Χριστοδουλίδης Χρίστος ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 49

ECLI:CY:AD:2015:B107

(2015) 2 ΑΑΔ 49

[*49]16 Φεβρουαρίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 141/2013)

 

 

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Έφεση εναντίον καταδίκης σε οκτώ κατηγορίες αναφορικά με συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, πλαστογραφία επίσημων εγγράφων, κυκλοφορία των πλαστογραφημένων αυτών εγγράφων και εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση ― Ύπαρξη περιστατικής μαρτυρίας η οποία αντικριζόμενη στο σύνολό της δεν άφηνε άλλα περιθώρια επιλογής παρά την κατάληξη στην ύπαρξη γνώσης του εφεσείοντα και σε συνακόλουθη ενοχή.

 

Ποινικό Δίκαιο ― Γνώση ― Η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση, και που αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τη γνώση ― Οποιαδήποτε εξήγηση του κατηγορουμένου που δημιουργεί αμφιβολία στο Δικαστήριο για την ύπαρξη αυτού του στοιχείου, δηλαδή της γνώσης, οδηγεί στην αθώωσή του.

 

Δικαστική απόφαση ― Δομή ― Δεν υπάρχουν στερεότυπα στη δικαστική συγγραφή αποφάσεων ― Η διατύπωση, όμως, της δικαστικής σκέψης με λογική αλληλουχία και ορθολογιστική προσέγγιση είναι επιβεβλημένη, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος απώλειας του απαιτούμενου ειρμού στη σκέψη του δικαστηρίου και να αναδύεται με διαύγεια ο δικαστικός λόγος.

 

Ο Εφεσείων και ένα ακόμη πρόσωπο ως συγκατηγορούμενο, αντιμετώπισαν πρωτόδικα οκτώ συνολικά κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, συγκεκριμένα κατάρτιση πλαστών γερμανικών αδειών παραμονής, σε αλλοδαπά πρό[*50]σωπα, πλαστογραφία επίσημων εγγράφων, ήτοι των πιο πάνω αδειών παραμονής, κυκλοφορία των πλαστογραφημένων αυτών εγγράφων και εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.

 

Κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης το πρωτόδικο δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τον συγκατηγορούμενο του Εφεσείοντα. Μετά την ολοκλήρωση της ακρόασης - και αφού παρουσιάστηκε η μαρτυρία πέντε μαρτύρων κατηγορίας προς απόδειξη των κατηγοριών και του ιδίου του κατηγορούμενου προς υπεράσπιση - το πρωτόδικο δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής - Εφεσίβλητης, κατέληξε στην ενοχή του Εφεσείοντα για το σύνολο των κατηγοριών και ακολούθως του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε μηνών.

 

Με βάση τα αδιαμφισβήτητα και παραδεκτά γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Εφεσείων, δικηγόρος, είχε συλληφθεί στη βάση εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε εναντίον του και ανακρίθηκε ύστερα από παράπονο αλλοδαπού προσώπου, στο οποίο είχε εξασφαλίσει πλαστή θεώρηση εισόδου στη Γερμανία. Παραδέχθηκε την είσπραξη χιλιάδων ευρώ από αλλοδαπούς, που κατονόμασε, για την εξασφάλιση των υπό αναφορά θεωρήσεων. Η εκδοχή του ήταν ότι βοηθούσε στην έκδοση αυτών των εγγράφων μέσω συνεργάτη του από τη Βουλγαρία,  τον οποίο είχε γνωρίσει σε μπυραρία και ο οποίος του ανέφερε ότι εργαζόταν σε γραφείο εξευρέσεως εργασίας. Ο Εφεσείων προώθησε περαιτέρω τη θέση ότι η μεταξύ τους συμφωνία προέβλεπε την ανεύρεση αλλοδαπών πελατών από τον ίδιο προς έκδοση αδειών εισόδου στη Γερμανία και με ανταμοιβή €500 για κάθε πελάτη.

 

Με τη διαδικασία αυτή εκδόθηκε γερμανική άδεια παραμονής σε αλλοδαπή από τις Φιλιππίνες, την Josephine Versoza Alday, (σχετικές ήταν οι κατηγορίες 5, 6 και 7 επί του κατηγορητηρίου), από την οποία ο Εφεσείων εισέπραξε ποσό €4000.

 

Η Josephine επιχείρησε να εισέλθει στη Γερμανία ταξιδεύοντας από Κύπρο μέσω Ιταλίας. Στην Ιταλία διαπιστώθηκε ότι η γερμανική άδεια εισόδου ήταν πλαστή και οι αρμόδιες αρχές της χώρας την συνέλαβαν και την παρέδωσαν στις Κυπριακές αρχές. Το γεγονός αυτό το πληροφορήθηκε ο Εφεσείων. Παρά ταύτα συνέχισε την ίδια διαδικασία έκδοσης των επίδικων θεωρήσεων.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν ότι:

 

(α) ο Εφεσείων γνώριζε το πραγματικό όνομα του συνεργάτη από [*51]τη Βουλγαρία - αφού στην κατοχή του βρέθηκε αεροπορικό εισιτήριο του συγκεκριμένου προσώπου με το πλήρες όνομά του - και ουδέποτε το ανέφερε στην Αστυνομία,

 

(β) πληροφορήθηκε για την πλαστότητα της άδειας εισόδου, την οποία ο ίδιος διευθέτησε στο όνομα της Josephine και συνέχισε την ίδια διαδικασία έκδοσης αδειών εισπράττοντας χρηματικά ποσά,

 

(γ) πλησίασε τον ΜΚ5 στα αστυνομικά κρατητήρια του δικαστηρίου και του πρότεινε να του επιστρέψει τα χρήματα που έλαβε για έκδοση της δικής του άδειας, με αντάλλαγμα να μη μαρτυρήσει εναντίον του.

 

Τόνισε περαιτέρω το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ο Εφεσείων, ως δικηγόρος, αναμενόμενο ήταν να γνωρίζει πως επίσημα έγγραφα που αφορούν στην κυριαρχία ενός κράτους εκδίδονται από τις νόμιμες αρχές.

 

Υπό το πιο πάνω πρίσμα, κατέληξε ότι το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της γνώσης είχε αποδειχθεί.

 

Με την έφεση αμφισβητήθηκε μόνο η καταδίκη.

 

Προβλήθηκε κυρίως η θέση πως η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου περιστατική μαρτυρία δεν ήταν αρκετή, προκειμένου να τεκμηριωθεί το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της γνώσης ότι οι συγκεκριμένες άδειες που αφορούσαν οι κατηγορίες ήταν πλαστές.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η ύπαρξη της απαραίτητης γνώσης συνήθως δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης. Μπορεί να συμπεραίνεται, και κατά κανόνα αναδύεται, μέσα από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

2.  Τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης απεδείκνυαν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, τη γνώση του Εφεσείοντα και οδηγούσαν αβίαστα σε συμπέρασμα ενοχής του Εφεσείοντα, και μόνο.

3.  Οι εξηγήσεις που επιχείρησε να προβάλει μέσω της μαρτυρίας του δεν δημιουργούσαν οποιοδήποτε ρήγμα αμφιβολίας και ορθά δεν έγιναν αποδεκτές, ως αποσυναρτημένες από οποιοδήποτε επίπεδο πειστικότητας.

4.  Τα περιστατικά που οδήγησαν στην τεκμηρίωση της γνώσης συναρτώνταν απόλυτα και θα πρέπει να αντικρισθούν υπό το πρίσμα και της ιδιότητας του Εφεσείοντα. Άλλως, ως δικηγόρος, [*52]θα ήταν αφύσικο να προβεί σε συνεργασία με άγνωστα του πρόσωπα, προς το σκοπό εξασφάλισης θεωρήσεων, αντί να απευθύνεται στις νόμιμες αρχές της Γερμανίας προς υποβοήθηση των όποιων ενδιαφερόμενων πελατών του.

5.  Κατά παρόμοιο τρόπο, εάν δεν υφίστατο γνώση πλαστότητας, η επαγγελματική του ιδιότητα αναπόφευκτα θα τον οδηγούσε στην άμεση επίκληση της συνδρομής της Αστυνομίας στη διερεύνηση της υπόθεσης και δεν θα κατέφευγε στο ψέμα και στην προσπάθεια συσκότισης των γεγονότων.

6.  Τέλος, ήταν λογικά ασύνδετη με την ιδιότητα δικηγόρου η συνέχιση έκδοσης πλαστών θεωρήσεων μετά την πληροφόρηση ως προς την πλαστότητα της άδειας της Josephine. Μόνο η, χωρίς καμία αμφιβολία, ύπαρξη γνώσης πλαστότητας εξηγεί την επανάληψη αυτής της έκνομης συμπεριφοράς.

7.  Ούτε η εισήγηση του  συνήγορου του Εφεσείοντα, η οποία προβλήθηκε στα πλαίσια συζήτησης των λόγων έφεσης, ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης, ήταν βάσιμη.

8.  Τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν τελούσαν υπό αμφισβήτηση, η δε περιστατική μαρτυρία αντικριζόμενη στο σύνολό της δεν άφηνε άλλα περιθώρια επιλογής παρά την κατάληξη στην ύπαρξη γνώσης και σε συνακόλουθη ενοχή του Εφεσείοντα, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

9.  Ζητήματα που εντοπίζονταν σε σχέση με τη δομή της δικαστικής απόφασης δεν ήταν μοιραία, υπό το φως των δεδομένων της υπόθεσης. Καθότι τα σημαντικά γεγονότα σε μεγάλη έκταση δεν τελούσαν υπό αμφισβήτηση, τα δε στοιχεία που περιέβαλλαν το αμφισβητούμενο, κρίσιμο, σημείο της γνώσης εντοπίζονταν,  με επάρκεια στο σώμα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Γερμανού ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 127,

 

Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22,

 

Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289,

 

Χαραλάμπους κ.ά. ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 424,

 

L. Papaphilippou  & CO Ltd v. Λούκα (2014) 1 Α.Α.Δ. 1193, ECLI:CY:AD:2014:A410,

 

Στυλιανού v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646,

[*53]Ευσταθίου ν. Alpha Bank Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 1682.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 689/2012), ημερομηνίας 11/7/2013.

 

Σ. Αργυρού, για τον Εφεσείοντα.

 

Ν. Δημητρίου, Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ..

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Τόσο ο Εφεσείων όσο και ένα ακόμη πρόσωπο ως συγκατηγορούμενο, αντιμετώπιζαν πρωτόδικα οκτώ συνολικά κατηγορίες. Αφορούσαν: συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, ήτοι κατάρτιση πλαστών γερμανικών αδειών παραμονής, σε αλλοδαπά πρόσωπα, πλαστογραφία επίσημων εγγράφων, δηλαδή των πιο πάνω αδειών παραμονής, κυκλοφορία των πλαστογραφημένων αυτών εγγράφων και εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Χρόνος διάπραξης των αδικημάτων καθορίζεται το διάστημα μεταξύ των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2011.

 

Κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης το πρωτόδικο δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τον συγκατηγορούμενο του Εφεσείοντα. Μετά την ολοκλήρωση της ακρόασης - και αφού παρουσιάστηκε η μαρτυρία πέντε μαρτύρων κατηγορίας προς απόδειξη των κατηγοριών και του ιδίου του κατηγορούμενου προς υπεράσπιση - το πρωτόδικο δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής – Εφεσίβλητης, κατέληξε στην ενοχή του Εφεσείοντα για το σύνολο των κατηγοριών και ακολούθως του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε μηνών.

 

Είναι επιβεβλημένη, υπό τις συνθήκες, η παράθεση των γεγονότων που περιβάλλουν τις κατηγορίες - όπως αυτά παρέμειναν αδιαμφισβήτητα ή έγιναν παραδεκτά και αποτέλεσαν ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα οποία και δεν προσβάλλονται κατ’ έφεση - προκειμένου να γίνει ευκολότερα κατανοητό και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης:

[*54]Ο Εφεσείων, δικηγόρος, είχε συλληφθεί στη βάση εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε εναντίον του και ανακρίθηκε μετά από παράπονο αλλοδαπού προσώπου, στο οποίο είχε εξασφαλίσει πλαστή θεώρηση εισόδου στη Γερμανία. Παραδέχθηκε την είσπραξη χιλιάδων ευρώ από αλλοδαπούς, που κατονόμασε, για την εξασφάλιση των υπό αναφορά θεωρήσεων. Η εκδοχή του ήταν ότι βοηθούσε στην έκδοση αυτών των εγγράφων μέσω συνεργάτη του από τη Βουλγαρία, κάποιου Martin, τον οποίο είχε γνωρίσει σε μπυραρία και ο οποίος του ανέφερε ότι εργαζόταν σε γραφείο εξευρέσεως εργασίας. Ο Εφεσείων προώθησε περαιτέρω τη θέση ότι η μεταξύ τους συμφωνία προέβλεπε την ανεύρεση αλλοδαπών πελατών από τον ίδιο προς έκδοση αδειών εισόδου στη Γερμανία και με ανταμοιβή €500 για κάθε πελάτη. Ο Εφεσείων θα έπαιρνε το διαβατήριο του αλλοδαπού και πρόσωπο το οποίο θα ερχόταν από τη Βουλγαρία, επίσης συνεργάτης του Martin, θα παραλάμβανε το διαβατήριο για σκοπούς της προαναφερθείσας θεώρησης. Τον δεύτερο αυτό συνεργάτη ο Εφεσείων τον γνώριζε με το όνομα George. Με τη διαδικασία αυτή εκδόθηκε γερμανική άδεια παραμονής σε αλλοδαπή από τις Φιλιππίνες, την Josephine Versoza Alday, (σχετικές είναι οι κατηγορίες 5, 6 και 7 επί του κατηγορητηρίου), από την οποία ο Εφεσείων εισέπραξε ποσό €4000. Η Josephine επιχείρησε να εισέλθει στη Γερμανία ταξιδεύοντας από Κύπρο μέσω Ιταλίας. Στην Ιταλία διαπιστώθηκε ότι η γερμανική άδεια εισόδου ήταν πλαστή και οι αρμόδιες αρχές της χώρας συνέλαβαν την Josephine και την παρέδωσαν στις Κυπριακές αρχές. Το γεγονός αυτό το πληροφορήθηκε ο Εφεσείων. Παρά ταύτα συνέχισε την ίδια διαδικασία έκδοσης των επίδικων θεωρήσεων.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν ότι:

 

(α) ο Εφεσείων γνώριζε το πραγματικό όνομα του George – αφού στην κατοχή του βρέθηκε αεροπορικό εισιτήριο του συγκεκριμένου προσώπου με το πλήρες όνομά του - και ουδέποτε το ανέφερε στην Αστυνομία,

 

(β) πληροφορήθηκε για την πλαστότητα της άδειας εισόδου, την οποία ο ίδιος διευθέτησε στο όνομα της Josephine και συνέχισε την ίδια διαδικασία έκδοσης αδειών εισπράττοντας χρηματικά ποσά,

 

(γ) πλησίασε τον ΜΚ5 στα αστυνομικά κρατητήρια του δικαστηρίου και του πρότεινε να του επιστρέψει τα χρήματα που έλαβε για έκδοση της δικής του άδειας, με αντάλλαγμα να μη [*55]μαρτυρήσει εναντίον του. Ανέφερε επίσης στον ΜΚ5 ότι η Josephine ήταν «ηλίθια», αφού έπρεπε να πει ψέματα στις ιταλικές αρχές ότι διαμένει και εργάζεται στη Γερμανία.

 

Τόνισε περαιτέρω το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ο Εφεσείων, ως δικηγόρος, αναμενόμενο ήταν να γνωρίζει πως επίσημα έγγραφα που αφορούν την κυριαρχία ενός κράτους εκδίδονται από τις νόμιμες αρχές.

 

Υπό το πιο πάνω πρίσμα κατέληξε ότι το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της γνώσης είχε αποδειχθεί.

 

Με την υπό κρίση έφεση αμφισβητείται, τελικά, η καταδίκη και μόνο. Ο,τι προσβάλλεται περιστρέφεται βασικά γύρω από τη θέση πως η ενώπιον του δικαστηρίου περιστατική μαρτυρία δεν ήταν αρκετή προκειμένου να τεκμηριωθεί το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της γνώσης ότι οι συγκεκριμένες άδειες που αφορούσαν οι κατηγορίες ήταν πλαστές.

 

Η ύπαρξη της απαραίτητης γνώσης συνήθως δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης. Μπορεί να συμπεραίνεται, και κατά κανόνα αναδύεται, μέσα από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Γερμανού ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 127, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, 48).

 

Στην καθοδηγητική επί του θέματος απόφαση Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289, 295 λέχθηκαν τα εξής:

 

«Επειδή βέβαια το στοιχείο της γνώσης συνήθως ανάγεται αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία του κατηγορουμένου, η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση, και που αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τη γνώση. Οποιαδήποτε εξήγηση του κατηγορουμένου που δημιουργεί αμφιβολία στο Δικαστήριο για την ύπαρξη αυτού του στοιχείου, δηλαδή της γνώσης, οδηγεί στην αθώωσή του.»

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέθεσε την εκδοχή της Εφεσίβλητης-Αστυνομίας και ανέλυσε τη γραμμή υπεράσπισης του Εφεσείοντα-κατηγορούμενου. Αποδεχόμενο στη συνέχεια τη μαρτυρία που παρουσίασε η Εφεσίβλητη κατέληξε στα ευρήματα του, τα οποία και δεν αμφισβητήθηκαν κατ’ έφεση. Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αντικατοπτρίζονται στα περιστατικά που έχουμε ήδη απαριθμήσει και τα οποία το οδή[*56]γησαν στην τελική του κρίση, ότι ο Εφεσείων είχε γνώση της πλαστότητας των επίδικων θεωρήσεων.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι τα υπό αναφορά περιστατικά δεν ήταν αρκετά προκειμένου να οδηγήσουν σε απόδειξη, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και ότι θα έπρεπε να δημιουργηθούν εύλογες αμφιβολίες στο πρωτόδικο δικαστήριο για την ενοχή του Εφεσείοντα.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους  η πιο πάνω προσέγγιση. Τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης απεδείκνυαν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, τη γνώση του Εφεσείοντα και οδηγούσαν αβίαστα σε συμπέρασμα ενοχής του Εφεσείοντα, και μόνο. Οι εξηγήσεις που επιχείρησε να προβάλει μέσω της μαρτυρίας του δεν δημιουργούσαν οποιοδήποτε ρήγμα αμφιβολίας και ορθά δεν έγιναν αποδεκτές, ως αποσυναρτημένες από οποιοδήποτε επίπεδο πειστικότητας.

 

Προσθέτουμε ακόμη ότι τα περιστατικά που οδήγησαν στην τεκμηρίωση της γνώσης συναρτώνται απόλυτα και θα πρέπει να αντικρισθούν υπό το πρίσμα και της ιδιότητας του Εφεσείοντα. Η στάση του απέναντι στα γεγονότα επιμαρτυρούσε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ύπαρξη γνώσης. Αλλως, ως δικηγόρος, θα ήταν αφύσικο να προβεί σε συνεργασία με άγνωστα του πρόσωπα – πρόσωπα που γνώρισε τυχαία σε κάποια μπυραρία – προς το σκοπό εξασφάλισης θεωρήσεων, αντί να απευθύνεται στις νόμιμες αρχές της Γερμανίας προς υποβοήθηση των όποιων ενδιαφερόμενων πελατών του. Κατά παρόμοιο τρόπο, εάν δεν υφίστατο γνώση πλαστότητας, η επαγγελματική του ιδιότητα αναπόφευκτα θα τον οδηγούσε στην άμεση επίκληση της συνδρομής της Αστυνομίας στη διερεύνηση της υπόθεσης και δεν θα κατέφευγε στο ψέμα και στην προσπάθεια συσκότισης των γεγονότων. Τέλος, είναι λογικά ασύνδετη με την ιδιότητα δικηγόρου η συνέχιση έκδοσης πλαστών θεωρήσεων μετά την πληροφόρηση ως προς την πλαστότητα της άδειας της Josephine. Μόνο η, χωρίς καμία αμφιβολία, ύπαρξη γνώσης πλαστότητας εξηγεί την επανάληψη αυτής της έκνομης συμπεριφοράς.

 

Ούτε η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα, η οποία προβλήθηκε στα πλαίσια συζήτησης των λόγων έφεσης, ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης, είναι βάσιμη. Εδράστηκε στη θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προέβηκε σε αστήρικτα σενάρια, μετέφερε το βάρος απόδειξης στον Εφεσείοντα και απέκλεισε το δικαίωμα της εύλογης αμφιβολίας, με αποτέλεσμα να [*57]είχε ως μόνη επιλογή την καταδίκη του.

 

Δεν εντοπίζουμε συνδρομή στοιχείων προς αυτή την κατεύθυνση. Για τους λόγους που σχολιάζουμε και στο τελικό στάδιο της απόφασής μας, η πρωτόδικη απόφαση δεν χαρακτηρίζεται από καλλιέπεια. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής όμως, αξιολογώντας την ενώπιόν της μαρτυρία, αποδέχθηκε τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης, που είχε και το βάρος απόδειξης, και απέρριψε, για καλούς λόγους, την εκδοχή του Εφεσείοντα. Αποτέλεσμα της αξιολόγησης αυτής ήταν η εξαγωγή των ευρημάτων και ο εντοπισμός της περιστατικής μαρτυρίας που οδήγησε όχι μόνο στην τεκμηρίωση της γνώσης, αλλά και στη θεμελίωση των συστατικών στοιχείων του συνόλου των κατηγοριών.

 

Συμπληρώνουμε, προς ολοκλήρωση, ότι τα γεγονότα της υπόθεσης Χαραλάμπους κ.ά. ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 424, στην οποία στηρίχθηκε η πλευρά του Εφεσείοντα κατά τη ακρόαση της έφεσης, είναι εντελώς διαφορετικά. Στην υπόθεση Χαραλάμπους, το ουσιαστικό στοιχείο που οδήγησε στην ανατροπή της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου περί ύπαρξης γνώσης, ήταν ο εντοπισμός από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι δεν υπήρχαν αντιφάσεις ή ψεύδη στις καταθέσεις του Εφεσείοντα όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο και θεώρησε ως τον κύριο πυλώνα περιστατικής μαρτυρίας στοιχειοθέτησης γνώσης. Με αυτά ως δεδομένα το όλο οικοδόμημα του συλλογισμού του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο στεκόταν ήδη σε όχι ισχυρά θεμέλια περιστατικής μαρτυρίας, κατέρρευσε. Στην υπό κρίση περίπτωση τα δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά. Τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν τελούν υπό αμφισβήτηση, η δε περιστατική μαρτυρία αντικριζόμενη στο σύνολό της δεν αφήνει άλλα περιθώρια επιλογής παρά την κατάληξη στην ύπαρξη γνώσης και σε συνακόλουθη ενοχή του Εφεσείοντα, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Προτού καταλήξουμε, κρίνεται σκόπιμος ένας γενικότερος σχολιασμός ως προς τη δομή της πρωτόδικης απόφασης. Όπως έχει θεμελιωθεί νομολογιακά (L. Papaphilippou & CO Ltd v. Λούκα (2014) 1 Α.Α.Δ. 1193, ECLI:CY:AD:2014:A410), δεν υπάρχουν στερεότυπα στη δικαστική συγγραφή αποφάσεων. Η δικαστική ανεξαρτησία και το αυτόνομο της δικαστικής κρίσης αφήνουν ευρύ πεδίο επιλογής του τρόπου συγγραφής μιας απόφασης. Η διατύπωση, όμως, της δικαστικής σκέψης με λογική αλληλουχία και ορθολογιστική προσέγγιση είναι επιβεβλημένη, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος απώλειας του απαιτούμενου ειρμού στη σκέψη του δικαστηρίου και να [*58]αναδύεται με διαύγεια ο δικαστικός λόγος. Ενώ, λοιπόν, η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται στον ίδιο το δικαστή, θα πρέπει η τελική του δικαστική κρίση να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης της μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησής της και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς (Στυλιανού v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646, Ευσταθίου ν. Alpha Bank Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 1682).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο περιπλέκει τη μαρτυρία, παρεμβάλλοντας αχρείαστα στοιχεία, διάσπαρτα γεγονότα, τις δικές του τοποθετήσεις και αποσπασματικά ευρήματα. Σε βαθμό που η συνοχή της απόφασης καθίσταται προβληματική και η παρακολούθηση των γεγονότων και της δικαστικής σκέψης, δύσκολη.

 

Οι πιο πάνω επισημάνσεις δεν ήταν μοιραίες, υπό το φως των δεδομένων της υπόθεσης. Καθότι τα σημαντικά γεγονότα σε μεγάλη έκταση δεν τελούσαν υπό αμφισβήτηση, τα δε στοιχεία που περιέβαλλαν το αμφισβητούμενο, κρίσιμο, σημείο της γνώσης εντοπίζονται, όπως ήδη λέχθηκε, με επάρκεια στο σώμα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Αναπόδραστα η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο