ECLI:CY:AD:2015:B428
(2015) 2 ΑΑΔ 424
[*424]15 Ioυνίου, 2015
[ΠΑΝΑΓΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 110/2014)
Ποινή ― Ίση μεταχείριση ― Κατά πόσον, το Κακουργιοδικείο προσπαθώντας να επιτύχει δίκαιη συνολική μεταχείριση, παρέβλεψε το στοιχείο της παραδοχής του εφεσείοντα σε συγκριτική διαδικασία, με τελικό αποτέλεσμα να επιβληθεί η ίδια ποινή στον εφεσείοντα που είχε παραδεχθεί, με τον κατηγορούμενο 1, ο οποίος δεν είχε παραδεχθεί ― Επέμβαση Εφετείου.
Ποινή ― Ναρκωτικά ― Ίση μεταχείριση κατηγορουμένων ― Κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, δηλαδή κάνναβης από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη, συνολικού βάρους 24 κιλών και 953 γραμμαρίων, καθώς επίσης και μιας άλλης ποσότητας ρητίνης κάνναβης συνολικού βάρος 177.498 γραμμαρίων ― Μείωση κατ’ έφεση, επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, από δεκατρία σε δέκα έτη ― Απόφανση Εφετείου, ότι εάν η ποινή έπρεπε να κριθεί αυτοτελώς, δεν θα υπήρχαν περιθώρια παρέμβασης, ούτε ως προς τα πλαίσια που το Κακουργιοδικείο κινήθηκε, ούτε αναφορικά με οποιοδήποτε σφάλμα αρχής.
Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή ― Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μη αναλώνεται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων ― Αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης.
[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της.]
Η έφεση επέτυχε. Η ποινή μειώθηκε από δεκατρία σε δέκα χρόνια φυλάκιση.
[*425]Αναφερόμενη Υπόθεση:
Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατία (2002) 2 Α.Α.Δ. 28.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Σωκράτους, Π.Ε.Δ., Μάρκου, Α.Ε.Δ., Δρουσιώτης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 3414/2014), ημερομηνίας 23/5/2014.
Δ. Δανιήλ, για τον Eφεσείοντα.
Α. Χατζηκύρου, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Τ.Θ. Οικονόμου, Δ..
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν ο κατηγορούμενος 2 στην υπόθεση αρ. 3414/2014 Κακουργιοδικείου Πάφου, που αφορούσε την εισαγωγή στην Δημοκρατία μέσω του αεροδρομίου Πάφου, την κατοχή και την κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β, δηλαδή κάνναβης από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη, συνολικού βάρους 24 κιλών και 953 γραμμαρίων, καθώς επίσης και μιας άλλης ποσότητας ρητίνης κάνναβης συνολικού βάρος 177.498 γραμμαρίων, χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας.
Στην ίδια υπόθεση εμπλέκονταν, αντιμετωπίζοντας τις ίδιες κατηγορίες, άλλα τρία πρόσωπα, οι πρώην κατηγορούμενοι 1, 3 και 4. Η ποινική δίωξη αναφορικά με τον κατηγορούμενο 4 ανεστάλη. Οι κατηγορούμενοι 2 και 3 παραδέχθηκαν όλες τις κατηγορίες και το Κακουργιοδικείο τους επέβαλε συντρέχουσες ποινές που συμποσούνται συνολικά σε φυλάκιση 13 χρόνων. Είχε λάβει, μεταξύ άλλων μετριαστικών παραγόντων, υπόψη του το Κακουργιοδικείο τη συνεργασία τους με την αστυνομία με το να δώσουν στις καταθέσεις τους πληροφορίες αναφορικά με πρόσωπα που τους προσέγγισαν για να πραγματοποιήσουν το ταξίδι που είχε ως αποτέλεσμα την εισαγωγή στην Κύπρο των εν λόγω ναρκωτικών. Η εικόνα σε σχέση με το ζήτημα αυτό συμπληρώνεται με την απόφαση του Κακουργιοδικείου για την ποινή που επέβαλε αργότερα, κατόπιν ακρόασης εφόσον εκείνος δεν είχε παραδεχθεί, στον κα[*426]τηγορούμενο 1. Αναφέρεται εκεί ότι η επιδειχθείσα τότε συνεργασία παρέμεινε χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού τελικά οι κατηγορούμενοι 2 και 3 δεν κατέθεσαν ως μάρτυρες εναντίον του κατηγορούμενου 1, προοπτική επί της οποίας τους είχε επιβληθεί χαμηλότερη ποινή από την κατά τ’ άλλα, κατά την κρίση του Κακουργιοδικείου, αρμόζουσα. Γι’ αυτό το λόγο, το Κακουργιοδικείο όταν επέβαλλε πλέον ποινή στον κατηγορούμενο 1 έκρινε ότι, στα πλαίσια της αρχής της ίσης μεταχείρισης, θα έπρεπε να περιοριστεί στα πλαίσια που είχαν προκαθορισθεί με την επιβολή ποινής στους κατηγορούμενους 2 και 3, έστω και αν σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1 δεν υπήρχε το στοιχείο της συνεργασίας με την αστυνομία. Το Κακουργιοδικείο με αυτό το σκεπτικό κατέληξε ως εξής, επιβάλλοντας και στον κατηγορούμενο 1 συνολική ποινή φυλάκισης 13 χρόνων:
«Για όλους τους ανωτέρω λόγους και για όλα όσα ανωτέρω προσπαθήσαμε να επεξηγήσουμε, αποφασίσαμε για σκοπούς ισότητας μεταξύ συγκατηγορουμένων προσώπων να μην επιβάλουμε μεγαλύτερη ποινή στον κατηγορούμενο από όση επιβάλαμε στους κατηγορούμενους 2 και 3 και τελικά να μη διαφοροποιήσουμε την ποινή από εκείνη την οποία επιβάλαμε στους συγκατηγορούμενους του.»
Ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής διευκρίνισε κατ’ αρχήν ότι το γεγονός πως οι κατηγορούμενοι 2 και 3 δεν έδωσαν μαρτυρία, δεν οφείλεται στο γεγονός ότι ανεκάλεσαν τις καταθέσεις τους στις οποίες είχαν εμπλέξει τον κατηγορούμενο 1, αλλά στο ότι δεν κλήθηκαν τελικά από την κατηγορούσα αρχή γιατί θεωρήθηκε ότι δεν θα ήταν μάρτυρες της αλήθειας. Περαιτέρω, ασκώντας κατά δίκαιο τρόπο τα καθήκοντά του, ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής δέχθηκε ότι, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, θα μπορούσε να λεχθεί ότι προκαλείται στον εφεσείοντα ένα αίσθημα αδικίας σε σχέση με τον πρώτο κατηγορούμενο, εφόσον στην περίπτωση του εφεσείοντα υπάρχει, εν πάση περιπτώσει, το διαφοροποιητικό στοιχείο της παραδοχής, το οποίο, αν και στη δική του ποινή θεωρούμενη αυτοτελώς είχε ληφθεί υπόψη, με την τελική εξίσωση παραβλέφθηκε. Τούτο, τόνισε, χωρίς να τίθεται εν αμφιβόλω η κατά τ’ άλλα ορθή προσέγγιση του Κακουργιοδικείου και χωρίς να προκύπτει σφάλμα αρχής, μέσα από τη θεώρηση, κατά τρόπο αυτοτελή, της όλης διεργασίας του Κακουργιοδικείου κατά την επιβολή της ποινής στον εφεσείοντα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του τελευταίου συμφώνησε ότι το [*427]αίσθημα αδικίας που προκαλείται στον εφεσείοντα δεν προέρχεται από σφάλμα αρχής, αλλά προκύπτει από το δεύτερο στάδιο, το στάδιο ολοκλήρωσης της υπόθεσης με την επιβολή ποινής στον κατηγορούμενο 1. Γίνεται αντιληπτό ότι με αυτή τη θέση, κατ’ ουσίαν εγκαταλείφθηκαν οι λόγοι έφεσης που αφορούσαν σε έκδηλα υπερβολική ποινή με βάση το βαθμό ανάμειξης του εφεσείοντα και την εμπλοκή του στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των αδικημάτων και με βάση τις ιδιάζουσες προσωπικές συνθήκες του.
Ορθώς δε έπραξε, εφόσον κατά τ’ άλλα και χωρίς να χρειάζεται, ως εκ της τελευταίας ως άνω διαπίστωσης, να επεκταθούμε, η εκτίμηση μας είναι πως το Κακουργιοδικείο, επιβάλλοντας ποινή στον εφεσείοντα, έλαβε υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες και προέβη σε ορθή και δίκαιη εξισορρόπηση τους, κατά τρόπο που αν θα επρόκειτο να κρίνουμε αυτοτελώς την επιβληθείσα ποινή να μην υπήρχαν περιθώρια παρέμβασης, ούτε ως προς τα πλαίσια που το Κακουργιοδικείο κινήθηκε, ούτε αναφορικά με οποιοδήποτε σφάλμα αρχής.
Όμως στο μετέπειτα στάδιο, προσπαθώντας το Κακουργιοδικείο να επιτύχει δίκαιη συνολική μεταχείριση, όντως παρέβλεψε το στοιχείο της παραδοχής του εφεσείοντα σε εκείνη πλέον τη συγκριτική διαδικασία, με τελικό αποτέλεσμα να επιβληθεί η ίδια ποινή στον εφεσείοντα που είχε παραδεχθεί, με τον κατηγορούμενο 1 που δεν είχε παραδεχθεί. Εύλογο συνεπώς είναι το αίσθημα αδικίας που τελικά προκαλείται στον εφεσείοντα, όπως δέχθηκε ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της εφεσίβλητης και χωρεί ως προς τούτο διορθωτική παρέμβαση του Εφετείου.
Στα πλαίσια αυτά, αφενός θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ο εφεσείων συνελήφθη με τις βαλίτσες στο χέρι, όπως καταγράφει χαρακτηριστικά το Κακουργιοδικείο, οπότε η παραδοχή δεν έχει την αξία που θα μπορούσε να έχει υπό άλλες περιστάσεις, αφετέρου όμως δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε το πάντοτε ευπρόσδεκτο μιας παραδοχής ως απτού στοιχείου μεταμέλειας, αλλά και τη σημασία της, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατία (2002) 2 Α.Α.Δ. 28:
«Τονίζουμε συναφώς ότι η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή. Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μη σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων. Αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης.»
[*428]Υπό το φως όλων των ανωτέρω, οι ποινές που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα μειώνονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η συνολική συντρέχουσα ποινή φυλάκισης να μειώνεται σε 10 χρόνια.
Η έφεση επιτυγχάνει και η ποινή μετατρέπεται ως η απόφασή μας.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η ποινή μειώνεται από δεκατρία σε δέκα χρόνια φυλάκιση.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο