ECLI:CY:AD:2015:B251
(2015) 2 ΑΑΔ 161
[*161]6 Απριλίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 215/2012)
Ποινικός Κώδικας ― Φόνος εκ προμελέτης, νεαρής εγκύου γυναίκας και ανθρωποκτονία παιδιού ηλικίας τρεισήμισι χρόνων ― Επικύρωση καταδίκης η οποία στηρίχθηκε σε περιστατική μαρτυρία ― Απόφανση Εφετείου ότι η μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντος ήταν μεν περιστατική, αλλά ιδιαιτέρως επιβαρυντική για τον ίδιο ― Πολλοί παράγοντες ενέπλεκαν τον εφεσείοντα στην υπόθεση, μεταξύ των οποίων, μαρτυρία προσώπου στον οποίο ομολόγησε τη διάπραξη των εγκλημάτων, ως επίσης και η ανεύρεση του φονικού όπλου.
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Δεν είναι με οποιοδήποτε τρόπο υποδεέστερη της άμεσης μαρτυρίας ― Αντίθετα, όταν η μαρτυρία είναι συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους.
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Πρέπει να είναι καταλυτική ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, με τους κρίκους της αλυσίδας της να είναι τόσο συνεκτικά στερεωμένοι μεταξύ τους ώστε να μην παρέχεται έδαφος για άλλη λογική εξήγηση πλην της ενοχής.
Απόδειξη ― Ομολογία ― Αποτελεί την πιο σημαντική και συχνή εξαίρεση στον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας στις ποινικές υποθέσεις ― Μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε πρόσωπο ― Όταν αποδεικνύεται, αποτελεί την καλύτερη διαθέσιμη μαρτυρία ― Έχει και άλλη προέκταση, όταν λόγω αυτής, η αστυνομία ανακαλύπτει έγγραφο ή άλλο υλικό που συνδέεται με το έγκλημα ― Ακόμη και αν δεν γίνει αποδεκτή ως εθελούσια, εξακολουθεί να έχει αποδεικτική αξία.
[*162]Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Είτε άμεση, είτε περιστατική, η μαρτυρία αξιολογείται συνολικά και στη βάση μιας ενιαίας προσέγγισης και όχι κατά τρόπο μικροσκοπικό ή αποσπασματικό.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει, πόσον μάλλον να αξιολογεί, διαζευκτικές εκδοχές, πιθανότητες ή θεωρίες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να αναδυθούν σε μια ενδεχόμενη κατάσταση πραγμάτων, στην απουσία μαρτυρικού υλικού.
Μαρτυρία ― Επιστημονική μαρτυρία ― Αξιολογείται από το Δικαστήριο κατά τρόπο που μπορεί να το οδηγήσει σε αποδοχή ή μη αυτής, εκτίμηση που παραμένει στην ευχέρεια του Δικαστηρίου εφόσον καταγράψει τους λόγους της προτίμησης του.
Μαρτυρία ― Μάρτυρες ― Ένας ευγενικός και ήπιος μάρτυρας δεν είναι κατ’ ανάγκη και ειλικρινής, όπως και το αντίθετο, εφόσον ένας αναστατωμένος ή υπερβολικά διαχυτικός μάρτυρας μπορεί να ορμάται από μια πλειάδα αιτιών, χωρίς όμως να είναι και ανειλικρινής.
Μαρτυρία ― Μαρτυρία καταδίκου ― Δεν σημαίνει εκ προοιμίου ότι αυτή είναι προϊόν ψεύδους και ανειλικρίνειας.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η πρωταρχική ευθύνη ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Το Εφετείο να επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης, ήταν λανθασμένη.
Με σειρά λόγων έφεσης, ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του από Μόνιμο Κακουργιοδικείο που τον έκρινε ένοχο στις κατηγορίες που αντιμετώπισε αναφορικά με φόνο εκ προμελέτης της εγκύου Iulia Oboroc 24 ετών, ανθρωποκτονία της θυγατέρας της, Βικτώριας, ηλικίας τρεισήμισι χρόνων και κατοχή περιστρόφου και πλήρων φυσιγγίων βολίδων. Ο εφεσείων κρίθηκε επίσης ένοχος στις κατηγορίες κατοχής πέντε πλήρων φυσιγγίων περιστρόφου 357 Magnum.
Tου επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης διά βίου για τον εκ προμελέτης φόνο της εγκύου, ποινή τριανταπέντε ετών φυλάκισης για την καταδίκη επί της ανθρωποκτονίας του παιδιού -την οποία το Κακουργιοδικείο διέταξε όπως είναι διαδοχική της ποινής διά βίου φυλάκισης- ως επίσης και συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δέκα ετών στις κατηγορίες 3 και 4, που αφορούσαν στην κατοχή πυροβόλου όπλου χωρίς άδεια και κατοχή πυρομαχικών πυροβόλου όπλου χωρίς άδεια. Το [*163]Κακουργιοδικείο δεν επέβαλε ποινή στην πέμπτη κατηγορία ενόψει της επιβολής ποινής στην κατηγορία για την κατοχή πέντε φυσιγγίων.
Η όλη υπόθεση εναντίον του εφεσείοντος στοιχειοθετήθηκε στη βάση περιστατικής μαρτυρίας, εφόσον δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας των δύο θυμάτων.
Ο εφεσείων δεν προσέφερε ο ίδιος ένορκη μαρτυρία στο Κακουργιοδικείο, και περιορίστηκε σε ανώμοτη δήλωση από το εδώλιο του κατηγορουμένου.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που εκτέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, στις 12.12.2011, σε ερημική παραλιακή περιοχή του χωριού Αχέλεια στην Πάφο, βρέθηκε νεκρή μέσα σε ακινητοποιημένο όχημα η Iulia Oboroc 24 ετών από τη Μολδαβία. Στον ίδιο χώρο, αλλά σε απόσταση 59 μέτρων από το όχημα και στην άκρη της παραλίας, εντοπίστηκε αργότερα την ίδια ημέρα και η θυγατέρα της Oboroc, Victoria Pozidou ηλικίας τρεισήμισι χρόνων, από το γάμο της Iulia με τον εν διαστάσει σύζυγο της Οδυσσέα Pozide, Μ.Κ. 27.
Το προηγούμενο βράδυ στις 11.12.2011 τα θύματα είχαν αναχωρήσει από το σπίτι της μητέρας της Iulia στις 19:30. Ο χρόνος του διπλού φονικού τοποθετήθηκε με βάση τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου γύρω στις 21:00 της εντεκάτης Δεκεμβρίου του 2011.
Κατά τον Ιανουάριο του 2011, η Iulia είχε συνάψει δεσμό με τον εφεσείοντα με τον οποίο και συγκατοικούσαν. Κατά το χρόνο του θανάτου της, ήταν έγκυος 17 εβδομάδων από τον εφεσείοντα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, η Iulia πυροβολήθηκε τουλάχιστον έξι φορές με αντίστοιχες βολίδες και τρεις από αυτές, την έπληξαν επιφέροντας ακαριαία τον θάνατο.
Ο δράστης, με βάση την ανάλυση της όλης μαρτυρίας και τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το Κακουργιοδικείο, έριξε τους έξι πυροβολισμούς από απόσταση δύο με τριών μέτρων από το όχημα, ενώ η Iulia καθόταν στο όχημα στη θέση του οδηγού.
Το Κακουργιοδικείο από το σύνολο της μαρτυρίας ως προς τα αίτια θανάτου, αποδέχθηκε σχετικές ιατροδικαστικές μαρτυρίες. Αποτέλεσε εύρημα ότι η Βικτώρια αποσπάσθηκε βίαια από το όχημα της μητέρας της και μεταφέρθηκε προς τη θάλασσα, με το δράστη να αποφράσσει καθ’ οδόν τις αεροφόρους οδούς με το χέρι, πιέζοντας εν τέλει το πρόσωπο της σε σημείο που υπήρχε θαλάσσιο νερό.
[*164]Ο χρόνος θανάτου με βάση την όλη επιστημονική μαρτυρία, περιλαμβανομένης και εκείνης του ιατροδικαστή Μ.Υ.12, προσδιορίστηκε από το Κακουργιοδικείο αναφορικά με τη Βικτώρια γύρω στις δέκα ώρες μετά την εγκληματική ενέργεια.
Το Κακουργιοδικείο ενασχολήθηκε επισταμένα στην απόφαση του με όλες τις πτυχές της υπόθεσης και αντιπαρέβαλε τις θέσεις της υπεράσπισης και τις αμφισβητήσεις της, επί κάθε πτυχής της μαρτυρίας.
Τις απέρριψε μια προς μια και έκρινε ότι ο εφεσείων ήταν ο δράστης της διπλής δολοφονίας, στη βάση της συσσωρευμένης περιστατικής μαρτυρίας. Θεώρησε ότι αυτός ήταν άτομο βίαιο, «με εξάρσεις θυμού και ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς προς την Iulia και αδιαφορία προς τη σωματική της ακεραιότητα».
Σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα η Iulia είχε ξυλοδαρθεί από τον εφεσείοντα τον Απρίλιο του 2011. Περαιτέρω, ο εφεσείων φερόταν να την απειλούσε ότι θα την σκότωνε αν τον εγκατέλειπε. Η Iulia σε τηλεφώνημα της και προς τον μάρτυρα Μ.Κ. 80, από τον οποίο αναζήτησε εργασία το απόγευμα της 10.12.2011, άφησε σοβαρές υπόνοιες ότι ήθελε να ξεφύγει από τον εφεσείοντα. Το ίδιο ανέφερε στη φίλη της Μ.Κ. 34, χωρίς όμως να της εξηγήσει γιατί δεν μπορούσε να ξεφύγει. Ο εφεσείων είχε στην κατοχή του μικρό όπλο, όπως είχε δει η Iulia στο χώρο αποσκευών του οχήματος του και είχε αναφέρει στη φίλη της, Μ.Κ. 22.
Ο εφεσείων είχε αποκρύψει από τους πάντες ότι το βράδυ του εγκλήματος στις 11.12.2011, είχε τηλεφωνική επικοινωνία με την Iulia στις 19:41. Το εν λόγω τηλεφώνημα είχε γίνει από καρτοτηλέφωνο του εφεσείοντα από το οποίο είχε διαγραφεί το ιστορικό των κλήσεων.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε ιδιαιτέρως σημαντικό το στοιχείο της απόκρυψης του τηλεφωνήματος. Πέραν του ότι έδειχνε ψεύδος, το τηλεφώνημα από μόνο του, τοποθετούσε τον εφεσείοντα εντός της εμβέλειας της κυψέλης κεραίας κινητής τηλεφωνίας, που γειτνιάζει με τη σκηνή του εγκλήματος. Έδειχνε κατ’ ελάχιστον όπως εκρίθη, παρουσία του στην περιοχή του εγκλήματος 25-30 λεπτά πριν από το διπλό φόνο.
Συνδεδεμένη με την πιο πάνω θέση, ήταν και η αποδοχή από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας του Γ.Σ.. Ο μάρτυρας αυτός που κατέθεσε ως Μ.Κ. 72, ανέφερε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε [*165]σταθμεύσει σε μια ερημική παραλιακή περιοχή για να καπνίσει κάνναβη και άκουσε 5-6 πυροβολισμούς, αρχικά δύο διπλούς συνεχόμενους, όχι από κοντινή απόσταση. Μετά από πάροδο άλλων 2-3 λεπτών αντιλήφθηκε όχημα να τον πλησιάζει από τον χωματόδρομο με αναμμένα φώτα. Διέκρινε τους αριθμούς 319, όταν γύρω στα 15 μέτρα μακριά του, το όχημα σταμάτησε απότομα.
Τη μαρτυρία αυτή το Κακουργιοδικείο δέχθηκε στην ολότητα της, θεωρώντας ότι ήταν ιδιαίτερα πειστική.
Η υπόλοιπη μαρτυρία έδειξε ότι το όχημα DAB 319 μάρκας Isuzu, διπλοκάμπινο πράσινου χρώματος, ανήκε στη μητέρα του εφεσείοντος, η οποία και είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του. Κατά τη θέση της, το όχημα αυτό οδηγείτο γενικά από όλη την οικογένεια της, περιλαμβανομένου και του εφεσείοντος. Το Τμήμα Οδικών Μεταφορών ετοίμασε παραδεκτούς καταλόγους από τους οποίους προέκυπτε ότι όλα τα διπλοκάμπινα οχήματα με τελικούς αριθμούς το 319, δεν βρίσκονταν στην επαρχία Πάφου στις 11.12.2011. Έπετο, κατά το συλλογισμό του Κακουργιοδικείου, ότι το όχημα που διέκρινε ο Γ.Σ. το βράδυ που ακούστηκαν οι 5-6 πυροβολισμοί, να ήταν διπλοκάμπινο με τελικούς αριθμούς το 319 και σκούρο χρώμα, ήταν το DAB 319.
Η άλλη μαρτυρία που ενέπλεκε τον εφεσείοντα ήταν η μαρτυρία του Αντώνη Προκοπίου Κίτα, Μ.Κ. 103, ο οποίος σε 18σέλιδη κατάθεση του, ανέφερε λεπτομερώς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εφεσείων του ομολόγησε τη διάπραξη της διπλής δολοφονίας κατά την κράτηση του μέχρι τη δίκη, στις Κεντρικές Φυλακές.
Το Κακουργιοδικείο ανέλυσε με μεγάλη λεπτομέρεια την όλη κατάθεση του Κίτα και αντιπαρέβαλε την κατ’ ισχυρισμόν ομολογία του εφεσείοντος με τα πραγματικά δεδομένα των συνθηκών και της σκηνής του εγκλήματος. Θεώρησε ότι τα εγκλήματα διαπράχθηκαν με τέτοια κυνικότητα και βαναυσότητα, ώστε να μην αναμενόταν κάποιος να τα ομολογούσε εάν δεν είχαν πράγματι έτσι τα δεδομένα. Οι πορείες των βολίδων στο σώμα της Iulia και οι τραυματισμοί, συνήδαν με το περιεχόμενο της ομολογίας.
Η ομολογία, ως προς τις λεπτομέρειες της, συνήδε επίσης και με τον τρόπο θανάτωσης της Βικτώριας.
Το Κακουργιοδικείο ανέλυσε και σωρεία άλλων θεμάτων σε σχέση με την ομολογία αυτή, όπως ότι ο εφεσείων την επομένη της ομολογίας, είχε διερευνήσει με τον Κίτα το ενδεχόμενο άνθρωποι του [*166]τελευταίου, να δολοφονούσαν τον εν διαστάσει σύζυγο της Iulia, Οδυσσέα Ποζίδη, Μ.Κ. 27, ώστε να φαίνεται ότι κάποιο τρίτο πρόσωπο που κυκλοφορούσε ελεύθερο είχε διαπράξει τους φόνους.
Στην προσπάθεια του Κίτα να αντιληφθεί τις πραγματικές προθέσεις του εφεσείοντος, διευθετήθηκε το περίστροφο του φόνου να περιέλθει στην κατοχή δικών του ανθρώπων. Σ’ αυτό βοηθητικός ήταν ο Μάριος, αδελφός του εφεσείοντος.
Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε εν τέλει την αλήθεια της ομολογίας του εφεσείοντος προς τον Κίτα Μ.Κ. 103, τη μαρτυρία του οποίου προσέγγισε με εξαιρετικά ιδιαίτερη προσοχή, δεδομένου του γεγονότος ότι ο Κίτας είναι άτομο με πολλαπλές καταδίκες για στυγερά εγκλήματα και κατάδικος στις φυλακές. Απέρριψε δε τις σχετικές θέσεις της υπεράσπισης ότι είχαν δοθεί ανταλλάγματα προς τον Κίτα.
Απέρριψε επίσης τη μαρτυρία του Μ.Υ.5, κλινικού ψυχολόγου.
Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε ότι η μαρτυρία Κίτα είχε μια ξεχωριστή υπόσταση διότι παρέδωσε στην αστυνομία το φονικό όπλο. Δέχθηκε ότι το περίστροφο, του το είχε «παραδώσει» ο εφεσείων, απορρίπτοντας θέσεις της υπεράσπισης.
Το Κακουργιοδικείο συνόψισε τα κυριότερα στοιχεία αυτής τα οποία αφορούσαν περαιτέρω στην προγενέστερη συμπεριφορά του εφεσείοντος προς την Iulia, με ιδιαίτερη έμφαση στο περιστατικό βίας του Απριλίου του 2011, εναντίον της Iulia.
Τα όσα κατατέθηκαν από τους προαναφερθέντες μάρτυρες στους οποίους η Iulia είχε μιλήσει, αξιολογήθηκαν από το Δικαστήριο ως περιστατική μαρτυρία.
Άλλα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας, πιο ουσιώδη, κρίθηκαν από το Κακουργιοδικείο η απόκρυψη από τον εφεσείοντα ότι είχε τηλεφωνήσει και μιλήσει με το θύμα στις 19:41, λίγη ώρα πριν από τη διάπραξη του εγκλήματος, η διαγραφή του ιστορικού των κλήσεων και η μαρτυρία αναφορικά με την εμβέλεια της κεραίας που τοποθετούσε το κινητό του στη σκηνή του εγκλήματος γύρω στα 25-30 λεπτά προηγουμένως.
Στην παρουσία του εφεσείοντος στην σκηνή κατέτεινε και η μαρτυρία του Γ.Σ., Μ.Κ. 72.
Θεωρήθηκε επίσης ότι ο εφεσείων έκαμε προσπάθειες αποπροσανατολισμού των αστυνομικών ερευνών όπως το ότι, μεταξύ άλ[*167]λων, τοποθέτησε κάτω από την μπότα της Iulia ναρκωτικές ουσίες, ενδεχομένως για να υπονοηθεί ότι η δολοφονία σχετιζόταν με τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών.
Ως περιστατική μαρτυρία κρίθηκε μεταξύ άλλων και το γεγονός ότι ο εφεσείων έφερε μια εκδορά στη ραχιαία χώρα του αριστερού του χεριού στο ύψος του δείκτη και μια εκδορά στην εμπρόσθια τραχηλική χώρα, οι οποίες δυνατόν να είχαν δημιουργηθεί από τη Βικτώρια όταν αυτή ασφυκτιούσε κατά τη μεταφορά της από τον δράστη.
Ο εφεσείων είχε προβεί και σε διάφορα τηλεφωνήματα προς μάρτυρες για αποπροσανατολισμό των ερευνών.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι στις δύο πρώτες του καταθέσεις, ο εφεσείων είπε ψέματα σχετικά με το πού βρισκόταν το βράδυ του εγκλήματος μετά τις 19:30. Με λεπτομέρεια έκανε αναφορά στα ψεύδη του εφεσείοντος και τη διαφοροποίηση που αυτός έκαμε στην ανώμοτη δήλωση του ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αφού προηγουμένως είχε ακούσει τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής.
Με βάση τα πρωτόδικα ευρήματα, το κίνητρο για τη δολοφονία της Iulia ήταν η παθολογική και παράφορη ζήλια που είχε γι’ αυτήν ο εφεσείων.
Η όλη περιστατική μαρτυρία, κατά το Κακουργιοδικείο, ανεξάρτητα από την ομολογία του εφεσείοντος προς τον Κίτα, κατέτεινε στο γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν, πέραν από κάθε λογική αμφιβολία, ο δράστης των δύο δολοφονιών.
Με βάση την όλη μαρτυρία και με παραπομπή σε σχετικές αυθεντίες, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο φόνος της Iulia ήταν προμελετημένος, ενώ ο φόνος της Βικτώριας δεν μπορούσε με βεβαιότητα να αποδοθεί σε προμελέτη, εφόσον δεν εξαγόταν με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι ο εφεσείων μεταβαίνοντας στην σκηνή του εγκλήματος είχε πρόθεση να σκοτώσει και την Βικτώρια.
Η έφεση η οποία στράφηκε εναντίον της καταδίκης (δεδομένης της νομοθετικής πρόνοιας περί της διά βίου φυλάκισης ως προβλεπόμενης ποινής για τον φόνο εκ προμελέτης), στηρίχθηκε μεταξύ άλλων, στους κάτωθι κυρίως λόγους:
Δεύτερος λόγος έφεσης:
Η μαρτυρία του Μ.Κ. 72, Γ.Σ., δόθηκε σε ύποπτο χρονικό ση[*168]μείο της διαδικασίας, χωρίς να υπάρχει καμιά ανεξάρτητη επιστημονική μαρτυρία ότι ο μάρτυρας πράγματι βρισκόταν στην περιοχή. Πρόσθετα, ήταν απίθανο να μπορούσε ο μάρτυρας να διακρίνει τους αριθμούς του οχήματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν κρίνονταν βάσιμες οι αιτιάσεις αυτές προς ανατροπή της αξιολόγησης του Γ.Σ. ως αξιόπιστου μάρτυρα. Το Κακουργιοδικείο έδωσε πολύ πειστικούς λόγους για την αποδοχή της μαρτυρίας του.
2. Η θέση που μόνο κατ’ έφεση προβλήθηκε, ότι παρέμεινε ανεξήγητο πώς και γιατί ο μάρτυρας αυτός είδε μόνο τους αριθμούς και όχι τα γράμματα της πινακίδας του διπλοκάμπινου οχήματος, ουδέποτε τέθηκε από την υπεράσπιση κατά την αντεξέταση του Γ.Σ..
3. Ορθά η εφεσίβλητη Δημοκρατία απάντησε στον σχετικό ισχυρισμό, ότι ο μάρτυρας δεν ήταν ύποπτος για οποιοδήποτε αδίκημα ώστε να ανέκυπτε ερώτημα ή αμφιβολία ούτως ώστε να χρειαζόταν οποιαδήποτε επιβεβαίωση. Άλλωστε και πάλι πρωτοδίκως ουδέν τέθηκε στο μάρτυρα και καμιά ερώτηση δεν απευθύνθηκε σ’ αυτόν προς αμφισβήτηση της εκεί παρουσίας του.
4. Οι χρόνοι στους οποίους αναφέρθηκε ο μάρτυρας ήταν δίχως άλλο, ενδεικτικοί και όχι ακριβείς. Αλλά ούτε και τέθηκε στο μάρτυρα σχετικό ερώτημα.
5. Όπως εύστοχα υπέδειξε το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του σε σχέση με αυτή την πτυχή της υπόθεσης, «η ώρα που ακούστηκαν οι πυροβολισμοί ήταν μέσα στο εύρος χρόνου που οι ενδείξεις οδηγούσαν ότι διαπράχθηκε το έγκλημα.
Τρίτος λόγος έφεσης:
Η μαρτυρία στην οποία στηρίχθηκε το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ως προς την όλη βίαιη συμπεριφορά του εφεσείοντος έναντι της Iulia ιδιαίτερα σε σχέση με το επεισόδιο του Απριλίου 2011, αλλά και το ότι η Iulia εκμυστηρεύτηκε σε τρίτο άτομο ότι είχε δει ένα όπλο στο χώρο αποσκευών του οχήματος του, ήταν εξ ακοής, οι διάφοροι μάρτυρες είχαν προβλήματα αξιοπιστίας και η Iulia ήταν άτομο το οποίο είπε ψέματα ως προς ένα κληροδότημα που δήθεν εδικαιούτο από τον παππού της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εξ ακοής μαρτυρία ήταν εδώ υπό τις περιστάσεις, η καλύτερη [*169]διαθέσιμη μαρτυρία και το Κακουργιοδικείο μπορούσε να αποδώσει σ’ αυτήν τη βαρύτητα που έδωσε.
2. Έχοντας υπόψη την ορθή νομολογιακή διάσταση του θέματος της εξ ακοής μαρτυρίας στη βάση του Άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, προσέγγισε τη μαρτυρία με τη δέουσα επιφύλαξη, καταγράφοντας λεπτομερώς το σκεπτικό του. Ουδέν μεμπτό προέκυπτε από την προσέγγιση και την αξιολόγηση που έγινε.
3. Υπήρχε συντριπτική, έστω εκ των υστέρων μετά το θάνατο της Iulia, μαρτυρία για την όλη συμπεριφορά που επεδείκνυε ο εφεσείων έναντι της θανούσης.
4. Το Κακουργιοδικείο αφιέρωσε αρκετές σελίδες από την απόφαση του στο ζήτημα. Η ανάγνωση τους δικαιολογεί το τελικό εύρημα ότι ο εφεσείων υπήρξε κατά το χρόνο που προηγήθηκε του εγκλήματος, βίαιος προς την Iulia με βιαιότερο περιστατικό αυτό που επισυνέβη τον Απρίλιο του 2011 το οποίο και του αποδόθηκε.
5. Όλες οι μαρτυρίες από τις φίλες της έκλιναν επίσης στο ότι η Iulia προτρεπόταν από αυτές να εγκαταλείψει τον εφεσείοντα, εκείνη όμως φοβόταν και συχνά έλεγε ότι κάποια μέρα θα την έβρισκαν νεκρή και ότι ο εφεσείων απειλούσε ότι θα την σκότωνε αν έφευγε.
Τέταρτος λόγος έφεσης:
Το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε λανθασμένο συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της τηλεφωνικής κλήσης που έγινε από τον εφεσείοντα στις 19:41 που καταδείκνυε την παρουσία του στην περιοχή του εγκλήματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η μαρτυρία που έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο δεν ήταν ότι πιθανόν να εξυπηρετήθηκε το τηλεφώνημα της 19:41 από άλλο σταθμό. Εκείνο που λέχθηκε από τον μάρτυρα Μ.Κ. 47 ήταν ότι θα ήταν απίθανο να εξυπηρετείτο από άλλες κυψέλες κάποιος που βρισκόταν στα 500 μέτρα από το σταθμό του ξενοδοχείου Phaethon, απ’ όπου εξυπηρετήθηκε η κλήση του εφεσείοντα.
2. Ουδεμία ως προς το θέμα αντίθετη επιστημονική μαρτυρία δόθηκε από πλευράς του εφεσείοντος και το Κακουργιοδικείο ορθά και εύλογα αποδέχθηκε τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων της ΑΤΗΚ στη βάση των νομολογιακών αρχών.
3. Η εκδοχή επομένως ότι θα μπορούσε το τηλεφώνημα της 19:41 να εξυπηρετείτο από άλλη κυψέλη παρέμεινε, στην απουσία άλ[*170]λης αντίθετης εξειδικευμένης μαρτυρίας, μετέωρη και ορθά το Κακουργιοδικείο έδωσε την ανάλογη σημασία και βαρύτητα στην αποδεικτική αξία της τηλεφωνικής αυτής κλήσης.
4. Η κλήση αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία, εφόσον ο εφεσείων απέκρυψε από όλους το γεγονός της τηλεπικοινωνιακής του σύνδεσης με την Iulia πριν από την εξαφάνιση της, ενώ όταν παρέδωσε το κινητό του στην Αστυνομία είχαν διαγραφεί και όλα τα δεδομένα.
Πέμπτος και έκτος λόγος έφεσης:
Ήταν εσφαλμένο το σχετικό συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι η παρουσία της Iulia και της Βικτώριας στην ερημική εκείνη περιοχή, αποτελούσε ένδειξη ότι ο δράστης ήταν πρόσωπο του περιβάλλοντος της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το συμπέρασμα όμως αυτό ήταν εύλογο και όντως μπορούσε να εκληφθεί η παρουσία της Iulia στην ερημική εκείνη περιοχή ως ισχυρότατη ένδειξη ότι πήγε εκεί ως αποτέλεσμα κάποιας προγραμματισμένης συνάντησης με γνωστό της πρόσωπο.
2. Οι θέσεις της υπεράσπισης ότι πιθανό η Iulia να μετακινήθηκε στο χώρο εκείνο ύστερα από προτροπή αγνώστου προσώπου ή ότι είχε εξαναγκασθεί ή ακόμη και ότι είχε τύχει απαγωγής, ήταν εντελώς αυθαίρετες χωρίς να υποστηρίζονταν από ίχνος μαρτυρίας ότι η Iulia είχε οποιαδήποτε διαφορά με άλλο πρόσωπο.
3. Η δε παρουσία της Βικτώριας στο όχημα με τη μητέρα της, εξηγείτο εν μέρει από σχετικό εύρημα του Κακουργιοδικείου.
4. Το ανέμελο πρόσωπο της Iulia επίσης έδειχνε ότι δεν είχε οποιοδήποτε εκ των προτέρων φόβο για την παρουσία της στο χώρο εκείνο. Η σχετική ιατροδικαστική τοποθέτηση στο θέμα από τον Μ.Κ. 52, ορθά έδιδε το στίγμα γι’ αυτό το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου.
Έβδομος, όγδοος και δέκατος λόγος έφεσης:
Ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων προσπάθησε να αποπροσανατολίσει τις αστυνομικές έρευνες.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σε σχέση με την κάνναβη που ανευρέθηκε στο όχημα της Iulia και κατά μέρος στο πέλμα της μπότας της, το Κακουργιοδικείο [*171]αναφέρθηκε στο θέμα, αποφαινόμενο ότι η μαρτυρία που γενικά τέθηκε ενώπιον του, έδειχνε ότι η Iulia δεν χρησιμοποιούσε ναρκωτικές ουσίες και ήταν αντικαπνίστρια. Στο αίμα της δεν ανιχνεύθηκε οτιδήποτε.
2. Η κάνναβη που ανευρέθηκε στο όχημα και στη μπότα, ήταν σκορπισμένη. Η σχετική μαρτυρία έδειξε ότι συνήθως σε υποθέσεις ναρκωτικών ουσιών αυτές εντοπίζονται συσκευασμένες σε χαρτί, νάϋλον ή ασημόχαρτο.
3. Με βάση σχετικώς κατατεθείσα μαρτυρία, εύλογα το Κακουργιοδικείο θεώρησε απίθανη την εκδοχή, να παρέμεινε η κάνναβη από τον προηγούμενο οδηγό, στο όχημα ενοικίασης που οδηγούσε η Iulia, ενώ εξίσου εύλογο ήταν και το συμπέρασμα του ότι η κάνναβη είχε τοποθετηθεί από τον δράστη του εγκλήματος.
4. Η μαρτυρία του Κίτα, άλλωστε, συνήδε με τα πιο πάνω, εφόσον κατά την ομολογία του εφεσείοντος προς αυτόν, του ανέφερε ότι είχε επιστρέψει στο όχημα και άφησε εκεί ναρκωτικές ουσίες.
5. Όσον αφορούσε στη μη ανεύρεση της φόρμας που φορούσε ο εφεσείων και πάλι δεν ήταν αυθαίρετο το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου, αλλά αντίθετα εύλογο. Υπήρξε προφανώς καταστροφή της φόρμας που φορούσε ο εφεσείων λίγο χρόνο πριν ή κατά τον θάνατο των θυμάτων και αυτό εντασσόταν στην όλη προσπάθεια αποπροσανατολισμού.
6. Όπως υπέδειξε το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, προέκυπτε από μαρτυρία, η θέαση του εφεσείοντα από τη μάρτυρα Μ.Κ.31 το απόγευμα της 11.12.2011, με αθλητική φόρμα και αθλητικά παπούτσια, γεγονός που καταγράφηκε και από κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης πρακτορείου που επισκέφθηκε.
7. Στο ζήτημα αυτό το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι ο εφεσείων δεν είχε χρόνο να αλλάξει φόρμες ή ρούχα με δεδομένη τη μαρτυρία ότι στις 19:27:46 βρισκόταν στην περιοχή του διαμερίσματος του και ομιλούσε στο τηλέφωνο για δύο σχεδόν λεπτά, ενώ λίγη ώρα μετά, στις 19:41:25, βρισκόταν εντός της εμβέλειας της κεραίας του ξενοδοχείου Phaethon κοντά στην Αχέλεια.
8. Υπήρχε επίσης μαρτυρία ότι η μητέρα του εφεσείοντος μέσω της Μ.Κ. 49, επενέβη παράνομα στο κομμωτήριο του εφεσείοντος από όπου πήρε ένα σακκάκι και ένα τσαντάκι με σαφή προς τούτο προτροπή και υπόδειξη της πρώτης, τα οποία δεν εντοπίστηκαν.
9. Επιπρόσθετα υπήρχε η αποκάλυψη από τον εφεσείοντα στον Κίτα, ότι τα ρούχα που φορούσε τα έκαψε σε φούρνο στα Χολέτρια ο αδελφός του με οδηγίες του.
10. Ο εφεσείων ψευδώς είχε ισχυριστεί στον ιατροδικαστή Μ.Κ. 52, ότι από το πρωΐ της Κυριακής φορούσε το συγκεκριμένο παντελόνι και παπούτσια που είχε κατά την εξέταση του από τον ιατροδικαστή και που σαφώς δεν αναγνώρισε η Μ.Κ. 31.
[*172]Ένατος λόγος έφεσης:
Ήταν αυθαίρετο συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι μια εκδορά στο χέρι του εφεσείοντος στο ύψος του δείκτη και άλλη στην περιοχή του τραχήλου, συνδέονταν με τη βίαιη απόσπαση της Βικτώριας από το κάθισμα του συνοδηγού και τη μεταφορά της προς την παραλία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Κακουργιοδικείο κατέγραψε στην απόφαση του ότι δεν δόθηκε από πλευράς υπεράσπισης οποιαδήποτε εξήγηση για την εκδορά στο δάκτυλο, ενώ για την άλλη εκδορά ανέφερε ότι είχε προκληθεί από αστυνομικό κατά τη σύλληψη του, εκδοχή που απερρίφθη.
2. Το Κακουργιοδικείο δεν προέβη σε εύρημα ότι όντως αυτές οι δύο εκδορές προήλθαν από τη Βικτώρια. Εκείνο το οποίο είπε, και δεν μπορούσε να του καταλογιζόταν λάθος, είναι ότι οι περιστάσεις μεταφοράς της Βικτώριας από τον δράστη άφηναν ανοικτό το ενδεχόμενο η Βικτώρια να έγδαρε τον δράστη στα δύο αυτά σημεία είτε κατά τη μεταφορά, είτε κατά τον χρόνο πίεσης του προσώπου της στο νερό.
3. Άλλωστε θα αναμενόταν μια φυσιολογική αντίδραση από το παιδί στην προσπάθεια του να ξεφύγει και αυτό συνήδε και με τη μαρτυρία του Κίτα.
Εντέκατος λόγος έφεσης:
Ήταν εσφαλμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η όλη συμπεριφορά του εφεσείοντος ήταν ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο, αυτός προσπάθησε να αποστασιοποιήσει τον εαυτό του από το έγκλημα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Κακουργιοδικείο πραγματεύθηκε το θέμα και τα όσα αναφέρονται στην απόφαση είναι επίσης εύλογα συμπεράσματα.
2. Ανέλυσε όλα τα συμπεράσματα του αναφορικά με το νόημα όλων των τηλεφωνημάτων που έκανε το βράδυ του φονικού είτε προς αναζήτηση της Ιulia, είτε με άλλο περιεχόμενο, προς το σκοπό αυτό.
Δέκατος τρίτος λόγος έφεσης:
Το Κακουργιοδικείο αυθαίρετα συμπέρανε ότι πιθανόν να ανήκε στη Βικτώρια το σακουλάκι καραμελών που ανευρέθηκε στο αυτοκί[*173]νητο που οδηγούσε η Iulia, ενώ η ύπαρξη γενετικού υλικού αγνώστου ανδρός, πιθανό να συνδεόταν με είσοδο αγνώστου ατόμου στο όχημα, με υπόνοιες ότι αυτό το άγνωστο άτομο ήταν και ο δράστης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι γεγονός πως το συμπέρασμα ότι το σακουλάκι των M & Ms πιθανό να ανήκε στη Βικτώρια παρουσιαζόταν ακροσφαλές, αλλά η ουσία εδώ ήταν ότι σύμφωνα και με την επιστημονική μαρτυρία του Μ.Κ. 60, σ’ ένα όχημα ενοικίασης είναι πολύ φυσικό να βρεθεί γενετικό υλικό πολλών ατόμων είτε ως αποτέλεσμα άμεσης μεταφοράς, είτε έμμεσης.
2. Ορθά, στο ζήτημα, η εφεσίβλητη Κατηγορούσα Αρχή, απέκλειε στην ουσία ένα άγνωστο άτομο να ήταν ο δράστης και όχι ο εφεσείων, ο οποίος εμπλεκόταν με ισχυρή περιστατική μαρτυρία.
Δέκατος τέταρτος λόγος έφεσης:
Αυθαίρετα το Κακουργιοδικείο συμπέρανε ότι ο εφεσείων εναπόθεσε το γενετικό του υλικό στο εσωτερικό του τηλεφώνου της Iulia εφόσον το σημείο πίσω από την μπαταρία δεν είναι ένα σημείο που αναμένεται κάποιος να έχει συνήθη ή καθημερινή πρόσβαση. Δεδομένου ότι δεν βρέθηκε γενετικό υλικό στο ίδιο το τηλέφωνο και στο κάλυμμα, δημιουργούνταν εύλογα ερωτήματα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Αυτό δυνατόν να ήταν ένα ασαφές συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου, αλλά δεν ήταν και ουσιαστικό σημείο.
2. Το ψεύδος εδώ, έγκειτο ακριβώς στο ότι η δικαιολογία του εφεσείοντος ότι πριν από λίγο καιρό είχε αλλάξει ο ίδιος την κάρτα της Iulia και γι’ αυτό βρέθηκε εκεί το γενετικό του υλικό, δεν ευσταθούσε.
3. Η μαρτυρία που προήλθε από την εταιρεία τηλεπικοινωνιών MTN, κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου, ήταν ότι καμία κάρτα δική της δεν χρησιμοποιήθηκε στη συσκευή τηλεφώνου της Iulia. Επομένως, η αναπάντητη κλήση που έγινε στο τηλέφωνο του εφεσείοντος από τον αριθμό κάρτας της MTN, δεν είχε γίνει από τη συσκευή του κινητού τηλεφώνου της Iulia. Έπετο ότι, ο εφεσείων έδωσε ψευδή εκδοχή για την ανεύρεση του γενετικού του υλικού εκεί όπου εφαρμόζεται η κάρτα κινητής τηλεφωνίας.
Δέκατος πέμπτος λόγος έφεσης:
Αναφορικά με την τοποθέτηση του φονικού περιστρόφου σε τάφο [*174]του νεκροταφείου Αθηαίνου: Κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντος, είχε επίτηδες τοποθετηθεί σε χρόνο πέραν των 20 ημερών από τον εντοπισμό του από ανθρώπους του Κίτα, ώστε να φαίνεται ότι ο Κίτας εξυπηρετούσε την αστυνομία και τις έρευνες προς όφελος δικής του ευνοϊκότερης μεταχείρισης.
Αποφασίστηκε ότι:
Προέκυπτε από την κατατεθείσα μαρτυρία γεωπόνου που κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης και αναφέρθηκε σε μερική βλάστηση του τάφου και πως αυτή συνδεόταν με το μέρος που είχε τοποθετηθεί το όπλο, ότι το σακούλι με το όπλο δεν είχε τοποθετηθεί πριν από τις 20 ημέρες όπως είχε εισηγηθεί η υπεράσπιση, αλλά μερικές μόνο μέρες προηγουμένως.
Δέκατος έβδομος λόγος έφεσης:
Αυθαίρετα το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι το αίμα της Iulia το οποίο εντοπίστηκε στη δεξιά δοκό του οχήματος, μεταφέρθηκε από τον δράστη.
Αποφασίστηκε ότι:
Δεν υπήρχε οποιοδήποτε εξωπραγματικό συμπέρασμα από το Κακουργιοδικείο στη θεώρηση του ότι στα σημεία εκείνα μεταφέρθηκε αίμα της Iulia είτε από τη Βικτώρια, είτε από τον δράστη.
Δέκατος όγδοος και εικοστός πέμπτος Λόγοι Έφεσης:
Ήταν εσφαλμένα τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου που οδήγησαν στην κρίση του να δεχθεί τη μαρτυρία του Κίτα ως αξιόπιστη. Η κατ’ ισχυρισμόν ομολογία του εφεσείοντος προς τον Κίτα δεν συνήδε με τις πραγματικότητες στην σκηνή του εγκλήματος. Η όλη μαρτυρία και οι λεπτομέρειες του τρόπου θανάτου των δύο θυμάτων προήλθαν αποκλειστικά από τον ίδιο τον μάρτυρα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η ομολογία ή η παραδοχή στη διάπραξη ή συμμετοχή σε έγκλημα, αποτελεί την κλασσική περίπτωση εξαίρεσης στον εξ ακοής κανόνα. Αυτό διότι η παραδοχή ή η ομολογία γίνεται εναντίον του ιδίου συμφέροντος του ομολογούντος.
2. Και σ’ αυτή την ενότητα, δεν υπήρχε οτιδήποτε το νομικά ή λογικά επιλήψιμο στην όλη ανάλυση και κατάληξη του Κακουργιοδικείου.
[*175] 3. Η ομολογία αφηγηματικά δοσμένη μέσω τρίτου, εν προκειμένω του Κίτα, αναμφίβολα δεν θα μπορούσε να ταιριάξει απόλυτα με τις πραγματικότητες στην εγκληματική σκηνή. Παρά ταύτα εκείνο το οποίο παρατηρείτο ήταν ότι υπήρχε μια μεγάλη ταύτιση μεταξύ της ομολογιακής αφήγησης και της πραγματικής μαρτυρίας.
4. Οι θεωρήσεις που γίνονταν από τον εφεσείονα εκ των υστέρων, διαπνέονταν από μια μικροσκοπική εξέταση του συμβάντος.
5. Τα ίδια ίσχυαν και για τους λόγους έφεσης 19 και 20 αναφορικά με τον τρόπο θανάτωσης της Βικτώριας σε δύο στάδια.
6. Ούτε οι λόγοι που το Κακουργιοδικείο κατέγραψε ως πιθανούς για να εξηγήσει ορισμένα από τα λεχθέντα, ήταν αυθαίρετοι.
7. Αναμφίβολα, ο εφεσείων μπορεί εκ των υστέρων να διάνθισε τα όσα εκμυστηρεύθηκε στον Κίτα. Ήταν το σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας που ενέπλεκε τον εφεσείοντα. και όχι απομονωμένα δεδομένα που αν εξετάζονταν ως τέτοια, ενδεχομένως να εξηγούνταν και διαφορετικά. Αυτό κατέρριπτε τη γενικότερη θέση της υπεράσπισης ότι έπρεπε τα λεχθέντα από τον Κίτα, που δεν τα ασπάσθηκε το Κακουργιοδικείο, να λειτουργούσαν υπέρ και όχι εναντίον του εφεσείοντος.
8. Κανένας από τους σχετικούς λόγους έφεσης δεν εξοβέλιζε την εν γένει λογική προσέγγιση του Κακουργιοδικείου στη μαρτυρία του Κίτα.
9. Υπήρχαν πολλοί άλλοι παράγοντες που ενέπλεκαν τον εφεσείοντα στην υπόθεση, μεταξύ των οποίων, και η τελική ανεύρεση του όπλου. Από τη βαλλιστική έρευνα, αποδείχθηκε ότι οι πέντε βολίδες του φόνου πυροβολήθηκαν όλες από το περίστροφο το οποίο ανευρέθη μετά από τις υποδείξεις του Κίτα.
10. Γενικά στο θέμα της μαρτυρίας του Κίτα, το Κακουργιοδικείο την προσέγγισε με ιδιαίτερο σκεπτικισμό και την ανέλυσε σε όλη της τη διάσταση έχοντας πάντοτε κατά νου το ποιόν του ατόμου που έδωσε τη μαρτυρία. αλλά και την όλη αντεξέταση που έγινε. Το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο έκρινε εν τέλει αξιόπιστη την κατάθεση Κίτα, δεν μπορούσε να θεωρηθεί εκ προοιμίου λανθασμένη επειδή ο Κίτας ήταν κακοποιό στοιχείο.
11. Εν κατακλείδι, η σφαιρική αντίκριση της έφεσης υπό το φως της ολότητας της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του το Κακουργιοδικείο, των διαπιστώσεων και ευρημάτων του, πιστοποιούσε την ορθότητα της καταδίκης.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102,
[*176]Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 748,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (2010) 2 Α.Α.Δ. 525,
Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,
Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428,
Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 441,
Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706,
Baloise Insurance Co. Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275,
Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41,
Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236,
Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705,
Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816,
Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409,
Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,
Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337,
Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,
Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211,
Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 59,
Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390,
Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 25,
Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551,
Ζακακιώτης ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 175,
Κωνσταντίνου ν. Αθανασίου (2012) 1 Α.Α.Δ. 2012,
[*177]Ahmad v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 256,
R. v. Sfoggaras 22 C.L.R. 13,
Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 168,
Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 364,
R. v. Mallinson [1977] Crim. L.Rev. 161,
R. v. Warickshall [1783] 1 Leach 263,
R. v. Berriman [1854) 6 Cox CC 388,
R. v. Voisin [1918] 1 K.B. 531,
Χρίστου ν. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον Καταδικασθένα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Μαλαχτός, Π.Ε.Δ., Ματθαίου, Α.Ε.Δ. Κίτσιος, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 38/2012), ημερομηνίας 31/10/2012.
Σ. Αγγελίδης με Χρ. Ιωαννίδη, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, με Α. Χατζηκύρου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 12.12.2011, σε ερημική παραλιακή περιοχή της Αχέλειας της επαρχίας Πάφου, βρέθηκε νεκρή μέσα σε ακινητοποιημένο όχημα ενοικίασης η Iulia Oboroc 24 ετών από τη Μολδαβία, όταν γύρω στις 14:25 ώρα την εντόπισε στη θέση του οδηγού, ο Brian Victor Taylor, Μ.Κ.2. Στον ίδιο χώρο, αλλά σε απόσταση 59 μέτρων από το όχημα και στην άκρη της παραλίας, εντοπίστηκε στις 16:32 της ίδιας ημέρας 12.12.2011 και η θυγατέρα της Oboroc, Victoria Pozidou ηλικίας 3½ ετών, από το [*178]γάμο της Iulia με τον Οδυσσέα Pozide, Μ.Κ. 27. Με τον Pozide η Iulia βρισκόταν σε διάσταση από το Σεπτέμβριο του 2010 και ως εκ τούτου η Victoria παρέμεινε στη φύλαξη της μητέρας της στην Πάφο, ενώ ο Οδυσσέας διέμενε στο Χανιά της Κρήτης. Κατά τον Ιανουάριο του 2011, η Iulia είχε συνάψει δεσμό με τον εφεσείοντα με τον οποίο και συγκατοικούσαν. Κατά το χρόνο του θανάτου της Iulia, αυτή ήταν έγκυος 17 εβδομάδων από τον εφεσείοντα.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου, μέσα από μια πολυσέλιδη απόφαση έκτασης 250 σελίδων, έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης της Iulia, ένοχο για το κακούργημα της ανθρωποκτονίας της Βικτώριας και ένοχο της κατηγορίας της κατοχής περιστρόφου και πλήρων φυσιγγίων βολίδων. Ο εφεσείων κρίθηκε επίσης ένοχος στις κατηγορίες κατοχής πέντε πλήρων φυσιγγίων περιστρόφου .357 Magnum.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, η Iulia πυροβολήθηκε τουλάχιστον έξι φορές με αντίστοιχες βολίδες, δύο εκ των οποίων δεν την έπληξαν. Κατά τη χρονική στιγμή της δολοφονίας, η Iulia ήταν καθήμενη στη θέση του οδηγού με το κεφάλι γερμένο δεξιά, με τα πόδια σταυρωμένα με το αριστερό πάνω από το δεξιό, με το δεξί της χέρι λυγισμένο στον καρπό να βρισκόταν στο κάθισμα του οδηγού παράλληλα με το σώμα της και το αριστερό χέρι να βρισκόταν στο κάθισμα του συνοδηγού. Από την αποδεκτή ιατροδικαστική μαρτυρία κρίθηκε ότι το πρόσωπο του θύματος, όπως ανευρέθη, ήταν ανέμελο, δηλαδή, δέχθηκε το πλήγμα που επέφερε άμεσα τον θάνατο χωρίς να το αναμένει και χωρίς να είχε αποτυπωθεί στο πρόσωπο συναίσθημα φόβου ή αγωνίας.
Ο δράστης, κατά το Κακουργιοδικείο με βάση την ανάλυση της όλης μαρτυρίας, έριξε τους έξι πυροβολισμούς από απόσταση δύο με τριών μέτρων από το όχημα, ενώ η Iulia καθόταν στο όχημα στη θέση του οδηγού με κλειστό το τζάμι της πόρτας του οδηγού, μια δε από τις βολίδες θρυμμάτισε το παράθυρο. Από τις βολίδες, μια έπληξε το αλουμινένιο μαύρο spoiler στην οροφή του οχήματος πάνω από το παράθυρο της οπίσθιας πόρτας της πλευράς του οδηγού. Η βολίδα αυτή είχε ανοδική διαγώνια πορεία από μπροστά προς τα πίσω σε σχέση με το όχημα και δεν ανευρέθηκε. Δεύτερη βολίδα διέτρησε κάθετα τη λαμαρίνα της πόρτας του οδηγού και κατέληξε στο κάθισμα του συνοδηγού από όπου και περισυλλέχθηκε. Τρίτη βολίδα διέτρησε το πλα[*179]στικό μαύρο πλαίσιο του παραθύρου του οδηγού στο πίσω μέρος και πάνω από το χερούλι της πόρτας και εισήλθε στο αυτοκίνητο με ελαφρώς καθοδική διαγώνια πορεία από εμπρός προς τα πίσω. Αυτή η βολίδα έπληξε την Iulia στο δεξιό βραχίονα. Οι άλλες τρεις βολίδες που έπληξαν το θύμα, μια από τις οποίες πρέπει να θρυμμάτισε το γυαλί του παραθύρου, διήλθαν εντός του οχήματος από το παράθυρο του οδηγού ή αφού ανοίχθηκε η πόρτα του οδηγού.
Ο πρώτος πυροβολισμός που δέχθηκε το θύμα ήταν στη δεξιά κροταφική χώρα και η βολίδα δημιούργησε οπή στο κρανίο της κατά την είσοδο και παρέμεινε στο κεφάλι της. Από τον πυροβολισμό στο δεξιό βραχίονα, δημιουργήθηκε έγκαυμα που δείχνει ότι ο βραχίονας θα πρέπει να ήταν ανασηκωμένος και προφανώς ακουμπούσε στο παράθυρο, το δε έγκαυμα προκλήθηκε από τη θερμοκρασία της βολίδας ενδεικτικό του γεγονότος ότι η απόσταση πλήξης δεν ήταν πολύ μεγάλη. Οι άλλοι δύο πυροβολισμοί που δέχθηκε το θύμα κτύπησαν ο ένας τη δεξιά μαστική χώρα πάνω από τη θηλή και ο άλλος τη δεξιά στερνική χώρα. Οι δύο αυτές βολίδες δεν εξήλθαν του σώματος και αφαιρέθηκαν από την αριστερή της ωμοπλάτη, η δε πορεία των βολίδων αυτών ήταν ανοδική.
Η μικρή Βικτώρια, το δεύτερο θύμα, εντοπίστηκε από τον Αστυφύλακα 1825 Ανδρέα Χριστοφίδη, Μ.Κ.18, να κείται νεκρή στην άκρη της παραλίας σε απόσταση 59 μέτρων από το όχημα του πρώτου θύματος, της μητέρας της, Ιulia. Ξαπλωμένη μπρούμυτα με όλα τα ρούχα της βρεγμένα, είχε το κεφάλι προς τη θάλασσα. Φορούσε μόνο το δεξί παπούτσι, (το άλλο βρέθηκε στο όχημα στη θέση πίσω από τον συνοδηγό), με γυμνό το κορμί της από τη μέση και κάτω με το εσώρουχο, το καλτσόν και το παντελόνι να ήταν κατεβασμένα στο σημείο της κνήμης. Από πάνω φορούσε ροζ σακάκι. Υπήρχαν σημάδια στην περιοχή της μύτης και του στόματος, με πολλαπλές εκχυμώσεις στο πρόσωπο και δύο τραύματα στη δεξιά βουβωνική χώρα και κηλίδες αίματος στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Η νεκροψία από τον ιατροδικαστή Νικόλα Χαραλάμπους, Μ.Κ. 52, έδειξε πολλαπλές θλαστικές εκχυμώσεις στην περιοχή του προσώπου, των χειλέων και ρινορραγία. Άλλες εκδορές στο πρόσωπο είχαν προκληθεί από μικρές πέτρες και είχαν παραμείνει ανάλογα αποτυπώματα.
Σταγόνες από το αίμα της είχαν εντοπιστεί σε δύο σημεία, μακριά του άψυχου σώματος της, σε χωματόδρομο που άρχιζε [*180]από το όχημα της Iulia και οδηγούσε σε παρακείμενο καλαμιώνα στην κοίτη του ποταμού. Τα σημεία αυτά δεν ήταν σε ευθεία πορεία από το όχημα, αλλά έδειχναν πορεία προς την παραλία. Κατά την ιατροδικαστική μαρτυρία, οι σταγόνες αίματος έδειχναν ότι η Βικτώρια είχε ήδη υποστεί κάποιο τραυματισμό και ότι οι σταγόνες είχαν στάξει από τη μύτη της, ενώ ο δράστης τη μετέφερε στα χέρια, εφόσον δεν εντοπίστηκαν άλλα ίχνη αίματος μεταξύ του οχήματος και της παραλίας ή του καλαμιώνα. Περαιτέρω, οι θλαστικές εκχυμώσεις στην περιοχή των χειλέων και το δάγκωμα της γλώσσας με εντύπωμα των εμπρόσθιων οδόντων, με δύο μικρά τραύματα στο αριστερό κάτω χείλος, συνήδαν με φαινόμενα που παρατηρούνται σε ασφυκτικούς θανάτους. Η μαρτυρία ήταν ότι η Βικτώρια είχε υποστεί πνιγμό σε θαλάσσιο νερό εφόσον οι βρόγχοι ήταν πλήρεις με μικροφυσαλλιδυώδη αφρό.
Το Κακουργιοδικείο από το σύνολο της μαρτυρίας ως προς τα αίτια θανάτου δέχθηκε τη μαρτυρία τόσο του ιατροδικαστή Χαραλάμπους, όσο και της ιατροδικαστού Χαράς Σπηλιωπούλου, Μ.Κ.109, τακτικής καθηγήτριας της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας στην Ιατροδικαστική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με μεγάλη πείρα αφού εξετάζει ετησίως περί τα 300 περιστατικά πνιγμού. Αποτέλεσε εύρημα ότι η Βικτώρια αποσπάσθηκε βίαια από το όχημα της μητέρας της και μεταφέρθηκε προς τη θάλασσα με το δράστη να αποφράσσει καθ’ οδόν τις αεροφόρους οδούς με το χέρι, πιέζοντας εν τέλει το πρόσωπο της σε σημείο που υπήρχε θαλάσσιο νερό.
Ο χρόνος θανάτου με βάση την όλη επιστημονική μαρτυρία, περιλαμβανομένης και εκείνης του ιατροδικαστή Σωκράτη Τσαντίρη, Μ.Υ. 12, προσδιορίστηκε από το Κακουργιοδικείο αναφορικά με τη Βικτώρια (ο θάνατος της Iulia είχε επέλθει αμέσως κατά τη ρίψη των πυροβολισμών), γύρω στις δέκα ώρες μετά την εγκληματική ενέργεια που τοποθετήθηκε γύρω στις 9:00 μ.μ. της 11.12.2011, έχοντας υπόψη ότι ο χρόνος θα έπρεπε να αναζητηθεί με βάση τις πτωματικές υποστάσεις και τις υπόλοιπες ενδείξεις από την εξέταση της όταν τοποθετήθηκε στο νεκροτομικό τραπέζι, δηλαδή περίπου 22 ώρες πριν τη μετακίνηση της σορού και με περαιτέρω ουσιώδες γεγονός ότι ο θάνατος συνέβη γύρω στις δέκα ώρες μετά την εγκληματική ενέργεια.
Υπάρχουν πολλά άλλα ευρήματα στα οποία προέβη το Κακουργιοδικείο τα οποία δεν χρειάζονται να καταγραφούν στο παρόν στάδιο. Το Κακουργιοδικείο σε σχεδόν κάθε σελίδα συζη[*181]τεί και αντιπαραβάλλει τις θέσεις της υπεράσπισης και τις αμφισβητήσεις της επί κάθε πτυχής της μαρτυρίας, είτε των αυτόπτων μαρτύρων, όπου υπήρχαν, όχι όμως ως προς την καθαυτό διάπραξη του εγκλήματος, όσο και των εμπειρογνωμόνων. Τις απέρριψε μια προς μια και έκρινε ότι ο εφεσείων ήταν ο δράστης της διπλής δολοφονίας στη βάση της συσσωρευμένης περιστατικής μαρτυρίας. Θεώρησε ότι αυτός ήταν άτομο βίαιο, «με εξάρσεις θυμού και ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς προς την Iulia και αδιαφορία προς τη σωματική της ακεραιότητα.». Η Iulia είχε ξυλοδαρθεί από τον εφεσείοντα τον Απρίλιο του 2011. Περαιτέρω, ο εφεσείων φερόταν να απειλούσε την Iulia ότι θα την σκότωνε αν τον εγκατέλειπε. Η Iulia σε τηλεφώνημα της προς τον μάρτυρα Πολύκαρπο Φάντη, Μ.Κ. 80, το απόγευμα της 10.12.2011, άφησε σοβαρές υπόνοιες ότι ήθελε να ξεφύγει από τον εφεσείοντα. Το ίδιο ανέφερε στη φίλη της Anastasia Kucher, Μ.Κ. 34, χωρίς όμως να της εξηγήσει γιατί δεν μπορούσε να ξεφύγει. Ο εφεσείων είχε στην κατοχή του μικρό όπλο, όπως είχε δει η Iulia στο χώρο αποσκευών του οχήματος του, όπως το θύμα είχε πει στη φίλη της, Ζωή Σαφαρίδου, Μ.Κ. 22.
Ο εφεσείων είχε αποκρύψει από τους πάντες ότι την ημέρα του εγκλήματος είχε τηλεφωνική επικοινωνία με την Iulia στις 19:41. Έδωσε την εντύπωση ότι ο τελευταίος άνθρωπος που είχε μιλήσει με το θύμα ήταν η μητέρα της Alla Oboroc, Μ.Κ. 56, από το σπίτι της οποίας η Iulia είχε φύγει γύρω στις 19:30 με ένδειξη ότι θα επισκεπτόταν με τη Βικτώρια το καφέ Vienna για να παίξει το παιδί στον παιδότοπο του καφεστιατορίου. Και ότι από την ώρα που η Iulia έφυγε από το διαμέρισμα της, δεν είχε μαζί της καμιά επαφή, το δε τηλέφωνο της ήταν κλειστό. Το τηλεφώνημα της 19:41 είχε γίνει από καρτοτηλέφωνο του εφεσείοντα από το οποίο είχε διαγραφεί το ιστορικό των κλήσεων, με σκοπό να αποκρύψει από τις ανακριτικές αρχές τη συγκεκριμένη τηλεφωνική συνδιάλεξη.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε όλως ιδιαιτέρως σημαντικό το στοιχείο της απόκρυψης του τηλεφωνήματος. Πέραν του ότι έδειχνε ψεύδος με την ανάλογη νομολογιακή του συνέπεια, το τηλεφώνημα από μόνο του τοποθετούσε τον εφεσείοντα εντός της εμβέλειας της κυψέλης της κεραίας 134 του Phaethon που γειτνιάζει με τη σκηνή του εγκλήματος. Έδειχνε κατ’ ελάχιστον παρουσία του στην περιοχή του εγκλήματος 25-30 λεπτά πριν το διπλό φόνο. Ο εφεσείων διατεινόταν στις καταθέσεις του στην Αστυνομία ότι βρισκόταν στα Χολέτρια ή στο διαμέρισμα του, χώροι μακριά από την Αχέλεια.
[*182]Συνδεδεμένη με την πιο πάνω θέση είναι και η αποδοχή από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας του Γ.Σ., ο οποίος κατέθεσε υπό την κάλυψη της ανωνυμίας μετά από σχετική διαταγή του Κακουργιοδικείου, με το όνομα του να είχε γνωστοποιηθεί εμπιστευτικά μόνο στους συνηγόρους. Ο μάρτυρας αυτός που κατέθεσε ως Μ.Κ. 72, ανέφερε ότι ως περιστασιακός χρήστης κάνναβης, είχε μετά από αγορά μικρής ποσότητας οδηγήσει το όχημα του κατά μήκος του παραλιακού δρόμου μέχρι το σημείο που ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος οδηγεί αριστερά προς Γεροσκήπου. Στη δεξιά πλευρά της πιο πάνω κατεύθυνσης είναι ο χωματόδρομος που οδηγεί προς την παραλία όπου κατά μήκος της πετρώδους περιοχής της βρέθηκε νεκρή η Βικτώρια. Ο μάρτυρας στάθμευσε στην αριστερή πλευρά του παραλιακού δρόμου, μια ερημική περιοχή για να καπνίσει την κάνναβη, με το πρόσωπο του οχήματος να βλέπει προς Πάφο ώστε να ελέγχει τις κινήσεις άλλων οχημάτων φοβούμενος περιπολίες της ΥΚΑΝ. Στο σημείο αυτό έφθασε γύρω στις 20:06. Όταν άρχισε να τυλίγει το τσιγάρο, άκουσε 5-6 πυροβολισμούς, αρχικά δύο διπλούς συνεχόμενους, όχι από κοντινή απόσταση. Δεν παρατήρησε άτομα να κινούνται ή άλλη δραστηριότητα, ούτε τίποτε το ιδιαίτερο στην περιοχή, οπότε μετά την πάροδο 2-3 λεπτών άρχισε να τυλίγει πάλι το τσιγάρο. Μετά από πάροδο άλλων 2-3 λεπτών αντιλήφθηκε όχημα να τον πλησιάζει από τον χωματόδρομο με αναμμένα φώτα. Έσκυψε για να μην γίνει αντιληπτός προσπαθώντας να διακρίνει κατά πόσο το όχημα ήταν της ΥΚΑΝ. Διέκρινε τους αριθμούς 319, όταν γύρω στα 15 μέτρα μακριά του το όχημα σταμάτησε απότομα. Η πραγματική απόσταση όταν τελικώς μετρήθηκε ήταν 27 μέτρα και ο Λοχίας 1760 Παναγιώτης Πελοπίδα, Μ.Κ. 76, κατέθεσε ότι ο Γ.Σ., από τις υποδείξεις στο χώρο, μπορούσε όντως να διακρίνει τους αριθμούς εγγραφής από τη θέση που ήταν, εφόσον τα φώτα του άλλου οχήματος δεν ήταν ακριβώς στραμμένα πάνω του. Πρόκειτο για ένα διπλοκάμπινο σκούρου χρώματος όχημα, με τετράγωνα εμπρόσθια φανάρια και από τους αριθμούς κατάλαβε ότι δεν ανήκε στην ΥΚΑΝ, ορισμένα από τα οχήματα της οποίας γνώριζε. Ο οδηγός του διπλοκάμπινου άναψε το εσωτερικό φως καμπίνας και τον είδε να ψάχνει με τα χέρια του να βρει κάτι στις τσέπες του. Μετά από 5-7 δευτερόλεπτα έσβησε το εσωτερικό φως και εγκατέλειψε το χώρο οδηγώντας στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Γεροσκήπου.
Τη μαρτυρία αυτή το Κακουργιοδικείο δέχθηκε στην ολότητα της, θεωρώντας ότι ήταν ιδιαίτερα πειστική, αφού ο μάρτυρας εξήγησε πώς και γιατί αποφάσισε ένα και πλέον μήνα μετά, στις 29.1.2012, να επικοινωνήσει με την Αστυνομία μεταφέροντας τους σημαντική πληροφορία. Το έπραξε αυτό αφού αναλογίστη[*183]κε ότι το δεύτερο θύμα του εγκλήματος ήταν παιδί και αφού έλαβε διαβεβαιώσεις ότι θα προστατευόταν ως μάρτυρας, βοηθούμενος προς τούτο από το δικηγόρο Κώστα Σιαηλή, Μ.Κ.81, ο οποίος τον παρότρυνε να αποκαλύψει ό,τι γνώριζε στις ερευνητικές αρχές. Η προς τούτο επιβεβαιωτκή μαρτυρία του Σιαηλή, η οποία δεν αμφισβητήθηκε και έγινε δεκτή, έδειχνε επίσης ότι ο Γ.Σ. του είχε ήδη αναφέρει, όταν συναντήθηκαν με σκοπό να αποφασιστεί το τι θα έπρεπε να πράξει, ότι είχε ακούσει 5-6 πυροβολισμούς και πως είχε συγκρατήσει τους αριθμούς του οχήματος. Επομένως η σχετική μαρτυρία του Γ.Σ., δεν ήταν εκ των υστέρων σκέψεις.
Η υπόλοιπη μαρτυρία έδειξε ότι το όχημα DAB 319 μάρκας Isuzu, διπλοκάμπινο πράσινου χρώματος, ανήκε στη μητέρα του εφεσείοντος, η οποία και είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του. Κατά τη θέση της, το όχημα αυτό οδηγείται γενικά από όλη την οικογένεια της, περιλαμβανομένου και του εφεσείοντος. Το Τμήμα Οδικών Μεταφορών ετοίμασε παραδεκτό κατάλογο από τον οποίο προέκυψε ότι 69 οχήματα είναι διπλοκάμπινα με αριθμούς που τελειώνουν στο 319. Όλα τα οχήματα αυτά, σύμφωνα με άλλο κατάλογο, δεν βρίσκονταν στην επαρχία Πάφου στις 11.12.2011. Έπετο, κατά το συλλογισμό του Κακουργιοδικείου, ότι το όχημα που διέκρινε ο Γ.Σ. να ήταν διπλοκάμπινο με τελικούς αριθμούς το 319 και σκούρο χρώμα το βράδυ που ακούστηκαν οι 5-6 πυροβολισμοί, ήταν το DAB 319. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε συναφώς ότι χωρίς ποτέ να έφερε οποιοδήποτε βάρος η υπεράσπιση, εν τούτοις ουδεμία εκ μέρους της μαρτυρία παρουσιάστηκε που να έδειχνε, ή, έστω να έτεινε να δείξει, ότι το εν λόγω όχημα ήταν σε κάποιο άλλο χώρο. Η μόνη σχετική μαρτυρία περιέχετο στην ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντος ότι το διπλοκάμπινο βρισκόταν στην οικία των γονιών του στα Χολέτρια, φορτωμένο με ελιές. Η οποία δεν έγινε δεκτή.
Η άλλη μαρτυρία που ενέπλεκε τον εφεσείοντα ήταν η μαρτυρία του Αντώνη Προκοπίου Κίτα, Μ.Κ. 103, ο οποίος σε 18σέλιδη κατάθεση στον Υπαστυνόμο Ιωάννου (Τεκμήριο 401), ανέφερε λεπτομερώς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εφεσείων του ομολόγησε τη διάπραξη της διπλής δολοφονίας. Η μαρτυρία του ενώπιον του Κακουργιοδικείου έδειξε ότι ο εφεσείων είχε μεταφερθεί στην πτέρυγα Ειδικό 8, από τον Ιανουάριο του 2012 όπου γνώρισε τον Κίτα με τον οποίο έκανε όλο και πιο στενή παρέα. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Ανδρέα Αλουπού, Μ.Κ.102, δεσμοφύλακα στην εν λόγω πτέρυγα, ότι όταν ο εφεσείων επέστρεφε από τη δίκη του, επισκεπτόταν αμέσως τον Κί[*184]τα στο κελί του όπου και συνομιλούσαν για αρκετή ώρα. Ο Κίτας κατέθεσε ότι όταν ο εφεσείων εισήχθηκε στις κεντρικές φυλακές διάφοροι κατάδικοι ήθελαν να τον λιντσάρουν έχοντας υπόψη ότι ακόμη και ανάμεσα στους καταδίκους, η δολοφονία ανήλικου θεωρείται ιδιαίτερα αποτρόπαια πράξη. Λόγω του ότι ο εφεσείων αρχικά ορκιζόταν ότι δεν είχε καμία ανάμειξη με τα εγκλήματα, ο Κίτας τον προστάτευε, αναπτυσσομένης έτσι μεταξύ τους μιας ιδιαίτερης σχέσης. Ενδεικτική της συναναστροφής αυτής ήταν και η εξυπηρέτηση του εφεσείοντος από τον Κίτα με την παραχώρηση σ’ αυτόν κινητού τηλεφώνου και κάρτας κινητής τηλεφωνίας.
Σε επίσκεψη του εφεσείοντος στον Κίτα μετά την ολοκλήρωση της κύριας εξέτασης του Γ.Σ., ο εφεσείων ήταν πολύ ταραγμένος με δεδομένο ότι η τότε δικηγόρος του, η οποία αρχικά του έλεγε ότι δεν υπήρχαν εναντίον του στοιχεία και θα αθωωνόταν, του ανέφερε ότι πιθανό να υπήρχε στο τέλος της ημέρας, καταδίκη του. Ήταν τότε που ο εφεσείων, κατά τη μαρτυρία του Κίτα, του αποκάλυψε την όλη σχέση του με την Iulia, την οποία αγαπούσε παράφορα και την είχε σαν βασίλισσα. Του ανέφερε ότι είχε βιαιοπραγήσει εναντίον της πέραν της μιας φοράς και ζήλευε όταν την άκουγε να μιλά στο τηλέφωνο με τον εν διαστάσει σύζυγο της. Προτιμούσε, κατά την ομολογία του προς τον Κίτα, να την σκοτώσει παρά να την χάσει από άλλο άντρα.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που ο εφεσείων εξιστόρησε στον κατάδικο Κίτα, αυτός είχε τηλεφωνήσει στην Iulia μεταξύ 19:40 με 19:45, ζητώντας της να συναντηθούν στο σημείο όπου είχαν κάμει για πρώτη φορά έρωτα στο αυτοκίνητο. Με το όχημα του πατέρα του μετέβηκε στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης, σταμάτησε και έσβησε τα φώτα του οχήματος του. Πλησίασε πεζός το όχημα της Iulia και θύμωσε πολύ διότι αντιλήφθηκε ότι ήταν και η Βικτώρια μαζί της στη θέση του συνοδηγού παρά το ότι της είχε πει να ερχόταν μόνη της. Εφόσον ήταν αποφασισμένος να σκοτώσει την Iulia, η παρουσία της Βικτώριας δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Σε απόσταση δύο μέτρων από το όχημα γονάτισε διότι δεν ήθελε να τον δει η Βικτώρια, πυροβόλησε την Iulia στο κεφάλι και άδειασε το περίστροφο στο σώμα της. Όταν η Βικτώρια άρχισε να κλαίει δυνατά, ο εφεσείων πανικοβλήθηκε, άνοιξε την πόρτα και τράβηξε το παιδί έξω από το αυτοκίνητο κλείνοντας της το στόμα δυνατά, κινούμενος προς την παραλία. Η μικρή τον ρωτούσε στα Ρωσικά «πατσιμού», που σημαίνει «γιατί». Δεν άντεχε να την ακούει να κλαίει και να φωνάζει και πίεσε το κεφάλι της σε μια «λάντα» με νερό [*185]κοντά στη θάλασσα την οποία δεν μπορούσε να πλησιάσει διότι είχε πολύ κύμα. Το νερό δεν έχωνε το κεφάλι της Βικτώριας, η οποία άρχισε να βγάζει μπουμπουλήθρες και έτσι συνέχισε να την πιέζει μέχρι που κατάλαβε ότι πέθανε. Την άφησε εκεί και αφού επέστρεψε στο αυτοκίνητο της Iulia, έβαλε μέσα ναρκωτικά. Πήρε το τηλέφωνο I-phone και το Nokia της Iulia, το οποίο πέταξε προς την πλευρά των καλαμιώνων και έφυγε για το διαμέρισμα του. Κατά τη διάπραξη των εγκλημάτων, ο εφεσείων φορούσε φόρμες, στρατιωτική κουκούλα τυλιγμένη στο μέτωπο του σαν καπέλο και χειρουργικά γάντια τα οποία είχε πάρει από το κομμωτήριο του.
Το Κακουργιοδικείο ανέλυσε με μεγάλη λεπτομέρεια την όλη κατάθεση του Κίτα και αντιπαρέβαλε την κατ’ ισχυρισμόν ομολογία του εφεσείοντος με τα πραγματικά δεδομένα των συνθηκών και της σκηνής του εγκλήματος. Θεώρησε ότι τα εγκλήματα διαπράχθηκαν με τέτοια κυνικότητα και βαναυσότητα, ώστε να μην αναμενόταν κάποιος να τα ομολογούσε εάν δεν είχαν πράγματι έτσι τα δεδομένα. Οι πορείες των βολίδων στο σώμα της Iulia και οι τραυματισμοί, συνήδαν με την ομολογία ότι ο εφεσείων είχε γονατίσει κατά τη χρήση του περιστρόφου εφόσον υπήρχε πυροβολισμός που διέτρησε χαμηλά την πόρτα του οδηγού. Η βολίδα διέτρησε κάθετα τη λαμαρίνα της πόρτας που σήμαινε ότι το περίστροφο βρισκόταν στο ύψος της οπής αποκλείοντας να βρισκόταν ο δράστης σε όρθια θέση. Η βολίδα που έπληξε την Iulia στο κεφάλι και είχε καθοδική πορεία σε σχέση με τον ανατομικό της άξονα, εξηγείτο με το γεγονός ότι το κεφάλι της Iulia ήταν γερμένο δεξιά πάνω στην πόρτα και κοιτούσε αριστερά, αλλάζοντας έτσι την πορεία της σφαίρας.
Η ομολογία, ως προς τις λεπτομέρειες της συνήδε, επίσης, και με τον τρόπο θανάτωσης της Βικτώριας, εφόσον είχε πιστοποιηθεί απόφραξη των αεροφόρων οδών και μεταφορά αυτής από τον δράστη στο χώρο όπου το πρόσωπο της είχε πιεστεί στο νερό. Οι μπουμπουλήθρες ήταν απόδειξη ότι ήταν ζωντανή όταν εισρόφησε θαλάσσιο νερό. Γι’ αυτό και ξαναπιέστηκε το πρόσωπο της Βικτώριας μέσα στο νερό, χωρίς όμως να ελεγχθεί ξανά εκ νέου ο παλμός της, όπως είχε πει ο εφεσείων ότι είχε πράξει την πρώτη φορά. Ο εφεσείων, όπως είπε, «είχε καταλάβει» ότι αυτή πέθανε. Η πραγματικότητα, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι ότι η Βικτώρια απεβίωσε περίπου δέκα ώρες μετά, σύμφωνα με την ιατροδικαστική μαρτυρία.
Το Κακουργιοδικείο πραγματεύεται και σωρεία άλλων θεμά[*186]των σε σχέση με την ομολογία αυτή, όπως ότι ο εφεσείων την επομένη της ομολογίας είχε διερευνήσει με τον Κίτα το ενδεχόμενο άνθρωποι του Κίτα να δολοφονούσαν τον Οδυσσέα Ποζίδη, Μ.Κ. 27, ώστε να φαίνεται ότι κάποιο τρίτο πρόσωπο που κυκλοφορούσε ελεύθερο είχε διαπράξει τους φόνους για λόγους που ενδεχομένως να σχετίζονταν με την οικογένεια του Οδυσσέα και της Iulia. Μάλιστα ο εφεσείων είχε ζητήσει να ετοιμαστεί μια ταυτότητα χεριού με το όνομα Κωνσταντίνος, την οποία οι δράστες θα άφηναν στο χώρο της δολοφονίας του Οδυσσέα ώστε να φανεί ότι αυτή έπεσε τυχαία. Στην προσπάθεια του Κίτα να αντιληφθεί τις πραγματικές προθέσεις του εφεσείοντος, χωρίς ποτέ βέβαια να είχε κατά νουν να πραγματοποιήσει τη δολοφονία, διευθετήθηκε το περίστροφο του φόνου να περιέλθει στην κατοχή δικών του ανθρώπων. Σ’ αυτό βοηθητικός ήταν ο Μάριος, αδελφός του εφεσείοντος, ώστε το περίστροφο να τοποθετηθεί σε συγκεκριμένο τάφο στο νεκροταφείο Αναρίτας. Όταν δεν βρέθηκε εκεί, διευθετήθηκε να τοποθετηθεί στον τάφο της γιαγιάς του Κίτα στο νεκροταφείο Αθηαίνου. Ο Κίτας στην πορεία προφασιζόταν διάφορες δικαιολογίες για να αναβάλλει τη δολοφονία του Οδυσσέα.
Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε εν τέλει την αλήθεια της ομολογίας του εφεσείοντος προς τον Κίτα, τη μαρτυρία του οποίου προσέγγισε με εξαιρετικά ιδιαίτερη προσοχή δεδομένου του γεγονότος ότι ο Κίτας είναι άτομο με πολλαπλές καταδίκες για στυγερά εγκλήματα και κατάδικος στις φυλακές. Απέρριψε τις σχετικές θέσεις της υπεράσπισης ότι είχαν δοθεί ανταλλάγματα προς τον Κίτα από την αστυνομία ή τον Γενικό Εισαγγελέα, ότι αυτός ενήργησε καθ’ υπόδειξη της αστυνομίας με ευθείες βολές της υπεράσπισης εναντίον συγκεκριμένου αξιωματικού, του Αστυνόμου Β΄, Νίκου Σοφοκλέους, Βοηθού Αστυνομικού Διευθυντή Πάφου. Η εισήγηση ότι ο εν λόγω Αστυνόμος Β΄ ενήργησε δόλια με σκοπό να επιφορτίσει τον εφεσείοντα με τη διάπραξη των εγκλημάτων απερρίφθη ως μη στηριζόμενη σε ίχνος μαρτυρίας ότι ο Αστυνόμος Β΄ Σοφοκλέους είχε λόγο να είχε εχθρική ή εκδικητική στάση έναντι του. Απέρριψε επίσης μαρτυρία της υπεράσπισης από άλλους βαρυποινίτες ή καταδίκους ότι άκουσαν τον Κίτα να απευθύνεται μεγαλοφώνως προς τον εφεσείοντα, να του δώσει €200.000 για να αποκαλύψει το δολογόνο, δεδομένου ότι δεν συνήδε με την εικόνα που το Κακουργιοδικείο αποκόμισε από τον Κίτα, ότι δηλαδή ήταν άτομο το οποίο μπορούσε να διαβιβάσει οποιοδήποτε μήνυμα στον εφεσείοντα, ακόμη και σε άλλη πτέρυγα, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Απέρριψε επίσης τη μαρτυρία του Γεώργιου Μαυρολεύτερου, Μ.Υ.5, κλινικού ψυχολόγου και επίκουρου καθηγητή [*187]ψυχολογίας σε πανεπιστήμιο, ότι ο εφεσείων δεν θα μπορούσε να είχε ομολογήσει τα εγκλήματα στον Κίτα και στη συνέχεια να επέμενε ότι ήταν αθώος, εκτός και αν ήταν ψυχοπαθής, που, κατά τη μαρτυρία του, δεν ήταν. Κατά τον μάρτυρα, ο εφεσείων δεν παρουσίαζε χαρακτηρολογικά συμπτώματα σοβαρής ψυχοπαθολογίας, ούτε χαρακτηριστικά ψυχοπάθειας. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι ο μάρτυρας είχε εξαπατηθεί από τα λεχθέντα του εφεσείοντος, θέσεις του οποίου δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τη ζηλοτυπία του έναντι της Iulia.
Το Κακουργιοδικείου δέχθηκε ότι η μαρτυρία Κίτα είχε μια ξεχωριστή υπόσταση διότι παρέδωσε στην αστυνομία το φονικό όπλο. Δέχθηκε ότι το περίστροφο του το είχε «παραδώσει» ο εφεσείων, απορρίπτοντας θέσεις της υπεράσπισης ότι η αστυνομία δημιούργησε ψεύτικη μαρτυρία ώστε να ενοχοποιήσει κακόπιστα τον εφεσείοντα ή ότι ο Κίτας είχε ίδιον όφελος να αποκομίσει από την ανάμειξη του στην υπόθεση, σε βαθμό ενοχοποίησης, χωρίς λόγο, του εφεσείοντος.
Η όλη υπόθεση εναντίον του εφεσείοντος στοιχειοθετήθηκε στη βάση περιστατικής μαρτυρίας. Το Κακουργιοδικείο συνόψισε τα κυριότερα στοιχεία αυτής στις σελ. 218 έως 232. Αφορούν την προγενέστερη συμπεριφορά του εφεσείοντος προς την Iulia, με ιδιαίτερη έμφαση στο πιστοποιηθέν περιστατικό του Απριλίου του 2011, όπου η Iulia είχε υποστεί σωματική βία από τον εφεσείοντα, οι ενέργειες του οποίου έδειχναν πρόσωπο βίαιο και επιθετικό. Για το επεισόδιο του ξυλοδαρμού, η Iulia δεν κατήγγειλε οτιδήποτε στην αστυνομία φοβούμενη περαιτέρω βία εναντίον της, ούτε ενημέρωσε τους οικείους της παρά μόνο σε μεταγενέστερο χρόνο. Η Iulia είχε μιλήσει σε φίλες της για την όλη συμπεριφορά του εφεσείοντος, πρόσωπα δε του περιβάλλοντος της είχαν καταθέσει ενώπιον του Κακουργιοδικείου απειλές του εφεσείοντος ότι θα την σκότωνε αν τον εγκατέλειπε. Περαιτέρω, υπήρχε τηλεφώνημα της Iulia προς τον μάρτυρα Π. Φάντη, Μ.Κ. 80, αυτοεργοδοτούμενο ιμπρεσσάριο που διευθετούσε την κάθοδο κοπέλλων από την Ανατολική Ευρώπη για διάφορα κέντρα αναψυχής, το απόγευμα της 10.12.2011, παρακαλώντας τον να τη βοηθήσει άμεσα να βρει εργασία και τόπο διαμονής στη Λευκωσία, που δεν φωτογράφιζε μεν τον εφεσείοντα, αλλά το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι από αυτόν ήθελε να ξεφύγει δεδομένου ότι ήταν την ίδια ημέρα του τηλεφωνήματος προς τον Φάντη, που η μάρτυρας Α. Kucher, Μ.Κ. 34, είχε καταθέσει ότι η Iulia της είχε πει ότι ήθελε να ξεφύγει από τον εφεσείοντα.
[*188]Άλλα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας, πιο ουσιώδη, ήταν η απόκρυψη από τον εφεσείοντα ότι είχε τηλεφωνήσει και μιλήσει με το θύμα στις 19:41, λίγη ώρα πριν τη διάπραξη του εγκλήματος. Ο εφεσείων είχε διαγράψει το ιστορικό των κλήσεων από την κάρτα κινητής τηλεφωνίας που παρέδωσε στην αστυνομία. Ο εφεσείων με βάση την εμβέλεια της κυψέλης της κεραίας 135 του Phaethon, τοποθετείτο στη σκηνή του εγκλήματος γύρω στα 25-30 λεπτά προηγουμένως. Στην παρουσία του εφεσείοντος στην σκηνή κατέτεινε και η μαρτυρία του Γ.Σ. Το Κακουργιοδικείο περαιτέρω έλαβε υπόψη του ως ισχυρότατη ένδειξη του γεγονότος ότι η Iulia κατέληξε το συγκεκριμένο βράδυ στην ερημική τοποθεσία όπου διαπράχθηκε το έγκλημα, ότι ο δράστης θα πρέπει να ήταν πρόσωπο του περιβάλλοντος της. Θεωρήθηκε επίσης ότι ο εφεσείων έκαμε προσπάθειες αποπροσανατολισμού των αστυνομικών ερευνών όπως το ότι τοποθέτησε κάτω από την μπότα της Iulia ναρκωτικές ουσίες, ενδεχομένως για να υπονοηθεί ότι η δολοφονία σχετιζόταν με τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών.
Ως περιστατική μαρτυρία κρίθηκε επίσης και το γεγονός ότι ο εφεσείων έφερε μια εκδορά στη ραχιαία χώρα του αριστερού του χεριού στο ύψος του δείκτη και μια εκδορά στην εμπρόσθια τραχηλική χώρα, οι οποίες δυνατόν να είχαν δημιουργηθεί από τη Βικτώρια όταν αυτή ασφυκτιούσε κατά τη μεταφορά της από τον δράστη, αλλά και κατά το χρόνο που το πρόσωπο της πιεζόταν στο νερό. Ανθρώπινο αίμα ανιχνεύθηκε στην κάλτσα που ο εφεσείων φορούσε κατά τους ουσιώδεις χρόνους, χωρίς όμως ένδειξη σε ποιον ανήκε, ενώ δικό του γενετικό υλικό βρέθηκε στο εσωτερικό του τηλεφώνου της Iulia στον χώρο της μπαταρίας και της κάρτας κινητής τηλεφωνίας που ο δράστης αφαίρεσε από το τηλέφωνο. Η φόρμα παντελόνι που φορούσε ο εφεσείων όταν τον είδε η μάρτυρας Μαρία Χαριλάου, Μ.Κ. 31, δεν ανευρέθη, ενώ ο εφεσείων ψευδώς ανέφερε στον ιατροδικαστή Χαραλάμπους ότι φορούσε το συγκεκριμένο παντελόνι που έφερε κατά την ιατροδικαστική του εξέταση, θέλοντας προφανώς να αποκρύψει τα ρούχα που πραγματικά φορούσε.
Ο εφεσείων είχε επίσης τηλεφωνήσει στον μάρτυρα Φίλιππο Ιουλιανό, Μ.Κ. 24, στις 20:53 και 23:34, για να ερωτήσει εάν ο μάρτυρας είχε δει οπουδήποτε την Iulia. Και αυτό ήταν ένα κατασκευασμένο ψέμα διότι ο ίδιος είχε αναφέρει στην κατάθεση του στην αστυνομία ότι του είχε λεχθεί από την Iulia ότι θα πήγαινε στο καφέ Vienna. Επομένως θα ήταν πολύ πιο απλό να της τηλεφωνούσε ή να τηλεφωνούσε στην ίδια την καφετέρια για να ερωτήσει εάν ήταν εκεί. Πήγε όμως αργότερα εκεί. Με τα τηλε[*189]φωνήματα αυτά, αλλά και άλλα που θα σημειωθούν στην πορεία, ο εφεσείων ήθελε να παρουσιάσει προς τρίτους ότι έψαχνε την ελλείπουσα Iulia, ώστε εκ των υστέρων να επικαλεσθεί ότι είχε άγνοια για το πού βρισκόταν. Ο εφεσείων επισκέφθηκε την καφετέρια αργότερα γύρω στις 22:32, σύμφωνα με εικόνες από το κλειστό κύκλωμα του καφεστιατορίου. Η Χριστιάνα Στεφάνου, Μ.Κ. 65, συνιδιοκτήτρια, κατέθεσε ότι ο εφεσείων ήθελε να δει το κλειστό κύκλωμα το οποίο η μάρτυρας προφασίστηκε ότι ήταν εκτός λειτουργίας. Την επίσκεψη βεβαίωσε και ο Μιχάλης Αντωνίου, Μ.Κ. 82, ο άλλος συνιδιοκτήτης, ο οποίος διαπίστωσε ότι ο εφεσείων κινήθηκε προς το χώρο του παιδότοπου, αλλά παρέμεινε εν τέλει μακριά χωρίς να κοιτάξει μέσα για να διαπιστώσει κατά πόσον ήταν εκεί η Βικτώρια. Στη συνέχεια επισκέφθηκε πρακτορείο στοιχημάτων για να παίξει παιχνίδι, ενώ μετά εγκατέλειψε την Πάφο για να επισκεφθεί τα Χολέτρια.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι στις δύο πρώτες του καταθέσεις, ο εφεσείων είπε ψέματα σχετικά με το πού βρισκόταν το βράδυ του εγκλήματος μετά τις 19:30. Με λεπτομέρεια γίνεται αναφορά στις σελ. 233 έως 237, στα ψεύδη του εφεσείοντος και τη διαφοροποίηση που αυτός έκαμε στην ανώμοτη δήλωση του ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αφού προηγουμένως είχε ακούσει τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής.
Το Κακουργιοδικείο προέβη σε εύρημα ότι κίνητρο για τη δολοφονία της Iulia ήταν η παθολογική και παράφορη ζήλια που είχε γι’ αυτήν ο εφεσείων. Όπως επί λέξει το έθεσε:
«Τη θεωρούσε κτήμα του. Η Iulia ήταν το αντικείμενο της παθολογίας του κατηγορουμένου και δέκτης της εκπηγάζουσας από την παθολογική του ζήλια συμπεριφοράς. Υπήρξε θύμα αυτής όχι μόνο τον Απρίλιο του 2011 αλλά και σε άλλες περιπτώσεις. Ήταν η Iulia σε θέση να αντιληφθεί καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο πού μπορούσε να φτάσει ο κατηγορούμενος. Κατά το περιστατικό του Απριλίου τον είχε ακούσει να λέει στον αδελφό του για να τις θάψει αυτή και τη Βικτώρια. Η Iulia είχε εκφράσει πραγματική ανησυχία στις φίλες της αναφέροντας πως, αν είχε γλυτώσει τη φορά εκείνη, κάποια άλλη φορά που θα την κτυπούσε θα την έβρισκαν πεθαμένη και πως εάν έφευγε από κοντά του θα την σκότωνε και θα την έβρισκαν κάπου πεθαμένη.»
Η όλη περιστατική μαρτυρία, κατά το Κακουργιοδικείο, ανεξάρτητα από την ομολογία του εφεσείοντος προς τον Κίτα, κατέ[*190]τεινε στο γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν, πέραν από κάθε λογική αμφιβολία, ο δράστης των δύο δολοφονιών. Ως προς την Iulia, η δολοφονία της ήταν το αποτέλεσμα της παράφορης ζήλιας και της θεώρησης από τον εφεσείοντα ότι η Iulia τον κοροΐδευε, δίνοντας του μια ψεύτικη ελπίδα ότι είχε τη δυνατότητα να του δάνειζε €300.000 για να ανασάνει οικονομικά, τη στιγμή που, σύμφωνα με άλλη αποδεκτή μαρτυρία, ο ίδιος είχε πολλά οικονομικά προβλήματα και ήταν πιεσμένος από τους χρεώστες του. Η δολοφονία της Βικτώριας, την οποία ο δράστης δεν ανέμενε να ήταν με τη μητέρα της, έγινε για να μην αποκαλύψει αυτή τον δράστη της δολοφονίας της μητέρας της και προστέθηκε σε αυτή ως φαινομενικό κίνητρο, η γύμνωση της Βικτώριας και ενδεχομένως η σεξουαλική κακοποίηση της ώστε να οδηγηθεί το ανακριτικό έργο σε άλλες κατευθύνσεις. Η σχετική στο θέμα της κακοποίησης επιστημονική μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής από τον ιατροδικαστή Χαραλάμπους και το γυναικολόγο Βάσο Βασιλείου (Μ.Κ. 8), οι οποίοι είχαν εξετάσει τη σωρό της Βικτώριας οπτικά στην παρουσία και του παιδοχειρούργου Κωστάκη Χατζηκωστή, ήταν ότι από τη γυναικολογική και πρωκτική εξέταση δεν διαπιστώθηκαν οποιεσδήποτε κακώσεις ή σεξουαλικός βιασμός. Δεν τέθηκε σ’ αυτούς κατά την αντεξέταση οποιαδήποτε θέση ή υποβολές για σεξουαλική κακοποίηση. Όμως, υπήρξε αντίθετη άποψη όταν η πλευρά του εφεσείοντος έδωσε μαρτυρία, μέσω των ιατροδικαστών Σ. Τσαντίρη, Μ.Υ. 12, και Φίλιππου Κουτσάφτη, Μ.Υ. 16. Ο πρώτος δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο η Βικτώρια να είχε υποστεί πρωκτική κακοποίηση, ο δεύτερος ήταν βέβαιος ότι υπήρξε ρήξη της 12ης ώρας του δακτυλίου του πρωκτού. Και οι δύο είχαν κληθεί εκ των υστέρων από την υπεράσπιση να εξετάσουν την περίπτωση σεξουαλικής βίας και οι παρατηρήσεις τους έγιναν μέσω φωτογραφιών.
Το Κακουργιοδικείο από την ολότητα της επιστημονικής στο θέμα μαρτυρίας δεν ήταν σε θέση να αποκλείσει την πιθανότητα σεξουαλικής βίας, μη πεισθέν όμως από την εισήγηση της υπεράσπισης ότι η σεξουαλική κακοποίηση έγινε από τυχαίο ανώμαλο σεξουαλικά άτομο που δολοφόνησε την Iulia για να ικανοποιήσει στη συνέχεια τις ορέξεις του επί της Βικτώριας, στο προφίλ του οποίου δεν ταίριαζε καθόλου ο εφεσείων. Έκρινε ότι η όποια σεξουαλική κακοποίηση, έγινε στην προσπάθεια του δράστη να αποπροσανατολίσει τις έρευνες μακριά από το οικογενειακό και οικείο περιβάλλον της Iulia. Η ομολογία προς τον Κίτα θεωρήθηκε ως μια άλλη ανεξάρτητη βάση απόδειξης ότι ο εφεσείων ήταν ο δράστης των εγκλημάτων. Στην ομολογία αυτή καθοριζόταν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια η επακριβής δράση του εφεσείοντος.
[*191]Με βάση την όλη μαρτυρία και με παραπομπή σε σχετικές αυθεντίες, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο φόνος της Iulia ήταν προμελετημένος, ενώ ο φόνος της Βικτώριας δεν μπορούσε με βεβαιότητα να αποδοθεί σε προμελέτη, εφόσον δεν εξαγόταν με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι ο εφεσείων μεταβαίνοντας στην σκηνή του εγκλήματος είχε πρόθεση να σκοτώσει και την Βικτώρια. Επομένως, το Κακουργιοδικείο καταδίκασε τον εφεσείοντα για τον εκ προμελέτης φόνο της Iulia και ως προς το θάνατο της Βικτώριας, τον καταδίκασε για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας.
Το Κακουργιοδικείο επέβαλε ποινή φυλάκισης διά βίου για τον εκ προμελέτης φόνο, 35 έτη φυλάκισης για την καταδίκη επί της ανθρωποκτονίας την οποία διέταξε όπως είναι διαδοχική της διά βίου φυλάκισης ποινής και επέβαλε επίσης συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δέκα ετών στις κατηγορίες 3 και 4 που αφορούσαν την κατοχή πυροβόλου όπλου χωρίς άδεια και κατοχή πυρομαχικών πυροβόλου όπλου χωρίς άδεια. Δεν επέβαλε ποινή στην πέμπτη κατηγορία ενόψει της επιβολής ποινής στην τέταρτη κατηγορία για την κατοχή πέντε φυσιγγίων.
Ο εφεσείων αμφισβητεί με 25 λόγους έφεσης την καταδίκη του, (δεν εφεσίβαλε τις επιβληθείσες ποινές φυλάκισης – η φυλάκιση διά βίου προβλέπεται εκ του νόμου), θεωρώντας ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλε σε πλείστες όσες πτυχές του σκεπτικού του, οι οποίες και θα αναφερθούν όπου χρειάζεται στη συνέχεια. Πριν την ανάλυση των λόγων έφεσης και την εξέταση κατά πόσο αυτοί ευσταθούν ή όχι, πρέπει να υπομνησθεί ότι η όλη υπόθεση εναντίον του εφεσείοντος στηρίχθηκε σε περιστατική μαρτυρία εφόσον δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας των δύο θυμάτων.
Η περιστατική μαρτυρία δεν είναι με οποιοδήποτε τρόπο υποδεέστερη της άμεσης μαρτυρίας. Αντίθετα, όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102 σελ. 119-120 και επαναλήφθηκε στην Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 748 και στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Παναγιώτη Νικολάου (2010) 2 Α.Α.Δ. 525, όταν η μαρτυρία «….. είναι συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους …..». Αυτό, διότι η περιστατική μαρτυρία πρέπει να είναι καταλυτική ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου με τους κρίκους της αλυσίδας της να είναι τόσο συνεκτικά στερεωμένους μεταξύ τους ώστε να μην παρέχεται έδαφος για άλλη λογική εξήγηση εκτός του ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος του αδικήματος. Με την περιστατική μαρτυρία πρέπει το αδίκημα να συνδέεται με τον κατηγορούμενο [*192]και την ενοχή του κατά τρόπο άμεσο και ασυμβίβαστο με άλλη λογική ερμηνεία, (Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73). Η περιστατική μαρτυρία πρέπει ταυτόχρονα, κατά τη νομολογία, (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Παναγιώτη Νικολάου – πιο πάνω –), να μην περιέχει κενά στην πορεία της ώστε να παρέχεται η αναγκαία ασφάλεια στην απόφαση περί ενοχής.
Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η πρωταρχική ευθύνη για την αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης μπορεί να αποκομίσει τις αναγκαίες εντυπώσεις ως προς την αξιοπιστία της ενώπιον του μαρτυρίας. Η επισταμένη παρακολούθηση των μαρτύρων μέσα από την αντιπαράθεση στη δίκη, παρέχει το ευεργέτημα της αξιολόγησης κατά ένα δικαστικά αντικειμενικό τρόπο, σε συνάρτηση πάντοτε με τη λογική των πραγμάτων και τα όλα δεδομένα της υπόθεσης, (Tekinder Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 441). Όπως έχει λεχθεί σε σειρά άλλων αποφάσεων, (Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706 και Baloise Insurance Co. Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275), στις εύλογες διαπιστώσεις ενός πρωτόδικου Δικαστηρίου που απορρέουν από την ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης εμπειρίας που εν πολλοίς είναι και οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επίσης δεδομένο είναι ότι η μαρτυρία, είτε άμεση, είτε περιστατική, αξιολογείται συνολικά και στη βάση μιας ενιαίας προσέγγισης και όχι κατά τρόπο μικροσκοπικό ή αποσπασματικό που θα έτεινε να εκτρέψει την αξιολόγηση από την ορθή της διάσταση.
Το Εφετείο δύναται βέβαια πάντοτε να επέμβει όπου η αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή συγκρούονται με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή ακόμη και όπου τα ευρήματα παρουσιάζονται προβληματικά υπό το φως λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων, (Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705). Χρειάζονται πάντως ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας, (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, 822 και Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409), με το Εφετείο να επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδη[*193]γούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη, (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337 και Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220).
Ο λόγος έφεσης αρ. 2 αφορά αποκλειστικά την αποδοχή της κατάθεσης του Μ.Κ. 72, Γ.Σ. Κατά τους συνηγόρους του εφεσείοντος, η μαρτυρία αυτή δόθηκε σε ύποπτο χρονικό σημείο της διαδικασίας, χωρίς να υπάρχει καμιά ανεξάρτητη επιστημονική μαρτυρία ότι ο μάρτυρας πράγματι βρισκόταν στην περιοχή, ενώ εύκολα θα μπορούσαν να ελεγχθούν τηλεπικοινωνιακώς τα δεδομένα του. Ιδιαίτερα τη στιγμή που η μαρτυρία του ήταν η μόνη διαθέσιμη ως προς το χρόνο των πυροβολισμών, τον αριθμό τους και τι ακολούθησε αυτών. Πρόσθετα, ήταν απίθανο να μπορούσε ο μάρτυρας να διακρίνει τους αριθμούς του οχήματος που κατά τον ισχυρισμό του κινήθηκε στο χώρο, δεδομένης της απόστασης που το είδε, του άγχους που είχε ως προς πιθανή παρουσία της ΥΚΑΝ, και ότι έσκυψε στο δικό του όχημα για να μην γίνει αντιληπτός. Παρέμεινε δε και ανεξήγητο, μέχρι ακατανόητο, ο λόγος που ο Γ.Σ., ενώ είδε τους αριθμούς της πινακίδας του οχήματος, δεν είδε ή δεν θυμόταν και τα γράμματα.
Αλλά, η μαρτυρία του Γ.Σ. δεν συνάδει και με την υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία, εφόσον ενώ ο Γ.Σ. τοποθέτησε τον εαυτό του στη σκηνή γύρω στις 8:06, χρειάστηκαν άλλα 2 ή 3 λεπτά για να τυλίξει το τσιγάρο του και άλλα τόσα για να δει το κινούμενο προς το μέρος του όχημα, ο δράστης πήρε τη Βικτώρια από το όχημα της Iulia, τη μετέφερε σε απόσταση 59 μέτρων προς την παραλία, με δύο συνεχόμενες προσπάθειες πνιγμού της. Για όλη αυτή την κίνηση του δράστη μετά τη δολοφονία της Iulia, σίγουρα χρειάστηκε πολύ περισσότερος χρόνος από το διάστημα των 4-6 λεπτών που ο Γ.Σ. κατ’ ισχυρισμόν είδε μετά τους πυροβολισμούς, το όχημα. Περαιτέρω, ότι το Κακουργιοδικείο όφειλε να ήταν προσεκτικό στην εξέταση της μαρτυρίας αυτής ενόψει του γεγονότος ότι ο χαρακτήρας και το ιστορικό του Γ.Σ. ήταν γνωστός στο Δικαστήριο, ενώ η θέση του εφεσείοντος ήταν ότι ουδέποτε ήταν στη σκηνή ή με το όχημα του πατέρα του.
Δεν κρίνονται βάσιμες οι αιτιάσεις αυτές προς ανατροπή της αξιολόγησης του Γ.Σ. ως αξιόπιστου μάρτυρα. Το Κακουργιοδικείο έδωσε πολύ πειστικούς λόγους για την αποδοχή της μαρτυρίας του. Σημειώνεται δε αμέσως ότι η θέση που τώρα προβάλλεται κατ’ έφεση ότι παρέμεινε ανεξήγητο πώς και γιατί ο μάρτυρας αυτός είδε μόνο τους αριθμούς και όχι τα γράμματα της [*194]πινακίδας του διπλοκάμπινου οχήματος, ουδέποτε τέθηκε από την υπεράσπιση κατά την αντεξέταση του Γ.Σ., από την τότε δικηγόρο του εφεσείοντος. Η αντεξέταση είχε επικεντρωθεί εκτός από ζητήματα αναφορικά με την ανάμειξη του Γ.Σ. με άλλα αδικήματα, ήσσονος πρέπει να λεχθεί σημασίας όπως τροχαία και κάποιες ανακρίσεις για αδιευκρίνιστες υποθέσεις, στο ότι ο μάρτυρας δεν μπορούσε να διαβάσει τους αριθμούς εν πάση περιπτώσει από την απόσταση που βρισκόταν, των 27 μέτρων (που ο μάρτυς διευκρίνησε ότι την απόσταση των 15 μέτρων που είχε πει ο ίδιος ήταν η εκτίμηση του και δεν την είχε μετρήσει), ιδιαίτερα όταν τα φώτα του άλλου οχήματος ήταν στραμμένα πάνω του. Ήταν όμως σαφέστατη η απάντηση του μάρτυρα. Τα φώτα δεν ήταν πάνω του: «…. ήταν δίπλα από το αυτοκίνητο στα αριστερά στο δρόμο. Ο δρόμος φωτιζόταν. Αν ήταν πάνω μου μπορεί να μην φαινόταν. Το αυτοκίνητο ήταν κάπως πλάγια …..», (σελ. 993 των πρακτικών). Και περαιτέρω, στην ίδια σελίδα, σε σχέση με το αν είχαν φως πάνω τους οι αριθμοί εγγραφής, ότι: «Φωτίζει απλώς δίπλα, πιθανόν να είναι φωσφόρα, να φωτίζεται. Όχι όμως λαμπάκια όπως πίσω. Δεν είχε τέτοια λαμπάκια. Είχε φως, φωτιζόταν πάνω.». Πέραν αυτού, ουδέποτε κατά την όλη αντεξέταση από τις σελ. 973-996, ρωτήθηκε ο Γ.Σ. πώς ήταν δυνατόν να είχε δει ή διαβάσει τους αριθμούς και όχι τα γράμματα. Και αυτό παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο μάρτυρας είχε καταθέσει ότι «Δίπλα από το φτερό του καθίσματος του οδηγού από το πίσω παράθυρο ούτε τα γράμματα είδα μόνο το 319 και τετράγωνα φανάρια δύο.».
Κατά τα άλλα, ορθά η εφεσίβλητη Δημοκρατία απαντά στον σχετικό ισχυρισμό περί της επιβεβαίωσης της παρουσίας του μάρτυρα στο χώρο μέσω τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, ότι ο μάρτυρας δεν ήταν ύποπτος για οποιοδήποτε αδίκημα ώστε να ανακύπτει ερώτημα ή αμφιβολία για να χρειάζεται οποιαδήποτε επιβεβαίωση. Άλλωστε και πάλι πρωτοδίκως ουδέν τέθηκε στο μάρτυρα και καμιά ερώτηση δεν απευθύνθηκε σ’ αυτόν προς αμφισβήτηση της εκεί παρουσίας του. Αντίθετα όλες οι ερωτήσεις είχαν ως υπόβαθρο την παρουσία του στον χώρο. Μετέπειτα, το Κακουργιοδικείο έδωσε πειστικούς λόγους για την αποδοχή της όλης μαρτυρίας του. Εξηγήθηκε ο λόγος της καθυστέρησης της εμφάνισης του στην Αστυνομία, η οποία είχε έρεισμα το φόβο αρχικά και την μη κατανόηση τι είχε ακριβώς συμβεί το βράδυ του εγκλήματος όταν άκουσε τους πυροβολισμούς, χωρίς όμως να αντιληφθεί οποιαδήποτε κίνηση ανθρώπων ή αστυνομίας στο χώρο. Η εκ των υστέρων εμφάνιση του ωθήθηκε από το γεγονός ότι αντιλήφθηκε ότι δολοφονήθηκε ένα παιδί και παροντρύνθη[*195]κε προς κατάθεση και από τον δικηγόρο Κώστα Σιαηλή, Μ.Κ. 81, η μαρτυρία του οποίου στην ουσία δεν αμφισβητήθηκε. Όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε στην αντεξέταση του ο Γ.Σ.: «Αν δεν ήταν το μωρό δεν θα έλεγα τίποτα. Αλλά …..», (σε. 984 των πρακτικών).
Ως προς το επιχείρημα ότι δεν θα μπορούσε ο μάρτυρας να είχε σε περίοδο χρόνου 4-6 λεπτών δει το διπλοκάμπινο όχημα να κινείται, εφόσον λογικά θα χρειαζόταν πολύ περισσότερος χρόνος για να οδηγήσει ο δράστης τη Βικτώρια από το όχημα στην παραλία 59 μέτρα μακριά με δύο απόπειρες πνιγμού, η απάντηση είναι ότι, όπως κατέθεσε ο Γ.Σ., τη νύκτα εκείνη είχε αγωνία μήπως εντοπισθεί από την ΥΚΑΝ και ήταν ανήσυχος ιδιαίτερα μετά που άκουσε τους πυροβολισμούς. Μετά από αυτό τύλιγε το τσιγάρο, λίγο όμως χύθηκε στην καρέκλα του οχήματος του, το μάζεψε, το τύλιξε και πάλι και είδε το άλλο όχημα. Οι χρόνοι στους οποίους αναφέρθηκε ο μάρτυρας ήταν δίχως άλλο ενδεικτικοί και όχι ακριβείς. Αλλά ούτε και τέθηκε στο μάρτυρα ότι δεν θα μπορούσε να δει το άλλο όχημα στο χρόνο που περίπου είπε, με δεδομένες τις κινήσεις του δράστη. Όπως εύστοχα υπέδειξε το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του σε σχέση με αυτή την πτυχή της υπόθεσης, «η ώρα που ακούστηκαν οι πυροβολισμοί είναι μέσα στο εύρος χρόνου που οι ενδείξεις οδηγούν ότι διαπράχθηκε το έγκλημα.». Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να αναφερθεί στη μαρτυρία του Νίκου Λουκά, Μ.Κ. 85, υπάλληλου του Δήμου Πάφου, ο οποίος βρισκόταν για ψάρεμα στην περιοχή μεταξύ 16:00 της 11.12.2011 μέχρι τις 01:00 της επομένης, 12.12.2011, σε απόσταση 600-700 μέτρων από την σκηνή του εγκλήματος. Αυτός άκουσε γύρω στις 20:00-23:00 δύο δυνατούς πυροβολισμούς από την μεριά των καλαμιώνων της περιοχής του ποταμού της Αχέλειας. Η σχετική άλλη μαρτυρία στο θέμα έδειξε ότι πιθανόν να είχαν ακουστεί κρότοι παρόμοιοι με τα «κανονάκια» που χρησιμοποιούνται στις φυτείες για να εκφοβίζονται τα πουλιά. Η κρίση του Κακουργιοδικείου ήταν ότι ό,τι άκουσε ο μάρτυρας δεν συνδεόταν με τους πυροβολισμούς που θανάτωσαν την Iulia που προηγήθηκαν, αλλά αυτό δεν διέψευδε τον Γ.Σ., σε οποιαδήποτε πτυχή της δικής του μαρτυρίας.
Οι λόγοι έφεσης 3 μέχρι και 17 αφορούν σε επί μέρους αξιολόγηση μαρτυρίας και ευρήματα του Κακουργιοδικείου τα οποία, κατά τον εφεσείοντα, λανθασμένα συνυπολογίσθηκαν στην περιστατική μαρτυρία κατά τρόπο που να οδηγήσουν στο εύρημα ενοχής και καταδίκης. Πρέπει να σημειωθεί πριν την εξέταση των λόγων αυτών ότι εν πολλοίς η αιτιολογία που προ[*196]σφέρεται σε κάθε ένα από τους λόγους αυτούς είναι ότι η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου θα μπορούσε να ήταν διαφορετική έχοντας υπόψη εναλλακτικές ή διαζευκτικές προτάσεις που σχετίζονταν με την αντίκρυση των γεγονότων από διαφορετική οπτική γωνία.
Σε σχέση με την πιο πάνω διάσταση του θέματος θα πρέπει αρχικά να υπομνησθεί η γενική νομολογιακή αρχή ότι διαζευκτικές εκδοχές που ενδεχομένως να οδηγούν ένα Δικαστήριο σε αμφιβολία ως προς την ανάμειξη ενός κατηγορουμένου στη διάπραξη του εγκλήματος, αποκτούν υπόσταση μόνο όταν η εκδοχή ή οι εκδοχές έχουν υπόβαθρο την ευρύτερη αξιολόγηση και υποστηρίζονται από σχετική μαρτυρία, (Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211 και Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 59).
Όπως έχει λεχθεί στη Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706, στη σελ. 720:
«Ένα Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τη μαρτυρία στην ολότητα της και να την αξιολογεί με λογική προσέγγιση και στα πλαίσια της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας. Δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει, πόσον μάλλον να αξιολογεί, διαζευκτικές εκδοχές, πιθανότητες ή θεωρίες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να αναδυθούν σε μια ενδεχόμενη κατάσταση πραγμάτων, στην απουσία μαρτυρικού υλικού, ως αναγκαίου βεβαίως υπαρκτού υπόβαθρου, πάνω στο οποίο να κτίζεται η διαφορετική αυτή συλλογιστική. Προς τούτο συνηγορούν οι υποθέσεις Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 και Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104.»
Σημειώνεται περαιτέρω ότι ο εφεσείων δεν προσέφερε ο ίδιος ένορκη μαρτυρία στο Κακουργιοδικείο, αλλά παρέμεινε με ανώμοτη δήλωση από το εδώλιο του κατηγορουμένου. Πρόσθετα, δεν παρουσίασε οποιαδήποτε ουσιώδη μαρτυρία που να αντιστρατεύεται αυτήν της κατηγορούσας αρχής επί βασικών πτυχών της εναντίον του περιστατικής μαρτυρίας.
Με βάση τις πιο πάνω γενικές αρχές θα εξεταστεί στη συνέχεια αυτή η ενότητα των λόγων έφεσης. Ο λόγος έφεσης 3 σχετίζεται με το κατ’ ισχυρισμόν λανθασμένο συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ως προς την όλη βίαιη συμπεριφορά του εφεσείοντος έναντι της Iulia ιδιαίτερα σε σχέση με το επεισόδιο του Απριλίου 2011, αλλά και το ότι η Iulia εκμυστηρεύτηκε σε τρίτο [*197]άτομο ότι είχε δει ένα όπλο στο χώρο αποσκευών του οχήματος του. Η θέση εδώ του εφεσείοντος είναι ότι όλη αυτή η μαρτυρία ήταν εξ ακοής, οι διάφοροι μάρτυρες είχαν προβλήματα αξιοπιστίας, η δε Iulia ήταν άτομο το οποίο εψεύσθη ως προς ένα κληροδότημα που δήθεν δικαιούτο από τον παππού της.
Η εξ ακοής μαρτυρία βεβαίως ήταν εδώ υπό τις περιστάσεις, η καλύτερη διαθέσιμη μαρτυρία και το Κακουργιοδικείο μπορούσε να αποδώσει σ’ αυτήν τη βαρύτητα που έδωσε. Το Κακουργιοδικείο δεν απέστη του καθήκοντος του να εξετάσει τη μαρτυρία έχοντας ορθά κατά νουν ότι όλοι οι μάρτυρες προέρχονταν από το περιβάλλον της Iulia και δεν συμπαθούσαν ιδιαίτερα τον εφεσείοντα. Έχοντας υπόψη την ορθή νομολογιακή διάσταση του θέματος της εξ ακοής μαρτυρίας στη βάση του Άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, προσέγγισε τη μαρτυρία με τη δέουσα επιφύλαξη, λέγοντας τα εξής:
«Η θέση που προέβαλε η Υπεράσπιση (με εξαίρεση πτυχή της μαρτυρίας της Σαφαρίδου) δεν ήταν ότι οι διάφοροι μάρτυρες είπαν ψέματα αλλά ότι η Iulia είπε ψέματα στον κάθε ένα από αυτούς. Τούτο δε μας απαλλάττει του καθήκοντος να εξετάσουμε το ενδεχόμενο οιοσδήποτε μάρτυρας να παραποίησε την αλήθεια ή να μετέφερε όχι κατά τρόπο ακριβή τις δηλώσεις της Iulia. Είναι γεγονός ότι οι ρηθέντες μάρτυρες ήταν πρόσωπα φιλικά και του περιβάλλοντος της Iulia που θα είχαν ενδεχομένως κίνητρο να επιβαρύνουν τη θέση αυτού που η αστυνομία παρουσιάζει ως δολοφόνο της. Άλλωστε πλείστοι δεν τον συμπαθούσαν. Είμαστε εν τούτοις πεπεισμένοι ότι όλοι ομίλησαν την αλήθεια και περιέγραψαν με ακρίβεια ότι η Iulia τους είχε διηγηθεί. Τα γεγονότα ήταν τόσο πρόσφατα, συγκεκριμένα και τρανταχτά, αποδίδοντας τόσο βάναυση συμπεριφορά, που οι μάρτυρες να μην ήταν δυνατό να τα ξεχάσουν. Ούτε μεγάλο χρονικό διάστημα διέρρευσε από την διήγηση τους στους μάρτυρες μέχρι το χρόνο που έδωσαν μαρτυρία. Οι δε διηγήσεις στους διάφορους μάρτυρες δεν εμπεριέχουν τέτοιες διαφορές που θα μπορούσε να θεωρηθούν ότι φανερώνουν ψέμα.»
Ουδέν μεμπτόν προκύπτει από την προσέγγιση και την αξιολόγηση που έγινε. Υπήρχε συντριπτική, έστω εκ των υστέρων μετά το θάνατο της Iulia, μαρτυρία για την όλη συμπεριφορά που επεδείκνυε ο εφεσείων έναντι της θανούσης. Το Κακουργιοδικείο αφιερώνει αρκετές σελίδες από την απόφαση του στο ζήτημα (σελίδες 136-153). Καταγράφονται εκεί όλες οι σχετικές μαρτυρίες με τις [*198]λεπτομέρειες τους. Η ανάγνωση τους αρκεί για να δικαιολογήσει το τελικό εύρημα του Κακουργιοδικείου στο θέμα ότι ο εφεσείων «… υπήρξε κατά το χρόνο που προηγήθηκε του εγκλήματος βίαιος προς την Iulia με βιαιότερο περιστατικό αυτό που επισυνέβη τον Απρίλιο του 2011 το οποίο του αποδίδουμε.».
Θα ήταν πλεονασμός να αναπαραχθεί όλη αυτή η μαρτυρία. Ενδεικτικά και μόνο να αναφερθεί ότι όλοι ανεξαιρέτως οι συγγενείς, αλλά και οι φίλες της Iulia, είχαν να καταθέσουν για το πώς βίωνε η Iulia τη ζηλοτυπία και τη συμπεριφορά του εφεσείοντος. Περιέγραψαν μελανιάσματα και εκδορές που έβλεπαν στο σώμα της Iulia κατά καιρούς (μαρτυρία Όλγας Αραμπίδου, Μ.Κ. 20, Ντιάνας Αλεξανίδου, Μ.Κ. 15, Αλίκης Ποζίδου, Μ.Κ. 28, κουνιάδας της Iulia από το γάμο της με τον Οδυσσέα Ποζίδη, Μ.Κ. 27, Ελισάβετ Χρίστου, Μ.Κ. 29, κ.ά.) και ότι η Iulia τους έλεγε ότι ο εφεσείων την κτυπούσε συχνά, ακόμη και χωρίς λόγο. Την είχε κτυπήσει και με ξύλινο τραπεζάκι, της έσφιξε το λαιμό μέχρι λιποθυμίας, τη ζήλευε αφόρητα, αλλά και η Iulia ζήλευε με αφορμή ότι είχε βρει δεύτερο κινητό τηλέφωνο στο όχημα του από το οποίο έστελλε μηνύματα σε άλλες. Ακόμη και στον έρωτα, έτσι της συμπεριφερόταν ο εφεσείων όπως είπε η Iulia στη Sveltana Kossiakina, (Μ.Κ. 23), στην οποία έδειξε την πλάτη της που ήταν μαυρισμένη μετά που η μάρτυρας πρόσεξε μαύρισμα στα χέρια της. Η Ειρήνη Τζανίδου, Μ.Κ. 59, επίσης ανέφερε ότι η Iulia πολλές φορές της είχε πει ότι ο εφεσείων την κτυπούσε γιατί ζήλευε, δείχνοντας της σημάδια στα χέρια και στο σώμα της.
Όλες οι μαρτυρίες από τις φίλες της συγκλίνουν επίσης στο ότι η Iulia προτρέπετο από αυτές να εγκαταλείψει τον εφεσείοντα, εκείνη όμως φοβόταν και συχνά έλεγε ότι κάποια μέρα θα την έβρισκαν νεκρή και ότι ο εφεσείων απειλούσε ότι θα την σκότωνε αν έφευγε. Το αποκορύφωμα της βίαιης συμπεριφοράς του εφεσείοντα έναντι της Iulia, ήταν ο ξυλοδαρμός που υπέστη, τον Απρίλιο του 2011. Είχε προφανώς κτυπηθεί άσχημα το βράδυ της 12.4.2011 και παρουσιάστηκε στις 00:10 ώρα της 13.4.2011 στις πρώτες βοήθειες του ιδιωτικού νοσοκομείου Ευαγγελισμός της Πάφου. Ο ιατρός Δ. Γιαννούκας, Μ.Κ.12, που την περίθαλψε, πιστοποίησε κακώσεις στην κεφαλή με πολλαπλές εκδορές του τριχωτού και του μετώπου αριστερά. Υπήρχε άλγος στην αριστερή ωμοπλάτη, ζάλη και διάσειση. Η Iulia εγκυμονούσε και τότε βρισκόμενη στον πρώτο μήνα της κύησης. Παρέμεινε στο νοσοκομείο μέχρι την επομένη 14.4.2011.
[*199]Το περιστατικό παρουσιάστηκε αρχικά από την Iulia ως το αποτέλεσμα κτυπήματος που δέχθηκε στο κεφάλι κατά την ώρα μιας απόπειρας κλοπής από την οικία της. Όμως αργότερα αποκάλυψε στη μητέρα της Alla Oboroc, Μ.Κ. 56, ότι ήταν ο εφεσείων που την κτύπησε. Το ίδιο αποκάλυψε μετά από πίεση και στη φίλη της Ζωή Σαφαρίδου, Μ.Κ. 22, η οποία αναφέρθηκε και σε άλλες περιπτώσεις καβγάδων και ότι η Iulia, όπως της είχε πει, είχε βρει και ένα μικρό όπλο στο καπώ του οχήματος του. Για την επίσκεψη στο νοσοκομείο, ο εφεσείων πείσθηκε από την Iulia να την πάρει για εξέταση όταν του είπε ότι θα έλεγε ότι κτυπήθηκε σε δήθεν διάρρηξη, γιατί αντιλήφθηκε ότι την είχε στο αυτοκίνητο του όταν αυτή βρήκε τις αισθήσεις της και την γυρόφερνε αρνούμενος να την πάρει σε νοσοκομείο. Στο δελτίο εισαγωγής φαινόταν ότι υπέγραψε ο εφεσείων, αλλά σε κατάθεση της στην Αστυνομία η Αλίκη Ποζίδου, Μ.Κ. 28, πριν πληροφορηθεί ότι η Iulia ήταν νεκρή, ανέφερε ότι ήταν ο αδελφός του εφεσείοντος Μάριος που εν τέλει πήρε την Iulia στο νοσοκομείο. Αυτό συνέβη όταν ο εφεσείων του είχε τηλεφωνήσει σχετικά για να τις «θάψουν» (ήταν και η Βικτώρια στο όχημα) και ο αδελφός του αντέδρασε, λέγοντας ότι θα την μετέφερε εκείνος στο νοσοκομείο λέγοντας ότι εκείνος την βρήκε. Τα ίδια είπε η Iulia και στην Kossiakina, όταν την κάλεσε να πάει στο νοσοκομείο να τη δει.
Πρέπει να σημειωθεί ως συνέχεια αυτής της πτυχής ότι η Iulia, η οποία ως ανεφέρθη ήδη, εγκυμονούσε όπως διαπιστώθηκε από τις 7.4.2011 όταν επισκέφθηκε το γυναικολόγο της Γιώργο Πάρπα, Μ.Κ. 42, τον επισκέφθηκε και πάλι στις 28.4.2011 ζητώντας του κλαίγοντας ότι επιθυμούσε τη διακοπή της εγκυμοσύνης διότι ήθελε να διακόψει τη σχέση της με τον πατέρα του εμβρύου. Ο γιατρός κατά την εξέταση διαπίστωσε κολπική αιμορραγία και το έμβρυο ήταν ήδη νεκρό. Έγινε στη συνέχεια απόξεση. Ο ιατρός θυμόταν ότι η Iulia έφερε μώλωπα στον αριστερό βραχίονα. Οι μάρτυρες Kossiakina και Τζανίδου είχαν καταθέσει ότι ένα μήνα μετά το περιστατικό του ξυλοδαρμού, η Iulia τους ανέφερε ότι είχε κάμει έκτρωση διότι ο εφεσείων δεν ήθελε το παιδί.
Ένας από τους άλλους βασικούς λόγους σε αυτή την κατηγορία είναι ο λόγος έφεσης 4 ότι το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε λανθασμένο συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της τηλεφωνικής κλήσης που έγινε από τον εφεσείοντα στις 19:41 που καταδείκνυε την παρουσία αυτού στην περιοχή του εγκλήματος. Η σχετική επί τούτου μαρτυρία δόθηκε κυρίως από τον Χαράλαμπο Ελπιδοφόρου, Μ.Κ. 47, αλλά και από τον Γεώργιο Καφά, Μ.Κ. [*200]46. Η μαρτυρία του Μ.Κ. 47, ο οποίος είναι τεχνικός τηλεπικοινωνιών στο τμήμα συντήρησης σταθμών κινητής τηλεφωνίας στην ΑΤΗΚ, έθεσε την επιστημονική βάση με την οποία επιτυγχάνεται επικοινωνία από μια τηλεφωνική συσκευή, η οποία μεταδίδει το σήμα μέσω αντένας σε συγκεκριμένη συχνότητα εξυπηρετούμενο από σταθμούς βάσης κινητής τηλεφωνίας.
Στη μαρτυρία του εξήγησε ότι το GSM αντιστοιχεί στο Global System for Mobile και το UMTS αντιστοιχεί στο Universal Mobile Telephone System, ή, αλλιώς, Δίκτυο Τρίτης Γενεάς. Η Πάφος εξυπηρετείται από ένα σύστημα 37 σταθμών κινητής τηλεφωνίας, με την εμβέλεια του κάθε σταθμού να επηρεάζεται από τη μορφολογία του εδάφους, το ύψος της κεραίας και τυχόν παρεμβαλλόμενα κτίρια, βουνά ή δέντρα. Η ΑΤΗΚ είναι σε θέση να γνωρίζει την εμβέλεια των σταθμών και των κυψελών διότι γνωρίζει τα ύψη των αντένων, την κλίση τους, τη συχνότητα εκπομπής κάθε κυψέλης, κ.ά. Οι κυψέλες αλληλοκαλύπτονται ώστε να μην υπάρχει διακοπή στην επικοινωνία κατά τη μετακίνηση του χρήστη. Επομένως, η χρήση κινητού τηλεφώνου για κλήση ή μήνυμα δείχνει ανά πάσα στιγμή τις περιοχές που καλύπτονται από τις αντίστοιχες κυψέλες του καλούντος και του αποδέκτη.
Ο Ανδρέας Δημητρίου, Μ.Κ. 74, κτηματολογικός λειτουργός στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου τοποθέτησε τις συντεταγμένες των κεραιών κινητής τηλεφωνίας επί μορφολογικού χάρτη της επαρχίας Πάφου, επί ορθοφωτοχάρτη της πόλης της Πάφου και επί θεματικού χάρτη της πόλης της Πάφου και της Γεροσκήπου. Με περαιτέρω βοήθεια από αεροφωτογραφίες και από επί τόπου επίσκεψη στη σκηνή του εγκλήματος, έγινε κατορθωτό να επισημανθεί ότι η σκηνή γειτνίαζε με την κεραία αρ. 134 της ΑΤΗΚ που είναι εγκατεστημένη στο ξενοδοχείο Phaethon, η οποία και καλύπτει κατ’ ανώτατο όριο απόσταση δύο χιλιομέτρων.
Από την ολότητα λοιπόν της ανάλυσης της ΑΤΗΚ, η κυψέλη αρ. 134 βρίσκεται στη λεωφόρο Αφροδίτης στη Γεροσκήπου και είναι η κυψέλη του Phaethon. Άλλη κυψέλη, με κεραία αριθμό 214, αντιστοιχεί στην περιοχή Aphodiate Hills. Κατά την αντεξέταση του Ελπιδοφόρου, διευκρινίστηκε ότι αν κάποιος ήταν γύρω στα 500 μέτρα από το σταθμό του Phaethon, θα ήταν πολύ απίθανο να εξυπηρετείτο τυχόν τηλεφώνημα του από άλλες κυψέλες. Η κυψέλη που εξυπηρετεί την περιοχή Aphrodiate Hills είναι πολύ απίθανο να καλύπτει την πόλη της Πάφου.
[*201]Ο μάρτυρας Καφάς, Μ.Κ. 46, Ανώτερος Γραφέας στην ΑΤΗΚ, εκτύπωσε προσωπικά και τηλεπικοινωνιακά δεδομένα κατόπιν εξουσιοδότησης αναφορικά με τα τηλεφωνήματα που έγιναν από το τηλέφωνο του εφεσείοντος προς το so-easy τηλέφωνο της Iulia. Όχι ως προς το περιεχόμενο τους, αλλά ως προς τις κλήσεις που έγιναν και την απάντηση τους. Ο εφεσείων χρησιμοποιούσε μια συσκευή τηλεφώνου με αριθμό 99489427 και η Iulia χρησιμοποιούσε μια so-easy κάρτα κινητής τηλεφωνίας με αριθμό 99867024.
Στη βάση των πιο πάνω, ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι το κινητό τηλέφωνο του θα μπορούσε να εξυπηρετείτο και από τον υποσταθμό στο Aphrodiate Hills παρόλο που δεν προέκυπτε από τη μαρτυρία ότι αυτός βρισκόταν οπουδήποτε κοντά σε εκείνο τον χώρο. Το Κακουργιοδικείο, κατά την εισήγηση, αγνόησε εκείνη τη μαρτυρία που έδειχνε ότι όταν ένας υποσταθμός της ΑΤΗΚ είναι υπερφορτωμένος ή εκτός λειτουργίας, τότε είναι πολύ πιθανό ένα κινητό τηλέφωνο και μια κλήση από αυτό να εξυπηρετηθεί από άλλο υποσταθμό ή κυψέλη. Επομένως, δεν προέκυπτε με ασφάλεια ότι ο εφεσείων στις 19:41 ώρα βρισκόταν στην περιοχή που εξυπηρετείτο από την κυψέλη του Phaethon και άρα κοντά στο χώρο του εγκλήματος.
Η μαρτυρία όμως που έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο και που έχει συνοπτικά καταγραφεί πιο πάνω, δεν ήταν ότι πιθανόν να εξυπηρετήθηκε το τηλεφώνημα της ώρας 19:41 από άλλο σταθμό. Εκείνο που λέχθηκε από τον μάρτυρα Μ.Κ. 47 στη σελ. 589 των πρακτικών είναι ότι θα ήταν απίθανο κάποιος που βρίσκεται στα 500 μέτρα από το σταθμό του Phaethon να εξυπηρετείτο από άλλες κυψέλες. Βεβαίως πρέπει ταυτόχρονα να παρατηρηθεί ότι ουδεμία ως προ το θέμα αντίθετη επιστημονική μαρτυρία δόθηκε από πλευράς του εφεσείοντος και το Κακουργιοδικείο ορθά και εύλογα αποδέχθηκε τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων της ΑΤΗΚ στη βάση της νομολογιακής αρχής ότι η επιστημονική μαρτυρία αξιολογείται από το Δικαστήριο κατά τρόπο που μπορεί να το οδηγήσει σε αποδοχή ή μη αυτής, εκτίμηση που παραμένει στην ευχέρεια του Δικαστηρίου εφόσον καταγράψει τους λόγους της προτίμησης του, (Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 25 και Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551).
Η εκδοχή επομένως ότι θα μπορούσε το τηλεφώνημα της 19:41 να εξυπηρετείτο από άλλη κυψέλη παρέμεινε, στην απουσία άλλης αντίθετης εξειδικευμένης μαρτυρίας, μετέωρη και ορ[*202]θά το Κακουργιοδικείο έδωσε την ανάλογη σημασία και βαρύτητα στην αποδεικτική αξία της τηλεφωνικής αυτής κλήσης. Πολύ ορθά ο κ. Κέκκος εκ μέρους της Δημοκρατίας αναφέρει στο διάγραμμα του ότι η κλήση αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία, εφόσον ο εφεσείων απέκρυψε από όλους το γεγονός της τηλεπικοινωνιακής του σύνδεσης με την Iulia πριν την εξαφάνιση της. Το απέκρυψε από την αστυνομία όταν κατάγγειλε την εξαφάνιση της Iulia και της Βικτώριας, ενώ όταν παρέδωσε το κινητό του στην Αστυνομία είχαν διαγραφεί και όλα τα δεδομένα.
Η παρουσία της Iulia και της Βικτώριας στην ερημική εκείνη περιοχή συνδέθηκε από το Κακουργιοδικείο με το σχετικό συμπέρασμα του ότι αποτελούσε ένδειξη ότι ο δράστης ήταν πρόσωπο του περιβάλλοντος της, συμπέρασμα που βάλλεται με τους λόγους 5 και 6. Το συμπέρασμα όμως αυτό ήταν εύλογο και όντως μπορούσε να εκληφθεί η παρουσία της Iulia στη ερημική εκείνη περιοχή ως ισχυρότατη ένδειξη ότι πήγε εκεί ως αποτέλεσμα κάποιας προγραμματισμένης συνάντησης με γνωστό της πρόσωπο. Οι θέσεις της υπεράσπισης ότι πιθανό η Iulia να μετακινήθηκε στο χώρο εκείνο μετά από προτροπή αγνώστου προσώπου ή ότι είχε εξαναγκασθεί ή ακόμη και ότι είχε τύχει απαγωγής είναι εντελώς αυθαίρετες χωρίς να υποστηρίζονται από ίχνος μαρτυρίας ότι η Iulia είχε οποιαδήποτε διαφορά με άλλο πρόσωπο. Η παρουσία της Βικτώριας στο όχημα με τη μητέρα της εξηγείται εν μέρει από το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι η Iulia ήταν υπερπροστατευτική έναντι του παιδιού της, η δε ίδια ήταν φοβιτσιάρα, όπως κατέθεσε ο πρώην σύζυγος της Οδυσσέας Ποζίδης, Μ.Κ. 27. Πιθανόν να πήρε το παιδί μαζί της ακριβώς διότι το πρόσωπο το οποίο της ζήτησε να συναντηθούν ήταν γνωστό της, ή, ακόμη πολύ πιθανόν η Iulia να πήρε επίτηδες τη Βικτώρια μαζί της διότι σύμφωνα με άλλη μαρτυρία, που ήδη αναφέρθηκε, η Iulia ήθελε να ξεφύγει από τον εφεσείοντα και ενδεχομένως να μην ήθελε να τον συναντήσει μόνη της σκεπτόμενη ότι θα είχε περισσότερη ασφάλεια εάν ήταν μαζί της και η Βικτώρια.
Το ανέμελο πρόσωπο της Iulia επίσης έδειχνε ότι δεν είχε οποιοδήποτε εκ των προτέρων φόβο για την παρουσία της στο χώρο εκείνο. Σίγουρα θα ήταν διαφορετική η έκφραση του προσώπου της εάν είχε εξαναγκασθεί να μετακινηθεί στην περιοχή από άγνωστο πρόσωπο. Η σχετική ιατροδικαστική τοποθέτηση στο θέμα από το Ν. Χαραλάμπους, Μ.Κ. 52, ορθά έδιδε το στίγμα γι’ αυτό το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου. Το ανέμελο πρόσωπο της Iulia ήταν επίσης ένδειξη του γεγονότος, όπως εύλογα συμπέρανε το Κακουργιοδικείο, ότι η Iulia δεν ανέμενε να [*203]της συμβεί οποιοδήποτε κακό, ενώ ο θάνατος της ήταν ακαριαίος και απρόσμενος.
Οι λόγοι έφεσης 7, 8 και 10, αφορούν την προσπάθεια του εφεσείοντος να αποπροσανατολίσει τις αστυνομικές έρευνες. Οι λόγοι αυτοί σχετίζονται με το γεγονός ότι βρέθηκε κάνναβη στο όχημα που οδηγούσε η Iulia, αλλά και το γεγονός ότι δεν βρέθηκε η φόρμα που φορούσε ο εφεσείων. Σε σχέση ιδιαίτερα με τις ναρκωτικές ουσίες, το Κακουργιοδικείο στις σελ. 52-54 της απόφασης του ανεφέρθη στο θέμα ότι η μαρτυρία που γενικά τέθηκε ενώπιον του έδειχνε ότι η Iulia όχι μόνο δεν χρησιμοποιούσε ναρκωτικές ουσίες, αλλά ήταν και αντικαπνίστρια. Στο αίμα της δεν ανιχνεύθηκε ούτε αιθυλική αλκοόλη, ούτε ελεγχόμενες ουσίες οπιοειδών, κοκαίνη, κανναβινοειδή ή αμφεταμίνες. Η κάνναβη που ανευρέθη στο όχημα ήταν κατά μέρος της σκορπισμένη στο πάτωμα του οδηγού και κατά μέρος στο πέλμα της μπότας της Iulia. Βρέθηκε επίσης στο πάτωμα δεξιά του καθίσματος του οδηγού άλλη φυτική ύλη που ανιχνεύθηκε να ήταν βιομηχανοποιημένος καπνός. Η μαρτυρία έδειξε ότι συνήθως σε υποθέσεις ναρκωτικών ουσιών αυτές εντοπίζονται συσκευασμένες σε χαρτί, νάϋλον ή ασημόχαρτο.
Το Κακουργιοδικείο θεώρησε περαιτέρω ότι εφόσον το όχημα που οδηγούσε η Iulia ήταν ενοικιασμένο (της παραδόθηκε στις 8.12.2011 όταν το δικό της όχημα εισήλθε στο συνεργείο για επιδιόρθωση), και δεν είχε, σύμφωνα με τη μαρτυρία της εταιρείας που της το παρέδωσε, πλυθεί ή καθαριστεί πριν της παραδοθεί, θα ήταν απίθανο να άφηνε ο προηγούμενος οδηγός του, ασυσκεύαστη κάνναβη τέτοιας ποσότητας που θα ήταν δύσκολο να διαλάθει της προσοχής του. Εύλογα συνεπώς το Κακουργιοδικείο θεώρησε απίθανη αυτή την εκδοχή, να παρέμεινε δηλαδή η κάνναβη από τον προηγούμενο οδηγό, ενώ εξίσου εύλογο ήταν και το συμπέρασμα του ότι η κάνναβη είχε τοποθετηθεί από τον δράστη του εγκλήματος ιδιαίτερα εφόσον μέρος της κάνναβης βρέθηκε ευθέως κάτω από το πέλμα της μπότας της θανούσας. Ήταν συνεπώς ένα λογικό συμπέρασμα από το Κακουργιοδικείο ότι η κάνναβη αφέθηκε από κάποιο που ήθελε να στρέψει την προσοχή των ερευνών σε έγκλημα που πιθανόν να σχετιζόταν με ναρκωτικά. Η μαρτυρία του Κίτα, άλλωστε, συνήδε με τα πιο πάνω εφόσον κατά την ομολογία του εφεσείοντος προς αυτόν, του ανέφερε ότι είχε επιστρέψει στο όχημα και άφησε εκεί ναρκωτικές ουσίες.
Όσον αφορά την μη ανεύρεση της φόρμας που φορούσε ο [*204]εφεσείων και πάλι δεν ήταν αυθαίρετο το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου, αλλά αντίθετα εύλογο. Υπήρξε προφανώς καταστροφή της φόρμας που φορούσε ο εφεσείων λίγο χρόνο πριν ή κατά τον θάνατο των θυμάτων και αυτό εντασσόταν στην όλη προσπάθεια αποπροσανατολισμού. Όπως υποδεικνύει το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, ο εφεσείων είχε επισκεφθεί πρακτορείο στοιχημάτων ΟΠΑΠ το απόγευμα της 11.12.2011, όπου από την ταινία κλειστού κυκλώματος φαίνεται να φορούσε αθλητική φόρμα και αθλητικά παπούτσια, γεγονός που πιστοποιήθηκε και από την Μαρία Χαριλάου, Μ.Κ. 31, η οποία διατηρεί περίπτερο έναντι του κομμωτηρίου του εφεσείοντος, και το οποίο επισκέφθηκε ο εφεσείων με αθλητική φόρμα χρώματος γκρίζου, γεγονός που συνάδει με τις φωτογραφίες από το κλειστό κύκλωμα του πρακτορείου στοιχημάτων.
Στο ζήτημα αυτό το Κακουργιοδικείο ανέφερε στη σελ. 230 της απόφασης του ότι ο εφεσείων δεν είχε χρόνο να αλλάξει φόρμες ή ρούχα με δεδομένη τη μαρτυρία ότι στις 19:27:46 βρισκόταν στην περιοχή του διαμερίσματος του και ομιλούσε στο τηλέφωνο για δύο σχεδόν λεπτά, ενώ λίγη ώρα μετά, στις 19:41:25, βρισκόταν εντός της εμβέλειας της κεραίας του ξενοδοχείου Phaethon. Η Χαριλάου είχε περιγράψει τη φόρμα παντελόνι που φορούσε ο εφεσείων, η οποία και δεν βρέθηκε πουθενά. Υπήρχε επίσης μαρτυρία ότι η μητέρα του εφεσείοντος Νεοφύτα, μέσω της Αναστασίας Μπαζοΐδου, Μ.Κ. 49, νεαρή που φοιτούσε στην παρακείμενη του κομμωτηρίου σχολή κομμωτικής και είχε εργοδοτηθεί από τον εφεσείοντα, επενέβη παράνομα στο κομμωτήριο του εφεσείοντος από όπου πήρε ένα σακκάκι και ένα τσαντάκι με σαφή προς τούτο προτροπή και υπόδειξη της Νεοφύτας, τα οποία δεν εντοπίστηκαν. Το Κακουργιοδικείο σημειώνει βεβαίως ότι η μητέρα του εφεσείοντος δεν μπορεί να συνδεθεί ότι ενήργησε ως αποτέλεσμα άμεσων οδηγιών του εφεσείοντος, αλλά το γεγονός ότι ζήτησε συγκεκριμένα αντικείμενα εφαρμόζοντας προς τούτο «δόλιο σχέδιο» για να τα πάρει, (το Κακουργιοδικείο σημειώνει τρεις προηγούμενες απόπειρες εισόδου στο κομμωτήριο), γνωρίζοντας ότι το κομμωτήριο φρουρείτο από την αστυνομία, ήταν ενδεικτικό του στόχου τα όποια αντικείμενα αυτά να μην περιέλθουν στην κατοχή της αστυνομίας.
Εάν προστεθούν στα πιο πάνω και η αποκάλυψη από τον εφεσείοντα στον Κίτα ότι τα ρούχα που φορούσε τα έκαψε σε φούρνο στα Χολέτρια ο αδελφός του Μάριος με οδηγίες του, τότε όντως υπήρχε επαρκής περιστατική μαρτυρία που έδειχνε [*205]προσπάθεια καταστροφής τεκμηρίων και αποπροσανατολισμού κατά τρόπο που να αποτελεί ισχυρή τεκμηρίωση παρεμπόδισης της αποκάλυψης της αλήθειας. Άλλωστε ο εφεσείων ψευδώς είχε ισχυριστεί στον ιατροδικαστή Χαραλάμπους, Μ.Κ. 52, ότι από το πρωΐ της Κυριακής φορούσε το συγκεκριμένο παντελόνι και παπούτσια που είχε κατά την εξέταση του από τον ιατροδικαστή και που σαφώς δεν αναγνώρισε η Χαριλάου, Μ.Κ. 31, (σελ. 433 των πρακτικών).
Ο λόγος έφεσης 9 αναφέρεται στο κατ’ ισχυρισμόν αυθαίρετο συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι μια εκδορά στο χέρι του εφεσείοντος στο ύψος του δείκτη και άλλη στην περιοχή του τραχήλου, συνδέονται με τη βίαια απόσπαση της Βικτώριας από το κάθισμα του συνοδηγού και τη μεταφορά της προς την παραλία. Όμως και πάλι το Κακουργιοδικείο στη σελ. 222 της απόφασης του καταγράφει ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση για την εκδορά στο δάκτυλο, ενώ για την εκδορά στην τραχηλική χώρα ανέφερε ότι είχε προκληθεί από αστυνομικό κατά τη σύλληψη του, εκδοχή που απερρίφθη. Το Κακουργιοδικείο στο πλαίσιο της όλης περιστατικής μαρτυρίας δεν προέβη σε εύρημα ότι όντως αυτές οι δύο εκδορές προήλθαν από τη Βικτώρια. Εκείνο το οποίο είπε, και δεν μπορεί να του καταλογισθεί λάθος σε αυτό, είναι ότι οι περιστάσεις μεταφοράς της Βικτώριας από τον δράστη άφηναν ανοικτό το ενδεχόμενο η Βικτώρια να έγδαρε τον δράστη στα δύο αυτά σημεία είτε κατά τη μεταφορά, είτε κατά τον χρόνο πίεσης του προσώπου της στο νερό. Άλλωστε θα αναμένετο μια φυσιολογική αντίδραση από το παιδί στην προσπάθεια του να ξεφύγει και αυτό συνάδει και με τη μαρτυρία του Κίτα ότι, όπως του είχε αναφέρει ο εφεσείων, η Βικτώρια είχε δύναμη ενός μεγάλου ανθρώπου, με δυσκολία την απέσπασε από το όχημα, ενώ το θύμα ασφυκτιούσε σύμφωνα με την ιατροδικαστική μαρτυρία στα χέρια του δράστη.
Ο λόγος έφεσης 11 σχετίζεται με την όλη συμπεριφορά του εφεσείοντος ως ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο αυτός προσπάθησε να αποστασιοποιήσει τον εαυτό του από το έγκλημα. Το Κακουργιοδικείο πραγματεύεται το θέμα στις σελ. 223-228 της απόφασης του και τα όσα εκεί αναφέρονται είναι επίσης εύλογα συμπεράσματα. Ο εφεσείων προέβηκε σε τηλεφωνήματα προς ανεύρεση της Iulia στον μάρτυρα Φίλιππο Ιουλιανό, Μ.Κ. 24, ο οποίος βρισκόταν στην Κάτω Πάφο, αλλά το Κακουργιοδικείο εύλογα σημείωσε ότι όταν έγινε το τηλεφώνημα στις 20:53, η προσπάθεια του εφεσείοντος ήταν να δείξει ότι η Iulia δεν ήταν ελλείπουσα. Το νόημα του τηλεφωνήματος ήταν για να [*206]δείξει ότι προσπαθούσε απλά να μάθει πού βρισκόταν, σε αντίθεση με άλλα τηλεφωνήματα που ο κατηγορούμενος έκαμε στη συνέχεια που είχαν σκοπό την αναζήτηση της Iulia, ως ελλείπουσας, πλέον. Μάλιστα ο εφεσείων τηλεφώνησε ξανά στον Ιουλιανό στις 23:34. Και ενώ κατά την ανώμοτη δήλωση του γνώριζε ότι η Iulia θα πήγαινε στο καφέ Vienna, δεν τηλεφώνησε στην ίδια και ούτε τηλεφώνησε στην ίδια την καφετέρια για να ερωτήσει αν ήταν εκεί. Και παρόλον που παρουσιάστηκε να ανησυχεί στην πορεία τηλεφωνώντας τρεις φορές στο τηλέφωνο της Iulia χωρίς ανταπόκριση και ενδιαμέσως στις μάρτυρες Alla Oboroc και Astana Aparinova, Μ.Κ. 48, στη συνέχεια επισκέπτεται, ως να ήταν φυσιολογικό, πρακτορείο στοιχημάτων, έπαιξε ένα παιχνίδι, και μετά πήγε στο χωριό Χολέτρια, κοιμήθηκε και επέστρεψε την επομένη στην Πάφο, όπου και εργάστηκε κανονικά στο κομμωτήριο ως να μην συνέβαινε τίποτα.
Επίσης ο εφεσείων σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μύριας Τούμπα, Μ.Κ. 21, της τηλεφώνησε αργά το βράδυ στις 22:31, αλλά και αργότερα στις 22:43 για να την προσκαλέσει σε έξοδο μαζί του και με την Iulia, που στο μεταξύ ήταν ελλείπουσα για αρκετό χρόνο, με τη μάρτυρα να εκπλήσσεται για το νυκτερινό αυτό τηλεφώνημα, Κυριακή βράδυ, χειμώνα καιρό. Ο εφεσείων στη δική του ανώμοτη δήλωση παρουσίασε απλά τον εαυτο να τηλεφωνεί στην Τούμπα και να διερευνά κατά πόσο θα έβγαινε το βράδυ εκείνο. Ορθά το Κακουργιοδικείο σημειώνει ότι με αυτό το τηλεφώνημα ο εφεσείων είχε υποπέσει σε «πολύ μεγάλο ολίσθημα», με πρόθεση του να παρουσιαστεί εκ των υστέρων ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα με την ήδη ελλείπουσα Iulia.
Ο λόγος έφεσης 12 σχετίζεται με τον εντοπισμό ανθρωπίνου αίματος στην κάλτσα που ανέφερε ότι φορούσε ο εφεσείων τον ουσιώδη χρόνο, χωρίς ταυτόχρονα να είχε δώσει οποιαδήποτε ουσιαστική εξήγηση. Μόνο στην ανώμοτη δήλωση του ανέφερε ότι ήταν η αστυνομία που διοχέτευε ψευδείς ειδήσεις ότι βρέθηκε αίμα της Iulia στις κάλτσες του. Ο ίδιος δεν είχε κάποιο τραύμα στο πόδι. Στη σκηνή του εγκλήματος υπήρχαν βέβαια αίματα από τα θανάσιμα τραύματα της Iulia. Το Κακουργιοδικείο όμως σημειώνει το γεγονός της ανεύρεσης του αίματος χωρίς, όπως συνάγεται, να του δίδει ιδιαίτερη σημασία, εφόσον απλά το μνημονεύει. Άλλωστε, οι επιστημονικές εξετάσεις ήταν θετικές ως προς το γενετικό υλικό εφόσον αναλύθηκε το επίχρισμα και όχι αυτό καθαυτό το αίμα, όπως καταγράφεται στη σελ. 46 της απόφασης. Από το επίχρισμα απομονώθηκε μικτό γενετικό υλικό με συντριπτικές πιθανότητες να ήταν του εφεσείοντος και της Iulia. [*207]Όμως δεν υπήρχε θετική ένδειξη ότι το γενετικό υλικό της Iulia προερχόταν από το ίδιο το αίμα, εφόσον δεν εξετάστηκε η ποσότητα ή η κηλίδα αίματος.
Στο όχημα της Iulia είχαν ανευρεθεί στην κονσόλα ένα σακουλάκι M & Ms και ένα κουτάκι ΚΕΑΝ με καλαμάκι. Στο σακουλάκι M & Ms ανιχνεύθηκε γενετικό υλικό της Iulia και αγνώστου ανδρός. Στο κουτί χυμού της ΚΕΑΝ απομονώθηκε γενετικό υλικό που ταυτίστηκε μόνο με το προφίλ της Iulia. Κατά τον 13ο λόγο έφεσης, το Κακουργιοδικείο αυθαίρετα απέδωσε το σακουλάκι M & Ms να ανήκε στη Βικτώρια, ενώ η ύπαρξη γενετικού υλικού αγνώστου ανδρός πιθανό να συνδέετο με είσοδο αγνώστου ατόμου στο όχημα, με υπόνοιες βεβαίως ότι αυτό το άγνωστο άτομο ήταν και ο δράστης. Είναι γεγονός ότι το συμπέρασμα ότι το σακουλάκι των M & Ms πιθανό να ανήκε στη Βικτώρια παρουσιάζεται ακροσφαλές, αλλά η ουσία εδώ είναι ότι σύμφωνα και με την επιστημονική μαρτυρία του Δρος Καριόλου, Μ.Κ. 60, σε ένα όχημα ενοικίασης είναι πολύ φυσικό να βρεθεί γενετικό υλικό πολλών ατόμων είτε ως αποτέλεσμα άμεσης μεταφοράς, είτε έμμεσης. Ορθά η Δημοκρατία στο ζήτημα αποκλείει στην ουσία ένα άγνωστο άτομο να ήταν ο δράστης και όχι ο εφεσείων, ο οποίος εμπλέκετο με ισχυρή περιστατική μαρτυρία όπως ο εντοπισμός του οχήματος της οικογένειας του στην περιοχή διάπραξης των φόνων, με τον ίδιο να βρίσκεται πλησίον της σκηνής στις 19:41 της 11.12.2011 και με τον ίδιο να ψεύδεται ως προς το πού βρισκόταν εκείνη την ώρα, ενώ είχε επιμελώς αποκρύψει και ότι ήταν το τελευταίο πρόσωπο που μίλησε με την Iulia. Η κατά λάθος διαγραφή των τηλεφωνημάτων από το κινητό του εφεσείοντος ήταν ένα απομακρυσμένο σενάριο.
Ο 14ος λόγος έφεσης σχετίζεται με τη θέση ότι αυθαίρετα το Κακουργιοδικείο συμπέρανε ότι ο εφεσείων εναπόθεσε το γενετικό του υλικό στο εσωτερικό του τηλεφώνου της Iulia εφόσον το σημείο πίσω από την μπαταρία δεν είναι ένα σημείο που αναμένεται κάποιος να έχει συνήθη ή καθημερινή πρόσβαση. Το Κακουργιοδικείο εξηγεί ότι δεν βρέθηκε γενετικό υλικό στο ίδιο το τηλέφωνο και στο κάλυμμα, διότι ο δράστης προφανώς δεν άγγιξε το τηλέφωνο με γυμνό χέρι. Οπότε, κατά την υπεράσπιση, δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα εάν ο δράστης πήρε το τηλέφωνο φορώντας γάντια τότε γιατί να αφαιρούσε το ένα γάντι για να αγγίξει την κάρτα του τηλεφώνου αφήνοντας γενετικό υλικό στο πίσω μέρος του. Αυτό δυνατόν να είναι ένα ασαφές συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου, αλλά δεν είναι και ουσιαστικό σημείο. Το ουσιώδες που προβάλλει σε αυτή την πτυχή της υπόθεσης είναι ότι ο εφε[*208]σείων ψευδώς ανέφερε ότι είχε τοποθετήσει κάρτα κινητής τηλεφωνίας της MTN όταν το τηλέφωνο της Iulia «μπλόκαρε», κάνοντας στη συνέχεια αναπάντητη κλήση προς το δικό του τηλέφωνο. Το ψεύδος εδώ έγκειτο ακριβώς στο ότι η δικαιολογία του εφεσείοντος ότι πριν από λίγο καιρό είχε αλλάξει ο ίδιος την κάρτα της Iulia και γι’ αυτό βρέθηκε εκεί το γενετικό του υλικό δεν ευσταθούσε. Ενώ η μαρτυρία έδειξε ότι πράγματι υπήρξε μια αναπάντητη κλήση από αυτήν την κάρτα MTN προς το τηλέφωνο του εφεσείοντος στις 08:38 στις 30.11.2011, εν τέλει διεφάνη ότι από τη συσκευή τηλεφώνου της Iulia δεν χρησιμοποιήθηκε άλλη κάρτα εκτός από τη δική της κάρτα so-easy, με το δικό της γνωστό αριθμό το 99867024 και όχι από κάρτα της MTN με αριθμό κλήσης 96689714. Η μαρτυρία που προήλθε από την MTN, συμμορφούμενη με διάταγμα του Δικαστηρίου, ήταν ότι καμία κάρτα δική της δεν χρησιμοποιήθηκε στη συσκευή τηλεφώνου της Iulia. Επομένως, η αναπάντητη κλήση που έγινε στο τηλέφωνο του εφεσείοντος από τον αριθμό κάρτας της MTN, δεν είχε γίνει από τη συσκευή του κινητού τηλεφώνου της Iulia. Έπετο ότι ο εφεσείων έδωσε ψευδή εκδοχή για την ανεύρεση του γενετικού του υλικού εκεί όπου εφαρμόζεται η κάρτα κινητής τηλεφωνίας. Το γεγονός είναι ότι μέρος του κινητού τηλεφώνου της Iulia είχε βρεθεί στο χωματόδρομο αρκετά μέτρα μέσα στον καλαμιώνα με το κάλυμμα, την μπαταρία και την κάρτα να απουσιάζουν, το δε κάλυμμα βρέθηκε αργότερα, όχι όμως η μπαταρία και η κάρτα κινητής τηλεφωνίας.
Ο 15ος λόγος έφεσης σχετίζεται με την τοποθέτηση του φονικού περιστρόφου στον τάφο του νεκροταφείου Αθηαίνου που, κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντος, είχε επίτηδες τοποθετηθεί σε χρόνο πέραν των 20 ημερών από τον εντοπισμό του από ανθρώπους του Κίτα ώστε να φαίνεται ότι ο Κίτας εξυπηρετούσε την αστυνομία και τις έρευνες προς όφελος δικής του ευνοϊκότερης μεταχείρισης. Εδώ υπήρξε μαρτυρία από τον Κυριάκο Κούρρη, Μ.Υ. 6, διπλωματούχο γεωπόνο, ότι υπήρχε τριφύλλι στις φωτογραφίες που λήφθηκαν από το σημείο του τάφου όπου βρέθηκε το όπλο και που χρειαζόταν τουλάχιστον 20 ημέρες για να αναπτυχθεί και να φωτοσυνθεθεί. Για να γίνει αυτό χρειαζόταν έστω και ελάχιστο φως που σήμαινε ότι η ταφόπλακα είχε μετακινηθεί προηγουμένως πέραν των 20 ημερών, ενώ ο Κίτας είχε ζητήσει από τον εφεσείοντα να τοποθετήσει το όπλο στο νεκροταφείο Αθηαίνου μόλις στις 7.4.2012. Το όπλο είχε ανευρεθεί στις 20.4.2012. Όμως το Κακουργιοδικείο εύλογα ανέλυσε το όλο ζήτημα στις σελίδες 167-169 της απόφασης του. Η μαρτυρία είχε δείξει ότι η μαρμάρινη ταφόπλακα ήταν μεν τοποθετημένη στο πλαίσιο του τάφου, αλλά όχι κολλημένη. Ακόμη και εσωτε[*209]ρικά είχε βλαστήσει τριφύλλι. Εφόσον η ταφόπλακα δεν ήταν σφραγισμένη μπορεί να προϋπήρχε χαραμάδα που να επέτρεπε την είσοδο ηλιακού φωτός ώστε να αναπτυχθεί η σχετική βλάστηση. Το τριφύλλι ήταν βλαστημένο στη δεξιά πλευρά του τάφου που σήμαινε ότι το φως εισερχόταν στον τάφο έστω και λίγο. Φύλλα τριφυλλιού υπήρχαν και κάτω από το σακούλι όπως αυτό βρέθηκε από την αστυνομία στο οποίο ήταν το όπλο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του γεωπόνου το φως μπορεί να περάσει και δια μέσου μαύρου σακουλιού, αλλά το τριφύλλι από κάτω δεν θα έχει την ίδια ανάπτυξη με το υπόλοιπο. Το τριφύλλι όμως ήταν το ίδιο ανεπτυγμένο παντού με τη διαφορά ότι ορισμένα φύλλα ήταν πατημένα λόγω του σακουλιού. Επομένως προέκυπτε ότι το σακούλι με το όπλο δεν είχε τοποθετηθεί πριν τις 20 ημέρες όπως είχε εισηγηθεί η υπεράσπιση, αλλά μερικές μόνο μέρες προηγουμένως.
Ο 17ος λόγος έφεσης σχετίζεται με τον εντοπισμό αίματος της Iulia στη δεξιά δοκό του οχήματος. Κατά τον εφεσείοντα αυθαίρετα το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι τα αίματα στο σημείο εκείνο μεταφέρθηκαν από τον δράστη. Έχοντας υπόψη ότι δεν υπήρχε αίμα στο δεξί χέρι της Iulia, ότι ο δράστης πυροβόλησε ενώ βρισκόταν έξω από το όχημα και ότι η Βικτώρια κατά το θανάσιμο πλήγμα της Iulia βρισκόταν εντός του οχήματος ήταν απίθανο να είχε γίνει μεταφορά αίματος από τον δράστη ή τη Βικτώρια. Σύμφωνα με την επιστημονική μαρτυρία το αίμα αυτό ανήκε στην Iulia και βρισκόταν σε δύο σημεία που όταν είναι κλειστή η πόρτα του οδηγού, καλύπτονται. Το Κακουργιοδικείο έκρινε κατά εύλογο συμπέρασμα ότι ο δράστης θα πρέπει σε κάποιο χρόνο να άνοιξε την πόρτα του οδηγού ώστε το δεξί χέρι του θύματος που βρέθηκε σε φυσική θέση να είχε πέσει με το άνοιγμα και να τοποθετήθηκε πίσω από τον δράστη, ο οποίος προτού εγκαταλείψει την σκηνή έκλεισε την πόρτα αφού έτσι τη βρήκε ο μάρτυρας Taylor, Μ.Κ. 2, ο οποίος και δεν αντεξετάστηκε. Ο ιατροδικαστής Χαραλάμπους θεώρησε πιθανό τα ίχνη αίματος να δημιουργήθηκαν από τη Βικτώρια κατά την ενστικτώδη αντίδραση του παιδιού να προσεγγίσει τη μητέρα του μετά τους πυροβολισμούς. Η μαρτυρία της Χαράς Σπηλιωτοπούλου, Μ.Κ. 109, έδειχνε ακριβώς ότι παιδιά τριών ετών έχουν ισχυρότατη προσκόλληση στη μητέρα τους, ενώ η μαρτυρία έδειξε ότι η Βικτώρια αποσπάσθηκε βίαια από το όχημα. Δεν υπάρχει οποιοδήποτε εξωπραγματικό συμπέρασμα από το Κακουργιοδικείο στο ζήτημα στη θεώρηση του ότι στα σημεία εκείνα μεταφέρθηκε αίμα της Iulia είτε από τη Βικτώρια, είτε από τον δράστη. Προστίθεται ότι αίματα της Iulia υπήρχαν διάχυτα με[*210]τά τους πυροβολισμούς, ενώ ο δράστης φαίνεται να εναπόθεσε κάνναβη εντός του αυτοκινήτου, όπως ήδη εξηγήθηκε, σε μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού και θα ήταν φυσικό να είχε κλείσει την πόρτα μετέπειτα.
Οι λόγοι έφεσης 18 μέχρι και 25, πραγματεύονται τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου και την κρίση του να δεχθεί τη μαρτυρία του Κίτα ως αξιόπιστη. Λέγει ο εφεσείων στους διάφορους επί μέρους λόγους έφεσης στην ενότητα αυτή, ότι η κατ’ ισχυρισμόν ομολογία του εφεσείοντος προς τον Κίτα δεν συνήδε με τις πραγματικότητες στην σκηνή του εγκλήματος και ιδιαίτερα σε σχέση με το αίμα στη δοκό της θέσης του οδηγού που προήλθε με συγκεκριμένο τρόπο είτε από τον δράστη, είτε από τη Βικτώρια. Κατά την ομολογία, όμως η Βικτώρια είχε αποσπασθεί βίαια από τη θέση του συνοδηγού. Επίσης, ενώ ο Κίτας παρουσίασε κατά την ομολογία του εφεσείοντος να προβαίνει σε δύο διαφορετικές προσπάθειες πνιγμού της Βικτώριας, με τον εφεσείοντα να φαίνεται ότι διαπίστωσε παλμούς στη Βικτώρια μετά που σταμάτησε να βγάζει μπουμπουλήθρες, πιέζοντας ξανά το πρόσωπο της στο νερό μέχρι που κατάλαβε ότι πέθανε, η μαρτυρία έδειξε ότι η Βικτώρια πέθανε μετά από ώρες.
Το Κακουργιοδικείο πρόσθετα χρησιμοποίησε αυθαίρετους, αδόκιμους και αδικαιολόγητους συλλογισμούς για να καταλήξει στην κρίση του περί της αξιοπιστίας της μαρτυρίας Κίτα, ενώ όλη η μαρτυρία και οι λεπτομέρειες του τρόπου θανάτου των δύο θυμάτων προήλθαν αποκλειστικά από τον ίδιο τον μάρτυρα. Μεταξύ των προβλημάτων, κατά τον εφεσείοντα, είναι και η αυθαίρετη εξήγηση από το Κακουργιοδικείο ότι ο εφεσείων είχε πει διάφορα ψέματα στην ομολογία του για να προκαλέσει τη συμπάθεια του ισοβίτη Κίτα για να του δείξει ότι και αυτός είναι έξυπνος και ικανός.
Επίσης το Κακουργιοδικείο λανθασμένα απέτυχε να λάβει υπόψη τον τρόπο με τον οποίο ο Κίτας κατέθεσε. Ενώ καταλήγει σε σημεία του σκεπτικού του ότι πτυχές της μαρτυρίας του Κίτα δεν εξυπάκουαν κατ’ ανάγκη ότι αυτός ψεύδετο, εν τούτοις αποδέχθηκε τη μαρτυρία προς όφελος της αξιοπιστίας του, ενώ θα μπορούσε να μην τη δεχόταν, προς όφελος του εφεσείοντος. Ως παράδειγμα αναφέρεται η καταστροφή της κινητής κάρτας τηλεφωνίας από τον Κίτα, το συμπέρασμα ότι η Χαριτίνη Αρέστη ήταν γιαγιά του εφεσείοντος, τα περιστατικά που οδήγησαν να βρεθεί το περίστροφο τοποθετημένο στον τάφο της Αρέστη, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να είχε γίνει δεκτό ότι ο Κίτας [*211]είναι πρόσωπο που διαθέτει εξυπνάδα και πονηράδα ώστε να μην εκθέτει τον εαυτό του απευθυνόμενος προς τον εφεσείοντα μεγαλοφώνως, παραγνωρίζοντας ότι η όλη μαρτυρία του Κίτα ήταν μολυσμένη από το κίνητρο του να ωφεληθεί ο ίδιος από την υποτιθέμενη συνδρομή του στην υπόθεση.
Σε αυτή την ενότητα θα πρέπει να τονισθεί ότι η ομολογία ή η παραδοχή στη διάπραξη ή συμμετοχή σε έγκλημα, αποτελεί την κλασσική περίπτωση εξαίρεσης στον εξ ακοής κανόνα. Αυτό διότι η παραδοχή ή η ομολογία γίνεται εναντίον του ιδίου συμφέροντος του ομολογούντος, (Ζακακιώτης ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 175 και Κωνσταντίνου ν. Αθανασίου (2012) 1 Α.Α.Δ. 2012). Η ομολογία εν πάση περιπτώσει είτε δίδεται προς αστυνομικό όργανο, είτε σε τρίτο πρόσωπο, πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης και γενόμενη σε συνθήκες που δεν είχαν δυσμενώς επηρεάσει το ελεύθερο της παραδοχής ή της βούλησης. Παραμένει δε πάντοτε στην κατηγορούσα αρχή, η υποχρέωση της απόδειξης ότι η ομολογία έγινε ελευθέρως, (Ahmad v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 256), ενώ αν η ομολογία γίνει αποδεκτή, με την ένταξη της στην υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία, το Δικαστήριο έχει την περαιτέρω υποχρέωση να εξετάσει και να αποφασίσει για την αλήθεια του περιεχομένου της και κατά πόσο αυτή οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα, (R. v. Sfoggaras 22 C.L.R. 13, Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 168 και Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 364).
Στο σύγγραμμα Murphy on Evidence 8η έκδ. σελ. 268 κ.ε., εξηγείται η αξία της ομολογίας κατά το Κοινοδίκαιο ως την πιο σημαντική και συχνή εξαίρεση στον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας στις ποινικές υποθέσεις. Και, περαιτέρω, ότι δεν έχει σημασία πλέον κατά πόσο η ομολογία γίνεται σε πρόσωπο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας σε σχέση με τον παραδεχόμενο ή όχι. Η ομολογία, όπως και κάθε άλλη παραδοχή, μπορεί να γίνει προφορικά, εγγράφως, διά συμπεριφοράς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο από τον οποίο μπορεί να εξαχθεί αρνητικό συμπέρασμα εναντίον του συμφέροντος του ατόμου που προβαίνει στην ομολογία. Όπως εξηγείται στη σελ. 272 του συγγράμματος, η παραδοχή μπορεί να γίνει όχι μόνο σε ανακριτές ποινικής υπόθεσης, συνήθως αστυνομικά όργανα, αλλά ακόμη και στο ίδιο το θύμα του αδικήματος, σε ένα φίλο, σε ένα συγγενή ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Και έχει λεχθεί στην R. v. Mallinson [1977] Crim. L.Rev. 161, ότι η ομολογία, όταν αποδεικνύεται, αποτελεί την καλύτερη διαθέσιμη μαρτυρία. Η αξία της όμως θα πρέπει να εξετάζεται με μεγάλη προσοχή ώστε το [*212]Δικαστήριο να πείθεται πραγματικά ότι η ομολογία είναι και εθελούσια και αληθής.
Η ομολογία έχει και άλλη προέκταση, όταν λόγω αυτής, η αστυνομία ανακαλύπτει έγγραφο ή άλλο υλικό που συνδέεται με το έγκλημα. Σ’ αυτή την περίπτωση, η ομολογία, ακόμη και αν δεν γίνει αποδεκτή ως εθελούσια, εξακολουθεί να έχει αποδεικτική αξία διότι μέσω της φανερώνεται ότι ήταν ο δράστης που παρείχε την πληροφόρηση ανεύρεσης σχετικών γεγονότων ή που δείχνουν την ευρύτερη γνώση του. Στο σύγγραμμα των Cross & Tapper on Evidence 10η έκδ. σελ. 532-534, εξηγούνται τα ανωτέρω με παραπομπή στο s. 76(4) του Police and Criminal Evidence Act 1984, το οποίο διατήρησε σε ισχύ τη νομολογία που ανέκυπτε από την παλιά υπόθεση R. v. Warickshall [1783] 1 Leach 263, που επιβεβαιώθηκε στην R. v. Berriman [1854] 6 Cox CC 388. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ανεξάρτητα από την μη δεκτότητα της ομολογίας, τα δεδομένα που προέκυψαν ως εξ αυτής, (η ανεύρεση κλοπιμαίων στα διαμερίσματα της κατηγορούμενης, όπως ή ίδια αποκάλυψε), ήταν υπαρκτά. Πρέπει μόνο να εξηγούνται από μόνα τους πλήρως και ικανοποιητικά χωρίς αναφορά στο μέρος της σχετικής ομολογίας. Η ομολογία επίσης μπορεί να δείχνει τον τρόπο που ο ομολογών ομιλεί, γράφει ή συμπεριφέρεται ώστε να αναγνωρίζεται ο ίδιος ως ο δράστης (R. v. Voisin [1918] 1 K.B. 531).
Παρά τις γενναίες προσπάθειες των δικηγόρων του εφεσείοντος να ανατρέψουν τη λογική των συμπερασμάτων του Κακουργιοδικείου ακόμη και σ’ αυτή την ενότητα, εν τούτοις δεν υπάρχει οτιδήποτε το νομικά ή λογικά επιλήψιμο στην όλη ανάλυση και κατάληξη του. Πολλοί από τους λόγους εδώ έχουν ήδη εξεταστεί και καταγραφεί προηγουμένως στους λόγους της προηγούμενης ενότητας. Επομένως δεν είναι ανάγκη να αποτελέσουν εδώ το αντικείμενο νέας λεπτομερούς ανάλυσης. Είναι όμως οφειλόμενη η εξής γενική παρατήρηση που είναι απότοκο της όλης επισκόπησης της υπόθεσης. Η ομολογία του εφεσείοντος παρουσιάστηκε μέσα από την κατάθεση του Κίτα, έμμεσης, δηλαδή, μεταφοράς των γεγονότων πίσω από τη διπλή δολοφονία. Αν υπήρχε καθαυτή άμεση ομολογία του ιδίου του εφεσείοντος καταγραμμένη από αστυνομικό ανακριτή σύμφωνα με τους δικαστικούς κανόνες, τα γεγονότα θα παρουσίαζαν την εμφάνιση τουλάχιστον μιας βιωματικής αμεσότητας, στο βαθμό βέβαια που ο δράστης θα αποκάλυπτε πτυχές του εγκλήματος. Η ομολογία αφηγηματικά δοσμένη μέσω τρίτου, εν προκειμένω του Κίτα, αναμφίβολα δεν θα μπορούσε να ταιριάξει απόλυτα με τις [*213]πραγματικότητες στην εγκληματική σκηνή. Παρά ταύτα εκείνο το οποίο παρατηρείται είναι ότι υπάρχει μια μεγάλη ταύτιση μεταξύ της ομολογιακής αφήγησης και της πραγματικής μαρτυρίας. Και τουλάχιστον εξηγεί αρκετή από αυτή, δίδοντας το στίγμα των κινήσεων και ενεργειών του δράστη.
Ο λόγος έφεσης 18 πραγματεύεται το ζήτημα ανεύρεσης του αίματος της Iulia στην εσωτερική δοκό του οχήματος. Ήδη το ζήτημα έχει επιλυθεί ανωτέρω και δεν γίνεται αντιληπτό πώς η ύπαρξη αίματος δεν συνάδει με την ομολογία. Ο εφεσείων εστιάζει στο διάγραμμα του μόνο στη στιγμή της απόσπασης της Βικτώριας από το κάθισμα του συνοδηγού. Όμως η μαρτυρία έδειξε ότι ήταν πολύ φυσιολογικό η Βικτώρια να έγειρε προς τη μητέρα της αμέσως μετά τον πυροβολισμό και πριν την απόσπαση της, ως άμεση ενστικτώδη αντίδραση στο συμβάν ως θέμα αυτοάμυνας, αλλά και προσέγγισης για σκοπούς προστασίας προς τη μητέρα της. Οι θεωρήσεις που γίνονται από τον εφεσείονα εκ των υστέρων, διαπνέονται από μια μικροσκοπική εξέταση του συμβάντος, ενώ είναι την ολότητα που πρέπει κάποιος να εξετάσει έχοντας υπόψη την τραγικότητα των στιγμών και τις αντιδράσεις τόσο της Βικτώριας, όσο και του δράστη στον ελάχιστο χρόνο που έλαβαν χώραν τα εγκλήματα.
Τα ίδια ισχύουν και για τους λόγους έφεσης 19 και 20 αναφορικά με τον τρόπο θανάτωσης της Βικτώριας σε δύο στάδια και ότι ο εφεσείων κατάλαβε τη δεύτερη φορά, ότι η Βικτώρια δεν ζούσε πια. Η γενικότερη ομολογία του εφεσείοντος προς τον Κίτα συνάδει ως ήδη αναφέρθηκε με την οπτική παρατήρηση του σώματος της Βικτώριας. Το ότι αυτή απεβίωσε δέκα ώρες μετά είναι μια πραγματικότητα που εκ των υστέρων διαγνώσθηκε μέσω της επιστημονικής παρατήρησης. Τα ευρήματα της Δρ. Σπηλιωτοπούλου, Μ.Κ. 109, συνάδουν με τα λεχθέντα προς τον Κίτα και εύστοχα παρατηρεί ο κ. Κέκκος ότι η μαρτυρία αυτή ακούστηκε στο Κακουργιοδικείο τρεις μήνες μετά την κατάθεση του Κίτα. Ούτε οι λόγοι που το Κακουργιοδικείο κατέγραψε ως πιθανούς για να εξηγήσει ορισμένα από τα λεχθέντα ήταν αυθαίρετοι. Ήταν εύλογη η σκέψη του Κακουργιοδικείου ότι όσα ο εφεσείων ανέφερε, προερχόμενα από τον Κίτα για τον λόγο που έπεισε την Iulia να μεταβεί στο χώρο εκείνο, έστω και αν δεν χωρούσαν στη χρονική διάρκεια του τηλεφωνήματος του εφεσείοντος προς την Iulia, εν τούτοις έδιδε το στίγμα ότι με κάποιο τρόπο η Iulia πείσθηκε να συναντήσει τον εφεσείοντα, ο οποίος μάλιστα της είχε πει να μην πάρει μαζί της την Βικτώρια. Αναμφίβολα, ο εφεσείων μπορεί εκ των υστέρων να διάνθισε τα όσα [*214]εκμυστηρεύθηκε στον Κίτα με πρόσθετες αναφορές που μπορεί να μην είχαν σχέση με την αλήθεια, σε μια προσπάθεια να δείξει ότι δεν είχε στο νου του να προξενήσει οποιοδήποτε κακό στην ανήλικη.
Ο επόμενος λόγος έφεσης αρ. 21, σχετίζεται με την καταστροφή της κάρτας κινητής τηλεφωνίας από τον Κίτα. Αυτό έπρεπε, κατά την εισήγηση, να ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη από το Κακουργιοδικείο ώστε να μην δώσει πίστη στη μαρτυρία του Κίτα, ο οποίος κατά το δοκούν παρουσίαζε τα πράγματα όπως ο ίδιος ήθελε. Το ζήτημα αναλύθηκε από το Κακουργιοδικείο κάτω από την ενότητα των κατ’ ισχυρισμόν ανταλλαγών προς τον Κίτα για τη μαρτυρία του να εμπλέξει τον εφεσείοντα. Η κάρτα ήταν αυτή που ο ίδιος ο Κίτας χρησιμοποιούσε για τις επαφές του με άτομα εκτός φυλακής. Δεν ζητήθηκε από την Αστυνομία όταν του λήφθηκε κατάθεση στις 26.4.2012 και δεν έγινε έλεγχος ως προς τα τηλεπικοινωνιακά της δεδομένα. Εύλογα το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η καταστροφή της κάρτας που έγινε πριν ο Κίτας παραδώσει την κάρτα του εφεσείοντος στην αστυνομία στις 20.4.2012, δεν εξυπάκουε και ψεύδη από αυτόν σε σχέση με τα περιστατικά της όλης υπόθεσης. Και πάλι εδώ πρέπει να υπομνησθεί ότι είναι το σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας που εμπλέκει τον εφεσείοντα και όχι απομονωμένα δεδομένα που αν εξετάζονταν ως τέτοια, ενδεχομένως να εξηγούνταν και διαφορετικά. Αυτό καταρρίπτει τη γενικότερη θέση της υπεράσπισης ότι έπρεπε τα λεχθέντα από τον Κίτα, που δεν τα ασπάσθηκε το Κακουργιοδικείο, να λειτουργούσαν υπέρ και όχι εναντίον του εφεσείοντος.
Ως προς τον 22ο λόγο έφεσης, το λανθασμένο εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο τάφος στον οποίο υποδείχθηκε αρχικά ότι ήταν το φονικό όπλο ήταν της Χαριτίνης Αρέστη, γιαγιάς του εφεσείοντος, στο νεκροταφείο της Αναρίτας, ουδόλως επηρεάζει το όλο σκεπτικό της καταδίκης. Ο Κίτας ουδέποτε ανέφερε στη μαρτυρία του ότι ο συγκεκριμένος τάφος ανήκε στην οικογένεια ή τη γιαγιά του εφεσείοντος. Το ουσιώδες εδώ είναι ότι δόθηκε μια χειρόγραφη σημείωση από τον εφεσείοντα στον Κίτα που προοριζόταν να πληροφορήσει ο Κίτας το πρόσωπο που θα έστελλε να λάμβανε το όπλο, το όνομα του συγκεκριμένου τάφου. Ήταν μετέπειτα όταν μη ανευρεθέν εκεί το όπλο από άνθρωπο του Κίτα, ο εφεσείων και ο ίδιος ο Κίτας επικοινωνώντας με τον αδελφό του εφεσείοντος Μάριο, διευθέτησαν τη μεταφορά του όπλου στο νεκροταφείο της Αθηαίνου για να τοποθετηθεί στον τάφο της γιαγιάς του Κίτα, Χρυστάλλας Καζάζη. [*215]Λόγω του ότι αυτός ο τάφος δεν είχε ταφόπλακα, το όπλο τοποθετήθηκε στον τάφο με την ένδειξη «Μαρία Ιακωβίδου», όπου και βρέθηκε από την αστυνομία με την καθοδήγηση του Κίτα στις 20.4.2012.
Αναφορικά με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης αρ. 23, 24 και 25, η θέση του εφεσείοντος συναρτάται προς την αδικαιολόγητη απόδοση αξιοπιστίας στη μαρτυρία του Κίτα σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμόν θέση της υπεράσπισης την οποία το Κακουργιοδικείο απέρριψε, ότι ο Κίτας είχε μεγαλοφώνως απευθυνθεί στον εφεσείοντα για να αποκαλύψει δήθεν τον δολοφόνο αν ο εφεσείων του έδινε χρήματα. Περαιτέρω ότι έπρεπε να προβληματίσει το Κακουργιοδικείο η όλη μαρτυρία του Κίτα σε σχέση με την ανεύρεση του όπλου εφόσον το ίδιο το Κακουργιοδικείο αναφέρει σε σημείο της απόφασης του ότι δεν αναμένετο ο Κίτας να προβεί στην αποκάλυψη της θέσης του όπλου από την πρώτη του επαφή με την αστυνομία, εφόσον ο Κίτας ήθελε να δείξει ότι βοηθούσε την αστυνομία. Τέλος, ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του Μαυρολέφτερου, Μ.Υ. 5, αναφορικά με τη θέση του ότι ο μάρτυρας παραπλανήθηκε από τον εφεσείοντα.
Κανένας από τους πιο πάνω λόγους δεν εξοβελίζει την εν γένει λογική προσέγγιση του Κακουργιοδικείου στη μαρτυρία του Κίτα. Ήδη προηγουμένως εξετάστηκε το ζήτημα της μαρτυρίας που προσήγαγε η υπεράσπιση στο ότι ο Κίτας είχε μεγαλόφωνα απευθυνθεί στον εφεσείοντα, με την υπόδειξη του Κακουργιοδικείου ότι δεν υπήρχε λόγος για τον Κίτα να εξέθετε με αυτό τον τρόπο τον εαυτό του, τη στιγμή που μπορούσε να προσεγγίσει τον εφεσείοντα με άλλους τρόπους χωρίς να γινόταν αντιληπτός. Η ανάλυση του Κακουργιοδικείου στο ζήτημα δεν μπορεί να θεωρηθεί μεμπτή εφόσον και η μαρτυρία εκ μέρους της υπεράσπισης από άλλους καταδίκους δεν κρίθηκε αφενός αξιόπιστη, αλλά ούτε και ήταν στο ζήτημα ιδιαίτερα σαφής. Αναμφίβολα η μαρτυρία από την υπεράσπιση δόθηκε για να πλήξει την αξιοπιστία του Κίτα σε σχέση με τα όσα ο εφεσείων του ομολόγησε.
Το Κακουργιοδικείο πράγματι προέβη σε σχόλιο ότι δεν αναμένετο από τον Κίτα να προβεί σε αποκάλυψη της θέσης του όπλου αμέσως διότι σε τέτοια περίπτωση το όπλο θα το παραλάμβανε η αστυνομία χωρίς την περαιτέρω συνδρομή του. Δεν εξισώνεται όμως αυτό το σχόλιο με κατ’ ανάγκην αναξιοπιστία της μαρτυρίας Κίτα, εφόσον υπήρχαν πολλοί άλλοι παράγοντες που ενέπλεκαν τον εφεσείοντα στην υπόθεση, μεταξύ των οποί[*216]ων, και η τελική ανεύρεση του όπλου. Και εδώ αποκτά σημασία, στο οποίο ορθώς απεδόθη η ανάλογη σπουδαιότητα από το Κακουργιοδικείο, ότι από τη βαλλιστική έρευνα, κεφάλαιο το οποίο το Κακουργιοδικείο εξετάζει στις σελ. 173-176 της απόφασης του, αποδείχθηκε ότι οι πέντε βολίδες του φόνου πυροβολήθηκαν όλες από το περίστροφο το οποίο ανευρέθη μετά από τις υποδείξεις του Κίτα στη βάση των επιστημονικών ερευνών που έγιναν από τον αστυφύλακα Αλεξάνδρου, ειδικό στην αναγνώριση πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών στο Εγκληματολογικό Εργαστήριο του Αρχηγείου Αστυνομίας. Ο αστυφύλακας Αλεξάνδρου εξέτασε το περίστροφο, το οποίο ο ίδιος παρουσίασε στο Κακουργιοδικείο, ως αυτό που ανευρέθηκε από την αστυνομία στο κοιμητήριο του χωριού Αθηαίνου στις 20.4.2012 μετά από τις υποδείξεις του Κίτα. Η βαλλιστική έρευνα έγινε με βάση τα χαρακτηριστικά των βολίδων στις οποίες αποτυπώνονται οι ραβδώσεις της κάνης του όπλου που χρησιμοποιείται. Η σύγκριση μεταξύ των πέντε βολίδων του φόνου και του συγκεκριμένου όπλου έγινε με τη βοήθεια συγκριτικού μικροσκοπίου με την τοποθέτηση στη μια μεριά των βολίδων του εγκλήματος και από την άλλη των βολίδων των δοκιμαστικών βολών που έγιναν από το περισυλλογέν από την αστυνομία περίστροφο.
Ως προς τη μαρτυρία του Μαυρολεύτερου, ήταν εντός της ευχέρειας του Κακουγιοδικείου να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε αναφορικά με την αξιολόγηση του για τους λόγους που κατέγραψε στην απόφαση του και έγινε ήδη αναφορά στο θέμα προηγουμένως.
Γενικά στο θέμα της μαρτυρίας του Κίτα, επαναλαμβάνεται ότι το Κακουργιοδικείο την προσέγγισε με ιδιαίτερο σκεπτικισμό και την ανέλυσε σε όλη της τη διάσταση έχοντας πάντοτε κατά νουν το ποιόν του ατόμου που έδωσε τη μαρτυρία, αλλά και την όλη αντεξέταση που έγινε η οποία είχε σκοπό να αναδείξει τον χαρακτήρα του Κίτα και πριν και μετά την καταδίκη του στις φυλακές. Το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο έκρινε εν τέλει αξιόπιστη την κατάθεση Κίτα, δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ προοιμίου λανθασμένη επειδή ο Κίτας ήταν κακοποιόν στοιχείο. Όπως έχει υποδειχθεί και στη Χρίστου ν. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, σελ. 687, η ανθρώπινη εμπειρία διδάσκει ότι ένας ευγενικός και ήπιος μάρτυρας δεν είναι κατ’ ανάγκη και ειλικρινής, όπως και το αντίθετο, εφόσον ένας αναστατωμένος ή υπερβολικά διαχυτικός μάρτυρας μπορεί να ορμάται από μια πλειάδα αιτιών για να καταθέτει με τον συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς όμως να είναι και ανειλικρινής. Κατά παρόμοιο τρό[*217]πο, η μαρτυρία ενός καταδίκου δεν σημαίνει εκ προοιμίου ότι αυτή είναι προϊόν ψεύδους και ανειλικρίνειας.
Εν κατακλείδι, η σφαιρική αντίκρυση της έφεσης υπό το φως της ολότητας της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του το Κακουργιοδικείο, των διαπιστώσεων και ευρημάτων του, πιστοποιεί την ορθότητα της καταδίκης. Η μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντος ήταν μεν περιστατική, αλλά ιδιαιτέρως επιβαρυντική για αυτόν. Το Κακουργιοδικείο ανέλυσε με ιδιαίτερη επιμέλεια κάθε πτυχή της πολύπλοκης αυτής υπόθεσης και κατέληξε σε νομικά, αλλά και λογικά, ορθά συμπεράσματα με αποτέλεσμα την καταδίκη.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο