Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Χρίστου Ορφανίδη και Άλλης (2015) 2 ΑΑΔ 721

ECLI:CY:AD:2015:B706

(2015) 2 ΑΑΔ 721

[*721]23 Oκτωβρίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 102/2014)

 

ΣΑΒΒΑΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ,

 

Εφεσείοντες,

 

v.

 

ΧΡΙΣΤΟΥ ΟΡΦΑΝΙΔΗ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 115/2014)

 

ΣΑΒΒΑΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ,

 

Εφεσείοντες,

 

v.

 

ΧΑΡΙΚΛΕΙΑΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 102/2014, 115/2014)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα  κατά παράβαση των Άρθρων 305(Α)(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ― Παραμερισμός πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης ― Απόφανση Εφετείου ότι οι εφεσίβλητοι όταν υπέγραψαν τις επιταγές, γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο λογαριασμός της Εταιρείας ήταν παγοποιημένος και η οποιαδήποτε ανάμειξη τους στα οικονομικά της Εταιρείας ήταν στοιχείο αδιάφορο για εξαγωγή συμπεράσματος για τεκμηρίωση ή όχι ένοχης διάνοιας ― Εσφαλμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι ο επίδικος λογαριασμός λειτουργούσε κανονικά.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Ανώμοτη δήλωση ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές  στη βάση [*722]των οποίων αξιολογείται μια ανώμοτη δήλωση ― Κατά πόσον παραγνώρισε τη θεμελιώδη αρχή ότι η ενδεχόμενη αξία μιας ανώμοτης δήλωσης είναι μάλλον πειστική παρά αποδεικτική ― Η πρωτόδικη εν τέλει κατάληξη, βασίστηκε ουσιαστικά στην ανώμοτη δήλωση των εφεσιβλήτων παρά στην αναντίλεκτη μαρτυρία της εφεσείουσας.

 

Η εφεσείουσα ήταν παραπονούμενη σε ιδιωτική ποινική υπόθεση ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία είχε προσάψει εναντίον της εταιρείας Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ  και των εφεσιβλήτων στις πιο πάνω δύο εφέσεις, κατηγορίες για έκδοση δύο επιταγών χωρίς αντίκρισμα  κατά παράβαση των Άρθρων 305(Α)(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανάλυσε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, έκρινε ένοχη την Εταιρεία στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε, αλλά αθώωσε και απάλλαξε τους δύο εφεσίβλητους στις αντίστοιχες κατηγορίες που αυτοί αντιμετώπιζαν.

 

Οι εφεσίβλητοι ήταν ο Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και Εκτελεστικός Σύμβουλος της Εταιρείας και η δεύτερη ως σύζυγος του πρώτου εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, να υπογράφει επιταγές της Εταιρείας.

 

Παρά την παγοποίηση του λογαριασμού της, η Εταιρεία εξέδωσε τέλος Αυγούστου του 2012 τις επίδικες δύο επιταγές επ’ ονόματι της εφεσείουσας για το ποσό των €11.716,70 και €8.497,18 με ημερ. πληρωμής την 30.11.12 και 31.12.12, αντίστοιχα, επ’ ανταλλάγματι αξία εμπορευμάτων που η εφεσείουσα πώλησε και παρέδωσε στην Εταιρεία και όταν οι επιταγές παρουσιάστηκαν στην Τράπεζα για πληρωμή επιστράφηκαν ατίμητες με την ένδειξη «Ο λογαριασμός παγοποιήθηκε - ΚΑΠ, Account Frozen-CIR».

 

Η εφεσείουσα κάλεσε την Εταιρεία να εξοφλήσει τις επιταγές μέσα στην προθεσμία των 15 ημερών που προβλέπεται από το Άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα, χωρίς όμως θετική ανταπόκριση και ενόψει τούτου προχώρησε σε ποινική δίωξη της Εταιρείας και των εφεσιβλήτων  με την προαναφερθείσα ιδιωτική ποινική υπόθεση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανάλυσε τη μαρτυρία των πέντε μαρτύρων κατηγορίας (ΜΚ) που κατέθεσαν για την εφεσείουσα, έκρινε πως αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον και των τριών κατηγορουμένων, τους οποίους κάλεσε σε απολογία.

 

[*723]Με την κλήση τους σε απολογία, οι εφεσίβλητοι περιορίστηκαν σε ανόμωτη δήλωση.

 

Tο πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσείουσα πέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της εναντίον της Εταιρείας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και την έκρινε ένοχη, αλλά αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους στη βάση ότι με την προσκομισθείσα μαρτυρία, η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος ότι οι εφεσίβλητοι είχαν πρόθεση ή και γνώση για τη διάπραξη των αδικημάτων που τους καταλόγισε.

 

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αθωώσει τους δύο εφεσίβλητους από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, αφού εξασφάλισε την προβλεπόμενη από το Γενικό Εισαγγελέα άδεια βάσει του Άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 154.

 

Οι εφέσεις  στηρίχθηκαν στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Ήταν εσφαλμένη η αξιολόγηση και/ή παραγνώριση της προσαχθείσας μαρτυρίας.

 

β)  Ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, αφενός, ο λογαριασμός της Εταιρείας «λειτουργούσε κανονικά, υπό την έννοια ότι οι επιταγές που ήταν πληρωτέες κατ’ εκείνη την περίοδο πληρώνονταν κανονικά» και, αφετέρου, ότι υπό τις συνθήκες που λειτουργούσε ο λογαριασμός οι εφεσίβλητοι δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ότι κατά την ημερομηνία που οι επιταγές ήταν πληρωτέες δεν θα εξοφλούνταν.

 

γ)  Εσφαλμένα προσδόθηκε βαρύτητα στην ανώμοτη δήλωση των εφεσιβλήτων εφόσον ήταν προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στην εν λόγω δήλωση για εξαγωγή των προσβαλλόμενων συμπερασμάτων και όχι στην προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Παρά την απόσυρση, σχετικής προδικαστικής ένστασης το Εφετείο εξέτασε κατά πόσο με τους λόγους έφεσης εγείρονταν μόνο νομικοί λόγοι ώστε να προχωρούσε η εξέταση της έφεσης εφόσον το Άρθρο 137 της Ποινικής Δικονομίας είναι δικαιοδοτικό.

2.  Προέκυπτε ότι παρόλο που οι λόγοι έφεσης δεν ήταν διατυπωμένοι με τον ενδεδειγμένο για προσβολή αθωωτικής απόφασης τρόπο, εντούτοις αυτό που ουσιαστικά προσβαλλόταν με την [*724]έφεση δεν ήταν ευρήματα επί γεγονότων, αλλά συμπεράσματα επί αδιαμφισβήτητων γεγονότων τα οποία μπορούσαν να εφεσιβληθούν.

  3.   Έπετο ότι δεν υφίστατο εμπόδιο για εξέταση της ουσίας της έφεσής και ενόψει τούτου θα την εξετάσουμε.

  4.   Από την εξέταση της εφεσιβαλλόμενης απόφασης προέκυπτε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήταν δυνατό να καθοριστεί ο χρόνος υπογραφής των επιταγών, ζήτημα ουσιώδους σημασίας για την υπόθεση, δεν εύρισκε έρεισμα στην αναντίλεκτη μαρτυρία που είχε ενώπιον του επί του θέματος.

  5.   Η πρώτη επιταγή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του διευθυντή της εφεσείουσας (ΜΚ1), του παραδόθηκε υπογεγραμμένη στις 20.8.12  και η δεύτερη στις 25.9.12  και κατά συνέπεια το υπό συζήτηση συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου  αντιστρατεύετο έκδηλα τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του.

  6.   Με αυτό ως δεδομένο, δεν ήταν αδύνατο για το πρωτόδικο Δικαστήριο - όπως εσφαλμένα αποφάσισε - να καταλήξει σε συμπέρασμα ως προς την ένοχη σκέψη (mens rea) των εφεσιβλήτων στη βάση ανυπαρξίας  αυτού του στοιχείου.

  7.   Όπως έχει νομολογηθεί το στοιχείο της γνώσης ανάγεται συνήθως στην πνευματική λειτουργία των κατηγορουμένων και η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που αποδεικνύουν πέραν από κάθε λογική αμφιβολία τη γνώση.

  8.   Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσίβλητοι - ο πρώτος ως Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και Εκτελεστικός Σύμβουλος της Εταιρείας και η δεύτερη ως σύζυγος του πρώτου και εξουσιοδοτημένη να υπογράφει επιταγές της Εταιρείας - γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο λογαριασμός της Εταιρείας είχε παγοποιηθεί από 10.7.12 και για πληρωμή των επιταγών έπρεπε να υπάρχει διαθέσιμο υπόλοιπο, που δεν υπήρχε.

  9.   Αναφορικά με τους λόγους έφεσης περί των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία βάσει της οποίας να προέκυπτε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν ενεργό ανάμειξη στα οικονομικά της Εταιρείας και ότι θα μπορούσαν να γνωρίζουν ότι κατά την ημερομηνία που οι επιταγές ήταν πληρωτέες δεν θα εξοφλούντο, επρόκειτο  για συμπεράσματα που εξήχθησαν στη βάση της λανθασμένης εντύπωσης ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει το βάρος της προσκόμισης μαρτυρίας που άπτεται της νοητικής λειτουργίας ενός κατηγορουμένου και η οποία παραβλέπει ότι το στοιχείο της γνώσης αποδεικνύεται με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση.

10. Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως τεκμηριώθηκε από τη μαρτυρία, οι εφεσίβλητοι, όταν υπέγραψαν τις επιταγές, γνώριζαν ή όφειλαν [*725]να γνωρίζουν ότι ο λογαριασμός της Εταιρείας ήταν παγοποιημένος και η οποιαδήποτε ανάμειξη τους στα οικονομικά της Εταιρείας ήταν στοιχείο αδιάφορο για εξαγωγή συμπεράσματος για τεκμηρίωση ή όχι ένοχης διάνοιας.

11. Η πληρωμή οποιωνδήποτε άλλων επιταγών που εξέδωσε η Εταιρεία κατά τον ουσιώδη χρόνο, προφανώς έγινε - όπως ήταν η μαρτυρία της τραπεζικού υπαλλήλου ΜΚ4 - στη βάση ειδικής διευθέτησης.

12. Η ειδική, όμως, διευθέτηση δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και αντ’ αυτού εξέλαβε την πληρωμή κάποιων επιταγών καθ’ ον χρόνο ο λογαριασμός της Εταιρείας ήταν παγοποιημένος ως στοιχείο πίστης των εφεσιβλήτων ότι και οι επίδικες επιταγές θα εξοφλούντο.

13. Επρόκειτο για έκδηλα λανθασμένη προσέγγιση του ζητήματος εφόσον σε τέτοια περίπτωση η παγοποίηση του λογαριασμού δεν θα είχε νόημα.

14. Έπετο ότι ευσταθούσε και αυτός ο λόγος έφεσης και δεν ήταν κατανοητό το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι  «. ο λογαριασμός της Εταιρείας λειτουργούσε κανονικά υπό την έννοια ότι οι επιταγές που ήταν πληρωτέες κατ’ εκείνη την περίοδο πληρώνονταν κανονικά»,  τη στιγμή που ο εν λόγω λογαριασμός ήταν παγοποιημένος και λόγω αυτού οι επιταγές προς όφελος της εφεσείουσας δεν πληρώθηκαν.

15. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ αναφέρει τις νομικές αρχές στη βάση των οποίων αξιολογείται μια ανόμωτη δήλωση, εντούτοις παραγνώρισε τη θεμελιώδη αρχή ότι η ενδεχόμενη αξία μιας ανόμωτης δήλωσης είναι μάλλον πειστική παρά αποδεικτική, εφόσον με αυτή δεν αποδεικνύονται γεγονότα τα οποία μόνο με μαρτυρία αποδεικνύονται.

16. Και αυτό αφού η εν τέλει κατάληξη του, βασίστηκε ουσιαστικά στην ανόμωτη δήλωση των εφεσιβλήτων παρά στην αναντίλεκτη μαρτυρία της εφεσείουσας.

17. Τα προσβαλλόμενα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν βασίζονταν στην αναντίλεκτη μαρτυρία που είχε ενώπιον του και το υπόβαθρο στο οποίο βασίστηκε για να καταλήξει ότι δεν αποδείχτηκε το στοιχείο της γνώσης ήταν σαθρό  και οδήγησε σε εσφαλμένη εφαρμογή των όσων αποφασίστηκαν στην απόφαση Παυλόπουλος (κατωτέρω)  για αθώωση των εφεσιβλήτων.

18. Στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας η εφεσείουσα είχε αποδείξει ότι κατά το χρόνο υπογραφής των επίδικων επιταγών, οι εφεσίβλητοι γνώριζαν ότι ο λογαριασμός της Εταιρείας ήταν παγοποιημένος, στοιχείο που αφ’ εαυτού αποδείκνυε την ένοχη διάνοια και ως συνεργοί στην έκδοση των επιταγών θα έπρεπε να κριθούν ένοχοι  για το ιδιώνυμο αδίκημα του Άρθρου 305Α [*726]του Ποινικού Κώδικα.

 

Οι εφέσεις επέτυχαν. Οι εφεσίβλητοι κρίθηκαν ένοχοι στις κατηγορίες που έκαστος αντιμετώπιζαν πρωτοδίκως.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261,

 

Μilitos Trading Ltd v. Mαλέκκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 609,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυπριανού, Ποιν. Εφ. 162/13 ημερ. 19.12.14,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 92,

 

Υοussef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289,

 

Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486,

 

R. v. Frost [1964] 64 Cr. App.R. 284,

 

Vrakas a.o. v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139,

 

Themistokleous v. Police (1981) 2 C.L.R. 200,

 

Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97,

 

Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522.

 

Έφεση εναντίον Ποινής.

 

Έφεση από τους Παραπονούμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Ιωαννίδης, Π.Ε.Δ., Στυλιανίδης, Α.Ε.Δ., Γεωργίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 656/2013), ημερομηνίας 9/5/2014.

 

Ν. Νικολάου, για τους Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.

 

Ν. Τσαρδέλλης με Ελ. Νικολάου (κα), για τους Εφεσίβλητους και στις δύο εφέσεις.

 

Cur. adv. vult.

 

[*727]EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ..

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα ήταν παραπονούμενη στην ιδιωτική ποινική υπόθεση 656/13 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που συνεδριάζει στο Παραλίμνι, με την οποία είχε προσάψει εναντίον της εταιρείας Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στο εξής η Εταιρεία) και των εφεσιβλήτων στις πιο πάνω δύο εφέσεις κατηγορίες για έκδοση δύο επιταγών χωρίς αντίκρισμα κατά παράβαση των Άρθρων 305(Α)(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανάλυσε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, έκρινε ένοχη την Εταιρεία στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε, αλλά αθώωσε και απάλλαξε τους δύο εφεσίβλητους στις αντίστοιχες κατηγορίες που αυτοί αντιμετώπιζαν. Δηλαδή στην κατηγορία 2 που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος 1, ο οποίος είχε  υπογράψει για λογαριασμό της Εταιρείας την επιταγή 09848396 με ημερομηνία πληρωμής 30.11.12 για ποσό €11.716,70 και στην κατηγορία 3 που αντιμετώπιζε η εφεσίβλητη 2, η οποία είχε υπογράψει για λογαριασμό της Εταιρείας την υπ’ αρ. 09848984 ημερομηνίας πληρωμής 31.12.12 για το ποσό των €8.497,18.

 

Η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αθωώσει τους δύο εφεσίβλητους από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν και αφού εξασφάλισε την προβλεπόμενη από το Γενικό Εισαγγελέα άδεια βάσει του Άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 154, την εφεσίβαλε με τις παρούσες δύο εφέσεις με εννέα ταυτόσημους λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα αναφερθούμε στο ιστορικό της διαδικασίας και τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο ναι μεν έκρινε ένοχη την Εταιρεία αλλά αθώωσε τους εφεσίβλητους.

 

Με βάση τα εδάφια 3, 4 και 5 του Άρθρου 41 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι το 2000 και του Άρθρου 53Α των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985-2001, η Κεντρική Τράπεζα έκδωσε Κοινές Οδηγίες προς όλες τις εμπορικές τράπεζες και τις συνεργατικές εταιρείες να καταχωρούν στο προβλεπόμενο από τις Οδηγίες Κεντρικό Αρχείο Πληροφοριών (ΚΑΠ) τα ονόματα των φυσικών και νομικών προσώπων τα οποία είχαν εκδώσει επιταγές, οι οποίες παρέμειναν απλήρωτες για δεκαπέντε ημέρες μετά την παρουσίαση τους για πληρωμή. Πρόκειται για μέτρο που, όπως αναφέρεται στο Προοίμιο των Οδηγιών, κατέστη αναγκαίο για αντιμετώπιση του προβλήματος των ακάλυπτων επιταγών οι οποίες ως βασικό και αξιόπιστο μέσο διενέργειας πληρωμών αποτελούν αποσταθεροποιητικό παράγοντα για τη βιωσιμότητα και φερεγγυότητα των επιχειρήσεων και των εμπορευομένων με αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση η Εταιρεία είχε ανοίξει στις 9.3.02 τρεχούμενο λογαριασμό στη Λαϊκή Τράπεζα (στο εξής η Τράπεζα), ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο μεταξύ €2,9 εκατομμυρίων και €5,7 εκατομμυρίων και το όνομα της είχε καταχωρισθεί στο ΚΑΠ λόγω του ότι επιταγές που είχε εκδώσει είχαν επιστραφεί απλήρωτες. Kαι αυτό αφού προηγουμένως η Τράπεζα, στις 10.7.12, είχε παγοποιήσει το λογαριασμό της υπό την έννοια ότι έκτοτε ο εν  λόγω λογαριασμός λειτουργούσε χωρίς όριο και η πληρωμή επιταγών που εξέδιδε θα μπορούσε να γίνει στη βάση ειδικών διευθετήσεων.

 

Παρά την παγοποίηση του λογαριασμού της, η Εταιρεία εξέδωσε τέλος Αυγούστου του 2012 τις επίδικες δύο επιταγές επ’ ονόματι της εφεσείουσας για το ποσό των €11.716,70 και €8.497,18 με ημερ. πληρωμής την 30.11.12 και 31.12.12, αντίστοιχα, επ’ ανταλλάγματι αξία εμπορευμάτων που η εφεσείουσα πώλησε και παρέδωσε στην Εταιρεία και όταν οι επιταγές παρουσιάστηκαν στην Τράπεζα για πληρωμή επιστράφηκαν ατίμητες με την ένδειξη «Ο λογαριασμός παγοποιήθηκε – ΚΑΠ, Account Frozen-CIR».

 

Η εφεσείουσα κάλεσε την Εταιρεία να εξοφλήσει τις επιταγές μέσα στην προθεσμία των 15 ημερών που προβλέπεται από το Άρθρο 305Α* του Ποινικού Κώδικα, χωρίς όμως θετική ανταπόκριση και ενόψει τούτου προχώρησε σε ποινική δίωξη της Εταιρείας και των εφεσιβλήτων με την προαναφερθείσα ιδιωτική ποινική υπόθεση.

[*729]Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανάλυσε τη μαρτυρία των πέντε μαρτύρων κατηγορίας (ΜΚ) που κατάθεσαν για την εφεσείουσα, έκρινε πως αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον και των τριών κατηγορουμένων τους οποίους κάλεσε σε απολογία.

 

Με την κλήση τους σε απολογία οι εφεσίβλητοι περιορίστηκαν σε ανόμωτη δήλωση, προβάλλοντας ότι δεν πέρασε από το μυαλό τους η πιθανότητα ότι επιταγές δεν θα πληρώνονταν από την Τράπεζα. Για τεκμηρίωση δε του ισχυρισμού τους ο μεν εφεσίβλητος 1 - Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Εκτελεστικός Σύμβουλος της Εταιρείας – επικαλέστηκε το γεγονός ότι η Εταιρεία προέβαινε καθημερινώς σε καταθέσεις για να πληρώνονται οι επιταγές που έκδιδε, η δε εφεσίβλητη 2 – σύζυγος του εφεσίβλητου 1 – ότι αυτή δεν είχε ανάμιξη στα οικονομικά της Εταιρείας και υπέγραφε τις επιταγές ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Εταιρείας όταν απουσίαζε ο σύζυγος της.

 

Με υπόβαθρο τα ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσείουσα πέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της εναντίον της Εταιρείας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και την έκρινε ένοχη, αλλά αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους στη βάση ότι με την προσκομισθείσα μαρτυρία η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος ότι οι εφεσίβλητοι είχαν πρόθεση ή και γνώση για τη διάπραξη των αδικημάτων που τους καταλόγισε. Και αυτό με αναφορά στις Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261 και Μilitos Trading Ltd v. Mαλέκκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 609 και στη βάση ενός (αχρείαστα) μακροσκελέστατου σκεπτικού το οποίο δεν χρειάζεται να παραθέσουμε αυτούσιο. Ό,τι απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας είναι ότι η αθώωση των εφεσιβλήτων βασίστηκε ουσιαστικά σε τέσσερις λόγους. Ότι δηλαδή, από την προσαχθείσα μαρτυρία (α) δεν προέκυψε οτιδήποτε περί ενεργούς εμπλοκής του εφεσίβλητου 1  στα οικονομικά της Εταιρείας, (β) προέκυψε ότι η εφεσίβλητη 2 ουδέποτε υπήρξε διευθύντρια της Εταιρείας, (γ) δεν ήταν δυνατό να καθοριστεί ο χρόνος έκδοσης των επιταγών και ως εκ τούτου ήταν αδύνατο να αξιολογηθούν άλλα γεγονότα ή δείγματα συμπεριφοράς των εφεσιβλήτων για να πείσουν πέραν από κάθε λογική αμφιβολία πως αυτοί γνώριζαν τα ουσιώδη γεγονότα που ήταν αναγκαία για απόδειξη ένοχης πρόθεσης (Militos Trading Ltd, ανωτέρω) και, (δ) ναι μεν ο λογαριασμός της Εταιρείας είχε κατά του ουσιώδη χρόνο χρεωστικό υπόλοιπο που κυμαινόταν από €2,9 εκατομμύρια μέχρι €5,7 εκατομμύρια, αλλά κάποιες επιταγές που είχε εκδώσει κατά την εν λόγω περίοδο είχαν πληρωθεί και συνεπώς οι εφεσί[*730]βλητοι δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ότι οι επίδικες επιταγές δεν θα πληρώνονταν.

 

Τα πιο πάνω συμπεράσματα προσβάλλονται με τους πρώτους έξι λόγους έφεσης με αιτιολογία την εσφαλμένη αξιολόγηση και/ή παραγνώριση της προσαχθείσας μαρτυρίας, ενώ με τους επόμενους δύο προσβάλλεται ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, αφενός, ο λογαριασμός της Εταιρείας «… λειτουργούσε κανονικά, υπό την έννοια ότι οι επιταγές που ήταν πληρωτέες κατ’ εκείνη την περίοδο πληρώνονταν κανονικά» και, αφετέρου, ότι υπό τις συνθήκες που λειτουργούσε ο λογαριασμός οι εφεσίβλητοι δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ότι κατά την ημερομηνία που οι επιταγές ήταν πληρωτέες δεν θα εξοφλούνταν (λόγοι έφεσης 7 και 8). Τέλος, με τον ένατο λόγο έφεσης διατυπώνεται η θέση ότι εσφαλμένα προσδόθηκε βαρύτητα στην ανόμωτη δήλωση των εφεσιβλήτων εφόσον είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στην εν λόγω δήλωση για εξαγωγή των προσβαλλόμενων συμπερασμάτων και όχι στην προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας προώθησε τους λόγους έφεσης με εμπεριστατωμένο περίγραμμα αγόρευσης, όπως έπραξε το ίδιο και ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Σημειώνουμε συναφώς ότι κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της  υπόθεσης ο συνήγορος των εφεσιβλήτων απέσυρε «προδικαστικό» ισχυρισμό ότι οι λόγοι έφεσης 1, 2, 4, 5, 7 και 8 αφορούν αξιολόγηση και ευρήματα που σύμφωνα με το Άρθρο 137 της Ποινικής Δικονομίας δεν εφεσιβάλλονται καθότι  πρόκειται για αθωωτική απόφαση. Παρά την απόσυρση, όμως, του εν λόγω ισχυρισμού εξετάσαμε κατά πόσο με τους λόγους έφεσης εγείρονται μόνο νομικοί λόγοι ώστε να προχωρήσουμε στην εξέταση της έφεσης εφόσον το Άρθρο 137 της Ποινικής Δικονομίας είναι δικαιοδοτικό (βλ. πρόσφατες αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυπριανού, Ποιν. Εφ. 162/13 ημερ. 19.12.14). Καταλήξαμε ότι παρόλο που οι λόγοι έφεσης δεν είναι διατυπωμένοι με τον ενδεδειγμένο για προσβολή αθωωτικής απόφασης τρόπο, εντούτοις ό,τι ουσιαστικά προσβάλλεται με την έφεση δεν είναι ευρήματα επί γεγονότων, αλλά συμπεράσματα επί αδιαμφισβήτητων γεγονότων τα οποία μπορούν να εφεσιβληθούν (βλ. Κυπριανού (ανωτέρω) στην οποία οι διιστάμενες αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας επιβεβαίωσαν τις αρχές που τέθηκαν επί του ζητήματος στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 92). Έπεται ότι δεν υφίστα[*731]ται εμπόδιο για εξέταση της ουσίας της έφεσής και ενόψει τούτου θα την εξετάσουμε.

 

Διεξήλθαμε με την επιβαλλόμενη προσοχή την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία επί των πρώτων έξι λόγων έφεσης υπό το πρίσμα που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του για να εξάξει τα προσβαλλόμενα συμπεράσματα. Καταλήξαμε εν πρώτοις ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήταν δυνατό να καθοριστεί ο χρόνος υπογραφής των επιταγών, ζήτημα ουσιώδους σημασίας για την υπόθεση, δεν βρίσκει έρεισμα στην αναντίλεκτη μαρτυρία που είχε ενώπιον του επί του θέματος. Η πρώτη επιταγή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του διευθυντή της εφεσείουσας (ΜΚ1), του παραδόθηκε υπογεγραμμένη στις 20.8.12 (τεκμ.8) και η δεύτερη στις 25.9.12 (τεκμ.9) και κατά συνέπεια το υπό συζήτηση συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου  αντιστρατεύεται έκδηλα τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του. Με αυτό ως δεδομένο, δεν ήταν αδύνατο για το πρωτόδικο Δικαστήριο – όπως εσφαλμένα αποφάσισε – να καταλήξει σε συμπέρασμα ως προς την ένοχη σκέψη (mens rea) των εφεσιβλήτων στη βάση ανυπαρξίας  αυτού του στοιχείου. Όπως έχει νομολογηθεί (βλ. Υοussef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289 και Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486), το στοιχείο της γνώσης ανάγεται συνήθως στην πνευματική λειτουργία των κατηγορουμένων και η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που αποδεικνύουν πέραν από κάθε λογική αμφιβολία τη γνώση.  Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσίβλητοι – ο πρώτος ως Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και Εκτελεστικός Σύμβουλος της Εταιρείας και η δεύτερη ως σύζυγος του πρώτου και εξουσιοδοτημένη να υπογράφει επιταγές της Εταιρείας – γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο λογαριασμός της Εταιρείας είχε παγοποιηθεί από 10.7.12 και για πληρωμή των επιταγών έπρεπε να υπάρχει διαθέσιμο υπόλοιπο, που δεν υπήρχε. Έπεται ότι το υπό αναφορά συμπέρασμα όχι μόνο δεν είχε έρεισμα στην προσαχθείσα μαρτυρία, αλλά έτεινε και στην απόδειξη ένοχης διάνοιας των εφεσιβλήτων και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε την Militos Trading Ltd (ανωτέρω) και κατέληξε ότι «… ελλείψει μαρτυρίας για το χρόνο της υπογραφής δεν αποδεικνύεται και η πρόθεση …» των εφεσιβλήτων.

 

Ενόψει των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 5 και 6 που αφορούν το πιο πάνω συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ευσταθούν και προχωρούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης 1, 2 και [*732]3, οι οποίοι έχουν στο στόχαστρο τους τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία βάσει της οποίας να προέκυπτε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν ενεργό ανάμειξη στα οικονομικά της Εταιρείας και ότι θα μπορούσαν να γνωρίζουν ότι κατά την ημερομηνία που οι επιταγές ήταν πληρωτέες δεν θα εξοφλούντο.  Πρόκειται κατά την άποψή μας για συμπεράσματα που εξήχθησαν στη βάση της λανθασμένης εντύπωσης ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει το βάρος της προσκόμισης μαρτυρίας που άπτεται της νοητικής λειτουργίας ενός κατηγορουμένου και η οποία παραβλέπει ότι το στοιχείο της γνώσης αποδεικνύεται με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση (Youssef και Aνδρονίκου, ανωτέρω). Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως τεκμηριώθηκε από τη μαρτυρία, οι εφεσίβλητοι, όταν υπέγραψαν τις επιταγές, γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο λογαριασμός της Εταιρείας ήταν παγοποιημένος και η οποιαδήποτε ανάμειξη τους στα οικονομικά της Εταιρείας ήταν στοιχείο αδιάφορο για εξαγωγή συμπεράσματος για τεκμηρίωση ή όχι ένοχης διάνοιας.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω κρίνουμε ότι ευσταθούν και οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 και σ’ ότι αφορά τον λόγο έφεσης 4, ο οποίος έχει στο στόχαστρο του το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν γνώριζαν ότι οι επίδικες επιταγές δεν θα πληρώνονταν αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο πληρώθηκαν άλλες επιταγές που έκδωσε η Εταιρεία, επαναλαμβάνουμε τα πιο πάνω. Ότι δηλαδή, οι εφεσίβλητοι γνώριζαν ότι ο λογαριασμός της Εταιρείας είχε παγοποιηθεί από τις 10.7.12 και η πληρωμή οποιωνδήποτε άλλων επιταγών που εξέδωσε η Εταιρεία κατά τον ουσιώδη χρόνο προφανώς έγινε – όπως ήταν η μαρτυρία της τραπεζικού υπαλλήλου ΜΚ4 – στη βάση ειδικής διευθέτησης. Η ειδική, όμως, διευθέτηση δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και αντ’ αυτού εξέλαβε την πληρωμή κάποιων επιταγών καθ’ ον χρόνο ο λογαριασμός της Εταιρείας ήταν παγοποιημένος ως στοιχείο πίστης των εφεσιβλήτων ότι και οι επίδικες επιταγές θα εξοφλούντο. Πρόκειται για έκδηλα λανθασμένη προσέγγιση του ζητήματος εφόσον σε τέτοια περίπτωση η παγοποίηση του λογαριασμού δεν θα είχε νόημα. Έπεται ότι ευσταθεί και αυτός ο λόγος έφεσης και σ’ ότι αφορά τους λόγους έφεσης 7 και 8 αδυνατούμε να κατανοήσουμε το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι  «… ο λογαριασμός της (Εταιρείας) λειτουργούσε κανονικά υπό την έννοια ότι οι επιταγές που ήταν πληρωτέες κατ’ εκείνη την περίοδο πληρώνονταν κανονικά»,  τη στιγμή που ο εν λόγω λογαριασμός ήταν παγοποιημένος και λόγω αυτού οι επιταγές προς όφελος της εφεσεί[*733]ουσας δεν πληρώθηκαν.  Φαίνεται, εν κατακλείδι, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ αναφέρει τις νομικές αρχές στη βάση των οποίων αξιολογείται μια ανόμωτη δήλωση (R. v. Frost [1964] 64 Cr. App.R. 284, Vrakas a.o. v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, Themistokleous v. Police (1981) 2 C.L.R. 200 και Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97), εντούτοις παραγνώρισε τη θεμελιώδη αρχή ότι η ενδεχόμενη αξία μιας ανόμωτης δήλωσης είναι μάλλον πειστική παρά αποδεικτική, εφόσον με αυτή δεν αποδεικνύονται γεγονότα τα οποία μόνο με μαρτυρία αποδεικνύονται. Και αυτό αφού η εν τέλει κατάληξη του βασίστηκε ουσιαστικά στην ανόμωτη δήλωση των εφεσιβλήτων παρά στην αναντίλεκτη μαρτυρία της εφεσείουσας και ως εκ τούτου κρίνουμε ότι ευσταθεί και ο τελευταίος λόγος έφεσης.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω καταλήγουμε ότι τα  προσβαλλόμενα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν βασίζονται στην αναντίλεκτη μαρτυρία που είχε ενώπιον του και το υπόβαθρο στο οποίο βασίστηκε για να καταλήξει ότι δεν αποδείχτηκε το στοιχείο της γνώσης ήταν σαθρό  και οδήγησε σε εσφαλμένη εφαρμογή των όσων αποφασίστηκαν στην Παυλόπουλος (ανωτέρω) για αθώωση των εφεσιβλήτων. Στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας η εφεσείουσα είχε αποδείξει ότι κατά το χρόνο υπογραφής των επίδικων επιταγών οι εφεσίβλητοι γνώριζαν ότι ο λογαριασμός της Εταιρείας ήταν παγοποιημένος, στοιχείο που αφ’  εαυτού αποδείκνυε την ένοχη διάνοια και ως συνεργοί στην έκδοση των επιταγών θα έπρεπε να κριθούν ένοχοι  για το ιδιώνυμο αδίκημα – όπως χαρακτηρίστηκε από την πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας στη Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522 – του Άρθρου  305Α του Ποινικού Κώδικα.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση παραμερίζεται και οι εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι στις κατηγορίες που έκαστος αντιμετώπιζε πρωτοδίκως σύμφωνα με το κατηγορητήριο.

 

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν. Οι εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι στις κατηγορίες που έκαστος αντιμετωπίζουν πρωτοδίκως.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο