Nικολάου Κώστας ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 268

ECLI:CY:AD:2016:B198

(2016) 2 ΑΑΔ 268

[*268]14 Aπριλίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στές]

 

ΚΩΣΤΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Πoινική Έφεση Αρ. 41/2016)

 

 

Ποινή ― Πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης ― Άρθρο 231 του Ποινικού Κώδικα ― Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Απόφανση Εφετείου σε έφεση με επιτρεπτική κατάληξη, ότι η δυναμική των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την ιδιομορφία της διάπραξης των αδικημάτων, θα έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας υπέρ της αναστολής των ποινών φυλάκισης και για τον εφεσείοντα, χωρίς να παραγνωριζόταν η σοβαρότητα των αδικημάτων αφού ακριβώς επεβλήθη ποινή φυλάκισης την οποία εν μέρει ο εφεσείων είχε εκτίσει.

 

Αναστολή εκτέλεσης ποινής φυλάκισης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ έθεσε ορθά τη νομολογιακή προσέγγιση επί του θέματος της αναστολής, δεν εφάρμοσε στην προκειμένη, πλήρως τις αρχές, αφού επικαλέστηκε και έλαβε υπόψη, μόνο τη σοβαρότητα της βλάβης που ο εφεσείων προκάλεσε στην παραπονούμενη, έστω και χωρίς να το προσχεδιάσει.

 

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος κατόπιν ακρόασης σε κατηγορία πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης σε γυναίκα από τη Λάρνακα, κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, για επίθεση και πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης σε έτερη γυναίκα, κατά παράβαση των Άρθρων 20 και 243 του Ποινικού Κώδικα και πρόκληση ανησυχίας, κατά παράβαση των Άρθρων 20 και 95 του Ποινικού Κώδικα.

 

Κατά το επίδικο επεισόδιο, ο εφεσείων έσπρωξε δυνατά με τα δύο [*269]του χέρια την παραπονούμενη. Ως αποτέλεσμα αυτού, η παραπονούμενη έπεσε στο έδαφος και κτύπησε το κεφάλι της στην αριστερή πλευρά και τραυματίστηκε σοβαρά στο αυτί.

 

Στη συνέχεια ενεπλάκη στο επεισόδιο η σύζυγος του εφεσείοντα και κατά τη διάρκεια του καυγά, ο εφεσείων και η σύζυγος του έσπρωξαν και τη δεύτερη παραπονούμενη βρίζοντάς τη.

 

Στις πιο πάνω κατηγορίες επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, πέντε, δύο και ενός μηνός, αντίστοιχα. Σε άλλες κατηγορίες για πρόκληση ανησυχίας και εξύβρισης, δεν επιβλήθηκαν ποινές ως εκ της συνάφειας τους με τις πιο πάνω κατηγορίες.

 

Για τη σύζυγο του εφεσείοντα (2η κατηγορούμενη) η ποινή φυλάκισης των δύο και ενός μηνός που της επεβλήθη για την δεύτερη και τρίτη κατηγορία ανεστάλη, ενώ στον εφεσείοντα, παρόλο που υπήρξε σχετική εισήγηση, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν θα έπρεπε να ασκήσει την εξουσία του για αναστολή της ποινής.

 

Ο λόγος που παρέμεινε προς εξέταση, αφορούσε σε αυτή την πτυχή της απόφασης και στηρίχθηκε στην κάτωθι αιτιολογία:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για αναστολή εκτέλεσης των ποινών και ή δεν αξιολόγησε ορθά τα ενώπιον του στοιχεία και ή δεν εφάρμοσε σωστά τις νομολογιακές αρχές σε σχέση με το θέμα.

 

β)  Ήταν εσφαλμένη η ένταξη εκ μέρους του πρωτοδίκου Δικαστηρίου στα επιβαρυντικά στοιχεία ότι το κίνητρο για τη διάπραξη των αδικημάτων ήταν η ισχυριζόμενη ρατσιστική συμπεριφορά που δέχονταν οι κατηγορούμενοι σε προγενέστερο χρόνο από το επίδικο συμβάν, αφού αυτά δεν αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά ή δεν διερευνήθηκαν πλήρως από την Αστυνομία.

 

γ)  Ενώ η φύση και η σοβαρότητα των αδικημάτων δεν αμφισβητείται, ωστόσο τα περιστατικά και οι συνθήκες που περιβάλλουν τον εφεσείοντα είναι τέτοιες που θα δικαιολογούσαν την αναστολή της επιβληθείσας ποινής, ήτοι το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα, η μεταμέλεια του, η απουσία οποιονδήποτε μεμπτών στοιχείων ως προς τη διαγωγή του  από την ημέρα διάπραξης των αδικημάτων κ.ά..

 

δ)  Ενώ ετέθησαν από την πλευρά της Υπεράσπισης κατά την αγό[*270]ρευση μετριασμού της ποινής τα καταστρεπτικά αποτελέσματα εκ της φυλάκισης του εφεσείοντα ο οποίος λόγω της ιδιότητας του ως δημόσιος υπάλληλος, δυνατό να έχανε την εργασία του, αυτό δεν ελήφθη υπόψη από το Δικαστήριο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο εφεσείων είναι 52 ετών και για 33 χρόνια εργάζεται στο κυβερνητικό τυπογραφείο. Με τη σύζυγο του, πρώην κατηγορούμενη 2, έχουν 3 ανήλικα παιδιά 8, 6 και 4 χρόνων.

 

2.  Προέκυπτε ότι, ενώ το Δικαστήριο έθεσε ορθά τη νομολογιακή προσέγγιση επί του θέματος της αναστολής, στο συγκεκριμένο καθήκον του ως προς τον εφεσείοντα δεν εφάρμοσε πλήρως τις αρχές, αφού επικαλέστηκε και έλαβε υπόψη στην πραγματικότητα μόνο τη σοβαρότητα της βλάβης που ο εφεσείων προκάλεσε στην παραπονούμενη, έστω και χωρίς να το προσχεδιάσει.

 

3.  Το Δικαστήριο φαίνεται να απομόνωσε μόνο αυτό το στοιχείο και να μη έλαβε υπόψη, τα ισχυρά ελαφρυντικά που θα έπρεπε να λειτουργήσουν υπέρ του εφεσείοντα. Αποτελούσε ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει όλες τις παραμέτρους τόσο των αδικημάτων όσο και του δράστη. Προέκυπτε από το σχετικό απόσπασμα της εκκαλούμενης απόφασης ότι δεν το έπραξε.

 

4.  Στην υπό κρίση περίπτωση, ο εφεσείων είναι ένα άτομο 52 ετών, οικογενειάρχης με 3 ανήλικα παιδιά και η εργασία του είναι η μόνη πηγή επιβίωσης για όλη την οικογένεια. Το λευκό ποινικό του μητρώο, ομού με το ιδιαίτερης βαρύτητας γεγονός ότι είναι προστάτης πολυμελούς οικογένειας με ορατό το ενδεχόμενο απώλειας εργασίας, αποτελούσαν στοιχεία τα οποία έπρεπε να λειτουργήσουν θετικά στη διεργασία της δικαστικής σκέψης επί του θέματος της αναστολής.

 

5.  Αυτή η διεργασία φαίνεται να ελλείπει, εν προκειμένω. Συνεπικουρικά δε και οι περιστάσεις των αδικημάτων ήσαν τέτοιες ώστε, με βάση τα νομολογηθέντα, ομοίως έπρεπε να συλλειτουργήσουν στη δικαστική σκέψη, ειδικά έχοντας υπόψη, ότι προέκυπτε αναμφίβολα ότι το επεισόδιο έλαβε χώρα χωρίς προσχεδιασμό και κάτω από την έντονη συναισθηματική φόρτιση του εφεσείοντα και της συζύγου του, ως αποδεκτών ρατσιστικών σχολίων που αφορούσε στο χρώμα και την καταγωγή της τελευταίας.

 

6.  Το γεγονός ότι η Αστυνομία δεν διερεύνησε επαρκώς την πτυχή [*271]αυτή, παρά το ότι σχολιάζεται δυσμενώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δημιουργεί ακριβώς μια ασάφεια για τα δεδομένα της συγκεκριμένης μέρας, ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι και οι παραπονούμενες αντιμετώπισαν ποινικές κατηγορίες για άλλες πτυχές του επεισοδίου.

 

7.  Αυτό έπρεπε να ληφθεί υπέρ του εφεσείοντα αφ’ ης στιγμής το Δικαστήριο δέχεται ότι το «κίνητρο», όπως το ονομάζει, των αδικημάτων ήταν τα ρατσιστικά σχόλια.

 

8.  Ενώ ορθά αναφέρεται η έλλειψη προσχεδιασμού και το στιγμιαίο των ενεργειών που δυστυχώς έφεραν τα αναφερόμενα αποτελέσματα, ειδικά στην πρώτη παραπονούμενη, δεν αποδόθηκε η ανάλογη βαρύτητα στις ειδικές περιστάσεις των αδικημάτων.

 

9.  Η δυναμική των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την ιδιομορφία της διάπραξης των αδικημάτων, θα έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας υπέρ της αναστολής των ποινών φυλάκισης και για τον εφεσείοντα, χωρίς να παραγνωριζόταν σοβαρότητα των αδικημάτων αφού ακριβώς επεβλήθη ποινή φυλάκισης την οποία μάλιστα εν μέρει ο εφεσείων είχε εκτίσει.

 

10. Υπήρχαν παράγοντες που επέτρεπαν υπό τις περιστάσεις, την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου  πρωτογενώς, για αναστολή των ποινών  φυλάκισης για τον εφεσείοντα.

 

Η έφεση επέτυχε. Οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης ανεστάλησαν για τρία έτη από την ημέρα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αργυρίδης κ.ά. ν. (2013) 2 Α.Α.Δ. 449,

 

Σαμπουγκασίδης ν. Αστυνομίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 228, ECLI:CY:AD:2015:B268,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161.

 

Έφεση κατά Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον καταδικασθέντα εναντίον των αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Λοΐζου, Ε.Δ.), (Ποινική [*272]Υπόθεση Αρ. 5987/2013), ημερομηνίας 27/1/2016 και 3/3/2016.

 

Α. Μαππουρίδης με Αγγ. Αχιλλέως (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Θ. Παπανικολάου, Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

 

Εx tempore

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος κατόπιν ακρόασης σε κατηγορία πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης στη Χριστίνα Χαραλάμπους από τη Λάρνακα κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα (1η κατηγορία), για επίθεση και πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης στην Έλενα Ματώλη (2η κατηγορία), κατά παράβαση των Άρθρων 20 και 243 του Ποινικού Κώδικα και πρόκληση ανησυχίας (3η κατηγορία), κατά παράβαση των Άρθρων 20 και 95 του Ποινικού Κώδικα. Στις πιο πάνω κατηγορίες επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, πέντε, δύο και ενός μηνός, αντίστοιχα. Σε άλλες κατηγορίες ήσσονος σημασίας επίσης για πρόκληση ανησυχίας και εξύβρισης δεν επιβλήθηκαν ποινές ως εκ της συνάφειας τους με τις πιο πάνω κατηγορίες.

 

Το επεισόδιο που οδήγησε τον εφεσείοντα, τη σύζυγο του (ως κατηγορούμενη 2) και ακόμη ένα πρόσωπο, αλλά και τους παραπονούμενους, μέσω άλλης ποινικής υπόθεσης, στο Δικαστήριο, έλαβε χώρα στις 2.11.2012 το πρωί όταν αρχικά προκλήθηκε ανησυχία και εκστόμιση ύβρεων μεταξύ των εμπλεκομένων προσώπων οι οποίοι είναι γείτονες. Αρχικά η κατηγορούμενη 2 βγήκε στη βεράντα του σπιτιού και άρχισε να βρίζει για κάτι που προηγήθηκε σε σχέση με το facebook. Το αποτέλεσμα δυστυχώς αυτού του φραστικού καυγά ήταν η διάπραξη των αδικημάτων της 1ης και 2ης κατηγορίας εκ μέρους του εφεσείοντα, όταν ο εφεσείων παρενέβη στο επεισόδιο και έσπρωξε δυνατά με τα δύο του χέρια την παραπονούμενη Χριστίνα Χαραλάμπους. Ως αποτέλεσμα αυτού η παραπονούμενη έπεσε στο έδαφος και κτύπησε το κεφάλι της στην αριστερή πλευρά και τραυματίστηκε σοβαρά στο αυτί.  Επενέβη τότε η δεύτερη παραπονούμενη Έλενα Ματώλη, θυγατέρα της πρώτης. Στη συνέχεια ενεπλάκη στο επεισόδιο η σύζυγος του εφεσείοντα και κατά τη διάρκεια του καυγά ο εφεσείων και η σύζυγος του έσπρωξαν και τη δεύτερη παραπονούμενη βρίζοντάς τη. Στο όλο συμβάν ανταλλάγησαν ύβρεις και από τις δύο πλευρές.

[*273]Κατά την ακροαματική διαδικασία διεφάνη και αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων και η σύζυγος του η οποία είναι από την Γκάνα και έγχρωμη, σε προγενέστερο του επίδικου περιστατικού χρόνο ήταν δέκτες συμπεριφοράς και μεταχείρισης που οι ίδιοι εκλάμβαναν ως ρατσιστική, από γείτονες τους, περιλαμβανομένων και των παραπονούμενων, αλλά όχι συγκεκριμένα της Χριστίνας Χαραλάμπους. Επίσης έγινε δεκτό από το Δικαστήριο το περιεχόμενο της έκθεσης της Αρχής κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων σε σχέση με την αδυναμία της Αστυνομίας να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά ή διερευνήσει πλήρως τις ισχυριζόμενες ρατσιστικές συμπεριφορές σε βάρος του εφεσείοντα και της συζύγου του από γείτονες τους, παρά το ότι οι τελευταίοι τις κατάγγελλαν. Μάλιστα το Δικαστήριο έψεξε την Αστυνομία για τη θέση που εξέφρασε ο ΜΚ7 (αστυνομικός που εξέτασε το επεισόδιο), ότι δηλαδή η Αστυνομία δεν διερεύνησε αυτή τη πτυχή της υπόθεσης και ειδικά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και της συζύγου του, (πρώην κατηγορουμένης 2) ότι έτυχαν υποτιμητικών και ρατσιστικών σχολείων στο facebook διότι «η Αστυνομία διερευνά (όπως είπε ο ΜΚ7) τα αδικήματα και όχι τους λόγους που οδήγησαν σε αυτά». Το Δικαστήριο περαιτέρω προέβη και στο σχόλιο ότι αν η Αστυνομία διερευνούσε και αυτή την πτυχή, δυνατό να παρουσιάζετο στο Δικαστήριο μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα ως προς το πώς τα πράγματα κατέληξαν στο επίδικο επεισόδιο. Καταλήγει δε ως εξής «στη βάση της ανθρώπινης εμπειρίας αν η Αστυνομία εξέταζε με τη δέουσα προσοχή τα παράπονα τους τα πράγματα ίσως να μην οδηγούνταν εδώ και να μην έπαιρναν παραπονούμενοι και κατηγορούμενοι τα πράγματα στα χέρια τους». Εν πάση περιπτώσει, παρά τα πιο πάνω σχόλια, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ενώ το «κίνητρο» για τη διάπραξη των αδικημάτων ήταν η ρατσιστική συμπεριφορά και μεταχείριση που δέχονταν ο εφεσείων και η σύζυγος του δεν κατέληξε στο να θεωρήσει ότι τη συγκεκριμένη μέρα στοιχειοθετείτο πρόκληση.

 

Να σημειωθεί ότι για τη σύζυγο του εφεσείοντα (2η κατηγορούμενη) η ποινή φυλάκισης των δύο και ενός μηνός που της επεβλήθη για την δεύτερη και τρίτη κατηγορία ανεστάλη, ενώ στον εφεσείοντα, παρόλο που υπήρξε σχετική εισήγηση, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν θα έπρεπε να ασκήσει την εξουσία του για αναστολή της ποινής.

 

Ο λόγος που παρέμεινε προς εξέταση είναι ακριβώς ο λόγος που αφορά αυτή την πτυχή της απόφασης (3ος λόγος). Ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και ή αδικαιόλογητα έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για ανα[*274]στολή εκτέλεσης των ποινών και ή δεν αξιολόγησε ορθά τα ενώπιον του στοιχεία και ή δεν εφάρμοσε σωστά τις νομολογιακές αρχές σε σχέση με το θέμα. Κρίνεται ως εσφαλμένη η ένταξη εκ μέρους του πρωτοδίκου Δικαστηρίου στα επιβαρυντικά στοιχεία ότι το κίνητρο για τη διάπραξη των αδικημάτων ήταν η ισχυριζόμενη ρατσιστική συμπεριφορά που δέχονταν οι κατηγορούμενοι σε προγενέστερο χρόνο από το επίδικο συμβάν, αφού αυτά δεν αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά ή δεν διερευνήθηκαν πλήρως από την Αστυνομία. Προσθέτως είναι εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι ενώ η φύση και η σοβαρότητα των αδικημάτων δεν αμφισβητείται ωστόσο τα περιστατικά και οι συνθήκες που περιβάλλουν τον εφεσείοντα είναι τέτοιες που θα δικαιολογούσαν την αναστολή της επιβληθείσας ποινής. Το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα συνεχίζει ο κ. Μαππουρίδης, η μεταμέλεια του, η απουσία οποιονδήποτε μεμπτών στοιχείων ως προς τη διαγωγή του μετά από την ημέρα διάπραξης των αδικημάτων, το ότι θεωρείται ήσυχος και χαμηλών τόνων άνθρωπος από τους συναδέλφους και τον προϊστάμενο του, ότι είναι το μόνο άτομο που μπορεί να συνεισφέρει οικονομικά και ψυχολογικά στην οικογένεια του. Να σημειωθεί ότι ο εφεσείων είναι 52 ετών και για 33 χρόνια εργάζεται στο κυβερνητικό τυπογραφείο. Με τη σύζυγο του, πρώην κατηγορούμενη 2, έχουν 3 ανήλικα παιδιά 8, 6 και 4 χρόνων. Επισημαίνεται ιδιαίτερα το γεγονός ότι ενώ ετέθησαν από την πλευρά της Υπεράσπισης κατά την αγόρευση μετριασμού της ποινής τα καταστρεπτικά αποτελέσματα εκ της φυλάκισης του εφεσείοντα ο οποίος λόγω της ιδιότητας του ως δημόσιος υπάλληλος, δυνατό να απωλέσει την εργασία του, αυτό δεν ελήφθη υπόψη από το Δικαστήριο. (βλ. σελίδα 23 της γραπτής αγόρευσης για σκοπούς μετριασμού της ποινής).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία ο κ. Παπανικολάου, μετά από περίσκεψη και μελέτη του θέματος, θεώρησε ότι δεν μπορεί να στηρίξει το μέρος της απόφασης με το οποίο το Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε την εισήγηση για αναστολή της ποινής φυλάκισης. Δυο λόγοι έφεσης που αφορούσαν το είδος και την έκταση της ποινής αποσύρθηκαν εκ μέρους του κ. Μαππουρίδη.

 

Έχουμε εξετάσει το μόνο εν τέλει λόγο έφεσης, σε συνάρτηση με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ιδιαίτερα βέβαια το σχετικό απόσπασμα που αφορά στην άρνηση του Δικαστηρίου να αποδεχθεί την εισήγηση για αναστολή της ποινής φυλάκισης για τον εφεσείοντα. Παρατηρούμε ότι, ενώ το Δικαστήριο θέτει ορθά τη νομολογιακή προσέγγιση επί του θέματος της αναστολής, στο συγκεκριμένο καθήκον του ως προς τον εφεσείοντα [*275]δεν εφαρμόζει πλήρως τις αρχές, αφού επικαλείται και λαμβάνει υπόψη στην πραγματικότητα μόνο τη σοβαρότητα της βλάβης που ο εφεσείων προκάλεσε στην παραπονούμενη, έστω και χωρίς να το προσχεδιάσει. Το Δικαστήριο φαίνεται να απομονώνει αυτό το στοιχείο και να μη λαμβάνει υπόψη, τα ισχυρά ελαφρυντικά που θα έπρεπε να λειτουργήσουν υπέρ του εφεσείοντα. Αποτελούσε ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει όλες τις παραμέτρους τόσο των αδικημάτων όσο και του δράστη. Παρατηρούμε από το σχετικό απόσπασμα της εκκαλούμενης απόφασης ότι δεν το πράττει. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 449 και στη Σαμπουγκασίδης ν. Αστυνομίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 228, ECLI:CY:AD:2015:B268 η πρακτική επιτάσσει όπως το Δικαστήριο, κατά το έργο της επιβολής της ποινής, εξετάσει το ενδεχόμενο αναστολής λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου, έχοντας υπόψη της πρόνοιες του περί της Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως Εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, (Ν. 95/1972). (βλ. επίσης Γεν. Εισαγγελέας ν-. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση ο εφεσείων είναι ένα άτομο 52 ετών, οικογενειάρχης με 3 ανήλικα παιδιά και η εργασία του είναι η μόνη πηγή επιβίωσης για όλη την οικογένεια. Το λευκό ποινικό του μητρώο ομού με το ιδιαίτερης βαρύτητας γεγονός ότι είναι προστάτης πολυμελούς οικογένειας με ορατό το ενδεχόμενο απώλειας εργασίας, αποτελούσαν στοιχεία τα οποία έπρεπε να λειτουργήσουν θετικά στη διεργασία της δικαστικής σκέψης επί του θέματος της αναστολής. Αυτή η διεργασία φαίνεται να ελλείπει, εν προκειμένω. Συνεπικουρικά δε και οι περιστάσεις των αδικημάτων ήσαν τέτοιες ώστε, με βάση τα νομολογηθέντα, ομοίως έπρεπε να συλλειτουργήσουν στη δικαστική σκέψη, ειδικά έχοντας υπόψη ότι προκύπτει αναμφίβολα ότι το επεισόδιο έλαβε χώρα χωρίς προσχεδιασμό και κάτω από την έντονη συναισθηματική φόρτιση του εφεσείοντα και της συζύγου του ως αποδεκτών ρατσιστικών σχολίων που αφορούσε το χρώμα και την καταγωγή της τελευταίας. Το γεγονός ότι η Αστυνομία δεν διερεύνησε επαρκώς την πτυχή αυτή, παρά το ότι σχολιάζεται δυσμενώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δημιουργεί ακριβώς μια ασάφεια για τα δεδομένα της συγκεκριμένης μέρας, ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι και οι παραπονούμενες αντιμετώπισαν ποινικές κατηγορίες για άλλες πτυχές του επεισοδίου. Αυτό έπρεπε να ληφθεί υπέρ του εφεσείοντα αφ’ ης στιγμής το Δικαστήριο δέχεται ότι το «κίνητρο», όπως το ονομάζει, των αδικημάτων ήταν τα ρατσιστικά σχόλια. Ενώ ορθά αναφέρεται η έλλειψη προσχεδιασμού και το στιγμιαίο των ενεργειών [*276]που δυστυχώς έφεραν τα αναφερόμενα αποτελέσματα, ειδικά στην πρώτη παραπονούμενη δεν αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα στις ειδικές περιστάσεις των αδικημάτων.

 

Η δυναμική λοιπόν των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την ιδιομορφία της διάπραξης των αδικημάτων θα έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας υπέρ της αναστολής των ποινών φυλάκισης και για τον εφεσείοντα, χωρίς να παραγνωρίζουμε τη σοβαρότητα των αδικημάτων αφού ακριβώς επεβλήθη ποινή φυλάκισης την οποία μάλιστα εν μέρει ο εφεσείων έχει εκτίσει.

 

Δραττόμεθα της ευκαιρίας να επαινέσουμε τη στάση του κ. Παπανικολάου ο οποίος κατόπιν προβληματισμού θεώρησε ότι δεν πρέπει να στηρίξει αυτή τη πτυχή της πρωτόδικης απόφασης.

 

Ως εκ τούτου, τα πιο πάνω θεωρούμε ότι είναι παράγοντες που μας επιτρέπουν υπό τις περιστάσεις να ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια πρωτογενώς και να αναστείλουμε τις ποινές φυλάκισης για τον εφεσείοντα.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης αναστέλλονται για τρία έτη από την ημέρα της πρωτόδικης απόφασης. 

 

Δικαστήριο προς εφεσείοντα

 

Εξηγείται στον εφεσείοντα ότι: Η ποινή φυλάκισης είναι ποινή φυλάκισης αλλά δεν ενεργοποιείται άμεσα διότι κρίνουμε ότι θα πρέπει να σας δοθεί άλλη μια ευκαιρία, με την προϋπόθεση ότι δεν θα διαπράξετε άλλο αδίκημα. Αυτό σημαίνει ότι, εάν μέσα στα επόμενα τρία χρόνια δεν διαπράξετε οποιοδήποτε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση, δεν θα κληθείτε να εκτίσετε την ποινή φυλάκισης. Αν όμως διαπράξετε οποιοδήποτε άλλο τέτοιο αδίκημα, θα μπορεί το Δικαστήριο να σας επιβάλει ποινή για το αδίκημα εκείνο αλλά και να διατάξει να εκτίσετε το υπόλοιπο της ποινής φυλάκισης που σας έχει επιβληθεί και η οποία σήμερα ανεστάλη. Επομένως πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην ευκαιρία που σας έχει δοθεί σε σχέση με την μελλοντική σας συμπεριφορά.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης αναστέλλονται για τρία έτη από την ημέρα της πρωτόδικης απόφασης.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο