DI TRI Holdings Ltd ν. Χαράλαμπου Ιακωβίδη (2015) 2 ΑΑΔ 303

ECLI:CY:AD:2015:B324

(2015) 2 ΑΑΔ 303

[*303]11 Μαΐου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

DI TRI HOLDINGS LTD,

 

Εφεσείουσα,

 

v.

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΙΑΚΩΒΙΔΗ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 121/2013)

 

 

Ποινική Δικονομία ― Εκ πρώτης όψεως υπόθεση ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης, με την οποία αθωώθηκε ο εφεσίβλητος από το εκ πρώτης όψεως στάδιο ― Τα κενά που είχαν εντοπιστεί στη μαρτυρία και ειδικότερα η απουσία συστατικού στοιχείου του κάθε αδικήματος, άφηναν τις κατηγορίες ατεκμηρίωτες και έκθετες σε απόρριψη.

 

Ποινική Δικονομία ― Εκ πρώτης όψεως υπόθεση ― Πότε δικαιολογείται η απαλλαγή του κατηγορουμένου στο στάδιο αυτό ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Η απόφαση για απαλλαγή και αθώωση σ’ εκείνο το στάδιο της δίκης, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα και να αντέχει στη βάσανο που θέτει η Πρακτική του 1962, δηλαδή, ότι κάθε λογικό δικαστήριο θα κατέληγε, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, στο ίδιο συμπέρασμα.

 

Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, 40 κατηγορίες στηριζόμενες στα Άρθρα 307 (1)(ε)(μ)(ν) και 309 (α) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Οι κατηγορίες διακρίνοντο σε 4 ομάδες.

 

Οι τρεις πρώτες ομάδες κατηγοριών αφορούσαν αδικήματα από πρώην ή νυν αξιωματούχους εταιρειών, που βρίσκονται υπό εκκαθάριση, ενώ η τέταρτη ομάδα κατηγοριών αφορούσε δόλο από αξιωματούχους εταιρειών που ευρίσκονται σε εκκαθάριση.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της πρώτης ομάδας κατηγοριών, καταλογιζόταν από την παραπονούμενη εταιρεία/εφεσείουσα στον κατηγορούμενο/εφεσίβλητο ότι, σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ [*304]4/3/2008 και 24/4/2008 στη Λάρνακα ενώ ήταν αξιωματούχος της εταιρείας Χαράλαμπος Ιακωβίδης και Υιός Λτδ. («η εταιρεία»), η οποία στις 27/1/2009 ενέκρινε ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, μετακίνησε δόλια μέρος της περιουσίας της «εταιρείας» σε άλλες εταιρείες, αγαθά τα οποία πωλήθηκαν από την παραπονούμενη εταιρεία στην «εταιρεία».

 

Αναφορικά με την δεύτερη ομάδα κατηγοριών, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες τους, ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρονικό διάστημα ως άνω, ενώ ήταν αξιωματούχος της «εταιρείας» η οποία στις 27/1/2009 ενέκρινε ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, μέσα σε 12 μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης με ψευδείς παραστάσεις ότι η «εταιρεία» διεξάγει τις εργασίες της, απέκτησε με πίστωση για την «εταιρεία» ή για λογαριασμό της, περιουσία που η εν λόγω «εταιρεία» δεν μπορούσε να πληρώσει, δηλαδή παρουσίασε ότι η «εταιρεία» διεξήγε τις εργασίες της κανονικά και εξασφάλισε από την παραπονούμενη, μέσω του διευθυντή της, πίστωση τριών μηνών για πληρωμή παραδοθέντων αγαθών.

 

Οι υπόλοιπες ομάδες κατηγοριών αφορούσαν  και πάλι αντίστοιχα αδικήματα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά το πέρας της μαρτυρίας για την παραπονούμενη, δέχτηκε την εισήγηση της υπεράσπισης ότι η Κατηγορούσα Αρχή, απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσιβλήτου με αποτέλεσμα την αθώωση του.

 

Έκρινε μεταξύ άλλων, ότι η μαρτυρία που παρασχέθηκε δεν επαρκούσε ώστε να θεμελιώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου για τα αδικήματα που αντιμετώπιζε.

 

Τα κενά που είχαν εντοπιστεί στη μαρτυρία, όπως επεσήμανε και ειδικότερα η απουσία συστατικού στοιχείου του κάθε αδικήματος, άφηναν τις κατηγορίες ατεκμηρίωτες και έκθετες σε απόρριψη.

 

Η παραπονούμενη εταιρεία εφεσίβαλε την απόφαση κατόπιν άδειας του Γενικού Εισαγγελέα, σύμφωνα με το Άρθρο 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς τις αρχές δικαίου σχετικά με την εφαρμογή του Άρθρου 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε μαρ[*305]τυρία πάνω στην οποία να στηριχθεί για να καλέσει τον εφεσίβλητο σε απολογία στις επίδικες κατηγορίες.

 

β)  Δεν υπήρξε απόδειξη ούτε και επιτρεπόταν στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε τέτοια αξιολόγηση μαρτυρίας βάσει της οποίας να μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικά γεγονότα προς θεμελίωση της απόφασης της αθώωσης του εφεσίβλητου.

 

γ)  Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε «εξαγωγή συμπερασμάτων και θεμελίωσε την απόφαση του σε πραγματικά γεγονότα για τα οποία δεν υπήρχε απόδειξη ούτε επιτρεπόταν να προβεί σε τέτοια αξιολόγηση μαρτυρίας βάσει της οποίας θα μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει την ύπαρξη τους και/ή προέβη σε ευρήματα για θέματα τα οποία θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την απόφαση του προς το σκοπό κλήσης του κατηγορουμένου σε απολογία.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Κατόπιν προσεκτικής εξέτασης της προσκομισθείσας μαρτυρίας, προέκυπτε ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή. Τόσο ο διευθυντής της παραπονούμενης εταιρείας Μ.Κ.10 μέσω του οποίου συναλλασσόταν ο κατηγορούμενος, όσο και ο Μ.Κ.9, ελεγκτής και λογιστής στο επάγγελμα, ο οποίος ετοίμασε κατόπιν οδηγιών της παραπονούμενης έκθεση για όλες τις οικονομικές δραστηριότητες της «εταιρείας», ήταν απόλυτοι στη μαρτυρία τους ότι η «εταιρεία» κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν κερδοφόρα και δεν αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα.

2.  Δεν είχε πρόβλημα ρευστότητας αλλά ούτε και βιωσιμότητας.  Επίσης ότι κατά τους 9 πρώτους μήνες του έτους 2008 είχε αρκετά χρήματα για να πληρωθούν οι πιστωτές και ειδικότερα η παραπονούμενη που ήταν προμηθευτής. Μάλιστα αυτή η δυνατότητα πληρωμής όλων των υποχρεώσεων της προς τους προμηθευτές υπήρχε μέχρι και τις 27/1/2009 που λήφθηκε η απόφαση για διάλυση της εταιρείας.

3.  Προς την ίδια κατεύθυνση ήταν η μαρτυρία του Μ.Κ.10 ο οποίος ρητά δήλωσε ότι η εταιρεία είχε την ικανότητα να πληρώσει όπως και έπραξε με όλους τους άλλους.

4.  Δεν διέφυγε επίσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο η μαρτυρία του Μ.Κ.9 για μετακίνηση χρηματικών ποσών μεταξύ διαφόρων τραπεζικών λογαριασμών των τριών εταιρειών του κατηγορουμένου σε διάφορους χρόνους, αλλά, όπως ορθά διέκρινε, οι κατηγορίες εναντίον του κατηγορουμένου αφορούσαν μετακίνηση συγκεκριμένων αγαθών (υποδημάτων) συγκεκριμένης αξίας που πωλήθη[*306]καν από την παραπονούμενη στην εταιρεία μεταξύ 4/3/2008 και 24/4/2008.

5.  Με δεδομένη την πιο πάνω μαρτυρία των Μ.Κ.9 και Μ.Κ.10, τυχόν μεταφορά υποδημάτων από την μια εταιρεία στην άλλη εκ μέρους του κατηγορουμένου για σκοπούς πώλησης τους ουδεμία σημασία μπορούσε να έχει, εφ' όσον, αφ’ ενός δεν μπορούσε να συνδυαστεί με αφερεγγυότητα της «εταιρείας» και αφ’ ετέρου σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ.Κ.2, συζύγου του Μ.Κ.10 και εργοδοτούμενης της «εταιρείας» όπως και του Μ.Κ.10, τα αγαθά (υποδήματα) που μεταφέροντο από την εταιρεία σ’ άλλη εταιρεία του κατηγορούμενου/εφεσιβλήτου, εγένετο με την έκδοση δελτίων αποστολής και τιμολογίων, ήτοι με διάφανη διαδικασία.

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία ενώπιον του, ούτε και προέβηκε σε εξαγωγή συμπερασμάτων, όπως παραπονείτο η εφεσείουσα.

7.  Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν στοιχειοθετείτο εξ' αντικειμένου η υπόθεση της εφεσείουσας, λόγω της απουσίας ουσιαστικού συστατικού στοιχείου των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133.

 

Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

 

Έφεση από την Παραπονούμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Κλεόπα, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 5804/2009), ημερομηνίας 19/6/2015.

 

Ρ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα.

 

Χρ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Παρπαρίνος, Δ..

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος/κατηγορούμενος αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας 40 [*307]κατηγορίες στηριζόμενες στα Άρθρα 307 και 309 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Οι κατηγορίες διακρίνοντο σε 4 ομάδες. Οι κατηγορίες 1, 5, 9, 13, 17, 21, 25, 29, 33 και 37 στηρίζονται στο Άρθρο 307(1)(ε) του Νόμου, οι κατηγορίες 2,6,10, 14, 18, 22, 26, 30, 34 και 38 στο Άρθρο 307(1)(μ) του Νόμου, οι κατηγορίες 3, 7, 11, 15, 19, 23, 27, 31, 35 και 39 στο Άρθρο 307(1)(ν) και τέλος οι κατηγορίες 4, 8, 12, 16, 20, 24, 28, 32, 36, 40 στο Άρθρο 309(α) του Νόμου. Οι τρεις πρώτες ομάδες κατηγοριών αφορούσαν αδικήματα από πρώην ή νυν αξιωματούχους εταιρειών, που βρίσκονται υπό εκκαθάριση, ενώ η τέταρτη ομάδα κατηγοριών αφορούσε δόλο από αξιωματούχους εταιρειών που ευρίσκονται σε εκκαθάριση. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της πρώτης ομάδας κατηγοριών, καταλογιζόταν από την παραπονούμενη εταιρεία/εφεσείουσα στον κατηγορούμενο/εφεσίβλητο ότι, σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ 4/3/2008 και 24/4/2008 στη Λάρνακα ενώ ήταν αξιωματούχος της εταιρείας Χαράλαμπος Ιακωβίδης και Υιός Λτδ. («η εταιρεία»), η οποία στις 27/1/2009 ενέκρινε ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, μετακίνησε δόλια μέρος της περιουσίας της «εταιρείας» σε άλλες εταιρείες του και συγκεκριμένα στις Corso Italia Ltd και Iacovides Sakis Shoes and Leather Ltd, αγαθά τα οποία πωλήθηκαν από την παραπονούμενη εταιρεία στην «εταιρεία». Η αξία των αγαθών είναι διαφορετική για κάθε κατηγορία και αναγράφεται σ’ εκάστη εξ’ αυτών.

 

Αναφορικά με την δεύτερη ομάδα κατηγοριών, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες τους ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρονικό διάστημα ως άνω, ενώ ήταν αξιωματούχος της «εταιρείας» η οποία στις 27/1/2009 ενέκρινε ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, μέσα σε 12 μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης με ψευδείς παραστάσεις ότι η «εταιρεία» διεξάγει τις εργασίες της, απέκτησε με πίστωση για την «εταιρεία» ή για λογαριασμό της, περιουσία που η εν λόγω «εταιρεία» δεν μπορούσε να πληρώσει, δηλαδή παρουσίασε ότι η «εταιρεία» διεξήγε τις εργασίες της κανονικά και εξασφάλισε από την παραπονούμενη, μέσω του διευθυντή της Ντίνου Τριανταφυλλου, πίστωση τριών μηνών για πληρωμή παραδοθέντων αγαθών. Η αξία των αγαθών καταγράφεται σε εκάστη κατηγορία.

 

Η τρίτη ομάδα κατηγοριών αφορά και πάλιν τον ίδιο τόπο και χρόνο, ως άνω, κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος ως αξιωματούχος της «εταιρείας», η οποία στις 27/1/2009 ενέκρινε ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση με ψευδείς παραστάσεις ότι η «εταιρεία» διεξάγει τις εργασίες, απέκτησε με πίστωση γι’ αυτήν ή για λογαριασμό της, περιουσία που δεν μπορούσε να πληρώ[*308]σει, δηλαδή παρουσίασε ότι η «εταιρεία» διεξήγε τις εργασίες της και εξασφάλισε από την παραπονούμενη μέσω του Διευθυντή της Ντίνου Τριαντάφυλλου, πίστωση τριών μηνών για πληρωμή παραδοθέντων αγαθών, η αξία των οποίων καταγράφεται για κάθε κατηγορία στις λεπτομέρειες της.

 

Στην τελευταία ομάδα κατηγοριών ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι στον ίδιο τόπο και χρόνο ενώ ήταν αξιωματούχος της «εταιρείας», η οποία στις 27/1/2009 ενέκρινε ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, με ψευδείς παραστάσεις ή με άλλο δόλο, προέτρεψε την παραπονούμενη εταιρεία μέσω του Διευθυντή της Ντίνου Τριαντάφυλλου, να δώσει πίστωση στην «εταιρεία», το ύψος της οποίας καταγράφεται στις λεπτομέρειες του κάθε αδικήματος χωριστά, και ειδικότερα ότι παρουσίασε την «εταιρεία» ως φερέγγυα και/ή ως διεξάγουσα τις εργασίες κανονικά, χωρίς οικονομικά ή άλλα προβλήματα και/ή απέκρυψε ότι μετακίνησε περιουσία της «εταιρείας» προς τις εταιρείες Corso Italia Ltd. και/ή Sakis shoes and Leather Ltd.  και εξασφάλισε πίστωση τριών μηνών για πληρωμή παραδοθέντων αγαθών.

 

Τα Άρθρα 307(1)(ε)(μ)(ν) και 309(α) του Κεφ. 113 επί των οποίων στηρίζονται οι κατηγορίες έχουν ως ακολούθως:

 

«307(1) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο, που είναι πρώην ή υφιστάμενος αξιωματούχος εταιρείας που κατά το χρόνο της διάπραξης του αδικήματος εκκαθαρίζεται, ή με την επίβλεψη του Δικαστηρίου ή εκούσια, ή μεταγενέστερα διατάχθηκε να εκκαθαριστεί από το Δικαστήριο ή μεταγενέστερα εγκρίνει ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση,

 

(ε) μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξή της μετακινεί δόλια οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας της εταιρείας αξίας δέκα λιρών ή μεγαλύτερη ή …

 

(μ) έχει μέσα σε δώδεκα μήνες πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξή της, με οποιαδήποτε ψεύτικη παράσταση ή άλλο δόλο αποκτήσει περιουσία για την εταιρεία ή για λογαριασμό της με πίστωση που η εταιρεία στη συνέχεια δεν δύναται να πληρώσει ή ….

 

(ν) μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξή της, με ψεύτικη παράταση ότι η εταιρεία διεξάγει τις εργασίες της, [*309]αποκτά με πίστωση, για την εταιρεία ή για λογαριασμό της εταιρείας, οποιαδήποτε περιουσία που η εταιρεία στη συνέχεια δεν δύναται να πληρώσει, ….

 

είναι ένοχο αδικήματος ….

 

309 (α) αν οποιοδήποτε πρόσωπο που κατά το χρόνο διάπραξης του ισχυριζόμενου αδικήματος είναι αξιωματούχος εταιρείας που μεταγενέστερα διατάχθηκε να εκκαθαριστεί από το Δικαστήριο ή μεταγενέστερα εγκρίνει ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση έχει, με ψεύτικες παραστάσεις ή με άλλο δόλο προτρέψει οποιοδήποτε πρόσωπο να δώσει πίστωση στην εταιρεία, είναι ένοχος αδικήματος.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά το πέρας της μαρτυρίας για την παραπονούμενη, δέχτηκε την εισήγηση της υπεράσπισης ότι η Κατηγορία απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσιβλήτου με αποτέλεσμα την αθώωση του.

 

Η παραπονούμενη εταιρεία εφεσίβαλε την απόφαση κατόπιν άδειας του έντιμου Γενικού Εισαγγελέα, σύμφωνα με το Άρθρο 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι ο πρωτόδικος Δικαστής εφάρμοσε πλημμελώς τις αρχές δικαίου σχετικά με την εφαρμογή του Άρθρου 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε μαρτυρία πάνω στην οποία να στηριχθεί για να καλέσει τον εφεσίβλητο σε απολογία στις κατηγορίες 1, 5, 9, 13, 17, 21, 25, 29, 33 και 37. Το ίδιο και ο δεύτερος λόγος έφεσης αναφορικά με τις κατηγορίες 1, 2, 3, 6, 7, 8, 10, 11, 12, 14, 15, 16, 18, 19, 20, 22, 23, 24, 26, 28, 30, 31, 32, 34, 35, 36, 38, 39 και 20.

 

Ο τρίτος λόγος εγκαταλείφθηκε, ενώ ο τέταρτος λόγος αναφέρει ότι «δεν υπήρξε απόδειξη ούτε και επιτρεπόταν στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε τέτοια αξιολόγηση μαρτυρίας βάσει της οποίας να μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικά γεγονότα προς θεμελίωση της απόφασης της αθώωσης του εφεσίβλητου. Ο πέμπτος λόγος προβάλλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε «εξαγωγή συμπερασμάτων και θεμελίωσε την απόφαση του σε πραγματικά γεγονότα τα οποία δεν υπήρχε απόδειξη ούτε επιτρεπόταν να προβεί σε τέτοια αξιολόγηση μαρτυρίας βάσει της οποίας θα μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει την ύπαρξη τους και/ή προέβη σε ευρήμα[*310]τα για θέματα τα οποία θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την απόφαση του προς το σκοπό κλήσης του κατηγορουμένου σε απολογία.»

 

Ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσείουσα υποστήριξε, πλην των όσων αναφέρει στο γραπτό διάγραμμα του, ότι οι ψευδείς παραστάσεις και ο δόλος του κατηγορουμένου φαίνονται από τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας που καταδείκνυε ότι αυτός φρόντισε ν’ απογυμνώσει την εταιρεία από τα περιουσιακά της στοιχεία μεταφέροντας αυτά στις άλλες του εταιρείες. Αντίθετα ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον κατηγορούμενο υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση και εισηγήθηκε ότι από τη μαρτυρία, ιδιαίτερα αυτή του διευθυντή της παραπονούμενης εταιρείας καταδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε εξέφρασε ότι η εταιρεία  ήταν φερέγγυα αλλά ούτε προέβη σε οιανδήποτε ψευδή παράσταση ή μετήλθε δόλο προκειμένου να εξασφαλίσει πίστωση.

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, 144 αναλύθηκε με πληρότητα ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση». Παραθέτουμε το σχετικό μέρος:

 

«Όπως ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» υποδηλώνει η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση δικαιολογείται μόνο όταν ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, δικαιολογείται η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση. Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή, την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Χρήσιμη ανάλυση του όρου «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» γίνεται στην απόφαση της Ολομέλειας In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.

 

Το δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης. Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη. Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας Azinas a.o. v Police (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του [*311]γνωρίσματα. Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962. Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,

 

(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και

 

(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ’ αυτή την καταδίκη του κατηγορουμένου.

 

Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού δικαστηρίου. Στην υπόθεση Azina (aνωτέρω), το δικαστήριο επεσήμανε ότι η προγενέστερη κυπριακή απόφαση Rex v. Mustafa Kara Mehmed, 16 C.L.R. 46 συσχετίζεται με την ερμηνεία και εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων που ίσχυαν κατά το χρόνο της έκδοσής της, δηλαδή των Άρθρων 143 και 144 της περί των Κυπριακών Δικαστηρίων Διαταγής του 1927, η οποία δέσμευε το πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάσει, μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορίας, κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν επαρκής για να υποστηρίξει την καταδίκη. Οι διατάξεις του Άρθρου 74(1)(β) του Κεφ. 155 εναρμονίζονται, όπως επεξηγείται, με τα αγγλικά θέσμια στον προσδιορισμό εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και για το λόγο αυτό τόσο η Πρακτική του 1962 όσο και η σχετική αγγλική νομολογία (Βλέπε μεταξύ άλλων: (α) Wiseman & Another v. Bomeman & Others [1967] 3 All E.R. 1045, (b) Cozens v. Brutus [1972] 2 All E.R. 1, (c) Ellis v. Jones [1973] 2 All E.R. 893, (d) R. v. Galbraith [1981] 2 All E. R. 1061, (e) R. v. Barker (Note [1975] 65 Cr. App.R. 287) οριοθετούν το πλαίσιο διαπίστωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.

 

Η συνταύτιση του έργου του κριτή του δικαίου και των γεγονότων στο πρόσωπο του δικαστή στην Κύπρο, δεν μεταβάλλει το πλαίσιο καθορισμού της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Δεν προβαίνει ο δικαστής στο στάδιο εκείνο της δίκης σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το έργο αυτό επιτελείται κατά το τέλος της δίκης. Η απόφαση του περιορίζεται, όπως αναφέραμε, σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης. Η απόφαση για απαλλαγή και αθώωση σ’ εκείνο το [*312]στάδιο της δίκης, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα και να αντέχει στη βάσανο που θέτει η Πρακτική του 1962, δηλαδή, ότι κάθε λογικό δικαστήριο θα κατέληγε, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, στο ίδιο συμπέρασμα.»

 

Η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση περιέχονται κατά συνοπτικό τρόπο στα ακόλουθα αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης:

 

«Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, και έχοντας προβεί σε μια καθόλα αντικειμενική θεώρηση της μαρτυρίας, αποφεύγοντας πλήρως να προβώ σε οποιαδήποτε υποκειμενική αξιολόγησή της, θεωρώ ότι η μαρτυρία που παρασχέθηκε δεν επαρκεί ώστε να θεμελιώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου για τα αδικήματα που αντιμετωπίζει. Τα κενά που έχουν εντοπιστεί στη μαρτυρία, και ειδικότερα η απουσία συστατικού στοιχείου του κάθε αδικήματος, αφήνουν τις κατηγορίες ατεκμηρίωτες και έκθετες σε απόρριψη.

 

……………………………………………………………………

……………………………………………………………………

 

δεν προσκομίστηκε ενώπιον του μαρτυρία που να καταδεικνύει τις ψευδείς παραστάσεις που περιγράφονται στις λεπτομέρειες των Αδικημάτων.»

 

Επίσης και αναφορικά με τις κατηγορίες που στηρίζονται στο Άρθρο 307(1)(ε) του Κεφ. 113 που καταλογίζονται στον κατηγορούμενο ότι μετακίνησε δόλια μέρος της περιουσίας της εταιρείας το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του ότι:

 

«η μαρτυρία που προσκομίστηκε δεν υποστηρίζει τη δόλια μετακίνηση από την Χ.Ι. & Yιός προς άλλες εταιρείες του κατηγορουμένου των συγκεκριμένων αγαθών που πωλήθηκαν από την παραπονούμενη μεταξύ 4/3/2008 και 24/4/2008, όπως καταγράφεται στις λεπτομέρειες των εν λόγω Αδικημάτων επί του κατηγορητήριου…….»

 

Εξετάσαμε με πολύ προσοχή όλη τη μαρτυρία ενώπιον μας και κρίνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Τόσο ο διευθυντής της παραπονούμενης εταιρείας Μ.Κ.10 μέσω του οποίου συναλλάσσετο ο κατηγορούμενος, όσο και ο Μ.Κ.9, ελε[*313]γκτής και λογιστής στο επάγγελμα, ο οποίος ετοίμασε κατόπιν οδηγιών της παραπονούμενης έκθεση (τεκμ. 10) για όλες τις οικονομικές δραστηριότητες της «εταιρείας», ήταν απόλυτοι στη μαρτυρία τους ότι η «εταιρεία» κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν κερδοφόρα και δεν αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Δεν είχε πρόβλημα ρευστότητας αλλά ούτε και βιωσιμότητας. Επίσης ότι κατά τους 9 πρώτους μήνες του έτους 2008 είχε αρκετά χρήματα για να πληρωθούν οι πιστωτές και ειδικότερα η παραπονούμενη που ήταν προμηθευτής. Μάλιστα αυτή η δυνατότητα πληρωμής όλων των υποχρεώσεων της προς τους προμηθευτές υπήρχε μέχρι και τις 27/1/2009 που λήφθηκε η απόφαση για διάλυση της εταιρείας. Ο Μ.Κ.9 προχωρώντας ακόμη ένα βήμα περαιτέρω διαφώνησε με υποβολή της υπεράσπισης ότι η εταιρεία «είχε οικονομικά προβλήματα από τον Ιανουάριο 2008 μέχρι Δεκέμβριο 2008 και γι’ αυτό οδηγήθηκε στο κλείσιμο». Προς την ίδια κατεύθυνση ήταν η μαρτυρία του Μ.Κ.10 ο οποίος ρητά δήλωσε ότι η εταιρεία «είχε την ικανότητα να πληρώσει όπως και έπραξε με όλους τους άλλους.» Δεν διέφυγε επίσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο η μαρτυρία του Μ.Κ.9 για μετακίνηση χρηματικών ποσών μεταξύ διαφόρων τραπεζικών λογαριασμών των τριών εταιρειών του κατηγορουμένου σε διάφορους χρόνους, αλλά, όπως ορθά διάκρινε, οι κατηγορίες εναντίον του κατηγορουμένου αφορούσαν μετακίνηση συγκεκριμένων αγαθών (υποδημάτων) συγκεκριμένης αξίας που πωλήθηκαν από την παραπονούμενη στην εταιρεία μεταξύ 4/3/2008 και 24/4/2008.  Με δεδομένη την πιο πάνω μαρτυρία των Μ.Κ.9 και Μ.Κ.10, τυχόν μεταφορά υποδημάτων από την μια εταιρεία στην άλλη εκ μέρους του κατηγορουμένου για σκοπούς πώλησης τους ουδεμία σημασία μπορεί να έχει, εφ’ όσον, αφ’ ενός δεν μπορούσε να συνδυαστεί με αφερεγγυότητα της «εταιρείας» και αφ’ ετέρου σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ.Κ.2, συζύγου του Μ.Κ.10 και εργοδοτούμενης της «εταιρείας» όπως και του Μ.Κ.10, τα αγαθά (υποδήματα) που μεταφέροντο από την εταιρεία σ’ άλλη εταιρεία του κατηγορούμενου/εφεσιβλήτου εγένετο με την έκδοση δελτίων αποστολής και τιμολογίων ήτοι με διάφανη διαδικασία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία ενώπιον του ούτε και προέβηκε σε εξαγωγή συμπερασμάτων, όπως παραπονείται η εφεσείουσα. Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν στοιχειοθετείται εξ’ αντικειμένου η υπόθεση της εφεσείουσας, λόγω της απουσίας ουσιαστικού συστατικού στοιχείου των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος. Το ακόλουθο μέρος της πρωτόδικης απόφασης είναι καθ’ όλα σχετικό:

[*314]«……θεωρώ ότι η μαρτυρία που παρασχέθηκε δεν επαρκεί ώστε να θεμελιώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου για τα αδικήματα που αντιμετωπίζει. Τα κενά που έχουν εντοπιστεί στη μαρτυρία, και ειδικότερα η απουσία συστατικού στοιχείου του κάθε αδικήματος, αφήνουν τις κατηγορίες ατεκμηριωτες και έκθετες σε απόρριψη.»

 

Η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα να είναι σε βάρος της εφεσείουσας όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο