Σώζου Πωλ ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 260

ECLI:CY:AD:2016:B178

(2016) 2 ΑΑΔ 260

[*260]29 Mαρτίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΠΩΛ ΣΩΖΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 12/2016)

 

 

Ποινή ― Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Ληστεία και πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης ― Εφεσείων τριάντα χρόνων, αμφισβήτησε τη μη αναστολή συντρεχουσών ποινών φυλάκισης 15 και 3 μηνών που του επιβλήθηκαν σε κατηγορίες ληστείας, επίθεσης και  πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης ― Λευκό ποινικό  μητρώο, διάπραξη αδικημάτων λόγω πίεσης και απειλών κατά της ζωής του, ερασιτεχνικός τρόπος διάπραξης, μη αποκόμιση οφέλους, επιστροφή του κλαπέντος ποσού των €325, αποζημίωση αστυνομικών για τις κακώσεις που τους προκάλεσε, απεξάρτηση κ.ά. ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει.

 

Ποινή ― Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση, τις περιστάσεις της υπόθεσης ― Κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής.

 

Επαρχιακό Δικαστήριο επέβαλε, στον 30χρονο εφεσείοντα ύστερα από παραδοχή, συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 15 και 3 μηνών σε κατηγορίες ληστείας, επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των αντίστοιχων Άρθρων 282, 283 και 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Ο εφεσείων προέβαλε με την έφεση, επιχειρηματολογία, ότι στην περίπτωσή του συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3(2) του περί της Υφ’ Όρων Αναστολής της Εκτέλεσης της Ποινής Φυλακί[*261]σεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.186(1)/2003, για αναστολή των ποινών που του επιβλήθηκαν και αιτήθηκε σχετική επέμβαση του Εφετείου.

 

O εφεσείων ήταν χρήστης κάνναβης και προκειμένου να εξοφλήσει οφειλές προς τον προμηθευτή του, θέμα για το οποίο δεχόταν πιέσεις και απειλές, αποφάσισε τη διάπραξη ληστείας. Αφού  διαμόρφωσε τέτοια απόφαση κάλυψε το πρόσωπο του με κουκούλα και φορώντας γάντια μπήκε γύρω στις 6:30 μ.μ. της 13.11.14 σε αρτοποιείο στα Λατσιά και κατευθύνθηκε προς το μέρος της υπαλλήλου του αρτοποιείου, την οποία άρπαξε από το μπράτσο και την τράβηξε προς το ταμείο όπου και την έσπρωξε βίαια για να το ανοίξει. Ο εφεσείων αφαίρεσε από το ταμείο €325 και τράπηκε σε φυγή.

 

Ακολούθησε καταδίωξη του από πολίτες και στη συνέχεια αναζήτησή του από μέλη της αστυνομίας, τα οποία και τον εντόπισαν λίγο αργότερα όπου και συνελήφθη. Στην προσπάθεια του να διαφύγει τη σύλληψη, επιτέθηκε σε δύο αστυνομικούς προκαλώντας στον πρώτο εκδορές και στον δεύτερο κακώσεις.

 

Στην κατοχή του βρέθηκε το κλαπέν ποσό. Ακολούθησε η μεταφορά του σε αστυνομικό σταθμό όπου σε θεληματική του κατάθεση παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων όπως και ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Ο συνήγορος του εφεσείοντα προώθησε το σχετικό λόγο έφεσης με ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 449.

 

Στην παρούσα υπόθεση, υπέβαλε η πλευρά του εφεσείοντα, συνέτρεχαν σοβαροί λόγοι για επέμβαση του Εφετείου ώστε να δινόταν στον εφεσείοντα δεύτερη ευκαιρία.

 

Τονίστηκε, μεταξύ άλλων, το λευκό ποινικό του μητρώο, η συναισθηματική φόρτιση η οποία τον ώθησε στη διάπραξη των αδικημάτων λόγω της πίεσης και των απειλών κατά της ζωής του από τον προμηθευτή των ναρκωτικών, ο ερασιτεχνικός τρόπος διάπραξης της ληστείας, οι προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις με ιδιαίτερη αναφορά στο γεγονός ότι μετά τη διάπραξη της ληστείας κατόρθωσε να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά, η μη αποκόμιση οφέλους αφού το κλαπέν ποσό ανευρέθη και επεστράφη στους νόμιμους δικαιούχους του και, περαιτέρω, το γεγονός ότι αποζημίωσε τους δύο αστυφύλακες με το ποσό των €2.200 για τις κακώσεις που τους προξένησε. 

[*262]Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Όπως έχει επισημανθεί από τη νομολογία, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί.

 

2.  Με βασικό πάντοτε το ερώτημα κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε οι παράγοντες αυτοί να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία. Η κάθε υπόθεση βέβαια κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών και η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής.

 

3.  Στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως  η σοβαρότητα των περιστάσεων δεν επέτρεπε την αναστολή των ποινών φυλάκισης, παρά τη συναισθηματική φόρτιση υπό την οποία έδρασε ο κατηγορούμενος, το λευκό ποινικό του μητρώο, την έμπρακτη μεταμέλεια, τις προσωπικές περιστάσεις, καθώς και ότι κατά το χρόνο επιβολής ποινής ήταν καθαρός από ναρκωτικές ουσίες.

 

4.  Το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που συνέθεταν την υπόθεση, λαμβανομένων υπόψη και των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντα, δεν παρείχαν δυνατότητα στο Εφετείο να επέμβει στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε επί του υπό κρίση ζητήματος, τη διακριτική του ευχέρεια.

 

5.  Τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείοντας ήταν εξ αντικειμένου πολύ σοβαρά και λαμβανομένου υπόψη ότι καθημερινά φιλήσυχοι πολίτες γίνονται θύματα διάπραξης ληστειών, η επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης ήταν αναπόφευκτη.

 

6.  Διαφορετικά, στην περίπτωση που το Εφετείο θα επέμβαινε στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα.

 

7.  Σ’ ότι δε αφορούσε  στην επίκληση από τον  συνήγορο του εφεσείοντα της υπόθεσης Αργυρίδης (ανωτέρω), στην εν λόγω υπόθεση οι κατηγορούμενοι ήταν νεαρά πρόσωπα 18-20 χρονών γεγονός που διαφοροποιούσε ουσιωδώς την εν λόγω υπόθεση από την παρούσα όπου ο εφεσείων ήταν ηλικίας 30 ετών.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

[*263]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 449,

 

Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161,

 

Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930,

 

Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583.

 

Έφεση κατά Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Μηλιώτου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 9538/2015), ημερομηνίας 19/1/2016.

 

Α. Χρίστου για Ηλ. Στεφάνου, για Εφεσείοντα.

 

Ελ. Κληρίδου (κα), για Εφεσίβλητη.

 

Εx tempore

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χριστοδούλου, Δ..

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επέβαλε, μετά από παραδοχή, στον 30χρονο εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 15 και 3 μηνών στις κατηγορίες της ληστείας, της επίθεσης και της πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των αντίστοιχων Άρθρων 282, 283 και 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Ο εφεσείων θεωρεί ότι στην περίπτωσή του συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3(2) του περί της Υφ’ Όρων Αναστολής της Εκτέλεσης της Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.186(1)/2003, για αναστολή των ποινών που του επιβλήθηκαν και με την παρούσα έφεση αποβλέπει σε επέμβαση του Εφετείου στη βάση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ικανοποίησε το σχετικό αίτημα της Υπεράσπισης αφού το σύνολο των προσωπικών περιστάσεων του και των περιστάσεων της υπόθε[*264]σης δικαιολογούσαν τέτοια προσέγγιση.

 

Οι περιστάσεις της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά που επικαλείται ο εφεσείων δεν αμφισβητούνται και σε συντομία έχουν ως ακολούθως:

 

O εφεσείων ήταν χρήστης ναρκωτικών (κάνναβης) και προκειμένου να εξοφλήσει οφειλές προς τον προμηθευτή του, θέμα για το οποίο δεχόταν πιέσεις και απειλές, αποφάσισε να λύσει το  πρόβλημα που αντιμετώπιζε με τη διάπραξη ληστείας. Αφού λοιπόν διαμόρφωσε τέτοια απόφαση κάλυψε το πρόσωπο του με κουκούλα και φορώντας γάντια μπήκε γύρω στις 6:30 μ.μ. της 13.11.14 στο αρτοποιείο «Στεφανή» στα Λατσιά και κατευθύνθηκε προς το μέρος της υπαλλήλου του αρτοποιείου, την οποία άρπαξε από το μπράτσο και την τράβηξε προς το ταμείο όπου και την έσπρωξε βίαια για να το ανοίξει. Όπως και έγινε, με τον εφεσείοντα να αρπάζει από το ταμείο €325 και να τρέπεται σε φυγή.

 

Ακολούθησε καταδίωξη του από πολίτες και στη συνέχεια αναζήτησή του από μέλη της αστυνομίας, τα οποία και τον εντόπισαν λίγο αργότερα να κρύβεται σε περιβόλι. Στην προσπάθεια του δε να διαφύγει τη σύλληψη επιτέθηκε στους δύο αστυνομικούς, στους αστυφ. 2050 και 5898, προκαλώντας στον πρώτο εκδορές στον αριστερό και δεξιό αντιβραχίονα και στο δεύτερο κακώσεις στο πρόσωπο, στο λαιμό, στο δεξιό κάτω άκρο και στο αριστερό χέρι. Τελικώς όμως συνελήφθη και στην κατοχή του βρέθηκε το κλαπέν ποσό των €325 το οποίο κατασχέθηκε, ενώ στη συνέχεια εντοπίστηκαν τόσο τα γάντια όσο και η κουκούλα. Ακολούθησε η μεταφορά του στον αστυνομικό σταθμό Λατσιών όπου σε θεληματική του κατάθεση παραδέχθηκε τη διάπραξη των προαναφερθέντων αδικημάτων και απολογήθηκε, όπως παραδέχθηκε τη διάπραξή τους και ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Όπως αναφέρθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ο εφεσείοντας είναι λευκού ποινικού μητρώου και προτού το πρωτόδικο Δικαστήριο επιβάλει ποινή ετοιμάστηκε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, στην οποία περιγράφονται οι προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις. Επιγραμματικά είναι ηλικίας 30 ετών, φοίτησε μέχρι την Γ΄ τάξη του Γυμνασίου και ακολούθως εργάστηκε σε διάφορες εταιρείες ενώ τα τελευταία τρία χρόνια είναι άνεργος και λαμβάνει μηνιαίο Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα €430. Διαμένει δε με τους γονείς του οι οποίοι έχουν τακτική εργασία, με τον πατέρα να εργάζεται στο Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών και με τη μητέρα σε κυβερνητικό οργανισμό. Αναφέρεται τέλος ότι ο [*265]εφεσείοντας υπήρξε για κάποια περίοδο της ζωής του χρήστης κάνναβης και για σκοπούς απεξάρτησής του παρέμεινε έγκλειστος για ένα διάστημα σε μοναστήρι, αλλά όταν επανήλθε στην ανοικτή κοινωνία παρασύρθηκε και πάλι στον κόσμο των ναρκωτικών. Ωστόσο μετά τη διάπραξη της επίδικης ληστείας επανέλαβε τις προσπάθειες του για απεξάρτηση και κατά την επιβολή της ποινής, στις 19.1.16, κατατέθηκαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύσεις που βεβαίωναν ότι ήταν καθαρός από ναρκωτικές ουσίες.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προώθησε το λόγο έφεσης με εμπεριστατωμένο διάγραμμα αγόρευσης, αλλά και δια ζώσης κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης με ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 449, στην οποία το Εφετείο αποδέχτηκε ότι υπήρχαν βάσιμοι λόγοι που δικαιολογούσαν την αναστολή της άμεσης ποινής φυλάκισης των 15 μέχρι 30 μηνών που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο στους έξι νεαρούς ηλικίας 18-20 ετών, παρά το γεγονός ότι τα αδικήματα που διέπραξαν ήταν πολύ σοβαρά εφόσον επρόκειτο για ένοπλες ληστείες με τη χρήση μαχαιριών και άλλων αντικειμένων. Όπως στην εν λόγω υπόθεση έτσι και στην παρούσα, υπέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, συντρέχουν σοβαροί λόγοι για επέμβαση του Εφετείου ώστε να δοθεί στον εφεσείοντα δεύτερη ευκαιρία. Συναφώς τόνισε το λευκό ποινικό του μητρώο, τη συναισθηματική φόρτιση η οποία τον ώθησε στη διάπραξη των αδικημάτων λόγω της πίεσης και των απειλών κατά της ζωής του από τον προμηθευτή των ναρκωτικών, τον ερασιτεχνικό τρόπο διάπραξης της ληστείας, τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις με ιδιαίτερη αναφορά στο γεγονός ότι μετά τη διάπραξη της ληστείας κατόρθωσε να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά, τη μη αποκόμιση οφέλους αφού το κλαπέν ποσό ανευρέθη και επεστράφη στους νόμιμους δικαιούχους του και, περαιτέρω, αποζημίωσε τους δύο αστυφύλακες με το ποσό των €2.200 για τις κακώσεις που τους προξένησε. Γενεσιουργός αιτία, κατέληξε, που οδήγησε τον εφεσείοντα στη διάπραξη των αδικημάτων ήταν η χρήση ναρκωτικών ουσιών και ενόψει της απεξάρτησης του από τα ναρκωτικά δεν υπάρχει κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων και συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε αποδεκτή την εισήγηση της Υπεράσπισης για αναστολή εκτέλεσης της ποινής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτεινε η ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, συνεκτίμησε με προσοχή ό,τι τέθηκε ενώπιον του και ορθά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια για μη αναστολή της ποινής φυλάκισης και δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του [*266]Εφετείου στον τρόπο με τον οποίο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια του πρωτόδικο Δικαστήριο. Παρέπεμψε σχετικά στην Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 και Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930.

 

Έχουμε εξετάσει με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν εισηγήσεων επί του υπό κρίση ζητήματος και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας. Όπως έχει επισημανθεί και στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583, με τον Ν.186(1)/2013 η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί ώστε αυτή να μπορεί να αποφασίζεται εάν δικαιολογείται στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου. Με βασικό πάντοτε το ερώτημα κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε οι παράγοντες αυτοί να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία. Η κάθε υπόθεση βέβαια κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών και η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Όπως δε τονίστηκε στην υπόθεση Ιωσήφ (ανωτέρω) «εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στο συγκεκριμένο κατηγορούμενο …» και «… κατά την εξέταση του ζητήματος σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής».

 

Στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως  «… η σοβαρότητα των περιστάσεων δεν επιτρέπει την αναστολή των ποινών φυλάκισης, παρά τη συναισθηματική φόρτιση υπό την οποία έδρασε ο κατηγορούμενος, το λευκό ποινικό του μητρώο, την έμπρακτη μεταμέλεια, τις προσωπικές περιστάσεις, καθώς και ότι σήμερα είναι καθαρός από ναρκωτικές ουσίες».  Κρίνουμε ότι το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που συνθέτουν την υπόθεση, λαμβανομένων υπόψη και των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντα, δεν παρέχουν δυνατότητα στο Εφετείο να επέμβει στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε επί του υπό κρίση ζητήματος τη διακριτική του ευχέρεια. Τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείοντας ήταν εξ αντικειμένου πολύ σοβαρά και λαμβανομένου υπόψη ότι καθημερινά φιλήσυχοι πολίτες γίνονται θύματα διάπραξης ληστειών, η επιβο[*267]λή άμεσης ποινής φυλάκισης ήταν αναπόφευκτη. Διαφορετικά, στην περίπτωση που το Εφετείο θα επέμβαινε στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα σ’ ότι αφορά την ποινική μεταχείριση επίδοξων παραβατών και ταυτόχρονα θα έπληττε την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου και θα αποδυνάμωνε τον αποτρεπτικό χαρακτήρα των ποινών που θα πρέπει να επιβάλλονται σε αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως. Σ’ ότι δε αφορά την επίκληση από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα της υπόθεσης Αργυρίδης (ανωτέρω) είναι αρκετό να επαναλάβουμε ότι η κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών και το γεγονός και μόνο ότι οι κατηγορούμενοι στην εν λόγω υπόθεση ήταν νεαρά πρόσωπα 18-20 χρονών διαφοροποιεί ουσιωδώς την εν λόγω υπόθεση από την παρούσα όπου ο εφεσείων είναι ηλικίας 30 ετών.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεσης απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο