Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Φαίδωνα Μιχαηλίδη Ιωάννου (2015) 2 ΑΑΔ 647

ECLI:CY:AD:2015:B632

(2015) 2 ΑΑΔ 647

[*647]28 Σεπτεμβρίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΦΑΙΔΩΝΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ ΙΩΑΝΝΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 221/2013)

 

 

Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Έφεση Γενικού Εισαγγελέα εναντίον επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής προστίμου τριών χιλιάδων ευρώ, 5 βαθμών ποινής και στέρησης του δικαιώματος κατοχής της άδειας οδήγησης για περίοδο ενός έτους, ως έκδηλα ανεπαρκούς ποινής ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση ― Τι συνιστά στιγμιαία αβλεψία.

 

Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154 ― Η επιβολή ποινής φυλάκισης ενδείκνυται, κατ’ αρχήν, στις περιπτώσεις όπου η αμέλεια κατηγορουμένου εμπεριέχει το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων και αντενδείκνυται στις περιπτώσεις εκείνες που το κύριο χαρακτηριστικό της αμέλειας του κατηγορούμενου είναι στιγμιαία αβλεψία ή απροσεξία και είναι λευκού ποινικού μητρώου.

 

Δικαστική διαδικασία ― Δικαστική απόφαση ― Παρατήρηση Εφετείου ότι δεν συνιστά επιθυμητή πρακτική η κατ’ επανάληψη αναβολή προκειμένου να απαγγελθεί απόφαση, ιδίως ποινή.

 

Ο Εφεσίβλητος παραδέχθηκε ενοχή σε κατηγορία πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και των Άρθρων 19 και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν. 86/72, όπως τροποποιήθηκε. Παραδέχθηκε,  ότι στις 3.4.2011 στη Λεμεσό, ενώ οδηγούσε το μηχανοκίνη[*648]το όχημα με αριθμό εγγραφής ΒΒΑ 473 στην οδό Γλάδστωνος, χωρίς πρόθεση, επέφερε το θάνατο γυναίκας ηλικίας, 80 ετών.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως κοινό έδαφος για σκοπούς επιβολής ποινής, ο Εφεσίβλητος κατά την πιο πάνω ημερομηνία και περί ώρα 11:05 οδηγούσε το αυτοκίνητό του στην οδό Γλάδστωνος με ταχύτητα λιγότερη των 30 χαω. Κατά το συγκεκριμένο χρόνο το θύμα περπατούσε στο πεζοδρόμιο της οδού Γλάδστωνος και στην ίδια πορεία που οδηγούσε ο Εφεσίβλητος. Στην προσπάθεια του θύματος να διασταυρώσει την εν λόγω οδό χρησιμοποιώντας διάβαση πεζών τύπου «πέλεκαν», κτυπήθηκε από το όχημα του Εφεσίβλητου και τραυματίστηκε σοβαρά. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, όπου την ίδια ημερομηνία υπέκυψε στα τραύματά της. Κατά τη διερεύνηση του δυστυχήματος διαπιστώθηκε ότι η ορατότητα του Εφεσίβλητου σύμφωνα με την πορεία που ακολουθούσε ως προς το σημείο σύγκρουσης ήταν 150 μέτρα. Διαπιστώθηκε, και επίσης τέθηκε ως παραδεκτό γεγονός, ότι από τη στιγμή που το θύμα είχε εκδηλώσει την πρόθεση να διασταυρώσει μέσω της διάβασης πεζών μέχρι και το σημείο που κτυπήθηκε, 1.70 μέτρα εντός της διάβασης, μεσολάβησε χρόνος ενός δευτερολέπτου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη νομική διάσταση του Άρθρου 210 έκρινε μεταξύ άλλων ότι η αμέλεια του Εφεσίβλητου χαρακτηριζόταν από στιγμιαία αβλεψία και δεν εμπεριείχε το στίγμα της εγωιστικής οδήγησης και αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούσαν τον δρόμο. Λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσίβλητου, την ηλικία του, 66 ετών και την αποζημίωση του θύματος διά μέσου της διαχείρισης, υιοθέτησε τη νομολογιακή προσέγγιση και τις κατευθυντήριες γραμμές της απόφασης R. v. Guilfoyle [1973] 2 All ER 844 και κατέληξε στην αποφυγή επιβολής ποινής στερητικής της ελευθερίας. Επέβαλε στον Εφεσίβλητο €3000 πρόστιμο, 5 βαθμούς ποινής και στέρηση του δικαιώματος κατοχής της άδειας οδήγησης για περίοδο ενός έτους.

 

Η επιβληθείσα ποινή αμφισβητήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα ως έκδηλα ανεπαρκής και προωθήθηκε προς τούτο σχετική επιχειρηματολογία.

 

Σύμφωνα με τη σχετική εισήγηση στη έφεση  το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε επιβάλει ποινή φυλάκισης, έστω με αναστολή.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποι[*649]νή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής.

  2.   Η διάκριση μεταξύ στιγμιαίας απροσεξίας και συνειδητής αδιαφορίας  και εγωιστικής συμπεριφοράς κατά την οδήγηση, είναι καθοριστικής σημασίας προκειμένου να αποφασιστεί η φύση της ποινής σε υποθέσεις αυτής της μορφής. Οι κατευθυντήριες γραμμές της απόφασης Guilfoyle υιοθετήθηκαν σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας.

  3.   Στην υπό κρίση περίπτωση προέβαλλε ως βασικό σημείο τριβής η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αμέλεια του Εφεσίβλητου ήταν στιγμιαία και όχι εγωιστική και αδιάφορη.

  4.   Η πλευρά του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η ορατότητα στη σκηνή του δυστυχήματος, σε συνδυασμό με τα χρονικά περιθώρια αντίδρασης που είχε ο Εφεσίβλητος κατά το συγκεκριμένο χρόνο και το γεγονός ότι πλησίαζε σε διάβαση πεζών, ήταν στοιχεία που θα έπρεπε να είχαν θέσει τον Εφεσίβλητο σε εγρήγορση και η παράλειψή του να λάβει πρόσθετα μέτρα ασφάλειας επιμαρτυρούσε, υπό τις περιστάσεις, εγωιστική οδήγηση και συνειδητή παραγνώριση της ασφάλειας των προσώπων που χρησιμοποιούσαν την υπό αναφορά διάβαση.

  5.   Δεν ήταν ορθή η πιο πάνω προσέγγιση. Παρέβλεπε τα παραδεκτά γεγονότα, τα οποία  συνιστούσαν και το μόνο επιτρεπτό υπόβαθρο στήριξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην πορεία επιβολής ποινής. Οι αναφορές του  συνήγορου του Εφεσείοντα περί ορατότητας 150 μέτρων και χρόνου αντίδρασης κάποιων δευτερολέπτων, αντιστρατεύονταν το κρίσιμο παραδεκτό γεγονός ότι από τη στιγμή που το θύμα έκανε φανερή την πρόθεσή του να διασταυρώσει μέσω της διάβασης πεζών μέχρι και το σημείο όπου και κτυπήθηκε, μεσολάβησε χρόνος ενός και μόνο δευτερολέπτου.

  6. Υπό το πρίσμα αυτό, η ορατότητα των 150 μέτρων δεν συνιστούσε αποφασιστικό παράγοντα, αφού στο αρχικό αυτό στάδιο ο Εφεσίβλητος δεν είχε καθήκον λήψης πρόσθετων προληπτικών μέτρων.

  7.   Η στιγμιαία αβλεψία έχει την έννοια της μιας και μόνο λανθασμένης κίνησης της στιγμής. Είναι ένα μεμονωμένο σφάλμα, το οποίο συμβαίνει σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την αλόγιστη και εγωιστική οδική συμπεριφορά, η οποία υπερβαίνει το στιγμιαίο και καλύπτει περισσότερα χρονικά στάδια.

  8.   Τέτοια ήταν η κατάσταση πραγμάτων. Το παραδεκτό γεγονός του χρόνου του ενός δευτερολέπτου που μεσολάβησε από τη στιγμή δημιουργίας του κινδύνου και της επέλευσης του δυστυχήματος, ήταν καίριο στοιχείο, που από μόνο του επιμαρτυρεί το στιγμιαίο της αμέλειας του Εφεσίβλητου.

  9.   Η προηγούμενη δε οδήγηση δεν ενείχε το στίγμα του εγωισμού ή [*650]της συνειδητής αδιαφορίας, αφού, όπως ήταν παραδεκτό, η ταχύτητά του ήταν λιγότερη από 30 χαω, τέτοιας δηλαδή έκτασης που παρείχε την ευχέρεια ελέγχου κατά την οδήγηση.

10. Το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε επαρκή εποπτεία της συγκεκριμένης σκηνής - διασταύρωσης πεζών -, ούτε και αντιλήφθηκε εγκαίρως το θύμα στην προσπάθειά του να διασταυρώσει, ούτως ώστε να λάβει οποιαδήποτε αποτρεπτικά μέτρα, συνιστά ακριβώς το υπόβαθρο επί του οποίου εδράσθηκε και η ποινική ευθύνη του.

11. Η καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις αρχές που διέπουν το ζήτημα ήταν η επιβαλλόμενη και στα πλαίσια αυτά δόθηκε η σωστή διάσταση στις προσωπικές συνθήκες του Εφεσίβλητου, με ιδιαίτερη βαρύτητα στην ηλικία, τη μεταμέλεια και το λευκό ποινικό του μητρώο.

 

Παρατήρηση Εφετείου:

 

«Η κατ’ επανάληψη αναβολή προκειμένου να απαγγελθεί απόφαση, ιδίως ποινή, δεν συνιστά επιθυμητή πρακτική. Πλήττει την αξιοπιστία του Δικαστηρίου, προκαλεί αχρείαστη ταλαιπωρία στους διαδίκους και έχει ως τελική συνέπεια την παράταση του άγχους και της αγωνίας του κάθε κατηγορούμενου, και του θύματος ή των συγγενών του, στην προκειμένη περίπτωση».

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

R. v. Guilfoyle [1973] 2 All ER 844,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686,

 

Attorney General v. Iacovides (1973) 2 C.L.R. 344,

 

Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109,

 

Χατζηιωάννου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 453,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόμα (2005) 2 Α.Α.Δ. 713,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κουκκίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 191,

 

Προκοπίου ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 73.

 

[*651]Έφεση εναντίον Ανεπαρκούς Ποινής.

 

Έφεση από την Κατηγορούσα Αρχή εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Χριστοδούλου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 23702/2011), ημερομηνίας 5/11/2013.

 

Γ. Αργυρού, Δημόσιος Κατήγορος, για τον Εφεσείοντα.

 

Ντ. Σαβεριάδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ..

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος παραδέχθηκε ενοχή σε κατηγορία πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154 και των Άρθρων 19 και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν. 86/72, όπως τροποποιήθηκε. Παραδέχθηκε, συγκεκριμένα, ότι στις 3.4.2011 στη Λεμεσό, ενώ οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αριθμό εγγραφής ΒΒΑ 473 στην οδό Γλάδστωνος, χωρίς πρόθεση, επέφερε το θάνατο της Κατερίνας Ιωάννου, 80 ετών.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως κοινό έδαφος για σκοπούς επιβολής ποινής, ο Εφεσίβλητος κατά την πιο πάνω ημερομηνία και περί ώρα 11:05 οδηγούσε το αυτοκίνητό του στην οδό Γλάδστωνος με ταχύτητα λιγότερη των 30 χαω. Κατά το συγκεκριμένο χρόνο το θύμα περπατούσε στο πεζοδρόμιο της οδού Γλάδστωνος και στην ίδια πορεία που οδηγούσε ο Εφεσίβλητος. Στην προσπάθεια του θύματος να διασταυρώσει την εν λόγω οδό χρησιμοποιώντας διάβαση πεζών τύπου «πέλεκαν», κτυπήθηκε από το όχημα του Εφεσίβλητου και τραυματίστηκε σοβαρά. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, όπου την ίδια ημερομηνία και ώρα 15:45 υπέκυψε στα τραύματά της. Κατά τη διερεύνηση του δυστυχήματος διαπιστώθηκε ότι η ορατότητα του Εφεσίβλητου σύμφωνα με την πορεία που ακολουθούσε ως προς το σημείο σύγκρουσης ήταν 150 μέτρα. Διαπιστώθηκε, και επίσης τέθηκε ως παραδεκτό γεγονός, ότι από τη στιγμή που το θύμα είχε εκδηλώσει την πρόθεση να διασταυρώσει μέσω της διάβασης πεζών μέχρι και το σημείο που κτυπήθηκε, 1.70 μέτρα εντός της διάβασης, μεσολάβησε χρόνος ενός δευτερολέπτου.

[*652]Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη νομική διάσταση του Άρθρου 210 και στην ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, σημείωσε ότι το είδος και η έκταση της ποινής συναρτώνται με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, το μέγεθος της αμέλειας και ευθύνης και τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου. Ακολούθως έκρινε ότι η αμέλεια του Εφεσίβλητου χαρακτηριζόταν από στιγμιαία αβλεψία και δεν εμπεριείχε το στίγμα της εγωιστικής οδήγησης και αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούσαν τον δρόμο. Με αυτά ως δεδομένα, λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσίβλητου, την ηλικία του, 66 ετών και την αποζημίωση του θύματος διά μέσου της διαχείρισης, υιοθέτησε τη νομολογιακή προσέγγιση και τις κατευθυντήριες γραμμές της απόφασης R. v. Guilfoyle [1973] 2 All ER 844 και κατέληξε στην αποφυγή επιβολής ποινής στερητικής της ελευθερίας. Επέβαλε στον Εφεσίβλητο €3000 πρόστιμο, 5 βαθμούς ποινής και στέρηση του δικαιώματος κατοχής της άδειας οδήγησης για περίοδο ενός έτους.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για το Γενικό Εισαγγελέα επικαλούμενος τη σοβαρότητα του αδικήματος, προβάλλει ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής, τόσο σε αναφορά με την τιμωρία του Εφεσίβλητου όσο και σε σχέση με την αποτροπή άλλων από τη διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων. Θέτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καθοδηγήθηκε σωστά αναφορικά με τους παράγοντες που έπρεπε να ληφθούν υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, ότι έδωσε δυσανάλογη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου χωρίς να δώσει τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα του αδικήματος και πως η επιβληθείσα ποινή δεν ανταποκρίνεται στα περιστατικά της υπόθεσης. Εισηγήθηκε ενώπιόν μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε επιβάλει ποινή φυλάκισης, έστω με αναστολή. Αντιθέτως, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο εισηγείται ότι η υπό κρίση ποινή είναι ορθή και αποτέλεσμα σωστής στάθμισης της σοβαρότητας της υπόθεσης και των προσωπικών περιστάσεων που καλύπτουν τον Εφεσίβλητο. Προέβαλε ότι οι ενέργειες και παραλείψεις του Εφεσίβλητου δεν εμπίπτουν στον ορισμό της εγωιστικής συμπεριφοράς, αλλά συνιστούν στιγμιαία αβλεψία.

 

Είναι πάγια νομολογιακή γραμμή ότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Επέμβαση του Εφετείου χω[*653]ρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686).

 

Η διάκριση μεταξύ στιγμιαίας απροσεξίας και συνειδητής αδιαφορίας και εγωιστικής συμπεριφοράς κατά την οδήγηση, είναι καθοριστικής σημασίας προκειμένου να αποφασιστεί η φύση της ποινής σε υποθέσεις αυτής της μορφής. Οι κατευθυντήριες γραμμές της Guilfoyle (ανωτέρω) υιοθετήθηκαν σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας (Attorney General v. Iacovides (1973) 2 C.L.R. 344, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, Χατζηιωάννου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 453, Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόμα (2005) 2 Α.Α.Δ. 713). Αναδύεται ως βασική κατευθυντήρια γραμμή πως η επιβολή ποινής φυλάκισης ενδείκνυται, κατ’ αρχήν, στις περιπτώσεις όπου η αμέλεια κατηγορουμένου εμπεριέχει το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων και αντενδείκνυται στις περιπτώσεις εκείνες που το κύριο χαρακτηριστικό της αμέλειας του κατηγορούμενου είναι στιγμιαία αβλεψία ή απροσεξία και είναι λευκού ποινικού μητρώου.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση προβάλλει ως βασικό σημείο τριβής η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αμέλεια του Εφεσίβλητου ήταν στιγμιαία και όχι εγωιστική και αδιάφορη. Η πλευρά του Εφεσείοντα θέτει ότι η ορατότητα στη σκηνή του δυστυχήματος, σε συνδυασμό με τα χρονικά περιθώρια αντίδρασης που είχε ο Εφεσίβλητος κατά το συγκεκριμένο χρόνο και το γεγονός ότι πλησίαζε σε διάβαση πεζών, ήταν στοιχεία που θα έπρεπε να είχαν θέσει τον Εφεσίβλητο σε εγρήγορση και η παράλειψή του να λάβει πρόσθετα μέτρα ασφάλειας επιμαρτυρεί, υπό τις περιστάσεις, εγωιστική οδήγηση και συνειδητή παραγνώριση της ασφάλειας των προσώπων που χρησιμοποιούσαν την υπό αναφορά διάβαση.

 

Με όλο το σεβασμό δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Παραβλέπει τα παραδεκτά γεγονότα, τα οποία  συνιστούσαν και το μόνο επιτρεπτό υπόβαθρο στήριξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην πορεία επιβολής ποινής. Οι αναφορές του ευπαίδετου συνήγορου του Εφεσείοντα περί ορατότητας 150 μέτρων και χρόνου αντίδρασης κάποιων δευτερολέπτων, αντιστρατεύονται το κρίσιμο παραδεκτό γεγονός ότι από τη στιγμή που το θύμα έκανε φανερή την πρόθεσή του να διασταυρώσει μέσω της διάβασης πεζών μέχρι και το σημείο όπου και κτυπήθηκε, μεσολάβησε χρόνος ενός και μόνο δευτερολέπτου. Υπό το πρίσμα αυτό, η ορατότητα των 150 μέτρων δεν συνιστούσε αποφασιστικό παρά[*654]γοντα, αφού στο αρχικό αυτό στάδιο ο Εφεσίβλητος δεν είχε καθήκον λήψης πρόσθετων προληπτικών μέτρων.

 

Η στιγμιαία αβλεψία έχει την έννοια της μιας και μόνο λανθασμένης κίνησης της στιγμής. είναι ένα μεμονωμένο σφάλμα, το οποίο συμβαίνει σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την αλόγιστη και εγωιστική οδική συμπεριφορά, η οποία υπερβαίνει το στιγμιαίο και καλύπτει περισσότερα χρονικά στάδια (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κουκκίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 191).

 

Ενώπιον τέτοιας κατάστασης πραγμάτων βρισκόμαστε. Δεν είμαστε δηλαδή αντιμέτωποι με παρατεταμένη και συνεχή επικίνδυνη οδήγηση ή με συνειδητοποίηση κινδύνου και εμμονή σε μία εκ φύσεως επικίνδυνη συμπεριφορά, που απολήγει σε οδήγηση με αδιαφορία ως προς τους άλλους και περιφρόνηση προς την ανθρώπινη ζωή (Προκοπίου ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 73, Χατζηιωάννου (ανωτέρω)). Το παραδεκτό γεγονός του χρόνου του ενός δευτερολέπτου που μεσολάβησε από τη στιγμή δημιουργίας του κινδύνου και της επέλευσης του δυστυχήματος, είναι καίριο στοιχείο, που από μόνο του επιμαρτυρεί το στιγμιαίο της αμέλειας του Εφεσίβλητου. Η προηγούμενη δε οδήγηση δεν ενείχε το στίγμα του εγωισμού ή της συνειδητής αδιαφορίας, αφού, όπως είναι παραδεκτό, η ταχύτητά του ήταν λιγότερη από 30 χαω, τέτοιας δηλαδή έκτασης που παρείχε την ευχέρεια ελέγχου κατά την οδήγηση. Το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε επαρκή εποπτεία της συγκεκριμένης σκηνής – διασταύρωσης πεζών -, ούτε και αντιλήφθηκε εγκαίρως το θύμα στην προσπάθειά του να διασταυρώσει, ούτως ώστε να λάβει οποιαδήποτε αποτρεπτικά μέτρα, συνιστά ακριβώς το υπόβαθρο επί του οποίου εδράσθηκε και η ποινική ευθύνη του. Εάν δεν υπήρχε τέτοιας μορφής παράλειψη δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί και η οποιαδήποτε ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά στη βάση του Άρθρου 210. Αυτό όμως που εξετάζεται και είναι κρίσιμο στα πλαίσια της έφεσης δεν είναι πλέον ο εντοπισμός ποινικής ευθύνης, αφού κάτι τέτοιο έχει γίνει ήδη παραδεκτό από τον Εφεσίβλητο, αλλά η φύση και η έκταση της αμέλειάς του και ο επακριβής προσδιορισμός της για σκοπούς επιβολής ποινής, με βάση το πιο πάνω άρθρο και των νομολογιακών παραμέτρων που διέπουν αυτό το ζήτημα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως διαπιστώνεται από την προσβαλλόμενη ποινή, προσέγγισε την υπό κρίση υπόθεση με επίγνωση της σοβαρότητάς της και με αναφορά στην προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή φυλάκισης των τεσσάρων ετών και την ανησυχητι[*655]κή συχνότητα και των ολέθριων αποτελεσμάτων που επιφέρουν τέτοιας φύσης αδικήματα. Η κατάληξη σε απόφαση επιβολής της προσβαλλόμενης ποινής και αποφυγής επιβολής ποινής φυλάκισης, στηρίχθηκε στην, ορθή, κρίση ότι η αμέλεια που επέδειξε ο Εφεσίβλητος ήταν στιγμιαία. Η καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις αρχές που διέπουν το ζήτημα ήταν η επιβαλλόμενη και στα πλαίσια αυτά δόθηκε η σωστή διάσταση στις προσωπικές συνθήκες του Εφεσίβλητου, με ιδιαίτερη βαρύτητα στην ηλικία, τη μεταμέλεια και το λευκό ποινικό του μητρώο.

 

Ως αποτέλεσμα, είναι κατάληξή μας ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος για τον οποίο θα ήταν δικαιολογημένη η παρέμβασή μας.

 

Προτού ολοκληρώσουμε είναι σκόπιμο να επισημάνουμε τα ακόλουθα:

 

Όπως εντοπίζεται από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας το Δικαστήριο στις 7.10.2013 επιφύλαξε ως μέρα επιβολής της ποινής την 17.10.2013. Την ημέρα εκείνη η ποινή δεν δόθηκε, με αναφορά: «Λόγω φόρτου εργασίας η ποινή δεν είναι έτοιμη και θα δοθεί στις 30.10.13. Ο κατηγορούμενος να είναι παρών με την ίδια εγγύηση.» Στις 30.10.2013 προέκυψε νέο κώλυμα. Όπως λέχθηκε: «Ενόψει του γεγονότος ότι θα πρέπει να μεταβώ εκτάκτως στην Πάφο για κάποια ανειλημμένη υποχρέωση και επειδή η ποινή θα πάρει αρκετό χρόνο, η υπόθεση αναβάλλεται και ορίζεται για να δοθεί η ποινή στις 5.11.13 και ώρα 9.00. Ο κατηγορούμενος να είναι παρών με την ίδια εγγύηση.» Τελικά η ποινή δόθηκε στις 5.11.2013, ένα δηλαδή μήνα μετά που για πρώτη φορά επιφυλάχθηκε.

 

Παρατηρούμε ότι στην παρούσα περίπτωση τα υπό κρίση στοιχεία δεν ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκα και, με καλό προγραμματισμό, χρόνος μερικών ημερών θα ήταν αρκετός για μελέτη και ετοιμασία της ποινής. Η κατ’ επανάληψη αναβολή προκειμένου να απαγγελθεί απόφαση, ιδίως ποινή, δεν συνιστά επιθυμητή πρακτική. Πλήττει την αξιοπιστία του Δικαστηρίου, προκαλεί αχρείαστη ταλαιπωρία στους διαδίκους και έχει ως τελική συνέπεια την παράταση του άγχους και της αγωνίας του κάθε κατηγορούμενου, και του θύματος ή των συγγενών του, στην προκειμένη περίπτωση.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο