Selmani Mwinyi Hamisi και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 411

ECLI:CY:AD:2015:B399

(2015) 2 ΑΑΔ 411

[*411]5 Ιουνίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 235/2013)

 

HAMISI MWINYI SELMANI,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 236/2013)

 

MWAPOFU SWALEH MOHAMED,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 235/2013, 236/2013)

 

 

Ποινική Δικονομία ― Έφεση ― Αίτηση τροποποίησης ειδοποίησης έφεσης, ούτως ώστε αυτή να στρεφόταν και εναντίον της καταδίκης ― Ποιες αρχές εφαρμόζονται ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Απορριπτική κατάληξη.

 

Ποινική Δικονομία ― Έφεση – Άρθρο 145 του Κεφ.155 ― Έχει ερμηνευθεί ότι καλύπτει και αιτήσεις για τροποποίηση υφιστάμενων λόγων έφεσης ― Ισχύουν αυστηρότατα κριτήρια για την έγκριση της, όταν αφορά εισαγωγή νέου θέματος.

 

Ποινική Δικονομία ― Έφεση ― Η παράταση των χρονικών ορίων για την υποβολή έφεσης κατά της καταδίκης, επιτρέπεται μόνο σε εξαι[*412]ρετικές περιστάσεις, όταν οφείλεται σε ουσιαστική αδυναμία του εφεσείοντα.

 

Δικηγόροι ― Σχέση δικηγόρου και πελάτη ― Η έκταση της εξουσίας του δικηγόρου, είναι τόσο ευρεία ώστε να έχει και τη δυνατότητα να συμβιβάζει την υπόθεση στην απουσία του πελάτη του ― Ο δικηγόρος αντιπροσωπεύει τον πελάτη του και στη βάση της φαινόμενης πληρεξουσιότητας, οι παραδοχές και οι διαβεβαιώσεις στις οποίες προβαίνει, δεσμεύουν τον πελάτη του.

 

Με αίτηση που προώθησε ο Εφεσείων 1, αιτήθηκε διατάγματος με το οποίο να επιτρεπόταν η τροποποίηση της ήδη υποβληθείσας Ειδοποίησης Έφεσης κατά της ποινής, ώστε να συμπεριελάμβανε και την καταδίκη και σε περίπτωση έγκρισης του πρώτου σκέλους, παράταση του χρόνου για καταχώρηση τροποποιημένης Ειδοποίησης Έφεσης.

 

Οι δύο Εφεσείοντες κενυάτικης καταγωγής, αντιμετώπισαν κατηγορίες για συνομωσία προς διάπραξη του κακουργήματος του βιασμού και για βιασμό. Δεν παραδέχθηκαν ενοχή, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει δίκη. Στις 4.12.2013 το Κακουργιοδικείο Λεμεσού βρήκε ένοχους τους δύο Εφεσείοντες και στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.

 

Το Κακουργιοδικείο αφού έλαβε υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του, επέβαλε στον κάθε Εφεσείοντα 10 χρόνια φυλάκιση στην κατηγορία του βιασμού και καμιά ποινή στην κατηγορία της συνωμοσίας.

 

Στις 18.12.2013 και οι δύο Εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση κατά της ποινής.

 

Όπως αναφερόταν στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, επιθυμία των Εφεσειόντων κατά την καταχώρηση της αρχικής έφεσης, ήταν να εφεσιβάλουν και την καταδίκη. Το λάθος διαπιστώθηκε μετά που διορίστηκε ο νέος δικηγόρος τους.

 

Στην αίτηση, επισυνάπτονταν υπό μορφή παραρτήματος, οι δύο λόγοι έφεσης που προτίθεντο να εγείρουν εναντίον της καταδίκης, αν αυτή τους επιτρεπόταν.

 

Επρόκειτο για κοινούς λόγους που αφορούσαν και τους δύο Εφεσείοντες.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορούσε σε ισχυριζόμενη παραβίαση [*413]των ανθρωπίνων και συνταγματικών δικαιωμάτων των Εφεσειόντων, λόγω αποστέρησης τους από το δικαίωμα τους να τύχουν δίκαιης δίκης επειδή όπως ισχυρίζονταν, στερήθηκαν του δικαιώματος να δικασθούν σε γλώσσα κατανοητή προς αυτούς με τη βοήθεια διερμηνέως. Ήτοι, ότι οι εφεσείοντες εδικάσθησαν δια μεταφράσεως της γλώσσας της δίκης στην Αγγλική και όχι στην μητρική κα/ή κατανοητή προς αυτούς Σουαχίλι.

 

Με τον προτεινόμενο δεύτερο νέο λόγο έφεσης, θα αμφισβητούνταν ζητήματα αξιολόγησης και αποδοχής μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ως επίσης υπήρχε πρόθεση έγερσης σφάλματος  αναφορικά με την απόδειξη των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων.

 

Η πλευρά της Εφεσίβλητης έφερε ένσταση και στις δύο αιτήσεις προβάλλοντας λόγους ένστασης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Η αίτηση στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στο Άρθρο 134 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να παραχωρεί παρατάσεις χρόνου για καταχώρηση έφεσης «κατόπιν απόδειξης βάσιμου λόγου».

  2.   Η πρόνοια αυτή έχει ερμηνευθεί ότι καλύπτει και αιτήσεις για τροποποίηση υφιστάμενων λόγων έφεσης.

  3.   Έχει νομολογηθεί ότι όταν η αίτηση για τροποποίηση των λόγων έφεσης σκοπεί στην εισαγωγή νέου θέματος, σε αντίθεση με την αναμόρφωση των λόγων που έχουν υποβληθεί σε υφιστάμενη έφεση, η αίτηση κρίνεται ως αίτημα για την παράταση χρόνου για την υποβολή έφεσης για το νέο θέμα και ισχύουν, όπως είναι φυσικό αυστηρότατα κριτήρια για την έγκρισή της.

  4.   Στην προκειμένη περίπτωση, ήταν  σαφές ότι η αιτούμενη τροποποίηση αφορούσε σε εισαγωγή νέου θέματος και όχι σε αναμόρφωση υφιστάμενων λόγων έφεσης.

  5.   Στην υπόθεση Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου, το δικαστήριο τόνισε ότι τα κριτήρια που θέτει η νομολογία είναι αυστηρά και ότι η τήρησή τους «δεν είναι θέμα τύπου αλλά ουσίας». Απορρίπτοντας παρόμοια αίτηση για τροποποίηση των λόγων έφεσης ώστε να συμπεριληφθούν πέραν των λόγων κατά της ποινής και νέοι λόγοι κατά της καταδίκης, το Εφετείο τόνισε ότι «η παράταση των χρονικών ορίων για την υποβολή έφεσης κατά της καταδίκης επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν οφείλεται σε ουσιαστική αδυναμία του εφεσείοντα».

  6. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προέκυπτε ότι υπήρχαν εξαιρετι[*414]κές περιστάσεις ώστε να δινόταν η αιτούμενη παράταση. Οι Εφεσείοντες απέτυχαν να καταδείξουν ότι υπήρχε βάσιμος λόγος ώστε το δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ τους.

  7.   Ενώ είχαν δικηγόρο καθ’ όλη τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας και ενώ φρόντισαν μέσω της διεύθυνσης των φυλακών να καταχωρήσουν έφεση κατά της ποινής, ζητούσαν στη συνέχεια να τους επιτραπεί να εισάγουν πρόσθετους λόγους έφεσης κατά της καταδίκης.

  8.   Αυτό φαινόταν να ήταν το αποτέλεσμα συμβουλής που τους έδωσε ο νέος δικηγόρος που διόρισαν μετά την παραχώρηση νομικής αρωγής από το κράτος.

  9.   Κατά πόσον οι λόγοι που επικαλούνται οι Εφεσείοντες είναι βάσιμοι, εξαρτάται από τα γεγονότα. Κατ’ αρχάς οι Εφεσείοντες δεν φρόντισαν να ορκιστούν οι ίδιοι την ένορκη δήλωση και να θέσουν ενόρκως τους ισχυρισμούς τους περί αδυναμίας να αντιληφθούν τι ακριβώς εφεσιβάλλεται με την Ειδοποίηση Έφεσης.

10. Εν πάση περιπτώσει, μέσα από την ένορκη δήλωση δικηγόρου, ισχυρίζονταν ότι δεν γνωρίζουν την αγγλική γλώσσα. Όμως ο δικηγόρος που ορκιζόταν την ένορκη δήλωση δεν εξηγούσε σε ποια γλώσσα μπόρεσε να επικοινωνήσει με τους πελάτες του, εφόσον οι ίδιοι δηλώνουν αδυναμία να αντιληφθούν την αγγλική γλώσσα.

11. Λέχθηκαν και πολλά άλλα ως προς τα βασικά γεγονότα κατά τη διάρκεια της αγόρευσης του δικηγόρου των Εφεσειόντων. Όμως  η αγόρευση δικηγόρου δεν αποτελεί παραδεκτή μέθοδο για εισαγωγή μαρτυρίας.

12. Από την εξέταση των ισχυρισμών των εφεσειόντων δεν προέκυπτε ότι αδυνατούν να αντιληφθούν την αγγλική γλώσσα. Στις 30.7.2013 που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο τότε δικηγόρος τους, επιβεβαιώνοντας την αντίληψη του Κακουργιοδικείου ότι οι Εφεσείοντες μιλούν Aγγλικά, δήλωσε:- «Μάλιστα γνωρίζουν πάρα πολύ καλά την αγγλική και μου είπαν ότι μπορούν να παρακολουθήσουν τη διαδικασία».

13. Γι’ αυτό και το Κακουργιοδικείο επέτρεψε σε μεταφραστή να μεταφράζει στα Aγγλικά το κάθε τι που αναφέρετο στην ελληνική γλώσσα.

14. Η δήλωση του προηγούμενου δικηγόρου των Εφεσειόντων ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ως προς την κατανόηση από πλευράς τους της αγγλικής γλώσσας, δεσμεύει τους Εφεσείοντες με αποτέλεσμα σήμερα να κωλύονται να δηλώσουν διαφορετικά.

15. Δημιούργησε δε, μεγάλη εντύπωση η εμμονή του δικηγόρου τους να εξουδετερώσει τη δεσμευτική δήλωση του προηγούμενου δικηγόρου τους ως προς τη γλώσσα.

16. Τυχόν αποδοχή της εισήγησης του, θα δημιουργούσε σοβαρότατα ρήγματα όχι μόνο στις σχέσεις μεταξύ δικηγόρων και πελατών, αλλά [*415]και μεταξύ του πελάτη και των αντιδίκων, με αποτέλεσμα να υπάρχει ορατός κίνδυνος να δημιουργηθεί αβεβαιότητα στην όλη διαδικασία, με την αναίρεση δεσμευτικών δηλώσεων κατά το δοκούν.

17. Όμως, πέραν της δήλωσης του τότε δικηγόρου τους, οι Εφεσείοντες συνέχισαν με τη συμπεριφορά τους, να δηλώνουν ότι κατανοούν την αγγλική γλώσσα καθ’ όλη την πολύμηνη διάρκεια της δίκης, όχι μόνο ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αλλά και κατά τις έξι εμφανίσεις ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες πάντοτε γινόταν μετάφραση στα Aγγλικά, χωρίς ποτέ να δηλώσουν ότι δεν αντιλαμβάνονται τη συγκεκριμένη γλώσσα ή ότι είχαν οποιαδήποτε δυσκολία να παρακολουθήσουν τα τεκτενόμενα.

18. Μάλιστα απάντησαν με συνοχή σε όλα τα ερωτήματα που τους υποβλήθηκαν από το δικαστήριο, μέσω της μεταφράστριας.

19. Υπό τις περιστάσεις, δεν προέκυπτε ότι υπήρξε ουσιαστική αδυναμία εκ μέρους των Εφεσειόντων που να επέδρασε ουσιαστικά στο να μην καταχωρηθεί εμπρόθεσμα έφεση και κατά της καταδίκης, ούτε ότι είχαν παραβιαστεί οι αρχές της δίκαιης δίκης ώστε να εξεταζόταν ζήτημα εξαιρετικών περιπτώσεων παράτασης χρόνου.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα ίσα με το ½ των εξόδων τα οποία δικαιούται, από το ταμείο νομικής αρωγής.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 98,

 

Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 374,

 

Βούρια ν. Δάσκαλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 808,

 

Andreou v. The Republic (1972) 2 C.L.R. 4,

 

Komurgu κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 83,

 

The Attorney-General of the Republic v. Hadjiconstanti (1968) 2 C.L.R. 113,

 

Eurohouse Finance Ltd κ.ά. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Επαρχίας Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 52,

 

Κυπριακή Ομοσπονδία Αγωνιστικού Αυτοκινήτου ν. ΚΟΑ (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 175,

[*416]El Fath Co for International Trade SAE v. EDT Shipping Ltd κ.ά. (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 1255,

 

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Χαραλαμπίδη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 556,

 

Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1(A) Α.Α.Δ. 92,

 

Πήττα κ.ά. ν. Δήμου Στροβόλου (2015) 1 Α.Α.Δ. 867, ECLI:CY:AD:2015:A286,

 

Πιττάλης κ.ά. ν. Ianira Enterprises κ.ά. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 814,

 

Πιερίδου ν. Στυλιανίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 954,

 

Καλαμαράς ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 343.

 

Βογαζιανός κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ. 1) (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 253.

 

Εφέσεις εναντίον Ποινής - Αίτηση.

 

Αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρησης τροποποιημένων λόγων έφεσης στα πλαίσια των εφέσεων από τους καταδικασθέντες, εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Ιωαννίδης, Π.Ε.Δ., Στυλιανίδης, Α.Ε.Δ., Γεωργίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 12170/2013), ημερομηνίας 10/12/2013.

 

Κ. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές και στις δύο εφέσεις.

 

Ο. Σοφοκλέους (κα), για την Εφεσίβλητη-Καθ’ ης η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με αίτηση ημερ. 11.2.2015 ο Εφεσείων 1, Hamisi Mwinyi Selmani ζητά:- (α) διάταγμα με το οποίο να επιτρέπεται η τροποποίηση της ήδη υποβληθείσας Ειδοποίησης Έφεσης κατά της ποινής, ώστε να συμπεριλαμβάνει και την καταδίκη και (β) σε περίπτωση έγκρισης του πρώτου σκέλους, παράταση του χρόνου για καταχώρηση τροποποιημένης Ειδοποίησης Έφεσης.

 

Προτού αναφερθούμε στις θέσεις των δύο πλευρών θα παραθέσουμε συνοπτικά τα κύρια γεγονότα τα οποία κατά την άποψή μας έχουν σημασία στην έκβαση της αίτησης. Οι δύο Εφεσεί[*417]οντες κενυάτικης καταγωγής, αντιμετώπιζαν κατηγορίες:- (α) για συνομωσία προς διάπραξη του κακουργήματος του βιασμού και (β) για βιασμό. Δεν παραδέχθηκαν ενοχή, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει δίκη. Στις 4.12.2013 το Κακουργιοδικείο Λεμεσού βρήκε ένοχους τους δύο Εφεσείοντες και στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.

 

Το Κακουργιοδικείο στις 10.12.2013 αφού έλαβε υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του, επέβαλε στον κάθε Εφεσείοντα 10 χρόνια φυλάκιση στην κατηγορία του βιασμού και καμιά ποινή στην κατηγορία της συνωμοσίας.

 

Στις 18.12.2013 και οι δύο Εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση κατά της ποινής. Σημειώνουμε ότι ενώ πρωτοδίκως αντιπροσωπεύονταν από το δικηγόρο κ. Π. Παυλίδη, κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 23.9.2014 ζήτησαν όπως το κράτος τους διορίσει νέο δικηγόρο.

 

Στη συνέχεια, υπέβαλαν αίτημα για νομική αρωγή, το οποίο εγκρίθηκε και οι Εφεσείοντες στις 24.11.2014 επέλεξαν ως νέο δικηγόρο τους τον κ. Κ. Ευσταθίου. Στις 22.1.2015 ο κ. Ευσταθίου ζήτησε τρεις βδομάδες για να καταχωρήσει αίτηση για τροποποίηση των δύο Ειδοποιήσεων Έφεσης, ώστε πέραν της ποινής να εφεσιβάλλεται και η καταδίκη. Τελικά στις 11.2.2015 καταχωρίστηκαν δύο ξεχωριστές αιτήσεις εκ μέρους των δύο Εφεσειόντων για τροποποίηση των λόγων έφεσης. Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, επιθυμία των Εφεσειόντων κατά την καταχώρηση της αρχικής έφεσης, ήταν να εφεσιβάλουν και την καταδίκη. Το λάθος διαπιστώθηκε μετά που διορίστηκε ο νέος δικηγόρος τους.

 

Στην αίτηση επισυνάπτονται υπό μορφή παραρτήματος, οι δύο λόγοι έφεσης που προτίθενται να εγείρουν εναντίον της καταδίκης, αν τους επιτραπεί. Πρόκειται για κοινούς λόγους που αφορούν και τους δύο Εφεσείοντες. Τους παραθέτουμε αυτούσιους ώστε να γίνει καλύτερα αντιληπτό το εύρος τους:-

 

«ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ ΑΡ. 1

 

Κατά την δίκη παραβιάσθησαν τα Ανθρώπινα και Συνταγματικά δικαιώματα των εφεσειόντων οι οποίοι αποστερήθηκαν από το δικαίωμα τους να τύχουν δίκαιης δίκης κατά το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και Ελευθεριών.  Συγκεκριμένα [*418]οι εφεσείοντες στερήθηκαν του δικαιώματος να δικασθούν σε γλώσσα κατανοητή προς αυτούς με τη βοήθεια διερμηνέως. Στην ουσία οι εφεσείοντες εδικάσθησαν δια μεταφράσεως της γλώσσας της δίκης στην Αγγλική και όχι στην μητρική και/ή κατανοητή προς αυτούς Σουαχίλι.

 

Οι Εφεσείοντες μάλιστα κατέθεσαν επί Δικαστηρίω το οποίο και έκανε ευρήματα τόσον επί της μαρτυρίας όσον και επί των Δηλώσεων ενώπιον του. Θα έπρεπε το Δικαστήριο να είχε εξετάσει και/ή να καταλήξει ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν επαρκή και/ή σχεδόν καθόλου γνώση της Αγγλικής και/ή ότι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν, να προβούν σε δηλώσεις, να εξετασθούν και/ή να αντεξετασθούν ή να δώσουν οδηγίες και/ή να δεχθούν συμβουλή στην Αγγλική γλώσσα.

 

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ ΑΡ. 2

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένως αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης και εβάσισε την καταδίκη των εφεσειόντων επ’ αυτής ως αξιόπιστη και/ή ικανή να στηρίξει την καταδίκη των εφεσειόντων.

 

Το Δικαστήριο δεν αποτίμησε ορθώς τις αντιφάσεις της μαρτυρίας της παραπονούμενης και/ή δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα και/ή προσοχή στη διάσταση της μαρτυρίας της επί Δικαστηρίω προς προηγούμενες δηλώσεις και/ή το πρώτο αυτής παράπονο, την αφύσικη συμπεριφορά της μετά τον υποτιθέμενο της βιασμό και τις εν γένει περιστάσεις και γεγονότα και δηλώσεις της υποθέσεως.

 

Ομοίως το Δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένα ευρήματα περί της ενίσχυσης της μαρτυρίας της παραπονούμενης, και/ή περί της απόρριψης της υποθέσεως των εφεσειόντων.

Τοιουτοτρόπως το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένως ως προς τα πραγματικά γεγονότα και/ή την πραγματική βάση της ενώπιον του υποθέσεως.

 

Ομοίως το Δικαστήριο έσφαλε ως προς τη νομική έννοια και/ή την νομική βάση της υποθέσεως εκλαμβάνοντας πεπλανημένως ότι είχαν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνταν οι εφεσείοντες, ενώ αυτό δεν είχε προκύψει από την πραγματική μαρτυρία ενώπιον του.»

 

[*419]Η πλευρά της Εφεσίβλητης έφερε ένσταση και στις δύο αιτήσεις. Αρχικά πρόβαλε τρεις κοινούς λόγους ένστασης, αλλά στο στάδιο της ακρόασης απέσυρε τον δεύτερο, με αποτέλεσμα να παραμείνουν οι πιο κάτω δύο:-

 

«1. Οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η αίτηση δεν είναι καλόπιστοι ή και ικανοί να ανατρέψουν την τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου. Κανένας από τους λόγους που τίθενται δεν δικαιολογούν την παράλειψη τόσο σε σχέση με το χρόνο που αφορά την προθεσμία για την άσκηση έφεσης όσο και το κενό που μεσολάβησε από την εκπνοή του χρόνου μέχρι την υποβολή του παρόντος αιτήματος για παράτασή του.

 

2. Οι λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης στο Παράρτημα Α της ενόρκου Δηλώσεως της Αίτησης για Παράταση είναι εντελώς ανυπόστατοι και δεν υπάρχει περιθώριο επιτυχίας. Αφενός είναι πασιφανές απ’ τα πρακτικά ημ. 3/7/13 (σελ.3) ότι οι κατηγορούμενοι γνωρίζουν πολύ καλά την Αγγλική γλώσσα και αυτή τη δήλωση έκανε ο τότε δικηγόρος τους. Εξάλλου ο αιτητής σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, εξετάστηκε κι αντεξετάστηκε με διερμηνέα στα Αγγλικά και μια χαρά, αντιλαμβανόταν (σελ. 142-166 πρακτικών). Η δε παραπονούμενη κρίθηκε καθόλα αξιόπιστη από το πρωτόδικο δικαστήριο.»

 

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, προστίθεται ότι τυχόν έγκριση της αίτησης για τροποποίηση των λόγων έφεσης, θα εκτροχιάσει τη δικαστική διαδικασία και θα παραβιάσει τις αρχές της δίκαιης δίκης, ενώ τυχόν παράταση του χρόνου για άσκηση έφεσης κατά της καταδίκης δεν είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, ενόψει των ιδιαίτερων γεγονότων της υπόθεσης σε σχέση με τη γλώσσα.

 

Στην αγόρευσή του ο κ. Ευσταθίου, εκ μέρους του Εφεσείοντος, ανέφερε ότι το κύριο παράπονο των πελατών του ως προς την καταδίκη είναι ότι:- «…. οι εφεσείοντες έλαβαν μέρος και παρακολούθησαν τη δίκη μέσω διερμηνέων της αγγλικής γλώσσας, μετά από σχετική δήλωση του δικηγόρου τους. Ο ένας εξ αυτών κατέθεσε ενόρκως και αντεξετάστηκε στα αγγλικά, ο δε έτερος προχώρησε σε κατάθεση με ανώμοτη δήλωση στα Αγγλικά», χωρίς να κατανοούν την αγγλική γλώσσα σε ικανοποιητικό βαθμό. Πέραν τούτου, πρόσθεσε ότι οι δύο Εφεσείοντες υπέγραψαν το έντυπο έφεσης στα Ελληνικά, χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα και χωρίς να υπάρχει μαρτυρία ότι τους εξηγήθηκε ότι η έφεση περιορίζεται μόνο στην ποινή.

[*420]Από την άλλη, η κα Σοφοκλέους στη δική της αγόρευση παρέπεμψε το δικαστήριο στη δήλωση του δικηγόρου που τους εκπροσωπούσε πρωτοδίκως, ότι οι δύο Εφεσείοντες καταλαβαίνουν την αγγλική γλώσσα. Επίσης ανέφερε ότι ακόμη και η διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου διεξήχθη και διεξάγεται με μετάφραση στα αγγλικά, χωρίς οι Εφεσείοντες ή ο δικηγόρος τους να δηλώσουν ότι οι Εφεσείοντες δεν κατανοούν την αγγλική γλώσσα. Αν επικρατούσε η άποψη, πρόσθεσε η κα Σοφοκλέους, ότι οι Εφεσείοντες δεν κατανοούν την αγγλική γλώσσα, τότε και η διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα πρέπει να κηρυχθεί άκυρη.

 

Η κατάληξη

 

Η αίτηση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στο Άρθρο 134 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να παραχωρεί παρατάσεις χρόνου για καταχώρηση έφεσης «κατόπιν απόδειξης βάσιμου λόγου». Η πρόνοια αυτή έχει ερμηνευθεί ότι καλύπτει και αιτήσεις για τροποποίηση υφιστάμενων λόγων έφεσης (βλ. Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 98). Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 374:-

 

«….όταν η αίτηση για τροποποίηση των λόγων έφεσης σκοπεί στην εισαγωγή νέου θέματος, σε αντίθεση με την αναμόρφωση των λόγων που έχουν υποβληθεί σε υφιστάμενη έφεση, η αίτηση κρίνεται ως αίτημα για την παράταση χρόνου για την υποβολή έφεσης για το νέο θέμα και ισχύουν, όπως είναι φυσικό αυστηρότατα κριτήρια για την έγκρισή της.».

 

Στην προκειμένη περίπτωση είναι σαφές ότι η αιτούμενη τροποποίηση αφορά σε εισαγωγή νέου θέματος και όχι σε αναμόρφωση υφιστάμενων λόγων έφεσης.

 

Σύμφωνα με τις πάγιες αρχές που διαμορφώθηκαν από τη νομολογία, η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να παραχωρεί παράταση χρόνου, είναι ελεύθερη και αδέσμευτη και ασκείται με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και το συμφέρον της δικαιοσύνης (βλ. Βούρια ν. Δάσκαλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 808).  Ταυτόχρονα όμως, το Δικαστήριο τόνισε τη σημασία των χρονικών περιορισμών και την ανάγκη για αυστηρή τήρηση τους και ότι τυχόν παράταση μπορεί να δοθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον διαπιστωθεί ότι υπάρχει «βάσιμος λόγος» (βλ. Andreou v. The Republic (1972) 2 C.L.R. 4, [*421]Komurgu κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 83 και Φιλίππου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Στην υπόθεση The Attorney-General of the Republic v. Hji Constanti (1968) 2 C.L.R. 113 τονίστηκε η σημασία των χρονικών πλαισίων που θέτει ο νομοθέτης για τη λήψη δικονομικών μέτρων και ότι οι χρονικοί αυτοί περιορισμοί σχετίζονται με το δημόσιο συμφέρον που συνυπάρχει στην τελεσιδικία και στο τελέσφορο της διαδικασίας (βλ. Φιλίππου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, Eurohouse Finance Ltd κ.ά. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Επαρχίας Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 52 και Κυπριακή Ομοσπονδία Αγωνιστικού Αυτοκινήτου ν. ΚΟΑ (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 175). Στην υπόθεση Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου, ανωτέρω, το δικαστήριο τόνισε ότι τα κριτήρια που θέτει η νομολογία είναι αυστηρά και ότι η τήρησή τους «δεν είναι θέμα τύπου αλλά ουσίας». Απορρίπτοντας παρόμοια αίτηση για τροποποίηση των λόγων έφεσης ώστε να συμπεριληφθούν πέραν των λόγων κατά της ποινής και νέοι λόγοι κατά της καταδίκης, το Εφετείο τόνισε ότι «η παράταση των χρονικών ορίων για την υποβολή έφεσης κατά της καταδίκης επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν οφείλεται σε ουσιαστική αδυναμία του εφεσείοντα».

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να δοθεί η αιτούμενη παράταση. Οι Εφεσείοντες απέτυχαν να καταδείξουν ότι υπάρχει βάσιμος λόγος ώστε το δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ τους. Ενώ είχαν δικηγόρο καθ’ όλη τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας και ενώ φρόντισαν μέσω της διεύθυνσης των φυλακών να καταχωρήσουν έφεση κατά της ποινής, σήμερα ζητούν να τους επιτραπεί να εισάξουν πρόσθετους λόγους έφεσης κατά της καταδίκης. Αυτό φαίνεται να ήταν το αποτέλεσμα συμβουλής που τους έδωσε ο νέος δικηγόρος που διόρισαν μετά την παραχώρηση νομικής αρωγής από το κράτος.  Κατά πόσον οι λόγοι που επικαλούνται οι Εφεσείοντες είναι βάσιμοι, εξαρτάται από τα γεγονότα. Κατ’ αρχάς οι Εφεσείοντες δεν φρόντισαν να ορκιστούν οι ίδιοι την ένορκη δήλωση και να θέσουν ενόρκως τους ισχυρισμούς τους περί αδυναμίας να αντιληφθούν τι ακριβώς εφεσιβάλλεται με την Ειδοποίηση Έφεσης.  Εν πάση περιπτώσει, μέσα από την ένορκη δήλωση δικηγόρου, ισχυρίζονται ότι δεν γνωρίζουν την αγγλική γλώσσα. Όμως ο δικηγόρος που ορκίζεται την ένορκη δήλωση δεν εξηγεί σε ποια γλώσσα μπόρεσε να επικοινωνήσει με τους πελάτες του, εφόσον οι ίδιοι δηλώνουν αδυναμία να αντιληφθούν την αγγλική γλώσσα. Βέβαια, λέχθηκαν και πολλά άλλα ως προς τα βασικά γεγο[*422]νότα κατά τη διάρκεια της αγόρευσης του δικηγόρου των Εφεσειόντων. Επισημαίνουμε όμως ότι η αγόρευση δικηγόρου δεν αποτελεί παραδεκτή μέθοδο για εισαγωγή μαρτυρίας (βλ. El Fath Co for International Trade SAE v. EDT Shipping Ltd κ.ά. (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 1255, 1270). Η κατ’ ισχυρισμό αδυναμία τους να αντιληφθούν την αγγλική γλώσσα σχετίζεται όχι μόνο με την αιτούμενη παράταση της προθεσμίας, αλλά και με την ουσία των λόγων έφεσης και τον ισχυρισμό τους ότι δεν υπήρξε δίκαια δίκη ως εκ τούτου.

 

Έχουμε εξετάσει τους ισχυρισμούς τους, αλλά δεν έχουμε πειστεί ότι αδυνατούν να αντιληφθούν την αγγλική γλώσσα. Στις 30.7.2013 που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο τότε δικηγόρος τους κ. Π. Παυλίδης επιβεβαιώνοντας την αντίληψη του Κακουργιοδικείου ότι οι Εφεσείοντες μιλούν Aγγλικά, δήλωσε:- «Μάλιστα γνωρίζουν πάρα πολύ καλά την αγγλική και μου είπαν ότι μπορούν να παρακολουθήσουν τη διαδικασία». Γι’ αυτό και το Κακουργιοδικείο επέτρεψε σε μεταφραστή να μεταφράζει στα Aγγλικά το κάθε τι που αναφέρετο στην ελληνική γλώσσα.

 

Το δικαϊκό μας σύστημα αναγνωρίζει στους δικηγόρους θεσμικό ρόλο στην όλη διαδικασία. Σύμφωνα με τη νομολογία η έκταση της εξουσίας του δικηγόρου είναι τόσο ευρεία ώστε να έχει και τη δυνατότητα να συμβιβάζει την υπόθεση στην απουσία του πελάτη του. Η συγκεκριμένη εξουσία «περιλαμβάνει και την ήσσονα εξουσία του δικηγόρου να προβαίνει σε δηλώσεις στα πλαίσια της δίκης που δεσμεύουν τον πελάτη του» (βλ. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Χαραλαμπίδη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 556 και Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1(A) Α.Α.Δ. 92).  Όπως είχαμε πρόσφατα την ευκαιρία να αναφέρουμε στην υπόθεση Πήττα κ.ά. ν. Δήμου Στροβόλου (2015) 1 Α.Α.Δ. 867, ECLI:CY:AD:2015:A286, «Ο δικηγόρος αντιπροσωπεύει τον πελάτη του και στη βάση της φαινόμενης πληρεξουσιότητας (ostensible authority) οι παραδοχές και οι διαβεβαιώσεις στις οποίες προβαίνει δεσμεύουν τον πελάτη του (βλ. μεταξύ άλλων, Πιττάλης κ.ά. ν. Ianira Enterprises κ.ά. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 814, Πιερίδου ν. Στυλιανίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 954, Καλαμαράς ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 343).».

 

Κατά την κρίση μας, η δήλωση του προηγούμενου δικηγόρου των Εφεσειόντων ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ως προς την κατανόηση από πλευράς τους της αγγλικής γλώσσας, δεσμεύει τους Εφεσείοντες με αποτέλεσμα σήμερα να κωλύονται να δη[*423]λώσουν διαφορετικά (βλ. Βογαζιανός κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ. 1) (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 253). Θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι μας δημιούργησε μεγάλη εντύπωση η εμμονή του δικηγόρου τους να εξουδετερώσει τη δεσμευτική δήλωση του προηγούμενου δικηγόρου τους ως προς τη γλώσσα. Με κάθε σεβασμό στην εισήγηση του κ. Ευσταθίου, θεωρούμε ότι τυχόν αποδοχή της εισήγησης του, θα δημιουργούσε σοβαρότατα ρήγματα όχι μόνο στις σχέσεις μεταξύ δικηγόρων και πελατών, αλλά και μεταξύ του πελάτη και των αντιδίκων, με αποτέλεσμα να υπάρχει ορατός κίνδυνος να δημιουργηθεί αβεβαιότητα στην όλη διαδικασία, με την αναίρεση δεσμευτικών δηλώσεων κατά το δοκούν.

 

Όμως, πέραν της δήλωσης του τότε δικηγόρου τους, οι Εφεσείοντες συνέχισαν με τη συμπεριφορά τους, να δηλώνουν ότι κατανοούν την αγγλική γλώσσα καθ’ όλη την πολύμηνη διάρκεια της δίκης, όχι μόνο ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αλλά και κατά τις έξι εμφανίσεις ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες πάντοτε γινόταν μετάφραση στα Aγγλικά, χωρίς ποτέ να δηλώσουν ότι δεν αντιλαμβάνονται τη συγκεκριμένη γλώσσα ή ότι είχαν οποιαδήποτε δυσκολία να παρακολουθήσουν τα τεκτενόμενα. Μάλιστα απάντησαν με συνοχή σε όλα τα ερωτήματα που τους υποβλήθηκαν από το δικαστήριο, μέσω της μεταφράστριας.

 

Υπό τις περιστάσεις, δεν έχουμε πειστεί ότι υπήρξε ουσιαστική αδυναμία εκ μέρους των Εφεσειόντων που να επέδρασε ουσιαστικά στο να μην καταχωρηθεί εμπρόθεσμα έφεση και κατά της καταδίκης. Πέραν τούτου, δεν βρίσκουμε ότι έχουν παραβιαστεί οι αρχές της δίκαιης δίκης ώστε να εξετάσουμε κατά πόσον η περίπτωση θα μπορούσε να ενταχθεί στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις που το συμφέρον της δικαιοσύνης και γενικότερα το δημόσιο συμφέρον θα μας επέτρεπε να εγκρίνουμε κατ’ εξαίρεση την αίτηση για παράταση του χρόνου.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Επειδή θεωρούμε ότι η αίτηση δεν θα έπρεπε να είχε υποβληθεί, επιδικάζουμε μόνο το ½ εξόδων που δικαιούται να εισπράξει ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, από το ταμείο νομικής αρωγής.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα ίσα με το ½ των εξόδων τα οποία δικαιούται από το ταμείο νομικής αρωγής.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο