Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου ν. Κωνσταντίνου Χριστοφίδη (2016) 2 ΑΑΔ 232

ECLI:CY:AD:2016:B137

(2016) 2 ΑΑΔ 232

[*232]3 Mαρτίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΑΛΑΙΟΜΕΤΟΧΟΥ,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πoινική Έφεση Αρ. 4/2014)

 

 

Κατάχρηση διαδικασίας ― Έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης η οποία οδηγήθηκε σε απόρριψη, συνεπεία παράλειψης προσβολής του πρωτόδικου ευρήματος περί ύπαρξης κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα το απρόσβλητο της δικαστικής κρίσης για απαλλαγή του εφεσίβλητου, δια του τερματισμού της διαδικασίας ― Δεν εξετάστηκαν οι λόγοι έφεσης αφού το πρωτόδικο εύρημα για κατάχρηση, παρέμενε αλώβητο.

 

Κατάχρηση διαδικασίας ― Το Δικαστήριο όταν τίθεται ζήτημα κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας, πρέπει να βεβαιώνεται ότι η περίπτωση είναι ξεκάθαρα καταχρηστικής φύσης ― Εφόσον το διαπιστώσει, είτε απορρίπτει τη διαδικασία που θεωρεί καταχρηστική, είτε την αναστέλλει ― Η διάγνωση κατάχρησης, οδηγεί άνευ ετέρου στον τερματισμό της διαδικασίας.

 

To Kοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου (εφεσείοντες) καταχώρισε ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου - παυθέντα τον ουσιώδη χρόνο, γραμματέα του Συμβουλίου για αδικήματα απόπειρας κλοπής, πλαστογραφίας, κλοπής, κατάρτισης πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη κατάληξη, το καθήκον των μαρτύρων να αναφέρουν στο Δικαστήριο την αλήθεια, αλλοιώθηκε από την έντονη αντιπαράθεση που υπήρχε μεταξύ κυρίως του ΜΚ1 και του ΜΚ4 από την μια πλευρά και του εφεσίβλητου από την άλλη καθώς επίσης και σε μέρος της εκδοχής του ΜΥ3.

[*233]Το Δικαστήριο σε εκτεταμένο μέρος της απόφασης του ασχολήθηκε με τις επιμέρους θέσεις των μαρτύρων, σχολιάζοντας αφενός την αναποτελεσματικότητα της μαρτυρίας ως προς τα επίδικα θέματα αλλά και το στιγματισμό της ένορκης κατάθεσης όλων των πιο πάνω προσώπων από την έντονη εχθρότητα που τους διακατείχε στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Το αποτέλεσμα της διεργασίας του Δικαστηρίου ως προς το έργο της αξιολόγησης, έστω και έχοντας υπόψη σημεία της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής που αποδέχθηκε, ήταν φυσικά η αθώωση του εφεσίβλητου αφού ακριβώς, δεν επείσθη ότι τα γεγονότα τα οποία αποδέχθηκε συνιστούσαν τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείτο.

 

Περαιτέρω, ασχολήθηκε με τη μαρτυρία που αποδέχθηκε στη διαδικασία προβληματισμού του κατά πόσον είχαν καταδειχθεί όλες ή κάποιες από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος. Επανέλαβε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ1 ακόμη και σε συγκεκριμένα στοιχεία είχε μολυνθεί από την αντιπάθεια του προς τον εφεσείοντα με τρόπο που να καθιστούσε τη μαρτυρία του επισφαλή.

 

Παράλληλα, παρά την εν λόγω κατάληξη του, η οποία αναπόφευκτα θα οδηγούσε στην αθώωση του Κατηγορουμένου σε όλες τις κατηγορίες, θεώρησε ορθό να ασχοληθεί και με την εισήγηση της Υπεράσπισης περί ύπαρξης αλλότριων κινήτρων της Κατηγορούσας Αρχής για την προώθηση της παρούσας δίωξης, σε βαθμό που να αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας.

 

Αφού προέβη σε νομολογιακή επισκόπηση κατέληξε ότι διαφαινόταν σαφέστατα και χωρίς καμία αμφιβολία, ότι ο πραγματικός σκοπός της ιδιωτικής δίωξης δεν ήταν η καταγγελία και τιμωρία του Κατηγορούμενου για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων, εν όψει αδράνειας της Αστυνομίας να τον διώξει, αλλά η επιδίωξη και ο στόχος του Προέδρου και κάποιων μελών του Κοινοτικού Συμβουλίου να επιτύχουν την απομάκρυνση του Κατηγορούμενου από τη θέση του Γραμματέα, εφόσον οι προηγούμενες προσπάθειες ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:

 

α)  Ήταν εσφαλμένη η ανάμιξη της άποψης του Γενικού Εισαγγελέα στην πρωτόδικη απόφαση. 

 

β)  Υπήρξε παράλειψη αξιολόγησης σε σχέση με τις υπογραφές εντύπων ασφαλιστικής κάλυψης και εν γένει με τη συμπλήρωση των απαιτήσεων αυτών.

[*234]γ)     Ήταν εσφαλμένα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε ότι αφορούσε την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ1.

 

Αποφασίστηκε ότι: 

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο τερμάτισε τη διαδικασία της ιδιωτικής ποινικής δίωξης εναντίον του εφεσίβλητου σε δύο επίπεδα. Πρώτον, στο επίπεδο εκείνο που αναλύοντας τη μαρτυρία κατέληξε να την κρίνει αναποτελεσματική για τους λόγους που λεπτομερώς εξηγεί.

 

2.  Στα πλαίσια δε του έργου της αξιολόγησης ως όφειλε, έκρινε και σχολίασε λεχθέντα υπό των μαρτύρων, μεταξύ  των οποίων κυρίως τους ΜΚ1 και 4, καταλήγοντας στο εύρημα της αναξιοπιστίας τους.

 

3.  Κατά δεύτερο επίπεδο, το Δικαστήριο θεώρησε ορθό, παρά το ότι η αθώωση ήταν δεδομένη ως εκ της αναξιοπιστίας και της αναποτελεσματικότητας της μαρτυρίας, να προχωρήσει και να εξετάσει αν συντελείτο δια της διαδικασίας κατάχρηση.

 

4.  Ήδη, από συγκεκριμένο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης διαφαινόταν το ξεχωριστό αυτό εύρημα του Δικαστηρίου.

 

5.  Με όση δυνατή ευρύτητα και να αντικρίστηκαν όλοι οι λόγοι έφεσης δεν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι έπλητταν το εύρημα του Δικαστηρίου για την ύπαρξη κατάχρησης.

 

6.  Οι εφεσείοντες όφειλαν με ξεχωριστό και σαφή λόγο, εφόσον το θέμα αμφισβητείτο, να θέσουν λόγο έφεσης για το εσφαλμένο της κρίσης του Δικαστηρίου περί της ύπαρξης κατάχρησης, το οποίο εύρημα από μόνο του είχε τη δυναμική του τερματισμού της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

7.  Οι λόγοι έφεσης έχουν αντικείμενο ουσιαστικά τα ευρήματα αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας της μαρτυρίας, στα πλαίσια των οποίων το Δικαστήριο κρίνει ως μια μόνο παράμετρο τα κίνητρα των εμπλεκομένων ενώ το εύρημα της κατάχρησης συναρτάται με τη συμπεριφορά της κατηγορούσας αρχής εν γένει.

 

8.  Ο δε 10ος λόγος άγγιζε περιθωριακά μια μόνο πτυχή των διαδικασιών που το Δικαστήριο θεώρησε ως σχετική με το ευρύτερο θέμα της κατάχρησης όπως τη διαπίστωσε. Θέμα το οποίο,  δεν πλήττετο με λόγο έφεσης και συνεπώς δεν μπορούσε να εξετασθεί.

 

9.  Οι πιο πάνω διαπιστώσεις, οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι η έφε[*235]ση δεν είχε αντικείμενο και δεν θα εξετάζονταν οι λόγοι  έφεσης αφού το πρωτόδικο εύρημα για κατάχρηση, παρέμενε αλώβητο με αποτέλεσμα το απρόσβλητο της δικαστικής κρίσης για απαλλαγή του εφεσίβλητου, δια του τερματισμού της διαδικασίας.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522,

 

Pambos & Kostakis Trading Ltd κ.ά. ν. Melpomeni Hotel Apartments Ltd (2011) 2 Α.Α.Δ. 365,

 

Beogradska D.D. (1996) 1(B) A.A.Δ. 911,

 

Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271,

 

Ξενοφώντος ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 26.

 

Έφεση κατά Απόφασης.

 

Έφεση από την Κατηγορούσα Αρχή εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χατζηκυριάκου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 27447/2010), ημερομηνίας 19/12/2013.

 

Στ. Σκορδής, για τους Εφεσείοντες.

 

Λ. Κυριακίδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: To Kοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου (στο εξής το Συμβούλιο) καταχώρισε ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου - παυθέντα τον ουσιώδη χρόνο, γραμματέα του Συμβουλίου για αδικήματα απόπειρας κλοπής,  πλαστογραφίας, κλοπής, κατάρτισης πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε το Χρήστο Τομάζο ΜΚ1 πρόεδρο του Συμβουλίου καθώς και άλλους 4 μάρτυρες [*236](ΜΚ2-5), κάλεσε τον εφεσείοντα σε απολογία ο οποίος κατέθεσε ενόρκως και κάλεσε 4 μάρτυρες υπεράσπισης. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο με σαφή τρόπο προέβη σε λεπτομερή καταγραφή της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων, όπως επίσης και προχώρησε στο έργο της αξιολόγησης απορρίπτοντας ως αναξιόπιστο τους ΜΚ1 και ΜΚ4 (αντιπρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου) που υπήρξαν οι κύριοι μάρτυρες για τους εφεσείοντες/παραπονούμενους, δεχόμενο κυρίως τη μαρτυρία των αστυνομικών (ΜΚ5 και ΜΥ1) και της ΜΚ3. Επίσης αρνητικά σχολίασε και την αξιοπιστία του ίδιου του εφεσίβλητου και του ΜΥ3 ο οποίος ήταν εργάτης στο Κοινοτικό Συμβούλιο. Η κύρια κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των πιο πάνω, αφορούσε στο ότι το καθήκον των μαρτύρων να αναφέρουν στο Δικαστήριο την αλήθεια αλλοιώθηκε από την έντονη αντιπαράθεση που υπήρχε μεταξύ κυρίως του ΜΚ1 και του ΜΚ4 από την μια πλευρά και του εφεσίβλητου από την άλλη καθώς επίσης και σε μέρος της εκδοχής του ΜΥ3. Το Δικαστήριο σε εκτεταμένο μέρος της απόφασης του ασχολείται με τις επιμέρους θέσεις των μαρτύρων σχολιάζοντας αφενός την αναποτελεσματικότητα της μαρτυρίας ως προς τα επίδικα θέματα αλλά και το στιγματισμό της ένορκης κατάθεσης όλων των πιο πάνω προσώπων από την έντονη εχθρότητα που τους διακατείχε στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Το αποτέλεσμα της διεργασίας του Δικαστηρίου ως προς το έργο της αξιολόγησης, έστω και έχοντας υπόψη σημεία της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής που αποδέχθηκε όπως π.χ. την ΜΚ3 κ.λπ. ως άνω, ήταν φυσικά η αθώωση του εφεσίβλητου αφού ακριβώς το Δικαστήριο δεν επείσθη ότι τα γεγονότα τα οποία αποδέχθηκε συνιστούσαν τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείτο. Αναφέρει δε ως εξής το Δικαστήριο «όπως προκύπτει σαφώς από την πιο πάνω αξιολόγηση, το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία των ΜΚ1, ΜΚ4, κατηγορουμένου, ΜΥ2 και ΜΥ3 σε σχέση με τα επίδικα και/ή αμφισβητούμενα γεγονότα».

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολείται με τη μαρτυρία που αποδέχθηκε στη διαδικασία προβληματισμού του αν έχουν καταδειχθεί όλες ή κάποιες από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος. Στην ανάλυση που ακολουθεί (σελίδες 25-33 από την πρωτόδικη απόφαση) όπου συσχετίζονται τα επιμέρους θέματα με τα σχετικά άρθρα του Νόμου, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ1 ακόμη και σε συγκεκριμένα στοιχεία έχει μολυνθεί από την αντιπάθεια του προς τον εφεσείοντα με τρόπο που να καθιστά τη μαρτυρία του επισφαλή. Έχοντας βεβαίως υπόψη ότι η κατηγορούσα αρχή είχε το βάρος να αποδείξει τις κατηγορίες πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στην προκείμενη περίπτωση έχει απο[*237]τύχει να αποσείσει αυτό το βάρος.  

 

Στη σελ. 33, μετά την πιο πάνω κατάληξη, το Δικαστήριο συνεχίζει ως εξής:

 

«Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου, η οποία αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην αθώωση του Κατηγορουμένου σε όλες τις κατηγορίες, θεωρώ ορθό να ασχοληθώ και με την εισήγηση της Υπεράσπισης περί αλλότριων κινήτρων της Κ.Α. για την προώθηση της παρούσας δίωξης, σε βαθμό που αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας.»

 

Στη συνέχεια γίνεται ευρεία και πλήρης αναφορά σε αυθεντίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στο θέμα της κατάχρησης της διαδικασίας όπως βέβαια την κλασσική επί του θέματος Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522, Pambos & Kostakis Trading Ltd κ.ά. ν. Melpomeni Hotel Apartments Ltd (2011) 2 Α.Α.Δ. 365 αλλά και άλλες. Συνοψίζεται δε η αρχή ως προς την εγγενή δικαιοδοσία του ποινικού Δικαστηρίου για διακοπή της δίκης λόγω κατάχρησης της διαδικασίας με την επισήμανση ότι η εξουσία αυτή είναι αυτονόητη και απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και την αξιοπιστία των Θεσμών. Όπως είναι γνωστό, το Δικαστήριο όταν τίθεται ζήτημα κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας, πρέπει να βεβαιώνεται ότι η περίπτωση είναι ξεκάθαρα καταχρηστικής φύσης. Εφόσον το διαπιστώσει, είτε απορρίπτει τη διαδικασία που θεωρεί καταχρηστική είτε την αναστέλλει. Παρατηρείται δηλαδή ότι η διάγνωση κατάχρησης οδηγεί άνευ ετέρου στον τερματισμό της διαδικασίας. (βλ. Beogradska D.D. (1996) 1(B) A.A.Δ.911).

 

Ο εφεσίβλητος έχει εγείρει θέμα ως προς τη βασιμότητα της παρούσας έφεσης στο ότι δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης προσβολή του ευρήματος του Δικαστηρίου περί ύπαρξης κατάχρησης. Το θέμα, κρίνουμε, είναι ουσιώδες και θα πρέπει να εξεταστεί πριν από οτιδήποτε άλλο, διότι, εάν ευσταθεί ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου, τα λοιπά μέρη της έφεσης δεν μπορούν να εξεταστούν ως αλυσιτελή εφόσον θα παραμείνει αλώβητο το εύρημα για κατάχρηση. Η πλευρά των εφεσειόντων διαφωνεί με αυτή τη θέση θεωρώντας ότι είναι ανυπόστατη αφού τουλάχιστον συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης στρέφονται κατά αυτού του μέρους της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Πρόκειται για το 2ο, 3ο, 6ο και 10ο λόγο έφεσης. Όλοι αυτοί οι λόγοι όπως διατυπώνονται στο εφετήριο αφορούν τις προθέσεις που αποδίδει το πρωτόδικο Δικαστήριο είτε στον ΜΚ1 (λόγος 2) είτε στον ΜΚ4 (λό[*238]γος 3). Στο λόγο 6 δε αποδίδεται λάθος στο πρωτόδικο Δικαστήριο επειδή «αναίτια και χωρίς σχέση» ασχολείται στις σελ.22 και 23 με την αντιπάθεια του ΜΚ1 προς τον κατηγορούμενο. Στη δε αιτιολογία του λόγου αυτού αναφέρεται ότι η φιλία ή η αντιπάθεια προς ένα κατηγορούμενο δεν είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη για το εύρημα ενοχής ή όχι.

 

Ο 10ος λόγος έφεσης αφορά στο λανθασμένο της αναφοράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην απόφαση 1175/08 και προβάλλεται ότι η αναφορά αυτή «επιφέρει την ακυρότητα στην παρούσα διαδικασία». 

 

Να αναφερθεί ότι όντως γίνεται αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην προσφυγή 1175/08 στη σελ. 36, αλλά αυτό γίνεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο αναφορών του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σφαιρική συμπεριφορά των εφεσειόντων για ένα κρίσιμο χρονικό διάστημα. Με την έγερση διαφόρων διαδικασιών εναντίον του εφεσίβλητου όπως και άλλα ουσιώδη γεγονότα.

 

Θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«Στην προκειμένη περίπτωση η Αστυνομία όχι μόνο δεν αδράνησε στο έργο της, αλλά διερεύνησε δεόντως τις καταγγελίες του Κ.Σ., οι οποίες υποβλήθηκαν από τον ΜΚ1 και άλλα μέλη με τρίμηνη καθυστέρηση, κατά τη διάρκεια της οποίας ολοκληρώθηκε πειθαρχική διαδικασία για παρόμοια ζητήματα, και αποφασίστηκε από τη Νομική Υπηρεσία ότι δεν δικαιολογείτο η δίωξη. Οι δε γενικές αναφορές του Μ.Κ. 1 περί προώθησης ιδιωτικής δίωξης λόγω άγνοιας περί της πορείας των αστυνομικών ενεργειών και προσπάθειας «κουκουλώματος» της υπόθεσης, ήταν ιδιαίτερα μη πειστικές. Αυτό όμως το οποίο είναι, κατά την κρίση μου, άκρως αποκαλυπτικό των αλλότριων σκοπών της Κ.Α. για την παρούσα δίωξη, είναι ο χρόνος κατά τον οποίο αποφασίστηκε η καταχώριση της. Στις 25.8.2010 εκδόθηκε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Τεκμήριο 4) στην προσφυγή του Κατηγορούμενου με αρ. 617/2008, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση του Κ.Σ. 9.4.2008 να τον θέσει σε διαθεσιμότητα και να λαμβάνει το ήμισυ των μηνιαίων απολαβών του. Στις 8.9.2010 εκδόθηκε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Τεκμήριο 5) στην προσφυγή του "Κατηγορούμενου με αρ. 1175/2008, με την οποία ακυρώθηκε τόσο η απόφαση του Κ.Σ. ημερ. 2.6.2008 ότι ο Κατηγορούμενος ήταν ένοχος πειθαρχικών παραπτωμάτων, όσο και η ποινή της απόλυσης που του είχε επιβληθεί. Λιγότερο από έναν μήνα αργότερα, ήτοι στις 6.10.2010, το Κ.Σ. καταχώρισε την παρούσα ιδιω[*239]τική ποινική δίωξη, για αδικήματα που κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκαν δυόμισι χρόνια ενωρίτερα, και για τα οποία είχε αποφασιστεί από τις αρμόδιες αρχές από τον Ιανουάριο του 2009 ότι δεν θα προωθείτο δίωξη. Η Επαρχιακή Διοίκηση, με επιστολή ημερ. 11.10.2010 Τεκμήριο 19, επεσήμανε στο Κ.Σ. ότι δεν θα έπρεπε να προωθηθεί η καταχώριση του κατηγορητηρίου πριν αυτό τεθεί ενώπιον της ολομέλειας του Κ.Σ. για λήψη σχετικής απόφασης. Το δε Κ.Σ. προχώρησε σε εκ των υστέρων έγκριση της καταχώρισης της υπόθεσης σε συνεδρία που πραγματοποιήθηκε μετά την καταχώριση της παρούσας υπόθεσης, και παράλληλα έθεσε εκ νέου τον Κατηγορούμενο σε διαθεσιμότητα, ένεκα της εκκρεμότητας της παρούσας ποινικής υπόθεσης εναντίον του, παρά τις συστάσεις του Επάρχου για αναμονή γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα (σχετικά είναι τα Τεκμήρια 20 και 21).

 

Θεωρώ ότι από τα πιο πάνω διαφαίνεται σαφέστατα και χωρίς καμία αμφιβολία ότι ο πραγματικός σκοπός της παρούσας ιδιωτικής δίωξης δεν είναι η καταγγελία και τιμωρία του Κατηγορούμενου για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων, εν όψει αδράνειας της Αστυνομίας να τον διώξει, αλλά η επιδίωξη και ο στόχος του Προέδρου και κάποιων μελών του Κ.Σ. να επιτύχουν την απομάκρυνση του Κατηγορούμενου από τη θέση του Γραμματέα, εφόσον οι προηγούμενες προσπάθειες ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο.»

 

Εν πάση περιπτώσει για σκοπούς πληρότητας είναι ορθό να περιγράψουμε συνοπτικά και τους λοιπούς λόγους έφεσης: Ο λόγος 1 αφορά στο λανθασμένο της ανάμειξης της άποψης του Γενικού Εισαγγελέα στην πρωτόδικη απόφαση. Οι λόγοι 3 και 7 στην παράλειψη αξιολόγησης σε σχέση με τις υπογραφές εντύπων ασφαλιστικής κάλυψης και εν γένει με τη συμπλήρωση των απαιτήσεων αυτών, στο λόγο 5 πλήττεται η αξία που αποδόθηκε στον ΜΥ1 και στο λόγο 9 κρίνονται εσφαλμένα τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου για την αξία της μαρτυρίας του ΜΥ1 (Λειτουργού της Νομικής Υπηρεσίας). 

 

Έχουμε μελετήσει όλους τους λόγους έφεσης σε συνάρτηση με τα αποδιδόμενα στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλματα.

 

Δεν έχουμε αμφιβολία ότι το Δικαστήριο τερμάτισε τη διαδικασία της ιδιωτικής ποινικής δίωξης εναντίον του εφεσίβλητου σε δύο επίπεδα. Πρώτον, στο επίπεδο εκείνο που αναλύοντας τη μαρτυρία κατέληξε να την κρίνει αναποτελεσματική για τους λόγους που λεπτομερώς εξηγεί μέχρι και τη σελίδα 33. Στα πλαίσια δε του έργου της αξιολόγησης ως όφειλε, έκρινε και σχολίασε λεχθέντα υπό των [*240]μαρτύρων, μεταξύ βέβαια των οποίων κυρίως τους ΜΚ1 και 4, καταλήγοντας στο εύρημα της αναξιοπιστίας τους. Είναι σαφές ότι οι 4 πρώτοι λόγοι έφεσης που παρατέθηκαν πιο πάνω αγγίζουν αυτή την πτυχή της διεργασίας του Δικαστηρίου ως προς τα ευρήματα αξιοπιστίας και τα συνεπακόλουθα δικανικά συμπεράσματα.

 

Κατά δεύτερο επίπεδο, το Δικαστήριο θεώρησε ορθό, παρά το ότι η αθώωση ήταν δεδομένη ως εκ της αναξιοπιστίας και της αναποτελεσματικότητας της μαρτυρίας, να προχωρήσει και να εξετάσει αν συντελείτο δια της διαδικασίας κατάχρηση. Ήδη, από το πιο πάνω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης διαφαίνεται το ξεχωριστό αυτό εύρημα του Δικαστηρίου. Με όση δυνατή ευρύτητα και να είδαμε όλους τους λόγους έφεσης δεν βρίσκουμε ότι πλήττουν το εύρημα του Δικαστηρίου για την ύπαρξη κατάχρησης. Οι εφεσείοντες όφειλαν με ξεχωριστό και σαφή λόγο, εφόσον το θέμα αμφισβητείτο, να θέσουν λόγο έφεσης για το εσφαλμένο της κρίσης του Δικαστηρίου περί της ύπαρξης κατάχρησης, το οποίο εύρημα από μόνο του είχε τη δυναμική του τερματισμού της πρωτόδικης διαδικασίας. Ήδη εξηγήσαμε ότι οι πιο πάνω λόγοι έφεσης έχουν αντικείμενο ουσιαστικά τα ευρήματα αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας της μαρτυρίας, στα πλαίσια των οποίων το Δικαστήριο κρίνει ως μια μόνο παράμετρο τα κίνητρα των εμπλεκομένων ενώ το εύρημα της κατάχρησης συναρτάται με τη συμπεριφορά της κατηγορούσας αρχής εν γένει. Ο δε 10ος λόγος αγγίζει περιθωριακά μια μόνο πτυχή των διαδικασιών που το Δικαστήριο θεώρησε ως σχετική με το ευρύτερο θέμα της κατάχρησης όπως τη διαπίστωσε. Θέμα το οποίο, ως εξηγήσαμε, δεν πλήττεται με λόγο έφεσης και συνεπώς δεν μπορεί να εξετασθεί (βλ. Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271). 

 

Οι πιο πάνω μας διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η έφεση δεν έχει αντικείμενο και δεν θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης αφού το πρωτόδικο εύρημα για κατάχρηση παραμένει αλώβητο με αποτέλεσμα το απρόσβλητο της δικαστικής κρίσης για απαλλαγή του εφεσίβλητου, δια του τερματισμού της διαδικασίας. (βλ. Ξενοφώντος ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 26).

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου εκ ποσού €2.000 πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει).

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο