Κονέ Τασούλλα ν. Χαράλαμπου Φλουρή και Άλλης (2015) 2 ΑΑΔ 80

ECLI:CY:AD:2015:B156

(2015) 2 ΑΑΔ 80

[*80]5 Μαρτίου, 2015

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΤΑΣΟΥΛΛΑ ΚΟΝΕ,

 

Εφεσείουσα,

 

v.

 

1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΦΛΟΥΡΗ,

2. ΖΑΧΑΡΟΥΛΛΑΣ ΦΛΟΥΡΗ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 209/2013)

 

 

Δεδικασμένο ― Autrefois acquit ― Το δόγμα του δεδικασμένου στο Ποινικό Δίκαιο ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκρίθη ότι οι εφεσίβλητοι, με την καταχώρηση δεύτερης ποινικής υπόθεσης εναντίον τους, τέθηκαν ξανά σε κίνδυνο καταδίκης για το ίδιο αδίκημα και ως εκ τούτου, είχε εφαρμογή το δόγμα του autrefois acquit ― Εφαρμοστέες αρχές ― Ο κατηγορούμενος πρέπει να είχε πραγματικά τεθεί σε κίνδυνο.

 

Δεδικασμένο ― Autrefois acquit ― Το δόγμα του δεδικασμένου στο Ποινικό Δίκαιο ― Άρθρο 69(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Οι εφεσίβλητοι αντιμετώπισαν πρωτόδικα τρεις κατηγορίες σε υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου για παραβάσεις του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96. Κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου πρόβαλαν την ειδική απολογία του autrefois acquit, καθότι, ως υποστήριξαν, είχαν αθωωθεί σε άλλη υπόθεση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου για τα ίδια αδικήματα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την προβαλλόμενη ειδική απολογία στη βάση παραδεκτών γεγονότων.

 

Σύμφωνα με αυτά το 2010 καταχωρήθηκε η υπόθεση 3682/10 με παραπονούμενη την ίδια ως η παρούσα υπόθεση και ακόμα ένα πρόσωπο και με τους ίδιους κατηγορούμενους.

 

[*81]Οι κατηγορούμενοι δεν παραδέχτηκαν ενοχή, η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση και μετά από κάποιες αναβολές εν τέλει αποσύρθηκε από πλευράς κατηγορούσας αρχής στις 21/3/2011 και οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν.

 

Κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες, δεν κλήθηκαν μάρτυρες ούτε και ακούστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία, αφού γίνονταν προσπάθειες για διευθέτηση της ισχυριζόμενης επέμβασης και παρανομίας.

 

Δεν επετεύχθη οποιοσδήποτε συμβιβασμός και επανακαταχωρήθηκε η παρούσα υπόθεση με τις κατηγορίες 1 και 2 να είναι οι ίδιες ως οι κατηγορίες 1 και 2 της αποσυρθείσας υπόθεσης. Παράλληλα εκκρεμούσε και αντιδικία μεταξύ των διαδίκων στα πλαίσια  αίτησης/έφεσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν το θέμα, απέρριψε τη θέση της κατηγορούσας αρχής, ότι για να τυγχάνει εφαρμογής το δόγμα του δεδικασμένου θα πρέπει να ακουστεί μαρτυρία στην ουσία της υπόθεσης και, κατόπιν τούτου, να εκδοθεί καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση. Κατέληξε δε στη βάση των ενώπιον του γεγονότων ότι οι εφεσίβλητοι, με την καταχώρηση της δεύτερης υπόθεσης, τέθηκαν για δεύτερη φορά σε κίνδυνο καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, ήτοι τα αδικήματα των κατηγοριών 1 και 2 του κατηγορητηρίου, και, ως εκ τούτου, είχε εφαρμογή το δόγμα του autrefois acquit.

 

Συνεπώς, το Επαρχιακό Δικαστήριο απάλλαξε τους εφεσίβλητους στις κατηγορίες 1 και 2.

 

Η απόφαση αμφισβητήθηκε με έφεση η οποία στηρίχθηκε κυρίως στην εισήγηση, ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν εσφαλμένη επειδή η ειδική απάντηση της προηγούμενης αθώωσης γίνεται δεκτή και ισχύει αφού αρχίσει η δίκη, προσφερθεί μαρτυρία και ο κατηγορούμενος εκτεθεί στον κίνδυνο καταδίκης. Κάτι τέτοιο σύμφωνα με την εισήγηση στην έφεση δεν έγινε στην προκείμενη περίπτωση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Για να μπορεί να εφαρμοστεί το δόγμα του δεδικασμένου στη σφαίρα του ποινικού δικαίου, πρέπει ο κατηγορούμενος να είχε τεθεί σε κίνδυνο καταδίκης σε προηγούμενη υπόθεση για το ίδιο αδίκημα για το οποίο κατηγορείται.

  2.   Η λέξη «αδίκημα» (offence) κατά τον Lord Devlin στην υπόθεση Connelly v. Director of Public Prosecutions [1964] Α.C. 1254, περιλαμβάνει τόσο τα γεγονότα που συνιστούν το αδίκημα όσο [*82]και τα νομικά χαρακτηριστικά τα οποία το καθιστούν αδίκημα.  Για να είναι εφαρμοστέο το δόγμα πρέπει να πρόκειται για το ίδιο αδίκημα τόσο όσον αφορά τα γεγονότα όσο και το νόμο.

  3.   Οι αρχές του αγγλικού δικαίου αντανακλούνται στο Άρθρο 12.2 του Συντάγματος μας, ενώ η δυνατότητα προβολής των ειδικών απαντήσεων του autrefois acquit και autrefois convict είναι νομοθετικά κατοχυρωμένη στην Κύπρο με το Άρθρο 69(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

  4.   Το ερώτημα ήταν στην προκειμένη κατά πόσο οι εφεσίβλητοι είχαν τεθεί σε κίνδυνο καταδίκης στην πρώτη υπόθεση που ηγέρθη εναντίον τους. Επί του προκειμένου τυγχάνουν εφαρμογής στην Κύπρο οι αρχές του αγγλικού κοινού δικαίου επί του θέματος. Η αρχή, όπως διατυπώθηκε από τον Lord Devlin στην Connelly (ανωτέρω), είναι σαφής: Ο κατηγορούμενος πρέπει να είχε πραγματικά τεθεί σε κίνδυνο.

  5.   Η απόσυρση μιας υπόθεσης από μόνη της δεν συνιστά κώλυμα στην καταχώριση άλλης αναφορικά με την ίδια κατηγορία εάν δεν υπήρξε δικαστική κρίση επί της ουσίας της κατηγορίας και ο κατηγορούμενος δεν είχε τεθεί σε κίνδυνο καταδίκης.

  6.   Εν προκειμένω, το στάδιο και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αποσύρεται μια ποινική υπόθεση έχουν τη σημασία τους. Μια ενδιαφέρουσα ανασκόπηση της νομολογίας επί του θέματος γίνεται στην πρόσφατη απόφαση του αγγλικού Εφετείου, στην υπόθεση Regina v. JFJ [2013] EWCA Crim 569, όπου συζητούνται τα διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας κατά τα οποία ένας κατηγορούμενος μπορεί να θεωρηθεί ότι τίθεται σε κίνδυνο για τους σκοπούς εφαρμογής του δόγματος.

  7.   Αναφορά γίνεται, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση R. v. Dabhade [1993] QB 329, από την οποία προκύπτει, ότι όταν πρόκειται για συνοπτική διαδικασία, ένας κατηγορούμενος θεωρείται ότι είχε τεθεί σε κίνδυνο αν είχε αρχίσει η διαδικασία με την απάντηση του στο κατηγορητήριο (« by plea in summary proceedings»). Παρόμοια ήταν η προσέγγιση του δικαστηρίου και στην Williams v. DPP [1991] 1 WLR 1160 (βλ. επίσης R. v. Hammersmith Juvenile Court, ex parte O. [1987] 86 Cr. App. R. 343).

  8.   Ωστόσο στην Regina v. JFJ (ανωτέρω), το Δικαστήριο διατύπωσε επιφυλάξεις αναφορικά με τη διάκριση μεταξύ διαδικασιών ενώπιον των MagistratesCourts, δηλαδή συνοπτικών διαδικασιών και διαδικασιών ενώπιον του Crown Court, όπου η δίκη διεξάγεται με ενόρκους, καταλήγοντας ότι ένας κατηγορούμενος μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο μόνο την ημέρα της ακρόασης με σκοπό να αποφασίσει το δικαστήριο εάν είναι ένοχος ή αθώος.

  9.   Στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι κατηγορίες που οι εφεσίβλητοι αντιμετώπισαν στην υπόθεση αρ. [*83]5351/12 ήταν οι ίδιες με τις κατηγορίες που αντιμετώπισαν στην αποσυρθείσα υπόθεση με αρ. 3682/10, αφορούσαν δηλαδή τα ίδια αδικήματα και βασίζονταν πάνω στα ίδια γεγονότα.

10. Περαιτέρω, δεν υπήρχε οποιοδήποτε τεχνικό ή άλλο πρόβλημα στην υπόθεση υπ’ αρ. 3682/10 που να εμποδίζει το δικαστήριο στην εκδίκαση της ουσίας των κατηγοριών και την άσκηση της κρίσης του αναφορικά με την ενοχή ή όχι των εφεσιβλήτων, οι οποίοι είχαν απαντήσει στο κατηγορητήριο δηλώνοντας μη παραδοχή.

11. Μετά δε τον ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση και σε κάθε αναβολή της υπόθεσης για το σκοπό τούτο, οι εφεσίβλητοι ήταν εκτεθειμένοι σε κίνδυνο καταδίκης.

12. Το γεγονός ότι δεν κλήθηκαν μάρτυρες από την κατηγορούσα αρχή κατά τις ημερομηνίες που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, γιατί γίνονταν διαβουλεύσεις για διευθέτηση της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς, ουδόλως επηρέαζε αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων, αφού το Δικαστήριο διατηρούσε πάντα τη δυνατότητα να ζητήσει όπως η υπόθεση προχωρήσει σε ακρόαση. Έπετο πως η έφεση έπρεπε να απορριφθεί.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

London Borough of Islington v. Michaelides [2001] Crim. L.R. 843,

 

Προδρόμου ν. Τράπεζας Κύπρου (2014) 2 Α.Α.Δ. 108, ECLI:CY:AD:2014:B126,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Γαβριήλ κ.ά. (2004) 2 Α.Α.Δ. 596,

 

Connelly v. Director of Public Prosecutions [1964] Α.C. 1254,

 

G. Araouzos & Son v. The Police (1980) 2 C.L.R. 131,

 

R. v. Yiallouri 3 C.L.R. 41,

 

R. v. Swansea Justices ex p Purvis [1980] JP 252,

 

Haynes v. Davis [1915] 1 KB 332,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2002) 1 Α.Α.Δ. 2085,

 

Regina v. JFJ [2013] EWCA Crim 569,

 

R. v. Dabhade [1993] QB 329,

[*84]Williams v. DPP [1991] 1 WLR 1160,

 

R. v. Hammersmith Juvenile Court, ex parte O. [1987] 86 Cr. App. R. 343.

 

Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

 

Έφεση από την Παραπονούμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Μουγής, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 5351/2012), ημερομηνίας 24/10/2013.

 

Α. Πιττάτζης και Γ. Πιττάτζης, για την Εφεσείουσα.

 

Ζ. Ζαχαρίου, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤHΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δικαστή Π. Παναγή.

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι πρωτόδικα αντιμετώπισαν τρεις κατηγορίες στην υπόθεση με αρ. 5351/12 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (που συνεδριάζει στο Παραλίμνι) για παραβάσεις του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96. Κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου πρόβαλαν την ειδική απολογία του autrefois acquit, καθότι, ως υποστήριξαν, είχαν αθωωθεί στην υπόθεση με αριθμό 3682/10 ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου για τα ίδια αδικήματα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την προβαλλόμενη ειδική απολογία στη βάση παραδεκτών γεγονότων τα οποία παραθέτουμε αυτούσια:

 

«Το 2010 καταχωρήθηκε η υπόθεση με αρ. 3682/10 (κατηγορητήριο επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Β) με παραπονούμενη την ίδια ως η παρούσα υπόθεση και ακόμα ένα πρόσωπο και με τους ίδιους κατηγορούμενους.

 

Η υπόθεση ήταν ορισμένη για πρώτη φορά για σκοπούς απάντησης στο κατηγορητήριο την 11/10/2010. Η υπόθεση επαναορίστηκε για τους ίδιους σκοπούς στις 25/10/2010 όπου οι κατηγορούμενοι δεν παραδέχτηκαν ενοχή και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 16/10/2010. Μετά από κάποιες αναβολές η υπόθεση εν τέλει αποσύρθηκε από πλευράς κατηγορούσας αρχής στις 21/3/2011 και οι κατηγορούμενοι αθωώ[*85]θηκαν και απαλλάχθηκαν.

 

Κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες, δεν κλήθηκαν μάρτυρες ούτε και ακούστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία, αφού γίνοντο προσπάθειες για διευθέτηση της ισχυριζόμενης επέμβασης και παρανομίας μεταξύ των σημερινών κατηγορουμένων και του τότε παραπονούμενου Α. Καπίλλα.

 

Στις 21/03/2011 και αφού υπήρχε η ως άνω προοπτική συμβιβασμού οι δικηγόροι των παραπονουμένων απέσυραν την υπόθεση.

 

Δεν επετεύχθη οποιοσδήποτε συμβιβασμός και επανακαταχωρήθηκε η παρούσα υπόθεση με τις κατηγορίες 1 και 2 να είναι οι ίδιες ως οι κατηγορίες 1 και 2 της αποσυρθείσας υπόθεσης. Παράλληλα εκκρεμεί και αντιδικία μεταξύ των διαδίκων στα πλαίσια της αίτησης/έφεσης αρ. 75/11 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου.»

 

Όπως προκύπτει από το κατηγορητήριο στην υπόθεση 3682/10, ήταν και η εφεσείουσα παραπονούμενη, μαζί με τον Α. Καπίλλα και άλλους.

 

Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν το θέμα, απέρριψε τη θέση της κατηγορούσας αρχής, ότι για να τυγχάνει εφαρμογής το δόγμα του δεδικασμένου θα πρέπει να ακουστεί μαρτυρία στην ουσία της υπόθεσης και, κατόπιν τούτου, να εκδοθεί καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση. Κατέληξε δε στη βάση των ενώπιον του γεγονότων ότι οι εφεσίβλητοι, με την καταχώρηση της υπόθεσης με αρ. 5351/12, τέθηκαν για δεύτερη φορά σε κίνδυνο καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, ήτοι τα αδικήματα των κατηγοριών 1 και 2 του κατηγορητηρίου, και, ως εκ τούτου, είχε εφαρμογή το δόγμα του autrefois acquit. Επεσήμανε συναφώς τους κινδύνους και την αδικία που ενείχε τυχόν αποδοχή της θέσης της κατηγορούσας αρχής για τους κατηγορούμενους, αφού σε μια τέτοια περίπτωση η κατηγορούσα αρχή θα είχε τη δυνατότητα να καταχωρεί υποθέσεις στις οποίες οι κατηγορούμενοι να δηλώνουν μη παραδοχή, να τις αποσύρει σε κατοπινό στάδιο με αποτέλεσμα οι κατηγορούμενοι να αθωώνονται και να επανέρχεται χωρίς οποιοδήποτε κώλυμα, αφήνοντας έτσι τους κατηγορούμενους διαρκώς εκτεθειμένους στον κίνδυνο καταχώρησης νέας υπόθεσης εναντίον τους «κατά το δοκούν του οιουδήποτε παραπονουμένου» και, συνακόλουθα, στον κίνδυνο καταδίκης τους. Συνεπώς, το Δικαστήριο απάλλαξε τους εφεσίβλητους στις κατηγορίες 1 και 2.

 

Η εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας της βρίσκεται η θέση που πρόβαλε πρωτόδικα και η οποία βασίζεται, όπως υποστηρίζει, σε νομολογία*, ότι δηλαδή η ειδική απάντηση της προηγούμενης αθώωσης γίνεται δεκτή και ισχύει αφού αρχίσει η δίκη, προσφερθεί μαρτυρία και ο κατηγορούμενος εκτεθεί στον κίνδυνο καταδίκης. Κάτι τέτοιο δεν έγινε στην προκείμενη περίπτωση. Στον αντίποδα της θέσης της εφεσείουσας, οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται, και με αναφορά στην ίδια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του δόγματος να είχε προσκομιστεί μαρτυρία στην προηγούμενη υπόθεση, αλλά η ειδική απολογία του autrefois acquit είναι διαθέσιμη όταν ο κατηγορούμενος διατρέχει τον κίνδυνο να καταδικαστεί για το ίδιο ή ουσιαστικά το ίδιο αδίκημα για το οποίο έχει δικαστεί και αθωωθεί.

 

Το δόγμα του δεδικασμένου στη σφαίρα του ποινικού δικαίου εφαρμόζεται υπό τον τύπο του αποφθέγματος nemo debet bis vexari pro una et eadem causa ή, nemo debet bis puniri pro una delicto, δηλαδή κανένας δεν υποβάλλεται για δεύτερη φορά στον κίνδυνο καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, γνωστό στο αγγλικό δίκαιο ως το «rule against double jeopardy» (Bλ. το σύγγραμμα Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice 2015 Ed., παράγραφο 4-221). Για να μπορεί να εφαρμοστεί το δόγμα, πρέπει ο κατηγορούμενος να είχε τεθεί σε κίνδυνο καταδίκης σε προηγούμενη υπόθεση για το ίδιο αδίκημα για το οποίο κατηγορείται.  Η λέξη «αδίκημα» (offence) κατά τον Lord Devlin στην υπόθεση Connelly v. Director of Public Prosecutions [1964] Α.C. 1254, περιλαμβάνει τόσο τα γεγονότα που συνιστούν το αδίκημα όσο και τα νομικά χαρακτηριστικά τα οποία το καθιστούν αδίκημα. Για να είναι εφαρμοστέο το δόγμα πρέπει να πρόκειται για το ίδιο αδίκημα τόσο όσον αφορά τα γεγονότα όσο και το νόμο.

 

Οι αρχές του αγγλικού δικαίου αντανακλούνται στο Άρθρο 12.2 του Συντάγματος μας, το οποίο ορίζει πως ο «απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου για το αυτό αδίκημα», ενώ η δυνατότητα προβολής των ειδικών απαντήσεων του autrefois acquit και autrefois convict είναι νομοθετικά κατοχυ[*87]ρωμένη στην Κύπρο με το Άρθρο 69(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο έχει ως αντικείμενο την κωδικοποίηση του κοινού δικαίου στο θέμα αυτό (βλ. Πικής, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο (Δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση του Criminal Procedure In Cyprus (1975) στα Ελληνικά), σελ. 157). Το δε Άρθρο 91 του ιδίου Νόμου, παρέχει την ευχέρεια απόσυρσης κατηγορίας, με την έγκριση του Δικαστηρίου, οπότε ο κατηγορούμενος αθωώνεται εάν η κατηγορία αποσυρθεί μετά από την απολογία του σε αυτή, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί βάσει του Άρθρου 154 του εν λόγω Νόμου να διακόψει υφιστάμενη διαδικασία, με αναστολή δίωξης και να απαλλαγεί ο κατηγορούμενος, χωρίς η απαλλαγή του να συνιστά κώλυμα στην ενσωμάτωση των κατηγοριών που αποσύρθηκαν σε νέο κατηγορητήριο. Αναφέρεται δε στην υπόθεση G. Araouzos & Son v. The Police (1980) 2 C.L.R. 131, ότι:

 

«In our opinion, when the provisions of paragraph(2) of Article 12 of our Constitution are construed against the background of the relevant principles of English Law, to which such provisions were intended to give constitutional effect, it becomes abundantly clear that the term “acquitted” (“απαλλαγείς” in the Greek official text of the said paragraph (2)) means acquitted on the merits and not merely discharged as a result of entering a nolle prosequi.»

 

Το ερώτημα βέβαια που εδώ δεσπόζει είναι κατά πόσο οι εφεσίβλητοι είχαν τεθεί σε κίνδυνο καταδίκης στην υπόθεση 3682/10. Επί του προκειμένου τυγχάνουν εφαρμογής στην Κύπρο οι αρχές του αγγλικού κοινού δικαίου επί του θέματος (βλ. R. v. Georghi Andoni Yiallouri 3 C.L.R. 41). Η αρχή, όπως διατυπώθηκε από τον Lord Devlin στην Connelly (ανωτέρω), είναι σαφής:

 

«The doctrine of autrefois protects an accused in circumstances in which he has actually been in peril. It cannot, naturally enough, protect him in circumstances in which he could have been put in peril but was not.»

 

Ο κατηγορούμενος πρέπει να είχε πραγματικά τεθεί σε κίνδυνο.

 

Συμφωνούμε με τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας, η οποία ερείδεται στα λεχθέντα στην υπόθεση London Borough of Islington v. Michaelides (ανωτέρω), πως η απόσυρση μιας υπόθεσης από μόνη της δεν συνιστά κώλυμα στην [*88]καταχώριση άλλης αναφορικά με την ίδια κατηγορία εάν δεν υπήρξε δικαστική κρίση επί της ουσίας της κατηγορίας και ο κατηγορούμενος δεν είχε τεθεί σε κίνδυνο καταδίκης («…. There has been no adjudication upon the merits of the charge in the original summons and the defendant has not been put in peril of conviction upon it»). Η παραπάνω υπόθεση, όμως, διακρίνεται από την παρούσα αφού η εκεί διαδικασία αποσύρθηκε, κατόπιν αποστολής σχετικής επιστολής από την κατηγορούσα αρχή προς το δικαστήριο, πριν από την ημερομηνία ακρόασης, ενώ το τελευταίο απλώς σημείωσε στο φάκελο της διαδικασίας, στην απουσία των διαδίκων, πως η διαδικασία «αποσύρθηκε» (marked the proceedings’ withdrawn’).

 

Oύτε μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας ότι η φράση «on the merits» (επί της ουσίας) προϋποθέτει την προσκόμιση μαρτυρίας στην προηγούμενη διαδικασία, για να μπορεί να εφαρμοστεί το δόγμα. Η ορθή θεώρηση του ζητήματος, κατά την άποψη μας, διατυπώνεται από το δικαστή Donaldson LJ στην υπόθεση R. v. Swansea Justices ex p Purvis [1980] JP 252:

 

«Ιn the present context “on the merits” is a phrase which distinguishes between where a court is in a position to convict but does not do so and the position where a court is unable to proceed to consider the question of conviction or acquittal because it has no power, or thinks it has no power, to adjudicate»

 

Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Haynes v. Davis [1915] 1 KB 332, από τον δικαστή Lush, J με αναφορά στην έκφραση «acquittal on the merits», αυτή χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την περίπτωση που η κατηγορία απορρίπτεται για κάποιο τεχνικό λόγο που εμποδίζει την άσκηση δικαστικής κρίσης επί της ουσίας της κατηγορίας («… the expression is used by way of antithesis to a dismissal of the charge upon some technical ground which had been a bar to the adjudicating upon it.»). Θέση που βρίσκει έκφραση και στη δική μας νομολογία (βλ. Yiallouri (ανωτέρω) και Αναφορικά με Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2002) 1 Α.Α.Δ. 2085).

 

Εν προκειμένω, το στάδιο και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αποσύρεται μια ποινική υπόθεση έχουν τη σημασία τους. Μια ενδιαφέρουσα ανασκόπηση της νομολογίας επί του θέματος γίνεται στην πρόσφατη απόφαση του αγγλικού Εφετείου, στην [*89]υπόθεση Regina v. JFJ [2013] EWCA Crim 569, όπου συζητούνται τα διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας κατά τα οποία ένας κατηγορούμενος μπορεί να θεωρηθεί ότι τίθεται σε κίνδυνο για τους σκοπούς εφαρμογής του δόγματος. Αναφορά γίνεται, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση R. v. Dabhade [1993] QB 329, από την οποία προκύπτει, ότι όταν πρόκειται για συνοπτική διαδικασία, ένας κατηγορούμενος θεωρείται ότι είχε τεθεί σε κίνδυνο αν είχε αρχίσει η διαδικασία με την απάντηση του στο κατηγορητήριο («… by plea in summary proceedings»). Παρόμοια ήταν η προσέγγιση του δικαστηρίου και στην Williams v. DPP [1991] 1 WLR 1160 (βλ. επίσης R. v. Hammersmith Juvenile Court, ex parte O. [1987] 86 Cr. App. R. 343). Ωστόσο στην Regina v. JFJ (ανωτέρω), το Δικαστήριο διατύπωσε επιφυλάξεις αναφορικά με τη διάκριση μεταξύ διαδικασιών ενώπιον των Magistrates’ Courts, δηλαδή συνοπτικών διαδικασιών και διαδικασιών ενώπιον του Crown Court, όπου η δίκη διεξάγεται με ενόρκους, καταλήγοντας ότι ένας κατηγορούμενος μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο μόνο την ημέρα της ακρόασης με σκοπό να αποφασίσει το δικαστήριο εάν είναι ένοχος ή αθώος. Παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα:

 

(Στις παραγράφους 44 και 45)

 

«There is no doubt that in the Crown Court, the defendant is in peril when the defendant is put in charge of the jury. The position as to when the defendant is in peril in the Magistrates’ Court is less clear on the authorities.

 

If the court sets a date for trial, the defendant attends and the prosecutor unsuccessfully applies for an adjournment of the trial, then the magistrates are entitled to proceed with the trial.  The defendant is then in peril. If the prosecution has no evidence to call, an acquittal by the Magistrates is at a time when the defendant is in peril for the purpose of autrefois. This is what happened in R v. Swansea Justices ex p Purvis [1981] JP 252 …»

 

(Στην παράγραφο 50)

 

«It is clearly right that a defendant is only in peril of conviction at the Crown Court when he is put in charge of the jury. S.9 of the MCA 1980 provides that at a summary trial the court shall put the information to the defendant and ask whether he pleads guilty or not guilty; the court, after hearing the evidence and the [*90]parties is to convict or dismiss the information. It does not mean that the trial always commences when the information is put and the plea made. There is no reason for treating the position in the Magistrates’ Courts as being different. The defendant can be in peril only when the Magistrates or District Judge are at a hearing for the purpose of determining whether the defendant is guilty; that can be the first hearing when the plea is put, but these days it is more likely to be the date fixed for the summary trial.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι κατηγορίες που οι εφεσίβλητοι αντιμετώπισαν στην υπόθεση αρ. 5351/12 ήταν οι ίδιες με τις κατηγορίες που αντιμετώπισαν στην αποσυρθείσα υπόθεση με αρ. 3682/10, αφορούσαν δηλαδή τα ίδια αδικήματα και βασίζονταν πάνω στα ίδια γεγονότα. Περαιτέρω, δεν υπήρχε οποιοδήποτε τεχνικό ή άλλο πρόβλημα στην υπόθεση υπ’ αρ. 3682/10 που να εμποδίζει το δικαστήριο στην εκδίκαση της ουσίας των κατηγοριών και την άσκηση της κρίσης του αναφορικά με την ενοχή ή όχι των εφεσιβλήτων, οι οποίοι είχαν απαντήσει στο κατηγορητήριο δηλώνοντας μη παραδοχή. Μετά δε τον ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση και σε κάθε αναβολή της υπόθεσης για το σκοπό τούτο, οι εφεσίβλητοι ήταν εκτεθειμένοι σε κίνδυνο καταδίκης. Το γεγονός ότι δεν κλήθηκαν μάρτυρες από την κατηγορούσα αρχή κατά τις ημερομηνίες που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, γιατί γίνονταν διαβουλεύσεις για διευθέτηση της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς, ουδόλως επηρεάζει αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων, αφού το Δικαστήριο διατηρούσε πάντα τη δυνατότητα να ζητήσει όπως η υπόθεση προχωρήσει σε ακρόαση. Έπεται πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο