Aestas Trading Ltd και Άλλος ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2015) 2 ΑΑΔ 570

ECLI:CY:AD:2015:B574

(2015) 2 ΑΑΔ 570

[*570]3 Σεπτεμβρίου, 2015

 

[NAΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 78/2014)

 

AESTAS TRADING LTD,

 

Εφεσείoντες,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 79/2014)

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΥΡΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 78/2014, 79/2014)

 

 

Τουριστικά καταλύματα ― Λειτουργία ξενοδοχείου, ξενοδοχειακής μονάδας, ή τουριστικού καταλύματος, χωρίς άδεια λειτουργίας ― Άρθρο 23Α(1)(γ) του περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμου, Ν. 40/69 ― Από το σύνολο των γεγονότων και της αξιόπιστης μαρτυρίας την οποία είχε ενώπιον του το Δικαστήριο, δεν  μπορούσε να δημιουργηθεί καμιά αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου περί έκδοσης της άδειας.

 

Τουριστικά καταλύματα ― Λειτουργία ξενοδοχείου, ξενοδοχειακής μονάδας, ή τουριστικού καταλύματος, χωρίς άδεια λειτουργίας ― Άρθρο 23Α(1)(γ) του περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμου, Ν. 40/69 ― Το εν λόγω άρθρο ερμηνευόμενο αυτοτελώς, [*571]χωρίς αναφορά προς οτιδήποτε άλλο, δημιουργεί αδίκημα αυστηρής ευθύνης και ρυθμιστικής φύσης, από το λεκτικό του οποίου αναδύεται ευκρινώς, πως με την εκδήλωση της προσδιορισθείσας ενέργειας εφόσον προκύπτει παράβαση, τελείται το αδίκημα.

 

Ποινικό Δίκαιο ― Αδικήματα αυστηρής ευθύνης ― Το θέμα κρίνεται κατ' αρχήν από το λεκτικό της διάταξης και έπειτα, εν αμφιβολία, από τη φύση του νομοθετήματος - ρυθμιστικής ή αυστηρώς ποινικής - όπως και από το πρόβλημα προς το οποίο το νομοθέτημα απευθύνεται για επίλυση - αν π.χ. ανάγεται σε τομέα που αφορά, την κοινή ευημερία.

 

Η έφεση αφορούσε σε υπόθεση την οποία αντιμετώπισαν οι εφεσείοντες - κατηγορούμενη εταιρεία στην Έφεση 78/14 και διευθυντής του ξενοδοχείου L’ EROS HOTEL στην Έφεση 79/14 - επί τω ότι κατά ή περί την 16.7.2013 στην Αγία Νάπα της επαρχίας Αμμοχώστου, λειτουργούσαν το εν λόγω ξενοδοχείο, χωρίς άδεια λειτουργίας από τον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού (ΚΟΤ), κατά παράβαση των Άρθρων 1, 2, 3, 5, 7, 8, 11, ο περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμος του 1969 (Ν. 40/1969), όπως τροποποιήθηκε και των περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων (Γενικών) Κανονισμών του 1985-2000.

 

Για την προώθηση της υπόθεσης του ο εφεσίβλητος ΚΟΤ κάλεσε μία και μοναδική μάρτυρα, υπάλληλο στο Επαρχιακό Γραφείο Αγίας Νάπας, εργοδοτούμενη από το 1999, με ανάλογα καθήκοντα επιθεώρησης ξενοδοχειακών μονάδων, κέντρων αναψυχής, για να υποστηρίξει, ότι κατά την επίσκεψη της, διαπιστώθηκε ότι το ξενοδοχείο λειτουργούσε χωρίς άδεια του Οργανισμού.

 

Οι εφεσείοντες κλήθηκαν σε απολογία. Η κατηγορούμενη εταιρεία-εφεσείουσα δεν παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία, ενώ ο κατηγορούμενος 2-εφεσείων, επέλεξε να παραμείνει σιωπηλός, ως είχε συνταγματικό δικαίωμα. Οι εφεσείοντες προώθησαν μέσω της αντεξέτασης την κοινή θέση ότι κατά την 16.7.2013, ημέρα επιθεώρησης του ξενοδοχείου, αυτό δεν λειτουργούσε, ήταν κλειστό και σε αυτό διέμεναν μόνο ο εφεσείων 2 με τη μητέρα του. Ως δεύτερη υπερασπιστική πρόταση, προωθήθηκε μέσω της αντεξέτασης, ότι υπήρχε άδεια λειτουργίας, όπως εκδόθηκε από τον ΚΟΤ και επιβεβαιώνεται από αριθμό επιστολών που κατατέθηκαν ως τεκμήρια ενώπιον του Δικαστηρίου (Τεκμ. 5 και 9) που απεδείκνυταν, κατά τους εφεσείοντες, την έκδοση της σχετικής άδειας και τις πληρωμές στις οποίες είχαν προβεί, προς έκδοση της.

 

[*572]Το Δικαστήριο αποδεχόμενο ως αξιόπιστη τη μόνη ενώπιον του μαρτυρία, αυτή της ΜΚ1, βρήκε τους εφεσείοντες ένοχους κατά παράβαση των Άρθρων 8(1), 11(2) και 23(Α)(1)(γ) του περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμου, Ν. 40/69 όπως τροποποιήθηκε, την μεν εταιρεία ότι λειτουργούσε κατά την 16.7.2013, ημερομηνία της επιθεώρησης το L’ ΕROS HOTEL, ξενοδοχείο καταταγμένο στον ΚΟΤ, χωρίς την απαιτούμενη άδεια, το δε διευθυντή της εφεσείοντα, ως το υπεύθυνο πρόσωπο.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Πρώτος λόγος έφεσης:

 

Δεν συμπεριλαμβανόταν στο κατηγορητήριο το Άρθρο 23Α(1)(γ) του περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμου, Ν. 40/69, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί η αποτελεσματική υπεράσπιση των εφεσειόντων αφού από τα άρθρα που συμπεριλήφθησαν στο κατηγορητήριο, δεν προέκυπτε οιοδήποτε αδίκημα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Όντως το Δικαστήριο στην απόφαση του παραπέμπει στις πρόνοιες των σχετικών άρθρων και κανονισμών, όπως συμπεριλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, εν τούτοις προχωρεί και εξετάζει και το Άρθρο 23, ωσάν αυτό να συμπεριλαμβανόταν στο κατηγορητήριο.

2.  Διέλαθε καθώς φαίνεται του Δικαστηρίου η μη συμπερίληψη του εν λόγω άρθρου, λανθασμένη αντίληψη που ενισχύθηκε από το γεγονός ότι δεν ηγέρθη εκ μέρους του συνηγόρου του εφεσείοντος οποιαδήποτε ένσταση σε σχέση με ουσιαστικό, όπως το θεωρεί ο ίδιος, μειονέκτημα, όπως  επιχειρείτο κατ’ έφεση.

3.  Παρά το γεγονός ότι ο 1ος λόγος έφεσης δεν προωθήθηκε από το συνήγορο του εφεσείοντος πρωτοδίκως, παρέμενε κυρίαρχος εφόσον δυνατόν να έπληττε το θεμέλιο της ποινικής δίκης.

4.  Η μη αναφορά στο Άρθρο 23, αριθμητική μόνο, συνιστά τυπικό μειονέκτημα, το οποίο θα έπρεπε να εγερθεί ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, αμέσως και πριν οι εφεσίβλητοι απαντήσουν στην κατηγορία, Άρθρο 66 ανωτέρω, και όχι στο τελικό στάδιο της έφεσης.

5.  Το επιχείρημα το οποίο προωθείτο από το συνήγορο των εφεσειόντων ότι «οι κατηγορούμενοι δεν υπερασπίστηκαν αποτελεσματικά εφόσον, ως ήταν διατυπωμένο το κατηγορητήριο, δεν προέκυπτε οποιοδήποτε αδίκημα», δεν μπορούσε να καρποφορήσει.

6.  Η υπερασπιστική γραμμή των κατηγορουμένων επαληθεύει την [*573]ανωτέρω διαπίστωση: κινήθηκε για να αντικρούσει και να καταρρίψει τη μαρτυρία της ΜΚ1, προβάλλοντας ότι υπήρχε άδεια λειτουργίας του ξενοδοχείου για την περίοδο στην οποία αναφερόταν το κατηγορητήριο και μάλιστα, ότι είχαν πληρωθεί και τα σχετικά τέλη, διαδρομή που διασφαλίζει τα συνταγματικά τους δικαιώματα, Άρθρο 12 και Άρθρο 30 του Συντάγματος και αποτυπώνει εμφαντικά, ότι οι εφεσείοντες κατά πάντα στάδιο έτυχαν μιας καθόλα δίκαιης δίκης.

7.  Κατά πάντα χρόνο οι λεπτομέρειες του αδικήματος διατυπώθηκαν με φραστική σαφήνεια, με βάση  το Άρθρο 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, προσδιορίζοντας τα ουσιώδη γεγονότα που το συνιστούν: «Λειτουργία ξενοδοχείου για στέγαση τουριστών χωρίς άδεια λειτουργίας από τον ΚΟΤ κατά παράβαση των Άρθρων 1,2, 3, 5, 7, 8, 11 του σχετικού Νόμου», παρέχοντας στους εφεσείοντες εξίσου σαφή προσδιορισμό και πλήρη αντίληψη του πλαισίου της κατηγορίας, όπως μορφώνεται στο Άρθρο 23 Α(1)(γ) και επικουρείται από το Άρθρο 8(1) του Νόμου όπως συμπεριλαμβανόταν στο κατηγορητήριο.

 

Τρίτος, Τέταρτος και Πέμπτος λόγοι έφεσης αναφορικά με την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ανατρέχοντας στη μαρτυρία που προσήγαγε ο εφεσίβλητος, προφορική και έγγραφη,  καλώς το Δικαστήριο την αποδέχθηκε ως αξιόπιστη και δεν παρεχόταν λόγος επέμβασης.

2.  Το Δικαστήριο εξέτασε ένα προς ένα τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων και με παραπομπή στα επιμέρους ζητήματα, έδωσε σαφείς απαντήσεις για την αποδοχή της εκδοχής του εφεσίβλητου για να καταλήξει σε ορθά ευρήματα και συμπεράσματα.

 

Δεύτερος λόγος έφεσης:

 

Αναφορικά με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε εκδοθεί άδειας λειτουργίας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Τόσο το ίδιο το νομοθέτημα, όσο και το επιμέρους Άρθρο 23, δημιουργούν αδίκημα αυστηρής ποινικής ευθύνης, της φύσης των γνωστών άλλως πως και ως ρυθμιστικών (regulatory) αδικημάτων, που αποβλέπουν στη ρύθμιση συμπεριφοράς πολιτών σε συγκεκριμένους τομείς κοινωνικής ή επιχειρηματικής δρα[*574]στηριότητας.

  2.   Σε τέτοιας φύσης αδικήματα η εγκληματική πρόθεση (mens rea) δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο.

  3.   Δεν απαιτείτο με βάση τις νομολογημένες αρχές εκτενής συζήτηση δεδομένου ότι το Άρθρο 23 Α(1)(γ), ερμηνευόμενο αυτοτελώς, χωρίς αναφορά προς οτιδήποτε άλλο, δημιουργεί αδίκημα αυστηρής ευθύνης και ρυθμιστικής φύσης, από το λεκτικό του οποίου «αναδύεται ευκρινώς, πως με την εκδήλωση της προσδιορισθείσας ενέργειας εφόσον προκύπτει παράβαση τελείται το αδίκημα». Η ευθύνη του παραβάτη σε τέτοιας φύσης αδικήματα είναι πρωτογενής ενώ εκείνη του κυρίου για τις πράξεις προσώπου που τελούν στην υπηρεσία του δευτερογενής.

  4.   Οι εφεσείοντες, όπως φάνηκε ανωτέρω,  προσπάθησαν να προβάλουν αμφιβολίες στο μυαλό του Δικαστηρίου, εισάγοντας τα ακόλουθα (α) ότι είχε εκδοθεί σχετική άδεια, (β) ότι για το σκοπό αυτό είχε καταβληθεί ποσό €76, γεγονός που υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος αναγνωρίζει την ύπαρξη άδειας λειτουργίας, εξ ου και καλεί τους εφεσείοντες σε ανανέωση της (τεκμήρια 5 και 9).

  5.   Τα ευρήματα και η κατάληξη του Δικαστηρίου ανταπαντούν σε κάθε μια από τις προωθούμενες εκ μέρους των εφεσειόντων θέσεις που βρίσκουν έρεισμα στην ενώπιον του μαρτυρία. Η πληρωμή του ποσού των €76, που αφορούν την ανανέωση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης, δεν αποκαλύπτει κατά τεκμήριο ότι επειδή έγινε πληρωμή εξεδόθη και η άδεια.

  6.   Το τεκμήριο 4, ημερ. 7.1.2013 για ανανέωση της ξενοδοχειακής επιχείρησης, αν διαβαστεί στην ολότητα του, αντιμάχεται τις εισηγήσεις των εφεσειόντων. Με σαφήνεια προβλέπει, μεταξύ άλλων την κλήση των εφεσειόντων να συμμορφωθούν με τους όρους που είχαν επιβληθεί στην εταιρεία.

  7.   Προέκυπτε από αυτό ότι η έκδοση της άδειας, τελούσε υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνταν οι γενικοί όροι και προϋποθέσεις για ανανέωση της κατάταξης. όπως καταγράφεται στο παράρτημα 1 του τεκμηρίου 4, όροι που όπως διαπίστωσε το ίδιο το Δικαστήριο στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας, δεν ικανοποιήθηκαν.

  8.   Κατά την αντεξέταση της ΜΚ1 και την επίμονη προβολή εκ μέρους του συνηγόρου υπεράσπισης ότι η άδεια είχε εκδοθεί, η μάρτυρας ήταν σαφής: δεν είχε εκδοθεί άδεια όπως διαπιστωνόταν και από το σχετικό φάκελο.

  9.   Τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα, στη βάση των ευρημάτων του, αποδείκνυαν με σαφήνεια παράβαση του Άρθρου 23 Α(1)(γ): η εφεσείουσα εταιρεία δεν συμμορφώθηκε με τους όρους που είχαν επιβληθεί από τον ΚΟΤ (τεκμήριο 4) και ως εκ τούτου, δεν είχε εκδοθεί σχετική άδεια για λειτουργία του ξενοδοχείου.

10. Οι δε εφεσείοντες ενώ κλήθηκαν να παρουσιάσουν μια τέτοια [*575]άδεια δεν το έπραξαν. Δεν μετατίθεται βέβαια καθ’ οιονδήποτε τρόπο το βάρος απόδειξης, το οποίο σε κάθε περίπτωση παραμένει στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής, ήταν όμως υπό τις περιστάσεις εύκολο, πρόσφορο και στη διάθεση των εφεσειόντων ώστε να παρουσιαστεί η κατ’ ισχυρισμό τους εκδοθείσα άδεια.

11. Η ως κατάληξη επιβεβαιώθηκε, κατά την αγόρευση του συνηγόρου των εφεσειόντων για σκοπούς επιβολής ποινής.

 

Λόγος έφεσης ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων 2 ήταν ο κατά Νόμο υπεύθυνος ή διευθυντής της εταιρείας:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η Κατηγορούσα Αρχή (πιστοποιητικό Εφόρου Εταιρειών) όπως η εφεσείουσα τα κατέθεσε, έφεραν τον εφεσείοντα 2 ως τον διευθυντή της, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο εφεσείων κατά την επιθεώρηση ήταν παρών.

2.  Συνόδευσε την ΜΚ1 και υπέγραψε το δελτίο επιθεώρησης (Τεκμήριο 3) ως το υπεύθυνο πρόσωπο. Αυτά ήταν αρκετά για να κριθεί ο εφεσείων 2 ως κατά Νόμον υπεύθυνος.

3.  Στο σχετικό φάκελο δεν υπήρχε άλλο πιστοποιητικό του Εφόρου για οποιαδήποτε αλλαγή στα στοιχεία της εταιρείας, υποχρέωση η οποία βάρυνε τους εφεσείοντες 1 και 2 να ενημερώσουν για όποια αλλαγή.

4.  Η απόδειξη της ύπαρξης και κατάστασης πραγμάτων σε συγκεκριμένη ημερομηνία παρέχει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να καταλήξει σε ανάλογο εύρημα ότι η ύπαρξη της ίδιας κατάστασης πραγμάτων συνεχίστηκε αμετάβλητα μέχρι τον επίδικο χρόνο.

5.  Σε κάθε περίπτωση τα γεγονότα και η μαρτυρία φανέρωνε την ένοχη γνώση (mens rea) του εφεσείοντα 2, ως υπεύθυνου κατά Νόμο και διευθυντή της εφεσείουσας εταιρείας, ότι το ξενοδοχείο κατά τον επίδικο χρόνο λειτουργούσε χωρίς άδεια από τον ΚΟΤ.

 

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Σωφρονίου (2008) 2 Α.Α.Δ. 803,

 

A. Panayides Contracting Ltd v. Charalambous (2004) 1 Α.Α.Δ. 415,

 

Rbeiz (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 776,

 

Gammon (Hong Kong) Ltd v. A.G. (1984) 1 All E.R. 347,

[*576]Karaoglanian v. Police (1984) 2 C.L.R. 161,

 

Οικονομίδης ν. Διευθ. Κοινων. Ασφαλίσεων (1989) 2 Α.Α.Δ. 235,

 

Sea Island Τours Ltd κ.α. ν. Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού (1995) 2 Α.Α.Δ. 196,

 

Σιδηρόπουλος ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 15,

 

Nanoka Limited v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 471,

 

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326,

 

Θωμά ν. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 152, ECLI:CY:AD:2014:B185.

 

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης.

 

Εφέσεις από τους Καταδικασθέντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Μουγής, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 3175/2013), ημερομηνίας 10/2/2014.

 

Μ. Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.

 

Α. Χατζηχριστοδούλου, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά σε υπόθεση την οποία αντιμετώπισαν οι εφεσείοντες - κατηγορούμενη εταιρεία στην Έφεση 78/14 και διευθυντής του ξενοδοχείου L’ EROS HOTEL στην Έφεση 79/14 - επί τω ότι κατά ή περί την 16.7.2013 στην Αγία Νάπα της επαρχίας Αμμοχώστου, λειτουργούσαν το εν λόγω ξενοδοχείο, χωρίς άδεια λειτουργίας από τον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού (ΚΟΤ), κατά παράβαση των Άρθρων 1, 2, 3, 5, 7, 8, 11, ο περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμος του 1969 (Ν. 40/1969), όπως τροποποιήθηκε και των περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων (Γενικών) Κανονισμών του 1985-2000.

 

Για την προώθηση της υπόθεσης του ο εφεσίβλητος ΚΟΤ κάλεσε μία και μοναδική μάρτυρα, υπάλληλο στο Επαρχιακό Γραφείο [*577]Αγίας Νάπας, εργοδοτούμενη από το 1999, με ανάλογα καθήκοντα επιθεώρησης ξενοδοχειακών μονάδων, κέντρων αναψυχής, για να υποστηρίξει, ότι κατά την επίσκεψη της, διαπιστώθηκε ότι το ξενοδοχείο λειτουργούσε χωρίς άδεια του Οργανισμού.

 

Οι εφεσείοντες κλήθηκαν σε απολογία. Η κατηγορούμενη εταιρεία-εφεσείουσα δεν παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία, ενώ ο κατηγορούμενος 2-εφεσείων, επέλεξε να παραμείνει σιωπηλός, ως είχε συνταγματικό δικαίωμα. Οι εφεσείοντες προώθησαν μέσω της αντεξέτασης την κοινή θέση ότι κατά την 16.7.2013, ημέρα επιθεώρησης του ξενοδοχείου, αυτό δεν λειτουργούσε, ήταν κλειστό και σε αυτό διέμεναν μόνο ο εφεσείων 2 με τη μητέρα του. Ως δεύτερη υπερασπιστική πρόταση, προωθήθηκε μέσω της αντεξέτασης, ότι υπήρχε άδεια λειτουργίας, όπως εκδόθηκε από τον ΚΟΤ και επιβεβαιώνεται από αριθμό επιστολών που κατατέθηκαν ως τεκμήρια ενώπιον του Δικαστηρίου (Τεκμ. 5 και 9) που αποδεικνύουν, κατά τους εφεσείοντες, την έκδοση της σχετικής άδειας και τις πληρωμές στις οποίες είχαν προβεί, προς έκδοση της.

 

Το Δικαστήριο αποδεχόμενο ως αξιόπιστη τη μόνη ενώπιον του μαρτυρία, αυτή της ΜΚ1, βρήκε τους εφεσείοντες ένοχους κατά παράβαση των Άρθρων 8(1), 11(2) και 23Α(1)(γ) του περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμου, Ν. 40/69 όπως τροποποιήθηκε, την μεν εταιρεία ότι λειτουργούσε κατά την 16.7.2013, ημερομηνία της επιθεώρησης το L’ ΕROS HOTEL,  ξενοδοχείο καταταγμένο στον ΚΟΤ, χωρίς την απαιτούμενη άδεια, το δε διευθυντή της εφεσειόντα, ως το υπεύθυνο πρόσωπο.

 

Οι εφεσείοντες προωθούν πέντε κοινούς λόγους έφεσης. Θα επικεντρωθούμε στον 1ο λόγο έφεσης, ο οποίος κρίνεται καθοριστικός ως προς την περαιτέρω εξέταση της ουσίας: δεν συμπεριλαμβανόταν στο κατηγορητήριο το Άρθρο 23Α(1)(γ) του περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμου, Ν. 40/69, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί η αποτελεσματική υπεράσπιση των εφεσειόντων αφού από τα άρθρα που συμπεριλήφθησαν στο κατηγορητήριο, δεν προέκυπτε οιοδήποτε αδίκημα. Διαπιστώνουμε, ότι όντως το Δικαστήριο στην απόφαση του παραπέμπει στις πρόνοιες των σχετικών άρθρων και κανονισμών, όπως συμπεριλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, εν τούτοις προχωρεί και εξετάζει και το Άρθρο 23, ωσάν αυτό να συμπεριλαμβανόταν στο κατηγορητήριο.  Διέλαθε καθώς φαίνεται του Δικαστηρίου η μη συμπερίληψη του εν λόγω άρθρου, λανθασμένη αντίληψη που ενισχύθηκε από το γεγονός ότι δεν ηγέρθη εκ μέρους του συνη[*578]γόρου του εφεσείοντος οποιαδήποτε ένσταση σε σχέση με ουσιαστικό, όπως το θεωρεί ο ίδιος, μειονέκτημα, όπως τώρα επιχειρείται κατ’ έφεση. Παρά το γεγονός ότι ο 1ος λόγος έφεσης δεν προωθήθηκε από το συνήγορο του εφεσείοντος πρωτοδίκως, παραμένει κυρίαρχος εφόσον δυνατόν να πλήττει το θεμέλιο της ποινικής δίκης. Διαπίστωση βεβαίως που συντελείται υπό τον όρο ότι η εν λόγω παράλειψη συνιστά ουσιαστικό και όχι τυπικό μειονέκτημα, δεδομένου ότι η ένσταση για οποιοδήποτε εκ πρώτης όψεως τυπικό μειονέκτημα προβάλλεται αμέσως μετά την ανάγνωση στον κατηγορούμενο του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο και προτού αυτός απαντήσει σε αυτό αλλά όχι αργότερα, Άρθρο 66 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

 

Είναι προφανές, όπως διαπιστώνεται και στην Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Σωφρονίου (2008) 2 Α.Α.Δ. 803, 806, ότι το Άρθρο 66 αναφέρεται σε «τυπικό μειονέκτημα» (formal defect) δυνάμενο να θεραπευθεί. Κατ’ αντιδιαστολή δεν θεραπεύεται ουσιαστικό μειονέκτημα, εν τη εννοία ότι επηρεάζει την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου, οπότε στην τελευταία περίπτωση θεωρούμε ότι ο κατηγορούμενος είναι ελεύθερος να εγείρει ένσταση ως προς το κατηγορητήριο, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

 

Η μη αναφορά στο Άρθρο 23, αριθμητική μόνο, συνιστά τυπικό μειονέκτημα, το οποίο θα έπρεπε να εγερθεί ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, αμέσως και πριν οι εφεσίβλητοι απαντήσουν στην κατηγορία, Άρθρο 66 ανωτέρω, και όχι στο τελικό στάδιο της έφεσης. Το επιχείρημα το οποίο προωθείται από το συνήγορο των εφεσειόντων ότι «οι κατηγορούμενοι δεν υπερασπίστηκαν αποτελεσματικά εφόσον, ως ήταν διατυπωμένο το κατηγορητήριο, δεν προέκυπτε οποιοδήποτε αδίκημα» δεν μπορεί να καρποφορήσει. Η υπερασπιστική γραμμή των κατηγορουμένων επαληθεύει την ανωτέρω διαπίστωση: κινήθηκε για να αντικρούσει και να καταρρίψει τη μαρτυρία της ΜΚ1, προβάλλοντας ότι υπήρχε άδεια λειτουργίας του ξενοδοχείου για την περίοδο στην οποία αναφερόταν το κατηγορητήριο και μάλιστα, ότι είχαν πληρωθεί και τα σχετικά τέλη, διαδρομή που διασφαλίζει τα συνταγματικά τους δικαιώματα, Άρθρο 12 και Άρθρο 30 του Συντάγματος και αποτυπώνει εμφαντικά, ότι οι εφεσείοντες κατά πάντα στάδιο έτυχαν μιας καθόλα δίκαιης δίκης (A. Panayides Contracting Ltd v. Charalambous (2004) 1 Α.Α.Δ. 415).

 

Κατά πάντα χρόνο οι λεπτομέρειες του αδικήματος διατυπώ[*579]θηκαν με φραστική σαφήνεια, Άρθρο 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προσδιορίζοντας τα ουσιώδη γεγονότα που το συνιστούν: «Λειτουργία ξενοδοχείου για στέγαση τουριστών χωρίς άδεια λειτουργίας από τον ΚΟΤ κατά παράβαση των Άρθρων 1,2, 3, 5, 7, 8, 11 του σχετικού Νόμου», παρέχοντας στους εφεσείοντες εξίσου σαφή προσδιορισμό και πλήρη αντίληψη του πλαισίου της κατηγορίας, όπως μορφώνεται στο Άρθρο 23 Α(1)(γ) και επικουρείται από το Άρθρο 8(1) του Νόμου όπως συμπεριλαμβανόταν στο κατηγορητήριο (Rbeiz (1989) 1(E) A.A.Δ 776):

 

«23Α.-(1) Πας όστις-

 

(α) ………………………………………………………………

 

(β) ……………………………….………………………………

 

(γ) διατηρεί ή λειτουργεί ξενοδοχείον, ξενοδοχειακήν μονάδα ή τουριστικόν κατάλυμα άνευ αδείας λειτουργίας εκδοθείσης, ή η άδεια του οποίου έχει ανακληθή δυνάμει του Άρθρου 8,

 

(δ) ……………………………………….………………………

 

είναι ένοχος αδικήματος και, εν περιπτώσει καταδίκης, υπόκειται εις πρόστιμον μη υπερβαίνον τας τριακοσίας λίρας ή εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους έξμήνας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας, εάν δε η παράβασις συνεχισθή μετά την καταδίκην του, ούτος είναι ένοχος περαιτέρω αδικήματος και υπόκειται εις πρόστιμον μη υπερβαίνον τας δεκαπέντε λίρας δι’ εκάστην ημέραν καθ’ ην συνεχίζεται η παράβασις.»

 

«8.—(1) Η άδεια λειτουργίας ξενοδοχείου εκδίδεται υπό του Διοικητικού Συμβουλίου συμφώνως προς τους καθωρισμένους τύπους, όρους και διαδικασίαν, επί καταβολή του καθωρισμένου δικαιώματος καθορισθησομένου διά Κανονισμων αναλόγως της κατατάξεως του ξενοδοχείου και της περιόδου εργασίας αυτού.»

 

Ο 1ος λόγος έφεσης αποτυγχάνει.

 

Το Δικαστήριο, εξετάζοντας ένα προς ένα τους ισχυρισμούς που τέθηκαν εκ μέρους των εφεσειόντων προς υπεράσπιση τους κατέληξε στα ακόλουθα:

 

[*580]«Θεωρώ ορθό εδώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς που τέθηκαν από τους κατηγορούμενους 1 και 2 στην ΜΚ. Ήταν κοινή θέση τους η οποία υποβλήθηκε στην ΜΚ ότι το ξενοδοχείο δεν λειτουργούσε κατά την 16/7/13 ημέρα που επιθεωρήθηκε. Η ΜΚ ανάφερε ότι κατά την επιθεώρηση τη συνόδευε ο κατηγορούμενος 2. Διερωτώμαι για ποιο λόγο να γίνει η επιθεώρηση τη στιγμή που το υποστατικό ήταν κλειστό και να μην το αναφέρει απλώς ο κατηγορούμενος 2 στην ΜΚ αλλά τη συνόδευε κιόλας κατά την επιθεώρηση. Περαιτέρω στο δελτίο επιθεώρησης, τεκ.3, αναφέρεται αλλά λέχθηκε και από την ΜΚ στην μαρτυρία της ότι στις 16/7/13 υπήρχαν 19 κατειλημμένα δωμάτια με 41 πελάτες. Αναγράφεται επίσης στο τεκ.3 ότι υπάρχουν και 16 άτομα απασχολούμενο προσωπικό. Ως εκ τούτου αυτή η θέση των κατηγορουμένων 1 και 2 δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Ούτε φυσικά και η θέση του κατηγορουμένου 2 ότι στο ξενοδοχείο διέμενε ο ίδιος με την μητέρα του. Τέτοια θέση ενόψει των ευρημάτων της ΜΚ μόνο αναληθής μπορεί να χαρακτηριστεί. Μια άλλη θέση η οποία υποβλήθηκε ήταν ότι υπήρχε άδεια λειτουργίας η οποία εκδόθηκε από τον ΚΟΤ. Πέραν της αντιφατικότητας που υπάρχει μεταξύ των δύο θέσεων ότι δηλαδή το ξενοδοχείο δεν λειτουργούσε αλλά υπήρχε άδεια λειτουργίας, η θέση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή καθότι δεν υποστηρίζεται από την ανάλογη μαρτυρία. Κατ’ αρχήν δεν υποβλήθηκε ούτε και υποδείχθηκε στην ΜΚ οιαδήποτε άδεια λειτουργίας. Πέραν τούτου όμως σαφής και ξεκάθαρη ήταν η θέση της ΜΚ ότι δεν έχει εκδοθεί άδεια από τον ΚΟΤ και αν είχε εκδοθεί θα υπήρχε στο φάκελο. Η θέση των κατηγορουμένων βασίστηκε ουσιαστικά στις πληρωμές που έχουν προβεί αλλά και στις επιστολές ημερ. 16/1/13 και 7/1/14 τεκμήρια 5 και 9 αντίστοιχα. Το τεκ.5 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άδεια λειτουργίας αλλά ούτε και να εκληφθεί από το περιεχόμενο του ότι εκδόθηκε τέτοια άδεια. Το ότι καλούν την L’ EROS να καταβάλει τα τέλη για άδεια λειτουργίας δεν συνεπάγεται και το δεδομένο της έκδοσης της. Το δε τεκ.9 φέρει ως θέμα αλλά και περιεχόμενο την καταβολή τελών λειτουργίας κέντρων αναψυχής εντός ξενοδοχειακής επιχείρησης κάτι εντελώς διαφορετικό από την άδεια λειτουργίας ξενοδοχειακής επιχείρησης. Η ΜΚ είπε μάλιστα ότι για να εκδοθεί η άδεια λειτουργίας θα πρέπει να εκτελεστούν οι όροι που αναφέρονται στο τεκ.4. Να λεχθεί τέλος ότι η ΜΚ σε σχετική υποβολή του κατηγορουμένου 2 διαφώνησε ότι η κατηγορουμένη 1 υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας.»

 

[*581]Ανατρέχοντας στη μαρτυρία που προσήγαγε ο εφεσίβλητος, προφορική και έγγραφη, κρίνουμε ότι καλώς το Δικαστήριο την αποδέχθηκε ως αξιόπιστη και δεν φαίνεται να παρέχεται λόγος επέμβασης. Το Δικαστήριο εξέτασε ένα προς ένα τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων και με παραπομπή στα επιμέρους ζητήματα, έδωσε σαφείς απαντήσεις για την αποδοχή της εκδοχής του εφεσίβλητου για να καταλήξει σε ορθά ευρήματα και συμπεράσματα.

 

Ο 3ος, 4ος και 5ος λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Πριν υπεισέλθουμε στην εξέταση του 2ου λόγου έφεσης θα πρέπει να εξεταστεί η φύση του αδικήματος που δημιουργεί το Άρθρο 23 Α (1)(γ) του Νόμου. Τόσο το ίδιο το νομοθέτημα, όσο και το επιμέρους Άρθρο 23, δημιουργούν αδίκημα αυστηρής ποινικής ευθύνης, της φύσης των γνωστών άλλως πως και ως ρυθμιστικών (regulatory) αδικημάτων, που αποβλέπουν στη ρύθμιση συμπεριφοράς πολιτών σε συγκεκριμένους τομείς κοινωνικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας. Σε τέτοιας φύσης αδικήματα η εγκληματική πρόθεση (mens rea) δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο. Gammon (Hong Kong) Ltd v. A.G. [1984] 1 All E.R. 347, 362, Karaoglanian v. Police (1984) 2 C.L.R. 161, Οικονομίδης ν. Διευθ. Κοινων. Ασφαλίσεων (1989) 2 Α.Α.Δ. 235, 240-241. Στην Sea Island Τours Ltd κ.ά. ν. Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού (1995) 2 Α.Α.Δ. 196, η παράβαση αφορούσε σε όρο της άδειας της 1ης εφεσείουσας που της απαγόρευε να χρησιμοποιεί για διαμονή πελατών, μη αδειούχα από τον ΚΟΤ, διαμερίσματα. Η κατηγορία η οποία προσήχθη εναντίον και των δύο κατηγορουμένων καταλόγιζε ευθύνη για παράβαση του αλλοδαπού γραφείου το οποίο η 1η εφεσείουσα αντιπροσώπευε στην Κύπρο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το αλλοδαπό γραφείο είχε παραβεί τον όρο αδείας και ότι ο εφεσείων 2 ήταν ο κατονομαζόμενος ως κατά Νόμο υπεύθυνος της. Τα πιο πάνω ευρήματα προσβλήθηκαν κατ’ έφεση. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση του 1ου εφεσείοντος, επέτρεψε όμως την έφεση του 2ου. Ο Νικολάου, Δ., δίδοντας την απόφαση του Δικαστηρίου ανέφερε και τα ακόλουθα:

 

«Το πώς προσεγγίζεται ερμηνευτικά μια ποινική διάταξη προκειμένου να διαγνωστεί το κατά πόσο επιβάλλει ή όχι αυστηρή ευθύνη, εξετάστηκε από το Εφετείο, με αναφορά σε Αγγλική νομολογία, στην υπόθεση Hailis v. The Police (1982) 2 C.L.R. 99 όπου τέθηκαν οι ακόλουθες γενικές κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες συνοψίζουμε, προσθέτοντας και κάποιες επεξηγήσεις. Το θέμα κρίνεται κατ’ αρχήν από το [*582]λεκτικό της διάταξης και έπειτα, εν αμφιβολία, από τη φύση του νομοθετήματος - ρυθμιστικής ή αυστηρώς ποινικής - όπως και από το πρόβλημα προς το οποίο το νομοθέτημα απευθύνεται για επίλυση - αν π.χ. ανάγεται σε τομέα που αφορά, γενικά θα λέγαμε, την κοινή ευημερία: βλ. σχετικά την πολύ σημαντική απόφαση της Νομικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Alphacell Ltd v. Woodward [1972] 2 All E.R. 475, απόφαση που επιβεβαιώθηκε πρόσφατα στην National Rivers Authority v. Yorkshire Water Services Ltd [1995] 1 All E.R. 225

 

Δεν απαιτείται θεωρούμε εκτενής συζήτηση δεδομένου ότι το Άρθρο 23 Α(1)(γ), ερμηνευόμενο αυτοτελώς, χωρίς αναφορά προς οτιδήποτε άλλο, δημιουργεί αδίκημα αυστηρής ευθύνης και ρυθμιστικής φύσης, από το λεκτικό του οποίου «αναδύεται ευκρινώς, πως με την εκδήλωση της προσδιορισθείσας ενέργειας εφόσον προκύπτει παράβαση τελείται το αδίκημα» (Sea Island (ανωτέρω)). Η ευθύνη του παραβάτη σε τέτοιας φύσης αδικήματα είναι πρωτογενής ενώ εκείνη του κυρίου για τις πράξεις προσώπου που τελούν στην υπηρεσία του δευτερογενής.

 

Οι εφεσείοντες, όπως φάνηκε ανωτέρω, προσπάθησαν να προβάλουν αμφιβολίες στο μυαλό του Δικαστηρίου, εισάγοντας τα ακόλουθα (α) ότι είχε εκδοθεί σχετική άδεια, (β) ότι για το σκοπό αυτό είχε καταβληθεί ποσό €76, γεγονός που υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος αναγνωρίζει την ύπαρξη άδειας λειτουργίας, εξ ου και καλεί τους εφεσείοντες σε ανανέωση της (τεκμήρια 5 και 9). Τα ανωτέρω ευρήματα και κατάληξη του Δικαστηρίου ανταπαντούν σε κάθε μια από τις προωθούμενες εκ μέρους των εφεσειόντων θέσεις που βρίσκουν έρεισμα στην ενώπιον του μαρτυρία. Η πληρωμή του ποσού των €76, που αφορούν την ανανέωση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης, δεν αποκαλύπτει κατά τεκμήριο ότι η επειδή έγινε πληρωμή εξεδόθη και η άδεια. Το τεκμήριο 4, ημερ. 7.1.2013 για ανανέωση της ξενοδοχειακής επιχείρησης, αν διαβαστεί στην ολότητα του, αντιμάχεται τις εισηγήσεις των εφεσειόντων. Με σαφήνεια προβλέπει, πέραν της κλήσης των εφεσειόντων να συμμορφωθούν με τους όρους που έχουν επιβληθεί στην εταιρεία, και τα ακόλουθα:

 

«…………………………….…………………………….………

 

Επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού σε πρόσφατη συνεδρία του αποφάσισε όπως, με βάση τις πρόνοιες της Περί Ξενοδοχείων και Τουρι[*583]στικών Καταλυμάτων Νομοθεσίας ανανεώσει την κατάταξη της υπό αναφορά ξενοδοχειακής σας μονάδας για την περίοδο 2013-2014 στην κατηγορία Ξενοδοχείου τάξης 1 αστέρα.

 

Η ανανέωση της κατάταξης και η έκδοση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης τελεί υπό τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εσωκλειόμενο παράρτημα και εφόσον ικανοποιηθούν οι επισυνημμένοι ειδικοί όροι μέσα στη χρονική περίοδο που αναφέρεται.

 

Παρακαλώ σημειώσετε ότι η μη συμμόρφωση σας με τα πιο πάνω μέσα στην καθορισθείσα χρονική περίοδο και η λειτουργία της επιχείρησης χωρίς την κατά νόμο άδεια λειτουργίας θα φέρει τον Οργανισμό στη δυσάρεστη θέση να προβεί στη λήψη δικαστικών και άλλων μέτρων εναντίον σας, όπου μεταξύ άλλων δυνατό να προωθηθεί η διαδικασία ανακατάταξης της μονάδας σε κατώτερη τάξη, ή ακόμα και να ζητηθεί από το Δικαστήριο η έκδοση διατάγματος αναστολής της λειτουργίας της.

 

Πέραν των πιο πάνω καλείστε όπως σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 8(1) των περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμου και τους βάσει αυτών εκδοθέντες Κανονισμούς καταβάλετε στα γραφεία του Οργανισμού μέχρι την 30.04.2013 τα προβλεπόμενα δικαιώματα άδειας λειτουργίας ύψους €76.00 που αφορούν την ανανέωση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης σας για την περίοδο από 01.01.2013-31.12.2014 (καν. 4(4)).»

 

Η έκδοση λοιπόν της άδειας, τελούσε υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνταν οι γενικοί όροι και προϋποθέσεις για ανανέωση της κατάταξης. όπως καταγράφεται στο παράρτημα 1 του τεκμηρίου 4, όροι που όπως διαπίστωσε το ίδιο το Δικαστήριο στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας, δεν ικανοποιήθηκαν. Κατά την αντεξέταση της ΜΚ1 και την επίμονη προβολή εκ μέρους του συνηγόρου υπεράσπισης ότι η άδεια είχε εκδοθεί, η μάρτυρας ήταν σαφής: δεν είχε εκδοθεί άδεια όπως διαπιστώνεται και από το σχετικό φάκελο. Τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα, στη βάση των ευρημάτων του, αποδείκνυαν με σαφήνεια παράβαση του Άρθρου 23 Α(1)(γ): η εφεσείουσα εταιρεία δεν συμμορφώθηκε με τους όρους που είχαν επιβληθεί από τον ΚΟΤ (τεκμήριο 4) και ως εκ τούτου, δεν είχε εκδοθεί σχετική άδεια για λειτουργία του ξενοδοχείου.

 

[*584]Σημειώνουμε όμως και το πλέον ουσιαστικό: παρόλο που οι εφεσείοντες κλήθηκαν να παρουσιάσουν μια τέτοια άδεια δεν το έπραξαν. Με την εν λόγω παρατήρηση μας δεν υπονοούμε βέβαια ότι μετατίθεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο το βάρος απόδειξης, το οποίο σε κάθε περίπτωση παραμένει στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής, ήταν όμως υπό τις περιστάσεις εύκολο, πρόσφορο και στη διάθεση των εφεσειόντων ώστε να παρουσιαστεί η κατ’ ισχυρισμό τους εκδοθείσα άδεια (Σιδηρόπουλος ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 15).

 

Η ως άνω απόληξη επιβεβαιώθηκε, όπως εντοπίσαμε, κατά την αγόρευση του συνηγόρου των εφεσειόντων για σκοπούς επιβολής ποινής, όπου με επίκληση της οικονομικής δυσπραγίας των εφεσειόντων, ως εξήγηση για τη μη συμμόρφωση τους με τους επιβληθέντες από τον ΚΟΤ όρους, επιζήτησε την επιείκεια του Δικαστηρίου.

 

Ο 2ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ως προς τον εφεσείοντα 2, το επιχείρημα ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων 2 ήταν ο κατά Νόμο υπεύθυνος ή διευθυντής της εταιρείας, είναι καταδικασμένο σε αποτυχία.  Τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η Κατηγορούσα Αρχή (πιστοποιητικό Εφόρου Εταιρειών) όπως η εφεσείουσα τα κατέθεσε, έφεραν τον εφεσείοντα 2 ως τον διευθυντή της, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο εφεσείτων κατά την επιθεώρηση ήταν παρών: Συνόδευσε την ΜΚ1 και υπέγραψε το δελτίο επιθεώρησης (Τεκμήριο 3) ως το υπεύθυνο πρόσωπο. Αυτά ήταν αρκετά για να κριθεί ο εφεσείων 2 ως κατά Νόμον υπεύθυνος. Στο σχετικό φάκελο δεν υπήρχε άλλο πιστοποιητικό του Εφόρου για οποιαδήποτε αλλαγή στα στοιχεία της εταιρείας, υποχρέωση η οποία βάρυνε τους εφεσείοντες 1 και 2 να ενημερώσουν για όποια αλλαγή. Η απόδειξη της ύπαρξης και κατάστασης πραγμάτων σε συγκεκριμένη ημερομηνία παρέχει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να καταλήξει σε ανάλογο εύρημα ότι η ύπαρξη της ίδιας κατάστασης πραγμάτων συνεχίστηκε αμετάβλητα μέχρι τον επίδικο χρόνο (Nanoka Limited v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 471). Σε κάθε περίπτωση τα γεγονότα και η μαρτυρία φανέρωνε την ένοχη γνώση (mens rea) του εφεσείοντα 2, ως υπεύθυνου κατά Νόμο και διευθυντή της εφεσείουσας εταιρείας, ότι το ξενοδοχείο κατά τον επίδικο χρόνο λειτουργούσε χωρίς άδεια από τον ΚΟΤ.

 

Από το σύνολο των γεγονότων και της αξιόπιστης μαρτυρίας [*585]την οποία είχε ενώπιον του το Δικαστήριο, δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί καμιά αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου περί έκδοσης της άδειας με μόνη την ύπαρξη της, κακώς όπως φαίνεται εκ των πραγμάτων, αποσταλείσας επιστολής, τεκμήριο 9, η οποία όπως δέχθηκε το Δικαστήριο στάλθηκε εκ παραδρομής στους εφεσείοντες (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326 και Θωμά ν. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 152, ECLI:CY:AD:2014:B185. Η ΜΚ1 έδωσε λογική εξήγηση για την αποστολή της: οι εν λόγω ειδοποιήσεις/επιστολές είναι τυπικές για όλα τα ξενοδοχεία παγκυπρίως. Στο τέλος της ημέρας οι εφεσείοντες δεν μπορούν να βρίσκουν έρεισμα σε ένα καλόπιστο λάθος του εφεσίβλητου ώστε να δικαιολογήσουν την παράνομη πράξη τους.

 

Οι λόγοι έφεσης αποτυγχάνουν. Οι ποινικές εφέσεις απορρίπτονται.

 

Επιδικάζονται €500 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο