Φραγκίσκου Αναστάσιος ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 833

ECLI:CY:AD:2015:B779

(2015) 2 ΑΑΔ 833

[*833]25 Νοεμβρίου, 2015

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 222/2014)

 

 

Ποινή ― Ναρκωτικά ― Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, ήτοι 20 κιλών και 401 γραμμαρίων κάνναβης, χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας και κατοχής του εν λόγω ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 όπως τροποποιήθηκε ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης 12 χρόνων ― Χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο αυστηρή, αλλά όχι έκδηλα υπερβολική, δεδομένης της μεγάλης ποσότητας των ναρκωτικών.

 

Ποινή ― Συνταγματικό Δίκαιο ― Ισότητα ― Άρθρο 28.1 του Συντάγματος ― Στην έκταση που καλύπτει την επιβολή ποινής, είναι υποχρέωση του Δικαστηρίου να μεταχειρίζεται με ομοιόμορφο τρόπο όλους όσους βρίσκονται στην ίδια θέση ― Η φράση «ίσοι ενώπιον του νόμου», δεν σημαίνει αριθμητική εξίσωση, αλλά ισότητα έναντι αυθαίρετων διακρίσεων.

 

Ποινή ― Ίση μεταχείριση παραβατών ― Για να έχει επίδραση η ανισότητα στην έφεση, η διαφορά ανάμεσα στις ποινές που επιβλήθηκαν πρέπει να είναι ουσιαστική ― Περαιτέρω, η όποια ανισότητα στη μεταχείριση αδικοπραγούντων, πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά ή νομικά κριτήρια.

 

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Η μη τιμωρία τρίτου προσώπου αναμεμειγμένου σε εγκληματική δράση δεν συνιστά αφ’ εαυτής παράγοντα μετριαστικό της ποινής ― Μόνον όπου αυτή οφείλεται σε ευνοϊκή μεταχείριση του παραβάτη από την κατηγορούσα αρχή μπορεί να προσμετρήσει ως μετριαστικό στοιχείο στο πλαίσιο της [*834]εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών.

 

Ποινή ― Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της.

 

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Ο κίνδυνος που αναλαμβάνουν πρόσωπα που εμπλέκονται σε έκνομες δραστηριότητες, ως αποτέλεσμα της απόφασής τους να συνεργαστούν με την Αστυνομία, θα πρέπει να συνεκτιμούνται από τα Δικαστήρια κατά το στάδιο της επιβολής ποινής στα πρόσωπα αυτά ― Όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος και όσο πολυτιμότερη είναι η συνδρομή τόσο περισσότερο θα πρέπει αυτό να αντανακλάται στο ύψος της ποινής που επιβάλλεται.

 

Ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος με δική του παραδοχή από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας σε δύο κατηγορίες: Κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, ήτοι 20 κιλά και 401 γραμμάρια κάνναβης, χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας και κατοχής του εν λόγω ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου  29/77, όπως τροποποιήθηκε.

 

Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 ετών σε σχέση με την κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Στην κατηγορία της κατοχής δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, δεδομένης της ουσιαστικής ταύτισης των συστατικών στοιχείων των δύο κατηγοριών.

 

Σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα, στις 30.5.2014 αφίχθηκε στη Δημοκρατία μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας η Alempi Cristina, συγκατηγορούμενη του Εφεσείοντα, προερχόμενη από την Αθήνα. Ακολούθησε διαδικασία ελεγχόμενης παράδοσης των ουσιών, οι οποίες αντικαταστάθηκαν με ομοιώματα και οργανώθηκε επιχείρηση εντοπισμού και σύλληψης των εμπλεκομένων στην υπόθεση προσώπων.

 

Σε καθορισθέν σημείο, παράδοσης, ο Εφεσείοντας μαζί με τον οδηγό οχήματος στο οποίο επέβαινε, παρέλαβαν τις αποσκευές από την Alempi και τις τοποθέτησαν στο δικό τους όχημα. Αμέσως μετά ο οδηγός του οχήματος ανέπτυξε ταχύτητα και έφυγε, εγκαταλείποντας στη σκηνή τον Εφεσείοντα και την Alempi. Ακολούθησε καταδίωξή του χωρίς αποτέλεσμα.

 

Κατά την επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο τόνισε τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων με αναφορά στις ανώτατες προβλεπόμενες από το νόμο ποινές της διά βίου φυλάκισης σε σχέση με την κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσω[*835]πα, καθώς επίσης και της οκταετούς φυλάκισης σε αναφορά με την κατηγορία της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β. Ακολούθως σημείωσε τα περιορισμένα περιθώρια εξατομίκευσης και την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Ως προς την εισήγηση ότι ο Εφεσείων διαδραμάτισε δευτερεύοντα ρόλο στη διάπραξη των αδικημάτων, ήταν η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων, ως μεταφορέας των ναρκωτικών, αποτέλεσε, όπως και η Alempi, «ένα άκρως σημαντικό και εκ των πραγμάτων αναγκαίο κρίκο  στην αλυσίδα διακίνησης των ναρκωτικών και τη διασπορά τους στη χώρα μας». Τελικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στην περίπτωση του Εφεσείοντα δικαιολογείτο η επιβολή αυστηρότερης ποινής σε σχέση με εκείνη που επιβλήθηκε στην Alempi, προβάλλοντας ως θεμελιακό παράγοντα την άμεση παραδοχή της Alempi και τη συνεργασία της με την Αστυνομία, η οποία εκφράστηκε έμπρακτα με την παροχή συγκεκριμένων πληροφοριών και τη συμμετοχή της στην ελεγχόμενη παράδοση των επίδικων ναρκωτικών. Συνεκτίμησε, περαιτέρω, ως στοιχεία που δικαιολογούσαν διαφορετική προσέγγιση ως προς το μέτρο της ποινής τις ιδιάζουσες προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις της Alempi και την έμπρακτη μεταμέλειά της.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με την έκταση της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης και στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Η ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική και παραβίαζε την αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών και/ή ήταν δυσανάλογη σε σχέση με την ποινή που επιβλήθηκε στο συγκατηγορούμενο πρόσωπο.

 

β)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσμέτρησε στην ορθή τους διάσταση τις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντα κατά την επιμέτρηση της ποινής.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Τόσο ο ρόλος του Εφεσείοντα, όσο και ο ρόλος της Alempi ήταν ουσιαστικά ταυτόσημος. Ούτε και εντοπίζεται καθοριστική, για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, διαφοροποίηση στις περιστάσεις και στην όλη συμμετοχή τους στην υπό κρίση παρανομία.

2.  Ενεργούσαν και οι δύο ως μεταφορείς (βαποράκια) των ναρκωτικών. Ήταν, όπως πολύ ορθά εντόπισε το Κακουργιοδικείο, αναγκαίοι κρίκοι στην αλυσίδα διακίνησης των παρανόμων ουσιών. Η αναφορά του συνηγόρου στην απόφαση Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633, στην προσπάθειά του να τεκμηριώσει ότι παραβιάστηκε η αρχή της διαφοροποίησης των ποινών, αλ[*836]λά και να θέσει νομολογιακό προηγούμενο ως προς το ύψος της ποινής, δεν ήταν υποβοηθητική.

  3.   Όπως καθορίστηκε στη νομολογία για να έχει επίδραση η ανισότητα στην έφεση, η διαφορά ανάμεσα στις ποινές που επιβλήθηκαν πρέπει να είναι ουσιαστική. Περαιτέρω, η όποια ανισότητα στη μεταχείριση αδικοπραγούντων πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά ή νομικά κριτήρια.

  4.   Η διαφοροποίηση στην ποινή ανόμοιων καταστάσεων δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας και δεν αποκλείονται βεβαίως εύλογες διακρίσεις που μπορεί και πρέπει να γίνονται λόγω της διαφορετικής φύσης της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης.

  5.   Όπου ένας παραβάτης διαθέτει ευεργέτημα το οποίο δεν διαθέτει άλλος συγκατηγορούμενός του καλύπτεται και από ανάλογο ελαφρυντικό, το οποίο επιβάλλεται να αντανακλάται στο ύψος και στη διαφοροποίηση της ποινής.

  6.   Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως ήδη λέχθηκε, ο ρόλος του Εφεσείοντα και της Alempi ήταν ουσιαστικά ο ίδιος, τα δε ναρκωτικά σε σχέση με την απόφαση  Λαζάρου (ανωτέρω) στην οποία στηρίχθηκε ο λόγος έφεσης, αφορούν διπλάσια ποσότητα της ίδιας Τάξεως Β.

  7.   Καθοριστικό στοιχείο στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου κατά την επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε στην Alempi ήταν η έμπρακτη μεταμέλειά της, όπως αυτή εκφράσθηκε από την άμεση παραδοχή της και την προθυμία της να συνεργαστεί με την ΥΚΑΝ και να βοηθήσει στην εξιχνίαση της όλης υπόθεσης.

  8.   Η συνεργασία της αυτή δεν εξαντλήθηκε στη συμμετοχή της στην ελεγχόμενη παράδοση των παράνομων ουσιών. Κατονόμασε το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου είχαν εισαχθεί τα ναρκωτικά και δήλωσε έτοιμη να παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να δώσει μαρτυρία προς τεκμηρίωση της ενοχής όλων των εμπλεκομένων.

  9.   Η πλήρης διαλεύκανση εγκληματικών δραστηριοτήτων οι οποίες περιστρέφονται γύρω από την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ιδίως η προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης των προσώπων που διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην εγκληματική αυτή συμπεριφορά, είναι έργο δύσκολο και πολύπλοκο.

10. Στις πλείστες των περιπτώσεων είναι αναγκαία η αναζήτηση μαρτυρίας από πρόσωπα που εμπλέκονται στις έκνομες αυτές δραστηριότητες. Πρόσωπα που συνήθως είναι απρόθυμα να συνδράμουν τις προσπάθειες των διωκτικών αρχών.

11. Ο κίνδυνος που αναλαμβάνουν ως αποτέλεσμα της απόφασής τους να συνεργαστούν με την Αστυνομία, σε συνάρτηση με το βαθμό συνεργασίας και την έκταση και φύση των πληροφοριών που παρέχουν, θα πρέπει να συνεκτιμούνται από τα Δικαστήρια [*837]κατά το στάδιο της επιβολής ποινής στα πρόσωπα αυτά.

12. Όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος και όσο πολυτιμότερη είναι η συνδρομή τόσο περισσότερο θα πρέπει αυτό να αντανακλάται στο ύψος της ποινής που επιβάλλεται.

13. Υπό το φως των πιο πάνω παρατηρήσεων, εύκολα εντοπίζεται η καταλυτική επίδραση της συνεργασίας που επέδειξε η Alempi στη διαφοροποίηση της ποινής της από αυτή του Εφεσείοντα.

14. Αντίθετα, ο Εφεσείοντας, παρά το γεγονός ότι συνελήφθηκε επ’  αυτοφώρω, αρνήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, στα αρχικά στάδια της διαδικασίας, την εμπλοκή του και τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν. Τελικά καταχώρησε παραδοχή, λίγο προτού αρχίσει η ακρόαση της υπόθεσης.

15. Ούτε οι σχετικές αναφορές του Κακουργιοδικείου στις προσωπικές συνθήκες της Alempi κατά την πορεία διαφοροποίησης της ποινής έδιναν βάση στις θέσεις του Εφεσείοντα περί άνισης μεταχείρισης.

16. Πέραν του ότι ήταν επιτρεπτή η επίδειξη μεγαλύτερης επιείκειας στην Alempi λόγω του νεαρού της ηλικίας της σε σχέση με τον Εφεσείοντα (23 ετών και 36 ετών αντίστοιχα), όντως οι προσωπικές συνθήκες της Alempi ήταν ιδιάζουσες.

17. Επικαλέστηκε περαιτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα το γεγονός ότι προκαλείται αίσθημα αδικίας στον πελάτη του, καθότι, αφενός η ποινική δίωξη εναντίον άλλου συγκατηγορούμενου διακόπηκε  και αφετέρου δεν προσήχθη ενώπιον της δικαιοσύνης το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου είχαν εισαχθεί τα ναρκωτικά.

18. Δεν ήταν ορθή ούτε αυτή η προσέγγιση. Όπως φαίνεται από τα σχετικά πρακτικά,  εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του, το οποίο δεν εκτελέστηκε για το λόγο ότι είναι αδύνατη η ανεύρεσή του και η πληροφόρηση που έχει η Αστυνομία είναι ότι ενδεχομένως αυτός να βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές.

19. Στην παρούσα περίπτωση,  η διακοπή της διαδικασίας εναντίον του πρώην συγκατηγορούμενου και η μη δίωξη του βασικού εμπλεκόμενου, οφείλονταν αποκλειστικά στην αδυναμία απόδειξης και ανεύρεσης, αντίστοιχα.

20. Προέβαλε επίσης τη θέση η πλευρά του Εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε δεόντως υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντα. Πάγια νομολογία καθορίζει ότι στα εγκλήματα αυτής της μορφής, παρά το ότι το καθήκον για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί, οι όποιες προσωπικές συνθήκες έχουν περιθωριακή και μόνο σημασία.

21. Παραπονείται, τέλος, ο Εφεσείοντας ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τη διαδικασία διαφοροποίησης των ποινών επικαλέστηκε και το γεγονός ότι η Alempi αποπειράθηκε να αυτο[*838]κτονήσει δι’ απαγχονισμού στις Κεντρικές Φυλακές ενώ ήταν υπόδικος, εκλαμβάνοντας αυτή την ενέργεια ως έμπρακτη μεταμέλεια και κατανόηση του λάθους που διέπραξε.

22. Όντως έσφαλε το Δικαστήριο στο σημείο αυτό. Στην απουσία μαρτυρίας που να συνέδεε την απονενοημένη αυτή ενέργεια με μεταμέλεια και συναίσθηση του λάθους της Alempi, τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ήταν αυθαίρετα.

23. Το σφάλμα όμως αυτό δεν δικαιολογούσε επέμβαση, αφού δεν μετέβαλλε ουσιωδώς τις βασικές παραμέτρους που οδήγησαν στη διαφοροποίηση της ποινής του Εφεσείοντα, με κυρίαρχο στοιχείο την έμπρακτη μεταμέλεια της Alempi, όπως εκφράστηκε μέσα από τη συνεργασία της με την Αστυνομία.

24. Δεν εντοπιζόταν οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Σε ό,τι αφορούσε στην έκταση της επιβληθείσας ποινής, παρά την αυστηρότητά της, δεν κρινόταν έκδηλα υπερβολική, δεδομένης της σοβαρότητας των κατηγοριών αλλά και των γεγονότων που την περιβάλλουν, ιδίως της μεγάλης ποσότητας των ναρκωτικών.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633,

 

Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686.

 

Έφεση εναντίον Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Σάντης, Π.Ε.Δ., Δαυΐδ, Α.Ε.Δ., Φιλίππου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8934/2014), ημερομηνίας 8/10/2014.

 

Κ. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντα.

 

Ν. Δημητρίου, Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

[*839]ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου  θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ..

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος με δική του παραδοχή από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας σε δύο κατηγορίες: Κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, ήτοι 20 κιλά και 401 γραμμάρια κάνναβης, χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας και κατοχής του εν λόγω ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν. 29/77, όπως τροποποιήθηκε. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 ετών σε σχέση με την κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Στην κατηγορία της κατοχής δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, δεδομένης της ουσιαστικής ταύτισης των συστατικών στοιχείων των δύο κατηγοριών.

 

Αντικείμενο της παρούσας έφεσης συνιστά η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με την έκταση της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Οι τρεις λόγοι έφεσης συμπλέκονται και περιστρέφονται γύρω από τη θέση ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών και/ή είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ποινή που επιβλήθηκε σε συγκατηγορούμενο πρόσωπο. Προβάλλεται ακόμη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσμέτρησε στην ορθή τους διάσταση τις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντα κατά την επιμέτρηση της ποινής.

 

Προτού εξετάσουμε τους ενώπιόν μας λόγους έφεσης είναι επιβεβλημένη η παρεμβολή των ουσιαστικών γεγονότων που καλύπτουν την υπό κρίση περίπτωση.

 

Στις 30.5.2014 αφίχθηκε στη Δημοκρατία μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας η Alempi Cristina, συγκατηγορούμενη του Εφεσείοντα, προερχόμενη από την Αθήνα (η Alempi). Είχε στην κατοχή της δύο χειραποσκευές, στις οποίες, μετά από έλεγχο αρμοδίου λειτουργού του Τελωνείου, διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν οι επίδικες ναρκωτικές ουσίες. Ανακρίθηκε το εν λόγω πρόσωπο και αφού παραδέχθηκε ότι μετέφερε τα ναρκωτικά στην Κύπρο έναντι αμοιβής, πληροφόρησε την Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ) ότι θα παρέδιδε τα ναρκωτικά σε συγκεκριμένο πρόσωπο και εξέφρασε την επιθυμία της για συνεργασία με τις διωκτικές αρχές. Ακολούθησε διαδικασία ελεγχόμενης παράδοσης των ουσιών, οι οποίες αντικαταστάθηκαν με ομοιώ[*840]ματα και οργανώθηκε επιχείρηση εντοπισμού και σύλληψης των εμπλεκομένων στην υπόθεση προσώπων. Η Alempi επιβιβάστηκε σε «ταξί», το οποίο οδηγούσε υπό κάλυψη αστυνομικός. Μέσω τηλεφώνου επικοινωνούσε με τον παραλήπτη των ναρκωτικών, ο οποίος και την καθοδηγούσε για το σημείο όπου θα τα παρέδιδε. Ως σημείο ορίστηκε ο κυκλικός κόμβος στο χωριό Βρυσούλλες. Αφού το «ταξί» σταμάτησε στο μέρος αυτό, αφίχθηκε, με μοτοσυκλέτα, το πρόσωπο στο οποίο η Alempi θα παρέδιδε τα ναρκωτικά, το οποίο και αναγνωρίστηκε από τον υπό κάλυψη αστυνομικό, αφού ήταν πολύ γνωστό στην ΥΚΑΝ. Στο σημείο έφθασε και τρίτο όχημα, στο οποίο ως συνοδηγός επέβαινε ο Εφεσείοντας, ο οποίος, σύμφωνα με οδηγίες του οδηγού της μοτοσυκλέτας, θα παραλάμβανε τις αποσκευές. Ο οδηγός της μοτοσυκλέτας εγκατέλειψε τη σκηνή και ο Εφεσείοντας μαζί με τον οδηγό του οχήματος στο οποίο επέβαινε, παρέλαβαν τις αποσκευές από την Alempi και τις τοποθέτησαν στο δικό τους όχημα. Αμέσως μετά ο οδηγός του οχήματος ανέπτυξε ταχύτητα και έφυγε, εγκαταλείποντας στη σκηνή τον Εφεσείοντα και την Alempi. Ακολούθησε καταδίωξή του χωρίς αποτέλεσμα.

 

Κατά την επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο τόνισε τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων με αναφορά στις ανώτατες προβλεπόμενες από το νόμο ποινές της διά βίου φυλάκισης σε σχέση με την κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, καθώς επίσης και της οκταετούς φυλάκισης σε αναφορά με την κατηγορία της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β. Ακολούθως σημείωσε τα περιορισμένα περιθώρια εξατομίκευσης και την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Ως προς την εισήγηση ότι ο Εφεσείων διαδραμάτισε δευτερεύοντα ρόλο στη διάπραξη των αδικημάτων, ενεργώντας ως «βαποράκι μεταφοράς των ναρκωτικών στον τελικό παραλήπτη», ήταν η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων, ως μεταφορέας των ναρκωτικών, αποτέλεσε, όπως και η Alempi, «ένα άκρως σημαντικό και εκ των πραγμάτων αναγκαίο κρίκο στην αλυσίδα διακίνησης των ναρκωτικών και τη διασπορά τους στη χώρα μας». Τελικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στην περίπτωση του Εφεσείοντα δικαιολογείται η επιβολή αυστηρότερης ποινής σε σχέση με εκείνη που επιβλήθηκε στην Alempi, προβάλλοντας ως θεμελιακό παράγοντα την άμεση παραδοχή της Alempi και τη συνεργασία της με την Αστυνομία, η οποία εκφράστηκε έμπρακτα με την παροχή συγκεκριμένων πληροφοριών και τη συμμετοχή της στην ελεγχόμενη παράδοση των επίδικων ναρκωτικών. Συνεκτίμησε, περαιτέρω, ως στοιχεία που δικαιολογούσαν διαφορετική προσέγγιση [*841]ως προς το μέτρο της ποινής τις ιδιάζουσες προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις της Alempi και την έμπρακτη μεταμέλειά της.

 

Αναπτύσσοντας τους λόγους έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η επιβληθείσα στον Εφεσείοντα ποινή ήταν αδικαιολόγητα αυστηρότερη από αυτή που επιβλήθηκε στην Alempi, λαμβανομένων, όπως έθεσε, υπόψη του σημαντικότερου ρόλου που διαδραμάτισε η τελευταία και του γεγονότος ότι οι περιστάσεις που περιβάλλουν τη συμμετοχή της στην όλη εγκληματική συμπεριφορά ήταν πιο επιβαρυντικές.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Τόσο ο ρόλος του Εφεσείοντα, όσο και ο ρόλος της Alempi ήταν ουσιαστικά ταυτόσημος. Ούτε και εντοπίζεται καθοριστική, για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, διαφοροποίηση στις περιστάσεις και στην όλη συμμετοχή τους στην υπό κρίση παρανομία. Ενεργούσαν και οι δύο ως μεταφορείς (βαποράκια) των ναρκωτικών. Ηταν, όπως πολύ ορθά εντόπισε το Κακουργιοδικείο, αναγκαίοι κρίκοι στην αλυσίδα διακίνησης των παρανόμων ουσιών. Η αναφορά του συνηγόρου στην απόφαση Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633, στην προσπάθειά του να τεκμηριώσει ότι παραβιάστηκε η αρχή της διαφοροποίησης των ποινών, αλλά και να θέσει νομολογιακό προηγούμενο ως προς το ύψος της ποινής, δεν είναι υποβοηθητική. Στη Λαζάρου επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 13 ετών σε κάθε μια από τις κατηγορίες εισαγωγής και κατοχής ναρκωτικών, ήτοι 9 κιλών και 803,9 γραμμαρίων φυτικής κάνναβης, στον εφεσείοντα Λαζάρου, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως ο ιθύνων νους της όλης παράνομης επιχείρησης. Η ίδια ποινή επιβλήθηκε πρωτόδικα και σε συγκατηγορούμενή του, η οποία μετέφερε τα ναρκωτικά από το εξωτερικό έναντι χρηματικής αμοιβής ύψους €3.500. Η ποινή του Λαζάρου επικυρώθηκε κατ’ έφεση, ενώ η ποινή της συγκατηγορούμενής του μειώθηκε σε 9 έτη σε κάθε μια από τις πιο πάνω κατηγορίες. Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε επιβεβλημένη ενόψει του περιορισμένου ρόλου που αυτή διαδραμάτισε και σε συσχετισμό με τις προσωπικές περιστάσεις της. Αναφορικά με το ρόλο, το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε ότι, σε αντίθεση με τον Λαζάρου, για λογαριασμό του οποίου είχαν εισαχθεί τα ναρκωτικά, η συγκατηγορούμενή του ήταν ο μεταφορέας. Οσον αφορά τις προσωπικές συνθήκες της, λήφθηκαν υπόψη η προβληματική υγεία της, ως αποτέλεσμα της οποίας λάμβανε φαρμακευτική αγωγή τα τελευταία είκοσι χρόνια, το γεγονός ότι μεγάλωσε σε κρατικό ίδρυμα στο οποίο τοποθετήθηκε όταν ήταν [*842]έξι περίπου χρόνων, καθώς επίσης και το γεγονός ότι είναι μητέρα δύο παιδιών.

 

Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος διασφαλίζει την ισότητα όλων των πολιτών ενώπιον της δικαιοσύνης. Στην έκταση που καλύπτει την επιβολή ποινής είναι υποχρέωση του Δικαστηρίου να μεταχειρίζεται με ομοιόμορφο τρόπο όλους όσους βρίσκονται στην ίδια θέση. Αλλως η ανισότητα προκαλεί, δικαιολογημένα, αισθήματα αδικίας. Όπως κατ’ επανάληψη λέχθηκε η φράση «ίσοι ενώπιον του νόμου», δεν σημαίνει αριθμητική εξίσωση, αλλά ισότητα έναντι αυθαίρετων διακρίσεων. Όπως καθορίστηκε στην απόφαση Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1 «για να έχει επίδραση η ανισότητα στην έφεση, η διαφορά ανάμεσα στις ποινές που επιβλήθηκαν πρέπει να είναι ουσιαστική». Περαιτέρω, η όποια ανισότητα στη μεταχείριση αδικοπραγούντων πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά ή νομικά κριτήρια (D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2η έκδοση, σελ. 71). Η διαφοροποίηση στην ποινή ανόμοιων καταστάσεων δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας και δεν αποκλείονται βεβαίως εύλογες διακρίσεις που μπορεί και πρέπει να γίνονται λόγω της διαφορετικής φύσης της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης. Όπου ένας παραβάτης διαθέτει ευεργέτημα το οποίο δεν διαθέτει άλλος συγκατηγορούμενός του καλύπτεται και από ανάλογο ελαφρυντικό, το οποίο επιβάλλεται να αντανακλάται στο ύψος και στη διαφοροποίηση της ποινής.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως ήδη λέχθηκε, ο ρόλος του Εφεσείοντα και της Alempi ήταν ουσιαστικά ο ίδιος, τα δε ναρκωτικά σε σχέση με τη Λαζάρου (ανωτέρω) αφορούν διπλάσια ποσότητα της ίδιας Τάξεως Β. Καθοριστικό στοιχείο στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου κατά την επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε στην Alempi ήταν η έμπρακτη μεταμέλειά της, όπως αυτή εκφράσθηκε από την άμεση παραδοχή της και την προθυμία της να συνεργαστεί με την ΥΚΑΝ και να βοηθήσει στην εξιχνίαση της όλης υπόθεσης. Η συνεργασία της αυτή δεν εξαντλήθηκε στη συμμετοχή της στην ελεγχόμενη παράδοση των παράνομων ουσιών. Κατονόμασε το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου είχαν εισαχθεί τα ναρκωτικά και δήλωσε έτοιμη να παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να δώσει μαρτυρία προς τεκμηρίωση της ενοχής όλων των εμπλεκομένων.

 

Η πλήρης διαλεύκανση εγκληματικών δραστηριοτήτων οι οποίες περιστρέφονται γύρω από την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ιδίως η προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης των [*843]προσώπων που διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην εγκληματική αυτή συμπεριφορά, είναι έργο δύσκολο και πολύπλοκο. Στις πλείστες των περιπτώσεων είναι αναγκαία η αναζήτηση μαρτυρίας από πρόσωπα που εμπλέκονται στις έκνομες αυτές δραστηριότητες. Πρόσωπα που συνήθως είναι απρόθυμα να συνδράμουν τις προσπάθειες των διωκτικών αρχών. Ο φόβος τόσο για τη δική τους ασφάλεια όσο και γι’ αυτή του στενού οικογενειακού και φιλικού τους περιβάλλοντος λειτουργεί αποτρεπτικά. Ο κίνδυνος που αναλαμβάνουν ως αποτέλεσμα της απόφασής τους να συνεργαστούν με την Αστυνομία, σε συνάρτηση με το βαθμό συνεργασίας και την έκταση και φύση των πληροφοριών που παρέχουν, θα πρέπει να συνεκτιμούνται από τα Δικαστήρια κατά το στάδιο της επιβολής ποινής στα πρόσωπα αυτά. Οσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος και όσο πολυτιμότερη είναι η συνδρομή τόσο περισσότερο θα πρέπει αυτό να αντανακλάται στο ύψος της ποινής που επιβάλλεται.

 

Υπό το φως των πιο πάνω παρατηρήσεων, εύκολα εντοπίζεται η καταλυτική επίδραση της συνεργασίας που επέδειξε η Alempi στη διαφοροποίηση της ποινής της από αυτή του Εφεσείοντα. Αντίθετα, ο Εφεσείοντας, παρά το γεγονός ότι συνελήφθηκε επ’ αυτοφώρω, αρνήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, στα αρχικά στάδια της διαδικασίας, την εμπλοκή του και τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν. Τελικά καταχώρησε παραδοχή στις 17.9.2014, λίγο προτού αρχίσει η ακρόαση της υπόθεσης.

 

Ούτε οι σχετικές αναφορές του Κακουργιοδικείου στις προσωπικές συνθήκες της Alempi κατά την πορεία διαφοροποίησης της ποινής δίνουν βάση στις θέσεις του Εφεσείοντα περί άνισης μεταχείρισης. Πέραν του ότι ήταν επιτρεπτή η επίδειξη μεγαλύτερης επιείκειας στην Alempi λόγω του νεαρού της ηλικίας της σε σχέση με τον Εφεσείοντα (23 ετών και 36 ετών αντίστοιχα), συμφωνούμε ότι οι προσωπικές συνθήκες της Alempi ήταν ιδιάζουσες. Όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη ποινή: «Υπήρξε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης εντός της οικογένειας, έχουσα διακορευτεί για πρώτη φορά από τον παππού της σε ηλικία 12 ετών, με τις συνεπόμενες επιπτώσεις της κακοποίησης της να έχουν διασυνδεθεί με τη κακουργηματική της συμπεριφορά στην παρούσα υπόθεση ως δημιουργούσες ανεπανόρθωτα ψυχικά τραύματα στο πρόσωπο της πρώην κατηγορούμενης 1 καθιστώντας την ως άτομο ευκόλως χειραγωγούμενο.»

 

Επικαλέστηκε περαιτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα το γεγονός ότι προκαλείται αίσθημα αδικίας στον πε[*844]λάτη του, καθότι, αφενός η ποινική δίωξη εναντίον άλλου συγκατηγορούμενου διακόπηκε και αφετέρου δεν προσήχθη ενώπιον της δικαιοσύνης το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου είχαν εισαχθεί τα ναρκωτικά. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους ούτε αυτή η προσέγγιση. Παραβλέπει, με όλο το σεβασμό, ότι, όπως εντοπίζεται στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας ημερομηνίας 17.9.14, ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε οδηγίες διακοπής της διαδικασίας σε σχέση με τον πιο πάνω συγκατηγορούμενο για το λόγο ότι εντόπισε αντικειμενικές δυσκολίες στην ποιότητα της μαρτυρίας, τέτοιου βαθμού που δημιουργούσαν πρόβλημα απόδειξης των κατηγοριών. Σε σχέση με τη μη προσαγωγή του βασικού εμπλεκόμενου στην παράνομη συμπεριφορά, επίσης δεν εντοπίζουμε να οφείλεται σε ευνοϊκή μεταχείριση. Οπως φαίνεται από τα σχετικά πρακτικά, σελίδα 31, εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του, το οποίο δεν εκτελέστηκε για το λόγο ότι είναι αδύνατη η ανεύρεσή του και η πληροφόρηση που έχει η Αστυνομία είναι ότι ενδεχομένως αυτός να βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές. Όπως είναι νομολογημένο, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257, 260:

 

«Η μη τιμωρία τρίτου προσώπου αναμεμειγμένου σε εγκληματική δράση δεν συνιστά αφ’ εαυτής παράγοντα μετριαστικό της ποινής. Μόνον όπου αυτή οφείλεται σε ευνοϊκή μεταχείριση του παραβάτη από την κατηγορούσα αρχή μπορεί να προσμετρήσει ως μετριαστικό στοιχείο στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών.»

 

Στην παρούσα περίπτωση, για τους λόγους που έχουμε ήδη καταγράψει, η διακοπή της διαδικασίας εναντίον του πρώην συγκατηγορούμενου και η μη δίωξη του βασικού εμπλεκόμενου, οφείλονταν αποκλειστικά στην αδυναμία απόδειξης και ανεύρεσης, αντίστοιχα.

 

Προέβαλε επίσης τη θέση η πλευρά του Εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε δεόντως υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντα. Πάγια νομολογία καθορίζει ότι στα εγκλήματα αυτής της μορφής, παρά το ότι το καθήκον για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί, οι όποιες προσωπικές συνθήκες έχουν περιθωριακή και μόνο σημασία. Είναι κάτω από αυτή τη σταθερή νομολογιακή προσέγγιση που το Κακουργιοδικείο συνεκτίμησε τα προσωπικά δεδομένα του Εφεσείοντα και τα στάθμισε ορθά υπό το πρίσμα της επιτακτικής ανάγκης για αυστηρή μεταχείριση των παραβατών και επιβολή αποτρεπτικών ποινών.

 

[*845]Παραπονείται, τέλος, ο Εφεσείοντας ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τη διαδικασία διαφοροποίησης των ποινών επικαλέστηκε και το γεγονός ότι η Alempi αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει δι’ απαγχονισμού στις Κεντρικές Φυλακές ενώ ήταν υπόδικος, εκλαμβάνοντας αυτή την ενέργεια ως έμπρακτη μεταμέλεια και κατανόηση του λάθους που διέπραξε.

 

Οντως έσφαλε το Δικαστήριο στο σημείο αυτό. Στην απουσία μαρτυρίας που να συνέδεε την απονενοημένη αυτή ενέργεια με μεταμέλεια και συναίσθηση του λάθους της Alempi, τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ήταν αυθαίρετα. Το σφάλμα όμως αυτό δεν δικαιολογεί επέμβασή μας, αφού δεν μεταβάλλει ουσιωδώς τις βασικές παραμέτρους που οδήγησαν στη διαφοροποίηση της ποινής του Εφεσείοντα, με κυρίαρχο στοιχείο την έμπρακτη μεταμέλεια της Alempi, όπως εκφράστηκε μέσα από τη συνεργασία της με την Αστυνομία.

 

Είναι πάγια νομολογιακή γραμμή ότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686). Στην παρούσα περίπτωση, για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει, δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Σε ό,τι αφορά την έκταση της επιβληθείσας ποινής, παρά την αυστηρότητά της, δεν κρίνεται ως έκδηλα υπερβολική, δεδομένης της σοβαρότητας των κατηγοριών αλλά και των γεγονότων που την περιβάλλουν, ιδίως της μεγάλης ποσότητας των ναρκωτικών.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο