ECLI:CY:AD:2015:B342
(2015) 2 ΑΑΔ 315
[*315]14 Μαΐου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 168/2013)
DORIANIN VERO,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 169/2013)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 168/2013, 169/2013)
Ποινικός Κώδικας ― Οπλοκατοχή και μεταφορά πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών ― Επικύρωση ποινών φυλάκισης επτά χρόνων ― Απόφανση Εφετείου περί ποινής που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυστηρή ― Δεν διακρινόταν ωστόσο, λόγος αρχής ή στοιχείο έκδηλης υπερβολής που να δικαιολογούσε εφετειακή επέμβαση.
Ποινή ― Υπερβολικότητα ― Το στοιχείο της υπερβολικότητας της ποινής πρέπει να είναι έκδηλο ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου προς εξουδετέρωση της υπερβολής και αποκατάσταση της πρέπουσας αναλογικότητας.
Ποινή ― Έκδηλη υπερβολή ― Μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο: α) Πασιφανή [*316]έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και β) Ουσιώδης απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου.
Στις 23.6.2012, διαπράχθηκε στην Αγία Νάπα πενταπλό φονικό. Θύματα ήταν πέντε νέοι άνδρες που επέβαιναν σε αυτοκίνητο και ο θάνατος τους ήταν το αποτέλεσμα πυροβολισμών που είχαν ριχθεί από φονικό όπλο, που δεν είχε ανευρεθεί. Πληροφορίες ότι πρόσωπα διακινούνταν ύποπτα στην περιοχή της Αγίας Νάπας, κινητοποίηστην Αστυνομία η οποία ξεκίνησε έρευνα.
Σύμφωνα με την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, εντοπίστηκε αυτοκίνητο ενοικίασης με το οποίο διακινούνταν οι κατηγορούμενοι - εφεσείοντες 1 και 2, μαζί με ακόμα ένα πρόσωπο (3ος κατηγορούμενος). Μετά από έρευνα ανευρέθησαν σε αυτό δύο έμφορτα πιστόλια και δύο έμφορτοι γεμιστήρες (συνολικά 52 πλήρη φυσίγγια πιστολιού). Το κατηγορητήριο, που καταχωρίστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας-Αμμοχώστου, απέδιδε στους εφεσείοντες 1 και 2 και στον κατηγορούμενο 3, σειρά εγκληματικών ενεργειών. Ο κατηγορούμενος 1-εφεσείων προέβη σε παραδοχή των κατηγοριών 8, 9 και 12 που αφορούν σε αδικήματα κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, πλαστοπροσωπίας και εξασφάλιση εγγραφής σε ξενοδοχείο με ψευδείς παραστάσεις, ενώ αμφισβήτησε επιμέρους μαρτυρία όσον αφορά τη συμμετοχή του στην αποδιδόμενη σε αυτόν κατηγορία της συμμετοχής σε εγκληματική ομάδα, κατά παράβαση των Άρθρων 63Α και 20 του Ποινικού Κώδικα (15η κατηγορία), με αποτέλεσμα να διεξαχθεί η δίκη εφ’ όλης της ύλης. Σε ένορκη μαρτυρία που έδωσαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων 1 πρόβαλε την εκδοχή πως αποδέχθηκε πρόταση να έρθει στην Κύπρο για να διαπράξει διαρρήξεις, ενώ ο εφεσείων 2 τον ακολούθησε για να κάνει διακοπές. Ενώ βρισκόταν στην Κύπρο ο εφεσείων 1 δέχθηκε τηλεφώνημα από το πρόσωπο που θα του έδινε οδηγίες για τις διαρρήξεις, το οποίο του πρότεινε να μεταφέρει οπλισμό από την Αγία Νάπα στην Λάρνακα επ’ αμοιβή, πράγμα που αποδέχθηκε. Παραλαμβάνοντας τον οπλισμό τον τοποθέτησε στο αυτοκίνητο ενοικίασης, ενεργώντας από μόνος του, χωρίς το γεγονός αυτό να περιπέσει στην αντίληψη των άλλων συγκατηγορουμένων του. Δεν πρόλαβε όμως να τον παραδώσει λόγω της παρέμβασης της Αστυνομίας. Ο δεύτερος εφεσείων πρόβαλε με τη μαρτυρία του πλήρη άγνοια για οτιδήποτε το μεμπτό, ενώ ο τρίτος κατηγορούμενος, αποδέχθηκε με τη δήλωση του τον περιορισμένο ρόλο που του απέδωσε ο εφεσείων 1, ως οδηγός του αυτοκινήτου κατά τη διάρκεια παραμονής και [*317]εκτέλεσης του σχεδίου τους στην Κύπρο.
To Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία τους ως αναξιόπιστη και κρίνοντας τους ένοχους σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με υψηλότερη την ποινή φυλάκισης επτά χρόνων για οπλοκατοχή και μεταφορά πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών.
Το Κακουργιοδικείο αφού έλαβε υπόψη του από τη μια τη σοβαρότητα των αδικημάτων και τη συχνότητα διάπραξης τους, παραπέμποντας στο ανώτερο όριο ποινής, ποινή φυλάκισης μέχρι 15 ετών, και από την άλλη τους διάφορους μετριαστικούς και ελαφρυντικούς παράγοντες που ενυπήρχαν στην υπόθεση που αντιμετώπιζε ο καθένας από τους εφεσείοντες: παραδοχή ενοχής σε μερικές από τις κατηγορίες εκ μέρους του εφεσείοντος 1, το λευκό ποινικό μητρώο και των δύο εφεσειόντων, τις προσωπικές και οικογενειακές τους συνθήκες, κατέληξε στην επιβολή των προαναφερθεισών ποινών φυλάκισης.
Οι εφέσεις στράφηκαν εναντίον της ποινής και στηρίχθηκαν στους κάτωθι λόγους:
α) Η ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική με αναφορά σε υποθέσεις, όπου ποινές για κατοχή τέτοιων όπλων ήταν πολύ μικρότερη και έγιναν δεκτές από το Εφετείο.
β) Τα αδικήματα στην παρούσα υπόθεση δεν είχαν τη σοβαρότητα που τους αποδόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, και δεν λήφθηκαν υπόψη οι άλλοι μετριαστικοί παράγοντες για τον καθένα από τους εφεσείοντες.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Πότε μια ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου αναλύεται διεξοδικά στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
2. Εξετάζοντας τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν προέκυπτε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τα ελαφρυντικά που αναλογούσαν στον καθένα από τους εφεσείοντες.
3. Αντιθέτως το Δικαστήριο παραθέτοντας το κάθε τι που τέθηκε ως ελαφρυντικός παράγοντας, τo έλαβε υπόψη μέσα στις παραμέτρους που θέτει η νομολογία και το προσμέτρησε αναλόγως σε αντιστοίχηση με τους επιβαρυντικούς παράγοντες όπως τους επεσήμανε με την απόφαση του.
4. Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν είναι [*318]καθοριστικές αλλά ενδεικτικές της ποινής και η κάθε υπόθεση πρέπει να εξετάζεται με βάση τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά και μόνο σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα του αδικήματος.
5. Από πολύ παλιά έχει τονιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο η σοβαρότητα των αδικημάτων παράνομης κατοχής και μεταφοράς όπλων και πυρομαχικών όπως και σε πλέον σχετικά πρόσφατες αποφάσεις.
6. Η μεταφορά οπλισμού έτοιμου προς χρήση και μεγάλος αριθμός σφαιρών, οδήγησε το Δικαστήριο να επισημάνει στην απόφαση του, ότι οι κατηγορούμενοι αφίχθηκαν στην Κύπρο για να εμπλακούν σε παράνομες δραστηριότητες με σοβαρό ενδεχόμενο χρήσης τους, εάν οι περιστάσεις το απαιτούσαν, με αποτέλεσμα η απώλεια ανθρώπινης ζωής ή ζωών να τεθούν σε κίνδυνο να προβάλλει σε τέτοιες περιστάσεις πιθανή, ενώ η μεταφορά τους σε δημόσιο χώρο, να εγκυμονεί πλέον άμεσους κινδύνους.
7. Απολύτως ευθυγραμμισμένη με την πραγματικότητα είναι η παρατήρηση του Κακουργιοδικείου, ότι έστω και αν η εγκληματική δράση των κατηγορουμένων, είναι διαφορετικής μορφής απ’ ότι περιγράφηκε στη Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129, εν τούτοις το έγκλημα στην Κύπρο παρουσιάζει αύξηση τα τελευταία χρόνια, παράγοντας που δεν μπορεί να παραγνωριστεί.
8. Όντως η μεταφορά όπλων κάτω από τις συνθήκες που περιγράψαμε, συνιστά σοβαρό έγκλημα που καθίσταται ακόμη σοβαρότερο όταν συνοδεύεται με την κατοχή πυρομαχικών και θέτει στο προσκήνιο τον εν δυνάμει κίνδυνο περαιτέρω σοβαρής παρανομίας και απειλής.
9. Η νομολογία επιτάσσει την επιβολή αυστηρών ποινών μακροχρόνιας φυλάκισης, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν συγκεντρώνουν τα επιβαρυντικά στοιχεία της παρούσας υπόθεσης. Η έξαρση των εγκλημάτων οπλοφορίας καθιστά πλέον επιβεβλημένο το καθήκον αποτροπής μέσω της τιμωρίας των παραβατών, προς προστασία του κοινωνικού συνόλου.
10. Παρόλο που η ποινή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυστηρή, εν τούτοις δεν διακρινόταν λόγος αρχής ή στοιχείο έκδηλης υπερβολής που να δικαιολογούσε επέμβαση του Εφετείου.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,
Philippou v. Republic (1985) 2 C.L.R. 245,
[*319]Demetriou v. Republic (1988) 2 C.L.R. 175,
Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224,
Φιλίππου άλλως "Φαλκονέτι" ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 245,
Gasteratos v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 170,
Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 206,
Παπαγεωργίου (Γιάγκος) ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 646,
Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129,
Νικολεττή ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 279,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Yevgen Chronyy (2006) 2 Α.Α.Δ. 177,
Σουτζιής ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 424.
Εφέσεις εναντίον Ποινής.
Εφέσεις από τους Καταδικασθέντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Μαλαχτός, Π.Ε.Δ., Ματθαίου, Α.Ε.Δ., Κίτσιος, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 6298/2012), ημερομηνίας 30/8/2013.
Ρ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 168/2013.
Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 169/2013.
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείοντες παρόντες.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Στις 23.6.2012, διαπράχθηκε στην Αγία Νάπα πενταπλό φονικό. Θύματα ήταν πέντε νέοι άνδρες που [*320]επέβαιναν σε αυτοκίνητο και ο θάνατος τους ήταν το αποτέλεσμα πυροβολισμών που είχαν ριχθεί από φονικό όπλο, που δεν είχε ανευρεθεί. Πληροφορίες ότι πρόσωπα διακινούνταν ύποπτα στην περιοχή της Αγίας Νάπας, κινητοποίησε την Αστυνομία η οποία ξεκίνησε έρευνα.
Σύμφωνα με την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, εντοπίστηκε αυτοκίνητο ενοικίασης με το οποίο διακινούνταν οι κατηγορούμενοι - εφεσείοντες 1 και 2, μαζί με ακόμα ένα πρόσωπο (3ος κατηγορούμενος). Μετά από έρευνα ανευρέθησαν σε αυτό δύο έμφορτα πιστόλια και δύο έμφορτοι γεμιστήρες (συνολικά 52 πλήρη φυσίγγια πιστολιού). Το κατηγορητήριο, που καταχωρίστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας-Αμμοχώστου, απέδιδε στους εφεσείοντες 1 και 2 και στον κατηγορούμενο 3, σειρά εγκληματικών ενεργειών. Ο κατηγορούμενος 1-εφεσείων προέβη σε παραδοχή των κατηγοριών 8, 9 και 12 που αφορούν σε αδικήματα κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, πλαστοπροσωπίας και εξασφάλιση εγγραφής σε ξενοδοχείο με ψευδείς παραστάσεις, ενώ αμφισβήτησε επιμέρους μαρτυρία όσον αφορά τη συμμετοχή του στην αποδιδόμενη σε αυτόν κατηγορία της συμμετοχής σε εγκληματική ομάδα, κατά παράβαση των Άρθρων 63Α και 20 του Ποινικού Κώδικα (15η κατηγορία), με αποτέλεσμα να διεξαχθεί η δίκη εφ’ όλης της ύλης. Σε ένορκη μαρτυρία που έδωσαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων 1 πρόβαλε την εκδοχή πως αποδέχθηκε πρόταση να έρθει στην Κύπρο για να διαπράξει διαρρήξεις, ενώ ο εφεσείων 2 τον ακολούθησε για να κάνει διακοπές. Ενώ βρισκόταν στην Κύπρο ο εφεσείων 1 δέχθηκε τηλεφώνημα από το πρόσωπο που θα του έδινε οδηγίες για τις διαρρήξεις, το οποίο του πρότεινε να μεταφέρει οπλισμό από την Αγία Νάπα στην Λάρνακα επ’ αμοιβή, πράγμα που αποδέχθηκε. Παραλαμβάνοντας τον οπλισμό τον τοποθέτησε στο αυτοκίνητο ενοικίασης, ενεργώντας από μόνος του, χωρίς το γεγονός αυτό να περιπέσει στην αντίληψη των άλλων συγκατηγορουμένων του. Δεν πρόλαβε όμως να τον παραδώσει λόγω της παρέμβασης της Αστυνομίας. Ο δεύτερος εφεσείων πρόβαλε με τη μαρτυρία του πλήρη άγνοια για οτιδήποτε το μεμπτό, ενώ ο τρίτος κατηγορούμενος, αποδέχθηκε με τη δήλωση του τον περιορισμένο ρόλο που του απέδωσε ο εφεσείων 1, ως οδηγός του αυτοκινήτου κατά τη διάρκεια παραμονής και εκτέλεσης του σχεδίου τους στην Κύπρο.
To Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία τους ως αναξιόπιστη και κρίνοντας τους ένοχους σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με [*321]υψηλότερη την ποινή για οπλοκατοχή και μεταφορά πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών: 7 χρόνια.
Το Κακουργιοδικείο αναζητώντας τον πυρήνα των παράνομων ενεργειών των εφεσειόντων 1 και 2, κατέγραψε τα ακόλουθα στην απόφαση του:
«Όπως έχουμε διαπιστώσει οι κατηγορούμενοι ταξίδεψαν από την Ελλάδα στην Κύπρο ως ομάδα με τον καθένα να συμμετέχει στην ομάδα αυτή. Οι κατηγορούμενοι 1 και 2 για να διαπράξουν συγκεκριμένο έγκλημα ή εγκλήματα με την χρήση πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών που αφ’ εαυτών είναι αδικήματα που τιμωρούνται με μέγιστη ποινή φυλάκισης που υπερβαίνει τα τρία έτη. Ο κατηγορούμενος 3 δεν γνώριζε ποια εγκλήματα θα διέπρατταν, γνώριζε όμως ότι θα ήταν πολύ σοβαρά και αυτά στην Κύπρο επισύρουν ποινές που ξεπερνούν τα τρία έτη. Σε κάθε περίπτωση είναι αρκετό ότι ο κατηγορούμενος 3 συνειδητά συμμετείχε στην οργάνωση. Δεν απαιτείται να γνώριζε πως αυτή η οργάνωση ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του Νόμου ότι ήταν εγκληματική. Εφόσον συνειδητά συμμετείχε, αν αποδειχθεί ότι ήταν εγκληματική θα έχει διαπράξει το αδίκημα της κατηγορίας 15.
Η ομάδα αυτή συστάθηκε στην Αθήνα με την παράμετρο να στοιχειοθετείται με την συνεύρεση των τριών κατηγορουμένων και την απόφαση να ταξιδέψουν μαζί για την προώθηση των εγκληματιών σκοπών που οι κατηγορούμενοι 1 και 2 γνώριζαν. Οι μετέπειτα ενέργειες τους τόσο στην Αθήνα αλλά ιδιαίτερα στην Κύπρο που ενδιαφέρει τεκμηριώνουν τη λειτουργία με σκοπό την τέλεση των ποινικών αδικημάτων που οι κατηγορούμενοι 1 και 2 είχαν υπόψη τους.»
Διαπίστωσε επίσης, ότι τα δύο πιστόλια ήταν έμφορτα με μια εφεδρική έμφορτη γεμιστήρα για το καθένα, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι χρησιμοποιήθηκαν για οποιαδήποτε εγκληματική πράξη. Η μεταφορά και κατοχή τους σε δημόσιο χώρο εντός του οχήματος που οδηγούσε ο κατηγορούμενος 3, σημειώθηκε επίσης από το Κακουργιοδικείο.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν στους εφεσείοντες 1 και 2 είναι έκδηλα υπερβολικές. Παρόλο ότι στο εφετήριο προβάλλονταν αρχικά και λόγοι έφεσης που άπτονταν και της καταδίκης, μεταγενέστερα παρέμειναν μόνο μετά από απόσυρση, οι λόγοι έφεσης ενα[*322]ντίον της ποινής. Τέλος, με το διάγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων διευκρινίζεται ότι ουσιαστικά πλήττεται η ορθότητα της επιβολής ποινής ως υπερβολικής σε ότι αφορά τις κατηγορίες για κατοχή και μεταφορά πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών.
Το Κακουργιοδικείο αφού έλαβε υπόψη του από τη μια τη σοβαρότητα των αδικημάτων και τη συχνότητα διάπραξης τους, παραπέμποντας στο ανώτερο όριο ποινής, ποινή φυλάκισης μέχρι 15 ετών, και από την άλλη τους διάφορους μετριαστικούς και ελαφρυντικούς παράγοντες που ενυπήρχαν στην υπόθεση που αντιμετώπιζε ο καθένας από τους εφεσείοντες: παραδοχή ενοχής σε μερικές από τις κατηγορίες εκ μέρους του εφεσείοντος 1, το λευκό ποινικό μητρώο και των δύο εφεσειόντων, τις προσωπικές και οικογενειακές τους συνθήκες, κατέληξε στην επιβολή των προαναφερθεισών ποινών φυλάκισης.
Από πλευράς των συνηγόρων τους έγινε προσπάθεια να καταδειχθεί ότι η ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική με αναφορά σε υποθέσεις, όπου ποινές για κατοχή τέτοιων όπλων ήταν πολύ μικρότερη και έγιναν δεκτές από το Εφετείο. Προωθήθηκε επίσης η θέση ότι τα αδικήματα στην παρούσα υπόθεση δεν είχαν τη σοβαρότητα που τους αποδόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθώς και ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι άλλοι μετριαστικοί παράγοντες για τον καθένα από τους εφεσείοντες. Για τον εφεσείοντα 1 ότι είναι πατέρας ενός ανήλικου κοριτσιού με σοβαρά προβλήματα υγείας, για τον εφεσείοντα 2 ότι είναι ο μόνος που στηρίζει οικονομικά τους υπερήλικες γονείς του που διαμένουν στην Ελλάδα, και τέλος και για τους δύο εφεσείοντες ότι ο εγκλεισμός τους στις Κυπριακές φυλακές, μακριά από τη χώρα διαμονής τους, επιφέρει μεγαλύτερες δυσκολίες.
Η ποινή υποστηρίζεται από τη Δημοκρατία ως ορθή και απολύτως δικαιολογημένη από τα γεγονότα που συνθέτουν τα αδικήματα καθώς και τις περιβάλλουσες συνθήκες διάπραξης τους.
Πότε μια ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου αναλύεται διεξοδικά στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525:
«Το στοιχείο της υπερβολικότητας της ποινής πρέπει να είναι έκδηλο ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου προς εξουδετέρωση της υπερβολής και αποκατάσταση της πρέπουσας αναλογικότητας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος, έννοιας που είναι συνυφασμένη και με το άτομο και τις συνθήκες του παραβάτη (Βλ. Nicosia Police and Djemal Ahmed, 3 R.S.C.C. 50) αφενός, και της ποινής η οποία επιβάλλεται, αφετέρου, όπως ορίζει η νομολογία.*
Η υπερβολή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα όπως υποδηλώνει ο όρος έκδηλη, να είναι δηλαδή φανερή σε οποιοδήποτε έχει να συσχετίσει με το μέτρο του δικαίου τη σοβαρότητα του εγκλήματος, με την τιμωρία η οποία επιβάλλεται. Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο:-
Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο:-
(1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και
(2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου. Η ομοιομορφία στη μεταχείριση των παραβατών που συνάδει και με την αρχή της ισότητας που καθιερώνει το Άρθρο 28, αποτελεί βασική αρχή του δικαίου. Το πλαίσιο το οποίο διαγράφεται από τη νομολογία ως προς την τιμωρία συγκεκριμένων τύπων εγκλημάτων είναι απαρέγκλιτα ευρύ ανάλογο με την ανομοιογένεια των γεγονότων που μπορεί να συνθέσουν το ίδιο αδίκημα.
Αφετηρία για την κρίση της υπερβολικότητας της ποινής αποτελεί η αρχή ότι ο καθορισμός της αποτελεί πρωταρχικό έργο του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο είναι σε ιδανική θέση να εκτιμήσει τα περιστατικά και τη σοβαρότητα του εγκλήματος καθώς και τους κινδύνους που ενέχουν οι διάφορες μορφές εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο.»
Εξετάζοντας τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν θα συμφωνήσουμε ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τα ελαφρυντικά που αναλογούσαν στον καθένα από τους εφεσείοντες. [*324]Αντιθέτως το Δικαστήριο παραθέτοντας το κάθε τι που τέθηκε ως ελαφρυντικός παράγοντας τo έλαβε υπόψη μέσα στις παραμέτρους που θέτει η νομολογία και το προσμέτρησε αναλόγως σε αντιστοίχηση με τους επιβαρυντικούς παράγοντες όπως τους επεσήμανε με την απόφαση του. Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν είναι καθοριστικές αλλά ενδεικτικές της ποινής και η κάθε υπόθεση πρέπει να εξετάζεται με βάση τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά και μόνο σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα του αδικήματος.
Από πολύ παλιά έχει τονιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο η σοβαρότητα των αδικημάτων παράνομης κατοχής και μεταφοράς όπλων και πυρομαχικών (Gasteratos v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 170), όπως και στις πλέον σχετικά πρόσφατες αποφάσεις Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 206 και Παπαγεωργίου (Γιάγκος) ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 646, όπου αναδείχθηκε για ακόμη μια φορά η σοβαρότητα των αδικημάτων και οι συνέπειες τους. Στη δε Παπαγεωργίου (Γιάγκος) (ανωτέρω) υιοθετήθηκε το ακόλουθο απόσπασμα όπως αποδόθηκε στα Ελληνικά από το Εφετείο, για να προβάλει διαχρονικά τη σοβαρότητα του εγκλήματος:
«Αυτό το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα και επίμονα τονίσει τη σοβαρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με την παράνομη και χωρίς εξουσιοδότηση κατοχή, μεταφορά και χρησιμοποίηση πυροβόλων όπλων. Οι οδυνηρές συνέπειες αυτών των αδικημάτων είναι γνωστές και πρέπει να αρχίσει μια γενική επαγρύπνηση και εκτός αν εξαπολυθεί ένας ανελέητος πόλεμος εναντίον κατηγορουμένων που εμπλέκονται σε αυτού του είδους τα αδικήματα, η προστασία των νομοταγών πολιτών και οι δημοκρατικές διαδικασίες σε αυτή την πολιτεία θα βρίσκονται σε συνεχή κίνδυνο.»
Λογικά λοιπόν η μεταφορά οπλισμού έτοιμου προς χρήση και μεγάλος αριθμός σφαιρών, οδήγησε το Δικαστήριο να επισημάνει στην απόφαση του, ότι οι κατηγορούμενοι αφίχθηκαν στην Κύπρο για να εμπλακούν σε παράνομες δραστηριότητες με σοβαρό ενδεχόμενο χρήσης τους, εάν οι περιστάσεις το απαιτούσαν, με αποτέλεσμα η απώλεια ανθρώπινης ζωής ή ζωών να τεθούν σε κίνδυνο να προβάλλει σε τέτοιες περιστάσεις πιθανή, ενώ η μεταφορά τους σε δημόσιο χώρο, να εγκυμονεί πλέον άμεσους κινδύνους.
Απολύτως ευθυγραμμισμένη με την πραγματικότητα είναι η [*325]παρατήρηση του Κακουργιοδικείου, ότι έστω και αν η εγκληματική δράση των κατηγορουμένων, είναι διαφορετικής μορφής απ’ ότι περιγράφηκε στη Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129, εν τούτοις το έγκλημα στην Κύπρο παρουσιάζει αύξηση τα τελευταία χρόνια, παράγοντας που δεν μπορεί να παραγνωριστεί.
Όντως η μεταφορά όπλων κάτω από τις συνθήκες που περιγράψαμε, συνιστά σοβαρό έγκλημα που καθίσταται ακόμη σοβαρότερο όταν συνοδεύεται με την κατοχή πυρομαχικών και θέτει στο προσκήνιο τον εν δυνάμει κίνδυνο περαιτέρω σοβαρής παρανομίας και απειλής (Νικολεττή ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 279, Γενικός Εισαγγελέας ν. Yevgen Chronyy (2006) 2 Α.Α.Δ. 177).
Αντίθετη με το ρεύμα της νομολογίας είναι η εισήγηση των συνηγόρων: η νομολογία επιτάσσει την επιβολή αυστηρών ποινών μακροχρόνιας φυλάκισης, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν συγκεντρώνουν τα επιβαρυντικά στοιχεία της παρούσας υπόθεσης όπως η Θεοδούλου και Νικολεττής (ανωτέρω), τις οποίες επικαλούνται οι συνήγοροι των εφεσειόντων και Σουτζιής ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 424. Η έξαρση των εγκλημάτων οπλοφορίας καθιστά πλέον επιβεβλημένο το καθήκον αποτροπής μέσω της τιμωρίας των παραβατών, προς προστασία του κοινωνικού συνόλου.
Παρόλο που η ποινή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αυστηρή, εν τούτοις δεν διακρίνουμε λόγο αρχής ή στοιχείο έκδηλης υπερβολής που να δικαιολογεί την επέμβαση μας.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο