγράφει το Κακουργιοδικείο, θα μπορούσε να επιβληθεί μεγαλύτερη ποινή.

 

8.  Ομολογουμένως δεν ήταν εύκολη υπόθεση για το Κακουργιοδι[*1037]κείο. Όμως τελικά κατάφερε να ξεπεράσει τα διλήμματα και να σταθμίσει ορθά από τη μια την απώλεια ζωής και από την άλλη τους σοβαρούς μετριαστικούς παράγοντες που υπήρχαν για κάθε Εφεσίβλητο, χωρίς βέβαια να αγνοεί το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, ούτε βέβαια και το γεγονός ότι μπορεί να υπήρχε αμέλεια και απερισκεψία αλλά δεν υπήρχε πρόθεση εκ μέρους των Εφεσιβλήτων για την απώλεια ανθρωπίνων ζωών.

 

9.  Ήταν εύστοχες και ορθές οι διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου ως προς τα κυρίαρχα στοιχεία που οδήγησαν στην έκρηξη στο Μαρί και στην απώλεια 13 ζωών και αφορούσαν στην καθολική δυσλειτουργία του συστήματος και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις που αυτή είχε στις ποινές που τελικά επιβλήθηκαν.

 

10. Αφορούσαν μεταξύ άλλων στη λήψη αποφάσεων κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας, κατά παράβαση της κοινής λογικής, στη μη συζήτηση του θέματος στο θεσμικό του πλαίσιο με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να μην υπάρχουν στοιχεία και δεδομένα ώστε να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου υπό την έννοια της δημόσιας λογοδοσίας (public accountability), στη νοοτροπία της αναβλητικότητας και της μη ανάληψης ευθύνης στην παράλειψη να ληφθούν υπόψη οι προειδοποιήσεις και η εθελοτυφλία μπροστά στο πρόβλημα, έστω και αν αυτό αναδείχθηκε και κοινοποιήθηκε ευρέως μέσα από την έκθεση της Γενικής Ελέγκτριας, ως επίσης και στο γεγονός ότι όλοι μιλούσαν ή ελάμβαναν υπόψη τους «πολιτικούς λόγους», χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ό,τι θα έπρεπε να είναι το πρωταρχικό: Η προστασία της ανθρώπινης ζωής.

 

11. Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι ποινές που επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο με κανένα τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν έκδηλα ανεπαρκείς, ώστε να δικαιολογείτο η παρέμβαση.

 

Οι εφέσεις 157/2013, 158/2013 και 159/2013 απορρίφθηκαν.

 

H έφεση 145/2013 κατά της καταδίκης και ποινής απορρίφθηκε.

Η έφεση 154/2013 ως προς την καταδίκη επέτυχε. Ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από όλες τις κατηγορίες. Η έφεση κατά της ποινής κατέστη άνευ αντικειμένου και απορρίφθηκε.

H έφεση 155/2013 κατά της καταδίκης και ποινής απορρίφθηκε.

H έφεση 156/2013 κατά της καταδίκης και ποινής απορρίφθηκε.

H έφεση 157/2013 απορρίφθηκε.

H έφεση 158/2013 απορρίφθηκε.

[*1038]H έφεση 159/2013 απορρίφθηκε.

Η έφεση 160/2013 κατά της ποινής κατέστη άνευ αντικειμένου και απορρίφθηκε.

Η έφεση 161/2013 απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Η έφεση 162/2013 λόγω της ισοψηφίας της Ολομέλειας κατά πόσο η παρούσα έφεση ήταν εντός/εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(α)(iii) του περί Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, δεν προχώρησε στη εξέταση της ουσίας της έφεσης.

Η έφεση 163/2013 απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κυπριανού ν. Κυπριανού (1994) 1 Α.Α.Δ. 145,

 

Χαϊλής ν. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (1994) 1 Α.Α.Δ. 530,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 94,

 

Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203,

 

Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 24,

 

R ν. Powell [2002] 4 LRC 212,

 

Constantinides v. Republic (1977) 2 C.L.R. 174,

 

Μιχαήλ κ.ά. ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 362,

 

R v. Adomako [1994] 3 All E.R. 79(HL),

 

Μαυρομμάτης ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 69,

 

Rayias v. The Police 19 C.L.R. 308,

 

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

 

Mihaylov v. Αστυνομίας (2014) 2 , ECLI:CY:AD:2014:B896A.A.Δ. 837,

 

Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233,

 

Ζυπιτής ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 220,

[*1039]White a.ο. v. Chief Constable of South Yorkshire Police a.ο. [1998] 3 W.L.R. 1509 (HL),

 

R. v. Gosney [1971] 55 Cr. App. R. 502,

 

Σάββα ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115,

 

Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22,

 

Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 29,

 

Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,

 

Δημοκρατία ν. Kirnouyan (1996) 2 Α.Α.Δ. 126,

 

Δημοκρατία ν. Αεροπόρου (1998) 2 Α.Α.Δ. 87,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 285,

 

Attorney-General v. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251,

 

Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 252,

 

Αναστασίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 435,

 

Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2002) 2 Α.Α.Δ. 357,

 

Severis & Athienitis Securities Ltd v. Καλότυχου (2004) 2 Α.Α.Δ. 293,

 

Κίρλαππου ν. Ευθυμίου (1997) 1 Α.Α.Δ. 338,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ. 851,

 

Attorney General v. Schizas (1983) 2 C.L.R. 328,

 

Δήμος Αγίας Νάπας ν. Χαμάλη (2000) 2 Α.Α.Δ. 241,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 67,

[*1040]Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217,

 

Attorney-General v. Herodotou (1969) 2 C.L.R. 10,

 

Δήμος Λευκωσίας ν. Hopeland Enterprises Ltd (1996) 2 Α.Α.Δ. 21,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (Αρ. 1) (2002) 2 Α.Α.Δ. 473,

 

R. v. Lawrence [1981] 1 All E.R. 974,

 

Attorney-General v. Petrou (1972) 2 C.L.R. 81,

 

Attorney-General ν. Panayiotides (1983) 2 C.L.R. 253,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου κ.ά. (2011) 2 Α.Α.Δ. 519,

 

Fagan ν. Metropolitan Police Commissioner [1968] 3 ALL ER 442,

 

Gully v. Smith [1883] 12 Q.B.D. 121,

 

Sedleigh-Denfield v. O΄ Callghan [1940] A.C. 880,

 

Smith a.o. ν. The Ministry of Defence [2013] 4 ALL ER 794,

 

R v. Adomako [1995] 1 Α.C. 171,

 

R v. Adomako [1994] 3 ALL E.R. 79, HL,

 

Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706,

 

Gavalas v. The Police (1985) 2 C.L.R. 114,

 

Nearchou v. The Police (1965) 2 C.L.R. 34,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χατζηκωνσταντίνου (1989) 2 Α.Α.Δ. 99,

 

R. v. Khan and Khan [1998] Cr. L.R. 830 C.A.,

 

R. v. Lowe [1850] 3 C & K 123,

 

United Brick Works Ltd v. Ευαγγέλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 123,

 

Winter v. The Crown [2010] EWCA Crim. 1474,

 

[*1041]R. v. Misra [2004] EWCA Crim 2375,

 

R. v. Misra [2005] 1 CrApp.R. 21,

 

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Λοΐζου (2000) 2 Α.Α.Δ. 373,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603.

 

Εφέσεις 145/2013, 154/2013-156/2013 εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

 

Εφέσεις από τους Kατηγορούμενους εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Οικονόμου, Π.Ε.Δ., Καλογήρου, Α.Ε.Δ., Θωμά, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 4904/12), ημερομηνίας 2/8/13.

 

Εφέσεις 157/2013-160/2013 εναντίον Ποινής.

 

Εφέσεις από τον Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Οικονόμου, Π.Ε.Δ., Καλογήρου, Α.Ε.Δ., Θωμά, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 4904/12), ημερομηνίας 2/8/13.

 

Εφέσεις 161/2013-163/2013 εναντίον Καταδίκης.

 

Εφέσεις από τον Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Οικονόμου, Π.Ε.Δ., Καλογήρου, Α.Ε.Δ., Θωμά, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 4904/12), ημερομηνίας 2/8/13.

 

Θ. Κορφιώτης και Γ. Χατζηπαρασκευάς, για τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Έφεση 145/2013 και Εφεσίβλητο στην Ποιν. Έφεση 163/2013. Επίσης Θ. Κορφιώτης με Ν. Τσαρδελλή, για τον Εφεσίβλητο στην 157/2013.

 

Π. Ευθυβούλου (κα) και Κ. Κυθραιώτου (κα), για τη Δημοκρατία στις Ποιν. Εφέσεις 145/2013, 154/2013, 155/2013, 156/2013 και για Εφεσείοντα στις Ποιν. Εφέσεις 157/2013, 158/2013, 159/2013, 160/2013, 161/2013, 162/2013 και 163/2013.

 

Α. Πελεκάνος, για τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Έφεση 154/2013 και Εφεσίβλητο στην Ποιν. Έφεση 160/2013.

[*1042]Ε. Ευσταθίου με Ματθαίου (κα) και Ευσταθίου (κα), για τις Ποιν. Εφέσεις 155/2013, 156/2013. και για Εφεσίβλητο στις Ποιν. Εφέσεις 158/2013, 159/2013 και 161/2013.

 

Γ. Α. Γεωργίου με Ν. Τσαρδελλή, για τον Εφεσίβλητο στην Ποιν. Έφεση 162/2013.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Οι αποφάσεις δεν είναι ομόφωνες.

 

Αναφορικά με τον εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 162/2013, ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ν. ΜΑΡΚΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ, υπάρχουν τρεις αποφάσεις, ήτοι οι αποφάσεις των Δικαστών Ναθαναήλ, Παμπαλλή και Χριστοδούλου.

 

Με την απόφαση του Παμπαλλή, Δ, συμφωνούν οι Δικαστές Ερωτοκρίτου, Πασχαλίδης, Παναγή, Μιχαηλίδου και Σταματίου.

 

Με την απόφαση του Ναθαναήλ, Δ. συμφωνούν οι Δικαστές, Νικολάτος, Π., Παρπαρίνος, Λιάτσος και Γιασεμής.

 

Ο Χριστοδούλου, Δ. θα δώσει δική του απόφαση, με την οποία καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα με τον Ναθαναήλ Δ., αλλά με διαφορετικό σκεπτικό.

 

Αναφορικά με τον εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 155/2013, ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, με την απόφαση της πλειοψηφίας του Δικαστή Παμπαλλή, συμφωνούν οι Δικαστές Ερωτοκρίτου, Πασχαλίδης, Παναγή, Παρπαρίνος, Μιχαηλίδου, Χριστοδούλου, Λιάτσος, Σταματίου και Γιασεμής.

 

Απόφαση μειοψηφίας θα δώσει ο Νικόλατος, Π., και με αυτή συμφωνεί ο Ναθαναήλ, Δ.

 

Αναφορικά με τον εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 154/2013, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ και Ποινική Έφεση 160/2013, ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Νικολάτος, Π. και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Ερωτοκρίτου, Ναθαναήλ, Παναγή, Χριστοδούλου, Λιάτσος και Σταματίου.

 

Με την απόφαση της μειοψηφίας του Παμπαλλή, Δ., συμφωνούν οι Δικαστές Πασχαλίδης, Παρπαρίνος, Μιχαηλίδου και Γιασεμής.

[*1043]Αναφορικά με τον εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 156/2013, ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, με την απόφαση της πλειοψηφίας του Παμπαλλή, Δ., συμφωνούν οι Δικαστές Ερωτοκρίτου, Πασχαλίδης, Παναγή, Παρπαρίνος, Μιχαηλίδου, Χριστοδούλου, Λιάτσος, Σταματίου και Γιασεμής.

 

Απόφαση μειοψηφίας θα δώσει ο Νικολάτος, Π., και με αυτήν συμφωνεί ο Ναθαναήλ, Δ.

 

Αναφορικά με τον εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 145/2013, ΛΟΪΖΙΔΗΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, θα δοθούν τρεις αποφάσεις. Η μια από τον Νικολάτο, Π., με την οποία συμφωνεί ο Δικαστής Ναθαναήλ. Οι Δικαστές Ερωτοκρίτου, Παναγή, Λιάτσος και Σταματίου συμφωνούν με το αποτέλεσμα, με διαφορετικό όμως σκεπτικό, το οποίο θα δώσει η Δικαστής Παναγή. Με την τρίτη απόφαση του Παμπαλλή, Δ., συμφωνούν οι Δικαστές Πασχαλίδης, Παρπαρίνος, Μιχαηλίδου, Χριστοδούλου και Γιασεμής.

 

Τις αποφάσεις της πλειοψηφίας στις ποινικές εφέσεις 157/2013, 158/2013 και 159/2013, του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον των ποινών που επιβλήθηκαν στους εφεσίβλητους Λοϊζίδη, Χαραλάμπους και Παπακώστα θα δώσει ο Δικαστής Ερωτοκρίτου. Με αυτές συμφωνούν οι Δικαστές Παμπαλλής, Πασχαλίδης, Παναγή, Παρπαρίνος, Μιχαηλίδου, Χριστοδούλου, Λιάτσος, Σταματίου και Γιασεμής. Οι Νικολάτος, Π., και Ναθαναήλ, Δ., επιλαμβάνονται των εφέσεων αυτών στο πλαίσιο των αποφάσεων στις ποινικές εφέσεις 154/2013, 155/2013 και 156/2013.

 

Τις αποφάσεις της πλειοψηφίας στις Ποινικές Εφέσεις 161/2013 και 163/2013 του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον των εφεσειόντων Χαραλάμπους και Λοϊζίδη θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.  Με αυτές συμφωνούν οι Δικαστές Ερωτοκρίτου, Παμπαλλής, Πασχαλίδης, Παναγή, Παρπαρίνος, Μιχαηλίδου, Λιάτσος, Σταματίου και Γιασεμής. Οι Νικολάτος, Π., και Ναθαναήλ, Δ., επιλαμβάνονται των εφέσεων αυτών στο πλαίσιο των αποφάσεων στις ποινικές εφέσεις 156/2013 και145/2013.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 5.48 π.μ. της 11ης Ιουλίου 2011, έγινε μια έκρηξη στη ναυτική βάση Ευάγγελος Φλωράκης στο Μαρί που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της ζωής 13 ανθρώπων.

 

Ως αποτέλεσμα τούτου, κατηγορήθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας οι: 1. Μάρκος Κυπριανού, πρώην Υπουργός Εξωτερικών, 2. Κώστας Παπακώστας, πρώην Υπουργός Άμυ[*1044]νας, 3. Σάββας Αργυρού πρώην Yπαρχηγός της Εθνικής Φρουράς, 4. Ανδρέας Νικολάου Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, 5. Χαράλαμπος Χαραλάμπους Αναπληρωτής Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και 6. Ανδρέας Λοϊζίδης, Διευθυντής της ΕΜΑΚ.

 

Όλοι οι κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν σειρά κατηγοριών εδραζομένων στη διαζευκτική νομική βάση της ανθρωποκτονίας του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα (Κεφ.154) και της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης με βάση το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα. Υπήρχαν κατηγορίες για κάθε ένα από τους αποβιώσαντες.

 

Μετά από την ακροαματική διαδικασία που είχε διεξαχθεί, το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον 1ον κατηγορούμενο (Μ. Κυπριανού), από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Ο 2ος κατηγορούμενος (Κ. Παπακώστας), κρίθηκε ένοχος για αμφότερα τα αδικήματα. Ο 3ος κατηγορούμενος (Σ. Αργυρού) επίσης αθωώθηκε και απαλλάχτηκε από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Ο 4ος κατηγορούμενος (Α. Νικολάου), ο 5ος κατηγορούμενος (Χ. Χαραλάμπους) και ο 6ος κατηγορούμενος (Α. Λοϊζίδης) βρέθηκαν ένοχοι για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης με βάση το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα και αθωώθηκαν και απαλλάχτηκαν από τις κατηγορίες που είχαν ως βάση την ανθρωποκτονία του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα.

 

Στη συνέχεια, το Κακουργιοδικείο επέβαλε στο 2ον κατηγορούμενο (Κ. Παπακώστα) ποινή φυλάκισης 5 χρόνων, αναφορικά με το αδίκημα της ανθρωποκτονίας και καμιά ποινή για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου με βάση το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα. Στον 4ον κατηγορούμενο (Α. Νικολάου), στον 5ο κατηγορούμενο (Χ. Χαραλάμπους) και στον 6ο κατηγορούμενο (Α. Λοϊζίδη) επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 χρόνων αναφορικά με το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου με βάση το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα. Κατόπιν τούτου, καταχωρήθηκαν 11 συνολικά εφέσεις, ως ακολούθως:

 

Α. Έφεση 145/2013 ο εφεσείων Ανδρέας Λοϊζίδης αμφισβητεί την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης και το ύψος της επιβληθείσας ποινής.

 

Β. Έφεση 154/2013 ο εφεσείων Ανδρέας Νικολάου αμφισβητεί την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης και το ύψος της επιβληθείσας ποινής.

[*1045]Γ. Έφεση 155/2013 ο εφεσείων Κώστας Παπακώστας αμφισβητεί την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης και το ύψος της επιβληθείσας ποινής.

 

Δ. Έφεση 156/2013 ο Χαράλαμπος Χαραλάμπους αμφισβητεί την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης και το ύψος της επιβληθείσας ποινής.

 

Ε. Έφεση 157/2013 από το Γενικό Εισαγγελέα με την οποία αμφισβητείται το ύψος της επιβληθείσας ποινής στον Α. Λοϊζίδη.

 

Στ. Έφεση 158/2013 από το Γενικό Εισαγγελέα με την οποία αμφισβητείται το ύψος της επιβληθείσας ποινής στον Χ. Χαραλάμπους.

 

Ζ. Έφεση 159/2013 από το Γενικό Εισαγγελέα με την οποία αμφισβητείται το ύψος της επιβληθείσας ποινής στον Κ. Παπακώστα.

 

Η. Έφεση 160/2013 από το Γενικό Εισαγγελέα με την οποία αμφισβητείται το ύψος της επιβληθείσας ποινής στον Α. Νικολάου.

 

Θ. Έφεση 161/2013 με την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου να αθωώσει τον Χ. Χαραλάμπους για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας με βάση το Άρθρο 205 του Ποινικού Κώδικα.

 

Ι. Έφεση 162/2013 με την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου να αθωώσει τον Μάρκο Κυπριανού για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου με βάση το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα.

 

Κ. Έφεση 163/2013 με την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου να αθωώσει τον Ανδρέα Λοϊζίδη από το αδίκημα της ανθρωποκτονίας με βάση το 205.

 

Όλες οι εφέσεις, λόγω της σχέσης και της συνάφειας που παρουσίαζαν, εκδικάστηκαν ταυτοχρόνως.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

 

Θεωρούμε αναγκαίο, στο στάδιο αυτό, να συνοψίσουμε τα γεγονότα που οδήγησαν σ’ αυτή την τραγωδία, χρονολογικώς, όπως αυτά διατυπώνονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου.

[*1046]1. ΠΛΟΙΟ M/V MONCHEGORSK – ΕΛΕΥΣΗ ΦΟΡΤΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

 

Με βάση τα ψηφίσματα 1737 (2006), 1747 (2007) και 1803 (2008) και ειδικότερα με το ψήφισμα 1747 που υιοθετήθηκε στις 24 Μαρτίου 2007, το Συμβούλιο Ασφαλείας επέβαλε απαγόρευση πώλησης και μεταφοράς όπλων ή σχετικού υλικού από το Ιράν.

 

Στις 19 Ιανουαρίου 2009, το υπό Κυπριακή σημαία και ρωσικής ιδιοκτησίας πλοίο M/V MONCHEGORSK, είχε ανακοπεί στην Ερυθρά θάλασσα και από νηοψία που έγινε διαπιστώθηκε ότι το πλοίο μετέφερε από το Ιράν προς τη Συρία στρατιωτικό υλικό το οποίο καλυπτόταν από την απαγόρευση των πιο πάνω ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών.

 

Στις 23 Ιανουαρίου 2009 έγιναν παραστάσεις, από αμερικανικής πλευράς, προς τον τέως πρόεδρο της Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια, και ζητήθηκε όπως η Δημοκρατία συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του ψηφίσματος 1747 του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ζητήθηκε επίσης όπως, διαταχθεί το πλοίο να καταπλεύσει σε κυπριακό λιμάνι για σκοπούς επιθεώρησης. Υπήρξε εμπλοκή και άλλων χωρών, περιλαμβανομένης και της Τσέχικης προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι Λεμεσού στις 8.30π.μ. της 28 Ιανουαρίου 2009. Ένας πρώτος δειγματοληπτικός έλεγχος κατέδειξε ότι, επρόκειτο όντως για στρατιωτικό υλικό. Υπήρξε εμπλοκή και της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί του θέματος και ο διευθυντής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του Συμβουλίου είχε αποφανθεί ότι η Κύπρος δεν θα μπορούσε να στείλει πίσω το φορτίο στο Ιράν αφού κάτι τέτοιο θα συνιστούσε και παραβίαση της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.

 

Παράλληλα στις 29 Ιανουαρίου 2009 έγινε σύσκεψη στο Προεδρικό Μέγαρο παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και υπηρεσιακών παραγόντων περιλαμβανομένων και αξιωματικών του ΓΕΕΦ και της Αστυνομίας. Σε μεταγενέστερο στάδιο διενεργήθηκε ευρύτερη σύσκεψη στο Υπουργείο Άμυνας παρουσία του Υπουργού και εκπροσώπων της Προεδρίας στην οποία συζητήθηκε το θέμα ασφάλειας του πλοίου. Δόθηκαν δε οδηγίες από τον ΥΠΑΜ στο Σ/ρχη Γ. Γεωργιάδη, όπως τεθεί επικεφαλής της ομάδας ελέγχου του φορτίου με σκοπό τη διενέργεια δειγματοληπτικού ελέγχου.

 

Όντως συστάθηκε μια 17μελής επιτροπή υπό τον Σ/χη Γεωργιάδη και έγινε δειγματοληπτικός έλεγχος σε 4 εμπορευματοκιβώτια. Στις 2 Φεβρουαρίου 2009, μετά από οδηγίες των υπουργών Εξωτε[*1047]ρικών και Άμυνας, ο έλεγχος συνεχίστηκε και επιθεωρήθηκαν άλλα 32 εμπορευματοκιβώτια. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 6 Φεβρουαρίου 2009, δόθηκαν, από τον ΥΠΑΜ, περαιτέρω οδηγίες προς τον Σ/χη Γεωργιάδη όπως συνεχιστεί και ολοκληρωθεί ο έλεγχος ολόκληρου του φορτίου, πράγμα που έγινε στις 8 και 9 Φεβρουαρίου, πλην 3 εμπορευματοκιβωτίων που δεν ήταν πρακτικώς ευχερές να ανοιχτούν. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, επρόκειτο για 98 εμπορευματοκιβώτια, εκ των οποίων τα 81 περιείχαν επικίνδυνο φορτίο, ήτοι πυρίτιδες διαφόρων τύπων, προωθητικά γεμίσματα όλμου και πυροσωλήνες και τα υπόλοιπα 17 περιείχαν αδρανές φορτίο (κάλυκες, μπρούντζινες πλάκες, εργαλεία, μεταλλικούς άξονες και σωλήνες). Το συνολικό φορτίο της πυρίτιδας είχε βάρος 481 τόνους. Οι πυρίτιδες βρίσκονταν σε μεταλλικές κονσέρβες και το υπόλοιπο επικίνδυνο φορτίο ήταν συσκευασμένο εντός ξυλοκιβωτίων τα οποία έφεραν τις προβλεπόμενες σημάνσεις για επικίνδυνο φορτίο. Οι σημάνσεις αυτές, όπως αναφέρεται στις Σημειώσεις Πυροσβεστολογίας, τεκμ.143.6 και Ταξινόμησης Πυρομαχικών με βάση την Πάγια Διαταγή του ΓΕΕΦ, τεκμ.59 παραπέμπουν σε ταξινόμηση επικινδύνων χημικών υλικών. Σημειώνουμε ότι, όπως αναφέρεται στην πιο πάνω πάγια Διαταγή, υπήρχε μέθοδος προώθησης της ασφαλούς αποθήκευσης των επικινδύνων αυτών υλικών καθιερωμένη με ένα σύστημα διεθνούς ταξινόμησης το οποίο βασίστηκε σε σύστημα προωθούμενο από τα Ηνωμένα Έθνη.

 

Αρχικώς, ο τότε Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών Νίκος Αιμιλίου έδωσε οδηγίες στον μόνιμο αντιπρόσωπο της Κύπρου στον ΟΗΕ Μηνά Χ"Μιχαήλ να γνωστοποιήσει ότι, πρόθεση της Κύπρου ήταν η επιστροφή του φορτίου στο Ιράν και παράλληλα να δηλωθεί ότι η Κύπρος δεν είχε τη δυνατότητα ασφαλούς φύλαξης ή διάθεσης τέτοιων υλικών σε τέτοια ποσότητα.

 

Στις 6 Φεβρουαρίου 2009 πραγματοποιήθηκε νέα σύσκεψη στο προεδρικό μέγαρο υπό την αιγίδα του Προέδρου της Δημοκρατίας στην οποία συμμετείχαν ο ΥΠΕΞ, ο ΥΠΑΜ και στρατιωτικοί. Αντικείμενο της σύσκεψης ήταν το ενδεχόμενο κατάσχεσης του φορτίου από την Κυπριακή Δημοκρατία και η πιθανότητα ασφαλούς φύλαξης του στην Κύπρο. Κατά την εν λόγω σύσκεψη, δόθηκαν οδηγίες για τρίτο έλεγχο του φορτίου από το Σ/χη Γεωργιάδη.

 

Στις 11 Φεβρουαρίου 2009 ο ΠτΔ ενημέρωσε τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου για το θέμα αυτό. Από την ενημέρωση και τα πρακτικά διεφάνη ότι, στην εν λόγω συνεδρία, δεν είχε ληφθεί απόφαση από το Υπουργικό Συμβούλιο είτε για εκφόρτωση είτε για κατάσχεση του φορτίου. Δεν υπάρχει επίσης οποιαδήποτε άλλη [*1048]απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου επί του συγκεκριμένου θέματος του φορτίου. Υπήρξε μια απλή ενημέρωση από τον ΠτΔ προς τα μέλη. Στις 12 Φεβρουαρίου 2009 πάρθηκε η απόφαση για εκφόρτωση του φορτίου στην Κύπρο, απόφαση που έλαβε ο ΠτΔ. Στη συνέχεια ενημέρωσε τον Υπουργό Άμυνας για την οριστική απόφαση του για κατάσχεση του φορτίου και μεταφορά του στη Ναυτική Βάση στο ΜΑΡΙ τοποθεσία την οποία επέλεξε ο Αρχηγός ΓΕΕΦ. Ακολούθησε σύσκεψη στο ΓΕΕΦ υπό την αιγίδα του ΥΠΑΜ, ο οποίος γνωστοποίησε την πολιτική απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας για εκφόρτωση και φύλαξη του φορτίου στη Ναυτική Βάση Ευάγγελος Φλωράκης στο ΜΑΡΙ, στο εξής ΝΒΕΦ. Η εκφόρτωση θα πραγματοποιείτο την επομένη. Υπήρχε, συναφώς, όπως επισημαίνεται από το Κακουργιοδικείο η απόφαση για τοποθέτηση του φορτίου στη Ναυτική Βάση, σε απόσταση 200 περίπου μέτρων από την περίφραξη που χωρίζει τη Βάση από τον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Βασιλικού. Την ίδια ημέρα ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών μεταφέροντας οδηγίες του ΥΠΕΞ δήλωσε προς τα Ηνωμένα Έθνη ότι η θέση της Κύπρου μεταβαλλόταν, οι αρχικές δυσκολίες υπερπηδήθηκαν και μπορούσε να διασφαλιστεί η ασφαλής φύλαξη του φορτίου.

 

2. ΕΚΦΟΡΤΩΣΗ ΚΑΙ ΕΝΑΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΦΟΡΤΙΟΥ ΣΤΟ ΜΑΡΙ

 

Στις 13 Φεβρουαρίου 2009 ο Δημήτριος Χ"Κωστής, υπάλληλος του Τμήματος Τελωνείων προχώρησε σε κατάσχεση του φορτίου και όπως αναφέρεται στο έντυπο κατάσχεσης (Έντυπο Τελ.71Α), ο εκπρόσωπος του ΥΠΑΜ Σ/χης Γεωργιάδης κατέγραψε τα εξής: «Βεβαιούται ότι όλο το φορτίο του Μ/V MONCHEGORSK. εκφορτώθηκε στο λιμάνι Λεμεσού στις 13 Φεβ. 2009 και παρελήφθη από το ΥΠΑΜ για φύλαξη.» Τα στοιχεία αυτά είχαν υποβληθεί στον 2ο κατηγορούμενο στις 16 Φεβρουαρίου 2009. Με επιστολή ημερ. 17 Φεβρουαρίου 2009 ο 2ος κατηγορούμενος απέστειλε στον 1ο κατηγορούμενο την απόδειξη κατάσχεσης των εμπορευμάτων, όπως και έντυπα του φορτίου αποτελούμενα από 11 σελίδες.

 

Την ίδια ημέρα το φορτίο μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε στην πλατεία του λιμένος της ΝΒΕΦ, πλην των πυροσωλήνων, που μεταφέρθηκαν και αποθηκεύθηκαν σε υπόγεια αποθήκη πυρομαχικών σε άλλο στρατόπεδο. Στις 12 Μαρτίου 2009 το φορτίο μεταφέρθηκε σε περιφραγμένο χώρο με βάση από μπετόν, όπου παρέμεινε μέχρι το τραγικό συμβάν. Η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου εντός της ΝΒΕΦ είχε υποδειχθεί από το Σ/χη Γεωργιάδη ο οποίος είχε καθορίσει τις διαστάσεις του έργου που τελικώς έγι[*1049]νε για τοποθέτηση των εμπορευματοκιβωτίων. Τα εμπορευματοκιβώτια τοποθετήθηκαν στον συγκεκριμένο χώρο εντός της ναυτικής βάσης, έτσι ώστε να αποτραπεί οποιοσδήποτε κίνδυνος προσβολής τους από δολιοφθορείς. Κλήθηκε προς τούτο, ο διευθυντής επιχειρήσεων της Βάσης αντιπλοίαρχος Ποχάνης, ο οποίος εκπόνησε σχέδιο φρούρησης του φορτίου γνωρίζοντας ότι επρόκειτο για υλικό ύψιστης σημασίας.

 

Τα εμπορευματοκιβώτια που περιείχαν πυρίτιδα τοποθετήθηκαν σε στοιβάδα μοιάζοντας έτσι με μια «μικρή τριώροφη πολυκατοικία», όπως περιγράφεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου. Τοποθετήθηκαν δε με τέτοιο τρόπο ώστε οι πόρτες τους να μην είναι προσβάσιμες. Περιμετρικά της στοιβάδας τοποθετήθηκαν τα εμπορευματοκιβώτια που περιείχαν αδρανή υλικά, έτσι ώστε να αποκλειστεί πλήρως η πρόσβαση ή η προσβολή των πυρομαχικών. Προς αποκλεισμό οποιασδήποτε πρόσβασης στο χώρο τοποθετήθηκαν τρεις σειρές από συρματόπλεγμα. Σε ύψωμα που δέσποζε των εμπορευματοκιβωτίων τοποθετήθηκε υπερυψωμένη σκοπιά (το φυλάκιο 3), η οποία επανδρωνόταν καθημερινά από σκοπούς. Τα εν λόγω εμπορευματοκιβώτια παρέμειναν στην εν λόγω θέση από τις 12 Μαρτίου 2009 μέχρι το τέλος. Τα πυρομαχικά τοποθετήθηκαν σε ανοικτό χώρο εκτεθειμένα κατά άμεσο τρόπο στην ηλιακή ακτινοβολία και τις καιρικές συνθήκες.

 

Όπως επισημαίνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, ο τρόπος αυτός, εναπόθεσης του φορτίου, παραβίαζε τη σχετική οδηγία του ΓΕΕΦ τεκμ.59 σύμφωνα με την οποία τα πυρομαχικά πρέπει να φυλάσσονται σε αποθήκες που απέχουν μεταξύ τους 60-70 μέτρα και που παρέχουν προστασία από υπερβολική θερμοκρασία ή υγρασία και συνθήκες καλού αερισμού. Σε περίπτωση που θα χρησιμοποιούντο εμπορευματοκιβώτια για αποθήκευση πυρομαχικών, τούτα θα έπρεπε να είχαν τοποθετηθεί σε χώρους σκιερούς, συνίστατο δε η κατασκευή στεγάστρου ώστε η ακτινοβολία να μην έρχεται σε επαφή με την οροφή του εμπορευματοκιβωτίου προκειμένου να μην αυξάνεται υπερβολικά η θερμοκρασία στο εσωτερικό του. Κατά δε τους θερινούς μήνες τα πυρομαχικά θα έπρεπε να καταβρέχονται και να αερίζονται. Παράλληλα υπήρχε οδηγία ότι, ο μέγιστος χρόνος αποθήκευσης υλικών σε εμπορευματοκιβώτια δεν πρέπει να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα των 90 ημερών, και τούτο κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

 

3. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΑΡΤΙΟΥ – ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2009

 

Ο τότε Αρχηγός του ΓΕΕΦ Αντιστράτηγος Τσαλικίδης, με επι[*1050]στολή του προς το Γενικό Διευθυντή του ΥΠΑΜ, ανέφερε, μεταξύ άλλων, τους κινδύνους που εγκυμονούσε, η εναποθήκευση σε υπαίθρια στοιβάδα του περιεχομένου των εμπορευματοκιβωτίων, για πλήρη αλλοίωση ή και καταστροφή του περιεχομένου τους.  Παράλληλα, στην εν λόγω επιστολή σημειώνεται ότι επειδή το μεγαλύτερο μέρος του φορτίου αποτελείται από διαφόρων ειδών πυρίτιδας, η σύνθεση της οποίας δεν ήταν γνωστή, υπήρχε κίνδυνος αλλοίωσης λόγω ψηλών θερμοκρασιών ή αποσταθεροποίησης και αυτανάφλεξης. Ζητήθηκε από τον προϊστάμενο τομέα έργων του ΥΠΑΜ Π. Στυλιανίδη, να ερευνήσει το ενδεχόμενο εκποίησης του εν λόγω υλικού εφόσο θα λαμβανόταν προς τούτο πολιτική απόφαση.

 

Στις 19 Ιουνίου 2009 η Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων, με επιστολή της μεταξύ άλλων προς το Γενικό Εισαγγελέα, Γ.Δ. του ΥΠΑΜ, Γ.Δ. του ΥΠΕΞ και Γ.Δ. του Υπουργείου Οικονομικών, ζήτησε τη λήψη απόφασης αναφορικά με την τύχη του φορτίου, θέτοντας ως επιλογές, είτε την καταστροφή του είτε τη διάθεση του για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς είτε και την πώληση του με δημόσιο πλειστηριασμό. Ο Γεν. Εισαγγελέας είχε αναφέρει ότι η πιο ενδεδειγμένη λύση ήταν η διάθεση του φορτίου στην Εθνική Φρουρά. Ο 2ος κατηγορούμενος είχε με χειρόγραφη σημείωση εισηγηθεί την ετοιμασία πρότασης προς το Υπουργικό Συμβούλιο για να εγκρίνει τη διάθεση των υλικών χρήσιμων προς την Εθνική Φρουρά και εκποίηση των υπολοίπων. Μετά από σχετική πρόταση προς το ΓΕΕΦ, το τελευταίο γνωστοποίησε στο ΥΠΑΜ ότι τα συγκεκριμένα υλικά δεν ήταν αναγκαία για την Εθνική Φρουρά. Στις 20 Ιουλίου 2009 η Διευθύντρια του Τμήμ. Τελωνείων με επιστολή της προς το Γεν. Διευθυντή του ΥΠΑΜ εισηγείται συνεννόηση των αρμοδίων υπηρεσιών για τροχοδρόμηση διαδικασίας διάθεσης του κατασχεθέντος υλικού. Η εν λόγω επιστολή κοινοποιήθηκε και στο Γενικό Διευθυντή του ΥΠΕΞ.  Τότε, ο 1ος κατηγορούμενος έδωσε οδηγίες για σύγκληση σύσκεψης αναφορικά με την τύχη του φορτίου καθότι, όπως αναφέρθηκε υπήρχαν σοβαρές πολιτικές πτυχές και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα μετέβαινε στη Συρία. Ως αποτέλεσμα τούτου, η πρόθεση του 2ου κατηγορούμενου για υποβολή εισήγησης προς το Υπουργικό Συμβούλιο δεν υλοποιήθηκε.

 

Στις 6 Αυγούστου 2009 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη για «το μέλλον του φορτίου του πλοίου». Η σύσκεψη έγινε στην παρουσία του Γενικού Εισαγγελέα των Γενικών Διευθυντών των υπουργείων ΥΠΕΞ και ΥΠΑΜ και άλλων υπηρεσιακών παραγόντων, περιλαμβανομένου και του Σ/χη Γεωργιάδη. Στη συγκεκριμένη σύσκεψη οι εκπρόσωποι της Εθνικής Φρουράς είχαν υπογραμμίσει ότι, δεν ήταν αποστολή της Εθνικής Φρουράς η επίβλεψη και  [*1051]διατήρηση του φορτίου γιατί οι υφιστάμενες συνθήκες φύλαξης εγκυμονούσαν κινδύνους για το περιεχόμενο του. Ο Γενικός Εισαγγελέας ανέφερε ότι, εφόσον ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έδωσε οδηγίες για φύλαξη του φορτίου, τότε θα συνεχιστούν τα πράγματα ως είχαν. Ο Γενικός Διευθυντής του ΥΠΕΞ ενημέρωσε τη σύσκεψη ότι ήταν επιθυμία του ΠτΔ και του 1ου κατηγορούμενου να συνεχιστεί η υφιστάμενη κατάσταση μέχρι την πραγματοποίηση της επίσκεψης του ΠτΔ στη Συρία και τη συμπλήρωση της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών τον Οκτώβριο του 2009.

 

Την 1η Ιουνίου 2009 ο 1ος κατηγορούμενος συναντήθηκε με τον Πρόεδρο Άσσαντ και ακολούθησε την 31η Αυγούστου 2009 η επίσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας στη Συρία. Εκφράστηκαν παράπονα από το Σύρο Πρόεδρο και ο ΠτΔ διαβεβαίωσε, το Σύρο ομόλογο του, ότι το φορτίο δεν θα δοθεί σε οποιονδήποτε και θα παραμείνει φυλαγμένο στην Κύπρο μέχρις ότου καταστεί δυνατή η επιστροφή του στη Συρία ή το Ιράν.

 

4. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΠΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ 2009 – ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ 2011

 

Η υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, αναφορικά με το μέλλον του συγκεκριμένου φορτίου, παρέμεινε ως είχε.

 

Στις 4 Νοεμβρίου 2009 ο Α/ΓΕΕΦ με επιστολή του προς το Γενικό Διευθυντή του ΥΠΑΜ, κάνοντας αναφορά στη σύσκεψη της 6ης Αυγούστου 2009 ζήτησε τη λήψη απόφασης επί του θέματος καθότι τούτο ήταν σοβαρό για την Εθνική Φρουρά. Ο Π. Στυλιανίδης εκ μέρους του ΥΠΑΜ ζήτησε με επιστολή του ημερ. 23 Νοεμβρίου 2009 προς το Γενικό Διευθυντή του ΥΠΕΞ ενημέρωση σχετικά με το κατασχεθέν φορτίο. Η επιστολή αυτή δεν απαντήθηκε. Στις 14 Δεκεμβρίου 2009 ο Π. Στυλιανίδης επανήλθε επί του θέματος. Ο Γενικός Διευθυντής του ΥΠΕΞ απάντησε με επιστολή του ημερ. 31 Δεκεμβρίου 2009 ότι «κατά την άποψη του Υπουργείου Εξωτερικών οι πολιτικοί λόγοι για τους οποίους είχαμε καταλήξει στα συγκεκριμένα συμπεράσματα για αντιμετώπιση του ζητήματος κατά τη σύσκεψη του περασμένου Αυγούστου δεν έχουν αλλάξει και επομένως δεν δικαιολογείται προς το παρόν οποιαδήποτε αλλαγή στον τρόπο χειρισμού του θέματος.» Στις 17 Ιουνίου 2010 ο Π. Στυλιανίδης επανέρχεται και όταν η εν λόγω επιστολή τέθηκε ενώπιον του 1ου κατηγορούμενου, αυτός έδωσε οδηγίες όπως αποσταλεί απάντηση με το ίδιο περιεχόμενο, όπως και προηγουμένως. Τούτο έγινε στις 7 Ιουλίου 2010.

[*1052]Στο μεταξύ στις 27 Ιουνίου 2010 ο Α. Κίκα εκ μέρους της Γενικής Ελεγκτού της Δημοκρατίας, με επιστολή του προς το Γενικό Διευθυντή του ΥΠΑΜ, αναφέρθηκε στο κατασχεθέν στρατιωτικό υλικό και έκαμε αναφορά στον κίνδυνο, που εκφράστηκε με τις επιστολές του ΓΕΕΦ, για πιθανότητα αλλοίωσης και καταστροφής του φορτίου ζητώντας ενημέρωση για τις ενέργειες που εγίνοντο για επίλυση του προβλήματος. Δεν υπήρξε ανταπόκριση και η Γενική Ελεγκτής επανήλθε με επιστολή της ημερ. 3 Σεπτεμβρίου 2010, σημειώνοντας ότι θα συμπεριλάμβανε το θέμα στην ετήσια έκθεση της για το 2009. Τελικώς, το θέμα παρέμεινε ως είχε, σε εκκρεμότητα. Στις 6 Σεπτεμβρίου 2010 πραγματοποιήθηκε συνάντηση στο Προεδρικό Μέγαρο, υπό την αιγίδα του ΔΔΓ του ΠτΔ και στρατιωτικών με σκοπό τη συζήτηση και διερεύνηση της πιθανότητας καταστροφής της πυρίτιδας από την Εθνική Φρουρά. Οι εκπρόσωποι της Εθνικής Φρουράς είχαν δώσει διαβεβαίωση ότι θα μπορούσαν να καταστρέψουν την πυρίτιδα. Σχετικό σημείωμα προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας έθετε την εν λόγω εισήγηση λόγω «κάποιων κινδύνων που υπήρχαν με τις ψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται μέσα στα εμπορευματοκιβώτια το καλοκαίρι». Ο εκπρόσωπος του ΥΠΑΜ ενημέρωσε προς τούτο το 2ο κατηγορούμενο. 

 

Ο Π. Στυλιανίδης επανέφερε το θέμα του κατασχεθέντος φορτίου με νέα επιστολή του προς το Γενικό Διευθυντή του ΥΠΕΞ ημερ. 22 Δεκεμβρίου 2010.

 

5. ΣΥΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΥΠΑΜ ΗΜΕΡ. 7 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011

 

Όταν τέθηκε ενώπιον του 1ου κατηγορούμενου η τελευταία επιστολή του Π. Στυλιανίδη ημερ. 22 Δεκεμβρίου 2010, αυτός έδωσε, στις 3 Ιανουαρίου 2011, οδηγίες για τη διενέργεια σύσκεψης με τον ΥΠΑΜ και όλους τους εμπλεκόμενους. Η σύσκεψη πραγματοποιήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2011 και εκτός από τους εμπλεκόμενους υπουργούς, παρόντες ήταν και ο εκπρόσωπος και ο ΓΓΔ του γραφείου του ΠτΔ, όπως επίσης και αξιωματικοί και άλλοι υπηρεσιακοί παράγοντες. Κατά την εν λόγω σύσκεψη ο 2ος κατηγορούμενος είχε επισημάνει ότι το Υπουργείο του είχε επιφορτιστεί με μια τεράστια ευθύνη καθότι τα τοποθετηθέντα εκεί υλικά φρουρούνταν επί 24ωρου βάσεως από την Εθνική Φρουρά.  Ήγειρε σοβαρό θέμα ασφάλειας για το προσωπικό που τα φρουρούσε, λόγω της αποσταθεροποιητικής φύσης του μεγαλύτερου μέρους του φορτίου, που αποτελείτο από πυρίτιδες διαφόρων ειδών εκτεθειμένων σε υψηλές θερμοκρασίες και υγρασία. Ο 1ος κατηγορούμενος αναφέρθηκε στην πολιτική πτυχή του θέματος [*1053]και στα εγκωμιαστικά σχόλια προερχόμενα από εταίρους της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επίσης της μη τήρησης επί του προκειμένου αρνητικής στάσης από πλευράς Συρίας και Ιράν.  Ο Αρχηγός του ΓΕΕΦ υπογράμμισε ότι η Εθνική Φρουρά μπορούσε να εγγυηθεί την ασφάλεια του φορτίου, αλλά όχι επ’ αόριστον, λόγω του ότι οι μεγάλες ποσότητες πυρίτιδας αποτελούσαν κίνδυνο για την ασφάλεια του προσωπικού ένεκα της αλλοίωσης που υφίσταντο, λόγο χρόνου και δυσμενών συνθηκών.

 

Ο εκπρόσωπος του ΔΥΠ Αντι/χης Ν. Γεωργιάδης (ΜΚ11) αναφερόμενος στο περιεχόμενο των εμπορευματοκιβωτίων υπογράμμισε ότι, το κυριότερο πρόβλημα επικεντρώνεται στην πυρίτιδα που εμπεριέχει σταθεροποιητή. Η σύνθεση του σταθεροποιητή αλλοιώνεται, όπως τονίστηκε, με το χρόνο και με την επίδραση των επιβαλλομένων καιρικών συνθηκών. Τόνισε δε ότι, εμπεριέχεται ο κίνδυνος αλλοίωσης της πυρίτιδας και η πιθανότητα αντίδρασης της με ανάφλεξη ή ακόμα και με έκρηξη. Ο εν λόγω Αντι/χης Ν. Γεωργιάδης αναφέρθηκε και στη δυνατότητα της Εθνικής Φρουράς να προχωρήσει σε καύση της πυρίτιδας.

 

Ο 1ος κατηγορούμενος είχε εισηγηθεί τη διενέργεια εξέτασης της ποιότητας της πυρίτιδας από χημείο στην Κύπρο ή το εξωτερικό για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπήρξε οποιαδήποτε αλλοίωση. Ο ΓΓΔ του ΠτΔ εισηγήθηκε το διαχωρισμό του φορτίου σε επικίνδυνα στρατιωτικά υλικά και άλλα έτσι ώστε η Δημοκρατία να απευθυνθεί προς το Συμβούλιο Ασφαλείας για απαλλαγή από τα υλικά αυτά. Θα μπορούσε περαιτέρω, όπως εισηγήθηκε, να προχωρήσει η καταστροφή του φορτίου ή η εκποίηση του νοουμένου ότι το κατασχεθέν φορτίο ήταν ιδιοκτησία της Δημοκρατίας και η επιστροφή μέρους των χρημάτων στη Συρία ή το Ιράν. Ο 1ος κατηγορούμενος απέρριψε αυτή την εισήγηση και λήφθηκε η απόφαση, ως η εισήγηση του, για το άνοιγμα των εμπορευματοκιβωτίων και τη λήψη δειγμάτων διαφόρων πυρίτιδων του φορτίου, αποστολή τους σε χημεία της Κύπρου ή του εξωτερικού έτσι ώστε να διερευνηθεί κατά πόσο είχε αλλοιωθεί η σύνθεση τους. Περαιτέρω ζήτησε να γίνει εκτίμηση της συνολικής αξίας του φορτίου και έρευνα στο εξωτερικό για πιθανούς αγοραστές.

 

Υλοποιώντας την εισήγηση ο Ν. Γεωργιάδης αφού πήρε σχετικές οδηγίες προχώρησε στη διαδικασία παραλαβής δειγμάτων και άρχισε η διαδικασία αποστολής τους στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην ΗΒΟ- ΠΥΡΚΑΛ. Τα δείγματα, που λήφθηκαν στις 22 Φεβρουαρίου 2011, τελικώς δεν κατέστη δυνατό να προωθηθούν στην πιο πάνω εταιρεία καθότι είχε ζητηθεί η εξασφάλιση άδειας [*1054]εισαγωγής. Όταν εξασφαλίστηκε η άδεια αυτή, σε μεταγενέστερο στάδιο, ζητήθηκε προτιμολόγηση και ενδεικτική τιμή για σκοπούς τελωνειακούς. Το προτιμολόγιο στάληκε στο ΥΠΑΜ 7 Ιουνίου 2011 και τελικώς το ζήτημα δεν προωθήθηκε περαιτέρω.

 

6. ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΥΡΩΣΕΩΝ ΤΩΝ Η.Ε. ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

 

Η ομάδα εμπειρογνωμόνων που είχε συσταθεί από την αρμόδια Επιτροπή Κυρώσεων των Ηνωμένων Εθνών κατά του Ιράν ζήτησε από τις 25 Ιανουαρίου 2011 να επισκεφθεί την Κύπρο με σκοπό να διερευνήσει την τήρηση των προνοιών των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Η.Ε., και αφετέρου να εξετάσει το περιεχόμενο του κατασχεθέντος φορτίου. Με οδηγίες του 1ου κατηγορούμενου έγινε αποδεκτή η εισήγηση για επίσκεψη πλην, όμως, να επιδιωχθεί έτσι ώστε αυτή να πραγματοποιηθεί τέλος Μαρτίου ή αρχές Απριλίου. Η εν λόγω Επιτροπή επιθυμούσε να επισκεφθεί την Κύπρο το αργότερο πριν το τέλος Απριλίου έτσι ώστε οι εισηγήσεις της να υποβληθούν αρχές Μαΐου. Το ΥΠΕΞ δεν είχε απαντήσει επί του προκειμένου και σε δεύτερη επιστολή της Μόνιμης Αντιπροσωπείας ημερ. 9 Μαρτίου, δόθηκαν οδηγίες στο Μόνιμο Αντιπρόσωπο της Κύπρου να επιδιώξει την αναβολή της επίσκεψης έτσι ώστε να συμπεριληφθεί στον κύκλο επισκέψεων Ιουλίου-Δεκεμβρίου 2011. Η Επιτροπή γνωστοποίησε στη Μόνιμη αντιπροσωπεία, και κατ’ επέκταση στο ΥΠΕΞ ότι, η επίσκεψη αυτή δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στη ζητηθείσα περίοδο και η επιθεώρηση του φορτίου καθίστατο αδύνατη αλλά η Δημοκρατία θα έπρεπε, μέχρι τις 9 Μαΐου 2011, να αποστείλει αντίγραφα της επιθεώρησης του φορτίου και κατάλογο του περιεχομένου του. Το ΥΠΕΞ δεν ανταποκρίθηκε, παρελθούσης δε της προθεσμίας, δεν απάντησε ούτε σε νέα υπενθύμιση της ΜΑΝΙ, ημερ. 3 Ιουνίου 2011.

 

7. ΣΥΜΒΑΝ 4 ΙΟΥΛΙΟΥ 2011

 

Στις 4 Ιουλίου 2011 ο ημερήσιος σκοπός του φυλακίου 3 στη ΝΒΕΦ, διαπίστωσε ότι ένα από τα εμπορευματοκιβώτια φούσκωσε. Ενημερώθηκε ο Αξιωματικός Υπηρεσίας και μεταβαίνοντας στο χώρο διαπίστωσαν ότι ένα εμπορευματοκιβώτιο που βρισκόταν στην τρίτη σειρά, στο άκρο δεξιά, είχε μετακινηθεί από την αρχική του θέση και οι πόρτες του είχαν ανοίξει λόγω μεγάλης εσωτερικής πίεσης. Ενημερώθηκε σχετικώς ο Διοικητής Ναυτικού πλοίαρχος Ιωαννίδης, ο οποίος επισκέφθηκε το χώρο μαζί με το [*1055]Σ/χη Γεωργιάδη και από την περιγραφή και τον έλεγχο του καταλόγου των εμπορευματοκιβωτίων διαπιστώθηκε ότι, το περιεχόμενο του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου ήταν πυρίτιδα και όχι αδρανή υλικά. Ειδοποιήθηκε σχετικά ο Αρχηγός του ΓΕΕΦ και δόθηκαν οδηγίες για συνάντηση την επομένη.

 

8. ΣΥΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ 2ου ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΗΜΕΡ. 5 ΙΟΥΛΙΟΥ 2011.

 

Ο Σ/χης Γ. Γεωργιάδης ενημέρωσε σχετικώς τον Υπαρχηγό του ΓΕΕΦ και στην παρουσία του Αντ/χη Ν. Γεωργιάδη, και στη συνέχεια, στις 12.00 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη του ΥΠΑΜ στην παρουσία του Αρχηγού του ΓΕΕΦ του ΓΔ του ΥΠΑΜ και άλλων υπηρεσιακών. Κατά την εν λόγω σύσκεψη ο Γεωργιάδης αναφέρθηκε στο γεγονός που προηγήθηκε και την εσωτερική έκρηξη που έγινε στο συγκεκριμένο εμπορευματοκιβώτιο και ο 2ος κατηγορούμενος ζήτησε να πληροφορηθεί κατά πόσο υπήρχε κίνδυνος και για τα άλλα εμπορευματοκιβώτια. Ο Σ/χης Γ. Γεωργιάδης αναφέρθηκε σε παράδειγμα ασθενή που, μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο, λαμβάνει γνώση και απαιτείται να λάβει μέτρα προς αποτροπή του χειρότερου. Τονίστηκε ότι, η πυρίτιδα ήταν, πλέον, επικίνδυνη καθότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν σε ποια κατάσταση βρισκόταν το υπόλοιπο περιεχόμενο του εμπορευματοκιβωτίου καθότι είχαν εκραγεί μερικές και όχι όλες «οι κονσέρβες» μέσα στις οποίες υπήρχε η πυρίτιδα. Τονίστηκε ότι η πυρίτιδα «έδειξε τα δόντια της» ο δε Σ/χης Γεωργιάδης απευθυνόμενος προς τον 2ο κατηγορούμενο του ζήτησε με πολύ έντονο ύφος να ληφθεί πολιτική απόφαση έτσι ώστε να εξευρεθεί αμέσως λύση για εξάλειψη του κινδύνου για τα υπόλοιπα εμπορευματοκιβώτια αφού βρίσκονταν και εκείνα στις ίδιες καιρικές συνθήκες. Γι’ αυτό το έντονο ύφος με το οποίο μίλησε ο Γεωργιάδης, ο 2ος κατηγορούμενος τον επέπληξε. Κατά την εν λόγω σύσκεψη μετά από εισήγηση του Γ.Δ. του Υπουργείου Χ. Μαληκκίδη, αποφασίστηκε όπως συσταθεί επιτροπή, η οποία, αφού επιθεωρήσει τα εμπορευματοκιβώτια, να εισηγηθεί ποια μέτρα θα πρέπει να ληφθούν και να ετοιμαστεί έκθεση η οποία θα ετύγχανε της εγκρίσεως του 2ου κατηγορούμενου.

 

9. ΕΠΙΤΟΠΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗ ΗΜΕΡ. 6 ΙΟΥΛΙΟΥ 2011

 

Ο Χ. Μαληκκίδης ενημέρωσε τηλεφωνικώς τις διάφορες υπηρεσίες που έπρεπε να λάβουν μέρος και μεταξύ άλλων τηλεφώνησε στον Διοικητή της Πυροσβεστικής Ανδρέα Νικολάου, κατηγορούμενο 4. Ο τελευταίος έδωσε οδηγίες στον Αναπληρωτή Διευ[*1056]θυντή της Πυροσβεστικής, Χαράλαμπο Χαραλάμπους (κατηγορούμενο 5) να παραστεί στην επιτόπια εξέταση που θα πραγματοποιείτο την επομένη 6 Ιουλίου 2011.

 

Η Επιτροπή, αποτελούμενη από τους Σ/χη Γ. Γεωργιάδη, Σ/χη Λάμπρου διευθυντή της ΔΥΠ, Αστυνόμο Χ. Χαραλάμπους Υποδιευθυντή της Πυροσβεστικής (5ος κατηγορούμενος), Ανώτερο Υπαστυνόμο Ανδρέα Λοϊζίδη, διοικητή της ΕΜΑΚ (6ος κατηγορούμενος) και άλλους υπηρεσιακούς παράγοντες επισκέφθηκαν  τη Ν.Β.Ε.Φ. Όταν διήλθαν τα υφιστάμενα συρματοπλέγματα, ανέβηκαν, με τη χρήση σκάλας, πάνω στα εμπορευματοκιβώτια, πλην του 5ου κατηγορούμενου ο οποίος αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα υγείας. Διαπιστώθηκε ότι στην πάνω στοιβάδα ένα γωνιακό εμπορευματοκιβώτιο ήταν διογκωμένο και, κατά τι, απομακρυσμένο από τα άλλα τα οποία εφάπτονταν μεταξύ τους. Οι πόρτες του εμπορευματοκιβωτίου ήταν μισάνοικτες και αντιλήφθηκαν σημεία καύσης της πυρίτιδας. Στη συνέχεια, ακολούθησε σύσκεψη στο γραφείο που τους διέθεσε ο πλοίαρχος Ιωαννίδης, έγιναν διάφορες συζητήσεις και κατέληξαν σε εισηγήσεις, που ο Σ/χης Γεωργιάδης συμπεριέλαβε σε σχετικό υπόμνημα. Όπως ήταν το εύρημα του Κακουργιοδικείου, στην εν λόγω σύσκεψη, ήταν κοινή η διαπίστωση όλων ότι έγινε αυτανάφλεξη και έκρηξη λόγω της δημιουργίας όγκου αερίων. Ο Σ/χης Γεωργιάδης ήταν σε εγρήγορση και πανικό και όλοι συμφώνησαν ότι η κατάσταση ήταν πάρα πολύ κρίσιμη. 

 

Από την ενημέρωση που έγινε, ως το εύρημα του Κακουργιοδικείου, οι 5ος και 6ος κατηγορούμενοι είχαν αντίληψη, κατά την πιο πάνω ημερομηνία, πως υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος ζωής. Το Κακουργιοδικείο αναφέρει επί του προκειμένου τη δήλωση του 6ου κατηγορούμενου που έκαμε στις 7 Ιουλίου 2011 σε δύο άλλους αξιωματικούς της ΕΜΑΚ ότι «αν παίξουν θα έρτουν να μας εύρουν δακάτω/μας έβαλαν πόμπα/τους είπα ότι θα ανατινάξουν τη Λάρνακα.» 

 

Ο 4ος κατηγορούμενος παρότι δεν είχε επισκεφθεί επιτόπου τα εμπορευματοκιβώτια και δεν έλαβε μέρος στη σύσκεψη που ακολούθησε έτυχε ενημέρωσης από τον κατηγορούμενο 5. Η ενημέρωση έγινε την επομένη 7 Ιουλίου 2011 στην πρωινή τακτική σύσκεψη στη διεύθυνση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και ήταν πλήρης αναφορικά με το τι είχαν αντιμετωπίσει οι λαμβάνοντες μέρος στην επιτόπια εξέταση και τις συζητήσεις που έγιναν για αντιμετώπιση της κατάστασης όπως επίσης και των μέτρων που είχαν αποφασιστεί. Ο εν λόγω 4ος κατηγορούμενος γνώριζε ότι [*1057]επρόκειτο για εμπορευματοκιβώτια με πυρίτιδα τοποθετημένα σε στοιβάδα, γνώριζε ότι στο ένα εμπορευματοκιβώτιο υπήρχε ανάφλεξη και πυρκαγιά, ότι προκλήθηκαν αέρια και πίεση και ότι το εμπορευματοκιβώτιο διογκώθηκε δημιουργήθηκε σχισμή και ότι άνοιξαν οι πόρτες με την εκτόνωση των αερίων και ότι το εμπορευματοκιβώτιο μετακινήθηκε από τη θέση του. Γνώριζε ότι στο εμπορευματοκιβώτιο υπήρχε καμένη πυρίτιδα και καμένο ξύλο.  Παράλληλα, ήξερε ότι επρόκειτο περί τεραστίου όγκου πυρίτιδας σε ένα στρατόπεδο, ήτοι στη Ναυτική Βάση. Ο 4ος κατηγορούμενος αναχώρησε την επόμενη μέρα, δηλαδή 7 Ιουλίου 2011 για το εξωτερικό. Απετέλεσε εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι οι 4, 5 και 6 κατηγορούμενοι γνώριζαν και είχαν αντίληψη του κινδύνου θανάτου. Αυτό έγινε υπό τις δεδομένες σοβαρότατες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.

 

Η έκθεση Γεωργιάδη αναφέρει ότι, επί του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου υπήρξε αυτανάφλεξη υλικών και δημιουργήθηκε έκρηξη, με αποτέλεσμα τα αέρια που εκτονώθηκαν, τόσο στο εμπρόσθιο όσο και στο οπίσθιο μέρος να προκαλέσουν βίαιη παραβίαση των θυρών του εμπορευματοκιβωτίου. Δεν καταστράφηκε από τη φωτιά και την έκρηξη το σύνολο του φορτίου.

 

Οι θερμοκρασίες που αναπτύσσονται εντός των εμπορευματοκιβωτίων είναι απαγορευτικές για φύλαξη πυρίτιδων, οι αποθηκευμένες πυρίτιδες αποδεδειγμένα έχουν αλλοιωθεί και αποσταθεροποιηθεί και η έκρηξη ήταν αρκετά ισχυρή διότι το εμπορευματοκιβώτιο βάρους 10.5 τόνων μετακινήθηκε, περίπου 30cm, από την αρχική του θέση σε δύο κατευθύνσεις. 

 

Η εν λόγω Επιτροπή ομόφωνα αποφάσισε να εισηγηθεί, μεταξύ άλλων, τη λήψη των παρακάτω μέτρων:

 

«(α) Άμεση τοποθέτηση συστήματος συνεχούς κατάβρεξης ….

 

(β) Άμεση μετακίνηση του εκραγέντος εμπορευματοκιβωτίου …..,

 

(γ) λήψη πολιτικής απόφασης για καταστροφή του φορτίου …..

 

(δ) σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η λήψη άμεσης απόφασης για καταστροφή να εκκενωθούν οι πυρίτιδες από  τα εμπορευματοκιβώτια και να στοιβαχθούν σε υπόστεγα.»

 

Η εν λόγω έκθεση στάληκε στο γραφείο του Αρχηγού του [*1058]ΓΕΕΦ, ο οποίος παρόλο που, είχε μεταβεί επιτόπου και επιθεωρήσει τα εμπορευματοκιβώτια δεν διαβίβασε ποτέ, πριν την έκρηξη, την έκθεση προς το 2ον κατηγορούμενο.

 

Ο 2ος κατηγορούμενος είχε ζητήσει την προηγούμενη μέρα από τον Ταξίαρχο Θεοφάνους, ο οποίος ήταν Διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πολιτικής Σχεδίασης Εκτάκτων Αναγκών, να παρίσταται στην επιθεώρηση του φορτίου με σκοπό να τον ενημερώσει καθότι όπως του είπε ήταν «άνθρωπος με νου». Ο εν λόγω Θεοφάνους επιστρέφοντας από την επιτόπια εξέταση, έχοντας μαζί του και φωτογραφίες, έγινε δεκτός από τον ΥΠΑΜ. Η ενημέρωση που έγινε προς τον ΥΠΑΜ, από τον ταξίαρχο Θεοφάνους, ήταν λεπτομερέστατη, αναφέροντας για την εκδηλωθείσα ανάφλεξη και την έκρηξη που έγινε στο συγκεκριμένο εμπορευματοκιβώτιο, όπως επίσης ο ΥΠΑΜ ενημερώθηκε για τις εισηγήσεις που έγιναν για κατάβρεξη των εμπορευματοκιβωτίων και ιδιαιτέρως για το γεγονός ότι έγινε εισήγηση για μετακίνηση του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου. 

 

10. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΕΤΑΞΥ 6-11 ΙΟΥΛΙΟΥ 2011

 

Μεταξύ της περιόδου 6-8 Ιουλίου 2011 έγινε διερεύνηση κατά πόσο θα μπορούσαν να τοποθετηθούν καταιονητήρες που θα χρησιμοποιούνταν για σκοπούς κατάβρεξης των εμπορευματοκιβωτίων, πλην, όμως, δεν έγινε τίποτε επί τούτου. Ούτε η Έκθεση Ενεργείας Γεωργιάδη έφθασε στα χέρια του 2ου κατηγορούμενου.  

 

Οι 4ος, 5ος και 6ος κατηγορούμενοι δεν ετοίμασαν ούτε έδωσαν οδηγίες για να ετοιμαστεί οποιονδήποτε σχέδιο για τον τρόπο ενεργείας των μελών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, έχοντας σχέση εγγύτητας και καθήκον προς τους «εργοδοτούμενους» τους πυροσβέστες. Ιδιαιτέρως αφού γνώριζαν ότι σε περίπτωση πυρκαγιάς θα καλούντο οι άνδρες της ΕΜΑΚ να ανταποκριθούν.

 

11. 11η ΙΟΥΛΙΟΥ 2011

 

Μεταξύ 10ης και 11ης Ιουλίου υπήρχε πάρα πολύ υγρασία στην ατμόσφαιρα. Στις 3.45 π.μ. της 11ης Ιουλίου ακούστηκε από υπάλληλο του ηλεκτροπαραγωγού σταθμού Βασιλικού μια έκρηξη προερχόμενη από την πλευρά της Ναυτικής Βάσης. Σε 5 λεπτά ακούστηκε και δεύτερη. Στις 3.55 π.μ. φρουρός στη Ναυτική βάση αντιλήφθηκε δύο εστίες φωτιάς και ειδοποίησε. Διαπίστωσε ότι η φωτιά ήταν στο εμπορευματοκιβώτιο το οποίο είχε διογκωθεί, κατά τις προηγούμενες μέρες, και ότι υπήρχε φωτιά στα χόρτα [*1059]που περιέβαλλε το χώρο που βρισκόταν το φορτίο. Η φωτιά εξελισσόταν σε μια πύρινη κόλαση. Στις 4.25 π.μ. ενημερώθηκε ο αστυνομικός σταθμός Ζυγίου και στις 4.27 π.μ. ειδοποιήθηκε ο πυροσβεστικός σταθμός της ΕΜΑΚ ότι υπάρχει πυρκαγιά και συμβαίνουν εκρήξεις στη Ναυτική Βάση. Σε δύο λεπτά αναχώρησαν δύο πυροσβεστικά οχήματα το ένα με υπ’ αριθμό εγγραφής ΚΑΧ715 που χαρακτηρίστηκε ως το «δεκάτονο» και το ΗΖΝΧ23 το οποίο χαρακτηρίστηκε ως το «πυροσβεστικό του Ταντή». Συνεπιβάτης του τελευταίου πυροσβεστικού ήταν ο λοχίας της Πυροσβεστικής, Παπαδόπουλος. Τα οχήματα έφθασαν στην πύλη του στρατοπέδου στις 4.42 π.μ.. Ο λοχίας Παπαδόπουλος αμέσως ζήτησε να πληροφορηθεί τι περιείχαν τα εμπορευματοκιβώτια.

 

Ήταν εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ούτε η υπηρεσία της ΕΜΑΚ, ούτε ο Παπαδόπουλος αλλά ούτε και οι λοιποί πυροσβέστες φθάνοντας στην πύλη του στρατοπέδου είχαν γνώση του περιεχομένου των εμπορευματοκιβωτίων. Είναι επίσης εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο Παπαδόπουλος πριν προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια πυρόσβεσης, είχε γνώση ότι υπήρχε πυρκαγιά σε εμπορευματοκιβώτιο που περιείχε πυρίτιδα, ότι έγινε έκρηξη και καιγόταν πυρίτιδα.

 

Στις 4.53 π.μ. ειδοποιήθηκε ο 6ος κατηγορούμενος για το συμβάν και στις 5.30 π.μ. έφθασε στα γραφεία της ΕΜΑΚ όπου συνοδευόμενος από άλλο πυροσβέστη ξεκίνησε για τη Ναυτική Βάση. 

 

Ο 6ος κατηγορούμενος τηλεφώνησε στον 5ο κατηγορούμενο στις 4.58 π.μ. και τον ενημέρωσε για το περιστατικό στη Ν.Β.Ε.Φ.  Στις 5.30 π.μ. ξεκίνησε και ο 5ος κατηγορούμενος για τη Ναυτική Βάση. Στις 5.32 π.μ. ο 6ος κατηγορούμενος μαζί με τον άλλο πυροσβέστη έφθασαν στην πύλη του στρατοπέδου. Κατευθυνόμενοι δε προς το σημείο της σκοπιάς αρ. 3 ακούστηκε η έκρηξη και ο ίδιος τραυματίστηκε. Ο 5ος κατηγορούμενος τη στιγμή της έκρηξης βρισκόταν στον κυκλικό κόμβο Ζυγίου.

 

Στις 5.17 π.μ. έφθασε στη Ν.Β. και ο πλοίαρχος Ιωαννίδης, διοικητής ναυτικού. Ο Παπαδόπουλος ζήτησε όπως μεταβούν στην πύλη και τα πυροσβεστικά οχήματα του στρατοπέδου. Ο Παπαδόπουλος μαζί με τον Κλεάνθους της Ν.Β. κατευθύνθηκαν με άλλο όχημα στη σκηνή για να επιθεωρήσουν το χώρο. Σε κάποιο στάδιο το «δεκάτονο» πυροσβεστικό όχημα κινήθηκε προς το ύψωμα της σκοπιάς 3, το ίδιο έπραξε και το άλλο πυροσβεστικό της Εθνικής Φρουράς με οδηγίες του Παπαδόπουλου. Στις 5.25 π.μ. το «δεκάτονο» προσεγγίζει τον χώρο των εμπορευματοκιβω[*1060]τίων με στόχο την κατάσβεση της πυρκαγιάς στα χόρτα και στο εμπορευματοκιβώτιο. Επίσης προς το ύψωμα κινήθηκε και το «πυροσβεστικό του Ταντή». Οι 5ος και 6ος κατηγορούμενοι όντες γνώστες του κινδύνου έπρεπε να βεβαιωθούν ότι ο Παπαδόπουλος είχε τηρήσει τους κανόνες και τις αποστάσεις ασφαλείας και αν διαπίστωναν ότι δεν το έπραξε να διατάξουν την εφαρμογή τους. Δεν το έπραξαν, όπως επίσης να διατάξουν εκκένωση και απομάκρυνση όλων των παρευρισκομένων. Στις 5.47 π.μ. προς 5.48 π.μ. έγινε έκρηξη με τα ολέθρια αποτελέσματα τα οποία περιγράφονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, η οποία, όπως έχουμε σημειώσει, επέφερε το θάνατο των 13 ανθρώπων όπως περιγράφεται στις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου.

 

Η έκρηξη δημιούργησε ένα κρατήρα διαμέτρου 60 μέτρων, βάθους 15 μέτρων και από τους υπολογισμούς που έγιναν σε μεταγενέστερο στάδιο τέτοιου είδους κρατήρας για να δημιουργηθεί απαιτείτο εκρηκτική ύλη βάρους 451 κιλών περίπου.

 

Ήταν εύρημα του Κακουργιοδικείου αναφορικά ότι η πυρίτιδα έχει τα εξής στοιχεία: (α) η πυρίτιδα αποτελείται κυρίως από νιτρογλυκερίνη και/ή νιτροβάμβακα τα οποία είναι εκρηκτικές ύλες. Κατά τη διάσπαση της πυρίτιδας παράγονται καινούργιες ουσίες (νιτρο-ομάδες) που την καθιστούν επικίνδυνη για έκρηξη.  (β) Για να προστατεύεται η πυρίτιδα από πιθανή έκρηξη προστίθεται σ’ αυτή μια χημική ουσία (διφαινυλαμίνη) ως σταθεροποιητής, ούτως ώστε να δεσμεύει τις ουσίες που παράγονται από τη διάσπαση της. Όμως, με το να δεσμεύει τις ουσίες αυτές η δράση της διφαινυλαμίνης μειώνεται. (γ) Ως εκ τούτου πρέπει να γίνεται συνεχής παρακολούθηση του επιπέδου της διφαινυλαμίνης στην πυρίτιδα. Ο χρόνος μείωσης της διφαινυλαμίνης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες και έχει σχέση με τον τρόπο φύλαξης της πυρίτιδας. (δ) Η πυρίτιδα δεν πρέπει να φυλάσσεται στον ήλιο ούτε σε υψηλές θερμοκρασίες διότι επιταχύνεται η μείωση του σταθεροποιητή.

 

Τα αποτελέσματα των δειγμάτων που λήφθηκαν τον Μάρτη του 2011, με σκοπό την αποστολή τους στην Ελλάδα, κατέδειξαν ότι μέρος των δειγμάτων είχαν υποστεί μεγάλη μείωση του σταθεροποιητή εντασσόμενα στην κατηγορία Β που δεν επιμαρτυρούσαν άμεσο κίνδυνο αλλά πλησίαζαν τα επικίνδυνα επίπεδα.  Σημειώνει περαιτέρω το Κακουργιοδικείο ότι η λήψη των δειγμάτων έγινε πριν τους καλοκαιρινούς μήνες όπου η θερμοκρασία και η υγρασία επιταχύνουν τη μείωση του σταθεροποιητή. Όταν μια μεγάλη ποσότητα εκρηκτικής ύλης παραμείνει κλειστή ερμητικά, τότε η αποσύνθεση δημιουργεί μεγάλους όγκους αερίων οι οποίοι θα προκαλέσουν με[*1061]γάλες πιέσεις εντός του εσωτερικού και κατά την εκτόνωση θα δημιουργηθεί έκρηξη μεγάλης ισχύος.  Αυτό ήταν το αποτέλεσμα αυτανάφλεξης της πυρίτιδας λόγω αποσταθεροποίησης της και βίαιης ακολούθως εκτόνωσης των αερίων.

 

Μετά την πιο πάνω παράθεση των γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση αυτή, θα εξετάσουμε επιμέρους τις εφέσεις, ακολουθώντας τη σειρά των κατηγορουμένων όπως αυτή έχει διατυπωθεί στο κατηγορητήριο.

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 162/2013 – ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ν. ΜΑΡΚΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ

 

Η θέση που προώθησε ο εφεσείων ήταν ότι, το Κακουργιοδικείο, κατά την υπαγωγή των γεγονότων στο νόμο έσφαλε, οδηγούμενο στην αθώωση του εφεσίβλητου για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.

 

Αναπόδραστα, το πρώτο θέμα που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι, κατά πόσο, ο εφεσείων έχει κατορθώσει να υπερπηδήσει το νομικό εμπόδιο που καθιερώνεται με το Άρθρο 137 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155, ιδόμενο από τη σκοπιά του μοναδικού λόγου έφεσης, ότι «Ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων».

 

Εκείνο που στην ουσία προκύπτει από την αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης και την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε, προς υποστήριξή του, είναι, σύμφωνα με τον εφεσίβλητο, ότι ο εφεσείων ενώ, δηλώνει ότι αποδέχεται τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου επί των γεγονότων και αυτό που αμφισβητεί είναι τα εξαχθέντα στη βάση των εν λόγω γεγονότων συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου, στην ουσία κατά τρόπο συγκεκαλυμμένο, αμφισβητεί τα ευρήματα επί των γεγονότων, θέτοντας συναφώς την έφεσή του εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137 του Κεφ.155.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η επί του προκειμένου θέση του εφεσείοντα, η ευπαίδευτη συνήγορος του οποίου υποστήριξε ότι εκείνο που αμφισβητεί δεν είναι τα ευρήματα επί των γεγονότων τα οποία και αποδέχεται, αλλά την υπαγωγή τους στο Νόμο, μια διαδικασία επιτρεπόμενη για σκοπούς εφαρμογής και εμβέλειας του Άρθρου 137 του Κεφ.155.

[*1062]Συναφώς, το ζητούμενο σ’ αυτή την προκαταρκτική εξέταση της έφεσης είναι αν τα συγκεκριμένα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, όπως αυτά έχουν εξαχθεί μετά από τη σχετική αξιολόγηση που έγινε από το Κακουργιοδικείο, έχουν τύχει της σωστής υπαγωγής στο νόμο ή όχι.

 

Τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ως προς τα γεγονότα είναι δεδομένα και ανεπηρέαστα από την υπό κρίση έφεση. 

 

Πριν όμως προχωρήσουμε στην ανάλυση του θέματος της εμβέλειας του Άρθρου 137 του Κεφ.155, θεωρούμε ότι, είναι χρήσιμο να ασχοληθούμε με τη διάκριση μεταξύ πρωτογενών και δευτερογενών ευρημάτων ή και συμπερασμάτων του Δικαστηρίου.  Το θέμα απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεών του. Συγκεκριμένα στην υπόθεση Κυπριανού ν. Κυπριανού (1994) 1 Α.Α.Δ. 145, το ζήτημα προς εξέταση ήταν, κατά πόσο, τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου επί των πραγματικών γεγονότων ήταν ευρήματα ή συμπεράσματα. Το εφετείο έκαμε την εξής διαφοροποίηση στη σελίδα 150:

 

««Ο όρος συμπεράσματα» υποδηλοί κατά κανόνα δευτερογενή ευρήματα, δηλαδή ευρήματα τα οποία συνάγονται ως θέμα λογικής και κοινής αντίληψης από τα πρωτογενή ευρήματα του Δικαστηρίου. Στην αγγλική ορολογία, ο όρος που αντιστοιχεί στα «συμπεράσματα» που απαντάται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας (βλ. Δ.35 θ.8), είναι «inferences». Η εξαγωγή συμπερασμάτων προϋποθέτει την ύπαρξη ευρημάτων για τα πρωτογενή γεγονότα.»

 

Ανάλογη προσέγγιση διαπιστώνουμε και στην υπόθεση Χαϊλής ν. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (1994) 1 Α.Α.Δ. 530, ιδιαιτέρως στη σελίδα 542 όπου υιοθετείται η προσέγγιση στην υπόθεση Κυπριανού (ανωτέρω). Αναφέρεται δε στη σελίδα 542 το εξής:

 

«Στην προκείμενη περίπτωση είναι φανερό – παρότι δεν χρησιμοποιείται η λέξη βρίσκω, εύρημα ή άλλη παρόμοια φράση – ότι πρόκειται για τα ευρήματα του Δικαστηρίου με βάση την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού στο οποίο αναφέρονται. Αυτό προκύπτει από τη δομή και το περιεχόμενο της απόφασης. Της απαρίθμησης των ευρημάτων προηγήθηκε σε άλλη θέση της απόφασης, ανάλυση της μαρτυρίας και γενικά του αποδεικτικού υλικού το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρξε διφορούμενο».

[*1063]Χρήσιμη επί του προκειμένου αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207, η οποία αφορούσε έφεση του Γενικού Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο εξετάζοντας κατά πόσο εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων, αναφέρει τα εξής, στη σελ. 214:

 

«… Έχουμε την άποψη πως με βάση τα ευρήματα του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα και ερμήνευσε λανθασμένα το Νόμο. Το Εφετείο στην περίπτωση διατύπωσης συμπερασμάτων, είναι στην ίδια καλή θέση με το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα δικά του συμπεράσματα που προκύπτουν από τα πρωτογενή ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.»

 

Παρατηρούμε συναφώς ότι η δικαστική εργασία προϋποθέτει την παράθεση της μαρτυρίας, την αξιολόγηση της και στη συνέχεια την εξαγωγή ευρημάτων που απολήγουν στη διαπίστωση, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, των πρωτογενών ή αληθών, κατά την κρίση του, γεγονότων, τα οποία, στη συνέχεια, αυτά τα ευρήματα εντάσσονται στο πλαίσιο του Νόμου και υπαγόμενα με αυτό τον τρόπο απολήγουν στο καταληκτικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με την ενοχή, εφόσον στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται περί ποινικής υπόθεσης, ή όχι.

 

Το θέμα της εμβέλειας του Άρθρου 137 είναι δικαιοδοτικό καθότι το δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης είναι περιορισμένο.

 

Το Άρθρο 137(1)(α) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155, όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 4(α) του Νόμου 54(Ι)/1998 αναφέρει τα εξής: 

 

«(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται –

 

α. Να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση κακουργιοδικείου ή επαρχιακού δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

 

(i) óτι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής∙

 

(ii) ότι η απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε∙

[*1064](iii) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων∙

 

(iv) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας».

 

Το θέμα της εμβέλειας και εφαρμογής του Άρθρου 137(1)(α) Κεφ.155 είχε συζητηθεί και αποφασιστεί προσφάτως από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, η οποία αφορούσε την κακοποίηση δύο φοιτητών από αστυνομικούς.

 

Με την εν λόγω απόφαση καθορίστηκαν οι σχετικές αρχές με αναφορά σε προγενέστερη νομολογία και καθιερώθηκε, ως δεσμευτικό προηγούμενο, η εμβέλεια εφαρμογής του συγκεκριμένου άρθρου. Τούτο, αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην παρούσα υπόθεση όπου η υπεράσπιση δεν αμφισβητεί τις εν λόγω αρχές, αλλά ούτε και την εμβέλειά τους, όπως αυτή οριοθετήθηκε στην υπόθεση Ευσταθίου, από την οποία να σημειωθεί δεν μας ζητήθηκε να αποστούμε, ούτε να αποκλίνουμε. Αντίθετα, η υπεράσπιση οικοδομώντας επί των εν λόγω αρχών, εισηγήθηκε την απόρριψη της έφεσης, χωρίς να εξεταστεί η ουσία της, υποβάλλοντας ότι εκείνο που ουσιαστικά ο εφεσείων αμφισβητεί είναι την ορθότητα των πρωτόδικων ευρημάτων και όχι την ορθότητα των πρωτόδικων συμπερασμάτων.

 

Κατ’ αρχάς κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από τις σελίδες 125-126 της απόφασης στην υπόθεση Ευσταθίου:

 

«Είναι θεμελιωμένο πως η φύση του θέματος, που αφορά στη δυνατότητα ανατροπής αθωωτικής απόφασης προς επανακρίση, επιβάλλει στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων. Κατά την εξέταση του θέματος, για να αντλήσουμε τα βασικά από τη νομολογία μας, θα πρέπει να διαγιγνώσκεται και να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και του περιορισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας που, βεβαίως, βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου. Το οποίο, στην ουσία, εισάγει τη δυνατότητα έφεσης επί θεμάτων που ουσιαστικά ενέχουν νομικό σημείο ώστε η διαπίστωση γεγονότος στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή θέματος σχετικού προς αυτή να αποκλείεται. (βλ. Attorney General v. Schizas (1983) 2 C.L.R. 328, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου 1990 (2) Α.Α.Δ. 133, Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152, Γενικός [*1065]Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151, Δήμος Αγίας Νάπας ν. Χαμάλη (2000) 2 Α.Α.Δ. 241, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 67, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217.)

 

Περαιτέρω το εφετείο ανέφερε στη σελίδα 126 τα εξής: 

 

«Προσεγγίζουμε εδώ τον όρο «νομικό σημείο», όπως ακριβώς τον βρίσκουμε στη νομολογία μας κατά την αναφορά στο Άρθρο 137(1)(α) έχοντας υπόψη και τα εν γένει νομολογηθέντα ως προς το τι μπορεί να περιλαμβάνει αυτός ο όρος. Δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός αλλά είναι στοιχειώδες πως δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου επί των γεγονότων, εκτός αν, όπως εξηγήθηκε, αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο. Έπεται πως η απόφανση προϋποθέτει δοσμένη κατάσταση πραγμάτων αλλά δεν προϋποθέτει πάντοτε και κάποια ιδιαίτερη νομοθετική διάταξη με ζητούμενο το κατά πόσο αυτά τα γεγονότα καλύπτονται ή όχι από αυτήν. Είναι ευρύτερη η έννοια του όρου και περιλαμβάνει, όπως ρητά αναγνωρίστηκε σε σειρά υποθέσεων, την εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε ή ακόμη και άποψη πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί, αλλά και ειδικότερα, εκτίμηση επί της αποτυχίας απόσεισης του βάρους απόδειξης στη βάση των διαπιστωνόμενων γεγονότων.» 

 

Επανερχόμενοι τώρα στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης έχουμε να σημειώσουμε ότι το Κακουργιοδικείο είχε κατ’ αρχάς, διαπιστώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του εφεσίβλητου στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της τότε κυβέρνησης, στο βαθμό, και με ιδιαίτερη αναφορά στις επαφές του εφεσίβλητου με τον Πρόεδρο Άσσαντ και την παρουσία του ιδίου στη συνάντηση στο τέλος Αυγούστου το 2009 στη Συριακή πρωτεύουσα του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Χριστόφια με τον Πρόεδρο της Συρίας κ. Άσσαντ. Σε κάθε συνάντηση με διάφορους αξιωματούχους άλλων εμπλεκομένων υπηρεσιών, ο εφεσίβλητος έκαμνε σαφή αναφορά στο σημαντικό ρόλο και την πολιτική σημασία που είχε, το θέμα του συγκεκριμένου φορτίου, στην εξωτερική πολιτική του κράτους, ιδιαιτέρως με τις αραβικές χώρες, όπως επί του προκειμένου, τη Συρία και το Ιράν. Εξηγούσε σε όλους τους εμπλεκόμενους ότι δεν δικαιολογείτο οποιαδήποτε αλλαγή στον τρόπο χειρισμού του φορτίου, εφόσον οι πολιτικοί λό[*1066]γοι που οδήγησαν στην κράτηση και φύλαξη του φορτίου τον Αύγουστο του 2009 εξακολουθούσαν να υπάρχουν.

 

Η εμπλοκή του εφεσίβλητου, όμως, στην αποτροπή λήψης απόφασης για προώθηση πιθανής λύσης εκποίησης του φορτίου τον Ιούλιο και ιδιαίτερα τον Αύγουστο του 2009 και ειδικότερα η αδιαφορία που επέδειξε, παρόλο που είχε γίνει δέκτης παραπόνων και ανησυχιών από το Υπουργείο Άμυνας, την περίοδο μεταξύ Οκτωβρίου 2009 και Φεβρουαρίου 2011, ως προς την έκθεση του φορτίου πυρίτιδας και εκρηκτικών στο ύπαιθρο, οδήγησε το Κακουργιοδικείο να καταλήξει στο εύρημα ότι ο εφεσίβλητος υπέδειξε πλήρη αδράνεια. 

 

Πρωταγωνιστικός ήταν επίσης ο ρόλος του εφεσίβλητου στο να οδηγήσει τη σύσκεψη της 7ης Φεβρουαρίου 2011 στο Υπουργείο Άμυνας, που ο ίδιος συγκάλεσε, να πάρει απόφαση για τη λήψη και αποστολή δειγμάτων του φορτίου της πυρίτιδας για ανάλυση, γνωρίζοντας για πιθανή έκρηξη και έχοντας, όπως είναι το εύρημα του Κακουργιοδικείου, γνώση κινδύνου. Μια άλλη πτυχή στην οποία το Κακουργιοδικείο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση αναφορικά με το ρόλο που διαδραμάτισε ο εφεσίβλητος σ’ αυτή τη διαδικασία είναι η καταλυτική του παρέμβαση έτσι ώστε να αποτραπεί η έλευση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών την περίοδο Μαρτίου-Απριλίου 2011 έχοντας και πάλι όπως ήταν το εύρημα του Κακουργιοδικείου, επίγνωση του κινδύνου έκρηξης.

 

Τα πιο πάνω σε συνδυασμό με την παντελή αδράνεια και την απουσία εκδήλωσης οποιουδήποτε ενδιαφέροντος για την παραπέρα πορεία των πραγμάτων, που τελικώς οδήγησε στα ολέθρια αποτελέσματα της 11ης Ιουλίου 2011, οδήγησαν το Κακουργιοδικείο στο τελικό συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος δεν διαχειριζόταν την τύχη του συγκεκριμένου φορτίου, ούτε μπορούσε να πάρει απόφαση για τα περαιτέρω και ως εκ τούτου, κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε την αναγκαία σύνδεση με το φορτίο, ώστε να έχει εγγύτητα προς τα θύματα.

 

Βοήθεια στο πώς εξετάζεται και αντιμετωπίζεται η υποπαράγραφος (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου 1, του Άρθρου 137, αντλούμε επί του προκειμένου από την απόφαση Ευσταθίου (ανωτέρω). Ο Δικαστής Κωνσταντινίδης ανέφερε στη σελίδα 127 τα εξής:

 

«Στην Τhe Attorney General of the Republic v. Takis Herodotou (1969) 2 C.L.R. 10 η αθωωτική απόφαση παραμερίστηκε επειδή αντίθετα προς την αποτίμηση του πρωτόδικου [*1067]Δικαστηρίου, η μαρτυρία, στην πραγματικότητα, αποδείκνυε την διάπραξη του αδικήματος. Όπως ακριβώς και στις Δήμος Λευκωσίας ν. Hopeland Enterpirses Ltd κ.ά. (1966) 2 A.A.Δ. 21 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (Αρ. 1) (2002) 2 A.A.Δ. 473. Στην The Attorney General of the Republic v. Kyriacos Chrysanthou Petrou (1972) 2 C.L.R. 81 τo πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως δεν αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για σεξουαλικό αδίκημα κατά ανήλικης, αφού δεν ήταν διατεθειμένο να στηριχτεί στη μη ενισχυόμενη μαρτυρία της ανήλικης. Διαπιστώθηκε πως υπήρχε μαρτυρία από τρίτο, που θα μπορούσε, ανάλογα με την αξιολόγηση της να συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία. Δεν αναφέρθηκε σ’ αυτή τη μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο και κρίθηκε πως η περίπτωση καλυπτόταν από το Άρθρο 137(1)(α)(ιιι) για πλημμελή εφαρμογή του νόμου επί των πραγματικών γεγονότων. Ως νόμος, εν προκειμένω, όπως εξηγήθηκε, ήταν ο κανόνας πρακτικής σε σχέση με την προσέγγιση της μαρτυρίας των παραπονούμενων σε σεξουαλικής φύσης υπόθεση. Και θεωρήθηκε πως εφαρμόστηκε πλημμελώς εξαιτίας της παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασχοληθεί με ουσιώδες γεγονός το οποίο θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη αναφορικά με το κατά πόσο υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία. Τελικά, στην Attorney General v. Panayiotides (1983) 2 C.L.R. 253, η αθώωση παραμερίστηκε μεταξύ άλλων ως αποτέλεσμα απόδοσης μη δέουσας βαρύτητας σε ορισμένη μαρτυρία.»

 

Παρατηρούμε συναφώς ότι, τίθεται προς κρίση αυτό τούτο «το συμπέρασμα» του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τη διαχείριση της τύχης του φορτίου και την απουσία εκδήλωσης ενέργειας από μέρους του εφεσίβλητου προς αποτροπή του μοιραίου αποτελέσματος και της υπαγωγής του συγκεκριμένου συμπεράσματος στο Νόμο, δηλαδή στις πρόνοιες του Άρθρου 210 του Κεφ.154, που είναι η παράλειψη του εφεσίβλητου να ενεργήσει, έτσι ώστε να αποφευχθεί το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. 

 

Παρομοίως, αποτελεί συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου, πως, όσο και αν ήταν αξιοκατάκριτη η επιδειχθείσα από τον εφεσίβλητο αδιαφορία, η ευθύνη του παρέμεινε στο πλαίσιο της πολιτικής υφής, μη επεκτεινόμενη και σε ποινική ευθύνη.

 

Η μαρτυρία, επί του προκειμένου, ήταν δεδομένη και δεν αναφύεται ζήτημα αξιοπιστίας. Περί συμπεράσματος ή εκτιμήσεως είναι ο λόγος και όχι περί πρωτογενών ευρημάτων επί γεγονότων.  Θεωρούμε ότι ως θέμα νόμου, με την έννοια του Άρθρου 137, [*1068]Κεφ.155, η εξαγωγή συμπερασμάτων πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της αποτίμησης του συνόλου των πρωτογενών γεγονότων που είναι, εξ αντικειμένου, βαρύνοντα για την κατάληξη του Κακουργιοδικείου επί του συγκεκριμένου θέματος.

 

Μια άλλη πτυχή που επίσης θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αυτής της εξέτασης είναι το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι, επειδή ο εφεσίβλητος δεν είχε με οποιονδήποτε τρόπο εμπλοκή στα γεγονότα που προηγήθηκαν, και συγκεκριμένα, στο περιστατικό της αλλοίωσης του ενός εμπορευματοκιβωτίου που έγινε στις 4 Ιουλίου 2011, των συσκέψεων και της επιθεώρησης που έγινε στις 5 και 6 Ιουλίου, δεν υπάρχει εμπλοκή του στο υπό εξέταση αδίκημα. Και εδώ πρόκειται περί εφαρμογής των γεγονότων της υπόθεσης στο συγκεκριμένο νόμο, συνεπώς εντός της εμβέλειας του Άρθρου 137 του Κεφ.155.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω απορρίπτουμε τη θέση του εφεσίβλητου ότι η παρούσα έφεση βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(iii) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Δεδομένης όμως της ισοψηφίας της Ολομέλειας επί του συγκεκριμένου ζητήματος, δε θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε την ουσία της έφεσης.

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 155/2013 – ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Όπως έχουμε σημειώσει και προηγουμένως, ο εφεσείων Παπακώστας (κατηγορούμενος 2) είχε κριθεί ένοχος, όπως το κατηγορητήριο, και συγκεκριμένα βρέθηκε ένοχος για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 στις κατηγορίες 14-26 και επίσης κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα στις κατηγορίες 118-130.

 

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της καταδίκης του με 13 συνολικά λόγους έφεσης. Θα επιληφθούμε των λόγων έφεσης σε συμπλεγματοποίηση, γιατί, ορισμένοι από αυτούς συνδέονται, όπως ο ίδιος ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προσδιόρισε.

 

Λόγος έφεσης αρ. 1 Δίκαιη δίκη

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι, έχει [*1069]παραβιαστεί το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που είχε ως αποτέλεσμα, να παραβιαστεί το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη, καθιστώντας την, άδικη και καταπιεστική. 

 

Με την τεθείσα αιτιολογία και τους προβληθέντες ενώπιον μας, λόγους, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι, υπήρξε εκτεταμένη δυσμενής αρθρογραφία, τόσο του έντυπου όσο και του ηλεκτρονικού τύπου, που τον καθιστούσε, εκ προοιμίου, υπαίτιο του θανάτου των αποβιωσάντων. Υπήρξαν, όπως προβλήθηκε και, εκτός από τη διαχρονική αρθρογραφία, δηλώσεις προσώπων που κατείχαν υψηλά κρατικά αξιώματα έτσι ώστε να καταστεί κοινή πεποίθηση η ενοχή του εφεσείοντα. Υπήρξε διορισμός ερευνητικής επιτροπής με την οποία παρουσιάζεται, ως υπαίτιος, και συνεχίστηκε ο προπηλακισμός και η δημιουργία προκατάληψης τόσο κατά την έναρξη της διαδικασίας όσο και κατά τη διάρκεια της. Τούτο, πρόσθεσε ο συνήγορος, οδήγησε σε παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου της αθωότητας και συνεπαγόμενα οδήγησε σε μη δίκαιη δίκη.

 

Από την πλευρά της η συνήγορος της Δημοκρατίας ισχυρίστηκε ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είχε παρουσιαστεί οποιοδήποτε δημοσίευμα ούτε είχε προσαχθεί επί τούτου οποιαδήποτε μαρτυρία.

 

Το θέμα αυτό είχε απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο, ανέφερε ότι, παρόλο που δεν τέθηκε πρωτοδίκως από το συνήγορο θέμα δίκαιης δίκης, και, επανατονίστηκε η ασφαλιστική δικλείδα, που παρέχει το δικαϊκό μας σύστημα εκδίκασης των υποθέσεων και οδηγεί σε μη επηρεασμό των κριτών της υπόθεσης από τη δημοσιότητα, ασχολήθηκε με το θέμα και ιδιαιτέρως με το πόρισμα της μονομελούς ερευνητικής επιτροπής που συστάθηκε για να εξετάσει το θέμα της έκρηξης στο ΜΑΡΙ. Το Δικαστήριο αναφέρει το εξής: 

 

«Παρά το ότι δεν τέθηκε τέτοιο επίδικο θέμα, χάριν τάξης θα αναφέρουμε ότι το προαναφερθέν πόρισμα δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ούτε θα μπορούσε να ληφθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο υπόψη στον καθορισμό της ποινικής ευθύνης των κατηγορουμένων, έργο που το Σύνταγμα ανέθεσε αποκλειστικά στο Δικαστήριο.»

 

Επίσης, σ’ άλλο σημείο το Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν υπήρξαν εκδηλώσεις εχθρικής διάθεσης ή άλλης ανάρμοστης συμπεριφοράς ενώπιον του Δικαστηρίου. Αντιθέτως, σημειώνει ότι [*1070]η διαδικασία «με τη συνδρομή όλων διεξήχθη στα πλαίσια και υπό το κλίμα που αρμόζει στην απονομή της δικαιοσύνης, γεγονός για το οποίο έχουμε ήδη εκφράσει τις ευχαριστίες μας προς τους συνήγορους».

 

Διαπιστώνουμε συναφώς ότι το παράπονο του εφεσείοντα επί του προκειμένου δεν έχει έρεισμα. Βεβαίως, με την ευκαιρία αυτή θα πρέπει να τονιστεί ότι, ο προπηλακισμός και η δημιουργία προκατάληψης εναντίον ενός κατηγορουμένου, επηρεάζει το συνταγματικό του δικαίωμα για ανεπηρέαστη δίκη, καθότι αρμόδιο για την εξέταση της ποινικής του ευθύνης είναι μόνο το Δικαστήριο. Στην υπόθεση Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, τονίστηκε ότι, δεν απαγορεύεται η δημοσιότητα ή κριτική υπό την αίρεση ότι είναι δίκαιη, αποκλειομένων των προπηλακισμών και της δημιουργίας προκατάληψης. Δίκη μέσω του τύπου, αντιστρατεύεται το δικαίωμα και υπονομεύει το θεμέλιο απονομής της δικαιοσύνης.

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (ανωτέρω) και συγκεκριμένα στη σελίδα 130, έγινε αναφορά στην επίδραση, που ενδεχομένως, θα έχουν δυσμενή δημοσιεύματα, καθιστώντας μια δίκη μη δίκαιη. Το εφετείο στην εν λόγω υπόθεση επιβεβαίωσε τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία στο νομικό μας σύστημα δεν νοείται κατάργηση ή μη διεξαγωγή της δίκης λόγω δυσμενών δημοσιευμάτων, όπως προβλήθηκε ενώπιον του, αυτοτελώς.  Aναφέρθηκαν δε τα εξής: «Σημειώνουμε το ουσιώδες πως τα δυσμενή δημοσιεύματα είναι δυνατό να έχουν επίδραση στη δίκαιη δίκη ανάλογα με τη συγκεκριμένη επίδραση τους στο πλαίσιο της δίκης που καθηκόντως διεξάγεται.» 

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουμε διαπιστώσει και δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο χειρίστηκε το θέμα των δυσμενών δημοσιευμάτων, όπως προβλήθηκε ενώπιον του, επομένως το θέμα δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

 

Λόγος έφεσης αρ. 10 Υποβόσκουσα καχυποψία

 

Θεωρούμε το λόγο αυτό ως ιδιαιτέρως σημαντικό, επί του ότι, ουσιαστικώς, αμφισβητείται η κρίση του Δικαστηρίου όχι τόσο επί της ουσίας της υπόθεσης, αλλά περισσότερο επί του τρόπου που αντικρίστηκε ο εφεσείων, ως κατηγορούμενος. 

 

Με το λόγο αυτό, και τον συμπληρωματικό που καταχωρήθηκε [*1071]μεταγενέστερα, ο εφεσείων ουσιαστικώς θεωρεί ότι, μέσα από τον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο αντίκρισε το προσφερθέν από την κατηγορούσα αρχή μαρτυρικό υλικό, αποδεχόμενο μέρος της μαρτυρίας και απορρίπτοντας άλλο, που κατά την εισήγηση του συνήγορου συμφωνούσε με την εκδοχή που πρόβαλε ο εφεσείων, υπήρχε μια υποβόσκουσα διάθεση καχυποψίας του Δικαστηρίου σε βάρος του πελάτη του, που απέληγε σε βαθμό προκατάληψης.

 

Ως τέτοια παραδείγματα, ο ευπαίδευτος συνήγορος ανέφερε την απόρριψη μέρους της μαρτυρίας του Γενάρη και του Γ. Γεωργίου που συμπεριλήφθηκαν στο πρακτικό που ετοίμασε ο Γεωργίου και περιλάμβανε την, κατ’ ισχυρισμόν, εισήγηση του εφεσείοντα, που έγινε στη σύσκεψη 5 Ιουλίου 2011, για μετακίνηση του προβληματικού εμπορευματοκιβωτίου.

 

Δόθηκε έμφαση από πλευράς εφεσείοντα στη μαρτυρία Μαληκκίδη, Στυλιανίδη, του 5ου κατηγορούμενου και άλλων για τη «δήλωση» του Σ/χη Γ. Γεωργιάδη ότι η πυρίτιδα καίγεται και δεν εκρήγνυται. Επίσης, ο κ. Ευσταθίου επισήμανε, επί του προκειμένου, ότι η μαρτυρία που δόθηκε σκοπό είχε την απαλλαγή των στρατιωτικών από την ευθύνη που είχαν ως κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για το φορτίο, γεγονός που προσπάθησαν να αποφύγουν.

 

Το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, και να απορρίψει άλλο, νοουμένου ότι θα καταδειχθεί καλός λόγος επί του προκειμένου. (Βλ. Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 24). Ταυτοχρόνως, η κατηγορούσα αρχή έχει τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει στο Δικαστήριο ποιο μάρτυρα θεωρεί ότι είναι αξιόπιστος και ποιο μέρος της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι όλοι οι μάρτυρες ήταν μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής.

 

Το Κακουργιοδικείο προβληματίστηκε, όπως έχουμε διαπιστώσει, για το ρόλο του Σ/χη Γ. Γεωργιάδη σ’ όλη αυτή την υπόθεση και ιδιαιτέρως στον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να αντικριστεί η μαρτυρία του. Δοθέντος ότι ο εν λόγω μάρτυρας ήταν αρχικώς κατηγορούμενος και στη συνέχεια μάρτυρας κατηγορίας, αλλά, περισσότερο εκ του γεγονότος ότι, σ’ όλες τις φάσεις, από τον έλεγχο του φορτίου πριν την παραλαβή του από το Υπουργείο Άμυνας, την τοποθέτηση του στη Ναυτική Βάση, την εμπλοκή του στην εξέταση του εμπορευματοκιβωτίου που είχε εκραγεί, στη σύσκεψη της 5ης Ιουλίου 2011 και την επιτόπια εξέταση της 6ης Ιουλίου 2011, χαρακτηρίστηκε από το Κακουργιοδικείο, ο ρόλος του, [*1072]ως suis generis και η μαρτυρία του αρχικώς ως «μολυσμένη». Στη συνέχεια, όμως, το Κακουργιοδικείο καθοδηγούμενο ορθώς από τη νομική αρχή που επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Ευαγγέλου (ανωτέρω), ως προς την αντιμετώπιση της μαρτυρίας του συνεργού ή προσώπου που έχει συμφέρον σε μια υπόθεση, αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία. Αυτή εντοπίστηκε σε άλλη μαρτυρία και σε έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν στο Δικαστήριο.

 

Το Κακουργιοδικείο δεν είχε αποδεχθεί τη μαρτυρία, στην οποία έκαμε αναφορά ο ευπαίδευτος συνήγορος, κρίνοντας την όχι μεμονωμένα, όπως εισηγείται ο κ. Ευσταθίου, αλλά στο πλαίσιο της όλης υπόθεσης. Συγκεκριμένα, το Κακουργιοδικείο είχε υπόψη του το σύνολο της μαρτυρίας των Μαληκκίδη, Γεωργίου και Γενάρη, τόσο στην περιγραφή των λεχθέντων στη σύσκεψη της 7 Φεβρουαρίου 2011, όπου έγινε προσπάθεια από τους εν λόγω μάρτυρες να υποβαθμίσουν τα λεχθέντα από τον Αντ/χη Ν. Γεωργιάδη, αναφορικά με τη επικινδυνότητα του φορτίου και την πιθανότητα έκρηξης. Το Κακουργιοδικείο επισημαίνει ότι η επικινδυνότητα διατήρησης του φορτίου ως είχε τοποθετηθεί, είχε γνωστοποιηθεί με όλες τις επιστολές που είχαν προηγηθεί της σύσκεψης 7 Φεβρουαρίου 2011 καθόλη τη διάρκεια του 2009 και του 2010.

 

Κυρίως, όμως, το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία τους ιδιαιτέρως ως προς τα διαμειφθέντα στη σύσκεψη της 5 Ιουλίου 2011 στο γραφείο του ΥΠΑΜ. Το κύριο επιχείρημα που προβλήθηκε από πλευράς εφεσείοντα, ήταν ότι, ήταν ο ίδιος και επιβεβαίωσε ο Γεωργίου με το πρακτικό του,  που εισηγήθηκε την μετακίνηση του προβληματικού εμπορευματοκιβωτίου. Το Κακουργιοδικείο θεωρεί την παρέμβαση του Γεωργίου στο συγκεκριμένο πρακτικό ως «όψιμη». Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με αυτή την προσέγγιση, ιδιαιτέρως λαμβάνοντας υπόψη ότι το συγκεκριμένο πρακτικό είχε συνταχθεί μετά την έκρηξη της 11ης Ιουλίου 2011 και των ολέθριων αποτελεσμάτων που ακολούθησαν. Παράλληλα, οι εν λόγω μάρτυρες προσπάθησαν να υποβαθμίσουν την ανησυχία που εξέφρασε ο Σ/χης Γ. Γεωργιάδης κατά την εν λόγω σύσκεψη, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα υπόλοιπα γεγονότα τα οποία επιβεβαίωσε και ο ταξίαρχος Θεοφάνους και ιδιαιτέρως τον έντονο τρόπο με τον οποίο ο Γ. Γεωργιάδης έθετε στον εφεσείοντα την ανάγκη λήψης πολιτικής απόφασης για καταστροφή του φορτίου, σε βαθμό που ο ΥΠΑΜ τον επέπληξε, στη συνέχεια, για τον έντονο τρόπο με τον οποίο μιλούσε.

 

Έχοντας όλα αυτά τα δεδομένα ενώπιον μας θεωρούμε ότι το παράπονο του εφεσείοντα είναι και αβάσιμο αλλά και ατεκμηρίωτο.

[*1073]Περαιτέρω, ο εφεσείων είχε παραπονεθεί ότι η κατηγορούσα αρχή παρέλειψε να συμπεριλάβει στο υλικό που παραδόθηκε στην υπεράσπιση το πόρισμα της ερευνητικής επιτροπής Πολυβίου και συγκεκριμενοποίησε το παράπονο ο εφεσείων, στο γεγονός ότι υπήρχε μαρτυρία του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας ενώπιον της επιτροπής ότι ο Σ/χης Γ. Γεωργιάδης, ο Αρχηγός ΓΕΕΦ και οι άλλοι στρατιωτικοί, τον διαβεβαίωναν ότι δεν υπήρχε κίνδυνος έκρηξης της πυρίτιδας καθότι αυτή καίγεται και δεν εκρήγνυται.

 

Ορθώς κατά την άποψη μας, το Κακουργιοδικείο επισήμανε στην απόφαση του ότι, ναι μεν το πόρισμα της ερευνητικής επιτροπής Πολυβίου δεν είχε δοθεί στην υπεράσπιση, πλην όμως το περιεχόμενο του ήταν γνωστό καθότι υπεβλήθησαν ερωτήσεις τόσο από την κατηγορούσα αρχή όσο και από την υπεράσπιση προς διάφορους μάρτυρες αναφορικά με τα λεχθέντα στην εν λόγω επιτροπή.

 

Ως εκ των ανωτέρω, ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

 

Λόγοι έφεσης αρ. 2, 3, 4, 5 και 6 Ευθύνη για το φορτίο

 

Με τους λόγους έφεσης 2, 3, 4 και 5 ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ότι, το φορτίο παρελήφθη από το Υπουργείο Άμυνας και τέθηκε υπό τη φύλαξη του, με την προσωπική εμπλοκή του εφεσείοντα, είναι λανθασμένο.

 

Συναφές προς τούτο, ήταν το επιχείρημα ότι το εύρημα του Κακουργιοδικείου περί απλής φύλαξης του φορτίου από την Εθνική Φρουρά, επί του προκειμένου από το προσωπικό της ΝΒΕΦ, ήταν επίσης λανθασμένο, αφού τούτο είχε ενταχθεί, όπως προβλήθηκε, στον εξοπλισμό της Εθνικής Φρουράς, η οποία είχε και την ευθύνη φύλαξης και συντήρησης του.

 

Επί του προκειμένου υπήρξε μια διάσταση, μεταξύ των θέσεων των δύο πλευρών, κατά πόσο υπήρχε παραδεκτό γεγονός ότι το εν λόγω φορτίο είχε παραληφθεί από το Υπουργείο Άμυνας.

 

Θεωρούμε το εύρημα αυτό του Κακουργιοδικείου, ως απολύτως συναφές, με τη βεβαίωση που υπέγραψε ο Σ/χης Γ. Γεωργιάδης προς τον υπάλληλο του Τελωνείου στις 13 Φεβρουαρίου 2009, όταν παρελήφθησαν τα εμπορευματοκιβώτια με το συγκεκριμένο φορτίο τους, από το λιμάνι Λεμεσού. Το σχετικό έντυπο κατατέθηκε υπογραμμένο από τον πιο πάνω αξιωματικό με τη σχετική Βεβαίωση. Προς τούτο το Κακουργιοδικείο κάμνει αναφορά στο εξής παραδεκτό γεγο[*1074]νός. «Οι τελωνειακές αρχές υπέγραψαν τα έγγραφα κατάσχεσης την 13/02/09 και ο Σ/χης Γ. Γεωργιάδης ως εκπρόσωπος του ΥΠΑΜ κατέγραψε στα εν λόγω έγγραφα «βεβαιούται ότι όλο το φορτίο του Μ/V MONCHEGORSK εκφορτώθηκε στο λιμάνι Λεμεσού την 13 Φεβρουαρίου 2009 και παρελήφθη από τον ΥΠΑΜ για φύλαξη» (βλ. τεκμήριο 66.2), τα οποία υπεβλήθησαν στον εφεσείοντα στις 16 Φεβρουαρίου 2009. Στη συνέχεια, ο ίδιος είχε, με επιστολή του ημερ. 17 Φεβρουαρίου 2009, αποστείλει στον κατηγορούμενο 1 τη σχετική απόδειξη κατάσχεσης των εμπορευμάτων από το τελωνείο και τα έντυπα φορτίου, αποτελούμενα από 11 σελίδες σχετικά με το περιεχόμενο του κατασχεθέντος φορτίου του Μ/V MONCHEGORSK.»

 

Toύτου δοθέντος, θεωρούμε ότι, το εύρημα του Κακουργιοδικείου επί του προκειμένου, είναι ορθό.

 

Στην ιδία γραμμή προβλήθηκε και η θέση ότι το συγκεκριμένο φορτίο, με την πυρίτιδα και τα εκρηκτικά, είχε ενταχθεί στο υλικό της Εθνικής Φρουράς. Ο κ. Ευσταθίου εισηγήθηκε ότι το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι δεν είχαν τηρηθεί οι πάγιες οδηγίες φύλαξης πυρομαχικών, καταδεικνύει το βάσιμο της θέσης του.

 

Η όλη μαρτυρία που έχει προσαχθεί, και έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο, οδηγεί σε ένα και μόνο συμπέρασμα ότι η εναπόθεση του φορτίου στη Ναυτική Βάση, έγινε αρχικώς, για προσωρινό χρονικό διάστημα και είχαν δοθεί οδηγίες στον αξιωματικό Ποχάνη, να καταρτίσει σχέδιο προστασίας του φορτίου από εξωγενείς παράγοντες. Ήταν, προς αυτή την κατεύθυνση και η μαρτυρία που τέθηκε, και έγινε αποδεκτή ότι ο τρόπος στοιβάγματος των 98 εμπορευματοκιβωτίων, που όπως είναι αποδεκτό είχαν τοποθετηθεί το ένα δίπλα στο άλλο με τις πόρτες προς την εσωτερική πλευρά, ώστε να αποκλειστεί η δυνατότητα επέμβασης στο φορτίο από τρίτα πρόσωπα. Ήταν παράλληλα η μαρτυρία, που έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο, ότι κανένα μέλος της Ναυτικής Βάσης περιλαμβανομένου του διοικητή της Βάσης ή ακόμη και του Διοικητή του Ναυτικού, στον οποίο υπαγόταν η Βάση, δεν είχαν τη δυνατότητα πρόσβασης ή τη δυνατότητα ελέγχου οποιουδήποτε μέρους του φορτίου. Οι μόνοι που είχαν διατάξει επέμβαση στο περιεχόμενο του φορτίου, με στόχο τη διαπίστωση του περιεχομένου του, ήταν ο ΠτΔ, ο ΥΠΑΜ με στόχο τη διερεύνηση του περιεχομένου τους και ο ΥΠΕΞ για τη λήψη δειγμάτων με σκοπό τη χημική ανάλυση της πυρίτιδας. Το Κακουργιοδικείο από την αρχή είχε σημειώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που είχε ο Σ/χης Γ.Γεωργιάδης, Διευθυντής τότε της ΔΥΠ, της υπηρεσίας η οποία καθηκόντως έχει την ευθύνη παραλαβής, διάθεσης και συντήρησης του υλικού της Εθνικής Φρουράς. Ο συγκεκρι[*1075]μένος ρόλος του Σ/χη Γ. Γεωργιάδη και η εμπλοκή του σ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του φορτίου στη Ναυτική Βάση, που ξεκίνησε από τις 13 Φεβρουαρίου 2009 μέχρι της έκρηξης που έγινε στις 11 Ιουλίου 2011, απασχόλησε σε έκταση το Κακουργιοδικείο και έχουμε αναλύσει στον 10ο λόγο πώς αντικρίζεται.

 

Αποτελεί εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο συγκεκριμένος τρόπος εναπόθεσης του φορτίου, ήταν αποτέλεσμα της απόφασης του τότε Αρχηγού ΓΕΕΦ Στρατηγού Μπισμπίκα και υλοποιήθηκε από το Σ/χη Γ. Γεωργιάδη. Υπήρξε, όμως, καταλυτική μαρτυρία από όλους τους εμπλεκόμενους αξιωματικούς και συγκεκριμένα από το Σ/χη Γ. Γεωργιάδη, τότε διοικητή της ΔΥΠ, τον Αντ/χη Ν. Γεωργιάδη, όπως και τον επόμενο διοικητή της ΔΥΠ Σ/χη Λάμπρου, οι οποίοι είχαν αναφέρει με λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο, υλικό και ειδικώς πυρομαχικά και εκρηκτικά εντάσσονται στο ενεργητικό της Εθνικής Φρουράς, κάτι το οποίο στην προκείμενη περίπτωση δεν έγινε. Είναι, χωρίς αντίθετη μαρτυρία, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι ουδείς εκ των αξιωματικών ή οπλιτών της Ναυτικής Βάσης είχαν με οποιονδήποτε τρόπο πρόσβαση στο συγκεκριμένο φορτίο. Υπήρξε, ταυτοχρόνως, αναντίλεκτη μαρτυρία, ότι, τον Ιούλιο του 2009, ο εφεσείων ζήτησε να εξεταστεί από το ΓΕΕΦ το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης του φορτίου ή μέρους αυτού για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς. Από τις 30 Ιουλίου 2009, η Εθνική Φρουρά κατέστησε σαφές ότι δεν ενδιαφερόταν για το συγκεκριμένο υλικό και ούτε της ήταν χρήσιμο. Η εμπλοκή του Σ/χη Γ. Γεωργιάδη στην όλη πορεία της υπόθεσης αυτής χαρακτηρίστηκε από το Κακουργιοδικείο ως suis generis, όπως σημειώσαμε. Ρόλος, ο οποίος, δεν είχε άμεση σχέση, παρά μόνο στο αρχικό στάδιο, με την ιδιότητα του ως διευθυντή της ΔΥΠ.

 

Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε ότι το παράπονο του εφεσείοντα, όπως αυτό εκτέθηκε στους συγκεκριμένους λόγους έφεσης, είναι ατεκμηρίωτο και με τον ίδιο τρόπο αντικρίζεται και ο 6ος λόγος έφεσης ο οποίος, στηρίζεται, σε εισήγηση για συγκεκριμένες παραβάσεις παγίων διαταγών ως προς τη φύλαξη πυρίτιδας και εκρηκτικών από τους τότε Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς Στρατηγό Μπισμπίκα και άλλους αξιωματικούς, επαγόμενη σε νομική ευθύνη. Η παραβίαση τέτοιων παγίων οδηγιών από αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς, από μόνη της, δεν απαλλάσσει τον εφεσείοντα από ενδεχομένως δική του ευθύνη.

 

Λόγος έφεσης αρ. 7 Πρόκληση θανάτου λόγω παράλειψης συντήρησης από Εθνική Φρουρά

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος με τον παρόντα λόγο έφεσης ειση[*1076]γήθηκε ότι το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ως προς το λόγο που προκάλεσε την έκρηξη, ήταν λανθασμένο.

 

Ο συνήγορος του εφεσείοντα, εισηγήθηκε ότι το περιστατικό και το αίτιο έκρηξης ήταν η πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στις 11 Ιουλίου 2011. Συνεπώς πρόσθεσε, ο εφεσείων, όχι μόνο δεν είχε εμπλοκή αλλά ούτε καν ενημερώθηκε για το εν λόγω περιστατικό και με βάση αυτό το δεδομένο ο κ. Ευσταθίου διερωτήθηκε πώς αυτός κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία. 

 

Δόθηκε έμφαση από το συνήγορο ότι το αίτιο έκρηξης, όπως τούτο, καθορίστηκε από το Κακουργιοδικείο, ήταν η εναπόθεση του φορτίου στο ύπαιθρο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Υποστήριξε ότι η ευθύνη τοποθέτησης και συντήρησης του συγκεκριμένου φορτίου δεν ήταν στις αρμοδιότητες του εφεσείοντα, και το εύρημα του Δικαστηρίου για υποχρέωση του εφεσείοντα να μεριμνήσει για την εφαρμογή των παγίων οδηγιών της Εθνικής Φρουράς για τέτοια φύλαξη, ήταν λανθασμένο. Ο εφεσείων, ως Υπουργός Άμυνας είχε μόνο την πολιτική ευθύνη. Η δε ευθύνη τήρησης των παγίων οδηγιών ανήκε στους στρατιωτικούς.

 

Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ο εφεσείων, είχε το νόμιμο καθήκον ενεργείας ένεκα του ότι το Υπουργείο Άμυνας και ο ίδιος προσωπικά είχε τον έλεγχο του φορτίου. Θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείων είχε την εξουσία να ελέγξει τον τρόπο αποθήκευσης και να επέμβει μετά που του γνωστοποιήθηκε το ζήτημα των κινδύνων από την παρατεταμένη φύλαξη στο ύπαιθρο της στοιβάδας των εμπορευματοκιβωτίων, ιδιαιτέρως, όταν από την πρώτη στιγμή, ήτοι από την επιθεώρηση που έγινε από το Γ. Γεωργιάδη και τον κατάλογο των αντικειμένων που κατασχέθηκαν και του γνωστοποιήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2009, γνώριζε για το περιεχόμενο τους.

 

Αυτή η θέση του Κακουργιοδικείου, περί ειδικής σχέσης του εφεσείοντα με το φορτίο, έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας, θεωρούμε ότι ήταν ορθή. Υπήρξε σωρεία μαρτυρίας, η οποία έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο, και δεν αμφισβητήθηκε ουσιαστικώς από την υπεράσπιση ότι ο εφεσείων είχε άμεση εμπλοκή στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης, είτε για τη διάθεση του φορτίου είτε για την καταστροφή του από το Μάιο του 2009.  Η προσπάθεια συνεχίστηκε τον Ιούλιο του 2009 όταν, όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο σημείο, το φορτίο αυτό δεν ήταν χρήσιμο για την Εθνική Φρουρά. Ήταν καθοριστική η μαρτυρία που αποδέκτηκε το Κακουργιοδικείο ότι κανένας στρατιωτικός [*1077]δεν είχε πρόσβαση στο φορτίο. Όλες οι προσπάθειες που ακολούθησαν την περίοδο από το Μάιο του 2009 μέχρι τις αρχές του  2011, από το Υπουργείο που ο εφεσείων προϊστατο, προς το Υπουργείο Εξωτερικών, είχαν ως επίκεντρο την επικινδυνότητα διατήρησης του φορτίου στη ΝΒΕΦ και ορθώς το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι ήταν υπό τη φύλαξη του εφεσείοντα. 

 

Ακόμη και οι αντιδράσεις του εφεσείοντα προς τον ΥΠΕΞ, στη σύσκεψη 7 Φεβρουαρίου 2011, προς αυτή την κατεύθυνση κατατείνουν.

 

Το σημαντικότερο, όμως, στοιχείο που, και πάλι ορθώς κατά την άποψη μας, θεώρησε το Κακουργιοδικείο ως σημαντικό, είναι το γεγονός ότι με τη διαπιστωθείσα έκρηξη, σε ένα από τα εμπορευματοκιβώτια, που έγινε στις 4 Ιουλίου 2011, συγκλήθηκε, από τον εφεσείοντα ευρεία σύσκεψη όλων των εμπλεκομένων στρατιωτικών και επιτελών του ΥΠΑΜ, υπό την ηγεσία του ιδίου για την αντιμετώπιση του θέματος. Στη συγκεκριμένη μέρα δεν πάρθηκε απόφαση για την απομάκρυνση του προβληματικού εμπορευματοκιβωτίου, αντίθετα διατάχθηκε η πραγματοποίηση επιτοπίου εξετάσεως και ανελήφθη η υποχρέωση γνωστοποίησης των αποτελεσμάτων στον εφεσείοντα, για να πράξει αναλόγως. Το Κακουργιοδικείο επισημαίνει την αδράνεια που παρουσιάστηκε και τη συνεπαγόμενη αδιαφορία ως προς την τύχη του φορτίου, παρόλο που, ο εφεσείων, είχε ενημερωθεί από τον Ταξίαρχο Θεοφάνους στις 6 Ιουλίου 2011 όχι μόνο για την προκληθείσα έκρηξη, αλλά και των εισηγήσεων της Επιτροπής, που μεταξύ άλλων περιλάμβανε και τη μετακίνηση του εμπορευματοκιβωτίου.

 

Συναφώς, η διαπιστωθείσα παραβίαση των παγίων οδηγιών φύλαξης δεν απαλλάσσει τον εφεσείοντα από την ευθύνη που είχε, όπως διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, να δώσει οδηγίες για τη μετακίνηση του εμπορευματοκιβωτίου, στο οποίο, εκδηλώθηκε πυρκαγιά στις πρωινές ώρες της 11ης Ιουλίου 2011. Η πυρκαγιά που ξέσπασε παρέμεινε ανεξέλεγκτη, οδήγησε στη δημιουργία μεγάλης θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα την επέκταση της στα υπόλοιπα εμπορευματοκιβώτια και την επακολουθήσασα έκρηξη.

 

Λόγοι έφεσης αρ. 8 και 9 Ανάληψη ευθύνης χειρισμού στις 5 Ιουλίου 2011

 

Ο συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ότι, υφισταμένων των παγίων οδηγιών για φύλαξη εκρηκτικών, το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι ανέλαβε το χειρισμό του θέματος του φορ[*1078]τίου στις 5 Ιουλίου 2011, είναι εσφαλμένο.

 

Αντικρούεται, πρόσθεσε, η κατάληξη αυτή, από τα ίδια τα γεγονότα και οδήγησε σε πραγματική και νομική πλάνη του Κακουργιοδικείου, ότι δηλαδή, ο ίδιος ανέλαβε προσωπικά το χειρισμό. Η μόνο εμπλοκή του εφεσείοντα ήταν, όπως είπε ο κ. Ευσταθίου, η άμεση σύγκληση σύσκεψης μόλις περιήλθε σε γνώση του η ύπαρξη διογκωμένου εμπορευματοκιβωτίου, η σύσταση επιτροπής εμπειρογνωμόνων η οποία θα κατέληγε σε εισηγήσεις τις οποίες ο ίδιος θα προωθούσε προς τον ΠτΔ, με στόχο, την εντολή καταστροφής του συγκεκριμένου φορτίου. Τα διαμειφθέντα στη σύσκεψη περιλαμβάνονται σε πρακτικό του Αντ/χη Γεωργίου, το οποίο, κατέληξε ο συνήγορος, δεν λήφθηκε υπόψη από το Κακουργιοδικείο.

 

Έχουμε σε έκταση αναφερθεί στους προηγούμενους λόγους έφεσης, γιατί το συγκεκριμένο πρακτικό το οποίο, όπως σημειώνουμε, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ύποπτο, ως εκ του ότι συντάχθηκε μετά την έκρηξη της 11ης Ιουλίου, και την καταστροφή που ακολούθησε. Όμως δεν ήταν, και το επισημάναμε και προηγουμένως, ο μόνος λόγος για τον οποίο ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι έδωσε τέτοια εντολή δεν έγινε πιστευτός, αλλά υπήρχε σωρεία μαρτυρίας ως προς το τι είχε, επ’ ακριβώς, διαμειφθεί και δεν θεωρούμε ότι υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης μας σ’ αυτή την κατάληξη του Κακουργιοδικείου. Το Κακουργιοδικείο έδωσε επαρκείς λόγους γιατί προτίμησε τη μαρτυρία του ταξίαρχου Θεοφάνους ως προς τα διαμειφθέντα και την ενημέρωση που έτυχε ο εφεσείων στις 6 Ιουλίου 2011 και γιατί δεν είχε αποδεχθεί τη μαρτυρία των Γεωργίου και Μαληκκίδη.

 

Συνεπώς καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης και αυτοί οι λόγοι έφεσης κρίνονται ανεδαφικοί.

 

Λόγος έφεσης αρ. 11 Πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο

 

Με τον παρόντα λόγο έφεσης, ο εφεσείων αμφισβητεί τη νομική κατάληξη του Κακουργιοδικείου, σύμφωνα με την οποία είχαν καταγραφεί οι παραλείψεις του εφεσείοντα που οδήγησαν στην κατάληξη ενοχής. Η απόφαση είναι εσφαλμένη, εισηγήθηκε ο κ. Ευσταθίου, καθότι είναι αντίθετη προς τα πράγματα και οδηγεί σε πλάνη και παρερμηνεία των ορθών διατάξεων που διέπουν την ποινική ευθύνη.

 

Το όλο επιχείρημα στηρίχθηκε, ουσιαστικώς, στο υποθετικό σενάριο, όπως τελικώς έχουμε ήδη αποφασίσει, ότι ο εφεσείων δεν είχε τον έλεγχο του φορτίου. Εξηγείται με επάρκεια στην απόφαση του Κακουργιοδικείου η κατάληξη αυτή και επίσης αναλύεται σε έκταση η ευθύνη των στρατιωτικών επί τούτου.

 

Το παράπονο του εφεσείοντα εδράζεται στο γεγονός ότι η κατηγορούσα αρχή δεν προσδιόρισε ποια μέτρα έπρεπε να είχε λάβει ο εφεσείων. Δεν είναι ορθό, εισηγήθηκε ο κ. Ευσταθίου να καταδικάζεται κάποιος χωρίς να γνωρίζει τι του αποδίδεται. Η μη συμπερίληψη του Άρθρου 225 στο κατηγορητήριο, συνέχισε, οδήγησε σε παραβίαση των δικαιωμάτων του για δίκαιη δίκη αφού, χωρίς να γνωρίζει δεν ήταν σε θέση να προβάλει επαρκώς την υπεράσπιση του.

 

Το Κακουργιοδικείο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ο εφεσείων «είχε πρωτογενή και άμεση ευθύνη να μεριμνήσει για την ασφάλεια του φορτίου». Επ’ αυτού, έχουμε αποδεχτεί τη θέση που προβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο και αναλύσει το ζήτημα.

 

Με δεδομένο ότι το φορτίο ήταν επικίνδυνο, το Κακουργιοδικείο προχώρησε στην εξέταση των προνοιών του Άρθρου 225 του Ποινικού Κώδικα το οποίο, όντως, δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο. Το θέμα αντικρίζεται από το Κακουργιοδικείο ως εξής στις σελίδες 574 και 575 της απόφασης του:

 

«Το Άρθρο 225 δεν περιλαμβάνεται στη νομική βάση του κατηγορητηρίου. Όμως, δεν πρόκειται για πρόνοια γενεσιουργό του αδικήματος. Όπως αποφασίστηκε από το Εφετείο της Νέας Ζηλανδίας στην υπόθεση R ν. Powell [2002] 4 LRC 212 με αναφορά σε αντίστοιχες πρόνοιες, οι πρόνοιες αυτές:

 

«….do not prescribe separate offences but merely deal with duties which give rise to criminal responsibility and so are intended to be read with s 160* which expressly provides the offence when death is caused”.

 

Η μη συμπερίληψη του στο κατηγορητήριο δεν συνιστά ουσιώδη παρατυπία. Πέραν τούτου, σε τέτοιες περιπτώσεις το κατ’ εξοχήν σημαντικό είναι να εξετάζεται κατά πόσο υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να επηρεάστηκε δυσμενώς η υπεράσπιση**. Εν προκειμένω, έστω κι αν η κατηγορούσα αρχή δεν ανα[*1080]φέρθηκε στο Άρθρο 225 μέχρι τέλους, μια σημαντική πτυχή της υπεράσπισης ήταν ακριβώς ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε τον έλεγχο και την ευθύνη του φορτίου, αλλ’ αντίθετα τέτοιο έλεγχο και ευθύνη είχε η Ε.Θ. Δεν διαπιστώνεται οποιοσδήποτε κίνδυνος για τον κατηγορούμενο 2 γιατί η υπεράσπιση του κάλυψε στην πραγματικότητα την περίπτωση στην οποία αναφέρεται το Άρθρο 255.»

 

Θεωρούμε την προσέγγιση αυτή ορθή. Το σημαντικότερο θέμα που απασχόλησε το Κακουργιοδικείο και, κατ’ επέκταση, απασχόλησε και εμάς, είναι το ενδεχόμενο επηρεασμού των δικαιωμάτων του εφεσείοντα. Με κανένα τρόπο δεν βρίσκουμε να έχει επηρεαστεί η υπεράσπιση του, καθότι ο ίδιος προώθησε από την αρχή, ως το τέλος της παρούσας διαδικασίας, την απουσία, εκ μέρους του, οποιουδήποτε ελέγχου αναφορικά με το φορτίο. Η υπερασπιστική γραμμή ήταν ότι, πέραν από την παραλαβή του φορτίου από το Υπουργείο Άμυνας στις 13 Φεβρουαρίου 2009, η περαιτέρω φύλαξη του φορτίου ανήκε στην Εθνική Φρουρά και στους στρατιωτικούς.

 

Έχουμε ανατρέξει στα πρακτικά της υπόθεσης, ιδιαιτέρως για την αναζήτηση της θέσης της κατηγορούσας αρχής, επί των ισχυριζομένων παραλείψεων του εφεσείοντα. Υπάρχει μια σειρά από υποβολές αναφορικά με το κάθε στάδιο της πολύχρονης παραμονής του φορτίου στη ΝΒΕΦ. Οι εισηγήσεις ξεκίνησαν για την περίοδο εναπόθεσης του φορτίου στις 13 Φεβρουαρίου 2009 και κατέληξαν στην απουσία λήψης μέτρων για μετακίνηση του διογκωμένου εμπορευματοκιβωτίου στις 5 Ιουλίου 2011 και ιδιαιτέρως στις 6 Ιουλίου 2011 και μετέπειτα, σε χρόνο κατά τον οποίο ο εφεσείων είχε ενημερωθεί αρμοδίως και λεπτομερώς από τον Ταξίαρχο Θεοφάνους, επί των διαπιστώσεων της επιτροπής, που ο ίδιος συνέστησε, και των εισηγήσεων της, που περιλάμβαναν τη μετακίνηση του διογκωθέντος, στις 4 Ιουλίου 2011, εμπορευματοκιβωτίου.

 

Συναφώς δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε έρεισμα στο υποβληθέν, με τον παρόντα λόγο έφεσης, παράπονο.

 

Λόγος έφεσης αρ. 12 Λανθασμένη υπαγωγή στο Νόμο

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι λανθασμένα εφαρμόστηκαν οι αρχές που διέπουν την ποινική ευθύνη του εφεσείοντα, τόσο αναφορικά με το αδίκημα του Άρθρου 205 όσο και για το αδίκημα του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα.

[*1081]Εξάρτησε το επιχείρημα αυτό, στην απουσία, όπως προβλήθηκε, αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πράξεως ή παραλείψεως και αποτελέσματος. 

 

Πέραν του λανθασμένου, αντικανονικού και κατά παράβαση των παγίων οδηγιών, τρόπου τοποθέτησης των εμπορευματοκιβωτίων που ήταν ευθύνη των στρατιωτικών, μεσολάβησε, όπως είπε ο συνήγορος, ένα καινούργιο γεγονός που έσπασε την αλυσίδα των γεγονότων με αποτέλεσμα το δόγμα του novus actus interveniens να έχει εφαρμογή. Η προκληθείσα πυρκαγιά, συνέχισε, που ξεκίνησε τις πρωινές ώρες της 11ης Ιουλίου και επεκτάθηκε στη συνέχεια προκαλώντας την έκρηξη, ήταν ένα ανεξάρτητο γεγονός, μη συνδεόμενο, με το διογκωμένο εμπορευματοκιβώτιο που εντοπίστηκε στις 4 Ιουλίου 2011. Αυτή τούτη η πυρκαγιά, πρόσθεσε, διάρκειας δύο ωρών επέβαλλε, όπως και έγινε, την εμπλοκή των στρατιωτικών και των πυροσβεστών. Έκαμε ιδιαίτερη αναφορά στο ρόλο του πλοιάρχου Ιωαννίδη, Διοικητή Ναυτικού, που ήταν παρών, και ο οποίος κατά παράβαση των παγίων οδηγιών δεν διέταξε την εκκένωση του στρατοπέδου. Παράλληλα, έκαμε αναφορά στο ρόλο του Λοχία/ πυροσβέστη Παπαδόπουλου, ο οποίος ως επικεφαλής της πυροσβεστικής μονάδας που κατέφθασε στη Ναυτική Βάση, είχε δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 51(3) του περί Αστυνομίας Νόμου την αποκλειστική ευθύνη για τον τρόπο αντιμετώπισης της πυρκαγιάς και αφετέρου ο ίδιος δεν εφάρμοσε τις προβλεπόμενες από το ERGO, διατάξεις, για απομάκρυνση όλων των παρευρισκομένων σε απόσταση 500-1600 μέτρων. Αυτή η παράλειψη ήταν η αιτία πρόκλησης θανάτου και όχι η καταλογισθείσα στον εφεσείοντα ευθύνη.

 

Στο σημείο αυτό θεωρούμε αναγκαίο να παραθέσουμε το νομικό υπόβαθρο επί του οποίου στηρίχθηκε αφενός η κατηγορία εναντίον του εφεσείοντα και αφετέρου η απόφαση του Κακουργιοδικείου.

 

Το Άρθρο 205 του Ποινικού Κώδικα ορίζει το αδίκημα της ανθρωποκτονίας ως εξής: 

 

«205(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου με παράνομη πράξη ή παράλειψη, είναι ένοχο του κακουργήματος της ανθρωποκτονίας.

 

(2) Παράνομη παράλειψη είναι εκείνη που συνιστά υπαίτια αμέλεια παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος αν και δεν υφίσταται πρόθεση πρόκλησης θανάτου.

[*1082](3)     Κάθε πρόσωπο το οποίο διαπράττει το κακούργημα της ανθρωποκτονίας υπόκειται σε ποινή φυλάκισης δια βίου.»

 

Εξετάζεται συναφώς αν έχει σημειωθεί παράνομη παράλειψη που συνιστά «υπαίτια αμέλεια παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος». Όπως επισημαίνεται ορθώς από το Κακουργιοδικείο σε ζήτημα ποινικής ευθύνης από μη ενέργεια απαιτείται η ύπαρξη ανάληψης καθήκοντος. Στην εκκαλούμενη απόφαση γίνεται αναφορά στις περιπτώσεις που τέτοιο καθήκον ενυπάρχει, όπως η ύπαρξη οικογενειακής σχέσης, η ανάληψη ευθύνης έναντι προσώπου που χρήζει προστασίας, η ύπαρξη συμβατικής σχέσης, η αναγκαιότητα προειδοποίησης εργοδοτούμενου για συγκεκριμένο κίνδυνο ή και υποχρέωση προσώπου το οποίο δημιούργησε τον κίνδυνο.

 

Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε σε έκταση με την υποχρέωση των προσώπων που είναι υπεύθυνα για επικίνδυνα πράγματα, όπως καθορίστηκε στο Άρθρο 225 του Ποινικού Κώδικα. Αναφορικά με το θέμα αυτό έχουμε εξετάσει σε προγενέστερους λόγους έφεσης την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου και δεν θα σχολιάσουμε περαιτέρω εδώ. Στις περιπτώσεις εφαρμογής αυτού του άρθρου για να στοιχειοθετηθεί αμέλεια και συνεπώς ευθύνη θα πρέπει ο έχων καθήκον να λάβει κάθε εύλογη ενέργεια προς αποτροπή του επαπειλούμενου κακού. Ο βαθμός αμελείας εξετάζεται με το αντικειμενικό κριτήριο τι θα έπραττε ο μέσος λογικός άνθρωπος υπό τας περιστάσεις για να αποτρέψει το κακό ή κατά πόσο η απλή παράλειψη να διενεργηθεί το ευλόγως αναμενόμενο, συνιστά σοβαρή απόκλιση από το καθήκον επιμέλειας.

 

Το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας του Άρθρου 205 εξετάστηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση R v. Adomako [1994] 3 All E.R. 79(HL), στην οποία έκανε αναφορά το Κακουργοδικείο. Αποφασίστηκε ότι το κριτήριο που πρέπει να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις αντίκρισης αυτού του αδικήματος δηλαδή της ανθρωποκτονίας, είναι κατά πόσο ήταν αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας ή απερίσκεπτης συμπεριφοράς. Σημειώθηκε ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές του δικαίου της αμέλειας και εξετάζεται κατά πόσο ο κατηγορούμενος παρέβη την υποχρέωση επιμέλειας έναντι του θύματος. Στοιχειοθετημένης της παράβασης αυτής της υποχρέωσης, το επόμενο ζήτημα που εξετάζεται, είναι κατά πόσο η παράβαση της εν λόγω υποχρέωσης προκάλεσε το θάνατο του θύματος. Περαιτέρω εάν και πάλι η απάντηση είναι καταφατική, το επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσο η τεκμηριωθείσα παράβαση καθήκοντος ή υποχρέωσης θα πρέπει να χαρα[*1083]κτηριστεί ως βαριά αμέλεια και επομένως ως ποινικό παράπτωμα. Αυτό βεβαίως εξαρτάται από τη σοβαρότητα της παράβασης του καθήκοντος που διεπράχθη και το πλέγμα των περιστάσεων εντός των οποίων ενήργησε ο κατηγορούμενος.  Θα πρέπει συναφώς να αποφασιστεί κατά πόσο λαμβανομένου υπόψη του συνεπαγόμενου κινδύνου για θάνατο η συμπεριφορά του κατηγορούμενου ήταν τέτοια που ισοδυναμεί με ποινική πράξη ή παράλειψη. 

 

Εξετάζεται συναφώς κατά πόσο ο εφεσείων είχε καθήκον έναντι των προσώπων που έχασαν τη ζωή τους. Η έννοια του καθήκοντος μέσα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου άρθρου πρέπει, όπως σημείωσε το Κακουργιοδικείο να εξεταστεί με ευρύτητα και όχι ιδιαιτέρως με την ύπαρξη συγκεκριμένου θεσμοθετημένου καθήκοντος ή υποχρέωσης που να προκύπτει από νόμο ή κανονισμό αλλά σε συνάρτηση με τη δυνατότητα πρόβλεψης ότι αν δεν ληφθούν τα αναγκαία μέτρα, τότε υπάρχει ορατός κίνδυνος σοβαρού τραυματισμού ή θανάτου. Αναφύεται κατά συνέπεια το θέμα του προβλέψιμου κάποιου συμβάντος, σε σχέση με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, και το καθήκον που είχαν να προβλέψουν το ενδεχόμενο συμβάν. Για να στοιχειοθετηθεί η αμέλεια του Άρθρου 205 θα πρέπει αυτή να είναι βαριά, χρησιμοποιείται επί τούτου ο νομικός όρος «υπαίτια αμέλεια» ο οποίος προσομοιάζει με αλόγιστη και απερίσκεπτη συμπεριφορά.

 

Προς τούτο, το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του και στην υπόθεση Μαυρομμάτης ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 69 όπου το εφετείο ασχολήθηκε με το θέμα της ποινικής αμέλειας και έκαμε εκτενή αναφορά σε αγγλική και κυπριακή νομολογία, την οποία και υιοθετούμε. Ιδιαιτέρως το πιο κάτω απόσπασμα από τη σελίδα 73:

 

«…η ποινική, όπως ονομάζεται, αμέλεια, που απαιτείται για την απόδειξη ευθύνης με βάση το νυν Άρθρο 210 είναι μικρότερου βαθμού από την υπαίτιο αμέλεια (capable negligence) που απαιτείται για απόδειξη της ευθύνης για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας αλλά μεγαλύτερου βαθμού από την αμέλεια που απαιτείται για να ευσταθήσει ευθύνη για το αδίκημα της οδήγησης χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα, αμέλεια που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την αστική αμέλεια (civil law negligence).»

 

Στη δε σελίδα 74 αναφέρεται:

 

«Το Άρθρο 205 απαιτεί τον υψηλότερο βαθμό αμελείας. Η αμέλεια του Άρθρου 205 συνίσταται σε υπαίτιο αμέλεια, όρος που [*1084]εισάγει το στοιχείο της αλόγιστης πράξης recklessness.»

 

To Δικαστήριο στην υπόθεση Μαυρομμάτης κάνει επίσης αναφορά και στην υπόθεση Rayias v. The Police 19 C.L.R. 308 και ουσιαστικώς θέτει αντιπαραβάλλοντας την ποινική ευθύνη που προκύπτει με βάση τα Άρθρα 210 και 205 ότι ο απαιτούμενος βαθμός αμέλειας και για το Άρθρο 210 είναι πάντα ψηλός. Ψηλότερος, από το επίπεδο της αστικής αμέλειας, ενώ για το Άρθρο 205 απαιτείται «υπαίτιος αμέλεια» που ουσιαστικώς ισοδυναμεί προς το στοιχείο της «αλόγιστης πράξης». 

 

Επανερχόμενοι τώρα στα γεγονότα της υπόθεσης, παρατηρούμε ότι το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε συγκεκριμένη ευθύνη και εξουσίες για το φορτίο.

 

Κατά πρώτον έχοντας αυτόν τον έλεγχο εν τη εννοία του Άρθρου 225 τελούσε σε σχέση εγγύτητας με τα πρόσωπα που ήταν ευλόγως προβλεπτό να υποστούν βλάβη από το συγκεκριμένο κίνδυνο. Το Κακουργιοδικείο εξηγεί γιατί κατέληξε σ’ αυτό το συμπέρασμα, ότι ο εφεσείων είχε γνώση του περιεχομένου του φορτίου από τις 16 Φεβρουαρίου 2009, όταν τοποθετήθηκε σε χώρο της Εθνικής Φρουράς επί της οποίας είχε την εποπτεία. Είχε την εξουσία να ελέγξει τον τρόπο αποθήκευσης και να παρέμβει όταν του γνωστοποιήθηκε η ύπαρξη κινδύνου. Είχε πλήρη γνώση της επικινδυνότητας του φορτίου από τις επιστολές που έστελλε το Υπουργείο, του οποίου προΐστατο, από τον Μάιο του 2009, τον Ιούλιο του 2009 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2011. Στις 7 Φεβρουαρίου 2011 πληροφορείται από τον Αντι/χη Γ. Γεωργιάδη ότι υπάρχει κίνδυνος έκρηξης από την άφεση των εμπορευματοκιβωτίων στη συγκεκριμένη θέση στο ύπαιθρο, και δεν λαμβάνει κανένα μέτρο. Ιδιαιτέρως, ενώ είχε υπόψη του τα πιο πάνω, δεν έλαβε κανένα μέτρο παρόλο που ενημερώθηκε για τη διόγκωση ενός εμπορευματοκιβωτίου στις 4 Ιουλίου 2011. Στο σημείο εκείνο ανέλαβε την ευθύνη χειρισμού του θέματος και την ευθύνη λήψης απόφασης για τον περαιτέρω χειρισμό του με την ενδεχόμενη απομάκρυνση του εμπορευματοκιβωτίου με την πλήρη γνώση της έκρηξης που του έγινε στις 6 Ιουλίου 2011.

 

Το Κακουργιοδικείο επισημαίνει την ύπαρξη ειδικής σχέσης με το φορτίο εδραζόμενο στο γεγονός ότι ο εφεσείων ως Υπουργός δεν ήταν εργοδοτούμενος από την κυβέρνηση. O διορισμός του αντιθέτως προϋπόθετε την ανάληψη και εκτέλεση καθηκόντων περιλαμβανομένης της γενικής εποπτείας της Εθνικής Φρουράς. Σ’ αυτό το πλαίσιο εξετάστηκε το καθήκον ενεργείας το οποίο είχε.

[*1085]Είχε καθήκον ενεργείας, επισημαίνει το Κακουργιοδικείο, και ως εργοδότης εν τη ευρεία εννοία όχι μόνο για το προσωπικό της Εθνικής Φρουράς αλλά και του προσωπικού υπό την εργοδότηση της Δημοκρατίας όπως ήταν τα μέλη της Πυροσβεστικής οι οποίοι θα προσέτρεχαν για να αντιμετωπίσουν ένα κίνδυνο το οποίο ο εφεσείων γνώριζε. Ο κίνδυνος αυτός ήταν άμεσος και προβλεπτός και είχε ευθύνη να τον αποτρέψει. Ανέλαβε προσωπικά ευθύνη από τη στιγμή που έλαβε γνώση του κινδύνου έκρηξης και ως Υπουργός Άμυνας, έχων την εποπτεία της Εθνικής Φρουράς, όφειλε να τον αποτρέψει. Η ευθύνη που ανέλαβε για χειρισμό του κινδύνου με τη σύγκληση σύσκεψης για συζήτηση του προβλήματος και τη λήψη απόφασης επί των εισηγήσεων που θα υποβάλλοντο, υποδηλοί, όπως ορθώς επισημαίνει το Κακουργιοδικείο, ανάληψη ευθύνης που τεκμηριώνει τη θεμελίωση του καθήκοντος ενέργειας.

 

Ορθώς επισημαίνει το Κακουργιοδικείο ότι υπήρχε σχέση εγγύτητας του εφεσείοντος τόσο με το προσωπικό της Ναυτικής Βάσης όσο και με τους πυροσβέστες καθότι ο κίνδυνος έκρηξης ήταν εν γνώσει του, υπήρχε πραγματικός κίνδυνος ζωής και τα μέτρα προς αντιμετώπιση του ήταν ευλόγως προσιτά. Έπρεπε να μεριμνήσει έτσι ώστε να ληφθούν μέτρα για προστασία οποιουδήποτε ο οποίος ήταν ευλόγως προβλεπτό ότι θα μπορούσε να επηρεαστεί. 

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρούμε ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει, όπως ορθώς διαπιστώνει το Κακουργιοδικείο, θεμελιώσει καθήκον ενεργείας, από πλευράς του εφεσίβλητου.

 

Το άλλο θέμα που θα μας απασχολήσει είναι κατά πόσο με βάση τη μαρτυρία που έχει κατατεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου, θα μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα κατά πόσο ο εφεσείων είχε παραλείψει να λάβει μέτρα τα οποία θα απέτρεπαν την έκρηξη. Αποδόθηκαν με σαφήνεια μέσα από τη μαρτυρία, όπως έχουμε σημειώσει οι συγκεκριμένες παραλείψεις του εφεσείοντα μετά το συμβάν της 4ης Ιουλίου 2011. Αποδίδεται παράλειψη να δώσει οδηγίες για μετακίνηση του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου και για κατάβρεξη των εμπορευματοκιβωτίων, όπως ήταν οι εισηγήσεις της ομάδας, τις οποίες ο ίδιος, τελικώς, ενώ διέταξε να του δοθούν εντός της ίδιας ημέρας, ήτοι την 5η Ιουλίου 2011 μέχρι την 11η Ιουλίου 2011, δεν τις αναζήτησε.

 

Το Κακουργιοδικείο ορθώς καθοδηγούμενο από τη νομολογία, εξέτασε το καθήκον του εφεσείοντα να προβεί σε εύλογη εξ αντικειμένου ενέργεια, προς αποτροπή του κακού, επισημαίνοντας ότι υπεύθυνος για άρση κινδύνου είναι είτε το πρόσωπο που τον [*1086]δημιούργησε, είτε το πρόσωπο που έλαβε γνώση του κινδύνου και ανέχτηκε τη συνέχιση του ενώ είχε την ευθύνη και τα μέσα για να τον εξαλείψει.

 

Με βάση τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ο εφεσείων έχοντας αντίληψη του κινδύνου, όπως αναλύθηκε πιο πάνω, έχοντας τον έλεγχο του φορτίου καθώς και την αρμοδιότητα να δώσει οδηγίες ή διαταγές για το χειρισμό του, παρέλειψε να λάβει μέτρα για άρση του κινδύνου. Και τούτο, όπως επισημαίνεται, δεν περιοριζόταν στην καταστροφή του φορτίου που θα απαιτούσε την απόφαση του ΠτΔ ή του Υπουργικού Συμβουλίου. Ενώ υιοθέτησε την πολιτική απόφαση για διατήρηση του φορτίου στην Κύπρο, τούτο αφέθηκε για απροσδιόριστο χρόνο τοποθετημένο κατά παράβαση των παγίων διαταγών ή των στοιχειωδών μέτρων ασφαλείας. Ιδιαιτέρως μετά τη γνωστοποίηση του άμεσου κινδύνου έκρηξης, δεν ενήργησε ως όφειλε για άρση του κινδύνου με εφαρμογή των διαταγών ή την μετακίνηση του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου. Mετά το συμβάν της 4ης Ιουλίου 2011 ο εφεσείων ενώ είχε καθήκον για την ασφαλή φύλαξη του φορτίου, παρέλειψε να δώσει οδηγίες για τη μετακίνηση του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου και για την κατάβρεξη όλων των υπολοίπων. Συνακόλουθα, το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων παρέβη το καθήκον επιμέλειας που είχε, για να άρει τον κίνδυνο έκρηξης, είναι ορθό.

 

Το τρίτο θέμα που θα μας απασχολήσει είναι η αιτιώδης συνάφεια που υπήρχε μεταξύ της προκληθείσας έκρηξης στις 11 Ιουλίου 2011 με το πρόβλημα που παρουσιάστηκε στις 4 Ιουλίου 2011.  Έχουμε αποδεχθεί ως ορθό, το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι η προκληθείσα πυρκαγιά τις πρωϊνές ώρες της 11ης Ιουλίου 2011 ξεκίνησε από το ίδιο διογκωμένο εμπορευματοκιβώτιο στο οποίο προκλήθηκε έκρηξη στις 4 Ιουλίου 2011. Η απομάκρυνση του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να διαφοροποιηθεί ποσώς η πάγια αντίληψη περί διατήρησης του φορτίου στην Κύπρο. Για να στοιχειοθετηθεί ποινική ευθύνη, συναρτώμενη με την αιτιώδη συνάφεια, αρκεί να στοιχειοθετηθεί η προβλεπτή ή γενική φύση του κινδύνου και όχι οι ακριβείς συνέπειες συμπεριφοράς ενός κατηγορούμενου. Η αντίληψη κινδύνου για πυρκαγιά η οποία θα επεκτεινόταν και στα άλλα εμπορευματοκιβώτια, ήταν ευλόγως προβλεπτή και ο εφεσείων είχε την αντίληψη αυτή από τις συζητήσεις και τα λεχθέντα στη σύσκεψη στις 5 Ιουλίου 2011. Πόσο μάλλον μετά που πληροφορήθηκε περί του συγκεκριμένου θέματος από τον Ταξίαρχο Θεοφάνους στις 6 Ιουλίου 2011.

[*1087]Ένα άλλο θέμα στο οποίο μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος για να εισηγηθεί την απουσία τεκμηρίωσης του αδικήματος της ανθρωποκτονίας ήταν το γεγονός ότι μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς η έλευση των ανδρών της πυροσβεστικής και η συνεννόηση που υπήρξε επιτόπου μεταξύ του Διοικητή του Ναυτικού Ιωαννίδη και του Λοχία της Πυροσβεστικής Παπαδόπουλου, που ανέλαβαν την ευθύνη χειρισμού, παρεμβαίνει και διακόπτει την αλυσίδα ευθύνης του εφεσείοντα. Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ένα τέτοιο επιχείρημα θα μπορούσε να τεκμηριωθεί σε περίπτωση που ξεσπούσε τυχαίως μια πυρκαγιά και αναλάμβανε το χειρισμό της η Πυροσβεστική και η Διοίκηση της Βάσης. Το θέμα εδώ και η κατηγορία την οποία αντιμετώπισε ο εφεσείων, ήταν ότι παρέλειψε να λάβει μέτρα προς αποτροπή της έκρηξης. Η έκρηξη προήλθε από το λανθασμένο τρόπο με τον οποίο είχε τοποθετηθεί το φορτίο, ιδιαιτέρως ο τρόπος στοιβάγματός του, η άφεσή του σε υπαίθριο χώρο για σχεδόν τρία χρόνια, περίοδο η οποία προκάλεσε την αλλοίωση του σταθεροποιητή της πυρίτιδας και ιδιαιτέρως την παράλειψη του εφεσείοντα να διατάξει τη μετακίνηση του συγκεκριμένου διογκωθέντος εμπορευματοκιβωτίου, στο οποίο είχε προκληθεί έκρηξη στις 4 Ιουλίου 2011.

 

Θεωρούμε ορθή την κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι, ο κίνδυνος θανάτου ήταν, μετά τα γεγονότα της 4ης με 6ης Ιουλίου 2011, αδιαμφισβήτητα ορατός.

 

Είναι επίσης ορθή η κατάληξη ότι ενώ είχε τον έλεγχο και την ευθύνη ενός επικίνδυνου φορτίου με σαφείς προειδοποιήσεις περί της κορύφωσης του κινδύνου και ενώ ο ίδιος είχε ζητήσει την παράδοση της έκθεσης της Επιτροπής ημερ. 6 Ιουλίου 2011, η οποία ποτέ δεν έφθασε, ο ίδιος, όπως αναφέρει το Κακουργιοδικείο, έκλεισε τα μάτια στον κίνδυνο ελπίζοντας ότι δεν θα πραγματωνόταν. Βαρύνουσα σημασία στην απόφαση του Κακουργιοδικείου είχε η πλήρης απραξία που υπέδειξε ο εφεσείων αφήνοντας το συγκεκριμένο φορτίο στην τύχη του. Καταλήγει δε το Κακουργιοδικείο με το εξής: «Δεν παραβλέπουμε το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ενήργησε, έχουμε ήδη διαπιστώσει ότι αυτό δεν διαγράφει τις νομικές του ευθύνες. Δεν διαγράφει όμως, ούτε την ηθική απαξία της επιλογής του, να εθελοτυφλήσει μπροστά σε τέτοιο κίνδυνο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και με τέτοιες προειδοποιήσεις για τον παράγοντα χρόνο. Ο κίνδυνος και οι προειδοποιήσεις ήταν τέτοιες ώστε το γεγονός ότι δεν ελήφθη ποτέ κανένα μέτρο ενώ κατά τα άλλα ήταν ευχερές να υποδηλοί εν τέλει αδιαφορία έτσι ώστε να πρόκειται για υπαίτια αμέλεια εν τη εννοία του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα.»

[*1088]Συμφωνούμε με το τελικό συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι στοιχειοθετήθηκε το αδίκημα της ανθρωποκτονίας με βάση το Άρθρο 205 του Ποινικού Κώδικα. Συνεπώς και αυτός ο λόγος απορρίπτεται.

 

Λόγος έφεσης αρ. 13 Παράβαση της αρχής της ισότητας

 

Το εκφρασθέν, με τον παρόντα λόγο παράπονο, που άπτεται της απουσίας από το Κατηγορητήριο στρατιωτικών, όπως τον τότε Αρχηγό ΓΕΕΦ Μπισμπίκα, τον Ταξίαρχο Σοφιανίδη, τον Σ/χη Γ. Γεωργιάδη και ενδεχομένως και άλλων, ήταν αντικείμενο ευρύτατης αναφοράς από το Κακουργιοδικείο στις σελίδες 553 και επόμενα. Αυτή η απουσία, εισηγήθηκε ο συνήγορος, παραβιάζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος και επίσης τις αρχές της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ειδικώς του Άρθρου 6 για δίκαιη δίκη.

 

Το Κακουργιοδικείο έκαμε αναφορά στην πολιτική απόφαση για εκφόρτωση στην Κύπρο του συγκεκριμένου φορτίου, απόφαση που λήφθηκε από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, χωρίς απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, κατά παράβαση του Άρθρου 54 του Συντάγματος. Γίνεται αναφορά στην απόφαση της κυβέρνησης για τοποθέτηση εκατοντάδων τόνων πυρίτιδας δίπλα από τον κύριο ηλεκτροπαραγωγό σταθμό της χώρας, με τον τρόπο με τον οποίο τοποθετήθηκαν, μετά από οδηγίες του Αρχηγού του ΓΕΕΦ προς το Σ/χη Γ. Γεωργιάδη, μέσω του Ταξίαρχου Σοφιανίδη. Έγινε επίσης αναφορά στην διαδοχικά διαφοροποιημένη θέση της κυβέρνησης αναφορικά με τη διατήρηση του φορτίου στην Κύπρο και τη σαφή θέση του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας ότι το φορτίο θα παραμείνει στην Κύπρο με στόχο να δοθεί στη Συρία ή στο Ιράν. Αυτή η κρατική πολιτική εφαρμόστηκε, δηλαδή η διατήρηση της κατάστασης ως είχε. Το Κακουργιοδικείο κάνει αναφορά στην περίπτωση Τσαλικίδη, ο οποίος παρόλο που γνώριζε τους κινδύνους διατήρησης του φορτίου σε υπαίθριο χώρο δεν συνεβούλευσε τον πολιτικό του προϊστάμενο ούτε διαφώνησε με τη διατήρηση του φορτίου, αλλά συναίνεσε, όπως και οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι, να παραμείνουν τα πράγματα ως είχαν. 

 

Το Κακουργιοδικείο καταλήγει αναφέροντας αυτό το πλαίσιο ότι «τα γεγονότα γενικότερα όπως τα έχουμε δεχθεί, καταδεικνύουν μια καθολική, απαράδεκτη και εξοργιστική δυσλειτουργία του πολιτικού και διοικητικού συστήματος». 

 

Παραθέτοντας αυτά τα γεγονότα, το Κακουργιοδικείο είχε επι[*1089]σημάνει ότι όσα λέχθηκαν για το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται τα γεγονότα της υπόθεσης δεν έγινε με σκοπό την απόδοση ποινικών ευθυνών σε πρόσωπα που δεν είναι κατηγορούμενοι. «Τα Δικαστήρια, σημειώνει, λειτουργούν με βάση τις προδιαγεγραμμένες από το Σύνταγμα και τους Νόμους αρμοδιότητες τους. Κατά τον προβλεπόμενο μηχανισμό απονομής δικαιοσύνης μόνο όταν ασκηθεί δίωξη, σε σοβαρά αδικήματα από το Γενικό Εισαγγελέα, μπορούν τα Δικαστήρια αφού ακούσουν και τις δύο πλευρές με όλες τις διασφαλίσεις για τον κατηγορούμενο, να αποδώσουν ποινική ευθύνη».

 

Το πλαίσιο αυτό συζήτησης έγινε με στόχο να υπάρχει στο μυαλό του Κακουργιοδικείου σε περίπτωση που η τελική ετυμηγορία ήταν καταδίκη, ή ποινή. Έχουμε διαπιστώσει ότι σ’ αυτό το πλαίσιο κινήθηκε το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες ενήργησε ο εφεσείων και αναλύθηκε το θέμα σε έκταση και στην απόφαση για την ποινή.

 

Συνεπώς, δεν βρίσκουμε να υπάρχουν περιθώρια επέμβασης με αποτέλεσμα και αυτός ο λόγος έφεσης να πρέπει να απορριφθεί.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

 

Έφεση κατά της ποινής.

 

Ο εφεσείων πέραν από την καταδίκη του αμφισβητεί και την ορθότητα της επιβληθείσας σε αυτόν ποινής. Υπενθυμίζουμε ότι κρίθηκε ένοχος για παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 14-26) καθώς επίσης και για παραβίαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 118-130), του επεβλήθηκε όμως ποινή για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας (Άρθρο 205), ενώ για τα αδικήματα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης (Άρθρο 210) δεν του επεβλήθη οποιαδήποτε ποινή. Για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας του επεβλήθησαν ποινές άμεσης συντρέχουσας φυλάκισης πέντε ετών σε κάθε κατηγορία.

 

Παράλληλα με την έφεση του εφεσείοντα εναντίον της ποινής καταχωρήθηκε και έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα, η Έφεση με αρ. 159/2013, στα πλαίσια της οποίας ο τελευταίος διατυπώνει τη θέση ότι οι επιβληθείσες στον εφεσείοντα ποινές είναι ανεπαρκείς. Την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα πραγματεύεται ο αδελφός Δικαστής Ερωτοκρίτου σε ξεχωριστή απόφασή του την οποία είχαμε [*1090]την ευκαιρία να διεξέλθουμε και με την οποία συμφωνούμε.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, υποβάλλοντας ότι η ποινή είναι υπερβολική αλλά και λανθασμένη λόγω σφάλματος αρχής (wrong in principle), επικέντρωσε την επί του προκειμένου επιχειρηματολογία του στο πρόσωπο του εφεσείοντα, στην αξιόλογη συνεισφορά του στα κοινά και στο μακρύ ιστορικό της προσωπικότητάς του. Ιδιαίτερη αναφορά έκαμε στο γεγονός ότι ο εφεσείων αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας, ως αποτέλεσμα των οποίων, αφού εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας από τα πολύ αρχικά στάδια της παρούσας υπόθεσης, έκτοτε εξακολουθεί να νοσηλεύεται. Ο κ. Ευσταθίου χαρακτήρισε την επιβληθείσα πενταετή ποινή φυλάκισης ως απάνθρωπη μεταχείριση.

 

Θεωρούμε ότι δεν είναι απαραίτητο να επαναλάβουμε τη σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων, ιδιαιτέρως έχοντας υπόψη ότι η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή είναι η δια βίου φυλάκιση. Από αυτό και μόνο αντικατοπτρίζεται η σοβαρότητα την οποία η πολιτεία ήθελε να προσδώσει στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας του συγκεκριμένου άρθρου.

 

Ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Περιθώριο επέμβασης του Εφετείου σε επιβληθείσα ποινή υπάρχει όταν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή αποτελεί προϊόν σφάλματος αρχής. Ρόλος του Εφετείου δεν είναι να εκφράσει τη δική του υποκειμενική άποψη για την ποινή, αλλά μόνο να διαπιστώσει τυχόν έκδηλη υπερβολή. Όπως δε έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί, έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί όταν διαπιστώνεται πασιφανής έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του αδικήματος και της ποινής που επιβάλλεται και/ή όταν διαπιστώνεται ουσιώδης απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθέτησε η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (βλ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Mihaylov v. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 837, ECLI:CY:AD:2014:B896). Η υπερβολή, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Γεωργίου, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα όπως ο όρος «έκδηλη» υποδηλώνει.

 

Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω αρχές, θεωρούμε ότι η ποινή που επεβλήθη στον εφεσείοντα, κρινόμενη υπό το φως των προσωπικών του περιστάσεων, αλλά και των συνθηκών κάτω από τις οποίες διεπράχθησαν τα αδικήματα, ουδόλως συνιστά εκδήλως υπερβολική ποινή, έτσι ώστε να μας παρέχεται περιθώριο επέμβασης. Τα όσα αναφορικά με την επιβληθείσα στον εφεσείοντα [*1091]ποινή επισημαίνονται στα πλαίσια της απόφασης του αδελφού Δικαστή Ερωτοκρίτου σχετικά με την έφεση που ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε, με το περιεχόμενο της οποίας έχουμε ήδη συμφωνήσει, υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε για σκοπούς της παρούσας απόφασής μας.

 

Αναφορικά με τη θέση του εφεσείοντα ότι η ποινή είναι προϊόν σφάλματος αρχής, περιοριζόμαστε στη διαπίστωση ότι κάτι τέτοιο ουδόλως τεκμηριώνεται από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιόν μας.

 

Ως αποτέλεσμα, και η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.

 

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ 154/2013 ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, 156/2013 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ 145/2013 ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν τις πιο πάνω τρεις εφέσεις, οι οποίες λόγω της συνάφειας που παρουσιάζουν συνεκδικάστηκαν με τις Ποινικές Εφέσεις 162/2013 και 155/2013, εκτίθενται στην αρχή της απόφαση μας, και έτσι θεωρούμε περιττό να τα επαναλάβουμε. Τα υιοθετούμε, όμως, για σκοπούς και των τριών πιο πάνω Εφέσεων, τις οποίες θα εξετάσουμε συνολικά με τη σειρά που οι εφεσείοντες εμφαίνονται στο κατηγορητήριο, ως κατηγορούμενοι.

 

Το πραγματικό πλαίσιο μέσα από το οποίο εξετάστηκε η ποινική ευθύνη των εφεσειόντων, ήτοι Α. Νικολάου, εφεσείων στην ποινική έφεση 154/2013 (4ος κατηγορούμενος), Χ. Χαραλάμπους, εφεσείων στην ποινική έφεση 156/2013 (5ος κατηγορούμενος) και Α. Λοϊζίδης, εφεσείων στην ποινική έφεση 145/2013 (6ος κατηγορούμενος), ήταν ενιαίο και η κατάληξη του Κακουργιοδικείου, επίσης έχει κοινή βάση, έτσι θα ασχοληθούμε κι’ εμείς με τις τρεις εφέσεις συγκεντρωτικά αλλά, και εξειδικευμένα, σε θέματα που εγείρονται και δεν είναι κοινά.

 

Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε ότι οι κατηγορούμενοι 4, 5 και 6 παρέβησαν το καθήκον επιμέλειας που είχαν, ιδιαιτέρως, μετά που είχαν γνώση για την ύπαρξη ενός τεραστίου κινδύνου και γνώριζαν ότι σε περίπτωση πυρκαγιάς οι άνδρες της Πυροσβεστικής και ειδικά τα μέλη της ΕΜΑΚ θα καλούντο για να ανταποκριθούν. Αποφάσισε το Κακουργιοδικείο ότι οι κατηγορούμενοι 4, 5 και 6 είχαν υποχρέωση να ενημερώσουν όλους τους υφιστάμενους πυροσβέστες και ειδικά τα μέλη της ΕΜΑΚ για τον κίν[*1092]δυνο που θα είχαν να αντιμετωπίσουν αν καλούντο σε περίπτωση πυρκαγιάς στα εμπορευματοκιβώτια, αναφερόμενοι ειδικώς στην ανάγκη τήρησης κανόνων ασφαλείας μπροστά στα διλήμματα που θα είχαν να αντιμετωπίσουν.

 

Ο 4ος κατηγορούμενος, όπως αποφάσισε το Κακουργιοδικείο, δεν έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες, ότι, όταν υπάρχει επεισόδιο στο οποίο ενυπάρχουν εκρηκτικές ύλες, οι άνδρες της Πυροσβεστικής πρέπει να τηρούν αποστάσεις ασφαλείας και να μην ασχολούνται με την κατάσβεση και τούτο γιατί, το πρώτο μέλημα είναι η ασφάλεια των πυροσβεστών.

 

Αναφορικά με τον 5ον και 6ον κατηγορούμενο το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι, αυτοί δεν είχαν μόνο γνώση της επικινδυνότητας του φορτίου, ένεκα της επιθεώρησης, που έλαβαν μέρος, αλλά, και της σαφούς ενημέρωσης και γνώσης της υφιστάμενης κατάστασης όπως αυτή εξελισσόταν στις 11 Ιουλίου 2011. Γνώριζαν ότι ο τεράστιος όγκος πυρίτιδας, που είχαν τις προηγούμενες μέρες επιθεωρήσει, καιγόταν και ότι γίνονταν και εκρήξεις. Γνώριζαν ότι στη σκηνή βρίσκονταν οι στρατιωτικοί και οι πυροσβέστες και ειδικότερα ότι ο λοχίας Παπαδόπουλος θα προσπαθούσε να ενεργήσει κατάβρεξη των εμπορευματοκιβωτίων και δεν έδωσαν οδηγίες για την τήρηση των κανόνων ασφαλείας. Αν το έπρατταν τούτο, που ήταν ευχερές να γίνει έχοντας υπόψη ότι ήταν η μόνη, υπό τις περιστάσεις επιλογή, δεν θα επερχόταν το μοιραίο. Υπήρχε αντίληψη κινδύνου έκρηξης και εν γένει κινδύνου θανάτου και από τους τρεις κατηγορούμενους. Αυτή η παράλειψη προειδοποίησης των πυροσβεστών ήταν η αιτία να θεωρηθούν οι κατηγορούμενοι 4, 5 και 6 ένοχοι αμέλειας όχι εν τη εννοία του Άρθρου 205, αλλά ένοχοι αμέλειας εν τη εννοία του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα.

 

Στο σημείο αυτό θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε το πλήρες κείμενο του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα και να σχολιάσουμε την υφιστάμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος αυτού.

 

Το συγκεκριμένο άρθρο έχει διαμορφωθεί, με την τροποποίηση που επήλθε, με το Άρθρο 2 του Νόμου 181(Ι)/2000.

 

«210. Όποιος, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι τεσσάρων χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν [*1093]υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσιες λίρες.»

 

Το πιο πάνω άρθρο έτυχε ερμηνείας στην υπόθεση Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233, όπου μεταξύ άλλων λέχθηκαν τα εξής:

 

«Με την τροποποίηση του αρχικού άρθρου είναι φανερό ότι έχουν παραληφθεί οι φράσεις έλλειψη προφύλαξης και απρόσεκτη πράξη και έχουν αντικατασταθεί με τις φράσεις απερίσκεπτη και επικίνδυνη πράξη. Έτσι, για να βρεθεί τώρα κάποιος ένοχος πρέπει η πρόκληση θανάτου να οφειλόταν σε αλόγιστη (rash), απερίσκεπτη (reckless) ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά. Το άρθρο δεν καθορίζει κριτήρια ως προς το τι αποτελεί αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη και αφήνεται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει το νομοθέτημα με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης».

 

Ιδιαιτέρως χρήσιμη και καθοδηγητική είναι η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Ζυπιτής ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 220. Σύντομη παράθεση των γεγονότων της υπόθεσης είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη. Ο εφεσείων, κλήθηκε από τον εργοδότη του να μεταφέρει με το λεωφορείο αριθμό αλλοδαπών (από τις Φιλιππίνες) κατοίκων Λάρνακας, που ήθελαν να εκδράμουν στο χιονισμένο Τρόοδος. Το λεωφορείο παρουσίασε, μετά την έναρξη του ταξιδιού, δυσλειτουργία στο σύστημα πέδησης με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου της πορείας του. Ο εφεσείων το θεώρησε ανασφαλές να συνεχίσει την πορεία του μέχρι το τέλος της διαδρομής και οι επιβάτες πήγαν με τα πόδια στην πλατεία του Τροόδους. Ο εφεσείων αφού επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον εργοδότη του, πήρε την απόφαση να οδηγήσει το λεωφορείο και να μεταφέρει τους επιβάτες του πίσω στη Λάρνακα. Η δυσλειτουργία επανεμφανίστηκε, το σύστημα πέδησης δεν λειτούργησε και ως αποτέλεσμα τούτου, το λεωφορείο ανατράπηκε. Το δυστύχημα είχε μοιραίες συνέπειες για 8 από τους επιβάτες. Ο εφεσείων κατηγορήθηκε για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα. Εναντίον του εργοδότη προσάφθηκαν άλλες κατηγορίες.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τον εφεσείοντα και η απόφαση για καταδίκη επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από τη σελίδα 233 αναφέρεται:

 

«Η ανάληψη ευθύνης από τον εφεσείοντα να χρησιμοποιήσει το λεωφορείο για τη μεταφορά των επιβατών εγκυμονούσε άμεσο κίνδυνο για την ασφάλεια τους, κίνδυνο τον οποίο αψήφησε.  [*1094]Είναι αυτή του η πράξη που στοιχειοθετεί το αλόγιστο της συμπεριφοράς του. Δεν ήταν λελογισμένη ενέργεια, δηλαδή απόρροια της κοινής λογικής, να χρησιμοποιήσει, κάτω από τις συνθήκες το λεωφορείο για την μεταφορά των επιβατών. Ταυτόχρονα, η πράξη του ήταν απερίσκεπτη, υποδηλούσα αδιαφορία για την ασφάλεια των επιβατών και, παράλληλα, επικίνδυνη διότι εγκυμονούσε ορατούς κινδύνους.»

 

Προκύπτει συναφώς από το περιεχόμενο και το λόγο της πιο πάνω απόφασης ότι, όταν ένας είναι ενήμερος μιας κατάστασης πραγμάτων, η οποία, αν αφεθεί να συνεχιστεί, εγκυμονεί κινδύνους για την ασφάλεια τρίτων, και αδιαφορήσει προς τούτο, καταδεικνύεται η αλόγιστη συμπεριφορά. Περαιτέρω, είμαστε της γνώμης ότι εξάγεται το συμπέρασμα ότι η ύπαρξη γνώσης συνεπάγεται και ευθύνη υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να παραγνωρίζονται εμφανείς ή ορατοί κίνδυνοι, ιδιαιτέρως, όταν ένα πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να ενεργήσει αποτρεπτικά ή να λάβει μέτρα για εξουδετέρωση του κινδύνου. Η ερμηνεία και η κρίση των εννοιών «αλόγιστο» ή «απερίσκεπτο» μιας συμπεριφοράς αντικρίζονται με βάση την κοινή λογική. Ταυτοχρόνως, συμπεραίνουμε ότι η νομική ευθύνη σε σχέση με το αδίκημα του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, δεν ενυπάρχει μόνο στο πρόσωπο που βρίσκεται κοντά στο συμβάν που προκαλεί θάνατο, αλλά και στα πρόσωπα που δύνανται να θεωρηθούν ως συνεργοί, ιδιαιτέρως λόγω θέσης, αρμοδιότητας ή καθήκοντος.

 

Έχουμε παραθέσει τα γεγονότα της υπόθεσης σε έκταση, στην αρχή της απόφασης μας αλλά για σκοπούς πληρότητας της εικόνας των συγκεκριμένων εφέσεων πρέπει να επαναλάβουμε τα κυριότερα σημεία που αφορούν τους εν λόγω εφεσείοντες.

 

Ήταν κοινή συνισταμένη και των τριών ευπαιδεύτων συνηγόρων ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν, κάτω υπό τας περιστάσεις της εξεταζόμενης υπόθεσης, καθήκον ενεργείας, όπως λανθασμένα, κατά την εισήγηση τους, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι είχαν. 

 

Ο 4ος κατηγορούμενος, στο πλαίσιο των κατηγοριών 144-156 κατηγορείτο ότι παρέλειψε μεταξύ 6ης και 7ης Ιουλίου να ενεργήσει έτσι ώστε να είναι ενήμερα τα μέλη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για τον κίνδυνο έκρηξης.

 

Κατά τη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 5 Ιουλίου 2011, στο γραφείο του ΥΠΑΜ, που συγκλήθηκε, ως αποτέλεσμα της διαπίστωσης διόγκωσης σε ένα από τα εμπορευματοκιβώτια, που ήταν τοποθετημένα στη ΝΒΕΦ, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου [*1095]Μαληκκίδης, τηλεφώνησε στον 4ον κατηγορούμενο, ως Διευθυντή της Πυροσβεστικής, γνωστοποιώντας του ότι, ένα από τα 98 εμπορευματοκιβώτια, στο οποίο υπήρχε πυρίτιδα, είχε προκληθεί πυρκαγιά και έπρεπε να παρευρεθεί εκπρόσωπος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για να προσφέρει την εμπειρογνωμοσύνη του, αναφορικά με τα αίτια, και τη δυνατότητα προστασίας των υπολοίπων εμπορευματοκιβωτίων.

 

Διαπιστώνουμε συναφώς ότι υπήρχε, από την πρώτη στιγμή, γνωστοποίηση του αντικειμένου για το οποίο ζητήθηκε συμβολή της Πυροσβεστικής. Ο 4ος κατηγορούμενος ζήτησε από τον 5ο κατηγορούμενο, Αναπληρωτή Διευθυντή της Πυροσβεστικής, ως έχοντα γνώση επί των εκρηκτικών, λόγω εκπαίδευσης που έτυχε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, να επισκεφθεί την επόμενη ημέρα τη ΝΒΕΦ και να συμμετάσχει στη σύσκεψη των εμπειρογνωμόνων που θα γινόταν υπό την ηγεσία του Σ/χη Γεωργιάδη.  Την επόμενη ημέρα 6 Ιουλίου 2011 ο 5ος κατηγορούμενος καθ’ οδόν προς τη ΝΒΕΦ στάθμευσε στην Κοφίνου όπου, όπως είναι αποδεκτό, είναι η έδρα της Ειδικής Μονάδας της Πυροσβεστικής, ΕΜΑΚ. Ο 5ος κατηγορούμενος ζήτησε από τον 6ο κατηγορούμενο Διοικητή της ΕΜΑΚ να τον συνοδεύσει στην επιτόπια εξέταση, πράγμα το οποίο έγινε.

 

Η Ομάδα Εμπειρογνωμόνων επισκέφθηκε τη ΝΒΕΦ, και αφού έτυχαν μιας πρώτης ενημέρωσης για το αντικείμενο της εξέτασης από το Σ/χη Γεωργιάδη, μετέβησαν στο συγκεκριμένο χώρο που βρισκόταν η στοιβάδα των εμπορευματοκιβωτίων και όλοι, πλην του 5ου κατηγορούμενου, ανέβηκαν επί των εμπορευματοκιβωτίων, έτσι ώστε να διενεργήσουν αυτοψία. Ο 6ος κατηγορούμενος είχε, όπως είναι το εύρημα του Κακουργιοδικείου, από την πρώτη στιγμή αντίληψη της επικινδυνότητας του φορτίου και προέτρεψε άλλους να μην περπατούν παρά μόνο στις άκριες των εμπορευματοκιβωτίων, καθότι τούτο ήταν επικίνδυνο. Από την αυτοψία που έγινε, διαπιστώθηκε ότι προκλήθηκε πυρκαγιά σε ένα εμπορευματοκιβώτιο, υπήρξε εκτόνωση αερίων και η επακολουθήσασα έκρηξη ήταν το αίτιο διόγκωσης του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου και μετακίνησης του κατά 30, περίπου, εκατοστά. Ταυτοχρόνως, είχε διαπιστωθεί ότι δεν είχε καεί ολόκληρο το περιεχόμενο του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου.

 

Στη σύσκεψη που ακολούθησε στο γραφείο του Διοικητή του Ναυτικού Ιωαννίδη, έγινε ευρεία συζήτηση αναφορικά με τα αίτια της προκληθείσας διόγκωσης και η γραμμή υπεράσπισης, που προωθήθηκε πρωτοδίκως αλλά και ενώπιον μας, και από τους τρεις ευπαίδευτους συνήγορους, ήταν ότι σ’ όλη τη διάρκεια της διαδικα[*1096]σίας αυτής, ο Σ/χης Γεωργιάδης διαβεβαίωνε τους πάντες ότι η πυρίτιδα καίγεται και δεν εκρήγνυται.

 

Στο σημείο αυτό δόθηκε μεγάλη έμφαση για τη μολυσμένη, όπως χαρακτηρίστηκε μαρτυρία, του Σ/χη Γεωργιάδη, καθόλη τη διάρκεια της εμπλοκής του στην υπόθεση αυτή, και όχι μόνο για τη συγκεκριμένη ημέρα, η οποία, όπως σημειώσαμε κατ’ επανάληψη, ήταν μεγάλη.

 

Το Κακουργιοδικείο, είχε, όπως αναλύσαμε σε έκταση, στην έφεση 155/2013, προβληματιστεί για τον τρόπο αντιμετώπισης της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα. Εξήγησε, όμως, με πειστικότητα και δεν βρίσκουμε οποιονδήποτε λόγο επέμβασης, γιατί, παρόλο που θεωρήθηκε η μαρτυρία μολυσμένη, στο τέλος στηριζόμενο το Κακουργιοδικείο σε άλλη, ενισχυτική των θέσεων Γεωργιάδη, μαρτυρία, θεώρησε ότι η συγκεκριμένη σύσκεψη δεν είχε άλλο σκοπό παρά μόνο τη διαπίστωση των αιτιών της έκρηξης. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι ασχολήθηκαν σε έκταση επί του σημείου, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση για να πείσουν ότι, οι 5ος και 6ος κατηγορούμενοι δεν είχαν αντίληψη κινδύνου έκρηξης αλλά, αντίληψη πιθανότητας πυρκαγιάς. 

 

Το έτερο σκέλος του ιδίου επιχειρήματος αφορά τα συμπεράσματα της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων. Ως προς το θέμα αυτό, έχουμε ασχοληθεί σ’ έκταση στο πλαίσιο της εξέτασης της έφεσης 155/2013, και θεωρήσαμε την κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι, η Επιτροπή κατέληξε σε ομόφωνη απόφαση ως προς τις εισηγήσεις της, που περιλάμβαναν και τη μετακίνηση του διογκωθέντος εμπορευματοκιβωτίου και την κατάβρεξη των υπολοίπων, ως ορθή.

 

Η γνώση του 5ου κατηγορούμενου περί του περιεχομένου των εμπορευματοκιβωτίων καταδεικνύεται, όπως επισημαίνει το Κακουργιοδικείο από το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της σύσκεψης ο ίδιος είχε, κατ’ επανάληψη, συμβουλευθεί άλλους εμπειρογνώμονες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας αναφορικά με τον τρόπο φύλαξης της πυρίτιδας. Σ’ αυτό το σημείο υπάρχει και η δήλωση του 6ου κατηγορούμενου, ότι τα συγκεκριμένα εμπορευματοκιβώτια με την πυρίτιδα ήταν εκτεθειμένα στο ύπαιθρο για 2½ χρόνια, γεγονός που, επίσης, υποδηλοί γνώση.

 

Τα πιο πάνω αποτελούν μερικά από τα σημεία τα οποία έλαβε υπόψη του το Κακουργιοδικείο για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, οι 5ος και 6ος κατηγορούμενοι είχαν πλήρη γνώση του γεγονότος ότι υπήρχαν 98 εμπορευματοκιβώτια γεμάτα πυ[*1097]ρίτιδα και ότι σε ένα συγκεκριμένο εμπορευματοκιβώτιο, βρισκόμενο στη στοιβάδα, είχε προκληθεί λόγω αλλοίωσης της πυρίτιδας, ανάφλεξη και έκρηξη. 

 

Έχοντας ως νομική αρχή ότι η ευθύνη κατάληξης ως προς τα πρωτογενή ευρήματα αξιοπιστίας ανήκουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο και λαμβάνοντας υπόψη ότι τα συγκεκριμένα ευρήματα συνάδουν με την ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία, θεωρούμε ότι το παράπονο των εφεσειόντων ως προς το θέμα της γνώσης κινδύνου έκρηξης, από τους 5ον και 6ον κατηγορούμενους δεν ευσταθεί. Θα επανέλθουμε στο θέμα μεταγενέστερα.

 

Κατά την επιστροφή του 5ου κατηγορούμενου στη Λευκωσία, και συγκεκριμένα την επόμενη ημέρα, 7 Ιουλίου 2011, ο τελευταίος ενημέρωσε τον Διοικητή της Πυροσβεστικής, 4ον κατηγορούμενο, για το τι είχε παρατηρηθεί κατά την αυτοψία και αποφασίστηκε στη σύσκεψη που ακολούθησε ως προς τα αναγκαία μέτρα που έπρεπε να ληφθούν και τα οποία θα προωθούντο προς το 2ον κατηγορούμενο.

 

Υπήρξε εισήγηση από τον ευπαίδευτο συνήγορο του 4ου κατηγορούμενου ότι, το εύρημα του Κακουργιοδικείου, περί πλήρους γνώσεως του πελάτη του για έκρηξη, δεν είναι ορθή, λαμβανομένου υπόψη ότι ο 5ος κατηγορούμενος είχε αναφέρει στο Κακουργιοδικείο ότι δεν μίλησε στη σύσκεψη με τον 4ον κατηγορούμενο για έκρηξη, παρά μόνο για πυρίτιδα, που όπως τον είχε διαβεβαιώσει ο Γεωργιάδης καίγεται και δεν εκρήγνυται. Το Κακουργιοδικείο έδωσε επί τούτου ικανοποιητική εξήγηση γιατί κατέληξε στο συγκεκριμένο εύρημα και δεν βρίσκουμε λόγο επέμβασης. Οι πειστικοί λόγοι που οδήγησαν το Κακουργιοδικείο σ’ αυτό το εύρημα, έχουν άμεση σχέση με τη μαρτυρία που έδωσε ο Σ/χης Γεωργιάδης, σε συνδυασμό και με την ανάλυση που έγινε στο υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό. Έχουμε αναφερθεί σε έκταση στο θέμα στην έφεση 155/2013.

 

Ήταν εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι, μέχρι την ημέρα αναχώρησης του 4ου κατηγορούμενου από την Κύπρο, που έγινε στις 8 Ιουλίου 2011, δεν είχαν ενημερωθεί τα μέλη του πυροσβεστικού σώματος ή τα μέλη της ΕΜΑΚ, για το θέμα του φορτίου που βρισκόταν στη ΝΒΕΦ. Παράλληλα, δεν δόθηκαν οδηγίες για εκπόνηση σχεδίου δράσης, σε περίπτωση επανάληψης πυρκαγιάς στο συγκεκριμένο χώρο, ούτε ο ίδιος ο 4ος κατηγορούμενος ετοίμασε σχέδιο δράσης επί του προκειμένου. 

 

Στο σημείο αυτό, θεωρούμε σκόπιμο να ασχοληθούμε με το [*1098]θέμα αναγκαιότητας εκπόνησης σχεδίου δράσης, για το οποίο έγινε ιδιαίτερη αναφορά και από τους τρεις συνηγόρους. Ιδιαιτέρως, οι κ. Πελεκάνος και κ. Κορφιώτης έκαμαν ευρύτατη αναφορά στην αντικρουόμενη, κατά την εισήγηση τους, μαρτυρία, που οδηγούσε στο δίλημμα κατά πόσο θα έπρεπε η ηγεσία της Πυροσβεστικής, (5ος κατηγορούμενος) ή η ηγεσία της ΕΜΑΚ (6ος κατηγορούμενος) να καταρτίσουν τέτοιο σχέδιο. Με βάση το ERGO αλλά και τις πρόνοιες του Άρθρου 51(3) του περί Αστυνομίας Νόμου, Ν.73(Ι)/2004, ο κ. Ευσταθίου επισήμανε, ότι την αποκλειστική ευθύνη για τη διαχείριση ενός πυροσβεστικού επεισοδίου έχει ο αξιωματικός, υπεύθυνος στο συγκεκριμένο σημείο, και όχι η υπόλοιπη ηγεσία. Έγινε αναφορά στη θέση μαρτύρων υπεράσπισης, που είχαν, ως επίκεντρο την εισήγηση ότι δεν είναι ορθό και βρίσκεται ενάντια στις πάγιες οδηγίες της πυρόσβεσης να δίδονται οδηγίες για κατάσβεση πυρκαγιάς, ή αντιμετώπισης επεισοδίου, εκ του μακρόθεν.

 

Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε και με αυτή την πτυχή του θέματος, της ύπαρξης διαφόρων εκδοχών από μέλη της Πυροσβεστικής, περιλαμβανομένου και του Ιατρόπουλου, ο οποίος την εποχή εκείνη, ήταν Υπαρχηγός της Αστυνομίας υπεύθυνος για την Πυροσβεστική. Δόθηκαν, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, επαρκείς εξηγήσεις γιατί προτιμήθηκε η συγκεκριμένη μαρτυρία έναντι άλλης. Το Κακουργιοδικείο δέχτηκε ότι υπάρχει η ευθύνη διαχείρισης μιας πυρκαγιάς ή ενός επεισοδίου από τον αξιωματικό επιτόπου, πλην, όμως, η συνεννόηση και η ενημέρωση ανώτερου αξιωματικού για τα επιτόπου ευρήματα ήταν και σύνηθες και επιβαλλόμενο, ιδιαιτέρως σε μια, όπως χαρακτηρίστηκε, η παρούσα μοναδική, υπόθεση. Αποτέλεσε εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ποτέ δεν ξαναπαρουσιάστηκε περίπτωση αντιμετώπισης περιστατικού εκρήξεως πυρκαγιάς σε πυρομαχικά και δει σε τόση μεγάλη έκταση. Συναφώς, δεν βρίσκουμε κανένα λόγο επέμβασης σ’ αυτό το εύρημα του Κακουργιοδικείου. 

 

Αναφορικά με το παράπονο που εκδηλώθηκε ότι η όποια επέμβαση στο ρόλο του εν ενεργεία αξιωματικού, θα ήταν αντίθετη με το Άρθρο 51(3) του περί Αστυνομίας Νόμου, θεωρούμε ότι είναι επίσης αβάσιμη. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε και ορθώς, κατά την άποψη μας, ότι ο επιτόπου αξιωματικός διαχειρίζεται την ενώπιον του κρίση αναλόγως των δυνατοτήτων που προσφέρονται με τα μέσα που έχει στην κατοχή του, ασχολείται δηλαδή με το διαχειριστικό μέρος. Δεν μπορεί, όμως, να αποκλειστεί η παροχή βοήθειας με πληροφόρηση από ανώτερο κλιμάκιο ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης του περιστατικού, όταν ιδιαιτέρως το [*1099]ανώτερο αυτό κλιμάκιο ή αξιωματικός είχαν γνώση του περιεχομένου, όπως στην προκείμενη περίπτωση, των εμπορευματοκιβωτίων και της πιθανότητας έκρηξης, λαμβανομένης, ιδιαιτέρως, υπόψη της γνώσης που οι 5ος και 6ος κατηγορούμενος είχαν, λίγες μέρες πριν την 11 Ιουλίου 2011.

 

Δόθηκε, από όλους τους συνηγόρους, ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι δεν υπήρχε σχέση εγγύτητας και ούτε καθήκον των κατηγορουμένων προς τους πυροσβέστες. Αμφισβητήθηκε επίσης η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ως προς την έννοια του «εργοδότη με το καθήκον επιμέλειας έναντι των εργαζομένων». Το Κακουργιοδικείο έκαμε αναφορά στην υπόθεση White a.ο. v. Chief Constable of South Yorkshire Police a.ο. [1998] 3 W.L.R. 1509 (HL) όπου αποφασίστηκε ότι το καθήκον επιμέλειας, που είχε ο Αρχηγός της Αστυνομίας έναντι των μελών της Δύναμης, ήταν ανάλογο με το καθήκον εργοδότη, με έμφαση στο καθήκον να μεριμνά για την ασφάλεια των αστυνομικών και να λαμβάνει τα ευλόγως αναγκαία μέτρα για την ασφάλεια τους.

 

Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων ότι η αντιστοιχία με την υπό εξέταση υπόθεση ήταν εσφαλμένη. Υπήρχε, και βάσιμα αποδόθηκε καθήκον επιμέλειας στους 4, 5 και 6 κατηγορούμενους, εχόντων όχι μόνο καθήκον έναντι των πυροσβεστών εργοδοτουμένων αλλά και όσων λογικά αναμένετο να ευρίσκονταν στη ναυτική βάση και όσων άλλων ευρίσκονταν σε σχέση εγγύτητας.

 

Το καθήκον που είχε ο 4ος κατηγορούμενος λόγω εγγύτητας προς τους πυροσβέστες εδράζεται στο γεγονός ότι, από τη στιγμή που του είχε γνωστοποιηθεί στις 5 Ιουλίου 2011, η ύπαρξη του διογκωθέντος εμπορευματοκιβωτίου με πυρίτιδα, ενός εκ των 98 εμπορευματοκιβωτίων που ήταν τοποθετημένα στη ΝΒΕΦ, και κατέστη πλήρως ενήμερος στις 7 Ιουλίου 2011 ότι υπήρξε έκρηξη, όφειλε να προβεί σε έκδοση οδηγιών, ως προς τα μέτρα ασφαλείας, ήτοι την τήρηση αποστάσεως ασφαλείας και αποφυγή προσπάθειας κατάσβεσης. Κάτι που έπραξε, όπως επισημαίνει το Κακουργιοδικείο, μετά την έκρηξη και συγκεκριμένα στις 17 Ιουλίου 2011.

 

Η αποτυχία του να πράξει αυτό συνιστούσε σφάλμα δυνάμενο αφ’ εαυτού να στοιχειοθετήσει επικίνδυνη πράξη. Εφαρμόζονται εδώ κατ’ αναλογία τα όσα λέχθηκαν στην R. v. Gosney [1971] 55 Cr. App. R. 502 που υιοθετήθηκε στη Σάββα ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115, 124, αναφορικά με την έννοια του [*1100]σφάλματος που αρκεί για την στοιχειοθέτηση της επικίνδυνης οδήγησης:

 

«Fault involves a failure, a falling below the care or skill of a competent and experienced driver, in relation to the manner of the driving and to the relevant circumstances of the case. A fault in that sense, even though it might be slight, even though it be a momentary lapse, even though normally no danger would have arisen from it, is sufficient. The fault need not be the sole cause of the dangerous situation. It is enough if it is, looked at sensibly, a cause.

 

Σε μετάφραση:

 

«Σφάλμα εμπεριέχει αποτυχία πτώσης από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έμπειρου οδηγού σε σχέση με τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης. Σφάλμα με αυτή την έννοια, αν και μπορεί να είναι ελαφρό, ακόμα και στιγμιαίο ολίσθημα, όσο και αν κανονικά δεν θα προκαλείτο κίνδυνος από αυτό, είναι αρκετό. Το σφάλμα δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επικίνδυνης κατάστασης. Είναι αρκετό αν, βλέποντάς το λογικά, αποτελεί μια αιτία.»

 

Ο 5ος κατηγορούμενος, ανέλαβε ως Αναπληρωτής Διευθυντής της Πυροσβεστικής, τη διοίκηση του σώματος, από την αναχώρηση του Διευθυντή για το εξωτερικό στις 8 Ιουλίου 2011. Δεν εξέδωσε καμιά οδηγία αναφορικά με τον τρόπο αντιμετώπισης πιθανού επεισοδίου πυρκαγιάς με εκρηκτικά. Ούτε έδωσε οδηγίες για την ετοιμασία σχεδίου δράσης. Ούτε ο 6ος κατηγορούμενος ενήργησε με οποιοδήποτε τρόπο για να ενημερώσει τους άνδρες της ΕΜΑΚ, ενώ όπως δέχτηκε το Κακουργιοδικείο, είχε αναφέρει  σ’ άλλο αξιωματικό της ΕΜΑΚ, μετά την αυτοψία στη ΝΒΕΦ, ότι, αν εκραγούν (τα εμπορευματοκιβώτια) «θα μας βρουν στη Λάρνακα». Συναφώς η αντίληψη κινδύνου έχει, όπως ορθώς αποφασίστηκε, πρωτοδίκως αποδειχτεί.

 

Υπήρξε πλήρης απραξία, και ακολουθούν τα γεγονότα της 11ης Ιουλίου, 2011.

 

Ο 5ος και 6ος κατηγορούμενος πληροφορήθηκαν και έσπευσαν στη σκηνή. Έχουμε αναλύσει τα γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι την έκρηξη. Η ποινική ευθύνη ενυπάρχει όταν υφίσταται καθήκον ενεργείας. Το θέμα αυτό το αναλύσαμε ήδη προηγουμένως.

[*1101]Το θέμα της εύλογης προβλεψιμότητας αναφύεται ως το επόμενο ζήτημα επί του οποίου εδράζεται το καθήκον επιμέλειας.  Τούτο κρίνεται κατά τρόπο αντικειμενικό, και κατά πόσο ήταν δίκαιο και εύλογο υπό τις περιστάσεις να αναληφθεί ενέργεια αποτροπής του κινδύνου θανάτου. Το ζήτημα της εγγύτητας επίσης χρήζει εξέτασης.

 

Η πιθανότητα να κληθούν οι άνδρες της ΕΜΑΚ για να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενο νέο επεισόδιο στη ΝΒΕΦ ήταν βέβαιο, καθότι η βάση βρισκόταν στη ζώνη δράσης του συγκεκριμένου σταθμού. Παράλληλα ήταν έκδηλα προβλεπτό ότι σε περίπτωση νέου επεισοδίου πυρκαγιάς θα επηρεάζοντο και οι στρατιώτες της Βάσης. Επομένως ορθώς το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο εύρημα ότι οι 4ος, 5ος και 6ος κατηγορούμενοι είχαν καθήκον να εκδώσουν οδηγίες για αντιμετώπιση αναλόγου επεισοδίου, πράγμα που παρέλειψαν να κάνουν.

 

Ήταν λογικό και εύλογο να το πράξουν; Αυτό το ερώτημα απαντήθηκε από το Κακουργιοδικείο σε συνδυασμό με την παράλειψη των 5ου και 6ου κατηγορουμένων να δώσουν οδηγίες στο λοχία Παπαδόπουλο να απομακρυνθεί με τους υπόλοιπους πυροσβέστες από τη σκηνή σε απόσταση ασφαλείας. 

 

Εδώ θα πρέπει να επαναλάβουμε την ορθή κατά τη γνώμη μας προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ότι ούτε το ERGO αλλά ούτε το Άρθρο 51(3) του περί Αστυνομίας Νόμου, αποκλείει την επέμβαση ανώτερου αξιωματικού, όταν γνωρίζει, όπως στην προκείμενη περίπτωση την επικινδυνότητα του συγκεκριμένου φορτίου, με πυρίτιδα, την προηγηθείσα, λίγες ημέρες προηγουμένως, έκρηξη που οφείλετο στην παρατεταμένη άφεση του τεράστιου φορτίου πυρίτιδας στο ύπαιθρο και την αλλοίωση, αποσταθεροποίηση και αποσύνθεση της πυρίτιδας που προκάλεσε τη δημιουργία αερίων και αυτανάφλεξη. Επίσης γνώριζαν την μοναδικότητα της περίπτωσης αφού ποτέ προηγουμένως η πυροσβεστική δεν κλήθηκε να αντιμετωπίσει τέτοιο περιστατικό.

 

Ειδικώς επί τούτου ο κ. Κορφιώτης εισηγήθηκε ότι ελλείπει το στοιχείο της ευθύνης του 6ου κατηγορούμενου ενόψει του γεγονότος ότι ο Λοχίας Παπαδόπουλος ενήργησε σύμφωνα με τις πρόνοιες του ERGO και αποδείχθηκε, ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ήταν λανθασμένη.

 

Το Κακουργιοδικείο επισημαίνει και ορθώς κατά τη γνώμη μας ότι ο λοχίας Παπαδόπουλος φθάνοντας στη ΝΒΕΦ, σταματά τα [*1102]βυτιοφόρα και προχωρά μόνος του για εκτίμηση της κατάστασης. 

 

Στη συνέχεια επικοινωνεί με τον 6ον κατηγορούμενο και του γνωστοποιεί ότι «κρούζουν ούλλα» και γίνονται εκρήξεις.

 

Δεν υπάρχει μαρτυρία τι έγινε τα τελευταία 20 λεπτά είπε ο κ. Κορφιώτης, εισηγούμενος ότι η ευθύνη του επί καθήκοντι αξιωματικού ήταν να ενεργήσει καταλλήλως.

 

Εδώ ενυπάρχει η αναγκαιότητα προβολής του δικαίου και του ευλόγου καθήκοντος που είχαν επωμισθεί οι κατηγορούμενοι 5 και 6 επί του προκειμένου, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες συνθήκες της περίπτωσης. Η Πυροσβεστική αποτελεί ένα σημαντικό μέρος των δυνάμεων ασφαλείας του κράτους. Ως οργανωμένο σύνολο ενεργεί με επικρατούσα πειθαρχία. Κλήθηκε ο λοχίας Παπαδόπουλος ως ο κατ’ εξοχήν πειθαρχημένος και έμπειρος πυροσβέστης να ηγηθεί μιας αποστολής πυρόσβεσης. Δεν ήταν δίκαιο και εύλογο να προειδοποιηθεί για την επικινδυνότητα του τεράστιου φορτίου πυρίτιδας με την προϊστορία της έκρηξης κατ’ αρχήν, με βάση μια γενική οδηγία, περί απομάκρυνσης; Εδώ έγκειται και η ευθύνη του 4ου κατηγορούμενου. Οι 5ος και 6ος κατηγορούμενοι δεν ήταν δίκαιο και εύλογο να εκδώσουν, ο μεν 5ος ως Αναπληρωτής Διευθυντής μια ανάλογη οδηγία μεταξύ 8-11 Ιουλίου, ή ο δε 6ος κατηγορούμενος ως Διοικητής της ΕΜΑΚ;

 

Στη συνέχεια συνειδητοποιούν ότι το κλιμάκιο με δυο βυτιοφόρα και άλλο βυτιοφόρο του στρατού βρίσκονται στη Βάση και τα εμπορευματοκιβώτια καίγονται, γίνονται εκρήξεις, ήταν δίκαιο και εύλογο να δώσουν προφορικές οδηγίες στον Λοχία Παπαδόπουλο να απομακρυνθεί ο ίδιος, τα πληρώματα και όλοι οι άλλοι από τη σκηνή, σε απόσταση ασφαλείας. Ο 6ος κατηγορούμενος δεν αντέδρασε, ο δε 5ος άκουσε τον Λοχία Παπαδόπουλο να λέει ότι θα επιχειρήσει κατάσβεση. Ούτε τότε αντέδρασε και να αποτρέψει αυτή την ενέργεια του Λοχία Παπαδόπουλου να προχωρήσει στην προσπάθεια κατάσβεσης.

 

Τα συμπεράσματα αυτά του Κακουργιοδικείου είναι ορθά και δεν υπάρχει περιθώριο διαφοροποίησης. Η παράλειψη του 5ου και 6ου κατηγορούμενου επί του προκειμένου είναι έκδηλη. Αναφορικά με το ενδεχόμενο επέλευσης του κινδύνου ανεξαρτήτως των παραλείψεων των κατηγορουμένων 4, 5 και 6, ο κ. Ευσταθίου εισηγήθηκε ότι, η αιτία της έκρηξης ήταν η φωτιά που εκδηλώθηκε και ήταν ανεξάρτητη από το περιστατικό της 4ης Ιουλί[*1103]ου 2011. Έχουμε ασχοληθεί με το θέμα στο πλαίσιο της έφεσης 155/2013. Η άφεση του φορτίου χωρίς οποιοδήποτε έλεγχο και συντήρηση για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ήταν η βάση ευθύνης του 2ου κατηγορούμενου. Η έκρηξη στις 4 Ιουλίου 2011 δεν ήταν παρά μόνο η τελευταία προειδοποίηση που αγνοήθηκε παντελώς από όλους.

 

Ορθώς το Κακουργιοδικείο, δεν το θεώρησε, ως άλλο συμβάν, την εκδηλωθείσα πυρκαγιά της 11ης Ιουλίου 2011, αφού, εν πάση περιπτώσει, υπήρχε μαρτυρία ότι η πυρκαγιά εκδηλώθηκε αρχικώς στο διογκωθέν εμπορευματοκιβώτιο και στη συνέχεια επεκτάθηκε στα υπόλοιπα. Τα δυο επιστημονικώς συνδέονται. Η αλλοίωση της πυρίτιδας, η αποσύνθεση της, η αυτανάφλεξη. Ο κ. Κορφιώτης υποστήριξε ότι η μεσολάβηση των ενεργειών των Ιωαννίδη ως Διοικητή του Ναυτικού και Λοχία Παπαδόπουλου, θα έπρεπε να κριθούν ως παρεμβαίνοντα γεγονότα ώστε πλέον η αιτία θανάτου να μην ήτο δίκαιο να αποδοθεί στον 6ον κατηγορούμενο.

 

Το Κακουργιοδικείο ασχολείται σε έκταση με το θέμα αυτό.  Ασχοληθήκαμε και εμείς στο πλαίσιο της έφεσης 155/2013, πλην, όμως, όπως ορθώς αποφασίστηκε πρωτοδίκως, οι ενέργειες των κατηγορουμένων θα έπρεπε να αποτελούν ενεργό και ουσιαστική αιτία θανάτου, ανεξαρτήτως εάν είναι η μόνη αιτία θανάτου.

 

Παράλληλα, ορθώς κρίθηκε ότι οι Ιωαννίδης και λοχίας Παπαδόπουλος ενήργησαν και αξιολόγησαν την κατάσταση υπό το φως της αγωνίας και των διλημμάτων της προστασίας του σημαντικού φορτίου που εναποτέθηκε στη ΝΒΕΦ δίπλα από το βασικό ηλεκτροπαραγωγό σταθμό της Κύπρου.

 

Το ερώτημα που έθεσε το Κακουργιοδικείο και απάντησε θετικά, ότι, ανεξαρτήτως των ενεργειών των θυμάτων, οι παραλείψεις των κατηγορουμένων έμειναν  ενεργές και ουσιαστικές αιτίες θανάτου, είναι ορθό.

 

Αν ο 4ος κατηγορούμενος μετά που έλαβε γνώση του κινδύνου θανάτου που εγκυμονούσε το συγκεκριμένο φορτίο εξέδιδε τις κατάλληλες οδηγίες για απομάκρυνση αντί πυρόσβεση, οι πυροσβέστες θα απέφευγαν να προσεγγίσουν και θα διατάσσετο εκκένωση του στρατοπέδου, θα διακόπτετο η πορεία προς το μοιραίο. 

 

Το ίδιο θα συνέβαινε αν οι 5ος και 6ος κατηγορούμενοι όντως γνώστες της προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων, και έχοντες [*1104]ενεργή επικοινωνία με το λοχία Παπαδόπουλο, κατά την προσπάθεια πυρόσβεσης, έδιδαν οδηγίες απομάκρυνσης, ο θάνατος θα αποφεύγετο. Οι πυροσβέστες, ως σώμα, και ο λοχίας Παπαδόπουλος ενήργησαν ως όφειλαν, αντιμετωπίζοντας την πυρκαγιά, αφού έλειπε η καθοδήγηση που υπό τις περιστάσεις αναμενόταν να είχε δοθεί. Η παρατήρηση του Κακουργιοδικείου ότι «με αυτά τα δεδομένα, ο τρόπος που αντέδρασαν οι πυροσβέστες δεν ήταν μια αφύσικη και παράλογη εξέλιξη που δεν μπορούσε εξ αντικειμένου να είναι ευλόγως προβλεπτή», είναι πολύ εύστοχη. Έτσι είχαν τα πράγματα. Η πρόβλεψη, η εφαρμογή της προσπάθειας κατάσβεσης ήταν η «ενδεικνυόμενη» για τον Παπαδόπουλο.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους και οι τρεις πιο πάνω εφέσεις κατά της καταδίκης απορρίπτονται.

 

Εφέσεις κατά της ποινής.

 

Και οι τρεις πιο πάνω εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι οι ποινές που τους επιβλήθηκαν είναι εσφαλμένες καθότι είναι έκδηλα υπερβολικές ή προϊόν εφαρμογής εσφαλμένης αρχής.

 

Σε σχέση με τον εφεσείοντα Νικολάου και ενόψει της αθώωσής του από την πλειοψηφία, το θέμα καθίσταται ακαδημαϊκό, και δε θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

 

Έχουμε ήδη αναφερθεί στο πλαίσιο συζήτησης της ποινικής έφεσης 155/2013 αναφορικά με τις αρχές οι οποίες διέπουν, επί του προκειμένου, τον τρόπο άσκησης της εφετειακής εξουσίας για διαφοροποίηση των επιβληθεισών ποινών. Θεωρούμε ότι δεν είναι απαραίτητο να τις επαναλάβουμε καθότι τις υιοθετούμε. Υιοθετούμε επίσης το σκεπτικό της απόφασης του αδελφού Δικαστή Ερωτοκρίτου στο πλαίσιο των ποινικών εφέσεων 157/2013, 158/2013 και 159/2013.

 

Εξετάζοντας τα προβληθέντα από τους ευπαίδευτους συνήγορους, δε διαπιστώνουμε να υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα αρχής και ούτε κρίνουμε ότι υπάρχει οποιοδήποτε περιθώριο παρέμβασής μας στη βάση ότι οι ποινές είναι έκδηλα υπερβολικές. Αντιθέτως, κρίνουμε ότι το Κακουργιοδικείο, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται στην απόφαση του αδελφού Δικαστή Ερωτοκρίτου, στάθμισε κάθε σχετικό με την επιμέτρηση της ποινής παράγοντα και πρόσδωσε σ’ αυτό τη δέουσα βαρύτητα.

 

Ο εφεσείων Λοϊζίδης προσθέτως εισηγείται ότι, εσφαλμένα το [*1105]Κακουργιοδικείο δεν άσκησε τη διακριτική του εξουσία υπέρ της αναστολής της ποινής. Ούτε η εισήγηση αυτή μας βρίσκει σύμφωνους. Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της, επί του προκειμένου, διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, συνοψίζονται με τον καλύτερο τρόπο στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22.

 

Έχουμε την άποψη ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για αναστολή της επιβληθείσας ποινής.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω και οι εφέσεις εναντίον της ποινής, απορρίπτονται, ως ανεδαφικές.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η επιλογή της Δημοκρατίας να εφεσιβάλει την υπέρ του εφεσίβλητου, Μάρκου Κυπριανού, αθωωτική απόφαση (και αυτό μόνο σ’ ό,τι αφορά την αθώωση επί της κατηγορίας του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και όχι την ταυτόχρονη αθώωση του επί του Άρθρου 205, επιλογή που εγείρει σοβαρά ερωτηματικά ως προς την εξ αρχής συνένωση των δύο αυτών κατηγοριών και την εγγενή αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής), την φέρνει αντιμέτωπη με το Άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Η Δημοκρατία οφείλει να υπερπηδήσει αυτό το δικαιοδοτικό σκόπελο πριν ανοίξει η πόρτα για εξέταση της ουσίας της αθωωτικής απόφασης του Κακουργιοδικείου. Ορθώνεται μπροστά της το τείχος του Άρθρου 137 και αυτό για καλό λόγο.

 

Ιστορικά, το Άρθρο 137 αποτελούσε από την αρχή μέρος του Κεφαλαίου 155. Δεν επιτρεπόταν και δεν επιτρέπεται ακόμη στην Κατηγορούσα Αρχή να εφεσιβάλει αθωωτική απόφαση από Επαρχιακό Δικαστήριο που ασκεί συνοπτική ποινική δικαιοδοσία εκτός και αν εντάξει την περίπτωση στην εμβέλεια του Άρθρου 137. Μέχρι δε το 1998 με την τροποποίηση που έφερε ο Νόμος αρ. 54(Ι)/98, δεν επιτρεπόταν καθόλου έφεση από την Κατηγορούσα Αρχή εναντίον αθωωτικής απόφασης από Κακουργιοδικείο. Και αυτό επίσης συνέβαινε για καλό λόγο. Το Άρθρο 148 του Κεφ. 155, προνοούσε για την παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο οποιουδήποτε νομικού σημείου εγειρόμενου κατά τη διάρκεια της δίκης, τέτοια δε παραπομπή ήταν υποχρεωτική όταν ζητείτο από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Και παρόλο ότι το Άρθρο 148 αφορούσε στην ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου ασκούντος ποινική δικαιοδοσία, διαδικασία, η δυνατότητα παραπομπής χρησιμοποιείτο από τον Γενικό Εισαγγελέα ιδιαιτέρως στις υποθέσεις Κα[*1106]κουργιοδικείου ώστε να εξετάζονταν ζητήματα νομικής πάντοτε φύσης που ήταν αναγκαίο να αποφασιστούν κατά τη διάρκεια της δίκης, και, με την εξέλιξη της νομολογίας που ερμήνευσε το Άρθρο 148, και αναγκαία για την περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης.

 

Η χρήση του Άρθρου 148 από τον Γενικό Εισαγγελέα και η πρόνοια περί της υποχρεωτικής από το Κακουργιοδικείο παραπομπής νομικού σημείου στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση, δεν ήταν τυχαία. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος εξέτασης νομικών ζητημάτων εφόσον η Δημοκρατία δεν μπορούσε να εφεσιβάλει την τυχόν αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου, αφού δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τα ευρήματα και την αξιολόγηση του Κακουργιοδικείο κατ’ έφεση. Αντίθετα, στο πλαίσιο πάντοτε του προεξάρχοντος τεκμηρίου της αθωότητας, η καταδίκη κατηγορούμενου μπορούσε, και ακόμη μπορεί, να ελεγχθεί από τον καταδικασθέντα σε δεύτερο βαθμό από το Ανώτατο Δικαστήριο κατ’ έφεση τόσο επί νομικών, όσο και επί πραγματικών ζητημάτων που προκύπτουν μέσα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του Δικαστηρίου. 

 

Η διαδικασία του Άρθρου 148 επέφερε προβλήματα στην πορεία εφόσον η ροή της δίκης ενώπιον του Κακουργιοδικείου συχνά διακοπτόταν καθυστερώντας την κατάληξη της. Δεν ήταν ασύνηθες να υποβάλλονταν περισσότερες της μιας φοράς εντός της ίδιας δίκης ζητήματα παραπομπής στο Ανώτατο Δικαστήριο είτε από τον Γενικό Εισαγγελέα, είτε από την υπεράσπιση. Υπήρχε αναγκαιότητα εξέτασης κάθε τέτοιου ζητήματος από το Κακουργιοδικείο, έκδοσης σχετικής απόφασης περί παραπομπής όταν αυτή ζητείτο από την υπεράσπιση και υπήρχε ένσταση από τον Γενικό Εισαγγελέα, και, σε κάθε περίπτωση, έπρεπε να γίνει προσεκτική διατύπωση του ερωτήματος ή ερωτημάτων προς παραπομπή. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφαινόταν  αναλόγως της σημασίας του νομικού ερωτήματος εν ολομελεία, (δέστε Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 29, Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, Δημοκρατία ν. Kirnouyan (1996) 2 Α.Α.Δ. 126 – υποβλήθηκαν 13 ερωτήματα για γνωμάτευση – και Δημοκρατία ν. Αεροπόρου (1998) 2 Α.Α.Δ. 87 – δέκα ερωτήματα),  επί των ερωτημάτων σε όσο το δυνατό συντομότερο χρόνο, και η υπόθεση επέστρεφε στο Κακουργιοδικείο για συνέχιση μετά από ικανό χρονικό διάστημα. Για να αποφευχθεί αυτή η κατάτμηση, επήλθε τροποποίηση στις 2.7.1998 με το Νόμο αρ. 54(Ι)/98, επεκτείνοντας το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να εφεσιβάλει και αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου. Αυτό ήταν και το σκεπτικό της αιτιολογικής έκθεσης του σχετικού νομοσχεδίου (δέστε Νομοσχέδιο υπ’ αρ. 3 στο Παράρτημα Έκτο της Επίσημης Εφημερίδας 1998, σελ. 3). Με αποτέλεσμα να ατονήσει η χρή[*1107]ση του Άρθρου 148, το οποίο και παραμένει στις πρόνοιες του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

 

Το πιο πάνω ιστορικό πιστοποιεί ότι σε όλη την πορεία της εξέλιξης του Άρθρου 137, παρέμενε πάντοτε ο περιορισμός της αναθεώρησης αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου μόνο επί νομικών ζητημάτων. Αποκλειόταν πάντοτε και αποκλείονται ακόμη εφέσεις του Γενικού Εισαγγελέα επί της αξιολόγησης ή των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου. Ουδέποτε ήταν ο σκοπός του ποινικού νομοθέτη να αφαιρέσει έστω στο ελάχιστο, ή, να περιορίσει έστω στο ελάχιστο, το τεκμήριο αθωότητας. Σ’ αντίθεση με τις συνοπτικές δίκες, η πολιτεία διά των προνοιών του Άρθρου 5 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, εναπόθεσε την ευθύνη εκδίκασης των λεγομένων κακουργημάτων σε τριμελές, αντί μονομελές Δικαστήριο, συγκείμενο, κατά κανόνα, από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου, Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή και Επαρχιακό Δικαστή. Η τυχόν αθωωτική λοιπόν ετυμηγορία είτε ομοφώνως, είτε πλειοψηφικώς, ενός τριμελούς δικαστικού σώματος διέρχεται από και είναι το αποτέλεσμα της δικαστικής βασάνου τριών εμπείρων Δικαστών. Συνεπώς, η συλλογική κρίση τους επί του πραγματικού υπόβαθρου της υπόθεσης με την αξιολόγηση και τα ευρήματα επί της ουσίας, δεν ελέγχεται περαιτέρω. Εκείνο που ελέγχεται είναι η δικανική τους κρίση επί αμιγώς νομικών ζητημάτων. Αυτά δύνανται να τεθούν υπό αναθεώρηση από το ανώτερο δικαστικό όργανο, το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο έχει και την τελική ευθύνη καθορισμού της κατεύθυνσης της νομολογίας.  Η νομική επιστήμη δεν είναι μαθηματικά. Η νομική σκέψη δύναται καλόπιστα να διαφέρει από άτομο σε άτομο ιδιαίτερα σε νεοφανείς τομείς δικαίου ή στη θεώρηση και αντιμετώπιση νέων αδικημάτων που η ραγδαία εξέλιξη στην επιστήμη και την τεχνολογία αναγκάζει την πολιτεία να εφεύρει νέες κατηγορίες ποινικής ρύθμισης και μεταχείρισης. Επομένως όταν νομικά ζητήματα που παραπέμπονταν στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 148, απαντούνταν αναλόγως από αυτό και η υπόθεση επανάρχιζε στο Κακουργιοδικείο, η τυχόν αθωωτική τελική του απόφαση δεν ελεγχόταν περαιτέρω με έφεση.

 

Τα ίδια επί το αυστηρότερον και ενδεχομένως και δικαιότερον, λαμβάνονται και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επί αθωωτικής απόφασης είναι δυνατή η καταχώρηση υπομνήματος («reference») επί νομικού και μόνο σημείου δυνάμει των προνοιών του s. 36 του Criminal Justice Act 1972. Το νομικό σημείο καταχωρείται προς γνωμάτευση από το Αγγλικό Εφετείο, ή, ακόμη και πιο πάνω από το House of Lords, σήμερα Supreme Court, αλλά το υπόμνημα και η γνωμάτευση με βάση το s. 36(7) «….. shall not affect the trial in relation to which [*1108]the reference is made or any acquittal in that trial», (Archbold 2006 σελ. 1151-1152, κάτω από τον τίτλο «Reference of point of law following acquittal on indictment»). Όπως περαιτέρω εξηγείται στο σύγγραμμα του John Sprack: Criminal Procedure, 11η έκδ. σελ. 506-507, παρ. 26.76 έως 26.78, ο σκοπός της δυνατότητας που παρέχει το s. 36 είναι να ελέγχονται ενδιάμεσες αποφάσεις ή τελικές ως προς τα νομικά σημεία που έχουν αποφασιστεί στην πορεία της δίκης ώστε τυχόν λανθασμένη θεώρηση του Νόμου να μην παραμένει ως αυθεντία δημιουργώντας προηγούμενο. Αλλά ο κατηγορούμενος που αθωώθηκε δεν επηρεάζεται ποσώς. Όπως αναφέρεται:

 

      «However, since 1972 there has been a procedure by which the prosecution can test the correctness of a ruling on law given by the Crown Court judge during the course of the trial which culminated in an acquittal, although the accused himself remains acquitted come what may..................................................................

 

      Before giving their opinion on the point referred, the Court must hear argument by or on behalf of the Attorney-General. The person acquitted also has the right to have counsel present argument on his behalf. However, despite his right to be represented at the hearing, the person acquitted is not put in peril by the proceedings. Whatever the opinion expressed by the Court of Appeal ..... the acquittal is unaffected, (s. 37(7).»

 

Το Άρθρο 137 είναι δικαιοδοτικό. Περιέχει μεν με τα εδάφια (2) και (3) διαδικαστικές πρόνοιες σε σχέση με τον τρόπο και τον τύπο της έφεσης (δέστε επί του εδαφίου (3) τη Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 285), αλλά το εδάφιο (1) αυτού είναι κατεξοχήν άρθρο ουσιαστικού δικαίου. Περιέχει πρόνοιες που συνάδουν με το εν γένει τεκμήριο της αθωότητας και την αρχή του ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 4 του Έβδομου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ότι ουδείς δικάζεται εκ δευτέρου για το ίδιο αδίκημα, θεμελιακή αρχή που έχει προεξάρχουσα θέση στο ποινικό δίκαιο και διακηρύσσεται στο Άρθρο 12.2 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κατηγορούμενος, ο οποίος έχει αθωωθεί μετά από εκδίκαση υπόθεσης, παραμένει αθώος, εκτός και αν η αθωωτική απόφαση ανατραπεί για νομικό και μόνο λόγο από ανώτερο Δικαστήριο. Να υπομνησθεί άλλωστε ότι γενικώς το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης (Attorney-General v. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251),  κατά αποφάσεων ποινικών ή πολιτικών Δικαστηρίων, με εξαίρεση αποφάσεις επαγόμενες την κράτηση υπόπτων για σκοπούς ανάκρισης (Άρθρο 11.6 του Συντάγματος, Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. [*1109]252 και Αναστασίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 435). Το δικαίωμα έφεσης που προνοείται κατά αποφάσεων ποινικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60, τελεί υπό την αίρεση των διατάξεων του Κεφ. 155, και οριοθετείται αυστηρά από τα Άρθρα 131-137 αυτού, με αποτέλεσμα να μην παρέχεται δικαίωμα έφεσης έξω από τα πλαίσια του Νόμου, (Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2002) 2 Α.Α.Δ. 357). Προκειμένου δε περί ποινικού νομοθετήματος, οι πρόνοιες του ερμηνεύονται αυστηρά ώστε η Κατηγορούσα Αρχή να μην μπορεί  με ευκολία να ανατρέψει αθωωτική απόφαση. Έτσι ακόμη και επί αθωώσεως σε ιδιωτική ποινική υπόθεση εκδικασθείσα από Επαρχιακό Δικαστήριο, η έφεση είναι απορριπτέα αν καταχωρηθεί χωρίς την συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα κατά το Άρθρο 137(1), (Severis & Athienitis Securities Ltd v. Καλότυχου (2004) 2 Α.Α.Δ. 293).  Συγκατάθεση που πρέπει να αποκρυσταλλώνεται πριν την καταχώρηση της έφεσης, διαφορετικά αυτή απορρίπτεται, (Κίρλαππου ν. Ευθυμίου (1997) 1 Α.Α.Δ. 338).

 

Όπως εύστοχα παρατηρείται στο σύγγραμμα των Harris, O´Boyle & Warbrick: Law of the European Convention of Human Rights, 2η έκδ., σελ. 752, αναφορικά με την αρχή του ne bis in idem,

 

«Article 4 is not confined to the right not to be punished twice; it concerns the right not to be tried twice.»

 

Σημειώνεται επίσης ότι «Prosecution rights of appeal are compatible with Article 4». Αλλά, βεβαίως, υπό τον περιορισμό σε ό,τι αφορά την Κυπριακή έννομη τάξη, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας θα υπερπηδήσει τον σκόπελο του Άρθρου 137(1), τα κριτήρια του οποίου στα υπό λατινικούς χαρακτήρες στοιχεία (i)-(iv) του εδαφίου (α), σηματοδοτούν και επιβάλλουν την τεκμηρίωση μιας ουσιαστικής νομικής πλάνης από το κατώτερο Δικαστήριο. Αφορούν τη διαπίστωση πραγματικού γεγονότος ή γεγονότων παρά την ανυπαρξία απόδειξης, εννοείται, βεβαίως, μαρτυρίας, ότι μαρτυρία έγινε δεκτή ή αποκλείστηκε πλημμελώς, ότι ο Νόμος, κατά περίπτωση, πλημμελώς εφαρμόστηκε επί των πραγματικών γεγονότων και ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας.

 

Παρατίθεται αυτούσιο το Άρθρο 137(1)(α) του Κεφ. 155:

 

«137. – (1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται –

 

(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου [*1110]για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

 

(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής•

 

(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε•

 

(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων•

 

(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας•»

 

Είναι ορθό εδώ να τονισθεί (και αυτό ακριβώς εξηγείται και από τη νομολογία), ότι το πρωτότυπο Αγγλικό κείμενο του Άρθρου 137 ομιλεί επί το ορθότερο για «evidence» (αποδόθηκε στα Ελληνικά με τη λέξη «απόδειξη») και «wrongly», που αποδόθηκε με τη λέξη «πλημμέλεια», που υποβιβάζει τη σημασία του «wrongly» σε κάτι που παρουσιάζει ελλείψεις, παραλείψεις ή ελαττώματα (Μπαμπινιώτης: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ΄ Έκδ. σε. 1425). Οι λέξεις «wrong» και «wrongly» παραπέμπουν στο λανθασμένο και εσφαλμένο, στο άδικο και κακό συμπέρασμα κατά ουσιαστικό τρόπο (Hyper Lexicon 9η Έκδ. σε. 1344). Το Αγγλικό κείμενο έχει ως ακολούθως:

 

«137. (1) The Attorney-General may –

 

(a)  appeal or sanction an appeal from any judgment of acquittal by a District Court on any of the following grounds: -

 

(i)   That there was no evidence on which the Court could reasonably find a fact or facts necessary to support such judgment;

 

(ii)  that evidence was wrongly admitted or excluded;

 

(iii)  that the law was wrongly applied to the facts;

 

(iv) that there has been some irregularity of procedure;»

 

Το Άρθρο 137(1) έχει αποτελέσει αντικείμενο νομολογιακής εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο κατ’ επανάληψη και μάλιστα κατά σταθερό τρόπο. Θεμελιακές στο ζήτημα αποφάσεις είναι η Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Γενικός Ει[*1111]σαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151. Από τη δεκαετία του 1990 με τις υποθέσεις Χριστοδούλου και Δημοσθένους – ανωτέρω – πριν ακόμη την τροποποίηση που επέφερε στην Ποινική Δικονομία ο Νόμος αρ. 54(Ι)/98, ήταν η κάθετη θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι αυστηρά και μόνο θα πρέπει να ερμηνεύονται οι πρόνοιες του Άρθρου 137(1)(α). Αυστηρότητα και ταυτόχρονα περιορισμός που ανάγλυφα αναδύεται στα πιο κάτω αποσπάσματα από τις Χριστοδούλου και Δημοσθένους όπου ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε), παρατήρησε τα ακόλουθα:

 

Στη Χριστοδούλου αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Υπενθυμίζουμε ότι το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να εφεσιβάλει αθωωτική απόφαση δεν πηγάζει από το κοινό δίκαιο που αποτελεί θεμέλιο του δικαστικού μας συστήματος, αλλά από τη νομοθεσία. Ιστορική θεώρηση των κανόνων του κοινού δικαίου αποκαλύπτει ότι τελικοί κριτές της αθωότητας ή ενοχής του κατηγορουμένου μετά από δικαστική καθοδήγηση, ήταν οι ένορκοι. Η ετυμηγορία τους δεν υπόκειτο σε έλεγχο άλλης Αρχής  προς εξασφάλιση της κυριαρχίας του λαού για την κρίση της ποινικής ευθύνης των συμπολιτών τους. Η διαπίστωση αυτή δεν μας απαλλάττει βέβαια από την υποχρέωση νε εξετάσουμε τα θέματα τα οποία εγείρονται με βάση το δικαίωμα που παρέχεται στον Γενικό Εισαγγελέα από το Άρθρο 137(1) του Κεφ. 155. Δικαιολογεί όμως τον αυστηρό περιορισμό του δικαιώματος στα πλαίσια που θέτει το Άρθρο 137.»

 

Και στη Δημοσθένους που ακολούθησε λέχθηκε ότι:

 

«Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, γίνεται αναφορά στις πρόνοιες του Άρθρου 137(1)(α) και υποδεικνύεται ότι το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα πηγάζει αποκλειστικά από τις διατάξεις του Κεφ. 155• περαιτέρω, ότι αποτελεί παρέκκλιση από τις σχετικές αρχές του αγγλικού κοινού δικαίου (που αποτελούν το θεμέλιο του δικαιικού μας συστήματος) και καθιστούν το πρωτόδικο δικαστήριο το μοναδικό κριτή της αθωότητας ή της ενοχής του κατηγορουμένου. Δικαιολογείται συνεπώς, όπως έχει υποδειχθεί στην πιο πάνω απόφαση, ο αυστηρός περιορισμός του δικαιώματος του Γενικού Εισαγγελέα για έφεση στα πλαίσια που θέτει το Άρθρο 137. Το γεγονός ότι στην Κύπρο ο δικαστής είναι ταυτόχρονα ο κριτής του δικαίου, δε μειώνει το ρόλο του ως κριτή των γεγονότων, ούτε αλλοιώνει το παραδοσιακό πλαί[*1112]σιο της δίκης βάσης των αρχών του κοινού δικαίου.

 

Αποτελεί θεμελιακή αρχή του κοινού δικαίου ότι ο κατηγορούμενος δεν πρέπει να δικάζεται για το ίδιο αδίκημα περισσότερες της μιας φορές ή, ακόμα ακριβέστερα, δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες της μιας φορές. Η αρχή αυτή αποτελεί ένα από τα εχέγγυα της ελευθερίας και ενσωματώνεται στο Σύνταγμα. Το Άρθρο 12.2 ορίζει:

 

‘Ο απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου για το αυτό αδίκημα. Ουδείς τιμωρείται εκ δευτέρου διά την αυτήν πράξιν ή παράλειψιν, εκτός εάν συνεπεία ταύτης προεκλήθη θάνατος.’

 

Η ερμηνεία του άρθρου αυτού του Συντάγματος δεν τέθηκε προς συζήτηση και ούτε εξετάστηκε αν οι πρόνοιες του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, και εκείνες του Άρθρου 145(1)(δ) του Κεφ. 155 για επανεκδίκαση συμβιβάζονται με τις πρόνοιες του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος. Ο μόνος λόγος για τον οποίο κάμνουμε αναφορά στις διατάξεις του Άρθρου 12.2 είναι για να επισημάνουμε το περιεχόμενό τους και να υποδείξουμε ότι παρέχουν πρόσθετο λόγο για τον αυστηρό περιορισμό του δικαιώματος του Γενικού Εισαγγελέα για έφεση κατ’ αθωωτικής αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου στα πλαίσια που θέτουν  οι πρόνοιες του Άρθρου 137(1)(α) του Κεφ. 155.»

 

Στην υπόθεση Σωφρονίου – ανωτέρω – το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε τα ακόλουθα:

 

«‘πρόδηλο είναι από το κείμενο του Άρθρου 137(1)(α), κρινόμενο στην ολότητα του, ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα περιορίζεται σε νομικά ζητήματα’».

 

Και όπως εύστοχα συμπληρώθηκε από τον Αρτέμη, Π., όπως ήταν τότε, στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94 στη σελ. 140 και επαναλήφθηκε αργότερα στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ. 851.

 

«Θα έπρεπε στο πιο πάνω να προστεθεί και το ‘όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο αυτό και όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία’. Τούτο είναι αναγκαίο, αφού το άρθρο δεν αναφέρεται γενικά σε ‘νομικά θέματα’, αλλά μόνο σε εκείνα που προκύπτουν από τις πρόνοιές του. Επίσης, τονίστηκε στην πιο πάνω απόφαση, (πρόκειται για την Γενικός Εισαγγελέας ν. Σω[*1113]φρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151), καθώς και σε άλλες, ότι δεν επιτρέπεται η άσκηση έφεσης εναντίον της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, όπως επίσης και αποκλείεται η προβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων. Σημειώνω εδώ πως η νομολογία αναφέρεται γενικά στην αξιολόγηση μαρτυρίας και όχι μόνο σε θέματα αξιοπιστίας.»

 

Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207, το Ανώτατο Δικαστήριο είπε τα εξής:

 

«Η εισήγηση αυτή του δικηγόρου του εφεσείοντα δεν μας βρίσκει σύμφωνους, γιατί η μερική ή ολική απόρριψη μαρτυρίας των δύο μαρτύρων κατηγορίας …., ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και κατ’ επέκταση της απόρριψης της και όχι του πλημμελούς αποκλεισμού της. Ο πλημμελής αποκλεισμός μαρτυρίας είναι η μη αποδοχή αποδεκτής μαρτυρίας και όχι η αποδοχή αποδεκτής μαρτυρίας και η μετέπειτα απόρριψή της σαν αναξιόπιστης.»

 

Ο Αρτέμης, Π., ανέδειξε επίσης στις πιο πάνω αποφάσεις Ευσταθίου και Δράκου θέλοντας να τονίσει το άκρως περιοριστικό του όλου εγχειρήματος της έφεσης επί αθωωτικής αποφάσεως και τη νομοθετική πρόνοια στο εδάφιο (4) του Άρθρου 137 ότι σε περίπτωση έφεσης από τον Γενικό Εισαγγελέα τα έξοδα του κατηγορούμενου καταβάλλονται από τη Δημοκρατία. Και η πρόνοια αυτή, προστίθεται, δεν συναρτάται με την τυχόν ανατροπή της αθωωτικής απόφασης. Ενεργοποιείται με μόνη την έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα.

 

Στην υπό εξέταση έφεση η Δημοκρατία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο προς ανατροπή της αθωωτικής απόφασης στο Άρθρο 137(1)(α)(iii), περιορίζοντας ακόμη περισσότερη την εξέταση της εφαρμογής του Άρθρου 137. Θεωρεί, δηλαδή, ότι το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε πλημμελώς το νόμο επί των πραγματικών γεγονότων. Η υποπαράγραφος αυτή του Άρθρου 137, η οποία είναι και η διαυγέστερη σε διατύπωση, παρέχει δικαίωμα έφεσης στο Γενικό Εισαγγελέα όταν σχετικές πρόνοιες του Νόμου τυγχάνουν εσφαλμένης εφαρμογής στα γεγονότα. Νόμος εν προκειμένω είναι το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, στο οποίο περιορίζεται η έφεση και τα γεγονότα δεν μπορεί να είναι άλλα από αυτά στα οποία κατέληξε το Κακουργιοδικείο μετά από πλήρη ανάλυση της ενώπιον του μαρτυρίας και πλήρη αξιολόγηση των ενώπιον του μαρτύρων, με ειδική βέβαια ανα[*1114]φορά στη μαρτυρία του εφεσίβλητου Μάρκου Κυπριανού.

 

Στη Σωφρονίου αναφέρθηκε συναφώς ότι:

 

«Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Ο όρος ‘γεγονότα’ (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α) προς τον όρο ‘μαρτυρία’ (evidence), υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το Δικαστήριο ως υπαρκτά.»

 

Όταν η υποπαράγραφος (iii) προνοεί για πλημμελή εφαρμογή του Νόμου επί των «πραγματικών γεγονότων», στη λέξη «πραγματικά» δεν θα μπορούσε να αποδοθεί άλλη έννοια από το ότι αυτά είναι τα καταληκτικά ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με γεγονότα επί των οποίων θα εφαρμοστεί στη συνέχεια, ο Νόμος. Πραγματικά γεγονότα, επομένως, είναι στην ουσία τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου σε αντιπαραβολή, για παράδειγμα, με τα γεγονότα τα οποία προέβαλλε η κάθε πλευρά υπό τύπο μαρτυρίας προς υποστήριξη των θέσεων εκάστης καλώντας το Κακουργιοδικείο να τα υιοθετήσει. Από όλη την πληθώρα των γεγονότων που είχε ενώπιον του το Κακουργιοδικείο, αυτό κατέληξε στα «πραγματικά γεγονότα», δηλαδή, τα ευρήματα του.

 

Το κατηγορητήριο που απευθύνθηκε στον εφεσίβλητο 1, Μάρκο Κυπριανού, του καταλόγισε επί του Άρθρου 210 (εφόσον το Άρθρο 205 δεν είναι πλέον υπό κρίση), ότι προκάλεσε το θάνατο λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης των 13 ατόμων με τις εξής λεπτομέρειες, με μόνη διαφορά επί έκαστης ανάλογης κατηγορίας, το όνομα του αποθανόντος:

 

«ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΠΟΝΙΚΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

ΕΚΑΤΟΣΤΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ

 

Ο 1ος κατηγορούμενος λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης συμπεριφοράς, η οποία δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια και χωρίς πρόθεση δηλαδή, ενώ ως Υπουργός Εξωτερικών διαχειριζόταν τα θέματα των 98 εμπορευματοκιβώτιων που είχαν κατασχεθεί από το πλοίο M/V MONCHEGORSK και είχαν εναποτεθεί στη Ναυτική Βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» στο Μαρί της Επαρχίας Λάρνακας από τον Μάρτιο του 2009 και γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει για τον κίνδυνο έκρηξης τους ένεκα της υπαίθριας τοποθέτησής και έκθεσής τους σε απαγορευτικές συνθήκες, παρέλειψε να λάβει μέτρα προς αποτροπή της έκρηξης τους, με αποτέλεσμα στις 11/7/2011 την έκρηξη αυτών [*1115]και το θάνατο του Ανδρέα Ιωαννίδη, Διοικητή Ναυτικού.»

 

Το Κακουργιοδικείο στις σελ. 562-570 της απόφασης του, που απαντώνται στο «Μέρος Ζ: Υπαγωγή των Γεγονότων στο Νόμο», προβαίνει στα ακόλουθα ουσιώδη ευρήματα με αναφορά στο προαναφερθέν κατηγορητήριο. Στη σελ. 568, διαπιστώνει ότι ο εφεσίβλητος 1, ως Υπουργός Εξωτερικών, δεν είχε τον έλεγχο του φορτίου. Καταγράφει δε τα εξής:

 

«Όμως, έχουμε ήδη προβεί σε διαπίστωση ότι στην πραγματικότητα δεν μπορούσε η σύσκεψη εκείνη να καταλήξει σε απόφαση για καταστροφή του φορτίου. Περιπλέον, ο κατηγορούμενος 1 δεν είχε, ούτως ή άλλως, ως υπουργός Εξωτερικών έλεγχο του φορτίου. Θα μπορούσε βέβαια, όπως του ετέθη, να θέσει το ζήτημα στο Υπουργικό Συμβούλιο για απόφαση.  Όμως τέτοια παράλειψη δεν είναι ποινικής φύσεως και δεν στοιχειοθετείται αιτιώδης συνάφεια της με το αποτέλεσμα. Αιτιώδης συνάφεια αποκαλύπτεται ευχερέστατα σε περιπτώσεις όπως η Evans, όπου κατά λογική αναγκαιότητα η παράλειψη να κληθεί ιατρική βοήθεια για άνθρωπο ο οποίος διαφορετικά θα πεθάνει, συνδέεται αιτιωδώς με το θάνατο. Δεν είναι όμως ορθό να λεχθεί το ίδιο για την παράλειψη του Υπουργού να θέσει το θέμα για συζήτηση στο Υπουργικό Συμβούλιο. Δεν μπορούμε να εικάσουμε ποια θα ήταν η θέση του ΠτΔ και των άλλων Υπουργών και ειδικότερα δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι στη συνήθη πορεία των πραγμάτων – όπως όταν καλείται ο γιατρός για να σώσει ένα ασθενή ή πυροσβεστική για να κατασβήσει μια πυρκαγιά – το Υπουργικό Συμβούλιο θα μπορούσε να κατέληγε σε απόφαση που θα απέτρεπε τον κίνδυνο.»

 

Άλλο εύρημα είναι ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν διαχειριζόταν το κρίσιμο φορτίο, δηλαδή, τα 98 εμπορευματοκιβώτια και επί τούτου το Κακουργιοδικείο λέγει τα εξής:

 

«Συνοψίζουμε εν κατακλείδι, ότι η μαρτυρία που προσφέρθηκε δεν στοιχειοθετεί ότι ο κατηγορούμενος 1 ‘διαχειριζόταν τα θέματα των 98 εμπορευματοκιβωτίων’ όπως του αποδίδει το κατηγορητήριο, ούτε ότι ‘δημιούργησε τον κίνδυνο’ όπως του αποδίδει η εναρκτήρια δήλωση. Προσθέτουμε ακόμα γενικότερα, ότι ο κατηγορούμενος 1 δεν είχε τον έλεγχο του φορτίου υπό την έννοια του Άρθρου 225 ή άλλως πως.»

 

Τέλος, το Κακουργιοδικείο προέβηκε σε εύρημα ότι δεν ήταν το Υπουργείο Εξωτερικών, του οποίου προΐστατο ο εφεσίβλητος 1, [*1116]που παρέλαβε προς φύλαξη το φορτίο και συνεπώς δεν είχε εξουσία να διατάξει τη λήψη μέτρων σε σχέση με τον τρόπο φύλαξης. Το σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 569, έχει ως ακολούθως:

 

«Δεν είναι το Υπουργείο του που το παρέλαβε προς φύλαξη.  Το φορτίο δεν φυλάχθηκε από υπηρεσία επί της οποίας είχε εποπτεία. Δεν είχε εξουσία να διατάξει τη λήψη μέτρων σε σχέση με τον τρόπο φύλαξης. Γενικώς, ελλείπει το στοιχείο της αναγκαίας σύνδεσης του με το φορτίο, έτσι ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι ως υπουργός Εξωτερικών είχε σχέση εγγύτητας προς τα θύματα, υπό την έννοια της υπόθεσης Sutherland Shire Council v. Heyman.»

 

Αυτά τα καταλυτικά ευρήματα του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τις ενέργειες του εφεσίβλητου 1 έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τα όσα του καταλογίζονταν ως πραγματικά δεδομένα στο κατηγορητήριο. Υπενθυμίζεται ότι οι λεπτομέρειες των αδικημάτων που αφορούν το Άρθρο 210, ρητώς αναφέρονται στη διαχείριση των θεμάτων των 98 εμπορευματοκιβωτίων και ότι ο εφεσίβλητος 1 παρέλειψε να λάβει μέτρα προς αποτροπή της έκρηξης.

 

Η θέση της Δημοκρατίας κατά την ζώσα επιχειρηματολογία της, αλλά και ιδιαιτέρως όπως προκύπτει από τη γραπτή της αγόρευση ημερ. 7.5.2014, είναι ότι το Κακουργιοδικείο «κατά την υπαγωγή των γεγονότων στο Νόμο, αλλά και κατά τη θεώρηση της μαρτυρίας, υπέπεσε σε νομικά σφάλματα ….» (ο τονισμός προστέθηκε). Πρόσθετα, λέγει στη σελίδα 9 ότι «Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος είχε εξουσία επί του φορτίου και επομένως εξουσία να δώσει οδηγίες για τη λήψη μέτρων προς αποτροπή του ενδεχόμενου έκρηξης, προκύπτει μέσα από τα ίδια τα γεγονότα.». Καθίσταται επομένως πρόδηλο ότι είναι την αξιολόγηση της μαρτυρίας που η Δημοκρατία αμφισβητεί στην ουσία. Στη συνέχεια, η Δημοκρατία παραπέμπει στη μαρτυρία και τα έγγραφα κυρίως επί των συσκέψεων για να εισηγηθεί αντινομικά προς τη θέση της ότι υπάρχει λανθασμένη υπαγωγή των γεγονότων στο Νόμο, ότι ο εφεσίβλητος 1 είχε εξουσία επί του φορτίου και ήταν στην ουσία διαχειριστής αυτού. Αναφέρεται στη σελ. 21 της αγόρευσης ότι ακριβώς αποδόθηκε στον εφεσίβλητο 1 ο ρόλος του διαχειριστή του φορτίου διότι έτσι είχαν τα πράγματα. Όμως το Κακουργιοδικείο δεν κατέληξε σε τέτοιο εύρημα. Το εύρημα του ήταν ακριβώς το αντίθετο. Και όταν η Δημοκρατία εισηγείται στις σελ. 25 κ.ε. ότι λανθασμένα καταγράφονται τα τρία θέματα από το Κακουργιοδικείο ως προς την εξουσία και αρμοδιότητα του εφεσί[*1117]βλητου 1 επί του φορτίου, με αποτέλεσμα ότι «το συμπέρασμα ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί ότι ο Υπουργός Εξωτερικών είχε αρμοδιότητα να δώσει οδηγίες σε σχέση με τη φύλαξη του φορτίου, αντικρούεται με όλη την αποδεκτή μαρτυρία», είναι ακριβώς τη μαρτυρία που αμφισβητεί. Διότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας μετατράπηκε σε εύρημα με το οποίο φανερά η εφεσείουσα Δημοκρατία διαφωνεί, πλην όμως δεν δικαιούται να το αμφισβητήσει.

 

Υπενθυμίζεται ότι το Άρθρο 137(1)(α)(iii), προνοεί για πλημμελή εφαρμογή του νόμου επί των πραγματικών γεγονότων. Σαφώς επομένως η νομική θεώρηση και επικάλυψη έπεται της διαπίστωσης των όποιων ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των πραγματικών γεγονότων. Είναι δεδομένο εδώ ότι το Κακουργιοδικείο προέβη σε αριθμό ευρημάτων που έχουν ανωτέρω καταγραφεί.  Και πρόσθετα πρέπει να τονισθεί ότι είναι οι λεπτομέρειες των κατηγοριών που δεν έχουν γίνει δεκτές από το Κακουργιοδικείο.  Οι λεπτομέρειες προωθήθηκαν από τη Δημοκρατία κατά την ακρόαση πρωτοδίκως ως γεγονότα που θα έπρεπε να γίνουν αποδεκτά. Και σ’ αυτό το Κακουργιοδικείο διαφώνησε. Δεν τίθεται καν ζήτημα εφαρμογής της υποπαραγράφου (iii) στην υπό κρίση περίπτωση διότι δεν είναι οι έννοιες του αλόγιστου, του απερίσκεπτου ή του επικίνδυνου της πράξης ή συμπεριφοράς που τίθενται εν αμφιβολία σ’ ό,τι αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή τους από Κακουργιοδικείο. Δεν υπάρχει ζήτημα ότι ο Νόμος υπό την έννοια του Άρθρου 210, «εφαρμόστηκε πλημμελώς». Απλώς το πραγματικό υπόβαθρο  των γεγονότων δεν εντάσσει καθόλου την περίπτωση στην εξέταση της εφαρμογής του Άρθρου 210.

 

Η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ως εφεσείουσας τώρα Δημοκρατίας δεν συνάδει με τη διαχρονική και σταθερή νομολογία επί του Άρθρου 137, ως ήδη αναφέρθηκε. Ούτε και η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, έχει αλλάξει τα δεδομένα. Κατ’ αρχάς, είναι οφειλόμενη η διαπίστωση ότι ο Κωνσταντινίδης, Δ., εκδίδοντας την απόφαση εκ μέρους της πλειοψηφίας, επί του Άρθρου 137, αναφέρθηκε σε όλη τη νομολογία που προηγήθηκε και την οποία υιοθέτησε (Attorney General v. Schizas (1983) 2 C.L.R. 328, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151, Δήμος Αγίας Νάπας ν. Χαμάλη (2000) 2 Α.Α.Δ. 241, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 67, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217). Σε καμιά των πιο πάνω υποθέσεων δεν λέχθηκε [*1118]οτιδήποτε το διαφορετικό ως προς την αυστηρή και περιοριστική ερμηνεία του Άρθρου 137 εν τω συνόλω του ή σε ό,τι αφορά τις επιμέρους υποπαραγράφους του εδαφίου (1)(α). Όλες οι αυθεντίες που αναφέρθηκαν ήταν υπό τη ρητή εισαγωγή της ευθυγραμμισμένης θέσεως της νομολογίας ότι «…. θα πρέπει να διαγιγνώσκεται και να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και του παραμερισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας, που, βεβαίως, βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου.»

 

Η συζήτηση στην Ευσταθίου – ανωτέρω – αφορμή είχε την επεξήγηση της φράσης «νομικό σημείο», η οποία όμως πρέπει να υπομνησθεί, ως ήδη αναφέρθηκε και όπως εύστοχα παρατήρησε ο Αρτέμης, Π., στην απόφαση μειοψηφίας του (όχι επί των λαμβανομένων αρχών, αλλά επί της εφαρμογής του στα εκεί δεδομένα), ότι στο Άρθρο 137 δεν υπάρχει αναφορά σε «νομικά θέματα», με αποτέλεσμα να είναι αναγκαίο να συμπληρωθεί στην εξέταση του θέματος «όπως αυτά (τα νομικά ζητήματα δηλαδή) καθορίζονται στο άρθρο αυτό και όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία.».

 

Μετέπειτα, ο Κωνσταντινίδης, Δ., είχε εκδώσει την απόφαση του Εφετείου στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217, στην οποία έκαμε αναφορά στην Ευσταθίου, όπου επανέλαβε τις αρχές ως προς τους περιορισμούς που επιβάλλει το Άρθρο 137(1), αλλά και την «ανάγκη για αυστηρή τήρηση τους ενόψει της φύσης του θέματος, (που) έχουν επεξηγηθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου», συνεχίζοντας να παραθέσει όλες τις προηγούμενες αυθεντίες που παρέθεσε και στην Ευσταθίου. Και συνέχισε με απόσπασμα από τη Σωφρονίου, ως προς τον περιορισμό του εφέσιμου ζητήματος επί νομικού θέματος και μόνο και όχι επί των γεγονότων και ευρημάτων. Στη Γεωργίου, η κατάληξη του Εφετείου ήταν ότι η έφεση έπρεπε να απορριφθεί (πρόκειτο για υπόθεση όπου η Κατηγορούσα Αρχή εισηγήθηκε ότι μπορούσε να εξαχθεί καταδίκη μόνο με τις καταθέσεις των παραπονουμένων που δεν είχαν παρουσιαστεί στη δίκη, ενώ υπήρχε και κατάθεση-ομολογία του κατηγορούμενου ο οποίος προέβη σε ανώμοτη δήλωση). 

 

Το ζήτημα του Άρθρου 137 ηγέρθηκε αυτεπαγγέλτως από το Εφετείο και εν τέλει διαπιστώθηκε ότι η εφεσείουσα Δημοκρατία στην πραγματικότητα αμφισβητούσε την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης ότι δεν θα ήταν δυνατό να στηριχθεί στις καταθέσεις στην απουσία των παραπονούμενων για καταδίκη, στη βάση της δικής της θεώρησης ως προς το τι θα έπρεπε να ήταν η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο. Δεν υπήρξε σύμφωνα [*1119]με το σκεπτικό του Εφετείου πλημμελής εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων. Το Εφετείο έκρινε ότι ενώ οι λόγοι έφεσης παρέπεμπαν στο Άρθρο 137(1)(α)(iii), στην πραγματικότητα έβαλλαν κατά της εσφαλμένης αξιολόγησης της βαρύτητας των δύο καταθέσεων. Δεν υπήρξε «γεγονός» με βάση το οποίο εφαρμόστηκε πλημμελώς ο Νόμος και η κρίση περί της βαρύτητας δεν μπορούσε να αναχθεί σε νομικό θέμα ενταγμένο στις πρόνοιες του Άρθρου 137(1).

 

Στην Ευσταθίου έγινε λόγος για «εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε.». Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη – πιο πάνω – έγινε λόγος από το Εφετείο ότι «με βάση τα ευρήματα του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα και ερμήνευσε λανθασμένα το νόμο.». Πρόκειτο εκεί για περίπτωση που παρά το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος με βάση τη μαρτυρία που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο διατηρούσε φροντιστήριο, εντούτοις είχε αθωωθεί διότι δεν είχε αποδειχθεί ότι λάμβανε αμοιβή, αλλά στο σχετικό Νόμο, η αμοιβή δεν ήταν συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Είναι λοιπόν φανερό ότι η χρήση της λέξης «συμπεράσματα», σημαίνει κατά τη νομολογία τη νομική επίπτωση επί συνόλου διαπιστωθέντων γεγονότων, δηλαδή, υπαγωγή των ευρημάτων στο δοσμένο νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο εδράζεται η κατηγορία. Η Ευσταθίου δεν έθεσε κάποιο διαφορετικό ή άλλο κανόνα ούτε και επέκτεινε, ή, καλύτερα, περιόρισε την εμβέλεια του Άρθρου 137(1). Ειδικά ως προς την εφαρμογή της υποπαραγράφου (α)(iii) που ενδιαφέρει εδώ, στην Ευσταθίου έγινε παραπομπή σε αριθμό υποθέσεων ως προς την εφαρμογή της. Πέραν βεβαίως του αυτονόητου ότι περί εφαρμογής κατά περίπτωση ο λόγος, χωρίς να αλλοιώνονται οι αρχές, όπως επεξηγήθηκε ανωτέρω, οι εκεί αναφερθείσες υποθέσεις δεν είχαν ουσιαστική αναφορά στην υποπαράγραφο (iii), ενώ όσες ήταν σχετικές έδειχναν όντως λανθασμένη εξαγωγή νομικού συμπεράσματος επί της διαπιστωθείσας μαρτυρίας.

 

Έτσι, στην Attorney-General v. Herodotou (1969) 2 C.L.R. 10, η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα περί του ότι το χωριό Άγιος Θεράπων θεωρείτο «prescribed village» για σκοπούς του Goats Law Cap. 66, ήταν αρκετή να θεμελιώσει την κατηγορία, ενώ υπήρχε και μαρτυρία ότι το κοπάδι του εφεσίβλητου βρέθηκε να βόσκει εντός των ορίων του χωριού. Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι στην υπόθεση δεν έγινε καμιά ιδιαίτερη αναφορά στο Άρθρο 137(1)(α)(iii). Αναφέρθηκε μόνο ότι η έφεση έγινε γενικώς δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 137(1)(α). Στη Δήμος Λευκω[*1120]σίας ν. Hopeland Enterprises Ltd (1996) 2 Α.Α.Δ. 21, και πάλι ουδόλως απασχόλησε ή αναφέρθηκε η εν λόγω υποπαράγραφος (iii). Μάλιστα δεν έγινε καμιά αναφορά στο Άρθρο 137. Η αθωωτική απόφαση περί τοποθέτησης και εγκατάλειψης αντικειμένου επί πεζοδρομίου κατά παράβαση προνοιών του περί Δήμων Νόμου αρ. 111/85, ανετράπη διότι η αξιόπιστη μαρτυρία που αποδέχθηκε το Δικαστήριο λανθασμένα δεν συνδέθηκε με τους κατηγορούμενους, ενώ υπήρχε στην ουσία παραδοχή ότι όντως τοποθετούνταν πράγματα επί του πεζοδρομίου.

 

Οι ανωτέρω υποθέσεις είναι εν πάση περιπτώσει ήσσονος σημασίας. Στην επόμενη μνημονευθείσα απόφαση στην Ευσταθίου, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (Αρ. 1) (2002) 2 Α.Α.Δ. 473, το Άρθρο 137(1)(α)(iii) τέθηκε όντως σε εφαρμογή, χωρίς όμως οποιαδήποτε ανάλυση. Διαπιστώθηκε εκεί πλημμελής εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων σε υπόθεση θανατηφόρου δυστυχήματος όπου ο εφεσίβλητος υπό όλες τις συνθήκες οδήγησης του αποτελούσε ένα «κινούμενο κίνδυνο» που οδήγησε χωρίς άδεια, εντελώς άπειρος και χωρίς βασικές γνώσεις οδήγησης αυτοκινήτου. Με αποτέλεσμα όλα αυτά που ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα να εντάσσονταν χωρίς άλλο στην έννοια της απερίσκεπτης συμπεριφοράς, στη βάση και της νομικής ανάλυσης στην οποία παρέπεμψε το Εφετείο επί του Άρθρου 210, με καθοδήγηση από τη θεμελιακή απόφαση επί της απερίσκεπτης οδήγησης R. v. Lawrence [1981] 1 All E.R. 974.

 

Στην έτερη μνημονευθείσα υπόθεση Attorney-General v. Petrou (1972) 2 C.L.R. 81, το Άρθρο 137(1)(α)(iii) ενεργοποιήθηκε διότι ενώ υπήρχε μαρτυρία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, ανάλογα με την αξιολόγηση της, ως ενισχυτική της μαρτυρίας της παραπονούμενης, εντούτοις, αγνοήθηκε παντελώς. Κρίθηκε ότι ή παράλειψη εξέτασης μαρτυρίας που ήταν διαθέσιμη μπορούσε να ενέπιπτε στην υποπαράγραφο (iii). Δεν είναι βέβαια η περίπτωση εδώ τέτοιας φύσεως. Τέλος, έγινε αναφορά στην Attorney-General ν. Panayiotides (1983) 2 C.L.R. 253, όπου και πάλι δεν αναλύθηκε, αλλά μόνο μνημονεύθηκε το Άρθρο 137 στη γενικότητα του υπό τις πρόνοιες του οποίου ασκήθηκε έφεση.  Ουδόλως αναφέρθηκε η υποπαράγραφος (iii). Πρόκειτο για υπόθεση όπου ο κατηγορούμενος αντιμετώπισε κατηγορία αλλαγής του αμαξώματος οχήματος κατά παράβαση των Κανονισμών περί Τροχαίας Κίνησης. Η έφεση επετράπη διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε σε ένα προτυπωμένο έντυπο του κατασκευαστή για σκοπούς επιδιόρθωσης που έδειχνε τα διάφορα μέρη του [*1121]αμαξώματος στο οποίο και αποδόθηκε ιδιαίτερη σημασία ενώ δεν έπρεπε, ενώ αγνοήθηκε και η δημοσίευση Κανονισμών στην Επίσημη Εφημερίδα επειδή δεν είχαν παρουσιαστεί στη δίκη. Πρόκειτο λοιπόν για περίπτωση που ενέπιπτε στην υποπαράγραφο (ii) του εδαφίου 1(α), παρά στην υποπαράγραφο (iii), ενώ χρησιμοποιήθηκε για την καταδίκη, όπως και στις Attorney-General v. Herodotou και Δήμος Λευκωσίας ν. Hopeland Enterprises Ltd, το Άρθρο 145(3)(α)(i) του Κεφ. 155.

 

Από την ανάλυση των υποθέσεων που μνημονεύθηκαν στην Ευσταθίου, ιδιαιτέρως ως προς την υποπαράγραφο (iii), δεν προκύπτει οποιαδήποτε διαφορετική προσέγγιση, ούτε απόκλιση από τις καθιερωμένες αρχές, ενώ αρκετές από τις υποθέσεις δεν αφορούσαν άμεσα ή ευθέως την εν λόγω διάταξη. Και περαιτέρω, στη σελ. 128 του σκεπτικού της Ευσταθίου, λέχθηκε σαφώς και ρητώς ότι η μαρτυρία ήταν δεδομένη, αλλά η μαρτυρία εκεί των εμπειρογνωμόνων κρίθηκε αυτοτελώς χωρίς συσχετισμό με την υπόλοιπη μαρτυρία, ενώ κρίθηκε, λανθασμένα, και ως μεταξύ τους αντιφατική. Ο αποκλεισμός της βιντεοταινίας στην περίπτωση καλυπτόταν, ως λέχθηκε, «ευθέως» ως θέμα εντασσόμενο στην υποπαράγραφο (ii) του Άρθρου 137(1)(α). Παρεμφερώς ήταν που λέχθηκε ότι η περίπτωση ως προς άλλες πλημμέλειες καλύπτονταν από την υποπαράγραφο (iii). Είναι πρόδηλο ότι η Ευσταθίου κρίθηκε επί των δικών της ιδιαίτερων γεγονότων. Άλλωστε, οι ίδιες αρχές επί του Άρθρου 137 ακολουθήθηκαν και σε μεταγενέστερες αποφάσεις και μάλιστα με παραπομπή στην Ευσταθίου, όπως, για παράδειγμα, στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου κ.ά. (2011) 2 Α.Α.Δ. 519, οι εφέσεις στις οποίες απερρίφθησαν ως απαράδεκτες μη εντασσόμενες στο Άρθρο 137. Λέχθηκαν τα εξής σχετικά με την Ευσταθίου:

 

«Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Ευσταθίου κ.ά., (πιο πάνω), στην οποία η κα Ευθυβούλου μας παρέπεμψε, τα δεδομένα ήταν εντελώς διαφορετικά. Εκεί είχε αποκλεισθεί βιντεοταινία ως μη αυθεντική, επειδή θεωρήθηκε η εξ ακοής μαρτυρία του Γενικού Εισαγγελέα και του Ποινικού Ανακριτή ως μη ισχυρή για την απόδειξη της αυθεντικότητάς της. Το πρόσωπο το οποίο βιντεογράφησε τα γεγονότα δεν παρουσιάστηκε στη δίκη. Ο αποκλεισμός της βιντεοταινίας ως μη αυθεντικής είχε ως αποτέλεσμα και τον αποκλεισμό της μαρτυρίας των εκεί παραπονουμένων και άλλων μαρτύρων ως προς τις αναγνωρίσεις των κατηγορουμένων, στην έκταση που αυτές διέρχονταν μέσα από την παρακολούθηση της βιντεοταινίας.  Επίσης, διάφορες μαρτυρίες κρίθηκαν αυτοτελώς, χωρίς συσχετισμό της μιας προς την άλλη, όπως επιβαλλόταν, μαρτυρία δε εμπειρογνωμόνων θεωρήθηκε αντιφατική, ενώ δεν ήταν τέτοια. Ετίθετο επομένως εκεί θέμα περί της ορθότητας ή μη του αποκλεισμού μαρτυρίας κατά λανθασμένη ή πλημμελή αξιολόγηση εντός της έννοιας του νομικού σημείου με αναφορά στη νομολογία.»

 

Οι εφέσεις λοιπόν απερρίφθησαν διότι διαπιστώθηκε ότι εκείνο το οποίο επιδιωκόταν με αυτές ήταν η αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας.

 

Υπό το φως όλης της προηγηθείσας ανάλυσης, κρίνεται ότι η έφεση της Δημοκρατίας εναντίον του εφεσίβλητου Μάρκου Κυπριανού δεν καλύπτεται από την πρόνοια του Άρθρου 137(1)(α)(iii) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155.

 

Η έφεση απορρίπτεται ως μη παραδεκτή.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Είχα την ευκαιρία να μελετήσω τις διιστάμενες αποφάσεις σ’ ότι αφορά την έφεση της Δημοκρατίας κατά της απόφασης του Κακουργιοδικείου να αθωώσει το Μάρκο Κυπριανού στην κατηγορία της πρόκλησης θανάτου των 13 θυμάτων της έκρηξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 ΠΚ. Κατέληξα ότι η ασκηθείσα έφεση είναι εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(α)(iii)* του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 αλλά, με όλο το σεβασμό, δεν με βρίσκει απολύτως σύμφωνο το σκεπτικό των αδελφών Δικαστών που οδηγήθηκαν στην ίδια κατάληξη για λόγους – κυρίως – που άπτονται της βεβαιότητας του Δικαίου.

 

Αποτελεί θεμελιακή αρχή του Κοινού Δικαίου ότι μόνο για λόγους κεφαλαιώδους σημασίας επιτρέπεται απόκλιση από δικα[*1123]στικό προηγούμενο, οι οποίοι στην παρούσα περίπτωση απουσιάζουν και ουδείς των διαδίκων εισηγήθηκε κάτι τέτοιο. Με αυτό ως δεδομένο έχω την άποψη ότι θα πρέπει να διευκρινιστεί πως δεν γίνεται απόκλιση από τη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 94 (απόφαση Πλήρους Ολομέλειας) σ’ ότι αφορά την ερμηνεία του όρου «νομικό σημείο», όπως θα μπορούσε ενδεχομένως κάποιος να υποθέσει λόγω της σε βάθος εξέτασης των παραμέτρων άσκησης από το Γενικό Εισαγγελέα του δικαιώματος έφεσης που του παρέχει το Άρθρο 137(1)(α) του Κεφ. 155. Και αυτό, καθότι στην παρούσα περίπτωση το μόνο που εγείρεται είναι ο προσδιορισμός του όρου «γεγονότα» και, στη συνέχεια, αν ο Νόμος – το Άρθρου 210 ΠΚ – εφαρμόστηκε πλημμελώς σ’ αυτά τα γεγονότα. Όπως εξάλλου είναι και η έφεση που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας δυνάμει του Άρθρου 137(1)(α)(iii).

 

Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151 τονίστηκε το αυτονόητο, ότι δηλαδή:

 

«Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Ο όρος ‘γεγονότα’ (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α) προς τον όρο ‘μαρτυρία’ (evidence), υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το Δικαστήριο ως υπαρκτά.»

 

Το ερώτημα που εγείρεται στο πλαίσιο της παρούσας – όπως εξάλλου και σε κάθε ποινική υπόθεση – είναι τι θα μπορούσε να αποτελέσει εύρημα του Κακουργιοδικείου. Η απάντηση, κατά την άποψή μου, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη παρά: γεγονότα είναι τα όποια ευρήματα είναι σχετικά με τις λεπτομέρειες του ποινικού αδικήματος που καταλογίστηκε στον εφεσίβλητο. Συναφώς του καταλογίστηκε ότι «… ενώ ως Υπουργός Εξωτερικών διαχειριζόταν τα θέματα των 98 εμπορευματοκιβωτίων που είχαν κατασχεθεί από το M/V MONCHEGORSK και είχαν εναποτεθεί στη Ναυτική Βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» στο Μαρί της Επαρχίας Λάρνακας από το Μάρτη του 2009 και γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει για τον κίνδυνο έκρηξης τους ένεκα της υπαίθριας τοποθέτησης και έκθεσης τους σε απαγορευτικές συνθήκες, παρέλειψε να λάβει μέτρα προς αποτροπή της έκρηξης τους με αποτέλεσμα στις 11.7.11 την έκρηξη αυτών και το θάνατο του…». Ποια ήταν επί του προκειμένου τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου; Ήταν ότι, ως Υπουργός Εξωτερικών (α) δεν είχε τον έλεγχο του φορτίου, (β) δεν διαχειριζόταν τα θέματα των 98 εμπορευματοκιβωτίων και (γ) δεν είχε εποπτεία σε υπηρεσία [*1124]που παρέλαβε το φορτίο προς φύλαξη. Αυτά, κατά την άποψή μου, ήταν τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου και το μόνο ερώτημα που εγείρεται υπ’ αυτά τα δεδομένα είναι κατά πόσο ο Νόμος – το Άρθρο 210 ΠΚ – εφαρμόστηκε πλημμελώς επί αυτών των ευρημάτων. Η απάντηση κατά την άποψή μου είναι αρνητική αφού τα προαναφερθέντα ευρήματα, ως πραγματικά γεγονότα, εκθεμελιώνουν το βάθρο της κατηγορίας και η έφεση δεν είναι τίποτε άλλο παρά συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και του παραμερισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας που, βεβαίως, βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου. Αυτό εξάλλου προκύπτει, εμμέσως πλην σαφώς, και από τη γραπτή αγόρευση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο «… κατά την υπαγωγή των γεγονότων στο Νόμο, αλλά και κατά τη θεώρηση της μαρτυρίας, υπέπεσε σε σφάλματα…», θέση που εγείρει ζήτημα συγκαλυμμένης επιδίωξης αμφισβήτησης και παραμερισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας που είναι εκτός της εμβέλειας του υπό αναφορά άρθρου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ως προς τον Εφεσίβλητο Μάρκο Κυπριανού και ως προς την εφαρμογή του Άρθρου 137 του Κεφ. 155, συμφωνούμε με την απόφαση του αδελφού Δικαστή Παμπαλλή, την οποία είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Τα σχετικά γεγονότα φαίνονται στην απόφαση του Παμπαλλή, Δ.. Τα υιοθετούμε, εκτός όπου έρχονται σε αντίθεση με την παρούσα απόφαση.

 

Ο εφεσείων, ο οποίος ήταν Υπουργός Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά τον ουσιώδη χρόνο, καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο στις κατηγορίες 14-26 και στις κατηγορίες 118-130. Ο εφεσείων καταδικάστηκε για υπαίτια αμέλεια εν τη εννοία του Άρθρου 205 και για ανυπαίτια αμέλεια, δυνάμει του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

 

Το Κακουργιοδικείο, στη βάση της μαρτυρίας, την οποία δέχθηκε ως αξιόπιστη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτός είχε γνώση όχι απλώς ενός δυνητικού κινδύνου, αλλά μιας πραγματικής πιθανότητας κινδύνου θανάτου. Αναλυτικότερα το Κακουργιοδικείο, στις σελ. 604 και επόμενες της απόφασης του, αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής: Στο αρχικό στάδιο είχε γνώση για τους εγγενείς κινδύνου του φορτίου. Στη συνέχεια άρχισε να ενημερώνεται περαιτέρω. Πληροφορήθηκε για την υπαίθρια στοιβάδα και τους κινδύνους αυτανάφλεξης από τις ψηλές θερμοκρασίες. Μετά ενημερώθηκε και για τον κίνδυνο έκρηξης. Στη σύσκεψη της [*1125]7.2.2011 σαφώς είχε επίγνωση όχι απλώς της δυνατότητας, αλλά μιας πραγματικής πιθανότητας να προκληθεί μαζικός θάνατος.  Ο εφεσείων είχε γνώση αυτών των δεδομένων και αντίστοιχη αντίληψη του κινδύνου. Στα μέσα του τρίτου καλοκαιριού (από την ημερομηνία που τα εμπορευματοκιβώτια με την πυρίτιδα ήταν στοιβαγμένα στο ύπαιθρο) έγινε το συμβάν της 4.7.2011.  Στις 4.7.2011 ένα εμπορευματοκιβώτιο παρουσίασε πρόβλημα ανάφλεξης και το Κακουργιοδικείο βρήκε ότι η απομάκρυνση του θα μπορούσε να επιτευχθεί σε ελάχιστο χρόνο και χωρίς ουσιαστικό κόστος, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε.

 

Ο εφεσείων έτυχε ενημέρωσης στις 5.7.2011 για το συμβάν της 4.7.2011 και στις 6.7.2011 είχε πλήρη εικόνα της κορύφωσης του  κινδύνου, όπως συμπέρανε το Κακουργιοδικείο. Ο κίνδυνος θανάτου ήταν αδιαμφισβήτητα ορατός. Ο εφεσείων δεν επικαλέστηκε οποιοδήποτε υποκειμενικό πρόβλημα που θα τον δικαιολογούσε να μην αντιληφθεί τέτοιο κίνδυνο, από τα δεδομένα που γνώριζε. Πρόβαλε την εκδοχή ότι έδωσε οδηγίες μετακίνησης του προβληματικού εμπορευματοκιβωτίου αλλά η εκδοχή του απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο. Με την απόρριψη της εκδοχής του το Κακουργιοδικείο δεν είχε πλέον οποιανδήποτε αμφιβολία ότι ο εφεσείων είχε επίγνωση ορατού κινδύνου θανάτου, πλην όμως δεν ανταποκρίθηκε στο επιβαλλόμενο επίπεδο ευθύνης.

 

Στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο εξέτασε το ζήτημα του βαθμού υπαιτιότητας του εφεσείοντα. Οι παραλείψεις του είχαν να κάνουν με ένα επικίνδυνο φορτίο «επί του οποίου είχε τον έλεγχο και την ευθύνη υπό την έννοια του Άρθρου 225 Π.Κ.. Είχε σαφείς προειδοποιήσεις και σαφή επίγνωση της επικίνδυνης κατάστασης όπως κορυφωνόταν. Παρά το ότι εκδήλωνε την ανησυχία του, στην πράξη επεδείκνυε, εντέλει, κάθε φορά αδιαφορία για τον κίνδυνο.»

 

Το Κακουργιοδικείο υπέδειξε, ουσιαστικά προειδοποιώντας τον εαυτό του, ότι μόνο σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις πρόκλησης θανάτου, από αμέλεια, μπορεί να αποδοθεί ο βαρύς χαρακτηρισμός της ανθρωποκτονίας. Η επόμενη βαθμίδα υπαιτιότητας είναι η πρόθεση. Στην  προκείμενη περίπτωση, όπως αναγνώρισε το Κακουργιοδικείο, δεν επρόκειτο για περίπτωση αδιαφορίας υπό την έννοια ότι ο εφεσείων δεν είχε ανησυχία για το αποτέλεσμα.  Όμως, εκτιμώντας τα πράγματα συνολικά, εκείνο που είχε βαρύνουσα σημασία ήταν «η πλήρης απραξία παρά την εκφρασθείσα κατά καιρούς ανησυχία». Ήταν η επιλογή του εφεσείοντα να ακολουθήσει ή να συνεργήσει ή να ανεχθεί μια τακτική που παρέπε[*1126]μπε, παρελκυστικά το πρόβλημα ξανά και ξανά στο απροσδιόριστο μέλλον και εντέλει στη μοίρα. Το Κακουργιοδικείο δεν παρέβλεψε το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο ενήργησε ο εφεσείων. Αυτό όμως δεν διέγραφε τις νομικές του ευθύνες. Δεν διέγραφε όμως «ούτε την ηθική απαξία της επιλογής του, να εθελοτυφλήσει μπροστά σε τέτοιο κίνδυνο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και με τέτοιες προειδοποιήσεις για τον παράγοντα χρόνο. Ο κίνδυνος και οι προειδοποιήσεις ήταν τέτοιες ώστε το γεγονός ότι δεν ελήφθη ποτέ κανένα μέτρο, ενώ κατά τα άλλα τούτο ήταν ευχερές, να υποδηλώνει εντέλει αδιαφορία τέτοια ώστε να πρόκειται για υπαίτια αμέλεια εν τη εννοία του Άρθρου 205».

 

Η διαφορά της ευθύνης του εφεσείοντα, σε σύγκριση με την ευθύνη των εφεσειόντων-κατηγορουμένων 4, 5 και 6, σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο, ήταν ότι ο εφεσείων-κατηγορούμενος 2 είχε την ευθύνη για τη φύλαξη του φορτίου, είχε μακρά εμπλοκή με το πρόβλημα και είχε και προηγούμενη ενημέρωση.

 

Ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης τόσο αναφορικά με την καταδίκη, όσο και αναφορικά με την ποινή που του επιβλήθηκε.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στην παραβίαση του δικαιώματος του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη εξαιτίας της εκτεταμένης και δυσμενούς δημοσιότητας που τον καθιστούσε εκ προοιμίου υπαίτιο του θανάτου των 13 θυμάτων.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό νομική και πραγματική πλάνη του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το συμπέρασμα του ότι το εκραγέν φορτίο το παρέλαβε το Υπουργείο Άμυνας για φύλαξη και ότι το θέμα το χειριζόταν το Υπουργείο Άμυνας με προσωπική εμπλοκή του εφεσείοντα-κατηγορούμενου 2. Το προαναφερόμενο συμπέρασμα είναι, κατά τον εφεσείοντα, παντελώς εσφαλμένο. 

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης συνδέεται με το δεύτερο και αφορά στην κατ’ ισχυρισμό πραγματική πλάνη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το επίδικο φορτίο ήταν υπό τη φύλαξη του Υπουργείου Άμυνας. Η πλάνη φαίνεται στις σελ. 387 και 388 της πρωτόδικης απόφασης, σύμφωνα με τις οποίες το επίδικο φορτίο τοποθετήθηκε απλώς στη Ναυτική Βάση, δεν εντάχθηκε όμως στο σύστημα της Εθνικής Φρουράς, η οποία δεν είχε ούτε αρμοδιότητα, ούτε τη φυσική δυνατότητα να τα επιθεωρήσει. Παρά τα προαναφερόμενα το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρα[*1127]σμα ότι το φορτίο το είχε παραλάβει προς φύλαξη το Υπουργείο Άμυνας με προσωπική εμπλοκή του εφεσείοντα.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης και πάλι αφορά στο κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι το φορτίο είχε ενσωματωθεί στο σύστημα της Εθνικής Φρουράς και ειδικώς της Διεύθυνσης Υλικού Πολέμου (Δ.Υ.Π.).

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό νομική πλάνη ότι τα πυρομαχικά που βρίσκονταν στα εμπορευματοκιβώτια δεν είχαν εισαχθεί στα πυρομαχικά της Εθνικής Φρουράς αλλά απλώς τοποθετήθηκαν στη Ναυτική Βάση για φύλαξη.

 

Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά στο κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο παρέλειψε να καταλήξει σε εύρημα ότι δεν τηρήθηκαν οι πάγιες διαταγές της Εθνικής Φρουράς. 

 

Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά στο κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η πρωταρχική αιτία του θανάτου των θυμάτων ήταν η τοποθέτηση του φορτίου στο ύπαιθρο. Κατά τον εφεσείοντα η πρωταρχική αιτία ήταν η τοποθέτηση του φορτίου με τον τρόπο που έγινε και η παράλειψη συντήρησης του κατά παράβαση των πάγιων διαταγών της Εθνικής Φρουράς, από το Συνταγματάρχη Γεωργιάδη και άλλους εντεταλμένους.

 

Ο όγδοος λόγος έφεση αφορά και πάλι σε εσφαλμένο συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τη μη τήρηση των πάγιων διαταγών της Εθνικής Φρουράς. Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα κατάληξε στο συμπέρασμα ότι στις 5.7.2011 ο εφεσείων ανέλαβε την ευθύνη του χειρισμού του κινδύνου, πράγμα που ήταν αρκετό για να θεμελιώσει καθήκον ενέργειας εκ μέρους του.

 

Ο ένατος λόγος έφεσης αφορά στην απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα ότι έδωσε οδηγίες για απομάκρυνση του αναφλεγέντος εμπορευματοκιβωτίου, χωρίς όμως να έχει τέτοια μαρτυρία ενώπιον του. 

 

Με το δέκατο λόγο έφεσης αποδίδεται καχυποψία εις βάρος του εφεσείοντα, από το πρωτόδικο δικαστήριο. 

 

Με τους συμπληρωματικούς λόγους έφεσης 11, 12 και 13 προστίθενται ως λόγοι έφεσης ότι η θεμελίωση του αδικήματος του Άρθρου 205, εις βάρος του εφεσείοντα, δεν ανταποκρίνεται στην [*1128]πραγματική κατάσταση, ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα υπήγαγε τις νομικές αρχές στα γεγονότα της υπόθεσης και ότι ενώ το εύρημα του Κακουργιοδικείου ήταν ότι οι Στρατιωτικοί είχαν τη φύλαξη των εμπορευματοκιβωτίων, κατέληξε στο εύρημα ότι για τους στρατιωτικούς ευθύνεται ο εφεσείων, Υπουργός Άμυνας (λόγοι έφεσης 11, 12 και 13, αντίστοιχα).

 

Το πρώτο ζήτημα που θα μας απασχολήσει είναι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, που φαίνεται στις σελ. 387 και 388 της απόφασης, ότι ο εφεσείων είχε, ως Υπουργός Άμυνας, τη φύλαξη του συγκεκριμένου φορτίου, δηλαδή των εμπορευματοκιβωτίων που περιείχαν την πυρίτιδα η οποία τελικά εξερράγη και προκάλεσε τον όλεθρο και το θάνατο 13 ατόμων στις 11.7.2011. Στη σελ. 387 αναγράφεται ότι «γενικότερα, απ’ όλη τη μαρτυρία, προκύπτει με σαφήνεια ότι το θέμα το χειριζόταν το Υπουργείο Άμυνας με προσωπική εμπλοκή του κατηγορούμενου 2». Στο προαναφερόμενο απόσπασμα υπάρχει η υποσημείωση 87 στην οποίαν αναφέρεται: «Βλέπε ιδιαίτερα παρ. Β.14 και Β.16». Στη σελ. 388 της  πρωτόδικης απόφασης αναγράφεται ότι: «Στην πραγματικότητα το φορτίο είχε απομονωθεί στην τύχη του. Και το φορτίο αυτό το είχε παραλάβει προς φύλαξη το Υπουργείο Άμυνας, με προσωπική εμπλοκή σε όλα τα στάδια του 2ου κατηγορούμενου».  

 

Ανατρέξαμε στις παρ. Β.14 και Β.16 της πρωτόδικης απόφασης, στις σελ. 62 μέχρι 70, και προσπαθήσαμε να βρούμε τη μαρτυρία στην οποία βασίστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για να καταλήξει στο εύρημα του ότι τη φύλαξη του φορτίου είχε το Υπουργείο Άμυνας, με προσωπική εμπλοκή του εφεσείοντα. Στις σελ. 65 και 66 της πρωτόδικης απόφασης, παρ. Β.15, αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι κατά τη σύσκεψη, που έλαβε χώραν στο Υπουργείο Εξωτερικών στις 6.8.2009, η Εθνική Φρουρά υπογράμμισε ότι δεν ήταν στην αποστολή της η επίβλεψη του φορτίου και ανέφερε ότι η πυρίτιδα θα μπορούσε να καταστραφεί σχετικά εύκολα. Ειδικότερα ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Άμυνας τόνισε ότι η απόφαση για φύλαξη του φορτίου από την Εθνική Φρουρά ήταν προσωρινή λύση και ότι εμπερικλείονται κίνδυνοι από τη φύλαξη της πυρίτιδας. Στη συνέχεια αναγράφεται ότι συμφωνήθηκε, κατόπιν εισήγησης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, «όπως το φορτίο παραμείνει υπό την επίβλεψη της Ε.Φ. και ότι μέχρι τον Οκτώβριο 2009 τα αρμόδια τμήματα/Υπουργεία θα πρέπει να ετοιμάσουν τις εισηγήσεις ως προς τον περαιτέρω χειρισμό του θέματος». Μετά τη σύσκεψη της 6.8.2009, το θέμα (της φύλαξης του φορτίου) κατέληξε στον Υπουργό Άμυνας, εφεσείοντα, ο οποίος την 1.9.2009 κατέγραψε [*1129]σχετική σημείωση ότι: «ενόψει της άποψης του Γενικού Εισαγγελέα δεν έχουμε άλλη επιλογή και θα πρέπει να περιμένουμε τις εξελίξεις». Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει, στη σελ. 66 της απόφασης του: «Έτσι, η εκκρεμότητα συνεχίστηκε».

 

Από τις προαναφερόμενες παρ. Β.14, Β.15 και Β.16 της πρωτόδικης απόφασης, στις οποίες παραπέμπει το πρωτόδικο δικαστήριο (συγκεκριμένα στις Β.14 και Β.16) για να υποστηρίξει το εύρημα ότι, σύμφωνα με την ενώπιον του μαρτυρία, ήταν προφανές ότι τη φύλαξη του φορτίου χειριζόταν το Υπουργείο Άμυνας και μάλιστα με προσωπική εμπλοκή του Υπουργού, δεν φαίνεται να συνάγεται οποιοδήποτε τέτοιο συμπέρασμα. Κατά συνέπεια το προαναφερόμενο εύρημα του Κακουργιοδικείου δεν φαίνεται να υποστηρίζεται από μαρτυρία.

 

Στους περί Εθνικής Φρουράς Νόμους του 2011-2014 (Ν 19(Ι)/2011, όπως τροποποιήθηκε), στο Άρθρο 8 αναγράφονται οι εξουσίες του Υπουργού Άμυνας και στα Άρθρα 10 και 11 αναγράφονται οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Αρχηγού της Ε.Φ..    Σύμφωνα με το Άρθρο 8(1) ο Υπουργός Άμυνας έχει τη γενική εποπτεία της Ε.Φ. και εκδίδει προς αυτήν οδηγίες αναφορικά με την εκτέλεση αρμοδιοτήτων που είναι αναγκαίες για την άμυνα και το γενικό συμφέρον της Δημοκρατίας και εγκρίνει την οργανωτική δομή της Δύναμης. Στο Άρθρο 8(3) αναγράφεται ότι ο Υπουργός ασκεί τις αρμοδιότητες του συνήθως μέσω του Αρχηγού και του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου του. Στο Άρθρο 11(1) του Νόμου αναγράφεται ότι ο Αρχηγός έχει τη διοίκηση, διεύθυνση και επίβλεψη της Δύναμης και είναι υπόλογος στον Υπουργό για την οργάνωση, εκπαίδευση, ετοιμότητα, πειθαρχία, τάξη και ασφάλεια στη Δύναμη και την εκτέλεση των οποιονδήποτε οδηγιών και κατευθύνσεων του δίνονται από τον Υπουργό, «καθώς και για κάθε υλικό που διατίθεται στη Δύναμη».

 

Στις σελ. 385 και 387 της πρωτόδικης απόφασης αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι ήταν κοινώς παραδεκτό ότι το Υπουργείο Άμυνας παρέλαβε το φορτίο για φύλαξη, και ότι το θέμα του φορτίου το χειριζόταν το Υπουργείο Άμυνας. Όμως από τα όσα αναγράφονται στις προαναφερόμενες παραγράφους Β.14 και Β.16, στις σελ. 66-68 της απόφασης ιδιαίτερα, δεν φαίνεται να είναι το Υπουργείο Άμυνας που παρέλαβε το φορτίο για φύλαξη, ούτε και φαίνεται να υπήρχε οποιαδήποτε προσωπική εμπλοκή του Υπουργού στο θέμα, αλλά φαίνεται ότι τη φύλαξη του φορτίου ανέλαβε η Ε.Φ. χωρίς όμως το φορτίο να ενσωματώνεται οργανωτικά στην Ε.Φ. Από τα Άρθρα 8 και 11 του Ν. 19(Ι)/2011 δεν [*1130]φαίνεται ότι είναι ο Υπουργός Άμυνας που έχει την ευθύνη για τη φύλαξη υλικού στην Εθνική Φρουρά, αλλά ούτε και τη διοίκηση, διεύθυνση και επίβλεψη της Δύναμης. 

 

Επομένως καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι έφεσης 2 και 3, τουλάχιστον, ευσταθούν. Βάσιμος είναι και ο συμπληρωματικός λόγος έφεσης 13, σύμφωνα με τον οποίον το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι οι στρατιωτικοί είχαν τη φύλαξη του φορτίου, αλλά ότι για τη φύλαξη ευθύνεται ο εφεσείων Υπουργός Άμυνας. Σχετικές είναι οι σελ. 571-577 της πρωτόδικης απόφασης όπου αναγράφεται ότι ο εφεσείων είχε τον έλεγχο του φορτίου εν τη εννοία του Άρθρου 225 του Ποινικού Κώδικα. Είχε τον έλεγχο επειδή το φορτίο παρελήφθη, εν γνώσει του, από το Υπουργείο του προς φύλαξη και επειδή τοποθετήθηκε σε χώρο της Ε.Φ. επί της οποίας είχε εποπτεία. Δεν είχε λόγο για την τελική τύχη του φορτίου, όμως είχε την εξουσία να ελέγξει τον τρόπο αποθήκευσης ή, εν πάση περιπτώσει, να παρέμβει μετά που του τέθηκε το ζήτημα των κινδύνων από την παρατεταμένη φύλαξη του σε υπαίθρια στοιβάδα. Στις 4.7.2011, όπως αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελ. 572 της απόφασης του, ο εφεσείων ανέλαβε την ευθύνη χειρισμού του προβλήματος και την ευθύνη λήψης αποφάσεων για την αντιμετώπιση του ο ίδιος. Ακόμα, στη σελ. 575 της απόφασης, αναγράφεται ότι ο εφεσείων, ήταν «εργοδότης» εν τη ευρεία εννοία, «όχι μόνον του προσωπικού της Ε.Φ., αλλά λειτουργώντας ως κρατικός αξιωματούχος και του προσωπικού της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας που ήταν ευλόγως προβλεπτό ότι θα προσέτρεχαν για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο». Το καθήκον του «εργοδότη» το βάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο στην υπόθεση White a.o.v. Chief Constable of South Yorkshire Police a.o. [1998] 3 W.L.R. 1509, HL.

 

Στη σελ. 576 της πρωτόδικης απόφασης αναγράφεται ότι αν και ο εφεσείων δεν έλαβε μέρος στη λήψη της απόφασης για τοποθέτηση του φορτίου, με το συγκεκριμένο τρόπο, «από τη στιγμή που η απόφαση ελήφθη από πρόσωπο επί του οποίου είχε την εποπτεία και εφόσον, μετά, έλαβε γνώση του κινδύνου, απέκτησε το καθήκον, ως Υπουργός Άμυνας που είχε την εποπτεία της Ε.Φ., να τον αποτρέψει υπό την έννοια της υπόθεσης Fagan ν. Metropolitan Police Commissioner [1986] 3 ALL ER 442 ή κατ’ αναλογία των υποθέσεων Gully v. Smith [1883] 12 Q.B.D. 121 και Sedleigh-Denfield v. O΄ Callghan [1940] A.C. 880, 905, οι οποίες αφορούν τη δημιουργία υποχρέωσης για άρση οχληρίας μετά που ο υπεύθυνος λαμβάνει γνώση για την ύπαρξη της».

 

Η υπόθεση Sedleigh (ανωτέρω) καθιέρωσε ότι, σε περίπτωση [*1131]οχληρίας, ο κάτοχος της περιουσίας επί της οποίας δημιουργήθηκε οχληρία δεν ευθύνεται, εφόσον δεν είναι ο ίδιος που τη δημιούργησε, εκτός εάν τη συνεχίσει ή την υιοθετήσει ή ακριβέστερα, αν δεν την άρει, χωρίς υπέρμετρη καθυστέρηση, από τη στιγμή που λάβει γνώση της ή από τη στιγμή που θα έπρεπε να λάβει γνώση της αν ασκούσε τη δέουσα και λογική φροντίδα.

 

Στις σελ. 581-585 της πρωτόδικης απόφασης αναφέρεται ότι, στο κατηγορητήριο, δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένη παράλειψη στον εφεσείοντα αλλά αποδίδεται σ’ αυτόν ότι «παρέλειψε να λάβει μέτρα προς αποτροπή της έκρηξης». Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, παρόλη την αοριστία του κατηγορητηρίου, οι παραλείψεις του εφεσείοντα για την περίοδο, μετά το συμβάν της 4.7.2011, αποδόθηκαν με σαφήνεια μέσα από τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής. Ήταν σαφές ότι η Κατηγορούσα Αρχή του απέδιδε ότι παρέλειψε να δώσει οδηγίες για μετακίνηση του εμπορευματοκιβωτίου (στο οποίο υπήρχε ανάφλεξη στις 4.7.2011) και για κατάβρεξη των (υπολοίπων) εμπορευματοκιβωτίων, όπως ήταν οι εισηγήσεις των ειδικών. Ο εφεσείων δεν κατελήφθη εξ απήνης, εξαιτίας της αοριστίας του κατηγορητηρίου, αλλά απάντησε προβάλλοντας τη θέση ότι έδωσε τέτοιες οδηγίες, παρατήρησε το Κακουργιοδικείο.

 

Στη σελ. 583 γίνεται αναφορά στο Άρθρο 236 του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα, ο οποίος αφορά τη δημόσια οχληρία και σε αντίστοιχη πρόνοια του Ινδικού Ποινικού Κώδικα. Με γνώμονα τα όσα ισχύουν για το αδίκημα της δημόσιας οχληρίας, το πρωτόδικο δικαστήριο, καταλήγει στο εξής: «Κατά τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο, υπεύθυνος για την άρση του κινδύνου είναι, είτε το  πρόσωπο που τον δημιούργησε, είτε το πρόσωπο που έλαβε γνώση του κινδύνου και ανέχεται τη συνέχιση του ενώ έχει την ευθύνη και τα μέσα να εξαλείψει τον κίνδυνο». Γίνεται αναφορά στις προαναφερόμενες αποφάσεις Gully και Sedleigh (ανωτέρω). Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήγει σε συμπέρασμα ευθύνης του εφεσείοντα ένεκα της αντίληψης του κινδύνου που είχε, του ελέγχου του φορτίου που επίσης είχε, και της αρμοδιότητας του να δίνει διαταγές ή οδηγίες για το χειρισμό του. Στη σελ. 585 αναλύεται το καθήκον του εφεσείοντα μετά τις 4.7.2011. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι είχε δώσει οδηγίες για μετακίνηση του, συγκεκριμένου, προβληματικού εμπορευματοκιβωτίου και για κατάβρεξη όλων των άλλων εμπορευματοκιβωτίων. «Όμως, ούτε τότε έδρασε αποτελεσματικά», παρατηρεί το Κακουργιοδικείο.      Στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο διαπιστώνει ότι, ανεξάρτητα από το γενικό πλαίσιο και ανεξάρτητα από ευθύνες άλλων, [*1132]«ο κατηγορούμενος 2 παρέβη το καθήκον επιμέλειας που είχε να άρει τον κίνδυνο, μεριμνώντας ώστε να εφαρμοστούν οι κανονισμοί και μετά τις 5.7.2011 να διατάξει την άμεση απομάκρυνση του εμπορευματοκιβωτίου και τη συνεχή κατάβρεξη τους».

 

Εντοπίζουμε αριθμό λαθών του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την υπαγωγή των γεγονότων της υπόθεσης στις σχετικές νομικές αρχές και για τη θεμελίωση του αδικήματος του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, για το οποίο, τελικά, καταδικάστηκε ο εφεσείων. Καταρχάς παρατηρούμε ότι το Άρθρο 225 του Ποινικού Κώδικα δεν περιλαμβανόταν στο κατηγορητήριο και δεν θα έπρεπε να είχε απασχολήσει το πρωτόδικο δικαστήριο.  Εν πάση περιπτώσει το Άρθρο 225 δημιουργεί ευθύνη για τον έχοντα τη φύλαξη και τον έλεγχο επικίνδυνου αντικειμένου ενώ στην προκείμενη περίπτωση δεν προκύπτει από τη μαρτυρία ότι ο εφεσείων είχε τη φύλαξη και τον έλεγχο του επικίνδυνο φορτίου. Η γενική εποπτεία της Ε.Φ., την οποίαν όντως είχε ο εφεσείων, ως Υπουργός Άμυνας, σύμφωνα με το προαναφερόμενο Άρθρο 8, δεν μπορεί, κατά την κρίση μας, να καταλήγει, ουσιαστικά σε, εκ προστήσεως, ποινικήν ευθύνη, του Υπουργού για τις πράξεις ή παραλείψεις των υφισταμένων του, όπως συνάγεται, ότι θεώρησε το Κακουργιοδικείο πως ισχύει, από τα γραφόμενα στη σελ. 572 της πρωτόδικης απόφασης. Τέτοια ποινική ευθύνη, δηλαδή, εκ προστήσεως, ποινική ευθύνη για τους υφισταμένους του συνάγεται και από τις σελ. 575 και 576 της πρωτόδικης απόφασης, όπου ο εφεσείων, ως «κρατικός αξιωματούχος», θεωρείται και ως «εργοδότης», όχι μόνον του προσωπικού της Ε.Φ., αλλά και «του προσωπικού της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, που ήταν ευλόγως προβλεπτό, ότι θα προσέτρεχε για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο».

 

Κατά την κρίση μας, λανθασμένη ήταν και η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου να εφαρμόσει τις αρχές της υπόθεσης Smith a.o. v. The Ministry of Defence [2013] 4 ALL ER 794 και στο ποινικό δίκαιο. Το ίδιο λάθος, δηλαδή εφαρμογή των αρχών του αστικού δικαίου και στο ποινικό δίκαιο εντοπίζουμε και στις σελ. 581-585 της πρωτόδικης απόφασης στις οποίες γίνεται αναφορά στο αδίκημα της δημόσιας οχληρίας, και οι οποίες εφαρμόστηκαν και στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων δυνάμει των Άρθρων 205 και 210 του Ποινικού Κώδικα. Οι αποφάσεις Gully και Sedleigh (ανωτέρω) ήταν αποφάσεις αστικού δικαίου και δεν είχαν σχέση με τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων.

 

Στη σελ. 585, ειδικά, το πρωτόδικο δικαστήριο φαίνεται να εκλαμβάνει τη μη, «αποτελεσματική», τήρηση των οδηγιών του [*1133]εφεσείοντα, ως παράλειψη εκτέλεσης του καθήκοντος του. Το ερώτημα όμως που θα έπρεπε να απαντηθεί ήταν το εάν ο εφεσείων, όντως, στις 4.7.2011 ή και αργότερα είχε δώσει οδηγίες για μετακίνηση του προβληματικού εμπορευματοκιβωτίου και για κατάβρεξη όλων των υπολοίπων.  Το ερώτημα δεν θα έπρεπε να ήταν το κατά πόσον ο εφεσείων έδρασε «αποτελεσματικά», υπό την έννοια του αν εκτελέστηκαν, στην παραγματικότητα, τα όσα είχε δώσει οδηγίες να γίνουν. Το πρωτόδικο δικαστήριο απορρίπτει τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι έδωσε τέτοιες οδηγίες, χωρίς όμως να παραπέμπει σε αντίθετη μαρτυρία την οποίαν έκρινε ως αξιόπιστη. Επομένως, φαίνεται, πως το πρωτόδικο δικαστήριο διέπραξε δύο λάθη. Πρώτον ως προς τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι έδωσε τέτοιες οδηγίες τον οποίο απέρριψε, εμμέσως και χωρίς αιτιολογία, και δεύτερον ως προς το κριτήριο της αμέλειας του εφεσείοντα το οποίο δεν έθεσε όπως θα έπρεπε, δηλαδή κατά πόσον αυτός έπραξε ως, εύλογα, όφειλε, αλλά το έθεσε στη βάση του επιπέδου της αυστηρής ευθύνης (strict liability), δηλαδή ως προς το κατά πόσον ο εφεσείων ήταν όντως «αποτελεσματικός» στην αποσόβηση του κινδύνου.

 

Ως προς το ζήτημα της εκούσιας ανάληψης ευθύνης (assumption of liability), στην οποία το πρωτόδικο δικαστήριο επίσης βασίστηκε για να βρει τον εφεσείοντα ένοχο, παρατηρούμε ότι ο εφεσείων έδειξε πολλές φορές ότι ανησυχούσε για τους κινδύνους από την παρατεταμένη παραμονή των στοιβαγμένων εμπορευματοκιβωτίων στο ύπαιθρο αλλά και για την ανάφλεξη του ενός εμπορευματοκιβωτίου στις 4.7.2011. Συγκάλεσε και συσκέψεις για το θέμα αυτό. Όμως η νομική του ευθύνη θα πρέπει να κριθεί στη βάση συγκεκριμένης πρόνοιας του ποινικού δικαίου, η οποία δημιουργεί  ποινικό αδίκημα, το οποίο θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε, σύμφωνα με την αρχή nullum crimen nulla poena sine lege.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα στο αδίκημα του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή για υπαίτια αμέλεια η οποία επέφερε το θάνατο των θυμάτων. Έκρινε ότι ο εφεσείων επέλεξε να εθελοτυφλήσει μπροστά στον κίνδυνο θανάτου, για μεγάλο χρονικό διάστημα, και ενώ είχε προειδοποιήσεις για τους κινδύνους που ο παρατεταμένος χρόνος εγκυμονούσε. «Ο κίνδυνος και οι προειδοποιήσεις ήταν τέτοιες ώστε το γεγονός ότι δεν ελήφθη ποτέ κανένα μέτρο, ενώ κατά τα άλλα τούτο ήταν ευχερές, να υποδηλώνει εν τέλει αδιαφορία τέτοια ώστε να πρόκειται για υπαίτια αμέλεια εν τη εννοία του Άρθρου 205» (σελ. 606 της απόφασης). Στη βάση του προαναφερόμενου σκεπτικού ο εφεσείων [*1134]βρέθηκε ένοχος τόσο στις κατηγορίες που αφορούσαν στο Άρθρο 205, όσο και σ’ εκείνες που αφορούσαν στο Άρθρο 210, «έστω και αν η υποκειμενική υπόσταση και ο βαθμός υπαιτιότητας υπερβαίνουν τα όρια του Άρθρου 210» (σελ. 610 της απόφασης).

 

Τα εσφαλμένα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τη φύλαξη, τον έλεγχο και την ευθύνη του επικίνδυνου φορτίου, όπως εξηγήθηκαν ανωτέρω, αλλά και η εσφαλμένη παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει ρητώς τη μαρτυρία του εφεσείοντα, ότι αυτός έδωσε τις κατάλληλες οδηγίες, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά και να αιτιολογήσει την απόρριψη, και το εσφαλμένο κριτήριον που το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε αναφορικά με το βαθμό υπαιτιότητας του εφεσείοντα, που δεν ήταν το κατά πόσον ο εφεσείων έπραξε ως, εύλογα, όφειλε (και έδωσε τις αναγκαίες οδηγίες) αλλά ήταν το κατά πόσον οι οδηγίες του εφαρμόστηκαν «αποτελεσματικά», οδηγούν στην ανατροπή της καταδίκης του, δυνάμει και των δύο Άρθρων 205 και 210, και την αθώωση του. Στην πραγματικότητα, το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα, θεώρησε τον Υπουργό Άμυνας ως «εργοδότη» των στρατιωτικών αλλά και των πυροσβεστών θυμάτων και του απέδωσε, εκ προστήσεως, ποινική ευθύνη για τις πράξεις άλλων και, μάλιστα, κρίνοντάς τον με κριτήριον αυστηρής ευθύνης (strict liability) και με γνώμονα όχι το τι έπραξε ή τι παρέλειψε να πράξει αλλά το τι εφαρμόστηκε, από τις οδηγίες του, στην πραγματικότητα. Τον καταδίκασε, ουσιαστικά, όχι για τις παραλείψεις του, αλλά επειδή, παρά τον κίνδυνο, «δεν ελήφθη ποτέ κανένα μέτρο», δηλαδή εκ του αποτελέσματος.

 

Αναφορικά με το επίπεδο αμέλειας, που είναι απαραίτητο για να καταδικαστεί κάποιος για ακούσια ανθρωποκτονία, αδίκημα παρόμοιο με αυτό του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, παρατηρούμε ότι θα πρέπει να αποδειχθεί παράβαση καθήκοντος επιμέλειας, εκεί όπου τέτοιο καθήκον οφείλεται από τον κατηγορούμενο προς το θύμα, στη βάση των συνήθων αρχών της επιμέλειας, και θα πρέπει να διαπιστωθεί βαριά αμέλεια (gross negligence), η οποία επιφέρει το θάνατο. Το ερώτημα που τίθεται προς απάντηση είναι το κατά πόσον η συμπεριφορά του κατηγορούμενου ήταν τόσο μεμπτή, υπό το σύνολο των  περιστάσεων, ώστε να συνιστά ποινική πράξη ή παράλειψη (Δέστε την υπόθεση R. v. Adomako [1995] 1 A.C., 171).

 

Όσον αφορά το αδίκημα του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, για να υπάρξει καταδίκη θα πρέπει να αποδειχθεί αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη η οποία επιφέρει τον θάνατο. Η [*1135]υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος ικανοποιείται αν αποδειχθεί η απερισκεψία ή η αλόγιστη ή η επικίνδυνη πράξη (Δέστε:  Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233).

 

Υπό τις περιστάσεις, θεωρούμε ότι δεν αποδείχθηκε η ενοχή του εφεσείοντα, ούτε δυνάμει του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, ούτε ακόμα και δυνάμει του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα. Θα αθωώναμε και θα απαλλάσσαμε τον εφεσείοντα από όλες τις κατηγορίες.

 

Την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα στην Ποινική Έφεση 159/13 θα την απορρίπταμε, ως άνευ αντικειμένου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ως προς τον Εφεσείοντα Κώστα Παπακώστα, είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε την απόφαση του αδελφού Δικαστή Παμπαλλή, με την οποία συμφωνούμε.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε σε 13 κατηγορίες, τις κατηγορίες 144-156, για πρόκληση θανάτου των 13 θυμάτων, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα.  Του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης 2 ετών. Με την έφεση του αμφισβητεί την ορθότητα τόσο της καταδίκης, όσο και της ποινής.

 

Τα σχετικά γεγονότα, σε λεπτομέρεια, φαίνονται στην απόφαση του Παμπαλλή, Δ.. Τα υιοθετούμε, εκτός όπου έρχονται σε αντίθεση με την παρούσα απόφαση.

 

Οι λόγοι έφεσης είναι δώδεκα. Οι πρώτοι έντεκα αφορούν στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη καταδίκη του εφεσείοντα και ο δωδέκατος αφορά στην κατ’ ισχυρισμό υπερβολική ποινή που του επιβλήθηκε.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης θέτει θέμα νομικά εσφαλμένης απόφασης του Κακουργιοδικείου να κρίνει τον εφεσείοντα ένοχο του αδικήματος του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα. Κατά τον εφεσείοντα η καταδίκη του δεν βασίζεται στην προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στο κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ύπαρξης καθήκοντος ενέργειας εκ μέρους του εφεσείοντα.

 

Ο τρίτος λόγος αφορά σε κατ’ ισχυρισμό αυθαίρετα συμπερά[*1136]σματα και/ή ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, σε πλήρη αντίθεση με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του.

 

Ο τέταρτος λόγος θίγει το ζήτημα της αυθαίρετης και εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο.  

 

Ο πέμπτος λόγος αφορά σε κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη εξομοίωση της ευθύνης των κατηγορουμένων 4, 5 και 6, από το Κακουργιοδικείο, σε αντίθεση με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και τις νομικές αρχές που ισχύουν.

 

Ο έκτος λόγος αφορά σε κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράλειψης που αποδιδόταν στον εφεσείοντα και του θανάτου των 13 θυμάτων. Κατά τον εφεσείοντα, υπήρξε διακοπή της αιτιώδους συνάφειας λόγω παρείσφρησης άλλου ουσιώδους συμβάντος (novus actus interveniens).

 

Ο έβδομος λόγος αφορά σε κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο 4ος κατηγορούμενος-εφεσείων είχε αντίληψη κινδύνου θανάτου στις 6.7.2011 ή και στις 7.7.2011.

 

Ο όγδοος λόγος αφορά στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη ενέργεια του πρωτόδικου δικαστηρίου να τροποποιήσει μονομερώς το κατηγορητήριο, δυνάμει του Άρθρου 85(1) της Ποινικής Δικονομίας, χωρίς να δώσει προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης στον εφεσείοντα.

 

Ο ένατος λόγος αφορά και πάλι στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη τροποποίηση του κατηγορητηρίου από το Κακουργιοδικείο, η οποία παραβίασε το δικαίωμα υπεράσπισης του εφεσείοντα.

 

Ο δέκατος λόγος αφορά σε κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας συγκεκριμένων μαρτύρων κατηγορίας και ειδικά του Μ.Κ. 27, Τράγκολα, και Μ.Κ. 109, Ιατρόπουλου, από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Ο εντέκατος λόγος αφορά σε κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη στοιχειοθέτηση ποινικής ευθύνης εις βάρος του εφεσείοντα, με βάση το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα.

 

Ο δωδέκατος λόγος αφορά στην επιβολή ποινής η οποία, κατά τον εφεσείοντα, είναι εσφαλμένη καθότι το πρωτόδικο δικαστή[*1137]ριο δεν διαφοροποίησε το βαθμό ποινικής ευθύνης και τον ρόλο του εφεσείοντα, από τους άλλους συγκατηγορούμενους του. Αυτό κατέληξε σε αδικαιολόγητη ανισότητα (disparity) στην ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα.

 

Το πρώτο σημείο που οφείλουμε να επισημάνουμε είναι ότι ο εφεσείων-4ος κατηγορούμενος, στις 7.7.2011 πήρε άδεια από την εργασία του ως Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και στις 8.7.2011 μετέβη στο εξωτερικό, επανερχόμενος στην Κύπρο μετά τα τραγικά γεγονότα της 11.7.2011. Όμως, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι αυτός είχε καθήκον ενέργειας, ότι παρέβη το καθήκον του μη δίνοντας τις απαραίτητες οδηγίες στους υφισταμένους του, μέχρι τις 7.7.2011 και ότι παρόλα τα όσα συνέβησαν από 8.7.2011 μέχρι 11.7.2011 υπήρχε η απαραίτητη αιτιώδης συνάφεια, μεταξύ των παραλείψεων του εφεσείοντα και της πρόκλησης θανάτου στα 13 θύματα.

 

Ο εφεσείων είχε ενημερωθεί για την επιτόπια εξέταση που έγινε στις 6.7.2011. Δεν είχε επισκεφθεί ο ίδιος, επί τόπου, τα εμπορευματοκιβώτια και δεν έλαβε μέρος στη σύσκεψη που ακολούθησε στις 6.7.2011, έτυχε όμως ενημέρωσης από τον κατηγορούμενο 5 (Δέστε σελ. 442-447 της πρωτόδικης απόφασης). Όπως παρατηρεί το Κακουργιοδικείο (σελ. 445) ο εφεσείων-κατηγορούμενος 4 δέχθηκε ότι γνώριζε πως επρόκειτο για εμπορευματοκιβώτια με πυρίτιδα, τοποθετημένα σε στοιβάδα. Γνώριζε, ακόμα, ότι στο ένα εμπορευματοκιβώτιο υπήρξε ανάφλεξη και πυρκαγιά, στις 4.7.2011, ότι προκλήθηκαν αέρια και πίεση, ότι το εμπορευματοκιβώτιο διογκώθηκε, ότι δημιουργήθηκε σχισμή, άνοιξαν οι πόρτες με εκτόνωση αερίων και ότι το εμπορευματοκιβώτιο μετακινήθηκε από τη θέση του. Γνώριζε επίσης ότι έξω από το εμπορευματοκιβώτιο υπήρχε καμένη πυρίτιδα και καμένο ξύλο. Με αυτά τα στοιχεία υπόψιν, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο εφεσείων, ως Αρχηγός της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Κύπρου, είχε όλα τα δεδομένα ενώπιον του για να αντιληφθεί ότι υπήρχε κίνδυνος ζωής, εφόσον επρόκειτο για τεράστιον όγκο πυρίτιδων εντός ενός στρατοπέδου και μάλιστα εντός της Ναυτικής Βάσης της χώρας. Εφόσον ο εφεσείων είχε τέτοιαν αντίληψη, ο κίνδυνος ήταν έκδηλος, κανένας δεν μπορούσε να γνωρίζει πότε θα ελάμβανε χώραν ένα νέο επεισόδιο, άρα είχε αντίληψη της αμεσότητας ενός πραγματικού κινδύνου ζωής (Δέστε σελ. 446 και 447 της πρωτόδικης απόφασης).

 

Παρά ταύτα, ο 4ος κατηγορούμενος-εφεσείων, ο οποίος, υπό τις περιστάσεις, είχε καθήκον να ενημερώσει τα Μέλη της Πυρο[*1138]σβεστικής Υπηρεσίας, δεν τα ενημέρωσε, δεν ετοίμασε ούτε έδωσε οδηγίες για ετοιμασία σχεδίου για τον τρόπο ενέργειας των Μελών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας σε περίπτωση που θα καλούνταν να ανταποκριθούν σε επεισόδιο πυρκαγιάς στα εμπορευματοκιβώτια (Δέστε σελ. 454 της πρωτόδικης απόφασης). Η συνήθης πρακτική που, εν πάση περιπτώσει, ίσχυε, αναφορικά με την πυροπροστασία στρατοπέδων, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία, σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο. Το ζήτημα κρίνεται υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, είπε. Και υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και σύμφωνα με τη μαρτυρία των Μ.Κ. Τράγκολα και Ιατρόπουλου, για τον συγκεκριμένο κίνδυνο, δεν θα έπρεπε να αποκλείεται και η ενημέρωση του προσωπικού με ad hoc οδηγίες (Δέστε σελίδες 454 και 455 της πρωτόδικης απόφασης). Το γεγονός ότι, μετά την καταστροφή της 11.7.2011, ο εφεσείων έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες, το Κακουργιοδικείο φαίνεται να το καταλόγισε εις βάρος του. Εφόσον οι οδηγίες που έδωσε, μετά την καταστροφή, ήταν μέρος των πάγιων οδηγιών, θα μπορούσε να δώσει παρόμοιες οδηγίες και πριν την καταστροφή.  

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στις σελ. 469 και επόμενες αναφέρεται στην αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των Άρθρων 205(2) και 210 του Ποινικού Κώδικα. Αναφέρεται εκτενώς στο ζήτημα της ποινικής ευθύνης από παράλειψη και σε σχετική κυπριακή και κυρίως αγγλική νομολογία. Αναφέρεται ακόμα και στο Άρθρο 225 του Ποινικού Κώδικα, παρόλον που αυτό δεν αναγράφεται στο κατηγορητήριο. Ειδική αναφορά γίνεται στο καθήκον επιμέλειας των πυροσβεστών και των εργοδοτών. Το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας εξετάζεται στις σελ. 505 και επόμενες, όπου γίνεται ειδική αναφορά στην αρχή του novus actus interveniens, δηλαδή της αρχής της διακοπής της αλυσίδας των γεγονότων, που συνδέουν με αιτιώδη συνάφεια, την πράξη ή την παράλειψη του κατηγορούμενου, με το αποδιδόμενο σ’ αυτόν αποτέλεσμα, από μια νέα πράξη, άλλων.

 

Το Κακουργιοδικείο προβαίνει σε εκτενή ανάλυση των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των Άρθρων 205 και 210. Στη σελ. 548 αναφέρεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, όταν ο κίνδυνος θανάτου αποτελεί μια δυνατότητα, τότε η περίπτωση εμπίπτει στην αλόγιστη πράξη του Άρθρου 210. Όταν όμως ο κίνδυνος αποτελεί πραγματική πιθανότητα, τότε η περίπτωση εμπίπτει στην έννοια της υπαίτιας αμέλειας του Άρθρου 205. Η αντιδιαστολή μεταξύ της δυνατότητας και της πιθανότητας επέλευσης κινδύνου απασχόλησε και τη νομολογία της Αυστραλίας, [*1139]όπως αναγράφεται στη σελ. 551 της πρωτόδικης απόφασης. Κατά κανόνα, η γνώση συνάγεται μέσα από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης (Δέστε: Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706), όπως παρατηρεί το Κακουργιοδικείο στη σελ. 552.

 

Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της ανθρωποκτονίας εκ παραλείψεως του Άρθρου 205(2) και της αλόγιστης πράξης κλπ. του Άρθρου 210 είναι ότι η πρώτη περίπτωση ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια ενώ η συμπεριφορά που καθίσταται αξιόποινη, με βάση το Άρθρο 210, δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια. Είναι, ουσιαστικά, ελαφρύτερου βαθμού από την υπαίτια αμέλεια.

 

Το Άρθρο 210 έχει ως προκάτοχο του το Άρθρο 204 και το Άρθρο 205(2) έχει ως προκάτοχο του το Άρθρο 197 του Ποινικού Κώδικα (Δέστε: Rayas v. The Police 19 C.L.R. 308). Στη Gavalas v. The Police (1985) 2 C.L.R. 114 εξετάστηκε τόσο η Rayas, ανωτέρω, όσο και η Nearchou v. The Police (1965) 2 C.L.R. 34. Ακολούθησε η Γενικός Εισαγγελέας ν. Χατζηκωνσταντίνου (1989) 2 Α.Α.Δ. 99 και μετά η Μαυρομμάτης ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 69. Στη Μαυρομμάτης όπως και στη Rayas, ανωτέρω, αναγνωρίστηκαν οι διαφορετικοί βαθμοί αμέλειας που απαιτούνται για τα αδικήματα των Άρθρων 205 και 210. Η αμέλεια του Άρθρου 205 συνίσταται σε υπαίτια αμέλεια. Το Άρθρο 210 συντελείται με αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια και βέβαια που δεν περιλαμβάνει πρόθεση πρόκλησης θανάτου. Ο Ποινικός Κώδικας επομένως αναγνωρίζει βαθμούς υπαιτιότητας, κλιμακωτά, όπως και το κοινοδίκαιο. Στην Αγγλία, καθοριστική, επί του θέματος, είναι η απόφαση R. v. Adomako [1994] 3 All E.R. 79, HL.

 

Στην Κύπρο, επομένως, υπάρχει διαφοροποίηση στην υποκειμενική υπόσταση των δύο αδικημάτων. Όταν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ο κίνδυνος θανάτου ήταν μια δυνατότητα τότε η περίπτωση εμπίπτει στην αλόγιστη πράξη του Άρθρου 210, όταν όμως ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ο κίνδυνος αποτελούσε πραγματική δυνατότητα τότε η περίπτωση εμπίπτει στην έννοια της υπαίτιας αμέλειας του Άρθρου 205.

 

Με βάση όλα τα ενώπιον μας στοιχεία παρατηρούμε τα εξής:

 

Παρά την απουσία του εφεσείοντα-κατηγορούμενου 4 από τη σκηνή των γεγονότων που οδήγησαν στην τραγωδία της 11.7.2011 το πρωτόδικο δικαστήριο δεν φαίνεται να διαφοροποιεί τη θέση και την ευθύνη του από τους κατηγορούμενους 5 και 6, οι οποίοι [*1140]ήταν παρόντες (Δέστε σελ. 587-612 της πρωτόδικης απόφασης).   Καταλογίζει και στους τρεις, χωρίς διάκριση, νομική και ηθική ευθύνη να ενημερώσουν τους υφιστάμενους τους, πυροσβέστες, και ειδικά τα μέλη της ΕΜΑΚ, για τον κίνδυνο που θα είχαν να αντιμετωπίσουν, εάν εκαλούντο να παράσχουν τις υπηρεσίες τους, σε περίπτωση πυρκαγιάς στα εμπορευματοκιβώτια και να τους επιστήσουν την προσοχή τους στην ανάγκη να τηρηθούν οι κανόνες ασφαλείας μπροστά στα φανερά διλήμματα που θα είχαν να αντιμετωπίσουν. Όφειλαν να είχαν δώσει, ως πάγια οδηγία, εκείνη που έδωσε ο εφεσείων μετά την καταστροφή. Στις σελ. 588-590 το Κακουργιοδικείο αναφέρεται στη γνώση που είχαν οι κατηγορούμενοι 5 και 6 στις 11.7.2011 αλλά δεν διαφοροποιεί τη θέση του εφεσείοντα-κατηγορούμενου 4.

 

Αναφορικά με την αιτιώδη συνάφεια (σελ. 590 κ.επ.) δεν γίνεται και πάλι οποιαδήποτε διαφοροποίηση μεταξύ του κατηγορούμενου 4-εφεσείοντα και των κατηγορούμενων 5 και 6.

 

Κατά την εκτίμηση μας, θα έπρεπε να είχε γίνει διαφοροποίηση της θέσης του εφεσείοντα-κατηγορούμενου 4 από τους υπόλοιπους κατηγορούμενους 5 και 6, εξαιτίας του γεγονότος ότι, ο εφεσείων, από τις 7.7.2011 δεν είχε οποιαδήποτε ενημέρωση ή εμπλοκή στα γεγονότα που οδήγησαν στο θάνατο. Μέχρι τις 5.7.2011 που δέχθηκε το τηλεφώνημα του Γ.Δ. ΥΠΑΜ, κ. Μαλεκκίδη, ο κατηγορούμενος 4 δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τα εμπορευματοκιβώτια. Η ανάμιξη του περιορίζετο στο αίτημα Μαλεκκίδη, όπως παρευρεθεί κάποιος εκ μέρους της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας στην επιτόπια εξέταση που θα γινόταν την επόμενη μέρα στο Μαρί σε σχέση με τη διόγκωση ενός εμπορευματοκιβωτίου. Λόγω της επικείμενης προγραμματισμένης άδειας του στο εξωτερικό, ζήτησε από το Βοηθό του, κατηγορούμενο 5, να αναλάβει εκείνος την υπόθεση και να παρευρεθεί στη σύσκεψη. Βέβαια, την επομένη, 6.7.2011, ο εφεσείων, κατηγορούμενος 4, στα πλαίσια της τακτικής πρωϊνής σύσκεψης των ανώτερων στελεχών της Πυροσβεστικής, είχε ενημέρωση από τον κατηγορούμενο 5 ότι σε ένα εμπορευματοκιβώτιο υπήρξε ανάφλεξη, διόγκωση, αέρια και πυρκαγιά. Από εκείνη την ενημέρωση και μόνο, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο εφεσείων θα έπρεπε, από τότε, να είχε δώσει προειδοποιητικές οδηγίες στους υφισταμένους του, τα Μέλη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και της ΕΜΑΚ, τι θα έπρεπε να πράξουν, σε περίπτωση που γινόταν έκρηξη όπως έγινε στις 11.7.2011 και αυτοί καλούνταν να κατασβέσουν τη φωτιά. Και τούτο παρά την ύπαρξη πάγιων οδηγιών πυρασφάλειας των στρατοπέδων και κατ’ επέκταση και της Ναυτικής Βάσης, που κάλυπταν αυτό το ενδεχόμενο.

[*1141]Δεν συμφωνούμε με αυτή την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου και δεν μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα που κατέληξε το Κακουργιοδικείο ότι, με τα όσα γνώριζε ο εφεσείων μέχρι τις 7.7.2011, είχε αντίληψη έστω και δυνατότητας πρόκλησης θανάτου και ότι, παρά την ανάθεση της υπόθεσης στον κατηγορούμενο 5, ο οποίος ήταν Υποδιευθυντής της Πυροσβεστικής, όφειλε να είχε δώσει τις προαναφερόμενες, ad hoc οδηγίες, παρά την ύπαρξη, μάλιστα, πάγιων οδηγιών, επί του θέματος. Οι μάρτυρες κατηγορίας Τράγκολας και Ιατρόπουλος ανέφεραν ότι κάτι τέτοιο δεν αποκλείετο, όχι ότι ήταν απαραίτητο.

 

Περαιτέρω, ο εφεσείων, θεωρήθηκε ως «εργοδότης» των πυροσβεστών αλλά και των στρατιωτικών που έχασαν τη ζωή τους, ενώ δεν βρισκόταν καν επί τόπου στις 11.7.2011 αλλά ήταν με άδεια στο εξωτερικό. Δεν συμφωνούμε ούτε και με αυτή την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ότι, υπό τις περιστάσεις, ο εφεσείων μπορούσε να θεωρηθεί ως «εργοδότης» των πυροσβεστών αλλά και των στρατιωτικών, με καθήκον φροντίδας και καθήκον ενέργειας για αυτούς, το οποίο παρέβηκε.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους, η Ποινική Έφεση 154/13, ως προς την καταδίκη επιτυγχάνει. Κρίνουμε την καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου για τον εφεσείοντα-κατηγορούμενο 4, αναφορικά με όλες τις κατηγορίες ως, τουλάχιστον, ακροσφαλή και την ακυρώνουμε. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται από όλες τις κατηγορίες.

 

Ενόψει της κατάληξης μας δεν κρίνουμε απαραίτητο να εξετάσουμε τα υπόλοιπα εγερθέντα θέματα.

 

Υπό τις περιστάσεις, η Ποινική Έφεση 154/13 εναντίον της ποινής και η αντίστοιχη έφεση του Γενικού Εισαγγελέα στην Ποινική Έφεση 160/13 καθίστανται άνευ αντικειμένου και απορρίπτονται.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Ως προς τον Εφεσείοντα Ανδρέα Νικολάου, είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε την απόφαση του αδελφού Δικαστή Παμπαλλή, Δ., με την οποία συμφωνούμε.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Τα σχετικά γεγονότα φαίνονται στην απόφαση του Παμπαλλή, Δ.. Τα υιοθετούμε, εκτός όπου έρχονται σε αντίθεση με την παρούσα απόφαση.

 

Ο εφεσείων-κατηγορούμενος 5 κρίθηκε ένοχος από το Κακουρ[*1142]γιοδικείο και καταδικάστηκε για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα στις κατηγορίες 157-169 και στις κατηγορίες 170-182. Αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες 53-65 και τις κατηγορίες 66-78. Στις κατηγορίες στις οποίες καταδικάστηκε του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης 2 ετών.

 

Με την έφεση του υπ’ αρ. 156/13 ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με την καταδίκη του, με 7 λόγους έφεσης και προσβάλλει την ορθότητα της ποινής με 1 λόγο έφεσης. Ως προς την ποινή ισχυρίζεται ότι αυτή, υπό τις περιστάσεις, ήταν καταφανώς και εκδήλως υπερβολική αλλά και λανθασμένη.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με την έφεση του υπ’  αρ. 158/13 προσβάλλει την ποινή των 2 ετών φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο ως έκδηλα ανεπαρκή.

     

Οι έξι αρχικοί λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης βασίζονται στις εξής θέσεις:

 

1. Η δίκη δεν ήταν δίκαιη. Επηρεάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη εξαιτίας εκτεταμένης δυσμενούς αρθρογραφίας στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, η οποία καθιστούσε, εκ προοιμίου, τον εφεσείοντα, υπαίτιο του θανάτου των 13 θυμάτων.

 

2. Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, που φαίνεται στις σε. 442-447 της πρωτόδικης απόφασης, ότι ο εφεσείων είχε αντίληψη άμεσου κινδύνου έκρηξης και θανάτου, είναι εσφαλμένο διότι ο Συνταγματάρχης Γεώργιος Γεωργιάδης, όχι μόνο προς τον εφεσείοντα αλλά και σε άλλους, δεν αποδεχόταν την ύπαρξη κινδύνου έκρηξης και γενικά ήταν καθησυχαστικός ακόμα και όταν προέκυψε το ζήτημα της διόγκωσης του εμπορευματοκιβωτίου.

 

3. Λανθασμένο ήταν και το πρωτόδικο εύρημα, που φαίνεται στις σελ. 579-580 της πρωτόδικης απόφασης, αναφορικά με την ύπαρξη καθήκοντος ενέργειας εκ μέρους του εφεσείοντος, το οποίον αυτός παρέλειψε να εκτελέσει, έναντι των θυμάτων μη λαμβάνοντας εύλογα προληπτικά μέτρα.

 

4. Λανθασμένη είναι η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά και [*1143]με την επίρριψη ευθύνης εις τον εφεσείοντα για την παράλειψη του να δώσει οδηγίες για την εκκένωση του χώρου της Ναυτικής Βάσης, στις 11.7.2011, όταν πληροφορήθηκε την έναρξη της πυρκαγιάς και ενώ ο ίδιος βρισκόταν ακόμη καθοδόν προς τη Ναυτική Βάση για να αναλάβει τη διαχείριση του επεισοδίου. Η απόδοση ευθύνης στον εφεσείοντα οφείλεται εις πλάνη περί το νόμο, εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου, και παρερμηνεία των νομοθετικών διατάξεων που διέπουν το ζήτημα της αποκλειστικής διαχείρισης ενός επεισοδίου πυρκαγιάς έστω και εκρηκτικών ή επικίνδυνων υλικών.

 

5. Το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια που συνέδεε τις παραλείψεις του εφεσείοντα με την έκρηξη και τα αποτελέσματα της, είναι εσφαλμένο.

 

6. Εσφαλμένο είναι και το πρωτόδικο εύρημα ότι την όλη ευθύνη δεν την είχαν οι στρατιωτικοί, από τις 12.10.2009.  

 

Πέραν των προαναφερόμενων λόγων προβλήθηκε και συμπληρωματικός λόγος έφεσης που βασίζεται στην απαγόρευση, εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου, της παρουσίασης της μαρτυρίας του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής Πολυβίου.

 

Το πρωί της 6ης Ιουλίου 2011 ομάδα, η οποία συστάθηκε με τη συμμετοχή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, στην οποία μετείχε ο εφεσείων και ο 6ος κατηγορούμενος που ήταν ο Βοηθός Διευθυντής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και ο Διοικητής της ΕΜΑΚ, αντίστοιχα, μετέβησαν στη Ναυτική Βάση όπου ενημερώθηκαν για το ιστορικό και το περιεχόμενο του φορτίου και πραγματοποίησαν επιτόπια επιθεώρηση. Εκεί διαπιστώθηκε ότι η διόγκωση του ενός εμπορευματοκιβωτίου οφειλόταν σε έκρηξη εντός του.

 

Στις 11.7.2011 έγιναν αντιληπτές σπίθες φωτιάς από το χώρο των εμπορευματοκιβωτίων και αμέσως μετά τη διαπίστωση της φωτιάς ενημερώθηκε η Πυροσβεστική Υπηρεσία. Δύο πυροσβεστικά οχήματα με έξι μέλη της ΕΜΑΚ έφθασαν στη Ναυτική Βάση.  Ενημερώθηκε η ηγεσία της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, δηλαδή ο εφεσείων ως Αναπληρωτής Διευθυντής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας (ο Διευθυντής-κατηγορούμενος 4 αναχώρησε στο εξωτερικό στις 8.7.2011 με άδεια) και ο 6ος κατηγορούμενος ως Διοικητής της ΕΜΑΚ, οι οποίοι και επικοινώνησαν τηλεφωνικώς με τον Λοχία Παπαδόπουλο όταν ο τελευταίος έφθασε στη Ναυτική Βά[*1144]ση. Στις 5.48 της 11.7.2011 έγινε η μεγάλη έκρηξη στο χώρο των εμπορευτοκιβωτίων με συνέπεια το θάνατο 13 ανθρώπων, τον τραυματισμό άλλων 68 και την πρόκληση μεγάλων καταστροφών.

 

Καταλογίστηκε στον εφεσείοντα (και τον κατηγορούμενο 6) ότι από τις 6.7.2011, που είχαν ενεργό συμμετοχή στο όλο θέμα, παρέλειψαν να ενημερώσουν τα μέλη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας επίσημα και δή της ΕΜΑΚ, για τον όγκο και το περιεχόμενο του φορτίου, την επικινδυνότητα του και τον ορατό κίνδυνο έκρηξης, παρόλον που γνώριζαν ότι, σε περίπτωση κλήσης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για ανταπόκριση στη Ναυτική Βάση στο Μαρί, η ΕΜΑΚ Κοφίνου θα αναλάμβανε δράση. Επιπρόσθετα, όταν στις 11.7.2011 ενημερώθηκαν για τη φωτιά στο φορτίο με τις πυρίτιδες και ότι στη σκηνή μετέβαιναν μέλη της Υπηρεσίας τους, κανείς από τους δύο (εφεσείων και κατηγορούμενος 6) δεν έδωσαν, έγκαιρα, οδηγίες για την απομάκρυνση όλων των προσώπων που βρίσκονταν κοντά στο χώρο των εμπορευματοκιβωτίων.

 

Με την έφεση του ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα καταδικάστηκε στις προαναφερόμενες κατηγορίες, με βάση το Άρθρο 210. Η επιβληθείσα ποινή ήταν υπερβολική. Ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει την ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή.

 

Το Κακουργιοδικείο, στις σελίδες 442 και επόμενες της απόφασης του, αναφέρεται στους κατηγορούμενους 5 και 6 και διαπιστώνει ότι αυτοί, στις 6.7.2011, είχαν ιδίαν γνώση των περιστάσεων. Είχαν σχηματίσει την αντίληψη πως έγινε έκρηξη στο ένα εμπορευματοκιβώτιο. Ισχυρίστηκαν ότι οι ανησυχίες τους αυτές διασκεδάστηκαν και ακόμη εξαφανίστηκαν μετά από τις διαβεβαιώσεις, περί του αντιθέτου, του Συνταγματάρχη Γεώργιου Γεωργιάδη. Αυτή τους η εκδοχή απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο, το οποίο συμπέρανε ότι οι δύο κατηγορούμενοι είχαν αντίληψη πως υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος ζωής. Στη σελ. 447 της πρωτόδικης απόφασης το Κακουργιοδικείο συμπεραίνει ότι ο κίνδυνος ήταν έκδηλος. Κανένας δεν μπορούσε να γνωρίζει πότε θα ελάμβανε χώραν ένα νέο επεισόδιο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αντίληψη του κινδύνου δεν περιλάμβανε την αντίληψη άμεσου κινδύνου. Επομένως ο εφεσείων και οι κατηγορούμενοι 4 και 6 «είχαν αντίληψη της αμεσότητας ενός πραγματικού κινδύνου ζωής».  

 

Στις σελίδες  588-590 της πρωτόδικης απόφασης, γίνεται αναφορά στο Άρθρο 51(3) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν 73(Ι)/2004) στο οποίο αναγράφεται ότι αποκλειστικήν ευθύνη και [*1145]έλεγχο σε σχέση με επιχείρηση για κατάσβεση πυρκαγιάς, έχει το ιεραρχικά αρχαιότερο, παρόν, μέλος της υπηρεσίας. Το Κακουργιοδικείο ερμήνευσε την προαναφερόμενη πρόνοια, αναφορικά με «επιχειρήσεις για την κατάσβεση της πυρκαγιάς», ως πρόνοια που εφαρμόζεται σε επιχειρησιακές πράξεις διαχείρισης πυρκαγιάς, από πρακτικής απόψεως. Δηλαδή, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, η πρόνοια αφορά σε τέτοιες καταστάσεις όπου, το επί τόπου ιεραρχικά αρχαιότερο μέλος, διευθύνει μια περίπτωση κατάσβεσης πυρκαγιάς. «Εν προκειμένω, η κατάσβεση ήταν απαγορευμένη ως θανάσιμα επικίνδυνη». Θεώρησε επομένως, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ο εφεσείων και ο κατηγορούμενος 6, δεν μπορούσαν να ισχυρίζονται ότι δεν είχαν καθήκον να δώσουν οδηγίες να μην επιχειρηθεί κατάσβεση, επειδή η απαγορευμένη επιχείρηση κατάσβεσης ενέπιπτε στην αποκλειστική αρμοδιότητα άλλου, προφανώς του αποβιώσαντος Λοχία Παπαδόπουλου, ο οποίος ήταν ο, επί τόπου, υπεύθυνος, ως το ιεραρχικά ανώτερο, παρόν, μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.

 

Στη σελ. 590 της πρωτόδικης απόφασης αναγράφεται ότι η πρόνοια του Άρθρου 51(3) θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως, της, εκ του Συντάγματος, υποχρέωσης διασφάλισης της ανθρώπινης ζωής ως του ύψιστου αγαθού. Αν το Άρθρο 51(3) ερμηνευόταν, όπως εισηγήθηκαν ο εφεσείων και ο κατηγορούμενος 6, αυτό θα σήμαινε ότι οι κατηγορούμενοι 5 και 6 δεν όφειλαν να σώσουν τις ζωές των πυροσβεστών και των συνανθρώπων τους, επειδή τους απαγορευόταν από το Άρθρο 51(3), «και ότι αντί της ανθρώπινης ζωής όφειλαν να σεβαστούν την αρμοδιότητα του Παπαδόπουλου». Στη συνέχεια, το Κακουργιοδικείο, διατυπώνει τη θέση ότι «εάν στοιχειοθετείται καθήκον επιμέλειας τούτο δεν εξουδετερώνεται λόγω του Άρθρου 51(3)». «Το καθήκον που είχαν οι κατηγορούμενοι 5 και 6 ήταν να βεβαιωθούν ότι ο Παπαδόπουλος είχε τηρήσει τους κανόνες και τις αποστάσεις ασφαλείας και αν διαπίστωναν ότι δεν έπραξε τούτο, να του δώσουν εκείνοι οδηγίες και να διατάξουν την εφαρμογή των κανόνων ασφαλείας, γνωρίζοντας ότι ήταν η μόνη επιλογή. Δεν το έπραξαν».

 

Το Κακουργιοδικείο ασχολείται με το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας στις σελίδες 590 κ.επ.. Εντοπίζει σοβαρή παράλειψη εκ μέρους του εφεσείοντα και των κατηγορουμένων 4 και 6, καθότι αυτοί άφησαν τον Λοχία Παπαδόπουλο αντιμέτωπο με τα προαναφερόμενα σοβαρά διλήμματα, χωρίς να τον καθοδηγήσουν. Η παράλειψη τους να δώσουν συγκεκριμένες οδηγίες, παρέμεινε ενεργός και ουσιαστική αιτία της πρόκλησης του θανάτου των θυμάτων. Η παράλειψη του εφεσείοντα και των κατηγορουμένων 4 [*1146]και 6, ήταν ακόμη σοβαρότερη επειδή αυτοί ήταν οι εργοδότες των πυροσβεστών και η παράλειψη τους συνίστατο στο ότι, παρόλον που δεν ήταν εκείνοι που δημιούργησαν τον κίνδυνο, μπορούσαν και όφειλαν να είχαν δώσει τις, ευλόγως απαιτούμενες προειδοποιήσεις και οδηγίες προς αποσώβηση του κινδύνου, αλλά δεν το έπραξαν. Και τούτο παρά το ότι ήταν ευλόγως προβλεπτό, για τον εφεσείοντα, ότι σε περίπτωση πυρκαγιάς στα εμπορευματοκιβώτια οι πυροσβέστες θα βρίσκονταν ενώπιον κρίσης και διλημμάτων. Ο εφεσείων γνώριζε επίσης ότι οι πυροσβέστες που θα ανταποκρίνονταν σε ενδεχόμενο επεισόδιο δεν θα είχαν υπόψιν τους ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, αλλά ο επικεφαλής τους θα ήταν αναγκασμένος, χωρίς μάλιστα οποιαδήποτε εκ των προτέρων ενημέρωση, να λάβει αποφάσεις επιτόπου, υπό τις αγωνιώδεις συνθήκες ενός πρωτοφανούς επεισοδίου.

 

Εξετάζοντας τα Άρθρα 205 και 210 του Ποινικού Κώδικα, στις σελίδες 603 κ.επ. της πρωτόδικης απόφασης, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αμέλεια που επέδειξε ο εφεσείων εμπίπτει στην έννοια της βαρείας αμέλειας. Η αμέλεια του ήταν τέτοιου βαθμού ώστε το πραγματικό θέμα προς συζήτηση να είναι, το κατά πόσον, αυτή εντάσσεται στις περιπτώσεις του Άρθρου 210 ή στις περιπτώσεις του Άρθρου 205. Με βάση το σύνολο της σχετικής μαρτυρίας, το Κακουργιοδικείο, κατέληξε ότι, σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο 2, ο εφεσείων και οι κατηγορούμενοι 4 και 6, είχαν αντίληψη ενός πραγματικού κινδύνου θανάτου αλλά δεν είχαν ευθύνη για τη φύλαξη του φορτίου. Επίσης δεν είχαν μακρά εμπλοκή με το πρόβλημα ούτε και προηγούμενη ενημέρωση. Η δική τους ευθύνη δεν ήταν πρωτογενής, υπό την έννοια ότι διατηρούσαν οι ίδιοι την επικίνδυνη κατάσταση. Η ευθύνη τους έγκειτο στο ότι παρέλειψαν να χειριστούν, ως όφειλαν, την επικίνδυνη κατάσταση.  

 

Στις σελίδες 469 κ. επ. το Κακουργιοδικείο εξετάζει τη νομική πτυχή των Άρθρων 205(2) και 210 του Ποινικού Κώδικα. Η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του Άρθρου 210 συνίσταται στην πράξη πρόκλησης θανάτου άλλου προσώπου και η υποκειμενική υπόστασή του σε αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνης συμπεριφορά.

 

Αναφορικά με την παράλειψη, το Κακουργιοδικείο ορθά αναφέρει ότι αυτή είναι ποινικά κολάσιμη όταν υπάρχει καθήκον ενέργειας.

 

Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της ανθρωποκτονίας εκ παρα[*1147]λείψεως του Άρθρου 205(2) και της αλόγιστης πράξης κλπ. του Άρθρου 210 είναι ότι η πρώτη περίπτωση ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια ενώ η συμπεριφορά που καθίσταται αξιόποινη, με βάση το Άρθρο 210, δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια. Είναι, ουσιαστικά, ελαφρύτερου βαθμού από την υπαίτια αμέλεια.

 

Το Άρθρο 210 έχει ως προκάτοχο του το άρθρο 204 και το Άρθρο 205(2) έχει ως προκάτοχο του το Άρθρο 197 του Ποινικού Κώδικα (Δέστε: Rayas v. The Police 19 C.L.R. 308). Στη Gavalas v. The Police (1985) 2 C.L.R. 114 εξετάστηκε τόσο η Rayas, ανωτέρω, όσο και η Nearchou v. The Police (1965) 2 C.L.R. 34.    Ακολούθησε η Γενικός Εισαγγελέας ν. Χατζηκωνσταντίνου (1989) 2 Α.Α.Δ. 99 και μετά η Μαυρομμάτης ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 69. Στη Μαυρομμάτης όπως και στη Rayas, ανωτέρω, αναγνωρίστηκαν οι διαφορετικοί βαθμοί αμέλειας που απαιτούνται για τα αδικήματα των Άρθρων 205 και 210. Η αμέλεια του Άρθρου 205 συνίσταται σε υπαίτια αμέλεια. Το Άρθρο 210 συντελείται με αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια και βέβαια που δεν περιλαμβάνει πρόθεση πρόκλησης θανάτου. Ο Ποινικός Κώδικας επομένως αναγνωρίζει βαθμούς υπαιτιότητας, κλιμακωτά, όπως και το κοινοδίκαιο.

 

Στην Αγγλία καθοριστική είναι η απόφαση R. v. Adomako [1994] 3 All E.R. 79, HL.

 

Στην Κύπρο, επομένως, υπάρχει διαφοροποίηση στην υποκειμενική υπόσταση των δύο αδικημάτων. Όταν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ο κίνδυνος θανάτου ήταν μια δυνατότητα τότε η περίπτωση εμπίπτει στην αλόγιστη πράξη του Άρθρου 210, όταν όμως ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ο κίνδυνος αποτελούσε πραγματική δυνατότητα τότε η περίπτωση εμπίπτει στην έννοια της υπαίτιας αμέλειας του Άρθρου 205.

 

Στην White a.o.v. Chief Constable of South Yorkshire Police a.o. [1998] 3 W.L.R., 1509, HL αποφασίστηκε ότι ο Αρχηγός της Αστυνομίας είχε καθήκον επιμέλειας έναντι των μελών της Δύναμης, ανάλογο με το καθήκον εργοδότη και ειδικότερα, ότι έχει καθήκον να μεριμνά για την ασφάλεια των αστυνομικών και να λαμβάνει εύλογα μέτρα προστασίας τους. Επομένως το καθήκον του προϊσταμένου, ουσιαστικά εξομοιώνεται ή τουλάχιστον προσομοιάζει με το καθήκον του εργοδότη για προστασία των εργοδοτουμένων του. Στη σελ. 504 της πρωτόδικης απόφασης αναγράφεται ότι οι ηγήτορες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας υπέχουν, αναλογικά, θέση [*1148]εργοδότη έναντι των πυροσβεστών. Σύμφωνα με το κοινό δίκαιο κάθε εργοδότης οφείλει στους εργοδοτουμένους του το καθήκον της λήψης εύλογης φροντίδας για την ασφάλεια τους.

 

Στις περιπτώσεις όπου η συμπεριφορά του κατηγορούμενου ανάγεται σε παράλειψη («omission  to act»), τα ζητήματα που πρέπει να αποφασιστούν είναι κατά πόσο υπάρχει, πρωταρχικώς, καθήκον επιμέλειας, κατά πόσο έγινε παράβαση του καθήκοντος αυτού, κατά πόσο αυτή η παράβαση καθήκοντος επέφερε το θάνατο και κατά πόσο μπορεί να χαρακτηριστεί η παράλειψη ως βαριά αμέλεια (Δέστε: R. v. Khan and Khan [1998] Cr. L.R. 830 C.A.).

 

Σε υποθέσεις όπου οι κατηγορίες αφορούν σε παράλειψη, αντί ευθεία ενέργεια ή πράξη, πρέπει να στοιχειοθετείται το καθήκον επιμέλειας, στη βάση μιας ειδικής σχέσης μεταξύ του κατηγορούμενου και του θύματος. Και αυτό συμβαίνει κατά κανόνα σε υποθέσεις όπου πρόδηλα υπάρχει αυτή η ειδική σχέση, όπως μεταξύ ιατρού και ασθενούς ή όπου η νομοθετική εξουσία έχει επιβάλει ένα συγκεκριμένο καθήκον. Η καταδίκη μπορεί να επέλθει λόγω αμέλειας λήψης θετικής ενέργειας όπως όπου ένας μηχανικός άφησε το αναβατόριο σε μεταλλείο στη φροντίδα ενός αγοριού (R. v. Lowe [1850] 3 C & K 123), ή, ένας ιατρός που απουσίαζε λόγω ενασχόλησης του με κάποιο άθλημα άφησε τον ασθενή του χωρίς φροντίδα.

 

Στην υπόθεση United Brick Works Ltd v. Ευαγγέλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 123, τονίστηκε ότι η προστασία των εργαζομένων αποτελεί και διακηρυγμένο συνταγματικό στόχο.

 

Θα προχωρήσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε τους σημαντικότερους, κατά την κρίση μας, λόγους έφεσης.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδίδει στον εφεσείοντα αντίληψη κινδύνου θανάτου από τις 6.7.2011, όταν πραγματοποιήθηκε η επιτόπια έρευνα στα εμπορευματοκιβώτια. Υπό τις περιστάσεις, λέγει το Κακουργιοδικείο, στη σελ. 443, δεν μπορεί παρά οι κατηγορούμενοι 5 και 6 να είχαν αντίληψη πως υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος ζωής. Στη σελ. 444 το Κακουργιοδικείο παρατηρεί ότι «δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία ότι ιδιαίτερα ο κατηγορούμενος 6, που είχε φθάσει επιτόπου, είχε πλήρη και άμεση αντίληψη του κινδύνου. Ο κατηγορούμενος 5 δεν προσέγγισε τόσο, αλλά όπως έχουμε αναφέρει είχε πλήρη εικόνα της κατάστασης και ενημέρωση για το εν εξελίξει επεισόδιο. Προκύπτει με απόλυτη ασφάλεια, ότι ο λόγος που οι κατηγορούμενοι 5 και 6 [*1149]προσέτρεξαν στο επεισόδιο, δεν ήταν ότι δεν είχαν αντίληψη του κινδύνου, αλλά διότι προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν, έστω και την υστάτη, πλην όμως απεγνωσμένα, την κατάσταση».

 

Στη σελ. 447, το πρωτόδικο δικαστήριο και πάλι καταλογίζει στους κατηγορούμενους 4, 5 και 6 αντίληψη κινδύνου θανάτου, ουσιαστικά από τις 6.7.2011. Ο κίνδυνος, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν έκδηλος. Κανένας δεν μπορούσε να γνωρίζει πότε θα ελάμβανε χώραν ένα νέο επεισόδιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αντίληψη του κινδύνου δεν περιλαμβάνει την αντίληψη άμεσου κινδύνου.

 

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο δικαστήριο.  Στις 6.7.2011 δεν μπορεί να καταλογιστεί αντίληψη άμεσου κινδύνου θανάτου στον εφεσείοντα (και στον κατηγορούμενο 6).  Υπήρχε ένας, εν δυνάμει, κίνδυνος αλλά δεν ήταν άμεσος κίνδυνος θανάτου.

 

Ούτε και μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι αναμένετο ότι ο εφεσείων όφειλε να είχε δώσει οδηγίες και σχέδιο δράσης στους πυροσβέστες στις 6.7.2011 ή αργότερα για να καλύψει την περίπτωση που καλούντο για κατάσβεση πυρκαγιάς, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, όταν η πυρκαγιά θα συνοδεύετο και από εκρήξεις πυρίτιδας. Τέτοιο ενδεχόμενο καλύπτετο από τις πάγιες οδηγίες πυρασφάλειας που ίσχυαν στη Ναυτική Βάση (Δέστε την Πάγια Διαταγή 6-12/2007 (τεκμήριο 59) και την Αστυνομική Διάταξη Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Αύξων αρ. 1, τεκμήριο 143.7).

 

Ο άμεσος κίνδυνος θανάτου δημιουργήθηκε και ήταν αντιληπτός για όσους βρίσκονταν εκεί, τις πρωϊνές ώρες της 11.7.2011, δηλαδή από τη στιγμή που άρχισαν οι εκρήξεις, γύρω στις 4 το πρωί. Ο εφεσείων ως Αναπληρωτής Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, που ασκούσε χρέη Διευθυντή λόγω της απουσίας στο εξωτερικό, με άδεια, του Διευθυντή, κατηγορούμενου 4, κλήθηκε να παρουσιαστεί στη σκηνή του επεισοδίου, πλην όμως τη στιγμή της φονικής έκρηξης αυτός δεν είχε φθάσει στη Ναυτική Βάση αλλά ακόμη βρισκόταν καθοδόν, στην περιοχή Ζυγίου.

 

Κατά την κρίση μας η ερμηνεία του Άρθρου 51(3) του περί Αστυνομίας Νόμου, η οποία δόθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν είναι ορθή. Η προαναφερόμενη πρόνοια προνοεί ότι, σε περίπτωση επεισοδίου κατάσβεσης πυρκαγιάς, την ευθύνη έχει το επί τόπου, αρχαιότερο  μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Το επί τόπου αρχαιότερο μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, στις 11.7.2011 όταν [*1150]επεσυνέβη η φονική έκρηξη, ήταν ο αποβιώσας Λοχίας Πυροσβεστικής Παπαδόπουλος, ο οποίος μάλιστα είχε διατάξει τα δύο οχήματα της Πυροσβεστικής να προσεγγίσουν τα φλεγόμενα εμπορευματοκιβώτια και να επιχειρήσουν κατάσβεση της πυρκαγιάς. Υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να επιρρίπτεται ευθύνη στον εφεσείοντα, ο οποίος δεν βρισκόταν στη σκηνή του επεισοδίου κατά τη φονική έκρηξη, όταν μάλιστα το επί τόπου αρχαιότερο μέλος που ανέλαβε να χειριστεί την κατάσταση, έδωσε οδηγίες που ήταν εσφαλμένες. Δεν μπορεί να αναμένεται από ένα αξιωματικό ή τον διευθυντή της Πυροσβεστικής να δίνει οδηγίες από τηλεφώνου και εκ του μακρόθεν, κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 51(3) του σχετικού νόμου. Το Άρθρο 51(3) ίσχυε, στην προκείμενη περίπτωση, διότι οι πυροσβέστες κλήθηκαν για κατάσβεση πυρκαγιάς, έστω και αν, στη συνέχεια, έγιναν οι φονικές εκρήξεις.

 

Η απόφαση στην υπόθεση White (ανωτέρω) αφορούσε σε αστική ευθύνη, του Αρχηγού Αστυνομίας, έναντι των αστυνομικών («εργοδοτουμένων» του) και δεν έχει άμεση σχέση με την παρούσα ποινική υπόθεση.

 

Ένεκα λοιπόν της εσφαλμένης, κατά την κρίση μας, ερμηνείας και εφαρμογής του Άρθρου 51(3) του περί Αστυνομίας Νόμου, που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο, και ένεκα της εσφαλμένης εκτίμησης του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αντίληψη άμεσου κινδύνου θανάτου που είχε ο εφεσείων στις 6.7.2011 μετά την επιτόπια εξέταση, αλλά και το καθήκον ενέργειας που κατά το Κακουργιοδικείο είχε ο εφεσείων στις 6.7.2011, παρά την ύπαρξη πάγιων οδηγιών πυρασφάλειας και άλλων, θεωρούμε την καταδίκη του εφεσείοντα σε όλες τις κατηγορίες που καταδικάστηκε ως ακροσφαλή και την ακυρώνουμε.

 

Δεν μπορεί, κατά την κρίση μας, να ευσταθεί καταδίκη του εφεσείοντα η οποία βασίζεται σε παράλειψη του να πράξει κάτι που είναι αντίθετο με το Νόμο (Άρθρο 51(3), ανωτέρω).

 

Τόσο η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον της ποινής όσο και η έφεση του εφεσείοντα εναντίον της ποινής καθίστανται άνευ αντικειμένου.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους, η Ποινική Έφεση 156/13 κατά της καταδίκης θα επιτύγχανε και ο εφεσείων θα αθωώνετο και απαλλάσσετο από όλες τις κατηγορίες, ενώ η Ποινική Έφεση 158/13 θα απορρίπτετο ως άνευ αντικειμένου, όπως και η Ποινική Έφεση 161/13.

[*1151]ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ως προς τον Εφεσείοντα Χαράλαμπο Χαραλάμπους, είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε την απόφαση του αδελφού Δικαστή Παμπαλλή, με την οποία συμφωνούμε, χωρίς να επιθυμούμε να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Τα σχετικά γεγονότα φαίνονται στην απόφαση του Παμπαλλή, Δ.. Τα υιοθετούμε, εκτός όπου έρχονται σε αντίθεση με την παρούσα απόφαση.

 

Ο εφεσείων-κατηγορούμενος 6, Ανδρέας Λοϊζίδης, κρίθηκε ένοχος, από το Κακουργιοδικείο, στις κατηγορίες 183-195 και στις κατηγορίες 196-208 για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα. Του επιβλήθηκε ποινή 2 ετών φυλάκισης. Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα τόσο της καταδίκης, όσο και της ποινής του, με την έφεση του 145/13 και ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβητεί την ορθότητα της ποινής, με την έφεση του 157/13.

 

Οι κατηγορίες εναντίον του εφεσείοντα ήταν ότι, ενώ ως Διοικητής της ΕΜΑΚ, είχε καθήκον διαφύλαξης της ασφάλειας του προσωπικού και των παρευρισκομένων στη Ναυτική Βάση και πλησίον αυτής, σε περίπτωση κλήσης της ΕΜΑΚ για ανταπόκριση στη Ναυτική Βάση και ενώ γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει για τον κίνδυνο έκρηξης των 98 εμπορευματοκιβωτίων, παράλειψε μεταξύ της 6ης και της 11ης Ιουλίου 2011 να ενεργήσει ώστε να είναι ενήμερα τα μέλη της ΕΜΑΚ για τον κίνδυνο έκρηξης των εμπορευματοκιβωτίων, με αποτέλεσμα την έκρηξη και το θάνατο 13 προσώπων. Επιπρόσθετα στον εφεσείοντα (όπως και στον 5ο κατηγορούμενο) αποδίδετο ότι, υπό τις περιστάσεις, παρέλειψε να δώσει οδηγίες για να απομακρυνθούν όλα τα πρόσωπα από το χώρο των εμπορευματοκιβωτίων σε απόσταση ασφάλειας από αυτά, με αποτέλεσμα την έκρηξη και το θάνατο των 13 προσώπων.

 

Το πρωί της 6ης Ιουλίου 2011 ομάδα, η οποία συστάθηκε με τη συμμετοχή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, στην οποία μετείχε ο εφεσείων και ο 5ος κατηγορούμενος που ήταν ο Διοικητής της ΕΜΑΚ και ο Βοηθός Διευθυντής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, αντίστοιχα, μετέβησαν στη Ναυτική Βάση όπου ενημερώθηκαν για το ιστορικό και το περιεχόμενο του φορτίου και πραγματοποίησαν επιτόπια επιθεώρηση. Εκεί διαπιστώθηκε ότι η διόγκωση του ενός εμπορευματοκιβωτίου οφειλόταν σε έκρηξη εντός του.

 

Στις 11.7.2011 έγιναν αντιληπτές σπίθες φωτιάς από το χώρο των εμπορευματοκιβωτίων και αμέσως μετά τη διαπίστωση της [*1152]φωτιάς ενημερώθηκε η Πυροσβεστική Υπηρεσία. Δύο πυροσβεστικά οχήματα με έξι μέλη της ΕΜΑΚ έφθασαν στη Ναυτική Βάση.  Ενημερώθηκε η ηγεσία της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, δηλαδή ο 5ος κατηγορούμενος ως Αναπληρωτής Διευθυντής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας (ο Διευθυντής-κατηγορούμενος 4 αναχώρησε στο εξωτερικό στις 8.7.2011 με άδεια) και ο εφεσείων-6ος κατηγορούμενος ως Διοικητής της ΕΜΑΚ, οι οποίοι και επικοινώνησαν τηλεφωνικώς με τον Λοχία Παπαδόπουλο όταν ο τελευταίος έφθασε στη Ναυτική Βάση. Στις 5.48 της 11.7.2011 έγινε η μεγάλη έκρηξη στο χώρο των εμπορευτοκιβωτίων με συνέπεια το θάνατο 13 ανθρώπων, τον τραυματισμό άλλων 68 και την πρόκληση μεγάλων καταστροφών.

 

Καταλογίστηκε στον εφεσείοντα (και τον κατηγορούμενο 5) ότι από τις 6.7.2011, που είχαν ενεργό συμμετοχή στο όλο θέμα, παρέλειψαν να ενημερώσουν τα μέλη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας επίσημα και δή της ΕΜΑΚ, για τον όγκο και το περιεχόμενο του φορτίου, την επικινδυνότητα του και τον ορατό κίνδυνο έκρηξης, παρόλον που γνώριζαν ότι, σε περίπτωση κλήσης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για ανταπόκριση στη Ναυτική Βάση στο Μαρί, η ΕΜΑΚ Κοφίνου θα αναλάμβανε δράση. Επιπρόσθετα, όταν στις 11.7.2011 ενημερώθηκαν για τη φωτιά στο φορτίο με τις πυρίτιδες και ότι στη σκηνή μετέβαιναν μέλη της Υπηρεσίας τους, κανείς από τους δύο (εφεσείων και κατηγορούμενος 5) δεν έδωσαν, έγκαιρα, οδηγίες για την απομάκρυνση όλων των προσώπων που βρίσκονταν κοντά στο χώρο των εμπορευματοκιβωτίων.

 

Ο εφεσείων, στη μαρτυρία του ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι στις 6.7.2011 ο κατηγορούμενος 5 του τηλεφώνησε και του είπε ότι θα περνούσε από την ΕΜΑΚ καθοδόν προς το Μαρί, όπου θα πήγαινε για επιθεώρηση στη Ναυτική Βάση. Συναντήθηκαν στην ΕΜΑΚ Κοφίνου και όταν ο κατηγορούμενος 5 θα προχωρούσε προς τη Ναυτική Βάση ρώτησε τον εφεσείοντα αν είχε κάποια δουλειά και όταν ο εφεσείων απάντησε αρνητικά ο κατηγορούμενος 5 του ζήτησε να μεταβεί μαζί του στη Ναυτική Βάση. Ο κατηγορούμενος 5, στη δική του κατάθεση, ανέφερε ότι πήρε μαζί του τον εφεσείοντα επειδή συνηθίζεται, όταν μεταβαίνουν κάπου για θέματα πυροπροστασίας, να παίρνουν μαζί τους κάποιο αξιωματικό, από το Σταθμό που έχει την ευθύνη του χώρου.

 

Με την έφεση του ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα καταδικάστηκε στις 26 προαναφερόμενες κατηγορίες, με βάση το Άρθρο 210. Ισχυρίζεται, ακόμη, ότι το Κακουργιοδικείο άκουσε [*1153]μαρτυρία από εξωγενείς παράγοντες. Η επιβληθείσα ποινή ήταν υπερβολική και εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποφάσισε την αναστολή της. Ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει την ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή. 

 

Το Κακουργιοδικείο, στις σελίδες 442 και επόμενες της απόφασης του, αναφέρεται στους κατηγορούμενους 5 και 6 και διαπιστώνει ότι αυτοί, στις 6.7.2011, είχαν ιδίαν γνώση των περιστάσεων. Είχαν σχηματίσει την αντίληψη πως έγινε έκρηξη στο ένα εμπορευματοκιβώτιο. Ισχυρίστηκαν ότι οι ανησυχίες τους αυτές διασκεδάστηκαν και ακόμη εξαφανίστηκαν μετά από τις διαβεβαιώσεις, περί του αντιθέτου, του Συνταγματάρχη Γεώργιου Γεωργιάδη. Αυτή τους η εκδοχή απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο, το οποίο συμπέρανε ότι οι δύο κατηγορούμενοι είχαν αντίληψη πως υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος ζωής. Αυτή την αντίληψη ο εφεσείων-κατηγορούμενος 6 την εξωτερίκευσε λέγοντας «αν παίξουν θα έρτουν να μας έβρουν δακάτω/μας έβαλαν πόμπα/τους είπα ότι θα ανατινάξουν τη Λάρνακα». Στη σελ. 447 της πρωτόδικης απόφασης το Κακουργιοδικείο συμπεραίνει ότι ο κίνδυνος ήταν έκδηλος. Κανένας δεν μπορούσε να γνωρίζει πότε θα ελάμβανε χώραν ένα νέο επεισόδιο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αντίληψη του κινδύνου δεν περιλάμβανε την αντίληψη άμεσου κινδύνου. Επομένως ο εφεσείων και οι κατηγορούμενοι 4 και 5 «είχαν αντίληψη της αμεσότητας ενός πραγματικού κινδύνου ζωής».

 

Το καίριο ερώτημα που τίθεται αναφορικά με την καταδίκη του εφεσείοντα είναι αν αυτός ορθά ή λανθασμένα καταδικάστηκε για τις προαναφερόμενες κατηγορίες με βάση το Άρθρο 210.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης που αφορά σε μαρτυρία από εξωγενείς παράγοντες, δηλαδή τη μαρτυρία που κατ’ ισχυρισμό έδωσαν συγγενείς των θυμάτων και μάρτυρες κατηγορίας, κατά την επιτόπια εξέταση του Κακουργιοδικείου στη Ναυτική Βάση, δεν τον θεωρούμε ως βάσιμο. Δεν υπάρχει, οπουδήποτε στην απόφαση, κάτι που να δείχνει ότι το Κακουργιοδικείο επηρεάστηκε από εξωγενείς παράγοντες και ιδιαίτερα από τη μαρτυρία των προαναφερόμενων προσώπων που κατ’ ισχυρισμό δόθηκε στο Κακουργιοδικείο κατά την επιτόπια επίσκεψη του στη Ναυτική Βάση. Θα επικεντρωθούμε, επομένως, στην ορθότητα της καταδίκης του εφεσείοντα στη βάση των όσων αναφέρονται στον πρώτο λόγο έφεσης.

 

Στις σελίδες 588-590 της πρωτόδικης απόφασης, γίνεται αναφορά στο Άρθρο 51(3) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν 73(Ι)/2004) στο οποίο αναγράφεται ότι αποκλειστική ευθύνη και [*1154]έλεγχο σε σχέση με επιχείρηση για κατάσβεση πυρκαγιάς, έχει το ιεραρχικά αρχαιότερο, παρόν, μέλος της υπηρεσίας. Το Κακουργιοδικείο ερμήνευσε την προαναφερόμενη πρόνοια, αναφορικά με «επιχειρήσεις για την κατάσβεση της πυρκαγιάς», ως πρόνοια που εφαρμόζεται σε επιχειρησιακές πράξεις διαχείρισης πυρκαγιάς, από πρακτικής απόψεως. Δηλαδή, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, η πρόνοια αφορά σε τέτοιες καταστάσεις όπου, το επί τόπου ιεραρχικά αρχαιότερο μέλος, διευθύνει μια περίπτωση κατάσβεσης πυρκαγιάς. «Εν προκειμένω, η κατάσβεση ήταν απαγορευμένη ως θανάσιμα επικίνδυνη». Θεώρησε επομένως, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ο εφεσείων και ο κατηγορούμενος 5, (ο οποίος αναπληρούσε τον Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας (κατηγορούμενο 4), και επομένως ήταν ιεραρχικά ανώτερος του εφεσείοντα-κατηγορούμενου 6), δεν μπορούσαν να ισχυρίζονται ότι δεν είχαν καθήκον να δώσουν οδηγίες να μην επιχειρηθεί κατάσβεση, επειδή η απαγορευμένη επιχείρηση κατάσβεσης ενέπιπτε στην αποκλειστική αρμοδιότητα άλλου, προφανώς του αποβιώσαντος Λοχία Παπαδόπουλου, ο οποίος ήταν ο επί τόπου υπεύθυνος.

 

Στη σελ. 590 της πρωτόδικης απόφασης αναγράφεται ότι η πρόνοια του Άρθρου 51(3) θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως, της, εκ του Συντάγματος, υποχρέωσης διασφάλισης της ανθρώπινης ζωής ως του ύψιστου αγαθού. Αν το Άρθρο 51(3) ερμηνευόταν, όπως εισηγήθηκαν ο εφεσείων και ο κατηγορούμενος 5, αυτό θα σήμαινε ότι οι κατηγορούμενοι 5 και 6 δεν όφειλαν να σώσουν τις ζωές των πυροσβεστών και των συνανθρώπων τους, επειδή τους απαγορευόταν από το Άρθρο 51(3), «και ότι αντί της ανθρώπινης ζωής όφειλαν να σεβαστούν την αρμοδιότητα του Παπαδόπουλου». Στη συνέχεια, το Κακουργιοδικείο, διατυπώνει τη θέση ότι «εάν στοιχειοθετείται καθήκον επιμέλειας τούτο δεν εξουδετερώνεται λόγω του Άρθρου 51(3)». «Το καθήκον που είχαν οι κατηγορούμενοι 5 και 6 ήταν να βεβαιωθούν ότι ο Παπαδόπουλος είχε τηρήσει τους κανόνες και τις αποστάσεις ασφαλείας και αν διαπίστωναν ότι δεν έπραξε τούτο, να του δώσουν εκείνοι οδηγίες και να διατάξουν την εφαρμογή των κανόνων ασφαλείας, γνωρίζοντας ότι ήταν η μόνη επιλογή. Δεν το έπραξαν».

 

Το Κακουργιοδικείο ασχολείται με το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας στις σελίδες 590 κ.επ.. Εντοπίζει σοβαρή παράλειψη εκ μέρους του εφεσείοντα και των κατηγορουμένων 4 και 5, καθότι αυτοί άφησαν τον Λοχία Παπαδόπουλο αντιμέτωπο με τα προαναφερόμενα σοβαρά διλήμματα, χωρίς να τον καθοδηγήσουν. Η παράλειψη τους να δώσουν συγκεκριμένες οδηγίες, παρέμεινε ενεργός και ουσιαστική αιτία της πρόκλησης του θανάτου των θυ[*1155]μάτων. Η παράλειψη του εφεσείοντα και των κατηγορουμένων 4 και 5 ήταν ακόμη σοβαρότερη επειδή αυτοί ήταν οι εργοδότες των πυροσβεστών και η παράλειψη τους συνίστατο στο ότι, παρόλον που δεν ήταν εκείνοι που δημιούργησαν τον κίνδυνο, μπορούσαν και όφειλαν να είχαν δώσει τις, ευλόγως απαιτούμενες προειδοποιήσεις και οδηγίες προς αποσώβηση του κινδύνου, αλλά δεν το έπραξαν. Και τούτο παρά το ότι ήταν ευλόγως προβλεπτό, για τον εφεσείοντα, ότι σε περίπτωση πυρκαγιάς στα εμπορευματοκιβώτια οι πυροσβέστες θα βρίσκονταν ενώπιον κρίσης και διλημμάτων. Ο εφεσείων γνώριζε επίσης ότι οι πυροσβέστες που θα ανταποκρίνονταν σε ενδεχόμενο επεισόδιο δεν θα είχαν υπόψιν τους ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, αλλά ο επικεφαλής τους θα ήταν αναγκασμένος, χωρίς μάλιστα οποιαδήποτε εκ των προτέρων ενημέρωση, να λάβει αποφάσεις επιτόπου, υπό τις αγωνιώδεις συνθήκες ενός πρωτοφανούς επεισοδίου.

 

Εξετάζοντας τα Άρθρα 205 και 210 του Ποινικού Κώδικα, στις σελίδες 603 κ.επ. της πρωτόδικης απόφασης, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αμέλεια που επέδειξε ο εφεσείων εμπίπτει στην έννοια της βαρείας αμέλειας. Η αμέλεια του ήταν τέτοιου βαθμού ώστε το πραγματικό θέμα προς συζήτηση να είναι, το κατά πόσον, αυτή εντάσσεται στις περιπτώσεις του Άρθρου 210 ή στις περιπτώσεις του Άρθρου 205. Με βάση το σύνολο της σχετικής μαρτυρίας, το Κακουργιοδικείο, κατέληξε ότι, σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο 2, ο εφεσείων και οι κατηγορούμενοι 4 και 5 είχαν αντίληψη ενός πραγματικού κινδύνου θανάτου αλλά δεν είχαν ευθύνη για τη φύλαξη του φορτίου. Επίσης δεν είχαν μακρά εμπλοκή με το πρόβλημα ούτε και προηγούμενη ενημέρωση. Η δική τους ευθύνη δεν ήταν πρωτογενής, υπό την έννοια ότι διατηρούσαν οι ίδιοι την επικίνδυνη κατάσταση. Η ευθύνη τους έγκειτο στο ότι παρέλειψαν να χειριστούν, ως όφειλαν, την επικίνδυνη κατάσταση.

 

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι έδωσε συμβουλή, αλλά όχι οδηγία, στο Λοχία Παπαδόπουλο να μείνουν οι πυροσβέστες μακριά από τα εμπορευματοκιβώτια, μέχρι να φθάσει ο ίδιος ο εφεσείων, στο σημείο της έκρηξης «γιατί το  μπαρούτι δεν έχει εμπιστοσύνη». Ο εφεσείων είχε προβάλει τον προαναφερόμενο ισχυρισμό, ο οποίος κρίθηκε ως αναξιόπιστος.

 

Στις σελίδες 469 κ. επ. το Κακουργιοδικείο εξετάζει τη νομική πτυχή των Άρθρων 205(2) και 210 του Ποινικού Κώδικα. Η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του Άρθρου 210 συνίσταται στην πράξη πρόκλησης θανάτου άλλου προσώπου και η [*1156]υποκειμενική υπόστασή του σε αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνης συμπεριφορά.

 

Αναφορικά με την παράλειψη, το Κακουργιοδικείο ορθά αναφέρει ότι αυτή είναι ποινικά κολάσιμη όταν υπάρχει καθήκον ενέργειας.

 

Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της ανθρωποκτονίας εκ παραλείψεως του Άρθρου 205(2) και της αλόγιστης πράξης κλπ. του Άρθρου 210 είναι ότι η πρώτη περίπτωση ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια ενώ η συμπεριφορά που καθίσταται αξιόποινη, με βάση το Άρθρο 210, δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια. Είναι, ουσιαστικά, ελαφρύτερου βαθμού από την υπαίτια αμέλεια.

 

Το Άρθρο 210 έχει ως προκάτοχο του το Άρθρο 204 και το Άρθρο 205(2) έχει ως προκάτοχο του το Άρθρο 197 του Ποινικού Κώδικα (Δέστε: Rayas v. The Police 19 C.L.R. 308). Στη Gavalas v. The Police (1985) 2 C.L.R. 114 εξετάστηκε τόσο η Rayas, ανωτέρω, όσο και η Nearchou v. The Police (1965) 2 C.L.R. 34.    Ακολούθησε η Γενικός Εισαγγελέας ν. Χατζηκωνσταντίνου (1989) 2 Α.Α.Δ. 99 και μετά η Μαυρομμάτης ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 69. Στη Μαυρομμάτης όπως και στη Rayas, ανωτέρω, αναγνωρίστηκαν οι διαφορετικοί βαθμοί αμέλειας που απαιτούνται για τα αδικήματα των Άρθρων 205 και 210. Η αμέλεια του Άρθρου 205 συνίσταται σε υπαίτια αμέλεια. Το Άρθρο 210 συντελείται με αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια και βέβαια που δεν περιλαμβάνει πρόθεση πρόκλησης θανάτου. Ο Ποινικός Κώδικας επομένως αναγνωρίζει βαθμούς υπαιτιότητας, κλιμακωτά, όπως και το κοινοδίκαιο. Στην Αγγλία καθοριστική για το θέμα είναι η απόφαση R. v. Adomako [1994] 3 All E.R. 79, HL.   

 

Στην Κύπρο, επομένως, υπάρχει διαφοροποίηση στην υποκειμενική υπόσταση των δύο αδικημάτων. Όταν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ο κίνδυνος θανάτου ήταν μια δυνατότητα τότε η περίπτωση εμπίπτει στην αλόγιστη πράξη του Άρθρου 210, όταν όμως ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ο κίνδυνος αποτελούσε πραγματική δυνατότητα τότε η περίπτωση εμπίπτει στην έννοια της υπαίτιας αμέλειας του Άρθρου 205.

 

Στην White a.o.v. Chief Constable of South Yorkshire Police a.o.[1998] 3 W.L.R., 1509, HL αποφασίστηκε ότι ο Αρχηγός της Αστυνομίας είχε καθήκον επιμέλειας έναντι των μελών της Δύναμης, ανάλογο με το καθήκον εργοδότη και ειδικότερα, ότι [*1157]έχει καθήκον να μεριμνά για την ασφάλεια των αστυνομικών και να λαμβάνει εύλογα μέτρα προστασίας τους. Επομένως το καθήκον του προϊσταμένου, ουσιαστικά εξομοιώνεται ή τουλάχιστον προσομοιάζει με το καθήκον του εργοδότη για προστασία των εργοδοτουμένων του. Στη σελ. 504 της πρωτόδικης απόφασης αναγράφεται ότι οι ηγήτορες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας υπέχουν, αναλογικά, θέση εργοδότη έναντι των πυροσβεστών. Σύμφωνα με το κοινό δίκαιο κάθε εργοδότης οφείλει στους εργοδοτουμένους του το καθήκον της λήψης εύλογης φροντίδας για την ασφάλεια τους.

 

Στις περιπτώσεις όπου η συμπεριφορά του κατηγορούμενου ανάγεται σε παράλειψη («omission to act»), τα ζητήματα που πρέπει να αποφασιστούν είναι κατά πόσο υπάρχει, πρωταρχικώς, καθήκον επιμέλειας, κατά πόσο έγινε παράβαση του καθήκοντος αυτού, κατά πόσο αυτή η παράβαση καθήκοντος επέφερε το θάνατο και κατά πόσο μπορεί να χαρακτηριστεί η παράλειψη ως βαριά αμέλεια (Δέστε: R. v. Khan and Khan [1998] Cr. L.R. 830 C.A.).

 

Σε υποθέσεις όπου οι κατηγορίες αφορούν σε παράλειψη, αντί ευθεία ενέργεια ή πράξη, πρέπει να στοιχειοθετείται το καθήκον επιμέλειας, στη βάση μιας ειδικής σχέσης μεταξύ του κατηγορούμενου και του θύματος. Και αυτό συμβαίνει κατά κανόνα σε υποθέσεις όπου πρόδηλα υπάρχει αυτή η ειδική σχέση, όπως μεταξύ ιατρού και ασθενούς ή όπου η νομοθετική εξουσία έχει επιβάλει ένα συγκεκριμένο καθήκον. Η καταδίκη μπορεί να επέλθει λόγω αμέλειας λήψης θετικής ενέργειας όπως όπου ένας μηχανικός άφησε το αναβατόριο σε μεταλλείο στη φροντίδα ενός αγοριού (R. v. Lowe [1850] 3 C & K 123), ή, ένας ιατρός που απουσίαζε λόγω ενασχόλησης του με κάποιο άθλημα άφησε τον ασθενή του χωρίς φροντίδα.

 

Στην υπόθεση United Brick Works Ltd v. Ευαγγέλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 123, τονίστηκε ότι η προστασία των εργαζομένων αποτελεί και διακηρυγμένο συνταγματικό στόχο.

 

Στην προκείμενη περίπτωση έχουμε τον εφεσείοντα, Διευθυντή της ΕΜΑΚ, και υφιστάμενο του κατηγορούμενου 5, Αναπληρωτή Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, να βρίσκεται στην Πύλη της Ναυτικής Βάσης, στη σκηνή του επεισοδίου, κατά τα λεπτά που προηγήθηκαν της δραματικής έκρηξης, στα εμπορευματοκιβώτια με την πυρίτιδα, στη Ναυτική Βάση. Ο εφεσείων, κατευθυνόταν προς τα εμπορευματοκιβώτια όταν έγινε η έκρηξη, και τραυματίστηκε από αυτήν. Έχουμε επίσης παρόντες τον αποβιώσαντα [*1158]πλοίαρχο Ιωαννίδη, που ήταν ο Διοικητής του Ναυτικού και τον αποβιώσαντα Λοχία Παπαδόπουλο, ο οποίος ήταν ο, επί τόπου, αρχαιότερος και ως εκ τούτου υπεύθυνος των πυροσβεστών που κλήθηκαν και έτρεξαν στη σκηνή με σκοπό την κατάσβεση της πυρκαγιάς που είχε προκληθεί στα εμπορευματοκιβώτια. Ο Ιωαννίδης έδωσε οδηγίες σε κάποιους στρατιωτικούς να αποχωρήσουν, αλλά δεν έδωσε οδηγίες αποχώρησης σε όλους. Ο Λοχίας Παπαδόπουλος έδωσε οδηγίες στα πυροσβεστικά οχήματα να πλησιάσουν τα εμπορευματοκιβώτια και να προσπαθήσουν να κατασβέσουν τη φωτιά. Ο εφεσείων δεν ακύρωσε τις οδηγίες του Παπαδόπουλου ή έδωσε άλλες οδηγίες ή σχέδιο δράσης στους πυροσβέστες. Υπήρχαν, όμως, οι πάγιες οδηγίες πυρασφάλειας που ίσχυαν στη Ναυτική Βάση, οι οποίες όμως δεν ακολουθήθηκαν.

 

Κρίνουμε ότι ο εφεσείων δεν μπορεί να θεωρηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο ως εργοδότης των στρατιωτικών που έχασαν τη ζωή τους. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το προαναφερόμενο Άρθρο 51(3) είναι το, επί τόπου, αρχαιότερο μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας που έχει την ευθύνη να δίνει διαταγές σε περιπτώσεις που η Πυροσβεστική Υπηρεσία καλείται για να κατασβέσει πυρκαγιά. Στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε πυρκαγιά και στη συνέχεια έκρηξη, αλλά οι πυροσβέστες κλήθηκαν για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, επομένως ίσχυε το Άρθρο 51(3).

 

Η απόφαση White (ανωτέρω) θέτει την αστικήν ευθύνη, στον Αρχηγό της Αστυνομίας, ως εργοδότη των αστυνομικών, για την ασφάλεια των υφισταμένων του. Ο εφεσείων δεν ήταν ο Αρχηγός ή ο Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.

 

Υπό αυτές τις περιστάσεις θεωρούμε ότι ο εφεσείων δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε και ως ο εργοδότης των πυροσβεστών που κλήθηκαν στη σκηνή για να παράσχουν τις υπηρεσίες τους και επομένως δεν μπορεί να έχει ευθύνη και καθήκον επιμέλειας και φροντίδας έναντι αυτών. Δεν ήταν ούτε και το, επί τόπου, αρχαιότερο μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, εφόσον μόλις είχε φθάσει στη Βάση και κατευθυνόταν προς τη σκηνή. Επομένως δεν είχε καθήκον και ευθύνη να δώσει διαταγές ή οδηγίες και ή να ακυρώσει τις προηγούμενες οδηγίες που είχε ήδη δώσει ο Λοχίας Παπαδόπουλος, στη σκηνή της πυρκαγιάς-έκρηξης, στην αγωνία της στιγμής.

 

Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, υπό τις περιστάσεις, ο εφεσείων δεν είχε καθήκον ενέργειας και επομένως δεν μπορεί να αποδίδεται σ’ αυτόν παράλειψη εκτέλεσης του καθήκοντος του [*1159]και επομένως ούτε και ποινική ευθύνη για τις συνέπειες τέτοιας παράλειψης.

 

Δεν μπορεί, κατά την κρίση μας, να ευσταθεί καταδίκη του εφεσείοντα η οποία βασίζεται σε παράλειψη του να πράξει κάτι που είναι αντίθετο με το Νόμο (Άρθρο 51(3), ανωτέρω).

 

Κατά συνέπεια η Ποινική Έφεση 145/13 θα επιτύγχανε και θα αθωώναμε τον εφεσείοντα από όλες τις κατηγορίες. 

 

Υπό τις περιστάσεις, η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα στην Ποινική Έφεση 157/13 θα απορρίπτετο ως άνευ αντικειμένου, όπως και η Ποινική Έφεση 163/13.

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Ο εφεσείων Λοϊζίδης, κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν Διοικητής της ΕΜΑΚ. Κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο σε 13 κατηγορίες για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, ενώ αθωώθηκε σε ισάριθμες κατηγορίες για ανθρωποκτονία κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα. 

 

Τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίχθηκε η καταδίκη του εκτίθενται στην απόφαση του Παμπαλλή Δ και συνοψίζονται και στην απόφαση που έχει εκφωνήσει ο Πρόεδρος στην Ποινική Έφεση 145/2013, με την κατάληξη της οποίας συμφωνούμε. Θα αποδεχόμασταν επίσης την εν λόγω έφεση και θα ακυρώναμε την καταδίκη του εφεσείοντα Λοϊζίδη σε όλες τις κατηγορίες. Δεν συμφωνούμε όμως με το σύνολο του σκεπτικού του Προέδρου που αφορά τους λόγους αποδοχής της έφεσης του Λοϊζίδη και αθώωσης του. Υιοθετούμε μόνο την κατάληξη ότι ο εφεσείων Λοϊζίδης δεν βαρύνεται με το καθήκον προϊσταμένου καθότι δεν ήταν ο Αρχηγός ή ο Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Παραθέτουμε το δικό μας σκεπτικό.

 

Κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι η ευθύνη τόσο του Λοϊζίδη όσο και των εφεσειόντων Νικολάου και Χαραλάμπους, δεν ήταν πρωτογενής υπό την έννοια ότι δημιούργησαν ή διατήρησαν την επικινδυνότητα αλλά έγκειτο στο ότι παρέλειψαν να χειριστούν ως όφειλαν την επικίνδυνη κατάσταση από τη στιγμή που έλαβαν γνώση μερικές μέρες πριν την έκρηξη. Όπως στην υπόθεση Winter v. The Crown [2010] EWCA Crim. 1474, ενώ γνώριζαν τον κίνδυνο παρέλειψαν να προειδοποιήσουν τους πυροσβέστες. Η παράλειψη τους όμως είχε μια περαιτέρω διάσταση απ’ ότι στην [*1160]υπόθεση Winter, γιατί οι εφεσείοντες Νικολάου, Χαραλάμπους και Λοϊζίδη είχαν ακόμα πιο συγκεκριμένο και πιο βαρύ καθήκον ως «εργοδότες» των πυροσβεστών, έναντι των οποίων είχαν πρωτίστως σχέση εγγύτητας και καθήκον με βάση την αρχή της υπόθεσης White a.o. v. Chief Constable of South Yorkshire Police a.o. [1998] 3 W.L.R. 1509, HL να μεριμνήσουν για την ασφάλεια τους, λαμβάνοντας μέτρα προστασίας από κινδύνους που ήταν ευλόγως προβλεπτοί και θα μπορούσαν να εξουδετερωθούν με εύλογα μέτρα και ειδικότερα να προειδοποιήσουν για την ύπαρξη τέτοιων κινδύνων. Ανάλογο καθήκον, κρίθηκε, είχαν και έναντι των προσώπων με τα οποία υπήρχε σχέση εγγύτητας.

 

Η Winter βέβαια, διακρίνεται στη βάση των περιστατικών της από την παρούσα, αφού εδώ ο εφεσείων Λοϊζίδης, σε αντίθεση με τους εκεί κατηγορούμενους, δεν ήταν υπεύθυνος για τα αντικείμενα, εν προκειμένω τα εμπορευματοκιβώτια, που δημιούργησαν τον κίνδυνο, γεγονός που στην υπόθεση εκείνη αποτέλεσε τη βάση για την απόδοση καθήκοντος επιμέλειας έναντι των πυροσβεστών κατά την εκδήλωση του κινδύνου και την άφιξη τους στη σκηνή.  Σε ό, τι αφορά δε τη θεώρηση του Λοϊζίδη ως «εργοδότη», παρατηρούμε ότι στην απόφαση του για την ποινή, το Κακουργιοδικείο συμφωνεί με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα Λοϊζίδη ότι αυτός σε όλα τα στάδια της εμπλοκής του βρισκόταν υπό τη καθοδήγηση και την ευθύνη των ανωτέρων του οι οποίοι δεν του έδωσαν οποιαδήποτε διαταγή ή οδηγία. Σημείωσε ωστόσο το Κακουργιοδικείο, ότι ο ίδιος είχε την άμεση ευθύνη των ανδρών της ΕΜΑΚ και έχοντας σαφή αντίληψη του κινδύνου θανάτου και διατηρώντας ιδιαίτερες σχέσεις εγγύτητας μαζί τους, είχε αυτοτελή υποχρέωση να μην τελέσει τις παραλείψεις για τις οποίες βρέθηκε ένοχος, ανεξάρτητα από τη στάση των προϊσταμένων του. Αδυνατούμε να συμφωνήσουμε με τη θέση αυτή. Η Πυροσβεστική Υπηρεσία είναι υπηρεσία πειθαρχημένη με ιεραρχία, βαθμούς και επίπεδα ευθύνης. Ο ιεραρχικά κατώτερος είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί τις οδηγίες του ανώτερου του.  Για ευνόητους λόγους.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, υπεύθυνος ιεραρχικά για τον χειρισμό της επικίνδυνης κατάστασης ήταν ο εφεσείων Χαραλάμπους. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εφεσείων Λοίζίδης είχε το καθήκον επιμέλειας έναντι των πυροσβεστών ή των στρατιωτικών που του αποδίδει το Κακουργιοδικείο. Τούτου δοθέντος, δεν είχε και καθήκον ενέργειας ούτως ώστε και να του αποδίδεται παράλειψη εκτέλεσης καθήκοντος και συνακόλουθη ποινική ευθύνη.

[*1161]ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Ως προς τον Εφεσείοντα Ανδρέα Λοϊζίδη, είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε την απόφαση του αδελφού Δικαστή Παμπαλλή, Δ., με την οποία συμφωνούμε.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου, με τη διευκρίνιση ότι οι Νικολάτος, Π. και Ναθαναήλ, Δ. ναι μεν συμφωνούν με την απόρριψη των εφέσεων, αλλά θεωρούν ότι ως αποτέλεσμα της απόφασής τους να αθωώσουν τους εφεσίβλητους στην κατηγορία του Άρθρου 210 ΠΚ, η παρούσα έπαυσε να έχει αντικείμενο.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι Χαράλαμπος Χαραλάμπους και Ανδρέας Λοϊζίδης κρίθηκαν ένοχοι από το Κακουργιοδικείο στις κατηγορίες της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης συμπεριφοράς κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ), αλλά αθωώθηκαν σε ισάριθμες άλλες κατηγορίες για ανθρωποκτονία κατά παράβαση του Άρθρου 205 ΠΚ.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας (ο Εφεσείων) αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου να αθωώσει τους εφεσίβλητους στις κατηγορίες του Άρθρου 205, θεωρώντας ότι το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο στα πραγματικά γεγονότα σ’ ότι αφορά την παράλειψη των εφεσιβλήτων να δώσουν οδηγίες για τήρηση απόστασης ασφαλείας από το φονικό φορτίο - την ημέρα της έκρηξης – την οποία εσφαλμένα ενέταξε στα πλαίσια του Άρθρου 210 και όχι του Άρθρου 205 του ΠΚ.

 

Το ότι κατά την ημέρα της φονικής έκρηξης, στις 11.7.2011, οι εφεσίβλητοι δεν έδωσαν οδηγίες να τηρηθούν οι αποστάσεις ασφαλείας από το φονικό φορτίο αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός. Όμως το Κακουργιοδικείο έκρινε πως αυτή καθεαυτή η παράλειψη, λαμβανομένης υπόψη και της περιορισμένης εμπλοκής τους στο πρόβλημα, δεν ήταν επαρκής για αναβάθμιση της αμέλειας τους στην υπαίτια αμέλεια του Άρθρου 205 και, εν πάση περιπτώσει, θα αρκούσαν εύλογες αμφιβολίες για το βαθμό της υπαιτιότητας τους ώστε να ενταχθούν στα πλαίσια του Άρθρου 210.

 

Η εμπλοκή των εφεσιβλήτων στο πρόβλημα, το ιστορικό του οποίου παραπέμπει στο Μάρτιο του 2009, περιγράφεται λεπτομερώς στην πρωτόδικη απόφαση καθώς επίσης και στις αποφάσεις που απαγγέλθηκαν αμέσως προηγουμένως και δεν θα το επαναλάβουμε, παρά μόνο στο βαθμό που απαιτείται για σκοπούς πληρότητας της παρούσας.

[*1162]Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσίβλητος Χαραλάμπους ήταν αναπληρωτής διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και ο εφεσίβλητος Λοϊζίδης Διοικητής της ΕΜΑΚ, η οποία παράλληλα με την κύρια αποστολή της λειτουργεί και πυροσβεστικό σταθμό στην Κοφίνου που έχει στον τομέα ευθύνης του και τη Ναυτική Βάση στο Μαρί.

 

Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 5.7.11 στο γραφείου του Υπουργού Άμυνας, αποφασίστηκε η σύσταση επιτροπής για επιτόπια επιθεώρηση του φορτίου και υποβολή εισηγήσεων για αντιμετώπιση του προβλήματος.

 

Τα μέλη της επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν και οι εφεσίβλητοι, επισκέφθηκαν τη Ναυτική Βάση στις 6.7.11 και αφού έτυχαν ενημέρωσης από το Συνταγματάρχη Γεωργιάδη και επιθεώρησαν το φορτίο, κατέληξαν σε ομόφωνη διαπίστωση πως η κατάσταση ήταν πάρα πολύ κρίσιμη και θα έπρεπε να απομακρυνθεί αμέσως το διογκωμένο εμπορευματοκιβώτιο από τη στοιβάδα καθότι υπήρχε ενδεχόμενο να υπάρξει νέο επεισόδιο έκρηξης εντός αυτού και στη συνέχεια να τοποθετηθεί σύστημα συνεχούς κατάβρεξης των υπολοίπων εμπορευματοκιβωτίων με θαλασσινό νερό για να μειωθούν οι θερμοκρασίες εντός αυτού. Πρόκειται για αποφάσεις οι οποίες δεν υλοποιήθηκαν ποτέ και σ’ ότι αφορά τους εφεσίβλητους, αυτοί, όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, είχαν αντιληφθεί τον κίνδυνο και είχαν αντίληψη της αμεσότητας ενός πραγματικού κινδύνου ζωής. Παρόλα αυτά παρέλειψαν να ενημερώσουν σχετικά οποτεδήποτε οποιοδήποτε από τα μέλη της ΕΜΑΚ, παράλειψη που αποτέλεσε και το λόγο καταδίκης τους δυνάμει του Άρθρου 210 ΠΚ. Η παρούσα όμως έφεση επικεντρώνεται μόνο στην παράλειψη τους να δώσουν οδηγίες για τήρηση της απόστασης ασφαλείας από το επίδικο φορτίο την ημέρα της φονικής έκρηξης, δηλαδή το πρωί της 11.7.11 και αυτό είναι το αντικείμενο της παρούσας.

 

Το μοιραίο πρωινό, στις 03:47, γίνεται αντιληπτή πυρκαγιά στο διογκωμένο εμπορευματοκιβώτιο και ενημερώνεται σχετικά ο πυροσβεστικός σταθμός Κοφίνου που ανταποκρίνεται με δύο πυροσβεστικά οχήματα και με ομάδα 6 μελών της ΕΜΑΚ. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο Λοχίας Παπαδόπουλος, ο οποίος αμέσως μετά είχε τηλεφωνική συνομιλία με τον διοικητή του - εφεσίβλητο Λοϊζίδη - και ακολούθως και με τον εφεσίβλητο Χαραλάμπους.  Παρόλα αυτά κανένας απ’ αυτούς δεν του έδωσε οδηγίες για τήρηση απόστασης ασφαλείας από το φονικό φορτίο, παράλειψη που συνεχίζεται μέχρι και τις 05:46 που ο Λοχίας Παπαδόπουλος είχε την τελευταία τηλεφωνική συνομιλία με το διοικητή του Λοϊζίδη διάρκειας 20 δευτερολέπτων. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα φτάνει στην κεντρική πύλη της Ναυτικής Βάσης και ο Λοϊζίδης, ο οποίος από τις 04:53 ήταν σε συνεχή τηλεφωνική επαφή με το Χαραλάμπους, πλην όμως ήταν ήδη πολύ αργά αφού στις 05:47 – 05:48 συντελείται η φονική έκρηξη που επέφερε το θάνατο 13 ανθρώπων που κατά την ώρα της έκρηξης βρίσκονταν μέσα στην ακτίνα θανάτου.

 

Στη βάση των πιο πάνω (αδιαμφισβήτητων) γεγονότων, το Κακουργιοδικείο, αφού προέβηκε σε εκτενή ανάλυση των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των Άρθρων 205 και 210 ΠΚ, κατέληξε – και ορθώς – πως «ως ζήτημα πολιτικής του δικαίου και δίκαιης διαβάθμισης της ευθύνης (fair labelling) μόνο σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις πρόκλησης θανάτου από αμέλεια μπορεί να αποδοθεί ο βαρύς χαρακτηρισμός της ανθρωποκτονίας». Στη βάση της αντίληψης αυτής, και με αναφορά κυρίως στις υποθέσεις R. v. Adomako [1994] 3 All E.R. 79 (HL), Rayas v. The Police 19 C.L.R. 308, Gavalas v. The Police (1985) 2 C.L.R. 114, Nearchou v. The Police (1965) 2 C.L.R. 99, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χατζηκωνσταντίνου (1989) 2 Α.Α.Δ. 99 και Μαυρομμάτης ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 69, κατέληξε ότι η ποινική ευθύνη των εφεσιβλήτων εντάσσεται στα πλαίσια του Άρθρου 210 και όχι του Άρθρου 205 ΠΚ. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Οι κατηγορούμενοι 4, 5 και 6, με βάσει τα ευρήματα μας στην παρ. Δ.7.2 είχαν αντίληψη ενός πραγματικού κινδύνου θανάτου. Σε αντίθεση όμως με τον κατηγορούμενο 2 δεν είχαν ευθύνη για τη φύλαξη του φορτίου, δεν είχαν μακρά εμπλοκή με το  πρόβλημα, δεν είχαν προηγούμενη ενημέρωση. Η δική τους ευθύνη δεν ήταν πρωτογενής, υπό την έννοια ότι διατηρούσαν οι ίδιοι την επικίνδυνη κατάσταση, αλλά έγκειται στο ότι παρέλειψαν να χειριστούν, ως όφειλαν, την επικίνδυνη κατάσταση. Ειδικότερα οι κατηγορούμενοι 4 και 5*, στο τέλος ενήργησαν απεγνωσμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να τους αποδοθεί αδιαφορία μέχρι τέλους. Δεν είναι δίκαιο να τοποθετηθούν στο ίδιο επίπεδο αμέλειας με τον κατηγορούμενο 2. Άλλωστε, ακόμα κι αν το θέμα θα ήταν περαιτέρω συζητήσιμο, θα αρκούσαν εύλογες αμφιβολίες για το [*1164]βαθμό της υπαιτιότητας τους, ώστε να ενταχθούν στα πλαίσια του Άρθρου 210 ΠΚ».

 

Eίναι θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι ναι μεν το Κακουργιοδικείο ορθά κατέληξε ότι βασικό κριτήριο για τον καθορισμό του βαθμού αμέλειας είναι κατά πόσο ο κίνδυνος θανάτου κατά τον επίδικο χρόνο αποτελούσε απλώς μια δυνατότητα ή πραγματική πιθανότητα, αλλά στη βάση των ευρημάτων του δεν εφάρμοσε το κριτήριο αυτό. Αν, υπέβαλε, το εφάρμοζε θα κατέληγε ότι η περίπτωση ενέπιπτε στα πλαίσια του Άρθρου 205(2) ΠΚ καθότι σύμφωνα με τα ευρήματά του ενώ «… οι κατηγορούμενοι 5 και 6 είχαν αντίληψη πως υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος ζωής…» και όχι απλώς μια δυνατότητα, εντούτοις δεν έδωσαν ως όφειλαν οδηγίες να τηρηθούν αποστάσεις ασφαλείας από το φονικό φορτίο το μοιραίο πρωινό.

 

Διαμετρικά αντίθετες είναι βεβαίως οι θέσεις των εφεσιβλήτων, οι οποίοι μέσω των ευπαιδεύτων συνηγόρων τους υπέβαλαν ότι όχι μόνο δεν είναι ένοχοι της βαριάς αμέλειας του Άρθρου 205 ΠΚ, αλλά καμιά αμέλεια δεν μπορεί να τους αποδοθεί για την έκρηξη και τα θλιβερά αποτελέσματα της.

 

Έχουμε διεξέλθει με κάθε προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και να επαναλάβουμε αυτό που ήδη επισημάνθηκε σε αποφάσεις που δώσαμε αμέσως προηγουμένως. Ότι δηλαδή η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της ανθρωποκτονίας εκ παραλείψεως του Άρθρου 205(2) και της αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης συμπεριφοράς του Άρθρου 210 ΠΚ είναι ότι για τεκμηρίωση του αδικήματος του Άρθρου 205(2) απαιτείται υπαίτια αμέλεια, ενώ για τεκμηρίωση του αδικήματος του Άρθρου 210 δεν απαιτείται υπαίτια αμέλεια.

 

Ο Νόμος δεν καθορίζει τι συνιστά «υπαίτια αμέλεια», αφήνοντας στο Δικαστήριο την ευθύνη να την καθορίσει στη βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης. Δεν χωρεί όμως αμφιβολία ότι η έννοια του όρου «υπαίτια αμέλεια» παραπέμπει σε βαριά αμέλεια (gross negligence) και διαφωτιστική επί του θέματος είναι και η Adomako (ανωτέρω) η οποία επιβεβαιώθηκε μεταγενέστερα από το αγγλικό εφετείο στη R. v. Misra [2004] EWCA Crim 2375, [2005] 1 CrApp.R. 21. Kρίθηκε συναφώς – κάτι που μας βρίσκει σύμφωνους – ότι το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια στοιχειοθετείται όπου (α) ο κατηγορούμενος όφειλε στο θύμα καθήκον να μην είναι αμελής έναντί του (β) το οποίο (καθήκον) παρέβηκε (γ) με αποτέλεσμα να προκαλέσει το θάνατο του και (δ) η παράβαση να είναι μεγίστου βαθμού μεγέ[*1165]θους (gross negligence) που να δικαιολογεί ποινική καταδίκη. Προκύπτει επομένως ότι μόνο σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις πρόκλησης θανάτου από αμέλεια μπορεί να αποδοθεί ο βαρύς χαρακτηρισμός της ανθρωποκτονίας και κατά την άποψή μας δεν είναι τέτοια η υπό κρίση περίπτωση. Τους λόγους τους δίδει το Κακουργιοδικείο στο απόσπασμα που αυτούσιο παρατίθεται πιο πάνω, με τους οποίους συμφωνούμε πλήρως. Περιοριζόμαστε απλώς να επισημάνουμε ότι παρά τον χαρακτηρισμό της όποιας αντίληψης είχαν οι εφεσίβλητοι για τον κίνδυνο, τον οποίο δεν δημιούργησαν οι ίδιοι, η αποδιδόμενη με τις υπό κρίση εφέσεις βαριά αμέλεια παραβλέπει ότι η παράλειψη τους να δώσουν οδηγίες για τήρηση ασφαλείας από το φονικό φορτίο δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το γεγονός ότι και οι ίδιοι εκείνο το μοιραίο πρωινό βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια πρωτόγνωρη κατάσταση, την οποία κλήθηκαν να διαχειριστούν την υστάτη, και όπως ορθά σημειώνει το Κακουργιοδικείο «… στο τέλος ενήργησαν απεγνωσμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να τους αποδοθεί αδιαφορία μέχρι τέλους».

 

Ενόψει των πιο πάνω και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται ως αβάσιμες.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Πλην εμού και του Ναθαναήλ, Δ., οι οποίοι έχουν εκδώσει αθωωτική απόφαση για τους Εφεσείοντες, οι υπόλοιποι δικαστές συμφωνούν με την απόφαση που θα δοθεί από τον Ερωτοκρίτου, Δ..

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος στην Ποινική Έφεση Αρ. 159/13, Κώστας Παπακώστα (Κατηγορούμενος 2), βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο σε 13 κατηγορίες για ανθρωποκτονία, κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε χρόνων στην κάθε μια.

 

Οι Εφεσίβλητοι στις άλλες τρεις εφέσεις, Ανδρέας Νικολάου (κατηγορούμενος 4), Χαράλαμπος Χαραλάμπους (κατηγορούμενος 5) και Ανδρέας Λοϊζίδης (κατηγορούμενος 6), βρέθηκαν ένοχοι σε 13 κατηγορίες για πρόκληση θανάτου, δυνάμει του Άρθρου 210 και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο χρόνων στην κάθε μια από τις 13 κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, με διαταγή όπως οι ποινές συντρέχουν.

 

Με τις υπό εξέταση εφέσεις, η Δημοκρατία εφεσιβάλλει τις ποινές ως έκδηλα ανεπαρκείς.

[*1166]Ο Εφεσίβλητος Ανδρέας Νικολάου, κρίθηκε με ξεχωριστή έφεση, ότι δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη και ως εκ τούτου η έφεση της Δημοκρατίας με αρ. 160/13 κατά της ποινής κατέστη άνευ αντικειμένου και έχει ήδη απορριφθεί. Παραμένουν όμως οι Ποινικές Εφέσεις Αρ. 159/13, 158/13 και 157/13, οι οποίες αφορούν στην ανεπάρκεια της ποινής που επιβλήθηκε στους Εφεσίβλητους Παπακώστα, Χαραλάμπους και Λοϊζίδη, η καταδίκη των οποίων επιβεβαιώθηκε κατά πλειοψηφία από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Τα γεγονότα συνοψίζονται με περισσή λεπτομέρεια στην απόφαση της μειοψηφίας στην Ποινική Έφεση Αρ. 145/13. Παρά ταύτα, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε αδρομερώς στα γεγονότα όπως εξελίχθηκαν, για σκοπούς πληρότητας της παρούσας απόφασης.

 

Τον Φεβρουάριο του 2009 το πλοίο Morchegork μετέφερε 98  εμπορευματοκιβώτια με στρατιωτικό υλικό από το Ιράν στην Συρία. Επειδή υπήρχαν περιορισμοί του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) για τη μεταφορά τέτοιου υλικού, το φορτίο του πλοίου κατασχέθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία μετά από σχετικό ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Τον Μάρτιο του 2009, τα 98 εμπορευματοκιβώτια, τα περισσότερα από τα οποία περιείχαν εκρηκτική ύλη (πυρίτιδα), τοποθετήθηκαν σε στοιβάδα σε υπαίθριο χώρο στη Ναυτική Βάση Ευάγγελος Φλωράκης στο Μαρί. Τα εμπορευματοκιβώτια παρέμειναν εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες για 27 μήνες, μέχρι που εξερράγησαν στις 11 Ιουλίου 2011. Ως αποτέλεσμα της έκρηξης φονεύθηκαν 13 πρόσωπα και προκλήθηκαν τεράστιες ζημιές σε περιουσίες, ιδιαίτερα στον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό Ζυγίου.

 

Ο Εφεσίβλητος Παπακώστας, κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν Υπουργός Άμυνας και είχε τη γενική εποπτεία της Εθνικής Φρουράς. Του αποδόθηκε γνώση για τον κίνδυνο έκρηξης ένεκα της παρατεταμένης τοποθέτησης των εμπορευματοκιβωτίων σε υπαίθριο χώρο και της έκθεσής τους σε απαγορευτικές συνθήκες. Βρέθηκε ένοχος δυνάμει του Άρθρου 205 του Κεφ. 154, για το ότι ενώ είχε καθήκον να λάβει μέτρα προς αποτροπή της έκρηξης και διαφύλαξη της ασφάλειας των παρευρισκομένων στη Ναυτική Βάση, παρέλειψε να λάβει τα αναγκαία μέτρα με αποτέλεσμα την έκρηξη και τον θάνατο 13 προσώπων που βρίσκονταν τη δεδομένη στιγμή στη Βάση.

 

Ο Εφεσίβλητος Χαραλάμπους ήταν ο Αναπληρωτής Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, ενώ ο Εφεσίβλητος Λοϊζίδης ήταν [*1167]Διοικητής της ΕΜΑΚ. Οι δύο βρέθηκαν ένοχοι, καθότι ενώ είχαν καθήκον φύλαξης των παρευρισκομένων στη Ναυτική Βάση σε περίπτωση κλήσης της Πυροσβεστικής και της ΕΜΑΚ αντίστοιχα και ενώ γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι υπήρχε κίνδυνος έκρηξης των 98 εμπορευματοκιβωτίων, παρέλειψαν να ενημερώσουν τα μέλη της Πυροσβεστικής και της ΕΜΑΚ για τον κίνδυνο έκρηξης και περαιτέρω παράλειψαν υπό τις περιστάσεις, να δώσουν οδηγίες για απομάκρυνση όλων των προσώπων από το χώρο των εμπορευματοκιβωτίων, με αποτέλεσμα τον θάνατο από την έκρηξη, τόσο πυροσβεστών, όσο και άλλων παρευρισκομένων στη Βάση.

 

Σύμφωνα με τους λόγους έφεσης, οι πλείστοι από τους οποίους είναι κοινοί, οι ποινές που επιβλήθηκαν στους Εφεσίβλητους είναι έκδηλα ανεπαρκείς, καθότι το Κακουργιοδικείο:-

 

1. Αποτίμησε εσφαλμένα τη σοβαρότητα της παράλειψης των Εφεσιβλήτων, των συνεπειών που αυτή είχε, καθώς και του βαθμού ευθύνης.

 

2. Απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις τους.

 

3. Αξιολόγησε εσφαλμένα τους επιβαρυντικούς παράγοντες στην επιβολή της ποινής.

 

4. Εσφαλμένα δεν απέδωσε αποτρεπτικό χαρακτήρα στις ποινές.

5. Εσφαλμένα επέβαλε συντρέχουσες ποινές, αντί διαδοχικές.  (Ο συγκεκριμένος λόγος εγκαταλείφθηκε μετά από δήλωση της συνηγόρου των Εφεσειόντων, κατά τη διάρκεια της αγόρευσής της.)

 

6. Απέδωσε εσφαλμένα υπέρμετρη βαρύτητα στο μετριαστικό παράγοντα της μη δίωξης άλλων προσώπων, με αποτέλεσμα η προσέγγιση του ως προς την άνιση μεταχείριση να είναι εξίσου εσφαλμένη, και

 

7. Παραγνώρισε τις αποκρυσταλλωμένες αρχές της νομολογίας ως προς την οριοθέτηση των ποινών σε ανάλογα αδικήματα.

 

Ως προς τους Εφεσίβλητους Χαραλάμπους και Λοϊζίδη, πέραν των πιο πάνω, προβάλλονται δύο πρόσθετοι λόγοι, ότι:-

 

Α. Εσφαλμένα προσέγγισε τη σταδιοδρομία τους ως παράγο[*1168]ντα μετριαστικού της ποινής, και

 

Β. Παραγνώρισε χωρίς λόγο το ρόλο τους για τα γεγονότα της 11ης Ιουλίου.

 

Η εμπεριστατωμένη προφορική αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσείοντος, περιορίστηκε σε αναφορά στις αγγλικές κατευθυντήριες γραμμές για παρόμοιες υποθέσεις, καθώς και σε αγγλικές υποθέσεις στις οποίες επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης σε περιπτώσεις μαζικών θανάτων. Όπως μας εξήγησε η αναφορά σε αγγλικές αποφάσεις ήταν αναπόφευκτη, εφόσον στην Κύπρο δεν εντόπισε τέτοιες αποφάσεις, τουλάχιστον σε επίπεδο Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τους λόγους έφεσης για την ανεπάρκεια των ποινών, αλλά καθόλου δεν συμμεριζόμαστε τις θέσεις και εισηγήσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου για τον Εφεσείοντα. Αντίκρισε το σκεπτικό και τις ποινές που επέβαλε το Κακουργιοδικείο με πολύ στενό τρόπο. Θα λέγαμε ότι παραγνώρισε τη φιλοσοφία της όλης προσέγγισης του Κακουργιοδικείου, η οποία εστιάστηκε κατά κύριο λόγο στην αρχή της ισότητας και στην άνιση μεταχείριση των Εφεσειόντων, ενόψει του γεγονότος ότι δεν ήταν όλοι οι υπαίτιοι ενώπιον της δικαιοσύνης. Το Κακουργιοδικείο επανέλαβε σε πολλά σημεία της απόφασης του ότι η απουσία των υπολοίπων συντελεστών της τραγωδίας στο Μαρί, εύλογα δημιούργησε στους Εφεσίβλητους αισθήματα αδικίας, τα οποία το Κακουργιοδικείο προσπάθησε όσο ήταν δυνατό να μετριάσει.

 

Στην απόφασή του το Κακουργιοδικείο έκαμε εκτενή αναφορά στο ότι δεν κατηγορήθηκαν και άλλα πρόσωπα που εμπλέκονταν.  Εύλογα διαπίστωσε «μια καθολική, απαράδεχτη και εξοργιστική δυσλειτουργία του πολιτικού και διοικητικού συστήματος».  Έκαμε εκτενή αναφορά στα νομολογηθέντα στην υπόθεση Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141 στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο υπογραμμίζοντας την καθολική αρχή της ισότητας, ανέφερε τα εξής:-

 

«Η αρχή της ισότητας, όπως καθιερώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, είναι καθολική. Η ισονομία και η ισοπολιτεία αποτελούν την πεμπτουσία της Δικαιοσύνης. Η ισότητα καθιερώνεται ως ανθρώπινο δικαίωμα και τυγχάνει, όπως αναγνωρίζει η νομολογία, καθολικής εφαρμογής - (βλ. Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33). Η ισότητα αποτελεί έκφραση της Δικαιοσύνης- εκτείνεται σε όλο το εύρος της πολιτειακής [*1169]λειτουργίας. Το Άρθρο 35 του Συντάγματος ορίζει ότι αποτελεί καθήκον όλων των εξουσιών της Πολιτείας, της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής, η διασφάλιση και αποτελεσματική εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, μέσα στα όρια της αρμοδιότητας της κάθε εξουσίας.

 

Τα μέσα, τα οποία παρέχονται στο Δικαστήριο, προς αντιμετώπιση της άνισης μεταχείρισης των παραβατών από τις διωχτικές αρχές, είναι περιορισμένα. Η θεώρηση του παράγοντα αυτού, ως μετριαστικού της ποινής εκείνων που διώκονται, δεν επιφέρει την εξίσωση. Μετριάζει, όπως έχουμε τονίσει, τα αισθήματα αδικίας που προκαλεί η άνιση μεταχείριση και συντηρεί το αίσθημα δικαιοσύνης μεταξύ του κοινού. Και, στο μέτρο που της παρέχεται η ευχέρεια, η Δικαιοσύνη μεριμνά, με τα μέσα που έχει στη διάθεση της, για τη διασφάλιση ισοπολιτείας, θεμελιώδους αρχής του Συντάγματος και αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος του ανθρώπου. Έτσι εκπληρώνει, στο μέτρο που είναι δυνατό, το καθήκον που επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγματος.»

 

Το Κακουργιοδικείο παράθεσε επίσης απόσπασμα από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Λοΐζου (2000) 2 Α.Α.Δ. 373, στην οποία υιοθετήθηκαν οι πιο πάνω αρχές και επιβεβαιώθηκαν τα νομολογηθέντα στη Δημητρίου, ανωτέρω. Ένα αντιπροσωπευτικό μέρος του αποσπάσματος που παράθεσε το Κακουργιοδικείο από την υπόθεση Λοΐζου, ανωτέρω,  είναι και το πιο κάτω:-

 

«Η αρχή της ισότητας επιβάλλει τη χωρίς διάκριση και χωρίς εξαίρεση, προσαγωγή των παραβατών ενώπιον της Δικαιοσύνης. Η μεταχείριση και η τιμωρία των παραβατών αποτελεί πτυχή της δικαστικής λειτουργίας και αποκλειστική ευθύνη των δικαστικών αρχών.

 

……………………………………………….……………………

 

Η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να μείνει ουδέτερη μπροστά στη χρήση διάφορου μέτρου στη μεταχείριση των παραβατών. Το Άρθρο 35 του Συντάγματος δεν το επιτρέπει. όπως δεν το επιτρέπει η φύση της δικαστικής αποστολής συνυφασμένη κατά πάντα χρόνο με την ισότητα. Δεν διαγράφει βέβαια το έγκλημα των καταδικασθέντων ούτε αφίσταται του καθήκοντος να τους τιμωρήσει για το αδίκημα το οποίο διέπραξαν. Μπορεί να μειώσει την ποινή των καταδικασθέντων στο βαθμό που να μετριάζει το αίσθημα αδικίας το οποίο προκαλεί η διάφορη μετα[*1170]χείριση των παραβατών. Με τον τρόπο αυτό μετριάζεται αφενός η ανισότητα στη μεταχείριση των παραβατών και αφετέρου η Δικαιοσύνη εκπληρώνει, στο βαθμό που της παρέχεται η δυνατότητα, το καθήκον το οποίον επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγματος, που δεσμεύει τις Δικαστικές όπως και τις άλλες αρχές (νομοθετική και εκτελεστική) να διασφαλίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα περιλαμβανομένου του δικαιώματος της ισότητας (Άρθρο 28 του Συντάγματος).»

 

Το Κακουργιοδικείο προβληματίστηκε έντονα για τη μη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας εναντίον των Γεωργιάδη και Τσαλικίδη, καθώς και τη μη συμπερίληψη των Μπισμπίκα, Σοφιανίδη και άλλων προσώπων ανάμεσα στους συντελεστές της τραγωδίας. Στην καταληκτική του θεώρηση αναφέρει τα εξής:-

 

«Δεν μπορούμε παρά να λάβουμε υπόψη τα παραπάνω, στην προσπάθεια μας να μετριαστεί η ανισότητα στην μεταχείριση των εμπλεκομένων, αλλά και να εκπληρώσουμε, στο βαθμό που μας παρέχεται η δυνατότητα, το καθήκον που μας επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγματος για διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιλαμβανομένου του μέτρου του δικαιώματος της ισότητας. Η Θέμις δεν κρατά μόνο σπαθί, αλλά και ζυγό. Η ζυγός συμβολίζει, αφενός την ισότητα ως διαχρονική αξία και αφετέρου την ανάγκη τα πράγματα εξισορροπούνται, ώστε να αποδίδεται, όσο το επιτρέπουν τα ανθρώπινα, δικαιοσύνη, μια έννοια πολύ πιο σύνθετη από την ανταπόδοση και μόνο του κακού που ο δράστης προκάλεσε.»

 

Θα λέγαμε ότι ο τρόπος που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το θέμα ήταν υποδειγματικός ως προς την ανάγκη διασφάλισης των δικαιωμάτων των Εφεσιβλήτων για ίση μεταχείριση, σύμφωνα με τα Άρθρα 28 και 35 του Συντάγματος. Όμως η πλευρά του Εφεσείοντος δεν πείστηκε για την αναγκαιότητα για μετριασμό του αισθήματος αδικίας που δημιουργήθηκε στους Εφεσίβλητους, ως αποτέλεσμα της μη δίωξης και των υπολοίπων συντελεστών.  Αντίθετα, αντί να αναγνωρίσει το εύλογο των αισθημάτων αδικίας που δημιουργήθηκαν στους Εφεσίβλητους και να περιοριστεί στο να υποστηρίξει την ορθότητα των ποινών στις εφέσεις που καταχώρισαν οι Εφεσίβλητοι, έκρινε σκόπιμο να εφεσιβάλει τις ποινές ως έκδηλα ανεπαρκείς, επιδιώκοντας, όπως μας ανέφερε, διπλασιασμό των ποινών.

 

Κανένα από τα επιχειρήματα που ανέπτυξε η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσείοντα δεν μας έπεισε ότι ο τρόπος που το Κα[*1171]κουργιοδικείο ζύγισε τους διάφορους αντίρροπους παράγοντες ήταν λανθασμένος ή ότι η ποινή που τελικά επιβλήθηκε ήταν έκδηλα ανεπαρκής. Ουδείς διαφωνεί ότι αν δεν υπήρχε:- (α) ο παράγοντας της άνισης μεταχείρισης, (β) ο σχετικά μικρός ρόλος του Εφεσίβλητου 5 και 6, (γ) οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου 2 και (δ) όλοι οι άλλοι μετριαστικοί παράγοντες που καταγράφει το Κακουργιοδικείο, θα μπορούσε να επιβληθεί μεγαλύτερη ποινή. Όμως πάντοτε η ορθή ποινή είναι το απαύγασμα μιας εξαιρετικά λεπτής διεργασίας εξισορρόπησης πολλών αντίθετων παραγόντων, ώστε η ποινή που τελικά θα επιβληθεί να είναι γενικά προς το συμφέρον της κοινωνίας, ιδιαίτερα όταν τα αδικήματα είναι σοβαρά, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Όμως στον καθορισμό της σοβαρότητας του εγκλήματος στην περίπτωση του κάθε Εφεσίβλητου «υπεισέρχονται και υποκειμενικοί παράγοντες, όπως οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έδρασε ο κατηγορούμενος, ώστε να καταφανεί το βάρος της ευθύνης του για το έγκλημα» (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603).

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσείοντα, αγνοώντας παντελώς τους μετριαστικούς παράγοντες, που ορθά κατά την άποψή μας έλαβε υπόψη το Κακουργιοδικείο, εισηγήθηκε ότι η ποινή φυλάκισης για τους Εφεσίβλητους Χαραλάμπους και Λοϊζίδη θα έπρεπε να ήταν κοντά στην οροφή που θέτει ο νόμος, δηλαδή των τεσσάρων χρόνων, ενώ για τον Εφεσίβλητο Παπακώστα θα έπρεπε να ήταν διπλάσια, δηλαδή κοντά στα 10 χρόνια. Θεωρούμε εντελώς ανεδαφική μια τέτοια μηχανική προσέγγιση, εφόσον παραγνωρίζει όχι μόνο τις βασικές αρχές για επιβολή ποινής, αλλά και τους πειστικούς λόγους που έδωσε το Κακουργιοδικείο για μη επιβολή αυστηρότερων ποινών στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου δίνει το στίγμα του ορθού τρόπου που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε την ποινή:-

 

«Εν προκειμένω, σε ότι αφορά τον κατηγορούμενο 2 (Παπακώστα) ο βαθμός ευθύνης και το τραγικό αποτέλεσμα με πολλαπλούς θανάτους όπως και οι άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες θα μπορούσαν να θέσουν την περίπτωση σε ένα επίπεδο ποινής οκτώ και πλέον ετών. Όμως, λαμβάνοντας υπόψη τους σοβαρούς μετριαστικούς παράγοντες, περιλαμβανομένης της ανάγκης να αποκατασταθεί κατά το δυνατό κάποιο μέτρο ισότητας, αλλά και της ανάγκης να μειωθεί η ποινή ως μέτρο ευσπλαχνίας ενόψει της κατάστασης της υγείας του κατηγορουμένου σε συνδυασμό με την ηλικία του, θα περιορίσουμε την ποινή φυλάκισης σε περίοδο πέντε ετών. Αναμένεται από τις [*1172]αρμόδιες διοικητικές αρχές ότι θα λάβουν οποιοδήποτε μέτρο χρειάζεται για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος 2.

 

Σε ότι αφορά τους κατηγορούμενους 4 (Νικολάου), 5 (Χαραλάμπους) και 6 (Λοϊζίδη) αν και υπάρχουν διαφορές μεταξύ τους οι οποίες προκύπτουν από όσα έχουμε ανωτέρω αναφέρει, κρίνουμε ότι οι διαφορές εξισορροπούνται ώστε να μπορούν να τύχουν ομοιόμορφης μεταχείρισης, εφόσον οι παραλείψεις τους έχουν ουσιαστικά τον ίδιο χαρακτήρα. Αναγνωρίζουμε και μάλιστα ιδιαιτέρως ως προς αυτούς, την ανάγκη η ποινή να μειωθεί για σκοπούς άμβλυνσης και πάλι του αισθήματος αδικίας που προκαλείται. Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων, κρίνουμε ότι μπορούμε να μειώσουμε την ποινή από ό,τι θα ήταν το κατά τα άλλα αρμόζον μέτρο, με τέτοιο τρόπο ώστε να τους επιβληθεί ποινή φυλάκισης για περίοδο δύο ετών.»

 

Πάντοτε όπου υπάρχει απώλεια ζωής, η επιβολή ποινής είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Καμιά ποινή δεν είναι ποτέ ικανοποιητική για την απώλεια ανθρώπινης ζωής. Ομολογουμένως δεν ήταν εύκολη υπόθεση για το Κακουργιοδικείο. Όμως τελικά κατάφερε να ξεπεράσει τα διλήμματα και να σταθμίσει ορθά από τη μια την απώλεια ζωής και από την άλλη τους σοβαρούς μετριαστικούς παράγοντες που υπήρχαν για κάθε Εφεσίβλητο, χωρίς βέβαια να αγνοεί το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, ούτε βέβαια και το γεγονός ότι μπορεί να υπήρχε αμέλεια και απερισκεψία αλλά δεν υπήρχε πρόθεση εκ μέρους των Εφεσιβλήτων για την απώλεια ανθρωπίνων ζωών.

 

Η διαπίστωση καθολικής δυσλειτουργίας του συστήματος, ορθά κρίθηκε ότι μείωνε περαιτέρω την ευθύνη του καθενός των Εφεσιβλήτων και ιδιαίτερα των Εφεσίβλητων 5 και 6. Θεωρούμε εύστοχες τις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου ως προς τα κυρίαρχα στοιχεία που οδήγησαν στην έκρηξη στο Μαρί και στην απώλεια 13 ζωών, γι’ αυτό και τις παραθέτουμε αυτούσιες:-

 

«Πρώτον: Η λήψη αποφάσεων κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας. Αναφερόμαστε στην απόφαση για τοποθέτηση του φορτίου κατά παράβαση των πάγιων διαταγών και του ποινικού νόμου.

 

Δεύτερον: Η λήψη αποφάσεων κατά παράβαση της κοινής λο[*1173]γικής. Αναφερόμαστε τόσο στην απόφαση για τοποθέτηση του φορτίου με τον τρόπο που τοποθετήθηκε, όσο και στην απόφαση να τοποθετηθεί το φορτίο δίπλα από τον κύριο ηλεκτροπαραγωγό σταθμό της χώρας.

 

Τρίτον: Η μη συζήτηση του θέματος στο θεσμικό του πλαίσιο με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να μην υπάρχουν στοιχεία και δεδομένα ώστε να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου υπό την έννοια της δημόσιας λογοδοσίας (public accountability). Έτσι, σήμερα συνεχίζουμε να μην γνωρίζουμε το πλαίσιο εντός του οποίου λήφθηκαν οι εν λόγω αποφάσεις.

 

Τέταρτον: Η νοοτροπία της αναβλητικότητας και της μη ανάληψης ευθύνης. Σε μια υπόθεση εκατοντάδων τόνων πυρίτιδας σε ένα στρατόπεδο με ορατούς τους κινδύνους για την ανθρώπινη ζωή, εκείνοι που είχαν υπό την εξουσία και την ευθύνη τους τους στρατιώτες και γενικά τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να κινδυνεύσουν και εκείνοι που θα μπορούσαν να βοηθήσουν ώστε να ληφθούν αποφάσεις ή μέτρα, αναλώνονταν σε άκαρπες γραφειοκρατικές διεργασίες, σε καθυστερήσεις και αναβολές, χωρίς ποτέ στην πραγματικότητα να λαμβάνεται κανένα μέτρο.

 

Πέμπτον: Η παράλειψη να ληφθούν υπόψη οι προειδοποιήσεις και η εθελοτυφλία μπροστά στο πρόβλημα, έστω και αν αυτό αναδείχθηκε και κοινοποιήθηκε ευρέως μέσα από την έκθεση της Γενικής Ελέγκτριας. Προς τι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί εάν στην πραγματικότητα δεν λαμβάνονται υπόψη;

 

Έκτο και πιο σημαντικό: Το γεγονός ότι όλοι μιλούσαν ή ελάμβαναν υπόψη τους «πολιτικούς λόγους», χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ό,τι θα έπρεπε να είναι το πρωταρχικό: Η προστασία της ανθρώπινης ζωής.

Αν είναι να τιμωρηθούν οι κατηγορούμενοι, αλλά όσοι έχουν εξουσία να συνεχίσουν με την ίδια νοοτροπία, τότε άδικη και η τιμωρία, άδικη και η θυσία 13 ανθρώπων. Όλα αυτά θα αποκτήσουν νόημα, μόνο εάν κυριαρχήσει μια νέα αντίληψη που θα θέτει τη νομιμότητα πάνω απ’ όλα και που θα θέτει τον πραγματικό σεβασμό προς τη ζωή στο επίκεντρο της σκέψης και των ενεργειών όσων ασκούν εξουσία. Διαφορετικά, το στρεβλό σύστημα θα προχωρήσει ακάθεκτο προς την επόμενη τραγωδία.»

 

Υιοθετούμε πλήρως τις πιο πάνω διαπιστώσεις και παρατηρήσεις του Κακουργιοδικείου ως προς την καθολική δυσλειτουργία [*1174]του συστήματος και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις που αυτή είχε στις ποινές που τελικά επιβλήθηκαν.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, θεωρούμε ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο με κανένα τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν έκδηλα ανεπαρκείς, ώστε να δικαιολογείται η παρέμβασή μας.

 

Όλες οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

H έφεση 145/2013 κατά της καταδίκης και ποινής απορρίπτεται.

Η έφεση 154/2013 ως προς την καταδίκη επιτυγχάνει. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται από όλες τις κατηγορίες. Η έφεση κατά της ποινής καθίσταται άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται.

H έφεση 155/2013 κατά της καταδίκης και ποινής απορρίπτεται.

H έφεση 156/2013 κατά της καταδίκης και ποινής απορρίπτεται.

H έφεση 157/2013 απορρίπτεται.

H έφεση 158/2013 απορρίπτεται.

H έφεση 159/2013 απορρίπτεται.

Η έφεση 160/2013 κατά της ποινής καθίσταται άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται.

Η έφεση 161/2013 απορρίπτεται ως αβάσιμη.

Η έφεση 162/2013 λόγω της ισοψηφίας της Ολομέλειας κατά πόσο η παρούσα έφεση είναι εντός/εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(α)(iii) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, δεν θα προχώρησει στη εξέταση της ουσίας της έφεσης.

Η έφεση 163/2013 απορρίπτεται ως αβάσιμη.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο