Τtozios Management Ltd και Άλλος ν. Kυριάκου Κυριάκου (2016) 2 ΑΑΔ 277

ECLI:CY:AD:2016:B201

(2016) 2 ΑΑΔ 277

[*277]15 Απριλίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση 96/2014)

 

TTOZIOS MANAGEMENT LTD,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση 97/2014)

 

ΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 96/2014, 97/2014)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγής η οποία δεν εξοφλήθηκε λόγω ανάκλησης της, άνευ εύλογης αιτίας από τον εκδότη της ― Άρθρο 305(Α)(2) του Ποινικού Κώδικα ― Δεδομένης της ανακοπής της πληρωμής της επίδικης επιταγής από τους Εφεσείοντες με τη δικαιολογία της παράβασης συμφωνίας, το ζητούμενο στην υπόθεση ήταν το κατά πόσο οι Εφεσείοντες είχαν εύλογη αιτία ανάκλησης της, επί τη βάσει της προταθείσας δικαιολογίας κι όχι αν υπήρχε ή όχι νόμιμο αντάλλαγμα ― Απόρριψη έφεσης εναντίον καταδικαστικής απόφασης.

 

Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγής η οποία δεν εξοφλήθηκε λόγω ανάκλησης της, άνευ εύλογης αιτίας από τον εκδότη της ― Άρθρο 305(Α)(2) του Ποινικού Κώδικα ―- Η εύλογη αιτία συναρτάται [*278]άμεσα και αποκλειστικά με τον λόγο της ανάκλησης που εξεδήλωσε γραπτώς ο Κατηγορούμενος (εκδότης) κατά τον ουσιώδη χρόνο ανάκλησης της και όχι ότι ενδεχομένως πιστεύει ότι αποτελεί καλή Υπεράσπιση ή άλλο λόγο που δεν δηλώθηκε κατά τον ουσιώδη χρόνο της ανάκλησης της επιταγής.

 

Ποινή ― Έκδοση επιταγής η οποία δεν εξοφλήθηκε λόγω ανάκλησης της, άνευ εύλογης αιτίας από τον εκδότη της ― Άρθρο 305(Α)(2) του Ποινικού Κώδικα ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης ενός μηνός με τριετή αναστολή και απόρριψη λόγου έφεσης περί υπέρμετρης και έκδηλα υπερβολικής ποινής ― Απόφανση Εφετείου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε στην προκειμένη με περισσή επιείκεια.

 

Ποινή ― Έκδοση επιταγής η οποία δεν εξοφλήθηκε λόγω ανάκλησης της, άνευ εύλογης αιτίας από τον εκδότη της ― Άρθρο 305(Α)(2) του Ποινικού Κώδικα ― Το σύνηθες μέτρο ποινικής μεταχείρισης για τα αδικήματα έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα, είναι η επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης ― Όμως το σύνηθες, δεν αποτελεί ταυτόχρονα και άκαμπτο κανόνα αφού κατά πάγια νομολογιακή αρχή κάθε περίπτωση αντιμετωπίζεται στη βάση των περιστατικών της.

 

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Πότε επεμβαίνει το Εφετείο ― Εφαρμοστέες αρχές.

 

Ποινή ― Υπερβολή ― Το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα, να μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε πασιφανή έλλειψη αναλογίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής, ή σε ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία ή/και σε συνδυασμό των δυο αυτών παραγόντων.

 

Η Εφεσείουσα/Κατηγορουμένη 1, εταιρεία Λτδ, κρίθηκε πρωτοδίκως ένοχη στην κατηγορία της έκδοσης επιταγής η οποία δεν εξοφλήθηκε λόγω ανάκλησης της, άνευ εύλογης αιτίας από τον εκδότη της και ο Εφεσείοντας/Κατηγορούμενος 2, Διευθυντής της Κατηγορουμένης 1, για συνδρομή στην έκδοση και ανάκληση της επιταγής ως ανωτέρω. Αμφότερες οι κατηγορίες στηρίζονταν στο Άρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Η δεύτερη που αφορούσε τον Εφεσείοντα 2 στηριζόταν και επί του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα. Επρόκειτο δε, περί ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης.

 

Η Εφεσείουσα 1 εξέδωσε στις 11.5.2010 επιταγή ύψους €3000 ευρώ προς όφελος του Παραπονούμενου/Κατήγορου που ήταν πληρωτέα την ίδια ημέρα. Η επιταγή κατατέθηκε κανονικά σε Τράπεζα προς [*279]εξαργύρωση στις 12.5.2010 πλην όμως αυτή επιστράφηκε απλήρωτη αυθημερόν λόγω του ότι η πληρωμή της ανακλήθηκε από τον εκδότη της (Εφεσείουσα 1) με το δικαιολογητικό «παράβαση συμφωνίας». Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, με βάση τα ευρήματα του, έκρινε ότι η επιταγή ανεκλήθη χωρίς εύλογη αιτία. Με αυτά τα δεδομένα η Εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη όπως και ο Εφεσείων 2, Διευθυντής της Εφεσείουσας εταιρείας 1 ο οποίος κρίθηκε ότι συνέδραμε στην έκδοση της επίδικης επιταγής και στην χωρίς εύλογη αιτία ανάκλησή της με βάση το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Με τις εφέσεις, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, οι Εφεσείοντες, προσέβαλαν την πρωτόδικη απόφαση ως λανθασμένη. Περαιτέρω, ο Εφεσείοντας 2 προσέβαλε την ποινή που του επιβλήθηκε ως υπέρμετρη και έκδηλα υπερβολική.

 

Η έφεση κατά της καταδίκης στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Εσφαλμένα κατά νόμο και όσον αφορά τα γεγονότα, εκρίθη ότι δεν απεδείχθη η υπεράσπιση της εύλογης αιτίας στην ανάκληση της επιταγής, αντικείμενο της κατηγορίας.

 

β)  Εσφαλμένα εκρίθη ότι υπήρχε αντάλλαγμα για την επιταγή.

 

γ)  Τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και οι λόγοι που προβάλλει γι’ αυτά δεν ευσταθούν και δεν δικαιολογούνται από το σύνολο της μαρτυρίας, με την οποία συγκρούονται.

 

δ)  Εσφαλμένα αποφασίστηκε ότι οι Κατηγορούμενοι απέτυχαν να αποδείξουν στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων την υπεράσπιση της εύλογης αιτίας.

 

ε)  Εσφαλμένα καταδικάστηκαν οι Εφεσείοντες αντίστοιχα, για έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα και συμμετοχή στην έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα, ενώ δεν απεδέχθηκε κάτι τέτοιο.

 

στ) Ήταν εσφαλμένη η επιβολή ενός μηνός ποινής φυλάκισης με τριετή αναστολή καθότι αυτή είναι υπέρμετρη και έκδηλα υπερβολική.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο πέμπτος λόγος έφεσης ήταν απορριπτέος επειδή η κατηγορία στην οποία κρίθηκαν ένοχοι οι Εφεσείοντες, στηρίζεται στο Άρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα και όχι επί του Άρθρου [*280]305Α(1) οπότε θα είχε νόημα η ύπαρξη διαθεσίμων κεφαλαίων για κάλυψη της επίδικης επιταγής.

 

2.  Εφόσον αποδειχθούν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που στοιχειοθετείται με το Άρθρο 305Α(2) τότε το βάρος απόδειξης μετατίθεται επί των ώμων του Κατηγορουμένου (εκδότη) να αποδείξει την ύπαρξη εύλογης αιτίας, για την ανάκληση της επιταγής.

 

3.  Το βάρος απόδειξης από τον Κατηγορούμενο (εκδότη) είναι εκείνο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Η ποινική ευθύνη του εκδότη επιταγής καθορίζεται στο αυστηρό πλαίσιο που θέτει το εδάφιο 2 του Άρθρου 305Α χωρίς να επεκτείνεται σε άλλες παραμέτρους όπως φαίνεται να είναι η εισήγηση των Εφεσειόντων.

 

4.  Η φύση της επιταγής που είναι αξιόγραφο και ο κομιστής του σύμφωνα με το Άρθρο 30 (1) των Περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, θεωρείται εκ πρώτης όψεως ότι έδωσε καλή αντιπαροχή για τη λήψη της.

 

5.  Το θέμα όμως, στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δεν ήταν αυτό. Δεδομένης της ανακοπής της πληρωμής της επίδικης επιταγής από τους Εφεσείοντες με τη δικαιολογία «παράβαση συμφωνίας» το ζητούμενο στην υπόθεση ήταν το κατά πόσο οι Εφεσείοντες είχαν εύλογη αιτία ανάκλησης της, επί τη βάσει της προταθείσας δικαιολογίας κι όχι αν υπήρχε ή όχι νόμιμο αντάλλαγμα.

 

6.  Εξετάστηκαν με προσοχή οι σχετικές εισηγήσεις σε συνάρτηση με την προσφερθείσα μαρτυρία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου από τους Εφεσείοντες και δεν ήταν ορθά τα όσα οι Εφεσείοντες εισηγούνταν.

 

7.  Η εκδοχή που προώθησαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία δεν έγινε αποδεκτή από το τελευταίο, για τους λόγους που, επαρκώς, αναφέρει στην απόφασή του, είναι ότι η επίδικη επιταγή του δόθηκε για προσωπικούς λόγους και το ποσό της θα απεκόπτετο από τα κέρδη τα οποία θα δικαιούτο βάσει της συμφωνίας τους για να «συστήνει» πελάτες στην Εφεσείουσα εταιρεία για φωτοβολταϊκά πάρκα.

 

8.  Εν όψει δε του συναινετικού τερματισμού της συμφωνίας αυτής στις 11.5.2010 απόγευμα, την επομένη ημέρα στις 12.5.2010 προέβη σε ανάκληση της επίδικης επιταγής που εξέδωσε επίσης στις [*281]11.5.2010 πρωΐ, ενόψει του ότι ο Εφεσίβλητος δεν «σύστησε κανένα πελάτη».

 

9.  Από την εκδοχή αυτή, προέκυπτε ότι ουδεμία παράβαση συμφωνίας συνετελέσθη από οιονδήποτε και συνεπώς πολύ ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του επεσήμανε ότι δεν τέθηκε ενώπιον του «ο λόγος που καταγράφεται στο Τεκμ. 7 και σε αυτή τη βάση δίδεται στην Υπεράσπιση το δικαίωμα επίκλησης  της ύπαρξης εύλογης αιτίας» σύμφωνα με το Νόμο.

 

10. Επομένως και αν ακόμα γινόταν αποδεκτή η εκδοχή των Εφεσειόντων, που δεν έγινε, και πάλι δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν στην βάση της Υπεράσπισης που προσφέρει το Άρθρο 305Α(2).

 

11. Βέβαια το Δικαστήριο απεδέχθη την εκδοχή του Εφεσίβλητου ότι δηλαδή «σύστησε» τρεις πελάτες στην Εφεσείουσα 1 και η επίδικη επιταγή εξεδόθη από την Εφεσείουσα εταιρεία μέσα στα πλαίσια της συμφωνίας για 50%-50% στα κέρδη.

 

12. Αναφορικά με το λόγο έφεσης για τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σύμφωνα με τους Εφεσείοντες δεν ευσταθούν και δεν δικαιολογούνται από το σύνολο της μαρτυρίας με την οποία συγκρούονται, εξετάστηκαν ένα προς ένα τα θέματα που τέθηκαν στην αιτιολογία και προέκυπτε ότι όλα σχετίζονταν και προωθούσαν τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων περί μη υπάρξεως αντιπαροχής αναφορικά με την επίδικη επιταγή.

 

13. Η εξέτασή τους, θα αποτελούσε ακαδημαϊκή άσκηση χωρίς κανένα όφελος για τους Εφεσείοντες λαμβάνοντας υπόψιν ότι αυτά τα θέματα δεν συνάδουν με το λόγο που επικαλέστηκαν οι Εφεσείοντες και καταγράφεται στην επίδικη επιταγή, Τεκμ. 7, δηλαδή «παράβαση συμφωνίας».

 

14. Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν αμφισβητήθηκαν τα πιο πάνω συστατικά στοιχεία του αδικήματος από τους Εφεσείοντες. Από κει και πέρα το βάρος μετετέθη επί των ώμων των Εφεσειόντων/Κατηγορουμένων να αποδείξουν στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων την ύπαρξη εύλογης αιτίας στην ανάκληση της πληρωμής της επιταγής.

 

15. Σύμφωνα με την επιφύλαξη του εδαφίου (2) η επίκληση της υπεράσπισης της «εύλογης αιτίας» τελεί υπό την προϋπόθεση ότι κατά/ή περί την παρουσίαση της επιταγής για σκοπούς πληρωμής της [*282]ο κατηγορούμενος ως εκδότης γραπτώς παρέθεσε στο πιστωτικό ίδρυμα το λόγο ή λόγους για τους οποίους δίδεται η εντολή μη πληρωμής της.

 

16. Η αποτυχία απόδειξης της «εύλογης αιτίας» εν τη εννοία του Νόμου και όπως αυτή  νομολογιακά ερμηνεύτηκε θέτει τέρμα στην Υπεράσπιση του Κατηγορουμένου περί «εύλογης αιτίας» στην ανάκληση της επιταγής.

 

Η έφεση εναντίον της ποινής στηρίχθηκε στον κάτωθι λόγο:

 

«Η επιβληθείσα στον εφεσείοντα 2 ποινή ενός (1) μηνός φυλάκισης με αναστολή τρία (3) έτη είναι υπέρμετρη και έκδηλα υπερβολική».

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Είναι καλά θεμελιωμένες οι αρχές περί του πότε επεμβαίνει το Εφετείο στην επιβολή ποινής.

 

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά υπέδειξε ότι αδικήματα της φύσης αυτής, ευρίσκονται σε ανησυχητική έξαρση με αποτέλεσμα να παρίσταται ανάγκη ν’ αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα.

 

3.  Το σύνηθες μέτρο ποινικής μεταχείρισης για τα αδικήματα έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα είναι η επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης. Όμως το σύνηθες δεν αποτελεί ταυτόχρονα και άκαμπτο κανόνα αφού κατά πάγια νομολογιακή αρχή κάθε περίπτωση αντιμετωπίζεται στη βάση των περιστατικών της.

 

4.  Από την προσεκτική εξέταση της πρωτόδικης απόφασης, διαπιστωνόταν μια δίκαιη και καθόλα ορθή αντιμετώπιση του Εφεσείοντα 2 με αναφορά σε νομολογία που οριοθετεί ορθά το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε αυτό. Η ποινή δε που είχε επιβληθεί ήταν ορθή, λαμβανομένου υπόψη του ανωτάτου ορίου που προνοείται για το αδίκημα που κρίθηκε ένοχος, αλλά και τις περιβάλλουσες των αδικημάτων συνθήκες, όπως και τις προσωπικές συνθήκες και εξασφάλιση του Εφεσίβλητου αναφορικά με οιανδήποτε οικονομική απαίτηση του που πηγάζει από την επίδικη επιταγή.

 

5.  Όλοι οι σχετικοί παράγοντες συνεκτιμήθηκαν ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο  το οποίο  έκρινε στην προκειμένη με περισσή επιείκεια.

 

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.

[*283]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 108,

 

Nikiforos Technologies Ltd ν. Χρίστου (Αρ. 1) (2014) 2 , ECLI:CY:AD:2014:B270Α.Α.Δ. 287,

 

Saremi κ.ά. ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 251,

 

Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 537,

 

Πλαστήρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195,

 

Diamonds Co Ltd ν. Γεωργίου (2011) 2 Α.Α.Δ 763,

 

Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 19,

 

Καλλής ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 633, ECLI:CY:AD:2014:B658,

 

Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Ορφανίδη κ.ά. (2016) 2 Α.Α.Δ. 179, ECLI:CY:AD:2016:B120.

 

Εφέσεις κατά Καταδίκης και Ποινής.

 

Εφέσεις από τους Καταδικασθέντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Πετάση-Κορφιώτη, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 16072/2010), ημερομηνίας 7/3/2014.

 

Φ. Χατζηϊωάννου (κα), για τους Εφεσείοντες.

 

Κ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο κ. Παρπαρίνος Δ..

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες κρίθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ένοχοι στην κατηγορία που αντιμετωπίζει έκαστος. Η Εφεσείουσα/Κατηγορουμένη 1, εταιρεία Λτδ, κρίθηκε ένοχη στην κατηγορία της έκδοσης επιταγής η οποία δεν εξοφλήθηκε λόγω ανάκλησης της άνευ εύλογης αιτίας από τον εκδότη της και ο Εφεσείοντας/Κατηγορούμενος 2, Διευθυντής της Κατηγορουμένης 1, για συνδρομή στην έκδοση και ανάκληση της επιταγής ως ανωτέρω. Αμφότερες οι κατηγορίες στηρίζονται στο Άρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Η δεύτερη που αφορά τον [*284]Εφεσείοντα 2 στηρίζεται και επί του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.  Παρενθετικά αναφέρουμε ότι πρόκειται περί ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης.

 

Με τις υπό εξέταση εφέσεις, οι οποίες να σημειωθεί συνεκδικάστηκαν, οι Εφεσείοντες, με πέντε κοινούς λόγους, προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως λανθασμένη. Περαιτέρω, ο Εφεσείοντας 2 προσβάλλει την ποινή που του επιβλήθηκε ως υπέρμετρη και έκδηλα υπερβολική.

 

Σύμφωνα με αυτούς το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

1. Εσφαλμένα κατά νόμο και όσον αφορά τα γεγονότα, έκρινε ότι δεν απεδείχθη η υπεράσπιση της εύλογης αιτίας στην ανάκληση της επιταγής, αντικείμενο της κατηγορίας.

 

2. Εσφαλμένα δέκτηκε ότι υπήρχε αντάλλαγμα για την επιταγή.

 

3. Τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και οι λόγοι που προβάλλει γι’ αυτά δεν ευσταθούν και δεν δικαιολογούνται από το σύνολο της μαρτυρίας, με την οποία συγκρούονται.

 

4. Εσφαλμένα έκρινε ότι οι Κατηγορούμενοι απέτυχαν να αποδείξουν στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων την υπεράσπιση της εύλογης αιτίας.

 

5. Καταδίκασε τους Εφεσείοντες αντίστοιχα για έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα και συμμετοχή στην έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα ενώ δεν απεδέχθηκε κάτι τέτοιο.

 

6. Με την επιβολή ενός μηνός ποινή φυλάκισης με τριετή αναστολή έσφαλε καθότι αυτή είναι υπέρμετρη και έκδηλα υπερβολική.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης όπως το Πρωτόδικο Δικαστήριο διεπίστωσε είναι σε συντομία τα ακόλουθα. Η Εφεσείουσα 1 εξέδωσε στις 11.5.2010 επιταγή ύψους €3000 ευρώ προς όφελος του Παραπονούμενου/Κατήγορου που ήταν πληρωτέα την ίδια ημέρα. Η επιταγή κατατέθηκε κανονικά σε Τράπεζα προς εξαργύρωση στις 12.5.2010 πλην όμως αυτή επιστράφηκε απλήρωτη αυθημερόν λόγω του ότι η πληρωμή της ανακλήθηκε από τον εκδότη της (Εφεσείουσα 1) με το δικαιολογητικό «παράβαση συμφωνίας». Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, με βάση τα ευρήματα του, βρήκε ότι η επιταγή ανεκλήθη χω[*285]ρίς εύλογη αιτία. Με αυτά τα δεδομένα η Εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη όπως και ο Εφεσείων 2, Διευθυντής της Εφεσείουσας εταιρείας 1 ο οποίος κρίθηκε ότι συνέδραμε στην έκδοση της επίδικης επιταγής και στην χωρίς εύλογη αιτία ανάκλησή της με βάση το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Θα πρέπει εξ αρχής να αναφερθεί ότι ο πέμπτος (5ος) λόγος έφεσης δεν θα μας απασχολήσει και απορρίπτεται για τον απλούστατο λόγο ότι η κατηγορία στην οποία κρίθηκαν ένοχοι οι Εφεσείοντες στηρίζεται στο Άρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα και όχι επί του Άρθρου 305Α(1) οπότε θα είχε νόημα η ύπαρξη διαθεσίμων κεφαλαίων για κάλυψη της επίδικης επιταγής. Η ύπαρξη ή μη διαθέσιμων κεφαλαίων για κάλυψη εκδοθεισόμενης επιταγής ουδεμία σημασία έχει κάτω από το Άρθρο 305Α(2) διότι όπως πολύ σωστά αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που δημιουργούνται με βάση το άρθρο αυτό είναι:

 

(1)  Η έκδοση της επιταγής

 

(2)  Η πρόκληση της μη εξόφλησης της επιταγής από τον εκδότη της με οποιαδήποτε πράξη του πριν ή κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα.

 

Για χάριν πληρότητας παραθέτουμε το μέρος του Άρθρου 305Α, εδάφια (1) και (2) που ενδιαφέρουν για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης.

 

«305Α.-(1) Πρόσωπο που εκδίδει επιταγή η οποία, κατά ή μετά την ημερομηνία, κατά την οποία αυτή έχει καταστεί πληρωτέα, παρουσιάζεται στο πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου εκδόθηκε, δεν εξοφλείται, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της ή λόγω του ότι ο λογαριασμός του εκδότη ήταν κλειστός κατά το χρόνο της παρουσίασης της επιταγής, και παραμένει απλήρωτη για περίοδο δεκαπέντε (15) ημερών από την παρουσίασή της, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000,00) ή και στις δύο ποινές.

 

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), πρόσωπο το οποίο, χωρίς εύλογη αιτία, προκαλεί με οποιαδήποτε πράξη τη μη εξόφληση επιταγής που εκδόθηκε από το ίδιο, οποτεδήποτε πριν ή κατά την ημερομηνία που η επιταγή έχει καταστεί πλη[*286]ρωτέα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ  (€10.000,00) ή και στις δύο ποινές:

 

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, επίκληση της υπεράσπισης της εύλογης αιτίας, δυνατό να γίνει από τον κατηγορούμενο εφόσον, κατά ή πριν από την παρουσίαση της επιταγής για σκοπούς πληρωμής της, ο κατηγορούμενος ως εκδότης παρέθεσε γραπτώς στο πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή, το λόγο ή τους λόγους για τους οποίους δόθηκε εντολή μη πληρωμής της.»

 

Εφόσον αποδειχθούν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που στοιχειοθετείται με το Άρθρο 305Α(2) τότε το βάρος απόδειξης μετατίθεται επί των ώμων του Κατηγορουμένου (εκδότη) να αποδείξει την ύπαρξη εύλογης αιτίας, για την ανάκληση της επιταγής. Το βάρος απόδειξης από τον Κατηγορούμενο (εκδότη) είναι εκείνο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Η ποινική ευθύνη του εκδότη επιταγής καθορίζεται στο αυστηρό πλαίσιο που θέτει το εδάφιο 2 του Άρθρου 305Α χωρίς να επεκτείνεται σε άλλες παραμέτρους όπως φαίνεται να είναι η εισήγηση των Εφεσειόντων.  Συνεπώς ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο πρώτος (1ος) δεύτερος (2ος) και τέταρτος (4ος) λόγοι έφεσης θα πρέπει επίσης να απορριφθούν. Σύμφωνα με το δεύτερο λόγο έφεσης «το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εδέχθη ότι υπήρχε αντάλλαγμα για την επιταγή». Το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στο εύρημα αυτό ήταν εκ του περισσού και μέσα στη δικανική διεργασία του που αφορούσε την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Ο Εφεσίβλητος/παραπονούμενος δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει με αξιόπιστη μαρτυρία την ύπαρξη νόμιμου ανταλλάγματος αναφορικά με την επίδικη επιταγή. Υπενθυμίζεται η φύση της επιταγής που είναι αξιόγραφο και ο κομιστής του σύμφωνα με το Άρθρο 30 (1) των Περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, θεωρείται εκ πρώτης όψεως ότι έδωσε καλή αντιπαροχή για την λήψη της (βλ. Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 108). Το θέμα όμως, στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δεν ήταν αυτό. Δεδομένης της ανακοπής της πληρωμής της επίδικης επιταγής από τους Εφεσείοντες με τη δικαιολογία «παράβαση συμφωνίας» το ζητούμενο στην υπόθεση ήταν το κατά πόσο οι Εφεσείοντες είχαν εύλογη αιτία ανάκλησης της, επί τη βάσει της προταθείσας δικαιολογίας κι όχι αν υπήρχε ή όχι νόμιμο αντάλλαγμα (βλ. Nikiforos Technologies Ltd ν. Χρίστου (Αρ. 1) (2014) 2 Α.Α.Δ. 287, ECLI:CY:AD:2014:B270).

[*287]Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του (σελ. 15) αναφέρει:

 

«Παρόλα αυτά, στις έγγραφες οδηγίες που δόθηκαν για την ανάκληση της πληρωμής της επίδικης επιταγής ως λόγος ανάκλησης καταγράφηκε η «παράβαση συμφωνίας», η οποία δεν προωθήθηκε από την υπεράσπιση κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

Ουσιαστικά από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει ότι ο λόγος που καταγράφεται στο Τεκμήριο 7,  και που σε αυτή τη βάση δίδεται στην υπεράσπιση το δικαίωμα επίκλησης της ύπαρξης εύλογης αιτίας σύμφωνα με την επιφύλαξη του εδαφίου (2) του Άρθρου 305Α, δεν συνάδει με τους λόγους που επικαλέστηκε ο κατηγορούμενος 2 στην ένορκη του μαρτυρία, με τρόπο ώστε οι θέσεις που προέβαλε να αποδυναμώνονται, ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 2 δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση προς τούτο.  Σημειώνεται, μάλιστα, ότι από την πλευρά της υπεράσπισης δεν προβλήθηκε η θέση ότι η ισχυριζόμενη απαίτηση του Παραπονούμενου να γίνει μέτοχος στην κατηγορούμενη 1 εταιρεία συνιστούσε παράβαση συμφωνίας, αλλά αντίθετα αποτέλεσε ισχυρισμό του κατηγορούμενου 2 ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία λύθηκε με κοινή απόφαση των δύο πλευρών. Επομένως, από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου ουδεμία παράβαση συμφωνίας προκύπτει από την πλευρά του Παραπονούμενου.

 

Στα ίδια πλαίσια, δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω με τα όσα καταγράφονται στη σελίδα 6 της Γραπτής Αγόρευσης της συνηγόρου των κατηγορούμενων επί το ότι ο Παραπονούμενος παραβίασε τη συμφωνία για αποδοχή του 50% των καθαρών κερδών αφού λάμβανε διάφορα ποσά έναντι κερδών με διάφορες προφάσεις. Και αυτό γιατί με βάση τα όσα ανέφερε ο ίδιος ο κατηγορούμενος 2 στη μαρτυρία του ο τερματισμός της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας ήταν αποτέλεσμα της απαίτησης του Παραπονούμενου να γίνει μέτοχος στην κατηγορούμενη 1 εταιρεία, και όχι του ότι η πληρωμή του ποσού των €3.000 υπό τις συνθήκες που περιέγραψε συνιστούσε παράβαση συμφωνίας.

 

Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, ο κατηγορούμενος 2 δεν έχει πείσει το Δικαστήριο ότι πίστευε ειλικρινά ότι είχε δικαίωμα να προβεί στην  ανάκληση της πληρωμής της εν λόγω επιταγής, και η πεποίθησή του αυτή, πέραν του ότι δεν ήταν [*288]ειλικρινής, δεν ήταν ούτε και εύλογη με βάση τα γεγονότα και τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή και συνθέτουν την υπόθεση.»

 

Τα πιο πάνω μας οδηγούν στον πρώτο λόγο Έφεσης. Στο περίγραμμα των Εφεσειόντων αναφέρεται ότι τα πιο πάνω είναι εσφαλμένα και ότι «η συμφωνία που αφορούσε την επιταγή ήταν ότι το ποσό της θα λογίζετο έναντι του μεριδίου του Εφεσίβλητου στα κέρδη από τα φωτοβολταϊκά πάρκα. Αφού η δεύτερη συμφωνία διαμοιρασμού των κερδών τερματίστηκε η συμφωνία για λογισμό της επιταγής έναντι μεριδίου στα κέρδη παραβιάστηκε αφού δεν υπήρχε πλέον δικαίωμα του Εφεσίβλητου σε κέρδη».  Αυτή τη συμφωνία, σύμφωνα με την ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται να μην την αντελήφθηκε και δεν την εξέτασε. Ενώπιον μας η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσείοντες εισηγήθηκε ότι η ανάκληση της επίδικης επιταγής έγινε διότι οι Εφεσείοντες πίστευαν ότι ο Εφεσίβλητος δεν δικαιούτο στα κέρδη αυτά βάσει της συμφωνίας για 50% στα κέρδη.

 

Εξετάσαμε με προσοχή τα πιο πάνω σε συνάρτηση με την προσφερθείσα μαρτυρία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου από τους Εφεσείοντες και δεν συμφωνούμε με τα όσα τώρα οι Εφεσείοντες εισηγούνται. Η εκδοχή που προώθησαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία δεν έγινε αποδεκτή από το τελευταίο, για τους λόγους που, επαρκώς, αναφέρει στην απόφασή του, είναι ότι η επίδικη επιταγή τού δόθηκε για προσωπικούς λόγους και το ποσό της θα απεκόπτετο από τα κέρδη τα οποία θα δικαιούτο βάσει της συμφωνίας τους για να «συστήνει» πελάτες στην Εφεσείουσα εταιρεία για φωτοβολταϊκά πάρκα. Εν όψει δε του συναινετικού τερματισμού της συμφωνίας αυτής στις 11.5.2010 απόγευμα, την επομένη ημέρα στις 12.5.2010 προέβη σε ανάκληση της επίδικης επιταγής που εξέδωσε επίσης στις 11.5.2010 πρωΐ, ενόψει του ότι ο Εφεσίβλητος δεν «σύστησε κανένα πελάτη». Από την εκδοχή αυτή, παρατηρούμε ότι ουδεμία παράβαση συμφωνίας συνετελέσθη από οιονδήποτε και συνεπώς πολύ ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του επεσήμανε ότι δεν τέθηκε ενώπιον του «ο λόγος που καταγράφεται στο Τεκμ. 7 και σε αυτή τη βάση δίδεται στην Υπεράσπιση το δικαίωμα επίκλησης  της ύπαρξης εύλογης αιτίας» σύμφωνα με το Νόμο. Επομένως και αν ακόμα γινόταν αποδεκτή η εκδοχή των Εφεσειόντων, που δεν έγινε, και πάλι δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν στην βάση της Υπεράσπισης που προσφέρει το Άρθρο 305Α(2).  Βέβαια το Δικαστήριο απεδέχθη την εκδοχή του Εφεσιβλήτου ότι δηλαδή «σύστησε» τρεις πελάτες στην Εφεσείουσα 1 και η επίδικη επιταγή εξεδόθη από την Εφεσείουσα εταιρεία μέσα στα πλαίσια της συμφωνίας για 50%-50% στα κέρδη.

[*289]Ο πρώτος, δεύτερος και τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

Ο τρίτος (3ος) λόγος έφεσης αφορά τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σύμφωνα με τους Εφεσείοντες δεν ευσταθούν και δεν δικαιολογούνται από το σύνολο της μαρτυρίας με την οποία συγκρούονται.

 

Εξετάσαμε ένα προς ένα τα θέματα που τίθενται στην αιτιολογία και παρατηρούμε ότι όλα σχετίζονται και προωθούν τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων περί μη υπάρξεως αντιπαροχής αναφορικά με την επίδικη επιταγή. Η εξέτασή τους, με όλο το σεβασμό προς την ευπαίδευτη συνήγορο των Εφεσειόντων, θα αποτελούσε ακαδημαϊκή άσκηση χωρίς κανένα όφελος για τους Εφεσείοντες λαμβάνοντας υπόψιν ότι αυτά τα θέματα δεν συνάδουν με το λόγο που επικαλέστηκαν οι Εφεσείοντες και καταγράφεται στην επίδικη επιταγή, Τεκμ. 7, δηλαδή «παράβαση συμφωνίας» η οποία είναι η βάση του δικαιώματος στην παρούσα υπόθεση για επίκληση της Υπεράσπισης της ύπαρξης εύλογης αιτίας σύμφωνα με την επιφύλαξη του εδαφίου 2 του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα. Ως αποτέλεσμα ούτε αυτός ο λόγος μπορεί να επιτύχει.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσείοντες στο Διάγραμμα της αλλά και με την αγόρευση της αναφέρθηκε σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκειμένου να καταδείξει ότι το Εφετείο δεν διστάζει να παραμερίσει μια καταδικαστική απόφαση, έστω και αν αυτή είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αν μια τέτοια καταδικαστική απόφαση φαίνεται τόσο ανασφαλής ή ανεπαρκής που να υπάρχει υποβόσκουσα αμφιβολία σε σχέση με την ορθότητά της. Μας παρέπεμψε στις Saremi κ.ά. ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 251, Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 537 και Πλαστήρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195.

 

Η πιο πάνω προσέγγιση στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παραγνωρίζει εντελώς τα γεγονότα της υπόθεσης και το Άρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα επί του οποίου στηρίζοντο οι κατηγορίες. Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος τα έχουμε ήδη αναφέρει.

 

Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν αμφισβητήθηκαν τα πιο πάνω συστατικά στοιχεία του αδικήματος από τους Εφεσείοντες. Από κει και πέρα το βάρος μετετέθη επί των ώμων των Εφεσειόντων/Κατηγορουμένων να αποδείξουν στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων την ύπαρξη εύλογης αιτίας στην ανάκληση της [*290]πληρωμής της επιταγής. Η εύλογη αιτία συναρτάται άμεσα και αποκλειστικά με τον λόγο της ανάκλησης που εξεδήλωσε γραπτώς ο Κατηγορούμενος (εκδότης) κατά τον ουσιώδη χρόνο ανάκλησης της και όχι ότι ενδεχομένως πιστεύει ότι αποτελεί καλή Υπεράσπιση ή άλλο λόγο που δεν δηλώθηκε κατά τον ουσιώδη χρόνο της ανάκλησης της επιταγής. Σύμφωνα με την επιφύλαξη του εδαφίου (2) η επίκληση της υπεράσπισης της «εύλογης αιτίας» τελεί υπό την προϋπόθεση ότι κατά/ή περί την παρουσίαση της επιταγής για σκοπούς πληρωμής της ο κατηγορούμενος ως εκδότης γραπτώς παρέθεσε στο πιστωτικό ίδρυμα το λόγο ή λόγους για τους οποίους δίδεται η εντολή μη πληρωμής της. Η αποτυχία απόδειξης της «εύλογης αιτίας» εν τη εννοία του Νόμου και όπως αυτή  νομολογιακά ερμηνεύτηκε (βλ. Diamonds Co Ltd ν. Γεωργίου (2011) 2 Α.Α.Δ 763) θέτει τέρμα στην Υπεράσπιση του Κατηγορουμένου περί «εύλογης αιτίας» στην ανάκληση της επιταγής.

 

Η Έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται.

 

Π Ο Ι Ν Η

 

Με τον έκτο (6ο) λόγο έφεσης ο Εφεσείοντας 2 παραπονείται ότι η επιβληθείσα σ’ αυτόν ποινή ενός (1) μηνός φυλάκιση με αναστολή τρία (3) έτη είναι υπέρμετρη και έκδηλα υπερβολική.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα 2 στήριξε το λόγο αυτό με αναφορά στις προσωπικές συνθήκες του και συγκεκριμένα ότι είναι λευκού ποινικού μητρώου, ο μόνος «εισοδηματίας» στην οικογένεια του, έχει δύο ανήλικα τέκνα και ένα παιδί που υπηρετούσε στην Ε.Φ. και το μειωμένο εισόδημα του. Επίσης και πρόσθετα, ότι αυτός εξασφάλισε τα όποια δικαιώματα του Εφεσίβλητου αντλούμενα από την επίδικη επιταγή με την έκδοση τραπεζικής εγγύησης προς όφελος του.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο υποστήριξε ως ορθή την πρωτόδικη απόφαση.

 

Εξετάσαμε με προσοχή και αυτό το λόγο Έφεσης. Η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή είναι ποινή φυλάκισης μέχρι 3 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €10.000 ή και αμφότερες οι ποινές. Από την ίδια την ποινή φαίνεται και η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο βρέθηκε ένοχος ο Εφεσείοντας 2.

 

Είναι καλά θεμελιωμένη η αρχή ότι η επιμέτρηση της ποινής αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι [*291]το Εφετείο επεμβαίνει όχι όταν η ποινή θα μπορούσε ενδεχόμενα να ήταν κατά την κρίση του διαφορετική, αλλά όταν υπάρχει σαφής τεκμηρίωση ότι ο καθορισμός της ποινής ήταν το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν αυτή είναι έκδηλα υπερβολική. (Βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 19).

 

Το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα, να μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά (α) σε πασιφανή έλλειψη αναλογίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής, ή (β) σε ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία ή/και σε συνδυασμό των δυο αυτών παραγόντων. (βλ. Καλλής ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 633, ECLI:CY:AD:2014:B658)

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά υπέδειξε ότι αδικήματα της φύσης αυτής ευρίσκονται σε ανησυχητική έξαρση με αποτέλεσμα να παρίσταται ανάγκη ν’ αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα. Το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στη Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Ορφανίδη κ.ά. (2016) 2 Α.Α.Δ. 179, ECLI:CY:AD:2016:B120 αντανακλά πλήρως την κρατούσα κατάσταση.

 

«Οι κατηγορίες στις οποίες οι εφεσίβλητοι κρίθηκαν ένοχοι είναι αρκετά σοβαρές εφόσον η έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα πλήττει καίρια σημαντικό έννομο αγαθό. Αυτό της ασφάλειας και εμπιστοσύνης των συναλλαγών, η προστασία των οποίων είναι πρωταρχικής σημασίας για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς. Πρόκειται για αδικήματα για τα οποία ο νόμος (Άρθρο 305(Α)(2) του Π.Κ.) προνοεί κατά ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης 3 ετών ή ποινή προστίμου €10.000 ή αμφότερες τις ποινές, πρόνοια που αντανακλά και τη σοβαρότητα που προσδίδει ο Νομοθέτης στα υπό αναφορά αδικήματα. Όπως δε προκύπτει από τη νομολογία (Νεοφύτου ν. Κυριακίδης (Αρ. 3) (1999) 2 Α.Α.Δ. 299, Σιμιλλίδης ν. Νικολάου (2013) 2 Α.Α.Δ. 444, Nikiforos Technologies Ltd ν. Χρίστου, Ποιν. Έφ. 18/2012, ημερ. 26.4.2014 και L.C.A. Domiki Ltd ν. R.K.A. Kikkos Developers Ltd κ.ά., Ποιν. Έφ. 116/2011, ημερ. 17.3.2015), το σύνηθες μέτρο ποινικής μεταχείρισης για τα αδικήματα έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα είναι η επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης. Όμως το σύνηθες δεν αποτελεί ταυτόχρονα και άκαμπτο κανόνα αφού κατά πάγια νομολογιακή αρχή κάθε περίπτωση αντιμετωπίζεται στη βάση των περιστατικών της.»

 

Εξετάσαμε με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και διαπιστώνουμε μια δίκαιη και καθόλα ορθή αντιμετώπιση του Εφεσεί[*292]οντα 2 με αναφορά σε νομολογία που οριοθετεί ορθά το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε αυτό. Η ποινή δε που έχει επιβληθεί κρίνεται ως ορθή λαμβάνοντας υπόψιν το ανώτατο όριο που προνοείται για το αδίκημα που κρίθηκε ένοχος, αλλά και τις περιβάλλουσες των αδικημάτων συνθήκες, όπως και τις προσωπικές συνθήκες και εξασφάλιση του Εφεσίβλητου αναφορικά με οιανδήποτε οικονομική απαίτηση του που πηγάζει από την επίδικη επιταγή. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψιν όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που υπήρχαν στην υπόθεση και ορθά κατέληξε τόσο στη φύση, αλλά και στο ύψος της ποινής με αναφορά στις ορθές νομικές αρχές. Δεν εντοπίσαμε λάθος στην επιβληθείσα ποινή.  Όλοι οι σχετικοί παράγοντες συνεκτιμήθηκαν ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ορθή κρίνεται και η κατάληξη του. Θα προσθέταμε στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο τον έκρινε με περισσή επιείκεια.

 

Ο έκτος (6ος) λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Αμφότερες οι Εφέσεις απορρίπτονται και λαμβάνοντας υπόψιν ότι πρόκειται περί Ιδιωτικών Ποινικών Υποθέσεων οι Εφεσείοντες καταδικάζονται και στα έξοδα των Εφέσεων υπολογιζόμενα σε €1.000, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο